Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Συντάκτης: The Manifold Files

    Επιλεκτική παρέμβαση της ΕΛΑΣ για το Παλαιστινιακό σε εκδήλωση του Vouliwatch στο Ρομάντσο

    Ανακοίνωση 11 οργανώσεων και μέσων ενημέρωσης για προσαγωγές της ΕΛΑΣ σε βάρος της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση μετά από διαμαρτυρία στον χώρο του Ρομάντσου.

    Φωτογραφία: Reporters United.

    Στις 8.7.2024, στον δημιουργικό κόμβο Ρομάντσο στο κέντρο της Αθήνας, η μη-κυβερνητική οργάνωση Vouliwatch πραγματοποίησε σεμινάριο για δημοσιογράφους και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, δεδομένα  και πληροφορίες της διοίκησης.

    Περί τις 5:30 το απόγευμα, μικρή αντιπροσωπεία της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση προχώρησε σε μια πρωτοβουλία ενημέρωσης των συμμετεχόντων στο σεμινάριο στην αίθουσα του Ρομάντσο, αναρτώντας πανό και διαβάζοντας ένα ψήφισμά τους. Τα παρευρισκόμενα άτομα παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον την παρέμβαση, η οποία συναντά και δικές μας ανησυχίες και συζητήσεις στους κλάδους μας για την ελλιπή, και συχνά στρεβλή, δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων στην Παλαιστίνη από τα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης.

    Μας προκαλεί έκπληξη και ιδιαιτέρως αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι, λίγο μετά την αποχώρησή τους από το  Ρομάντσο, οι εκπρόσωποι της συνέλευσης αλληλεγγύης προσήχθησαν στη ΓΑΔΑ. Θεωρούμε ότι η πρακτική αυτή δεν είναι απλώς καταχρηστική, αλλά και καταφανώς επιλεκτική. Συνιστά πολιτική ενέργεια που βάλλει κατά της ελευθερίας της έκφρασης, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι  και της ελευθερίας της ενημέρωσης, ενώ γίνεται σαφές ότι στοχεύει αποκλειστικά πρωτοβουλίες που αφορούν το παλαιστινιακό.

    Η καταστολή αυτού του είδους μας βρίσκει ριζικά αντίθετους και δημιουργεί ιδιαίτερες ανησυχίες για τις ελευθερίες στη χώρα μας, σε μια περίοδο διολίσθησης του Κράτους Δικαίου. Καλούμε την ΕΛΑΣ να σεβαστεί τις θεμελιώδεις ελευθερίες, και την κοινωνία των πολιτών να βρίσκεται σε εγρήγορση για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων και ελευθεριών όλων μας.

    Την ανακοίνωση υπογράφουν:

    1. Vouliwatch
    2. Reporters United
    3. The Manifold
    4. HIAS Greece
    5. Inter Alia
    6. Πολιτιστικός Οργανισμός BiOS – Δημιουργικός Κόμβος Ρομάντσο
    7. Solomon
    8. Mediterranean Institute for Investigative Reporting – MIIR
    9. Nema Media
    10. OmniaTV
    11. The Press Project (thepressproject.gr)

    Φίμωση των δικαστικών Παρατηρητηρίων από το υπουργείο Δικαιοσύνης

    Η τροποποίηση του νόμου 3090/2002 αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

    Η δημοσιογραφική, ερευνητική ομάδα The Manifold καταγγέλλει με τον πιο έντονο τρόπο την νομοθετική απόπειρα του υπουργείου Δικαιοσύνης να καταργήσει τη λειτουργία των Παρατηρητηρίων σημαντικών δικών δημοσίου συμφέροντος.

    Συγκεκριμένα, καταγγέλλουμε ως αντιδημοκρατικήαντισυνταγματική και ευθέως αντίθετη στην ελευθερία του Τύπου, την τροποποίηση του νόμου 3090/2002, η οποία ψηφίστηκε στις 5/7/2024 και με την οποία πλέον προβλέπεται ότι: «Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.»

    Σε ανακοίνωσή του, μετά την κατακραυγή που έχει ήδη υπάρξει και μετά την έκδοση ανακοίνωσης από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το υπουργείο ψέγει το κόμμα της αντιπολίτευσης ότι δεν ξέρει να διαβάσει «απλές διατυπώσεις μια ισχύουσας από το 2002 ρύθμισης» και ισχυρίζεται ψευδώς ότι το μόνο που κάνει η τροποποίηση του νόμου είναι να προσθέτει στους απαγορευμένους τρόπους καταγραφής και το διαδίκτυο. Τον ίδιο ψευδή ισχυρισμό έχουν προτάξει παράγοντες του υπουργείου και σε συναδέλφους που έχουν ζητήσει εύλογες διευκρινίσεις.

    Αυτό που το υπουργείο, ωστόσο, τεχνηέντως παραλείπει να σχολιάσει είναι ότι η κρίσιμη τροποποίηση σε σχέση με τον νόμο του 2002 βρίσκεται στην προσθήκη της φράσης «με οποιονδήποτε τρόπο», η οποία μάλιστα προστέθηκε πριν την εξειδίκευση που ακολουθεί τη λέξη «ιδίως».

    Ο νόμος του 2002 προέβλεπε:

    «Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται.»

    Η τροποποίηση που μόλις ψηφίστηκε προβλέπει:

    «Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου.»

    Η διατύπωση αυτή και συγκεκριμένα η φράση «με οποιονδήποτε τρόπο» επιτρέπει σε κάθε δικαστήριο να απαγορεύσει στους δημοσιογράφους να καταγράφουν γραπτώς τα τεκταινόμενα της δίκης και να τα μεταδίδουν όπως επιτάσσει το λειτούργημά τους.

    Έχουμε κάθε λόγο να θεωρήσουμε ότι η τροποποίηση αυτή πλήττει ευθέως τα Παρατηρητήρια δικών, όπως το Golden Dawn Watch για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, το JackieOh Justice Watch για τη δίκη που αφορά τις συνθήκες θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου, το Lignadis Trial Watch για τη δίκη Λιγνάδη και το Kivotos Trial Watch για τη δίκη της Κιβωτου του Κόσμου κ.ά.

    Για του λόγου το αληθές, στις 8/7/2024, σε δικαστήριο της Μυτιλήνης, η Έδρα απαγόρευσε την γραπτή δημοσιογραφική ανταπόκριση του Παρατηρητηρίου #δίκη_Σαπφούς, ισχυριζόμενη πως η τροπολογία που τέθηκε σε ισχύ με τον Ν. 5119/2024 απαγορεύει την ανταπόκριση.

    Οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι: θεωρούμε ότι η καθολική απαγόρευση της καταγραφής της δίκης με οπτικοακουστικά μέσα, όπως προβλεπόταν στον νόμο του 2002, αποτελούσε ήδη μέτρο αντιδημοκρατικό και δίχως επαρκή αιτιολογία περιοριστικό της δημοσιότητας της δίκης και της ελευθερίας του Τύπου, δύο αλληλένδετων και συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών.

    Με σεβασμό, ωστόσο, στον ισχύοντα νόμο, τα Παρατηρητήρια χρησιμοποιούν πάντοτε και αποκλειστικά τη μέθοδο των γραπτών σημειώσεων που κρατούν οι δημοσιογράφοι τους, οι οποίοι παρίστανται στα ακροατήρια.

    Η τροποποίηση του νόμου 3090/2002 με την προσθήκη της διατύπωσης «με οποιονδήποτε τρόπο» είναι προφανές ότι θέλει πρωτίστως να φιμώσει τα Παρατηρητήρια, τα οποία υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον προσφέρουν στο κοινό τη δυνατότητα να γνωρίζει τα ακριβή τεκταινόμενα σε δίκες που έχουν άμεσες επιπτώσεις στη ζωή του.

    Ωστόσο, η διατύπωση είναι τέτοια που μπορεί να οδηγήσει σε απαγόρευση από οποιοδήποτε δικαστήριο ακόμη και της γραπτής μετάδοσης οποιασδήποτε κατά λέξη αποστροφής από τη δικαστική διαδικασία — πρόθεση που καθίσταται ακόμη διαφανέστερη από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, η οποία θεωρεί ότι δημοσιότητα της δίκης σημαίνει μόνον την ανεμπόδιστη παρακολούθησή της στο ακροατήριο αλλά όχι την δημοσιοποίησή της «με κάθε λεπτομέρεια» στο κοινό. Αυτό που επιχειρείται εδώ, μ’ άλλα λόγια, είναι να αποφασίζουν τα δικαστήρια ποιες «λεπτομέρειες» θα δημοσιεύουν οι δημοσιογράφοι και ποιες όχι.

    Το σκεπτικό αυτό οδηγεί στην αυτόματη επιβολή από τις δικαστικές αρχές οποιουδήποτε περιορισμού εκείνες αυθαίρετα κρίνουν στον τρόπο με τον οποίον οι δημοσιογράφοι που παρίστανται σε μία δίκη ενημερώνουν το κοινό τους.

    Η επίθεση αυτή στην ελευθερία του Τύπου δεν θα γίνει δεκτή. Θα την πολεμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.  

    Υπόθεση Απόστολος Λύτρας: «Δύο μέτρα και δύο σταθμά, από τις αρχές για τα θύματα της έμφυλης βίας»

    Μια συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία και την αποτυχία των ελληνικών αρχών να προστατέψουν τα θύματα.

    Η δημοσιογράφος του The Manifold, Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, στο Δελτίο Ειδήσεων kontra news με τον Πάνο Χαρίτο
    19 Ιουνίου 2024

    Η ανεξέλεγκτη δύναμη του εισαγγελέα

    Πρόσφατες καταδίκες για παιδική σεξουαλική κακοποίηση οδηγούν ίσως στην εντύπωση ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως…

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Προ ημερών, ο δικηγόρος Άρης Κυβέλος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 78 χρόνια φυλακή — 45 κατά συγχώνευση, 20 εκτιτέα — για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών και άλλα αδικήματα. Ο ίδιος έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφία ανηλίκων στην υπόθεση της Αρετής Παληού, ενώ δικάζεται αυτή την περίοδο και για τα κακουργήματα του βιασμού και της ασέλγειας σε βάρος της ίδιας γυναίκας, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί. Έχει επίσης προηγούμενη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία.

    Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών δεν αναγνώρισε στον κατηγορούμενο κανένα ελαφρυντικό και δεν του έδωσε αναστολή ως το Εφετείο, και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή.

    Στον αντίποδα της απόφασης του δικαστηρίου, η οποία ήταν ομόφωνη και σηματοδοτεί αν μη τι άλλο ότι οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν τις αποδείξεις εναντίον του κατηγορουμένου απολύτως επαρκείς, ο εισαγγελέας Νικόλαος Μύτης πρότεινε την πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου και αγόρευσε επί τετράωρο προκειμένου να τεκμηριώσει την κρίση του αυτή. 

    Μολονότι και εμάς, όπως και άλλους που παρακολουθούσαν τη δίκη, μάς έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η θέρμη με την οποία ο εισαγγελέας πάσχισε να αθωώσει τον κατηγορούμενο, κάνοντας χρήση ακόμη και επιχειρημάτων που ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν είχε επικαλεστεί, δεν σκοπεύουμε να διατυπώσουμε εικασίες για τα κίνητρά του, για τα οποία άλλωστε δεν έχουμε καμία γνώση ή πληροφορία. Αντιθέτως, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε ότι σχημάτισε την κρίση του αυτή ελεύθερα, κατά την συνείδησή του.

    Γι’ αυτό ακριβώς όμως είναι, κατά την άποψή μας, τόσο σημαντική η εισαγγελική πρόταση σε αυτή τη δίκη: διότι ο εισαγγελέας, κατ’ αναλογία προς τον δικαστή, διαμορφώνει ασφαλώς την κρίση του ελεύθερα κατά την συνείδησή του, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την διαμορφώνει αυθαίρετα, δεν σημαίνει ότι η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε περιορισμούς.

    Κάποιοι από αυτούς τους περιορισμούς είναι νομικοί, όπως λόγου χάρη η υποχρέωση να αιτιολογεί τεκμηριωμένα την αξιολόγηση των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Εξίσου, όμως, πρέπει να βαραίνουν και οι μη νομικοί περιορισμοί, η γνώση δηλαδή που μπορεί και πρέπει να πληροφορεί μια δικαστική υπόθεση, ανάλογα με το είδος της.

    Στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, εκτός από τους νόμους και τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν, υπάρχει και ένα σώμα επιστημονικών συμπερασμάτων που προέρχεται από άλλους κλάδους, όπως η ψυχολογία και η εγκληματολογία, το οποίο οι δικαστικές αρχές οφείλουν πλέον σήμερα να κατέχουν και να λαμβάνουν υπόψη τους.

    Μιλώντας λοιπόν για την εισαγγελική πρόταση του κ. Μύτη στην υπόθεση Κυβέλου, ο εισαγγελέας ήταν βέβαια ελεύθερος να θεωρήσει αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των φερόμενων κατά την αποδεικτική διαδικασία ως θυμάτων, δεν δικαιούταν όμως να το κάνει επειδή δεν κατήγγειλαν αμέσως τον βιασμό τους αλλά το έπραξαν μετά από χρόνια.

    Είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών παραδέχεται πως τα ανήλικα θύματα συχνά εμποδίζονται από πολλούς παράγοντες να καταγγείλουν αυτό που έχουν υποστεί. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ντροπή και το στίγμα, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η — απολύτως δικαιολογημένη — έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές, ο φόβος για τον δράστη (ειδικά όταν η παρουσία του στο περιβάλλον τους είναι εξακολουθητική) κ.ά. Είναι εξαιρετικά συχνό, μελετημένο και τεκμηριωμένο, το φαινόμενο να βρίσκουν τα θύματα το θάρρος να μιλήσουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές αφότου ενηλικιωθούν ή/και αφότου βρεθούν σε ασφαλέστερο περιβάλλον.

    Ούτε, επίσης, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή δεν μπόρεσαν να αναφέρουν στο ακροατήριο περισσότερα από πέντε συγκεκριμένα περιστατικά κακοποίησής τους, ενώ η κακοποίηση ήταν εξακολουθητική και διήρκεσε χρόνια. Και πάλι, εδώ, η ψυχολογία του ανήλικου θύματος που απωθεί με διάφορους μηχανισμούς το τραύμα του, που ανακαλεί τα τραυματικά γεγονότα συγκεχυμένα και που δυσκολεύεται να αφηγηθεί την εμπειρία του υπό την πίεση της δικαστικής διαδικασίας, είναι θέματα γνωστά που ένας δικαστικός λειτουργός οφείλει να συνυπολογίσει.

    Και ούτε, τέλος, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή αυτές διατηρούσαν κάποιου είδους «σχέση» με τον κακοποιητή τους ή/και είχαν κατά καιρούς εκφράσει συναισθήματα γι’ αυτόν.

    Οι περισσότερες υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν σωματική βία και έντονο καταναγκασμό αλλά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ειδικής «σχέσης» που ο κακοποιητής μεθοδικά οικοδομεί με τα θύματά του, της οποίας ο καταναγκασμός — συνήθως σχετικά ήπιος — είναι μόνο ένα μέρος. Ο κακοποιητής είναι συνήθως μια φιγούρα που εμπνέει κύρος, σεβασμό ή και θαυμασμό στο θύμα. Καλλιεργεί τη σχέση και χειραγωγεί το θύμα σταδιακά, ώστε να κάμψει κατά το δυνατόν τις αντιστάσεις του. Έτσι, συχνά τα θύματα βασανίζονται από αντιφατικά αισθήματα: νιώθουν την «υποχρέωση» να ενδώσουν στις πιέσεις του κακοποιητή τους, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αποστροφή· γνωρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει τους προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά την ίδια στιγμή νιώθουν ντροπή και ενοχή· θέλουν να απαλλαγούν από τον κακοποιητή τους αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην «σχέση» που αυτός τους έχει επιβάλει. Είναι παγιδευμένα.

    Η τακτική αυτή — που ονομάζεται grooming — είναι από τα πιο γνωστά θέματα στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφισβήτηση, και το να μη λαμβάνεται υπόψη σε μια δικαστική διαδικασία, πόσο μάλλον να χρησιμοποιείται σε βάρος του θύματος, είναι απαράδεκτο.

    Δεν μιλάμε εδώ για γνώσεις υψηλής εξειδίκευσης, που αδυνατεί να έχει ένας εισαγγελέας ή που για να τις προσεγγίσει θα έπρεπε να βασιστεί σε ειδικούς μάρτυρες — μ’ όλο που τέτοιοι μάρτυρες και υπάρχουν και κατέθεσαν στη συγκεκριμένη δίκη. Οι γνώσεις αυτές αποτελούν πλέον σήμερα τόσο αδιαμφισβήτητες βάσεις για την παιδική προστασία που θα έπρεπε να αποτελούν κοινούς τόπους για τις δικαστικές αρχές.

    Και είναι οι γνώσεις αυτές ενδεχομένως ακόμη πιο κρίσιμες κι από τους δικονομικούς περιορισμούς στον σχηματισμό της κρίσης του εισαγγελέα — όπως και του δικαστή — ακριβώς επειδή εδώ δεν υπάρχει το καταφύγιο του γράμματος του νόμου, όπως λόγου χάρη σε μια ελλιπώς αιτιολογημένη πρόταση ή απόφαση. Μ’ άλλα λόγια, είναι θεωρητικά τουλάχιστον πιο εύκολο να προστατευτεί κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που εκτιμά τις αποδείξεις με αυθαίρετο τρόπο, δίχως να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, καθώς μπορεί να καταφύγει στα εργαλεία που του δίνει ο νόμος. Πώς να προστατευτεί όμως κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που αγνοεί, παραγνωρίζει ή αδιαφορεί για τις πραγματικές συνθήκες στις οποίες συμβαίνει το έγκλημα που δικάζει;      

    Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επεσήμαναν ότι η εισαγγελική πρόταση στην υπόθεση των δύο γυναικών που κατήγγειλαν τον Άρη Κυβέλο έπεσε στο κενό. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στην υπόθεση του Κολωνού, στην οποία η πρόταση της εισαγγελέα Μαρίας-Ελένης Νικολού επίσης υποβάθμισε την κατάθεση του θύματος. Τα δικαστήρια τόσο στην υπόθεση Κυβέλου όσο και στην υπόθεση Μίχου αντιμετώπισαν τις εισαγγελικές προτάσεις ως μη γενόμενες και καταδίκασαν τους κατηγορούμενους σε βαρύτατες ποινές.  

    Το γεγονός αυτό οδηγεί κάποιους να θεωρούν ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως. 

    Η εισαγγελική πρόταση είναι κομβικό σημείο της ποινικής δίκης, όχι μόνο επειδή έτσι την ορίζει το δίκαιο αλλά επειδή ο εισαγγελέας εκπροσωπεί εκείνη τη στιγμή το κράτος. Στην κρίση του εισαγγελέα ενσαρκώνεται η κρίση του κράτους. Η στάση του αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αντιλαμβάνεται την ευθύνη της για απόδοση δικαιοσύνης.

    Υπάρχει όμως ένας ακόμη πιο σημαντικός — και λιγότερο φιλοσοφικός — λόγος: οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα στο ακροατήριο είναι ένα μόνο μέρος των καθηκόντων του. Κι αν στο ακροατήριο υπάρχουν δικαστές και κάποιες φορές ένορκοι που τελικά αποφασίζουν, δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις περιστάσεις στις οποίες ο εισαγγελέας παίρνει αποφάσεις δίχως να ελέγχεται από κανέναν. 

    Μιλώντας για την παιδική προστασία (αν και, φυσικά, υπάρχουν αναλογίες και σε άλλους τομείς), ο εισαγγελέας αποφασίζει για τις απομακρύνσεις παιδιών από τις οικογένειές τους και την εισαγωγή τους σε ιδρύματα· για την αξιολόγηση των γονέων τους· για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που θα διερευνήσει πιθανή κακοποίηση και — κυρίως — ποιος φορέας θα την διενεργήσει· και για τον αποκλεισμό ή μη της επικοινωνίας παιδιών που καταγγέλλουν κακοποίηση με τον καταγγελλόμενο γονέα. 

    Οι εισαγγελικές αυτές δυνάμεις επηρεάζουν με τη σειρά τους άμεσα ή έμμεσα μια σειρά από αστικές υποθέσεις, που αφορούν κυρίως τις τύχες των παιδιών μέσα στο σύστημα πρόνοιας αλλά και στις διενέξεις που αφορούν την επιμέλεια και την επικοινωνία. Μπορεί να σημάνουν, όπως έχουμε δει επανειλημμένα να συμβαίνει, ότι ένα παιδί θα βρεθεί εν μία νυκτί σε ένα ίδρυμα δίχως επαρκή λόγο, ή αντιστρόφως ότι θα βγει από ένα ίδρυμα και θα επιστραφεί στους γονείς του που θα το κακοποιήσουν ξανά. Μπορεί να σημάνει ότι ένα παιδί που καταγγέλλει κακοποίηση θα πάει στο δικαστήριο δίχως κατάλληλη πραγματογνωμοσύνη αλλά και ότι ένας γονέας που καταγγέλεται για βιασμό του παιδιού του θα εξακολουθήσει να έχει επικοινωνία μαζί του.

    Και σε όλα αυτά ο εισαγγελέας είναι στην πράξη ανεξέλεγκτος.  

    Η άγνοια, λοιπόν, η άρνηση ή η αδιαφορία των εισαγγελέων για τους κοινούς τόπους της παιδικής προστασίας δεν είναι απλώς κάτι που μπορεί να διορθώσει ένα ποινικό δικαστήριο. Είναι ένα εφιαλτικό εμπόδιο που ορθώνεται σε κάθε βήμα των παιδιών που ζητούν προστασία και δικαιοσύνη.

    Γυναικοκτονία: Οι μη αλήθειες της ΕΛ.ΑΣ στις Αλήθειες με τη Ζήνα

    Μετά την γυναικοκτονία της Γεωργίας στη Σαλαμίνα, σύσσωμα τα ΜΜΕ καλούν εκπροσώπους της ελληνικής αστυνομίας να τοποθετηθούν για το τι πήγε στραβά. Όσο δεν γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι εκπρόσωποι της αστυνομίας θα θολώνουν την αλήθεια και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι θα πανηγυρίζουν για τα κουμπιά πανικού.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Για ακόμα μια φορά εμφανίστηκε η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη, «Αλήθειες με τη Ζήνα», χτες, με αφορμή την τελευταία γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα. Λίγο πριν της δοθεί ο λόγος, προβλήθηκε η συνέντευξη που παραχώρησαν στην εκπομπή η μητέρα και η αδελφή της 43χρονης Γεωργίας, η οποία δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της.

    «Σας είχε εκμυστηρευτεί ότι την χτυπούσε; Ότι την κακοποιούσε;» είναι η τελευταία ερώτηση που απευθύνει η δημοσιογράφος στην αδελφή της Γεωργίας. «Όχι ίσως εγκαίρως…» απαντά εκείνη. 

    Από αυτή την τελευταία κουβέντα πιάνεται η εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας Κωνσταντία Δημογλίδου για να πει αρχικά τα εξής: 

    «Κυρία Κουτσελίνη, να πιαστώ από την τελευταία λέξη που είπε η αδελφή του θύματος, “όχι εγκαίρως”. Και δυστυχώς ακούω — κι εμένα αυτό με εξοργίζει περισσότερο και όχι όλα τα άλλα που άκουσα στο βίντεο — τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ακούει την Παρασκευή να κακοποιείται ένας άνθρωπος, αποχωρεί ο δράστης και επιστρέφει, και δεν ενημερώνεται η ελληνική αστυνομία. Καταλαβαίνετε ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας και να είχε σωθεί, αν έστω ένας άνθρωπος είχε ενδιαφερθεί και είχε ενημερώσει εγκαίρως τις Αρχές;».  

    Οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι η εκπρόσωπος εμφανίστηκε στην εκπομπή χτες, πριν ακόμα δηλαδή αρχίσει σήμερα η αδελφή της Γεωργίας να περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες σε διάφορες συνεντεύξεις της, τις κινήσεις στις οποίες προέβησαν η Γεωργία και η μητέρα της. Είχε ωστόσο ήδη διαρρεύσει, πριν τη συνέντευξη της εκπροσώπου της ΕΛ.ΑΣ., ότι η μητέρα είχε πάει την κόρη της στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας ήδη από την Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023 — και την είχαν διώξει. 

    Θα περίμεναν όσες και όσοι παρακολούθησαν αυτή την εκπομπή να γίνει μια σχετική ερώτηση στην εκπρόσωπο της αστυνομίας. Δεν έγινε και έτσι η εκπρόσωπος συνέχισε: 

    «Προφανώς και δεν κατηγορούμε σε καμία περίπτωση το θύμα. Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας προφανώς και δεν κατηγορείται ποτέ για το πότε επιλέγει να καταγγείλει ένα περιστατικό. Πραγματικά χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Έφτασε Σάββατο μεσημέρι στην αστυνομία, το αυτόφωρο έληγε το βράδυ, αυτός ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Και, επιτρέψτε μου, επειδή γνωρίζω προσωπικά τον διοικητή του τμήματος Σαλαμίνας, με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο αναζητούσε τον δράστη για να μην γίνει αντιληπτός με το περιπολικό, στην οικεία όπου διέμενε και εκεί όπου σύχναζε στη Σαλαμίνα. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα. Γιατί έχω ακούσει πολλά σχόλια από το πρωί σε διάφορες εκπομπές αλλά δεν μπορώ να δεχτώ κανένα σχόλιο για ολιγωρία των αστυνομικών. Η ίδια η μητέρα του θύματος ευχαρίστησε προσωπικά τον διοικητή και δεν το πίστευε ότι η αστυνομία ασχολήθηκε τόσο πολύ μ’ αυτή τη γυναίκα». 

    Αυτά είπε η κ. Δημογλίδου και λίγο αργότερα διέκοψε έναν άλλο συνάδελφό της, που συχνάζει στο πάνελ της συγκεκριμένης εκπομπής, για να προσθέσει: «Δεν θα σχολιάσω καθόλου τους κατοίκους της περιοχής που άκουγαν τόσο καιρό μία γυναίκα να κακοποιείται… ούτε την δικαιολογία του φόβου μπορώ να σχολιάσω, όταν μπορείς να σηκώσεις το τηλέφωνο και να καλέσεις το 100 και να πεις ανώνυμα “δίπλα μου μία γυναίκα αυτή τη στιγμή κακοποιείται”». 

    Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να αναλύουμε τα λεγόμενα της εκπροσώπου της αστυνομίας από αυτό το τελευταίο, το πόσο εύκολο δηλαδή είναι το να βοηθήσεις ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας τηλεφωνώντας απλώς στην αστυνομία.

    Σύμφωνα με τα όσα μετέφερε η αδελφή της Γεωργίας στην ΕΡΤ, η μητέρα τους αμέσως μόλις δέχτηκε το τηλεφώνημα εκείνο από την κόρη της, στο οποίο της είπε ότι ο σύντροφός της την είχε χτυπήσει άγρια, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές. Είπε τι είχε συμβεί στους αστυνομικούς και ζήτησε βοήθεια για το παιδί της, ενημερώνοντάς τους ότι η κόρη της είναι χτυπημένη και μόνη με ένα ανάπηρο παιδί. Η απάντηση που της έδωσαν ήταν ότι δεν είχαν διαθέσιμο περιπολικό και την προέτρεψαν να πάνε μόνες τους στο τμήμα.  

    Η μητέρα πράγματι πήρε την κόρη της από το σπίτι της και φτάνοντας έξω από το τμήμα, άφησε στο αυτοκίνητο την Γεωργία, η οποία δυσκολευόταν να περπατήσει από τα χτυπήματα, μαζί με το παιδί της, και βγήκε να ζητήσει βοήθεια. Η απάντηση που έλαβε από τον αστυνομικό του τμήματος Σαλαμίνας ήταν ότι αν η Γεωργία δεν μπορεί να ανέβει στο τμήμα να δώσει κατάθεση, να πάει πρώτα στο Κέντρο Υγείας για τις πρώτες βοήθειες και να επανέλθει την επομένη. 

    Έτσι και έκαναν. Το επόμενο πρωί (σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής) ή το μεσημέρι (σύμφωνα με τα λεγόμενα της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας) η Γεωργία έφτασε και πάλι στο τμήμα συνοδευόμενη από τη μητέρα της. Εκεί πράγματι συμφωνούν τα όσα μεταφέρει η εκπρόσωπος και η αδελφή της Γεωργίας. 

    Αυτή τη φορά το γεγονός ότι η γυναίκα δυσκολευόταν να βαδίσει δεν στάθηκε εμπόδιο για να δώσει κατάθεση. Μάλιστα, όπως μεταφέρει η αδελφή της Γεωργίας, μια νεαρή αστυνομικός έβγαλε ένα μικρό γραφείο στο πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από το σημείο στο οποίο ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο, και πήρε κατάθεση από τις δύο γυναίκες. Εκεί απ’ ό,τι φαίνεται της εγκατέστησαν της περιβόητη εφαρμογή του «panic button» και κάπου εδώ τελειώνουν οι συμφωνίες στις δύο αφηγήσεις. 

    Διότι όσο κι αν η αστυνομικός Κωνσταντία Δημογλίδου αρνείται να δεχτεί «σχόλια για ολιγωρία των αστυνομικών» και με σχεδόν διατακτικό τόνο διακηρύσσει ότι  «δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ότι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα», θα πρέπει κάποια στιγμή τόσο η ίδια όσο και — κυρίως — ο πολιτικός της προϊστάμενος, Γιάννης Οικονόμου, να απαντήσουν πειστικά στα εξής ερωτήματα που προκύπτουν ως αυτή την ώρα:

    1. Ισχύει ότι το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) τηλεφώνησε η μητέρα της Γεωργίας στο αστυνομικό τμήμα Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές ζητώντας να πάει περιπολικό στο σπίτι στο οποίο βρισκόταν η βαριά χτυπημένη κόρη της, μαζί με το ανάπηρο παιδί της, και έλαβε την απάντηση ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο περιπολικό; 
    2. Ισχύει ότι ο αστυνομικός στο Α.Τ Σαλαμίνας το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) όχι απλώς δεν δέχτηκε να καταγράψει όσα επιχείρησε να καταγγείλει η Γεωργία αλλά την έδιωξε κιόλας από το τμήμα, ενώ θα μπορούσε να λάβει την κατάθεσή της ακόμα και στο Κέντρο Υγείας, στο οποίο φέρεται ότι την έστειλε; 
    3. Ισχύει ότι ουδέποτε εξήγησαν επαρκώς στη Γεωργία και στη μητέρα της τον ενδεχόμενο κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή της αυτοί οι «καλοί αστυνομικοί» που συνάντησαν οι δυο γυναίκες το πρωί (ή το μεσημέρι αν προτιμά η κ. Δημογλίδου) του Σαββάτου, αλλά ούτε και ο διοικητής τον οποίο γνωρίζει προσωπικά η κ. Δημογλίδου και δεν δέχεται κουβέντα γι’ αυτόν; Και το ρωτάμε αυτό, καθώς παρότι οι αστυνομικοί που παρελαύνουν στα κανάλια διαδίδουν ότι της προτάθηκε η μεταφορά σε ξενώνα και εκείνη αρνήθηκε, η αδελφή της υποστηρίζει ότι κανείς δεν τους εξήγησε τους κινδύνους. Και όπως λέει, «αν μας το είχαν πει, έχουμε συγγενείς στην Αθήνα και στον Πειραιά» και άρα δεν θα αποφάσιζαν να καταφύγει η Γεωργία στο μητρικό της σπίτι, το οποίο ήταν γνωστό στον δράστη, αλλά θα την εξαφάνιζαν από την Σαλαμίνα. 
    4. Ισχύει ότι ο καθ’ ομολογία γυναικοκτόνος εντός των ορίων του αυτοφώρου έφυγε από το νησί ανενόχλητος και επέστρεψε αυθημερόν; Και αν ισχύει αυτό, τι έκανε ο διοικητής του τμήματος της Σαλαμίνας, ο οποίος — όπως ισχυρίζεται η κ. Δημογλίδου — είχε βγει με το προσωπικό του αυτοκίνητο και τον αναζητούσε; Και το ρωτάμε αυτό διότι ακόμα και ο διαβόητος για τις συμβουλές του σε υποψήφιους γυναικοκτόνους «ειδικός αστυνομικός αναλυτής», Σταύρος Μπαλάσκας, παραδέχτηκε σήμερα στον ΣΚΑΙ ότι κάποιος θα έπρεπε να βρίσκεται στο λιμάνι με μια φωτογραφία του δράστη στο χέρι ώστε να μην καταφέρει να διαφύγει. 

    Για να είμαστε, ωστόσο, ειλικρινείς, ο χειρισμός των αστυνομικών της Σαλαμίνας δεν είναι τοπικό φαινόμενο ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε η έκθεση της GREVIO, της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τήρηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, της σύμβασης δηλαδή για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η έκθεση είναι καταπέλτης για τη χώρα μας. Θα επιλέξουμε μόνο μία παρατήρηση, η οποία όμως μοιάζει άκρως αποκαλυπτική ως προς τις προβλέψεις της χώρας για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Η επιτροπή λοιπόν επισημαίνει ότι ύστερα από την ψήφιση του «νόμου Τσιάρα», του νόμου που έγινε γνωστός ως «ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια», τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μοιάζουν πιο απροστάτευτα από ποτέ. Ένα από τα εξοργιστικά παραδείγματα που παραθέτει είναι ότι οι μητέρες έχουν την υποχρέωση να λάβουν τη συναίνεση του πατέρα προκειμένου να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ακόμη και όταν έχουν καταφύγει σε μυστικές τοποθεσίες όπου βρίσκονται οι ξενώνες προστασίας κακοποιημένων γυναικών. Για να εγγραφεί δηλαδή στο σχολείο ένα παιδί που έχει φυγαδευτεί μαζί με τη μητέρα του σε μυστική τοποθεσία, θα πρέπει να αποκαλύψουν στον κακοποιητή τους το πού έχουν καταφύγει. 

    Στην περίπτωση της Γεωργίας, βέβαια, ο δράστης γνώριζε ακριβώς πού είχε καταφύγει η γυναίκα. Ήξερε επίσης τι ώρα φεύγει το παιδί της για το σχολείο. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν την είχε ειδοποιήσει να αλλάξει τη ρουτίνα της.   

    Η μόνη λοιπόν αποστροφή της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας. Δεν είναι όμως. Και γι’ αυτό, οι αμέσως επόμενοι υπεύθυνοι μετά τον δράστη είναι οι αστυνομικοί  του τμήματος Σαλαμίνας. Είτε το ανέχεται αυτό ως διατύπωση η κ. Δημογλίδου είτε όχι. 

    Συμβούλιο της Ευρώπης προς κυβέρνηση και δικαστές: Σταματήστε να νομιμοποιείτε την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης»

    Η GREVIO, η επιτροπή που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».

    Του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών δημοσίευσε χθες την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας. 

    Στην αξιολόγησή της, η GREVIO (Group of independent Experts on Action against Violence against Women and Domestic Violence) αναγνωρίζει στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι έχουν ληφθεί κάποια θετικά μέτρα για να εναρμονιστεί η νομοθεσία και να δημιουργηθούν υπηρεσίες που να εφαρμόζουν τις προβλέψεις της σύµβασης, την οποία η Ελλάδα κύρωσε το 2018. Στον αντίποδα, διαπιστώνει πολλές ελλείψεις στην υποστήριξη των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων, στην εκπαίδευση των αρχών, στις υπηρεσίες που έχουν στην ευθύνη τους γυναίκες που αιτούνται άσυλο και στην κάλυψη των γυναικοκτονιών από τα ΜΜΕ.

    Εκεί όμως που η έκθεση ασκεί επίσης ιδιαιτέρως σκληρή κριτική είναι στο ζήτημα της προστασίας των παιδιών. Συγκεκριμένα, επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονεί η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέστηκε με τον νόμο 4800 του 2021, γνωστό και ως «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». 

    Όπως είχε επισημανθεί και από πολλούς άλλους αρμόδιους και διεθνείς φορείς την περίοδο που ο νόμος είχε εισαχθεί για συζήτηση στη Βουλή, στον νόμο ορίζεται ως βέλτιστο συμφέρον του παιδιού η ανατροφή του και από τους δύο γονείς, δίχως να προβλέπεται ως εξειδίκευση αυτής της γενικής αρχής ότι το συμφέρον αυτό πρέπει να διαπιστώνεται κατά περίπτωση. Η GREVIO επισημαίνει ότι αυτή η παράλειψη δυσχεραίνει την προστασία του παιδιού όταν αυτό ή η μητέρα του είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμη περισσότερο, η πρόβλεψη του νόμου ότι ο γονέας που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία πρέπει να έχει καταδικαστεί οριστικά για το αδίκημα προκειμένου να παρακαμφθεί η γενική αρχή της ανατροφής και από τους δύο γονείς, οδηγεί στην εξαναγκαστική και τραυματική επικοινωνία μεταξύ θύματος και θύτη, όταν η ποινική διαδικασία εκκρεμεί ή καθυστερεί. Η επιτροπή τονίζει επίσης — σε πείσμα όσων υποστήριζαν και υποστηρίζουν πως η ενδοοικογενειακή βία κατά της γυναίκας/μητέρας είναι άσχετο θέμα με το αν ο θύτης είναι «καλός πατέρας» — ότι το να είναι μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας έχει «ισχυρό αντίκτυπο στα παιδιά» και «γεννά φόβο, προκαλεί τραύμα, επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών και αναγνωρίζεται ως μορφή ψυχολογικής βίας».

    Στη συνέχεια, η επιτροπή επισημαίνει ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».  

    Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».

    Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.     

    Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».

    Γι’ αυτό, μολονότι η επιτροπή υποστηρίζει το δικαίωμα των παιδιών να διατηρούν δεσμούς και με τους δύο γονείς τους, όπως άλλωστε προβλέπει και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τονίζει ότι η έκθεση των παιδιών στη βία, είτε ως θυμάτων είτε ως μαρτύρων, απαιτεί να γίνονται εξαιρέσεις προς το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Και επαναλαμβάνει ότι σε κάθε απόφαση που αφορά την επιμέλεια ή την επικοινωνία, η ασφάλεια των παιδιών και της μητέρας τους πρέπει να είναι η κυρίαρχη προτεραιότητα.

    Διαβάστε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους έχει καταρριφθεί η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης»: «Η απάτη της γονεϊκής αποξένωσης»

    Αξίζει να επισημανθεί ότι στα απαντητικά του σχόλια στην αξιολόγηση της GREVIO, το νεοσύστατο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, παρότι απάντησε σε σειρά επισημάνσεων της επιτροπής παρέχοντας διευκρινίσεις και παραθέτοντας μέτρα που βρίσκονται υπό σχεδιασμό, απέφυγε να απαντήσει έστω και μία λέξη σχετικά με τα προβλήματα του «Νόμου Τσιάρα» και την νομιμοποίηση της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» από την κυβέρνηση και τις δικαστικές αρχές.

    Διαβάστε μια μελέτη περίπτωσης για το πώς η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» απειλεί ένα δεκάχρονο κορίτσι που έχει καταγγείλει τη σεξουαλική του κακοποίηση από τον πατέρα του: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της “γονεϊκής αποξένωσης”»

    Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ο δεύτερος διακρατικός οργανισμός, μετά τον ΟΗΕ, που ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για την επιμονή της στην ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης». Τον περασμένο Απρίλιο, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών σύστησε στα κράτη-μέλη, σε δική της έκθεση, «να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών». 

    To Manifold στο Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD 2023

    To Manifold συμμετέχει στο Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD 2023, που θα διεξαχθεί από τις 28 ως τις 30 Σεπτεμβρίου στους χώρους του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – Πειραιώς 260. Το Forum θα περιλάβει συνεδρίες για την κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό/προσφυγικό, την ελευθερία του Τύπου και πολλά ακόμη θέματα. 

    Είμαστε πολύ χαρούμενοι/ες που θα λάβουμε μέρος στη συζήτηση με τίτλο: «Απελευθέρωση δεδομένων: Ο αγώνας των δημοσιογράφων για ανοικτή πληροφόρηση και λογοδοσία», το Σάββατο 30/9, στις 15.30. Το πάνελ έχει στόχο να διερευνήσει την ανταπόκριση των δημοσίων αρχών στα δημοσιογραφικά αιτήματα για πληροφόρηση, να συζητήσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι όταν ζητούν δεδομένα και να εξετάσει τις πρωτοβουλίες που μπορούν να αναλάβουν προκειμένου να ωθήσουν τις κυβερνήσεις να δημοσιοποιήσουν κρίσιμες πληροφορίες με το κοινό. 

    Οι ομιλητές/τριες είναι οι: Eva Belmonte, Investigative Journalist/Director, Civio; Kateryna Reznikova, Investigative Journalist/Editor, Kloop Media; Jeremy Singer-Vine, Director, The Data Liberation Project; και Αυγουστίνος Ζενάκος, Journalist, The Manifold. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Κέλλυ Κική, Project Manager iMEdD Lab/Data Journalist.

    Η ομάδα του Manifold θα βρίσκεται επίσης στο Media Village, μαζί με διακεκριμένους οργανισμούς από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο, όπως οι Africa Women Journalism Project, Committee to Protect Journalists, Data and Web Science Lab, Dromómanos, European Data Journalism Network, European Journalism Centre, European Press Prize,  porCausa, Global Investigative Journalism Network, Investigative Reporting Lab Macedonia, Kloop, Long Road Magazine, MIIR, Organized Crime and Corruption Reporting Project, Radio Panteion, Solomon & World Press Photo

    Η παρακολούθηση του Forum είναι ελεύθερη. Μπορείτε να εγγραφείτε εδώ: https://forum.imedd.org 

    Ελπίζουμε να σας δούμε εκεί!

    Τα κρυμμένα παιδιά

    Το δεύτερο ντοκιμαντέρ που βασίζεται στην έρευνα του Manifold για το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στην πλατφόρμα του VICE Greece.

    Το δεύτερο ντοκιμαντέρ που βασίζεται στην έρευνα του Manifold για το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στην πλατφόρμα του VICE Greece. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 στις 29 Ιουνίου 2023.

    Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεται η παιδική και εφηβική αναπηρία στην Ελλάδα τόσο από την άποψη των επίσημων πολιτικών όσο και από την άποψη των διαδεδομένων προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Συγκεκριμένα, εξετάζει, πρώτον, τις πολιτικές αποκλεισμού των ανάπηρων παιδιών από την ευρύτερη κοινότητα, οι οποίες τα καταδικάζουν είτε στον εγκλεισμό σε ιδρύματα είτε σε «ειδικούς» χώρους μάθησης ή/και απασχόλησης/ψυχαγωγίας.

    Δεύτερον, το πώς οι πολιτικές αυτές στερούν από τα ανάπηρα παιδιά τη δυνατότητα να αναπτύξουν δεξιότητες που για το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια λειτουργική και αυτοεξυπηρετούμενη ζωή και σε κάθε περίπτωση σε σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής που απολαμβάνουν. Επίσης, το πώς οι πολιτικές αυτές οδηγούν σε έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων, αναπαράγοντας εντέλει το ιδρυματικό μοντέλο.

    Τρίτον, τον κοινωνικό διαχωρισμό που γεννούν και αναπαράγουν αυτές οι πολιτικές, με αποτέλεσμα ούτε τα ανάπηρα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τυπικής ανάπτυξης συνομήλικους και συνομήλικές τους ούτε η ευρύτερη κοινότητα να μαθαίνει να ζει μαζί με ανάπηρους ανθρώπους.

    Τέταρτον, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, δηλαδή το γεγονός ότι καθώς τα μη ανάπηρα παιδιά μεγαλώνουν δίχως ανάπηρα παιδιά στο περιβάλλον τους, ως ενήλικες πλέον αντιμετωπίζουν τα ανάπηρα άτομα με άγνοια, αμηχανία, δυσκολία επικοινωνίας και αισθήματα οίκτου και φρίκης που οδηγούν στην περαιτέρω περιθωριοποίηση.

    Στην κάμερα του VICE μιλούν, μεταξύ άλλων, ο Βαγγέλης Τσαγανός, ο οποίος μεγάλωσε στο ΠΙΚΠΑ, ο ανάπηρος ακτιβιστής και σκηνοθέτης, Αντώνης Ρέλλας, η συνήγορος του παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου, ο Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, η Ιωάννα Κουβαριτάκη, δικηγόρος και μητέρα δύο παιδιών, ενός τυπικής και ενός μη τυπικής ανάπτυξης

    Σεξουαλική κακοποίηση:
    Παιδιά δίχως προστασία

    Παρουσίαση/Αφήγηση: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου
    Σκηνοθεσία: Κώστας Παπαδάκης
    Παραγωγή: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Αυγουστίνος Ζενάκος
    Έρευνα: The Manifold
    Οπερατέρ: Κώστας Παπαδάκης, Θοδωρής Ποπέσκου
    Ηχοληψία: Βασίλης Ζαμπίκος
    Μοντάζ: Μαρία Κουνάβη

    Διάλογος για την Ενέργεια: Μια συζήτηση με τους εκπροσώπους των κομμάτων

    Μια συστηματική καταγραφή των απόψεων των κομμάτων για το μέλλον του ενεργειακού χάρτη.

    Στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο, πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου, το ζήτημα του ενεργειακού σχεδιασμού φάνηκε προς στιγμήν να αναβαθμίζεται σε ένα από τα κεντρικά επίδικα του κομματικού ανταγωνισμού. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούσε η επιλογή να περιληφθεί μια ενότητα “Ενέργεια” στις θεματικές του επίσημου debate στις 10 Μαΐου.

    Η ξαφνική ώθηση που έλαβε το ζήτημα της ενέργειας δεν είναι ανεξήγητη. Αντίθετα, την επομένη μιας οδυνηρής ενεργειακής κρίσης -αναπόφευκτη μάλλον παρενέργεια ενός ενεργειακού χάρτη που βασίζεται στις διαθέσεις των αγορών φυσικού αερίου- η οποία οδήγησε σε μια πληθωριστική έκρηξη και μια σειρά κερδοσκοπικών επεισοδίων που εκτόξευσαν τις τιμές των αγαθών, αυτή η συζήτηση ήταν πια όχι απλά θεμιτή, αλλά απαραίτητη.

    Ωστόσο, η δεύτερη προεκλογική περίοδος του Ιουνίου αφιερώθηκε περισσότερο στην “τέχνη του -δημοσιονομικά- εφικτού” των προγραμμάτων, παραγκωνίζοντας τις προοπτικές χάραξης πολιτικής – στην ενέργεια και άλλους τομείς.

    Καθώς αποδείχθηκε όμως πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός αποτελεί το υπόβαθρο της οικονομικής δραστηριότητας, με τα εγκαίνια του τρίτου φακέλου των Manifold Files, Ημερολόγια Ενεργειακής Μετάβασης, αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε μια συστηματική καταγραφή των απόψεων των κομμάτων για το μέλλον του ενεργειακού χάρτη.

    Την πρόσκληση αποδέχθηκαν εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και του ΜέΡΑ25. Παρά τη συστηματική μας προσπάθεια να συνεννοηθούμε με τα αρμόδια στελέχη, η Νέα Δημοκρατία δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση (περισσότερα εδώ).

    Ο Γιώργος Σταθάκης, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία μιλάει για την πρόταση ενός αποκεντρωμένου συστήματος παραγωγής ενέργειας, την αλλαγή στάσης του κόμματος για τις εξορύξεις και τις επιδόσεις της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας μέσα στην κρίση.

    Ο Χάρης Δούκας, Τομεάρχης Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και Αναπληρωτής Καθηγητής του ΕΜΠ μιλάει για τα διαχρονικά λάθη της εγχώριας ενεργειακής στρατηγικής, τους κινδύνους της πρωτοκαθεδρίας του φυσικού αερίου και τις νομοθετικές αποτυχίες γύρω από τις ενεργειακές κοινότητες.

    Ο Γρηγόρης Λιονής, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και υπεύθυνος του Τομέα Οικονομίας του ΚΚΕ επεξηγεί τους μύδρους του κόμματος κατά της «πράσινης ανάπτυξης», διασαφηνίζει τη θέση του κόμματος για την κλιματική αλλαγή και προκρίνει έναν ενεργειακό χάρτη βασισμένο στα εγχώρια ορυκτά καύσιμα και τα υδροηλεκτρικά.

    Ο Γιάνης Βαρουφάκης, γραμματέας του ΜέΡΑ25, απαντά στα ερωτήματα μας για τις αγορές ενέργειας, τον ρόλο των ενεργειακών κοινοτήτων, τις εξορύξεις φυσικού αερίου και τη δημόσια συζήτηση για την κλιματική αλλαγή.

    Μια οφειλόμενη απάντηση για το κορίτσι που μίλησε και το δικαστήριο που το αγνόησε

    Η δικηγόρος του πατέρα στον οποίο το δικαστήριο έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση με το παιδί του που τον έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση, κάνει λόγο για «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», προάγοντας τον μύθο του κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων» ότι οι μητέρες βάζουν τα παιδιά τους να κατηγορούν ψευδώς τους πρώην συζύγους τους για να τους «αποξενώσουν» από αυτά.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Star Channel

    Προ ημερών, δημοσιεύσαμε ένα άρθρο μου για μια δικαστική απόφαση που έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση. Με πολύ συνοπτικό τρόπο, έγραψα πως μολονότι το κορίτσι μίλησε για την κακοποίησή του στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του, στη μητέρα του και στην κολλητή του, και παρά το γεγονός ότι η ποινική διαδικασία είναι ανοιχτή, το δικαστήριο το έστειλε να κοιμηθεί με αυτόν που κατηγορεί ότι την βίαζε.

    Την επόμενη μέρα, η δικηγόρος κ. Φιλοθέη Βαρσάμη (η οποία μαζί με την κ. Σταυρούλα Παπαδέα εκπροσωπεί τον καταγγελλόμενο για σεξουαλική κακοποίηση πατέρα στο αστικό σκέλος της υπόθεσής του και συνεργάζεται με τον κ. Αλέξη Στεφανάκη ο οποίος χειρίζεται το ποινικό σκέλος) δημοσίευσε μια ανάρτηση στο facebook. Στην ανάρτησή της, ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά την αλήθεια γύρω από την δικαστική απόφαση, αναγκαζόμενη να το πράξει από την «παραπληροφόρηση» την οποία διασπείρει η δικηγόρος της μητέρας του κοριτσιού, κ. Αντωνία Λεγάκη, με δημόσιες τοποθετήσεις της. 

    Αν και η κ. Βαρσάμη αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε όσα έχει υποστηρίξει η κ. Λεγάκη, σε σχόλιό της στην ανάρτησή της φωτογραφίζει και εμένα, λέγοντας μάλιστα ότι στενοχωρήθηκε για όσα έγραψα και διερωτώμενη πώς είναι δυνατόν να τα γράφω από τη στιγμή που ήμουν στο δικαστήριο και είδα όσα έγιναν. Το γεγονός ότι αναφέρεται σε μένα, βέβαια, δεν θα ήταν από μόνο του επαρκής λόγος για να σχολιάσω τα γραφόμενά της, καθώς αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτή την υπόθεση — όπως και σε πληθώρα άλλων, πολύ παρόμοιων, που παρακολουθώ — είναι η συνεχιζόμενη έρευνα της δημοσιογραφικής ομάδας μας για τους τρόπους με τους οποίους οι αρχές αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά που μιλούν για τη σεξουαλική κακοποίησή τους. Μια δικηγόρος η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει στα κοινωνικά δίκτυα την υπόθεση του πελάτη της με θετικό τρόπο, τονίζοντας εκείνα τα σημεία που θεωρεί πως τον συμφέρουν, δεν είναι δα και τίποτε αναπάντεχο, ενώ η μικρή υποκρισία του να το κάνει κατηγορώντας την ίδια στιγμή την αντίπαλό της ότι «τηλεδικεί» εύκολα συγχωρείται.

    Αυτό που δεν συγχωρείται τόσο εύκολα είναι το εξής: αυτά που γράφει η κ. Βαρσάμη, δεν είναι απλώς η υπερασπιστική γραμμή ενός συγκεκριμένου καταγγελλόμενου για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού του· είναι ένα ολόκληρο μοτίβο που αποτελεί το κυριότερο όπλο του αντιδραστικού κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων», γνωστού και ως λόμπι υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, και προάγει τον μύθο ότι οι μητέρες κατασκευάζουν κατηγορίες κακοποίησης για να αποξενώσουν τα παιδιά από τους πατεράδες τους. Αυτή είναι η ουσία της ανάρτησης, όσο κι αν είναι γραμμένη με ομολογουμένως μειλίχιο ύφος και καρυκευμένη με διάφορα disclaimers που ναρκώνουν τα αντανακλαστικά των αναγνωστριών και των αναγνωστών.

    Αν προσπεράσουμε, για την ώρα, τα καρυκεύματα, τι λέει η ανάρτηση, αλλά και τα πρόσθετα σχόλια, της κ. Βαρσάμη;

    Πρώτον, ότι οι καταγγελίες του παιδιού δεν έχουν σημασία. Τις αποκαλεί «φερόμενες», υποβαθμίζει ότι το κορίτσι μίλησε στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του και στην κολλητή του και υποστηρίζει ότι η κατηγορία βασίζεται «κυριαρχικά» στη γνωμάτευση της ψυχολόγου, η οποία είδε το παιδί.

    Δεύτερον, ότι επειδή υπάρχουν αναφορές εναντίον της ψυχολόγου από άλλους πατεράδες, οι οποίοι κατηγορούνται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει, οι γνωματεύσεις της τόσο γι’ αυτούς όσο και για τον δικό της πελάτη «αποδεικνύεται» ότι είναι ψευδείς.

    Τρίτον, ότι είναι απίθανο μία ψυχολόγος να έχει εντοπίσει δεκαέξι ή τριάντα πατεράδες που κακοποιούσαν τα παιδιά τους μέσα σε τέσσερα χρόνια, και ότι ο υπερβολικός αυτός αριθμός, μαζί με τις αναφορές, δείχνει μια «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”».

    Τέταρτον, ότι οι «αιχμές» που αφήνονται για την οικονομική ευρωστία του πελάτη της (ο οποίος είναι απλώς ένας «υψηλά αμειβόμενος ιδιωτικός υπάλληλος») δεν έχουν σχέση με το αποτέλεσμα της δίκης.

    Πέμπτον, ότι δεν υπάρχει περίπτωση μια πρόεδρος δικαστηρίου να έχει στοιχεία ότι ένας πατέρας βίαζε το παιδί του και να του δώσει διανυκτέρευση.

    Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτούς τους ισχυρισμούς.

    Πρώτον, σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των έγκυρων ειδικών — και το γνωρίζουμε καλά διότι ερευνούμε το θέμα την τελευταία πενταετία — στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, οι καταγγελίες του παιδιού αποτελούν το πρώτο και κύριο πειστήριο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να γίνονται ψευδείς καταγγελίες και ακόμη πιο σπάνιο να γίνονται εναντίον προσώπου που το παιδί αγαπάει και εμπιστεύεται, όπως είναι ένας γονέας. Επίσης, είναι τρομερά δύσκολο να υποστηρίξει ένα μικρής ηλικίας παιδί ότι του συνέβησαν πράγματα που δεν ανήκουν, λόγω ηλικίας, στην πραγματικότητά του, όπως είναι οι παραβιαστικές σεξουαλικές πράξεις, αν αυτές δεν του έχουν πράγματι συμβεί.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι καταγγελίες του παιδιού είναι λεπτομερέστατες. Το να τις αποκαλεί η κ. Βαρσάμη «φερόμενες», πέρα από νομικίστικη φιοριτούρα, δεν δείχνει παρά την προσπάθεια υποβάθμισης του γεγονότος ότι εδώ υπάρχει ένα παιδί που μιλάει. Λογικό ως υπερασπιστική γραμμή. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει κι άλλη, ο μόνος τρόπος να μην είναι κακοποιητής ο πατέρας είναι να λέει ψέματα το παιδί. Αφού, όμως, η κ. Βαρσάμη αποφάσισε να παίξει αυτό το παιχνίδι και εκτός δικαστικής αίθουσας, ας μην νομίζει τουλάχιστον ότι είμαστε όλες και όλοι το ίδιο ανίδεες/οι για ό,τι λέει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για τις καταγγελίες των παιδιών με αυτές και αυτούς που την χειροκροτούν κάτω από την ανάρτησή της.

    Δεύτερον, δεν έχω κανέναν λόγο να μπω στην ουσία του αν η συγκεκριμένη ιατροδικαστική ψυχολόγος είναι καλή ή κακή στη δουλειά της. Η κ. Βαρσάμη από την πλευρά της μπορεί να λέει ότι δεν έχουν γίνει αυτά που γράφει η γνωμάτευση, η δουλειά της είναι, όπως είπαμε, αν και το να κάνει λόγο για «ολίγον βιασμό», όπως έκανε στο δικαστήριο, θέτει μάλλον ένα ζήτημα ορίων. Σε κάθε περίπτωση, έχω ορισμένες παρατηρήσεις για όποια και όποιον ενδιαφέρεται να σκεφτεί τι προσπαθεί εδώ να πετύχει η κ. Βαρσάμη.

    Οι αναφορές των 16 πατεράδων στον Άρειο Πάγο εναντίον της συγκεκριμένης παιδοψυχολόγου βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, όλες και όλοι μας, συμπεριλαμβανομένης της κ. Βαρσάμη, θα πρέπει να περιμένουμε. Στο μεταξύ, το γεγονός από μόνο του ότι έχουν κάνει αναφορές δεν σημαίνει επουδενί ότι οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου είναι «αποδεδειγμένης αναξιοπιστίας», όπως διατείνεται ωσάν να είναι πασιφανές η κ. Βαρσάμη.

    Ούτε βεβαίως σημαίνει ότι αυτοί οι καταγγελλόμενοι ως κακοποιητές «τράκαραν στα καλά καθούμενα [sic] με μια τέτοια γνωμάτευση», όπως γράφει. Είναι γραμμένο με περικοκλάδες, οπότε δεν ξέρω αν το συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντάς το γρήγορα, αλλά εδώ η κ. Βαρσάμη λέει ότι οι καταγγελλόμενοι είναι αθώοι. Τι άλλο θέλει να πει, δηλαδή, το «τρακάρω στα καλά καθούμενα»;

    Τρίτον, σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, το 3% των παιδιών έχουν τουλάχιστον μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η σεξουαλική κακοποίηση οποιασδήποτε μορφής αφορά ακόμη περισσότερα παιδιά. Όχι ένα στα 30 αλλά ένα στα πέντε. Ταυτόχρονα, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών κακοποιούνται όχι από κάποιον άγνωστο αλλά από κάποιον οικείο τους.

    Έτσι για να έχουμε μια τάξη μεγέθους στο μυαλό μας, η απογραφή του 2011 καταμέτρησε τα άτομα κάτω των 14 ετών στην Ελλάδα στα 1.667.000 περίπου. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτό σημαίνει ότι 333.400 παιδιά υφίστανται κάποιου είδους σεξουαλική κακοποίηση. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 30 που αφορά τον βιασμό ή την απόπειρα βιασμού, έχουμε 55.566 παιδιά. 

    Πόσο απίθανο φαίνεται τώρα, λοιπόν, από τριακόσιες τριάντα χιλιάδες πιθανές περιπτώσεις, ή έστω από πενήντα πέντε χιλιάδες πεντακόσιες, μία ιατροδικαστική ψυχολόγος με ειδίκευση στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση να χειρίζεται 16 υποθέσεις που αφορούν πατεράδες;

    Η χρήση της ορολογίας «βιομηχανία κατασκευής κακοποιητών», πάντως, μοιάζει βγαλμένη από τη διαφημιστική εκστρατεία των συγκεκριμένων καταγγελλόμενων πατεράδων. Και γράφω «διαφημιστική εκστρατεία» επειδή μήνες τώρα οι συγκεκριμένοι έχουν κατακλύσει κανάλια και ιστοσελίδες (Star, Mega, Πρώτο Θέμα και πάει λέγοντας) υποστηρίζοντας την υπόθεσή τους κάτω από τίτλους όπως «Φάμπρικα ψευδών καταγγελιών». Φυσικά, κανένας δημοσιογράφος που τους μιλάει δεν έχει ιδέα για το θέμα της προστασίας των παιδιών για να κάνει έστω μια ερώτηση της προκοπής. Απλώς, αφήνονται ανεξέλεγκτοι να διατυμπανίζουν ότι υπάρχει σκευωρία εναντίον τους από τις πρώην συζύγους τους και την ψυχολόγο.

    Δεν μπορώ να ξέρω από πού αντλεί την πληροφόρησή της η κ. Βαρσάμη ότι «συνάδελφοι» της ψυχολόγου «επικρίνουν σφόδρα» τη μεθοδολογία της ή ότι οι καταγγελλόμενοι που προσφεύγουν εναντίον της ψυχολόγου έχουν «ανέλθει στους 30». Η πιο παλιά πηγή που βρίσκω, πάντως, είναι η κ. Χριστίνα Αντωνοπούλου, ψυχολόγος και αυτή, η οποία μοιράστηκε τις ανησυχίες της σε εκπομπές, όπως λόγου χάρη την «Αλήθειες με τη Ζήνα», οι η οποίες έδωσαν απεριόριστο βήμα στους καταγγελλόμενους πατεράδες. Η κ. Αντωνοπούλου είναι και η πηγή, σε άλλη εκπομπή, της ιστορίας με το δέντρο που γίνεται φαλλός, την οποία ισχυρίζεται ότι περιέλαβε η ψυχολόγος σε γνωμάτευσή της και την οποία αναφέρει η κ. Βαρσάμη σε σχόλιό της. 

    Η κ. Αντωνοπούλου κρατώντας φάκελο όπου λέει ότι περιέχονται οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου για τους πατεράδες που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους για σεξουαλική κακοποίηση.

    Η κ. Αντωνοπούλου κρατώντας φάκελο όπου λέει ότι περιέχονται οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου για τους πατεράδες που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους για σεξουαλική κακοποίηση.

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Για την ιστορία, ωστόσο, αυτό που η κ. Βαρσάμη δεν λέει είναι ότι οι υποθέσεις των 16 αυτών ανδρών βρίσκονται σε διάφορες φάσεις της ποινικής διαδικασίας, κάποιες στην κύρια ανάκριση, με κάποιους από αυτούς να είναι ήδη κατηγορούμενοι. Όσον αφορά τις μηνύσεις τους κατά της ψυχολόγου, πρόκειται για προφανές βήμα που θα έκανε καθένας που κατηγορείται. Και η ψυχολόγος, προφανώς, έχει αντιμηνύσει για ψευδή καταμήνυση και μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμιση. Όλα τούτα, όμως, σε αυτή τη φάση, όπως γνωρίζει, αν και δεν λέει, η κ. Βαρσάμη, είναι απλώς πόλεμος εντυπώσεων από πλευράς της, διότι δεν πρόκειται να εξεταστούν αν δεν προχωρήσουν πρώτα οι κύριες υποθέσεις. Στις κύριες υποθέσεις οι 16 ή οι 30 ή οι όσοι πατεράδες που κατηγορούν την παιδοψυχολόγο, είναι οι ίδιοι καταγγελόμενοι για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους. Και σε αυτές τις υποθέσεις, όπως και στην υπόθεση του πελάτη της κ. Βαρσάμη, υπάρχουν και άλλα στοιχεία πλην της τεχνικής έκθεσης της παιδοψυχολόγου. Αλλά σταματώ εδώ ως προς αυτό, για την ώρα, καθώς θα επανέλθουμε άμεσα με εκτενή ρεπορτάζ. 

    Τέταρτον, η κ. Βαρσάμη γνωρίζει ότι πέραν των άλλων περιορισμών που ισχύουν για τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας καταγγελλόμενων προσώπων, στις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συντρέχει και ο ακόμη σημαντικότερος περιορισμός της προστασίας της ταυτότητας του παιδιού. Συνεπώς, παίζει μπάλα μόνη της, καθώς ξέρει ότι δεν μπορεί να γίνει γνωστή η ταυτότητα του πελάτη της και συνεπώς η θέση του στο επιχειρηματικό στερέωμα και η συνακόλουθη δικτύωσή του στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο.

    Ας μου επιτρέψει, όμως, να ξέρω τι διαφορά κάνει η οικονομική ισχύς και οι διασυνδέσεις ενός διαδίκου σε μια δικαστική διαμάχη, όσο κι αν η ίδια είναι υποχρεωμένη αφενός να υποστηρίξει τον πελάτη της, αφετέρου να διατρανώνει ανά πάσα στιγμή την εμπιστοσύνη της στο δικαστικό σύστημα.

    Πέμπτον, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας συστηματικά αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά θύματα. Έχουμε συντάξει ολόκληρο φάκελο και έχουμε γυρίσει ολόκληρο ντοκιμαντέρ για το θέμα, για όποιον θέλει να πληροφορηθεί γι’ αυτό το αίσχος, συνεπώς εδώ περιορίζομαι να πω ότι η κ. Βαρσάμη οφείλει να γνωρίζει ότι οι αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές συστηματικά παραβιάζουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων και επιπλέον καθυστερούν ασυγχώρητα να τις διερευνήσουν, με αποτέλεσμα συχνότατα να δίνεται επικοινωνία σε καταγγελλόμενους πατεράδες όταν δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη. Εδώ έχουμε ακόμη και υποθέσεις όπου οι πραγματογνωμοσύνες έχουν διεξαχθεί με το δικαστήριο να έχει ήδη παραδώσει το παιδί στην επιμέλεια του πατέρα, τον οποίο έχει καταγγείλει για την σεξουαλική του κακοποίηση. Κι ύστερα περιμένουμε να μιλήσει το παιδί αυτό στην πραγματογνωμοσύνη… Ξέρουμε λοιπόν πολύ καλά τι συμβαίνει στα δικαστήρια και, ναι, μια χαρά δίνουν επικοινωνία σε πατεράδες που τα παιδιά τους καταγγέλλουν κακοποίηση, καταπατώντας κάθε ορθή πρακτική και κάθε παιδικό δικαίωμα.

    Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η πρόεδρος αρνήθηκε να δει το παιδί, αρνήθηκε να δει τα βίντεο από τις συνεδρίες με την παιδοψυχολόγο και αρνήθηκε να εξετάσει μάρτυρες. Της φάνηκαν, το είπε άλλωστε στη δίκη αναφερόμενη στα βίντεο, περιττά για μια διαδικασία προσωρινής διαταγής. Το ότι αυτή η προσωρινή διαταγή αφορούσε την επικοινωνία φερόμενου ως θύτη με το πιθανό θύμα του δεν ήταν αρκετό για να την εξετάσει πιο προσεκτικά. Το πόση εμπιστοσύνη δημιουργεί αυτό στη δικαιοσύνη ας το κρίνει ο καθένας.

    Κι έρχομαι, εν συντομία, σε δύο από τα πολλά καρυκεύματα της ανάρτησης, διότι αν και η βασική τους λειτουργία είναι να θολώνουν την κυνική ουσία της υπερασπιστικής γραμμής, έχουν τη σημασία τους: 

    Πρώτον, η κ. Βαρσάμη λέει πολλά για την ανάγκη να προστατευτεί το παιδί και ψέγει την αντίπαλό της δικηγόρο ότι εκθέτει το παιδί στη δημοσιότητα. Έχει μια πλάκα να το λέει αυτό όταν εργάζεται για ένα γραφείο που έχει ειδική σελίδα media στην ιστοσελίδα του, με τηλεοπτικές εμφανίσεις των δικηγόρων του. Αλλά ας είμαστε καλόπιστες/οι και ας δεχτούμε ότι δεν το εννοεί γενικώς αλλά μόνο για «ευαίσθητες» υποθέσεις. Τυχαίνει, ωστόσο, να έχουμε παρακολουθήσει και τη δίκη για το κύκλωμα μαστροπείας της Ηλιούπολης, στην οποία δικηγόρος του πρωτόδικα καταδικασμένου αστυνομικού ήταν ο συνέταιρος του γραφείου της, κ. Δημήτρης Γκαβέλας, και θυμόμαστε την τακτική εξέτασης του θύματος στο ακροατήριο. Θυμόμαστε επίσης την τακτική εξέτασης του αδελφού του θύματος, ο οποίος έχει διαγνωστεί με νοητική βλάβη. Παρεμπιπτόντως, η κ. Αντωνοπούλου, η ψυχολόγος που επικρίνει τη συνάδελφό της και στόχο των 16 πατεράδων, ήταν τεχνική σύμβουλος του συγκατηγορουμένου του αστυνομικού, αυτού που πρωτόδικα καταδικάστηκε σε 12 χρόνια.

    Και προτού σπεύσει να με κατηγορήσει κανείς ότι προσπαθώ να αμφισβητήσω την αξιοπιστία της κ. Βαρσάμη βάσει των υποθέσεων του γραφείου της — όπως κάνει ο κ. Στεφανάκης σε σχόλιο στην ανάρτησή της μιλώντας μεταξύ άλλων για «αριστεροχώρια» και τέτοια προοδευτικά — να πω ότι καλώς εκπροσωπούν και κατηγορούμενους για μαστροπεία και όποιον άλλον θέλουν. Ιερό το δικαίωμα στην υπεράσπιση και αυτή είναι η δουλειά τους, όλοι κάπως πρέπει να ζήσουμε, να πληρώσουμε το ρεύμα, σούπερ μάρκετ, Κολλέγιο Αθηνών, οτιδήποτε. Όμως, τρόποι εξέτασης θυμάτων υπάρχουν πολλοί και ο επανατραυματισμός δεν είναι μονόδρομος. Ας ελπίσουμε η προηγούμενη πολιτεία του γραφείου να μην επαναληφθεί όταν η προκείμενη υπόθεση φτάσει στο ποινικό ακροατήριο.

    Δεύτερον, διακρίνεται ένα άγχος στην ανάρτηση της κ. Βαρσάμη να πάρει αποστάσεις από το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Δύσκολο, βέβαια, δεδομένου ότι κάνει σημαία την «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», πλην όμως απαραίτητο, διότι η ανάρτηση μοιάζει να στοχεύει σε προοδευτικό κοινό. Επίφοβη ισορροπία. 

    Γράφει, επί λέξει: «Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε πως αυτό που συμβαίνει ειναι πολύ άδικο για τον πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι αυτόματα είμαστε δίπλα στους τύπους που πιστεύουν ότι οι μπαμπάδες πληρώνουν ακριβό ενοίκιο για την εννιάμηνη κυοφορία του παιδιού τους από τη μητέρα. Όχι απλά δεν είμαστε δίπλα, είμαστε *μακριά από εμάς* και το λέω γιατί βλέπω να έχουν καπως ανοίξει ορέξεις.»

    Η αναφορά εδώ, για τα άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με τη χαβούζα που είναι το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, είναι στον δημοσιογράφο Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, ο οποίος έχει πει την αποκαλυπτική αυτή φράση περί «ενοικίου» σε συνέντευξή του στον Γρηγόρη Αρναούτογλου. Ο κ. Τσιλιπουνιδάκης, για όσες/ους δεν γνωρίζουν, ήταν ένας από τους πιο δραστήριους κήρυκες του λόμπι (λεπτομέρειες στο ρεπορτάζ μας), ωσότου ένα δημοσίευμα τον συνέδεσε με το δολοφονημένο μέλος της “Greek Mafia” Γιώργο Μήτσου, με τον οποίο ήταν κουμπάροι και για χάρη του οποίου ο Τσιλιπουνιδάκης φέρεται να επικοινωνούσε με πηγή του στην ΕΥΠ με σκοπό να πληροφορηθεί αν συγκεκριμένα τηλέφωνα που του υποδείκνυε ο κουμπάρος του ήταν επισυνδεδεμένα. Μετά το δημοσίευμα ο πρώην λαλίστατος παράγοντας του ανδρικού κινήματος εξαφανίστηκε από τα κοινωνικά δίκτυα και απολύθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργαζόταν. 

    Τι άλλο έχει κάνει ο κ. Τσιλιπουνιδάκης προτού εξαφανιστεί; Μα, έχει διατυμπανίσει την εκστρατεία των 16 καταγγελλόμενων πατεράδων που έχουν κάνει την αναφορά στον Άρειο Πάγο, φυσικά. Με τον συνήθη κομψό του τρόπο, όπως η φράση «Έρχεται μεγάλη φάπα».

    Δημόσιες αναρτήσεις του κ. Τσιλιπουνιδάκη για την «εκστρατεία» των καταγγελλόμενων πατεράδων.

    Δημόσιες αναρτήσεις του κ. Τσιλιπουνιδάκη για την «εκστρατεία» των καταγγελλόμενων πατεράδων.

    Facebook

    Ας μου επιτρέψει λοιπόν η κ. Βαρσάμη να έχω μια επιφύλαξη για το πόσο «μακριά τους» είναι οι μπαμπάδες που θεωρούν ότι πληρώνουν «ακριβό ενοίκιο». Την καταλαβαίνω, βέβαια, την ανάγκη της να γράψει ότι παίρνει αποστάσεις. Δεν είναι εύκολο να είσαι η «φάπα» του Νίκου Τσιλιπουνιδάκη.

    Ελπίζω να είναι πλέον προφανές ότι αυτό το μακροσκελές σημείωμα στοχεύει πολύ πέρα από την ανάρτηση μιας δικηγόρου που κάνει τη δουλειά της και συγκεκριμένα τον λάκκο με τις οχιές που προσπαθεί να εγκαταστήσει στη δημοσιότητα το μύθευμα για τις μητέρες που «κατασκευάζουν» κακοποιητές για να «αποξενώσουν» τους πρώην συζύγους τους από τα παιδιά τους.

    Τα υπόλοιπα στο ρεπορτάζ.

    Ενημέρωση 11/11/2023: Διαβάστε το ρεπορτάζ: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης»

    Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη Μαρφίν

    «Χρέος τιμής για την Πολιτεία» αποκάλεσε ο πρωθυπουργός την τιμωρία των ενόχων για τον εμπρησμό της τράπεζας Μαρφίν και τον θάνατο τριών ανθρώπων. Ωστόσο, αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη. Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Δεκατρία χρόνια σήμερα από τη μέρα του εμπρησμού της τράπεζας Μαρφίν και ο πρωθυπουργός έγραψε πως «η τιμωρία των ενόχων παραμένει χρέος τιμής για την Πολιτεία». 

    Πριν από τρία χρόνια, μετά την τελετή τοποθέτησης αναμνηστικής πλακέτας στην οδό Σταδίου, είχαν εμφανιστεί σε κάποια μέσα ενημέρωσης πληροφορίες για «νέα στοιχεία», που οδηγούν μάλιστα σε κατηγορίες για «τρομοκρατική οργάνωση». 

    Πριν από δύο χρόνια, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είχε ανακοινώσει πως «από την Εισαγγελία Αθηνών διετάχθη προκαταρκτική διερεύνηση αδικημάτων για την υπόθεση της Μαρφίν, κατόπιν νέων στοιχείων που προσκομίσθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ.». 

    Έκτοτε, δεν ακούστηκε κάτι. Μέχρι σήμερα που ο πρωθυπουργός θυμήθηκε το «χρέος τιμής» της Πολιτείας.

    Η διατύπωση «χρέος τιμής», ωστόσο, μοιάζει περισσότερο με εμπαιγμό, αν εξετάσει κανείς τους χειρισμούς της αστυνομίας και των αρμοδίων αρχών για την εξιχνίαση της υπόθεσης, οι οποίοι μάλιστα εξακολουθούν να μην είναι ευρέως γνωστοί παρά την ογκωδέστατη αρθρογραφία γύρω από την τραγωδία. Και όσο επιμένει κανείς να εξετάζει ποιες αποφάσεις ελήφθησαν και ποια διαδικασία ακολουθήθηκε από τις αρμόδιες αρχές, ενώ παράλληλα ο εμπρησμός αυτός γινόταν ένα από τα κυριότερα όπλα των δημοσιολόγων και των πολιτικών που ξιφουλκούσαν στη δημόσια σφαίρα, τόσο περισσότερο οι απορίες πληθαίνουν.

    Προσαγωγές, προληπτικές και μη

    Στις 5 Μαΐου 2010, το κέντρο της Αθήνας κατακλύστηκε από διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τα τότε επικείμενα μέτρα που θα λάμβανε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπαγωγής της Ελλάδας σε “πρόγραμμα σταθερότητας”.

    Μολονότι είχε κηρυχθεί γενική απεργία, στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, την ώρα της διαδήλωσης οι υπάλληλοι εργάζονταν. Εξαιτίας της διαδήλωσης, το υποκατάστημα ήταν κλειστό για το κοινό και, όπως έγινε γνωστό αργότερα, οι υπάλληλοι είχε συμβεί και άλλες φορές να εργάζονται σε μέρες απεργιών και διαδηλώσεων – ακόμη και διαδηλώσεων στις οποίες είχαν σημειωθεί ταραχές.

    Εκείνη την ημέρα, δυστυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Άγνωστοι πυρπόλησαν το υποκατάστημα της Marfin, το βιβλιοπωλείο “Ιανός”, καθώς και άλλα κτήρια στη Σταδίου. Οι περισσότεροι υπάλληλοι κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί από τη φωτιά στη τράπεζα, κάποιοι από τα μπαλκόνια, κάποιοι από το διπλανό κτήριο, ένας τουλάχιστον από την κύρια είσοδο. Τρεις, η Παρασκευή Ζούλια, ο Επαμεινώνδας Τσακάλης και η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (η οποία, όπως δημοσιοποιήθηκε, ήταν έγκυος) έχασαν τη ζωή τους από τις αναθυμιάσεις.

    Λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό, η αστυνομία πραγματοποιεί εφόδους σε καταλήψεις και στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου και προσάγει δεκάδες άτομα. Μετά από μια αναμονή περίπου επτά ωρών σε έναν διάδρομο της ΓΑΔΑ (Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής), όλοι οι προσαχθέντες αφήνονται ελεύθεροι. Δεν συλλαμβάνεται κανένας και κανένας δεν παραπέμπεται στον ανακριτή.

    Ύστερα, η αστυνομία μοιάζει να μην κάνει τίποτε άλλο για την υπόθεση, για έναν ολόκληρο χρόνο. Ωστόσο, με αφορμή τον εμπρησμό της Marfin, ενεργοποιείται εκ νέου το περίφημο δόγμα της “προληπτικής προσαγωγής”. Βάσει αυτού, όλα τα επόμενα χρόνια, η αστυνομία θα εγκαταστήσει ομάδες της κυρίως έξω από σταθμούς του μετρό και θα προσάγει όποιον δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται καθ’ οδόν προς μια διαδήλωση. Οι προσαχθέντες κατά κανόνα θα κρατούνται για μερικές ώρες, ως το πέρας της διαδήλωσης, και στη συνέχεια θα αφήνονται ελεύθεροι.

    Ένα ανώνυμο σημείωμα

    Τον Απρίλιο του 2011, λίγο πριν την πρώτη επέτειο του εμπρησμού της Marfin, αστυνομικοί με πολιτικά εμφανίζονται μπροστά στο σπίτι του Θ. και του ζητούν να τους ακολουθήσει. “Μια απλή προσαγωγή” του λένε, δίχως άλλες διευκρινίσεις. Αναγκαστικά, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητό τους και τον οδηγούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Δεν του λένε ποτέ γιατί βρίσκεται εκεί, παρά μόνο του ζητούν να φορέσει διάφορα πράγματα: ένα τζόκεϊ, ένα ζευγάρι γυαλιά. Ο Θ. αντιλαμβάνεται ότι συμμετέχει σε μια διαδικασία αναγνώρισης, όμως ποτέ δεν του αναφέρουν για ποιο θέμα. Δεν του επιτρέπουν να ειδοποιήσει κανέναν ούτε έχει πρόσβαση σε δικηγόρο. Τον κρατούν συνολικά οκτώ ώρες.

    Παράλληλα, η εισαγγελία έχει ήδη ζητήσει προκαταρκτική εξέταση. Προτού φύγει από τη ΓΑΔΑ, ο Θ. παραλαμβάνει κλήση να παράσχει, πλέον, “έγγραφες εξηγήσεις”. Για ποιο πράγμα τις οφείλει αυτές τις εξηγήσεις το μαθαίνει τις αμέσως επόμενες μέρες, όταν ο δικηγόρος του, Δημήτρης Κατσαρής, παραλαμβάνει τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί.

    Ο Θ., μαζί με δύο ακόμη άτομα, τον Λ. και τον Τ., θεωρείται ύποπτος για τον εμπρησμό της Marfin. Ο λόγος για τον οποίον η Ελληνική Αστυνομία έχει καταλήξει σe αυτούς τους υπόπτους είναι ένα ανώνυμο σημείωμα που ισχυρίζεται ότι έχει λάβει λίγες μέρες νωρίτερα, από άγνωστο αποστολέα. Το σημείωμα γράφει επί λέξει τα εξής (παραλείπουμε ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα και διατηρούμε ορθογραφία και στίξη):

    Δεν θέλω να πω όνομα ειμαι ενας πολιτης και θέλω να πω μόνο ότι οι αναρχικοι απ τα εξαρχεια πάνε στην κερατατέα μολότοφ για να πετάνε στους αστυνομικους στις φασαρίες που γινονται για το χυτα

    Τρεις από αυτούς που κάνουν κουμαντό είναι ο […] μένει στην […] και εχει τηλεφωνο […], ο […] ΕΧΕΙ ΈΝΑ […] και […] το τηλεφωνο αυτού είναι […] […] Αυτος μένει […] Αυτοί και άλλοι είναι μπλεγμένοι στα επισοδια στην αθήνα, πάνττα πάνε ήταν και στο κάψιμο στην ΜΑΡΦΙΝ ΤΗΝ 5 ΜΑΗ 2010 μπροσταρηδες.

    Από τη δικογραφία, ο Θ. και η υπεράσπισή του μαθαίνουν ότι, σύμφωνα με την αστυνομία, ο ίδιος μαζί με άλλα άτομα έκαψαν την τράπεζα προκαλώντας τον θάνατο των τριών θυμάτων, ενώ ο ίδιος ο Θ. φέρεται να πέταξε τη μοιραία μολότωφ.

    Ωστόσο, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, για τους δύο άλλους “υπόπτους” που αναφέρονται στο ανώνυμο σημείωμα της αστυνομίας, προκύπτουν στοιχεία πως δεν εμπλέκονται στον εμπρησμό. Για τον μεν Λ. προκύπτει 100% αναγνώριση από αυτόπτη μάρτυρα πως όχι μόνο δεν συμμετείχε στην επίθεση στην τράπεζα, αλλά ότι προσπαθούσε να αποτρέψει την επίθεση στον “Ιανό”. Για τον δε Τ., προκύπτει ότι ακριβώς τη στιγμή του εμπρησμού, μολονότι βρισκόταν κοντά στην τράπεζα, είχε μια άσχετη τηλεφωνική συνομιλία, συνεπώς ήταν αδύνατον ταυτόχρονα να συμμετέχει στην επίθεση.

    Από τους τρεις αναφερόμενους στο σημείωμα, μόνο ο Θ. παραμένει υπό ανάκριση. Όμως, από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι υπάρχει και άλλο ένα άτομο, ο Π., που δεν αναφέρεται στο ανώνυμο σημείωμα, και κατηγορείται για τον εμπρησμό του “Ιανού”, με βάση αναγνώριση μιας φωτογραφίας κατά 70% από αυτόπτη μάρτυρα.

    Η εμφάνιση του Θ. στον ανακριτή ορίζεται για τις 5 Μαΐου 2011, ανήμερα της επετείου του εμπρησμού. Ήδη ορισμένα μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν διαρροές ότι υπήρξαν «συλλήψεις για τη Marfin και τον Ιανό», φωτογραφίζοντας τους προσαχθέντες.

    Στο υπόμνημα που καταθέτει ο δικηγόρος του Θ. επισημαίνονται με σαφήνεια τα προβλήματα της δικογραφίας. Λόγου χάρη, στη δικογραφία περιλαμβάνεται σειρά φωτογραφιών, τις οποίες είχε τραβήξει φωτογράφος πίσω από τη τζαμαρία του “Ιανού”, όπου φαίνεται η ομάδα ατόμων για την οποία αυτόπτες μάρτυρες έχουν υποστηρίξει πως την είδαν να βάζει φωτιά στη Marfin. Σε αυτήν πρωτοστατεί ένας νεαρός με καλυμμένο πρόσωπο, γυαλιά και τζόκεϊ, μαύρη μπλούζα, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια. Οι φωτογραφίες είναι πράγματι τραβηγμένες ακριβώς λίγο πριν και λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, όταν ξέσπασε η φωτιά. Το ίδιο άτομο με την ίδια αμφίεση εμφανίζεται και σε άλλη σειρά φωτογραφιών, από κάμερα κοντά στη Συγγρού, λίγο μετά τον εμπρησμό.

    Ωστόσο, στην ίδια τη δικογραφία, περιλαμβάνονται και φωτογραφίες από κάμερα της τράπεζας Eurobank, στη γωνία Αιόλου και Σταδίου, στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα ο Θ., δεκαπέντε λεπτά περίπου πριν τον εμπρησμό, να ακολουθεί την πορεία. Από τις φωτογραφίες της κάμερας της τράπεζας προκύπτει ότι φορούσε διαφορετικού χρώματος τζόκεϊ και διαφορετικά ρούχα από το άτομο που αυτόπτες αναγνώρισαν ως εμπρηστή της Marfin.

    Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!

    Θα περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από την προκαταρκτική εξέταση και την υποβολή του υπομνήματος, ωσότου να διεξαχθεί η ανάκριση. Μόνοι ύποπτοι πια απομένουν ο Θ. για τον εμπρησμό της Marfin και ο Π. για τον εμπρησμό του Ιανού.

    Όταν ο Θ. καλείται να απολογηθεί στον ανακριτή, η υπεράσπισή του, που πια εκτός από τον Δημήτρη Κατσαρή περιλαμβάνει και την Βούλα Γιαννακοπούλου, ξαναθέτει το ζήτημα ότι από τις ίδιες τις φωτογραφίες της δικογραφίας προκύπτει πως ο Θ. δεν είναι το άτομο στο οποίο οι αυτόπτες αποδίδουν τον εμπρησμό. Ο ανακριτής γνωμοδοτεί ότι ο Θ. δεν πρέπει να προφυλακιστεί. Η εισαγγελέας, όμως, στην οποία ο Θ. και οι δικηγόροι του εμφανίζονται ακολούθως, έχει διαφορετική άποψη. Στην πραγματικότητα, απορρίπτει όλο τον ισχυρισμό του Θ. πως δεν πρόκειται για τον ίδιο, αφού φορούσε διαφορετικά ρούχα, με επιχείρημα την κατάθεση ενός αστυνομικού πως “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”.

    Ο Θ. οδηγείται στο κρατητήριο της Ευελπίδων, ώσπου το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να συνεδριάσει σχετικά με τη διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα. Όσο οι δικηγόροι του περιμένουν, δέχονται τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους μεγάλων μέσων ενημέρωσης: “Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!” “Μα, πού ξέρετε το αποτέλεσμα; Το Συμβούλιο συνεδριάζει ακόμη” αναρωτιούνται οι δικηγόροι. Πράγματι, λίγο αργότερα τους ανακοινώνεται πως το Συμβούλιο αποφασίζει να άρει τη διαφωνία υπέρ του ανακριτή και ο Θ. αφήνεται ελεύθερος, με όρους την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα. Παράλληλα, δεν προφυλακίζεται ούτε ο κατηγορούμενος για τον εμπρησμό του “Ιανού”.

    Λίγους μήνες αργότερα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκδίδει το βούλευμά του και παραπέμπει και τους δύο σε δίκη. Μοιάζει σαν οι μείζονες κινήσεις των διωκτικών και δικαστικών αρχών σε αυτή την υπόθεση να γίνονται, κατά περίεργη σύμπτωση, πάντοτε γύρω από την επέτειο του εμπρησμού.

    Αυτοί έκαψαν τη Marfin

    Μολονότι, ως εκείνη τη στιγμή, είχαν υπάρξει πάμπολλες διαρροές στα μέσα ενημέρωσης που κάνουν λόγο για ακλόνητα στοιχεία της αστυνομίας, αδιαμφισβήτητες αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων από αυτόπτες κ.ο.κ., όλα απολύτως αναληθή, η ταυτότητα των υπόπτων είχε τουλάχιστον παραμείνει εκτός δημοσιότητας. Η εφημερίδα που το αλλάζει αυτό είναι η Real News, στην οποία διαρρέει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το δημοσιεύει στο πρωτοσέλιδό της με τίτλο “Αυτοί έκαψαν τη Marfin”. Μέσω της αναπαραγωγής του δημοσιεύματος, οι δύο κατηγορούμενοι διαπομπεύονται στο πανελλήνιο. Αλλά το δημοσίευμα κάνει και κάτι άλλο: αναφέρει δίχως καμία επιφύλαξη, και μάλιστα σε τονισμένο χωριστό πλαίσιο υπό τον τίτλο “’Σκληροί’ αντιεξουσιαστές με δεκάδες προσαγωγές”, ότι “μέλη του πλέον σκληρού πυρήνα των αντιεξουσιαστών είναι και οι δύο κατηγορούμενοι. Έχουν προσαχθεί δεκάδες φορές στην Κρατική Ασφάλεια κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ ‘μπαχαλάκηδων‘ και δυνάμεων των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας, ως ύποπτοι για εκτόξευση βομβών μολότωφ και άλλων αντικειμένων εναντίον αστυνομικών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου ερευνών σχετικά με τη δράση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τα ονόματά τους κατεγράφησαν σε πληροφοριακό σημείωμα της Αντιτρομοκρατικής, γιατί είχαν στενές σχέσεις με τρεις από τους μετέπειτα προφυλακισμένους για συμμετοχή στην οργάνωση αυτή, όμως ποτέ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό της Marfin είχαν σχέση με τους Πυρήνες της Φωτιάς”.

    Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού που σήμερα πια είναι της μόδας να ονομάζουμε fake news, είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό στοχεύει απλώς να παραθέσει τα ονόματα των κατηγορουμένων δίπλα στη φράση “Πυρήνες της Φωτιάς”. Καμία τέτοια σύνδεση δεν σημειώνεται στην πραγματικότητα.

    Οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται σε δίκη με κατηγορίες για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών και φθορά ξένης περιουσίας.

    Η δίκη του Θ. και του Π. αναβάλλεται πολλές φορές και καταλήγει να ξεκινήσει στις 19 Σεπτεμβρίου του 2016. Η μόνη πολιτική αγωγή που παραστάθηκε ήταν της οικογένειας της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου. Οι άλλες οικογένειες θυμάτων, οι υπάλληλοι της τράπεζας αλλά και η ίδια η τράπεζα, μολονότι κατά την ανάκριση είχαν δηλώσει ότι θα παρασταθούν, δεν παραστάθηκαν.

    Στη δίκη δεν υπάρχει καμία αναγνώριση από κανέναν μάρτυρα για κανέναν από τους δύο κατηγορουμένους. Επιπλέον, η υπεράσπιση του Θ. επαναλαμβάνει το επιχείρημά της ότι ο Θ. εμφανίζεται με διαφορετικά ρούχα σε φωτογραφία σε άλλο σημείο, δεκαπέντε λεπτά πριν τον εμπρησμό. Και φέρνει στο δικαστήριο έναν εμπειρογνώμονα, ο οποίος συγκρίνοντας τις δύο ομάδες φωτογραφιών και εστιάζοντας στα αυτιά του φερόμενου ως δράστη και του κατηγορουμένου, αποδεικνύει πως πρόκειται για αυτιά με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και συνεπώς για δύο διαφορετικούς ανθρώπους.

    Η εισαγγελέας προτείνει στο δικαστήριο να κριθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι. Το δικαστήριο κρίνει τα στοιχεία ανεπαρκή και, αποφεύγοντας στην απόφασή του οποιαδήποτε κρίση για την αστυνομική ή την ανακριτική διαδικασία, αθωώνει ομόφωνα τους κατηγορούμενους. Η απόφαση εκφωνείται στις 31 Οκτωβρίου 2016.

    Αναρχικοί, διαδηλώσεις και τέτοια

    Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί την υπόθεση χειρίζεται εξαρχής και καθόλη τη διάρκειά της η Κρατική Ασφάλεια, της οποίας το αντικείμενο είναι, σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού στο δικαστήριο, “οι αναρχικοί, οι διαδηλώσεις και τέτοια” και όχι οι ανθρωποκτονίες; Γιατί δεν εμπλέκεται ποτέ το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής, το οποίο στο κάτω κάτω είναι το αρμόδιο για την εξιχνίαση ανθρωποκτονιών;

    Δεύτερον, τι ήταν αυτό το περίφημο ανώνυμο σημείωμα, που τόσο βολικά ανέφερε τρία άτομα με το ονοματεπώνυμό τους; Πώς περιήλθε στην κατοχή της αστυνομίας; Ήρθε με το ταχυδρομείο; Αν ναι, πού ήταν ο φάκελος; Γιατί δεν εξετάστηκε ποτέ για αποτυπώματα; Γιατί δεν έγινε καμία απόπειρα να βρεθεί ο αποστολέας του; Αυτά και άλλα ερωτήματα που τέθηκαν επιμόνως και επί μακρόν, ουδέποτε απαντήθηκαν από την αστυνομία στο δικαστήριο. Εντούτοις, παρά το άλυτο μυστήριο της προέλευσής του και παρότι δύο στα τρία ονόματα που ανέφερε αποδείχτηκαν αμέσως άστοχα, γεγονός που προδιέθετε μάλλον αρνητικά για την εγκυρότητά του, αυτό το ουρανοκατέβατο, επιτηδευμένα ανορθόγραφο, παράξενα δακτυλογραφημένο σημείωμα από κάποιον άγνωστο στην “Κερατατέα” συνέχισε να χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως ακράδαντο πειστήριο για την ενοχή του Θ. Η αστυνομία δεν αναφέρει την εξέταση κανενός άλλου ενδεχομένου.

    Τρίτον, παρά τις αιτιάσεις της υπεράσπισης του Θ. ότι φαίνεται σε φωτογραφίες να φορά ρούχα διαφορετικά από αυτά που φορά ο φερόμενος ως δράστης, οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές δίνουν βάση στην κατάθεση αστυνομικού που υποστηρίζει ότι “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”. Η αστυνομία λοιπόν επιχειρηματολογεί ότι ο Θ. είναι ο πρώτος μπαχαλάκιας της Ιστορίας ο οποίος άλλαξε ρούχα προτού προκαλέσει τα επεισόδια αλλά δεν τα άλλαξε μετά. Πώς γίνεται οι εισαγγελικές αρχές να δέχονται αυτό το επιχείρημα ως επαρκές για να παραπεμφθεί σε δίκη;

    Τέταρτον, ο μάρτυρας που είχε αναγνωρίσει από φωτογραφίες κατά 70% τον Π. ως τον δράστη της επίθεσης στον “Ιανό”, στη συνέχεια διαβεβαιώνει ότι κατά 100% δεν τον αναγνωρίζει. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε καν ένα παράξενο, αγνώστου προέλευσης, ανώνυμο σημείωμα. Παρόλα αυτά, ο Π. παραπέμπεται σε δίκη. Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια ισχνή αστυνομική επιχειρηματολογία να περνάει τόσο εύκολα όλα τα στάδια ανακριτικών και εισαγγελικών ελέγχων;

    Πέμπτον, κατά την εξέταση της δικογραφίας προέκυψε, όπως αναφέρθηκε στην ακροαματική διαδικασία, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είχε κατάσχει από τον Θ. ένα κινητό τηλέφωνο. Ο αριθμός, ωστόσο, που ανέφερε η ΕΛ.ΑΣ. στην έκθεσή της, όπως και πάλι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, ότι αντιστοιχούσε στην κάρτα sim που βρέθηκε στο εν λόγω κινητό, δεν αντιστοιχούσε σε αυτή αλλά επρόκειτο για αριθμό που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος δύο χρόνια πριν τα συμβάντα στη Marfin και είχε έκτοτε καταργήσει. Μολονότι ερωτήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, οι μάρτυρες αστυνομικοί ουδέποτε απάντησαν στο εξής προφανές ερώτημα: δεδομένου ότι ο Θ. δεν είχε στο παρελθόν απασχολήσει την ΕΛ.ΑΣ. με τρόπο ώστε να κατασχεθεί το τηλέφωνό του, γιατί ήταν γνωστός ο προγενέστερος και καταργημένος αριθμός του στην ΕΛ.ΑΣ., έτσι ώστε εκ παραδρομής, όπως φαίνεται, να εμφανιστεί αντί για για τον τρέχοντα και ενεργό αριθμό;

    Έκτον, γιατί επί έναν χρόνο μετά τον εμπρησμό δεν έκανε η αστυνομία καμία ενέργεια για τον εντοπισμό των δραστών; Και γιατί επί άλλα έξι χρόνια, παρά την προφανή αδυναμία των στοιχείων που συγκεντρώνονταν κατά του Θ. και του Π., δεν εξέτασε ποτέ κανένα άλλο ενδεχόμενο;

    Προσαγωγές, ξανά

    Από τον χειρισμό της υπόθεσης του εμπρησμού της Marfin δεν προκύπτει η παραμικρή γνώση για την ταυτότητα των πραγματικών δραστών. Προκύπτουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι η αστυνομία κατέφυγε στην, γνωστή σε όσους μελετούν ανάλογες υποθέσεις, τακτική της αναζήτησης βολικών υποψηφίων ανάμεσα σε παλαιότερους προσαχθέντες.

    Αν και η “προσαγωγή” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως, σπάνια γίνεται λόγος για το πόσο ανορθόδοξη πρακτική αποτελεί. Νομικό έρεισμα βρίσκει κατά κύριο λόγο στο άρθρο 74 του Προεδρικού Διατάγματος 141 του 1991. Εκεί περιγράφεται η υποχρέωση του αστυνομικού να “οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας”.

    Η προσαγωγή διαφέρει από τη σύλληψη, βάσει μιας λογικής ακροβασίας που περιγράφεται στις αστυνομικές εγκυκλίους: σύλληψη νοείται η αστυνομική πράξη που έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση, έστω και προσωρινή, της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η προσαγωγή είναι η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ενός “ελέγχου” και συνεπώς δεν περιορίζει, σύμφωνα με την αστυνομία, την “προσωπική ελευθερία”, αλλά μόνο την “ελευθερία κίνησης”. Την ίδια στιγμή, βέβαια, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την προσαγωγή του, διότι τότε απλώς θα τον συλλάβουν για “αντίσταση”. Ουσιαστικά, η προσαγωγή είναι μια σύλληψη δίχως τα δικαιώματα του συλληφθέντα, όπως το να έχει δικηγόρο.

    Σε αντίθεση με τη σύλληψη, ωστόσο, η προσαγωγή υποτίθεται ότι δεν αφήνει “ίχνος”: αν κάποιος προσαχθεί και στη συνέχεια αφεθεί ελεύθερος, δεν πρέπει να υπάρχει καμία καταγραφή του γεγονότος της προσαγωγής του. Μολοντούτο, η αστυνομία τηρεί “αρχεία προσαγωγών”. Το παραδέχτηκε άλλωστε, κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης Μαρφίν, ανθυπαστυνόμος της υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας, ο οποίος, δίχως να αντιλαμβάνεται κάποιο πρόβλημα, είπε στο ακροατήριο: “…συμβαίνει η υπηρεσία να κάνει μαζικές προσαγωγές, κρατάμε αρχείο προσαχθέντων για να αποδεικνύεται ότι κάποιος ήταν εκεί και όχι αλλού”.

    Το αρχείο αυτό στην πράξη συνιστά μια δεξαμενή υπόπτων. Στην πρώτη της μορφή, η δεξαμενή αυτή χρονολογείται από το 1995, όταν περιέλαβε τα στοιχεία όσων προσήχθησαν μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Έκτοτε, επεκτείνεται με τα στοιχεία όσων προσάγονται μαζικά σε επιχειρήσεις της αστυνομίας.

    Υπάρχουν λόγοι να πιστέψει κανείς ότι τόσο ο Θ. όσο και ο Π. είχαν βρεθεί σε τέτοια δεξαμενή. Ο Θ. επειδή είναι αναρχικός και είχε συνδικαλιστική δράση. Ο Π. επειδή πριν από χρόνια είχε προσαχθεί μετά από ένα συλλαλητήριο όπου είχε συμμετάσχει.

    Το ότι αντλήθηκαν από δεξαμενή υπόπτων θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπλοκή της Κρατικής Ασφάλειας αντί του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τόσο το γιατί η αστυνομία γνώριζε τον προ διετίας καταργημένο αριθμό τηλεφώνου του Θ., και τον μπέρδεψε με τον τρέχοντα, όσο και γιατί η κλήση να απολογηθεί ο Π. στον ανακριτή ανέφερε τη διεύθυνση που είχε καταγραφεί στην προ ετών προσαγωγή του και όχι την τρέχουσα.

    Όσο για το ανώνυμο σημείωμα, δεν φαίνεται ότι θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια. Μοιάζει, ωστόσο, εξόχως πρόσφορο μέσο για να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη κάποιος που ήταν οιονεί σεσημασμένος από την αστυνομία, αλλά δεν πρέπει να γίνει δημοσίως γνωστή η διαδικασία με την οποία σημάνθηκε.

    Αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη.

    Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ελαφρώς διαφορετική μορφή στην ιστοσελίδα «Κοσμοδρόμιο» την 1η Απριλίου 2021.

    Το κορίτσι μίλησε, το δικαστήριο το αγνόησε

    Δικαστήριο δίνει επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Φωτογραφία: The Manifold

    Ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι μίλησε. Μίλησε για την σεξουαλική της κακοποίηση από τον πατέρα της. Μίλησε όταν η μητέρα αποφάσισε να χωρίσει. 

    Μίλησε πρώτα στην παιδίατρο. Η παιδίατρος ενημέρωσε τη μητέρα. Λίγες ημέρες μετά, το κορίτσι μίλησε και στη νονά του. Και ύστερα στην αγαπημένη της δασκάλα.

    Μίλησε και στις στενότερές της φίλες στο σχολείο. Εκείνες δεν άντεξαν. Μίλησαν κι αυτές στις δικές τους μητέρες.

    Η μητέρα του το πήγε στη ΓΑΔΑ, όπως της υπέδειξαν να κάνει. Το παιδί μίλησε και εκεί. Στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων. 

    Σε βάρος του πατέρα έχει ανοίξει ποινική δικογραφία. Ωστόσο, αν και έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που το παιδί μίλησε για την κακοποίησή του, δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη.

    Την Τρίτη που μας πέρασε, 2 Μαΐου, εκδικάστηκε η προσωρινή διαταγή που κατέθεσε ο πατέρας και με την οποία ζητούσε επικοινωνία με το παιδί. 

    Η μητέρα της τής είχε υποσχεθεί ότι το δικαστήριο θα ακούσει τη φωνή της, παρότι η ίδια δεν θα είναι εκεί.  

    Στο δικαστήριο ήταν η παιδίατρος, η νονά και μάνα της κολλητής φίλης του παιδιού. 

    Και οι τρεις δώσανε ένορκες καταθέσεις. Ξέρουν ότι πιθανότατα ο πατέρας θα τους κάνει μήνυση αλλά η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να σιωπήσουν.

    Πριν λίγα λεπτά, βγήκε η απόφαση της προσωρινής διαταγής. 

    Η πρόεδρος του δικαστηρίου δεν άκουσε. 

    Αποφάσισε όχι απλώς να δώσει επικοινωνία στον πατέρα που το κορίτσι καταγγέλλει ότι την κακοποιούσε. Του έδωσε και διανυκτέρευση κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. 

    Η μητέρα αυτή, η οποία πάσχει από μεταστατικό καρκίνο και καθυστερεί τη θεραπεία της για να σώσει το παιδί της, σήμερα το μεσημέρι που θα την παραλάβει απ’ το σχολείο, θα πρέπει να ανακοινώσει στη μικρή ότι η δικαιοσύνη αρνήθηκε να την προστατεύσει. 

    Ότι η δικαιοσύνη αποφάσισε ότι δεν κινδυνεύει πια τις νύχτες δίπλα στον πατέρα της.

    Ενημέρωση 11/11/2023: Διαβάστε το ρεπορτάζ: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης»

    Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία

    Το πρώτο ντοκιμαντέρ που βασίζεται στην έρευνα του Manifold για το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στην πλατφόρμα του VICE Greece.

    Το πρώτο ντοκιμαντέρ που βασίζεται στην έρευνα του Manifold για το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα είναι ελεύθερα διαθέσιμο στην πλατφόρμα του VICE Greece. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 στις 27 Απριλίου 2023.

    Ο κίνδυνος της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συζητιέται αρκετά τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και συχνότερα απασχολείται η επικαιρότητα με σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών. Αυτό που σπάνια, όμως, αναδεικνύεται είναι οι ευθύνες των αρχών και της οργανωμένης πολιτείας απέναντι στα παιδιά-θύματα. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι αρχές όχι μόνο αποτυγχάνουν να υποστηρίξουν τα θύματα αλλά τα τραυματίζουν και τα θυματοποιούν εκ νέου.

    Με αφετηρία την καταγγελία για τον βιασμό ενός επτάχρονου παιδιού μέσα σε νοσοκομείο παίδων, όπου παρέμενε επί μήνες με εισαγγελική εντολή για την «προστασία» του, παρακολουθούμε την πορεία πραγματικών καταγγελιών για περιστατικά παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και ιχνηλατούμε τις δυσλειτουργίες του συστήματος παιδικής προστασίας.

    Σεξουαλική κακοποίηση:
    Παιδιά δίχως προστασία

    Παρουσίαση/Αφήγηση: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου
    Σκηνοθεσία: Κώστας Παπαδάκης
    Παραγωγή: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Αυγουστίνος Ζενάκος
    Έρευνα: The Manifold
    Οπερατέρ: Κώστας Παπαδάκης, Θοδωρής Ποπέσκου
    Ηχοληψία: Βασίλης Ζαμπίκος
    Μοντάζ: Γωγώ Μπεμπέλου

    Ντονατσάκια τσεκ: η ΕΡΤ στην υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ.

    Όσο οι καταγγελίες για αστυνομική βία και αυθαιρεσία πληθαίνουν, η κρατική τηλεόραση κάνει «ρεπορτάζ» για να αναδείξει το θετικό πρόσωπο της αστυνόμευσης. Ακόμη, όμως, και υπό τόσο ελεγχόμενες συνθήκες, οι αστυνομικοί εμφανίζονται με ακροδεξιά σύμβολα στις στολές τους να διενεργούν παράτυπους ελέγχους.

    Του Φοίβου Συμεωνίδη

    «Ντονατσάκια τσεκ, καφεδάκια τσεκ, ποιον παρακολουθούμε;» ακούγεται να λέει η δημοσιογράφος της ΕΡΤ, ενώ στο πλάνο εμφανίζονται τα αντίστοιχα γραφικά.

    «Ντονατσάκια τσεκ, καφεδάκια τσεκ, ποιον παρακολουθούμε;» ακούγεται να λέει η δημοσιογράφος της ΕΡΤ, ενώ στο πλάνο εμφανίζονται τα αντίστοιχα γραφικά.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Τις τελευταίες δύο εβδομάδες όλο και περισσότερες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις οργανώνονται με αφορμή το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών —  για τις οποίες έχει δει το φως της δημοσιότητας πληθώρα καταγγελιών για υπερβολική αστυνομική καταστολή, βία και αυθαιρεσία. Μόλις χθες το μεσημέρι, σύμφωνα με καταγγελίες χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και φωτορεπόρτερ, αστυνομικοί έριξαν χημικά μέσα στον σταθμό του μετρό του Μεταξουργείου. 

    Παράλληλα, λίγες ώρες αργότερα, αστυνομικοί της ομάδας μεταγωγών και φύλαξης κρατουμένων συλλαμβάνονται έπειτα από καταγγελίες, ως κατηγορούμενοι για βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά συναυτουργία σε βάρος κρατουμένου. 

    Παρόλα αυτά, η ΕΡΤ επιλέγει αυτή ακριβώς τη στιγμή για να μας παρουσιάσει για άλλη μία φορά το «ανθρώπινο πρόσωπο» της ΕΛ.ΑΣ. Σε μια περίοδο που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται το χρόνιο πρόβλημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας αλλά οι καταγγελίες για αστυνομική βία ολοένα αυξάνονται, η κρατική τηλεόραση παραδίδει μαθήματα copagandας, σφυρίζοντας αδιάφορα για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την επικράτεια.

    Δημοσιογράφος σε lifestyle εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης πέρασε χρόνο με ένα πλήρωμα περιπολικού της Άμεσης Δράσης για να μας ξεναγήσει σε έναν κόσμο τυπικών ελέγχων και αστυνομικής υπερηφάνειας. Και ίσως να μην είχαμε ασχοληθεί με άλλο ένα τέτοιο «ρεπορτάζ», τυχαίνει όμως να επιβεβαιώνει — on camera — το ρεπορτάζ μας, «Τιμωροί και τσοπανόσκυλα: Τα σύγχρονα ακροδεξιά σύμβολα στις στολές της ΕΛ.ΑΣ.» και έτσι δεν μπορούμε παρά να το σχολιάσουμε.

    Η copaganda μπορεί να μας έχει έρθει από το εξωτερικό, αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι ξένο στα μάτια και στα αυτιά των αναγνωστών και των τηλεθεατών στην Ελλάδα. Άρθρα ή ρεπορτάζ που σκοπό έχουν να αναδείξουν το θετικό πρόσημο της αστυνόμευσης, καθώς και την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του αστυνομικού προσωπικού, πληθαίνουν σταθερά και στη χώρα μας. Το ένστολο προσωπικό που σώζει βρέφη, περνάει ηλικιωμένες κυρίες από τις διαβάσεις πεζών ή προσφέρει πρώτες βοήθειες σε άτυχους πολίτες, συχνά πυκνά εμφανίζεται στους δέκτες μας, κατασκευάζοντας ένα πλαστό τοπίο αστυνόμευσης όπου τα περιστατικά αυθαιρεσίας είτε δεν υπάρχουν είτε είναι σποραδικά και μεμονωμένα.

    Ακόμη και σ’ αυτό το τόσο ελεγχόμενο πλαίσιο όμως του «ρεπορτάζ», ο συνδυασμός προπαγάνδας και αστυνομικής ασυλίας οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που αντί να παρουσιάζει την ΕΛ.ΑΣ. υποδειγματική και άμεμπτη, αναδεικνύει την αυθαιρεσία της. 

    Η «λεπτή μπλε γραμμή»

    Η βάρδια μετά καμερών ξεκινά με τη δημοσιογράφο να κερνάει καφέ και ντόνατς, τα οποία οι αστυνομικοί με σιδηρά θέληση αρνούνται ως το τέλος της βάρδιας. Την ίδια στιγμή, το ρεπορτάζ ξεχνά να μας ενημερώσει πως κάθε τι που βλέπουμε εκτυλίσσεται σε πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου αστυνομικοί, ύποπτοι αλλά και «κακοποιοί», είναι όλοι μέλη της ΕΛ.ΑΣ. Θα έλεγε κανείς πως είναι περιττή η διευκρίνιση αυτή για όποιον και όποια αποφασίσει να παρακολουθήσει όλο το βίντεο, αλλά αυτό επιβεβαιώνεται μόνο στο τέλος του ρεπορτάζ, όπως δηλώνουν και η δημοσιογράφος αλλά και το πλήρωμα του περιπολικού.

    Πολύ συχνά, αναφορές σε ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ που φέρει στη στολή του μη προβλεπόμενα σύμβολα μίσους, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. «Μήπως» αναρωτιούνται οι αναγνώστες και οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «οι φωτογραφίες είναι παραποιημένες; Μήπως δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας;»

    Και τα δύο μέλη του πληρώματος του περιπολικού φέρουν το σύμβολο της λεπτής μπλε γραμμής στη στολή τους.

    Και τα δύο μέλη του πληρώματος του περιπολικού φέρουν το σύμβολο της λεπτής μπλε γραμμής στη στολή τους.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Παρακολουθώντας το «οδοιπορικό» της ΕΡΤ, που τιτλοφορείται «Η καθημερινότητα ενός αστυνομικού – Ζήσαμε την εμπειρία μίας περιπολίας», βλέπουμε πως ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. όχι μόνο φοράει μη προβλεπόμενα σύμβολα, συνδεδεμένα τα τελευταία χρόνια με αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αλλά τα προβάλλει μάλιστα με καμάρι.

    Η «λεπτή μπλε γραμμή» στο παραποιημένο εθνόσημο των αστυνομικών δεν εμφανίζεται πρώτη φορά σε στολές της ΕΛ.ΑΣ. Συμβολίζει την αντίθεση σε αντιρατσιστικά κινήματα, την ομερτά που τηρούν μέλη των σωμάτων ασφαλείας για να προστατέψουν συναδέλφους τους, αλλά και την πεποίθηση πως οι ίδιοι αποτελούν το «λεπτό τείχος» που στέκεται ανάμεσα στην τάξη και το χάος.

    Σεναριακές τρύπες

    Πέραν της αντικανονικής και δηλωτικής συγκεκριμένων ιδεολογικών πεποιθήσεων παραποίησης της στολής, η — σε ελεγχόμενες συνθήκες — άσκηση-περιπολία μάς προσφέρει την ευκαιρία να δούμε την «ενδεδειγμένη» αντίδραση του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. σε τρία σενάρια. Έναν τυπικό έλεγχο οχήματος, έναν έλεγχο ύποπτου ατόμου και έναν έλεγχο κλεμμένου οχήματος.

    Ένας τυπικός έλεγχος θα σας γίνει, αλλά σηκώστε τα χέρια σας καλού κακού.

    Ένας τυπικός έλεγχος θα σας γίνει, αλλά σηκώστε τα χέρια σας καλού κακού.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διαχειρίζονται τα περιστατικά οι αστυνομικοί δημιουργεί προβληματισμούς. Ο οδηγός και ο συνοδηγός του οχήματος που ελέγχεται «απλά τυπικά», καλούνται να σηκώσουν τα χέρια τους και να τα βγάλουν έξω από το παράθυρο του οχήματος. Η επήρεια των ντόνατς αλλά και η λεπτή μπλε γραμμή στο στήθος πιθανώς «αμερικανοποιούν» περισσότερο από το προβλεπόμενο τις διαταγές των αστυνομικών, καθώς όπως γνωρίζουμε δεν προβλέπεται τίποτα τέτοιο σε περίπτωση ενός «απλού τυπικού ελέγχου» ενός οχήματος.

    Σωματικός έλεγχος υπό βροχή.

    Σωματικός έλεγχος υπό βροχή.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Αντίστοιχα, στο δεύτερο περιστατικό, τα στοιχεία του προς έλεγχου ατόμου που το καθιστούν ύποπτο είναι πως «φοράει full face» — ασχέτως αν στο βίντεο φαίνεται να έχει καλυμμένο το μισό του πρόσωπο μόνο —, μπουφάν και έχει τα χέρια του στις τσέπες. Το πλήρωμα του περιπολικού, με το χέρι στο όπλο, πλησιάζει το άτομο ρωτώντας το «τι κάνει εδώ» και «αν μένει στην περιοχή». Μετά από έναν — καταχρηστικό — σωματικό έλεγχο, αναφέρουν πώς το άτομο φέρει μαχαίρι, το οποίο και δεν αφαιρούν, ενώ ζητούν από την ρεπόρτερ της ΕΡΤ να απομακρυνθεί — υποθέτουμε επειδή αν ο ύποπτος δεν ήταν αστυνομικός/ηθοποιός θα κινδύνευε η ασφάλεια της;

    Το ύποπτο άτομο τελικά συλλαμβάνεται, χωρίς να του έχουν ζητηθεί στοιχεία ταυτότητας, χωρίς να του έχει αφαιρεθεί το «μαχαίρι» που έχει στην τσέπη του και χωρίς φυσικά να κατηγορείται για κάτι. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε πώς θα αντιδρούσαν αν το άτομο είχε πάνω του τρικάκια.

    Στο τελευταίο περιστατικό, ελέγχουν ένα όχημα που το σύστημα της ΕΛ.ΑΣ. εμφανίζει ως κλεμμένο και συλλαμβάνουν τον ταλαιπωρημένο συνάδελφο τους που παίζει τον ρόλο του κακού, τον οποίο και χειροπεδούν χωρίς να ζητήσουν τα στοιχεία ταυτότητας του και χωρίς να έχουν κάνει τον οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο. Ακόμα κι αυτός όμως φαίνεται να ξέρει πως έχει πιο πολλές πιθανότητας να ζήσει αν αρχίσει να τρέχει, αντί να απομακρυνθεί με το όχημα του ώστε να ξεκινήσει κάποια καταδίωξη.

    Τρώνε οι έλληνες αστυνομικοί «ντονατσάκια»; Ναι, αλλά μόνο στο τέλος της βάρδιας.

    Τρώνε οι έλληνες αστυνομικοί «ντονατσάκια»; Ναι, αλλά μόνο στο τέλος της βάρδιας.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Σε ένα ρεπορτάζ του κρατικού μέσου ενημέρωσης που σκοπό έχει να προβάλει την αστυνομία υπό το θετικότερο δυνατό φως, και το οποίο προφανώς και έχει δει και εγκρίνει η ΕΛ.ΑΣ. προτού μεταδοθεί, δεν προλαβαίνουμε να καταγράφουμε παρατυπίες. 

    Είναι αυτές οι ενδεδειγμένες από το νόμο και προβλεπόμενες εντολές; 

    Φέρουν μη προβλεπόμενα σύμβολα στις στολές τους τα άτομα του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ με αριθμούς σημάτων 276808 και 295284 που μιλούν επώνυμα στο βίντεο; 

    Περί εκδημοκρατισμού τα ερωτήματα, ρητορικά, κ. Θεοδωρικάκο.

    Μια συζήτηση για την αστυνομική βία

    Με αφορμή τη δημοσίευση του φακέλου «Ασύδοτοι προστάτες», σας προσκαλούμε σε μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα την αστυνομική βία στην Ελλάδα, την Πέμπτη 7 Ιουλίου, στις 19.30, στο πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ (Πάρκο Ελευθερίας).

    Μια δημοκρατική κοινωνία έχει την αξίωση να μην κινδυνεύει από την ίδια της την αστυνομία. Κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να φοβάται ότι θα υποστεί βία, κακομεταχείριση ή αυθαίρετη αντιμετώπιση από αυτούς στους οποίους έχει αναθέσει την προστασία του. Ωστόσο, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στην Ελλάδα είναι περισσότερα από όσα μπορούν καλόπιστα να θεωρηθούν «μεμονωμένα».

    Όσο κι αν διαχρονικά οι πολιτικές ηγεσίες υποβαθμίζουν το φαινόμενο, η δημοσιογραφική έρευνα αλλά και πληθώρα εκθέσεων από διεθνείς φορείς και ΜΚΟ δείχνουν ότι η αστυνομική βία όχι μόνο αποτελεί ένα επίμονο πρόβλημα αλλά καλύπτεται επανειλημμένα πίσω από μια ριζωμένη κουλτούρα ατιμωρησίας.

    Στη συζήτηση αυτή θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε το πρόβλημα και να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί δεν έχουν φέρει μέχρι στιγμής αποτελέσματα.

    Η εκδήλωση θα λάβει χώρα στον υπαίθριο χώρο του Μουσείου Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης – πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, έναν χώρο με ιδιαίτερο ιστορικό βάρος για το θέμα της εκδήλωσης.

    Μιλούν:

    • Μαρίνα Δαλιάνη, δικηγόρος
    • Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος, Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι
    • Αυγουστίνος Ζενάκος, δημοσιογράφος, The Manifold
    • Αλεξάνδρα Καραγιάννη, δικηγόρος
    • Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη, υπεύθυνη εκστρατειών, Ελληνικό Τμήμα Διεθνούς Αμνηστίας
    • Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, αντιστράτηγος (ε.α.), Ελληνική Αστυνομία 

    Συντονισμός: 

    • Σταύρος Μαλιχούδης, δημοσιογράφος, Solomon

    Ευχαριστούμε τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών για την ευγενική παραχώρηση του χώρου της εκδήλωσης.

    Η αστυνομική βία στην Ελλάδα

    Συζήτηση

    Πέμπτη 7 Ιουλίου, 19.30 

    Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης – πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ

    Πάρκο Ελευθερίας (σταθμός μετρό: Μέγαρο Μουσικής)

    Διοργάνωση:

    Ο Κορκονέας, η ατιμωρησία και η επιείκια

    Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας που οδηγεί στην αποφυλάκιση του Επαμεινώνδα Κορκονέα λαμβάνεται υπό το καθεστώς της συστημικής ατιμωρησίας της αστυνομικής βίας, το οποίο υπονομεύει την αξία της επιείκιας στη δικαστική κρίση και οδηγεί στην αντιδραστική απαίτηση για ολοένα αυστηρότερες ποινές – τις οποίες θα υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί.

    Του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Μέχρι σήμερα, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας ήταν ο μόνος αστυνομικός που δολοφόνησε πολίτη, ο οποίος αντιμετώπισε μια υψηλή ποινή σε σχέση με ό,τι ορίζει ο νόμος για το αδίκημά του. Όλοι οι άλλοι αστυνομικοί – και δεν είναι λίγοι – που κατά καιρούς κατηγορήθηκαν για δολοφονίες πολιτών ή και για βασανιστήρια και σοβαρές βιαιοπραγίες, έχουν είτε αθωωθεί είτε υποστεί πολύ ελαφρές ποινές. Πρόκειται για ένα καθεστώς ατιμωρησίας που έχουμε ερευνήσει και συνεχίζουμε να ερευνούμε σε βάθος, στον φάκελο Ασύδοτοι προστάτες: Μια έρευνα για την αστυνομική αυθαιρεσία, βία και ατιμωρησία στην Ελλάδα.

    Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας μοιάζει να προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Κορκονέα αυτό το σπάνιο προνόμιο. Στη δίκη του πρώην αστυνομικού σε δεύτερο βαθμό, τον Ιούλιο του 2019, το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και μείωσε την ποινή του από ισόβια κάθειρξη στα δεκατρία χρόνια – διάστημα που (μαζί με τα «μεροκάματα») είχε ήδη εκτιθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο δικαστήριο παράλληλα αθώωσε, λόγω αμφιβολιών, τον Βασίλη Σαραλιώτη, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετώ για συνέργεια.

    Ο Κορκονέας αποφυλακίστηκε, οδηγήθηκε όμως εκ νέου στη φυλακή τον Μάρτιο του 2022, όταν έγινε δεκτή η αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η υπόθεση επέστρεψε στο εφετείο για να ξαναδικαστεί ως προς τη χορήγηση του ελαφρυντικού.

    Σήμερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του και να αναγνωρίσει το ελαφρυντικό στον Κορκονέα, ο οποίος ως εκ τούτου μπορεί άμεσα να αποφυλακιστεί και πάλι.

    Οι συνήγοροι της υποστήριξης κατηγορίας έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα αιτηθούν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει εκ νέου αναίρεση (αν και αυτό δεν γίνεται για τον ίδιο λόγο, αλλά μόνο αν προκύπτει κάποιος άλλος λόγος αναίρεσης από την απόφαση). Άσχετα όμως με την τελική δικαστική τύχη της υπόθεσης, πολλοί και πολλές στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα από το πρωί διαμαρτύρονται για αυτό που θεωρούν σκανδαλώδη εύνοια της δικαιοσύνης προς κάποιον καταδικασμένο για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, μόνο και μόνο επειδή είναι αστυνομικός. Από πολλούς και πολλές επισημαίνεται ξανά αυτό που και στο παρελθόν πολύ σωστά έχει και η υπεράσπιση κατηγορίας αναδείξει, ότι ο «πρότερος σύννομος βίος» είναι προϋπόθεση για να είναι κανείς αστυνομικός και άρα δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντικό.

    Δεν είμαι καθόλου υπέρ του αιτήματος για εξοντωτικές ποινές. Οι διακηρύξεις πως «τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια» που θέλουν τους δράστες σοβαρών αδικημάτων να πεθαίνουν στη φυλακή, πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ανήκουν σε μια αντιδραστική κοσμοθεωρία. Νομίζω, αντιθέτως, πως η ποινή για ένα αδίκημα πρέπει να είναι αυτή που αντιστοιχεί στον νόμο, με λογική και επιείκια, και όχι μια ποινή που «ξεπληρώνει» τη σοβαρότητα του αδικήματος – πόσο μάλλον αφού τον φόνο μόνο η θανατική καταδίκη μπορεί να «ξεπληρώσει», στην οποία είμαι απόλυτα ενάντιος.

    Επιπλέον, το βρίσκω βάρβαρο να μιλάω για χρόνια στη φυλακή σαν να μην είναι τίποτα. Ακούω ανθρώπους να λένε «σιγά, σε δέκα χρόνια είναι έξω» και σκέφτομαι ότι η φυλακή, ακόμη και με τις καλύτερες συνθήκες, είναι κάτι βαρύ και τραυματικό. Δέκα χρόνια που εξέτισε ο Κορκονέας είναι σοβαρή ποινή, δεν είναι παιχνιδάκι.

    Ούτε βέβαια πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται «παραδειγματικά» ή «με εμβληματικό τρόπο» επειδή η πράξη τους προσέλαβε ευρύτερους συμβολισμούς. Η δικαιοσύνη πρέπει να κρίνει αυστηρά εξατομικευμένα και με τα δεδομένα της συγκεκριμένης πράξης και όχι να στηλιτεύει κάτι ευρύτερο σε βάρος ενός μόνον ενόχου. Για τη δικαστική κρίση δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ούτε αν η πράξη του Κορκονέα συμβόλισε την κρατική καταστολή και την αστυνομική αυθαιρεσία ούτε αν η εξέγερση που ξέσπασε σημάδεψε μια γενιά. Ανθρωποκτονία διέπραξε, για ανθρωποκτονία θα έπρεπε να τιμωρηθεί.

    Γιατί τότε δυσκολεύομαι τόσο πολύ να δεχτώ τη σημερινή απόφαση ως μια νομική κρίση που λέει ότι δέκα χρόνια είναι αρκετά; Γιατί δεν μπορώ να τη δεχτώ έστω ως έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο, τη στιγμή μάλιστα που μπορώ εύκολα να δω τον εαυτό μου σε περιπτώσεις άλλων καταδικασμένων για σοβαρά αδικήματα όχι μόνο να τη δέχομαι αλλά υπό προϋποθέσεις να την επικροτώ κιόλας;

    Ο λόγος είναι: δεν πιστεύω το δικαστήριο. Δεν τους πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια ευθεία, αμερόληπτη έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο. Όταν πρόκειται για αστυνομικό που κατηγορείται για πράξη βίας κατά την τέλεση των καθηκόντων του, αμφισβητώ την ακεραιότητα της δικαστικής κρίσης.

    Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ένα χρονολόγιο καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας και να καταγράψουμε την πορεία τους μέσα στο δικαστικό σύστημα. Ελπίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία που το κράτος δεν δημοσιοποιεί, μέσα από την ανάλυση των οποίων θα προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τον βαθμό μεροληψίας των δικαστικών αρχών απέναντι στην αστυνομία. Ακόμη και προτού ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, όμως, τόσο το διαθέσιμο δείγμα όσο και η πολύχρονη κάλυψη τέτοιων υποθέσεων, μου δίνουν κάθε λόγο να μην πείθομαι ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας ήταν απλώς επιεικές, προέβη δηλαδή σε μια κρίση που θα μπορούσε να ισχύει ακόμη κι αν ο Κορκονέας δεν ήταν αστυνομικός.

    Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα με την συστημική ατιμωρησία: φέρνει ακόμη και τους μετριοπαθέστερους, τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές ενός ήπιου ποινικού συστήματος στο σημείο να αγανακτούν – με δεδομένο, βέβαια, ότι την όποια αυστηροποίηση των ποινών θα την υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί. Η ατιμωρησία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της επιείκιας.

    Όσο για το γεγονός ότι στη σημερινή απόφαση το ελαφρυντικό αναγνωρίστηκε με τις ψήφους των ενόρκων, ενώ οι τακτικοί δικαστές μειοψήφισαν, η υποστήριξη κατηγορίας θεωρεί ότι οφείλεται σε μεθόδευση του ίδιου του δικαστηρίου: οι τακτικοί δικαστές αρνήθηκαν να εξετάσουν εκ νέου τη δικογραφία και εμπόδισαν τους ενόρκους από το να το κάνουν, περιοριζόμενοι να συζητήσουν το ζήτημα του ελαφρυντικού. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι δεν είχαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν.

    Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η καλή εκδοχή. Η κακή εκδοχή είναι ότι η μακροχρόνια και συστηματική συγκάλυψη της αστυνομικής βίας, η υποβάθμισή της σε κάποιου είδους «αναγκαίο κακό» που συνοδεύει την απαραίτητη τήρηση της τάξης και την προστασία του κράτους, έχει διαδοθεί στην κοινωνία ως αντίληψη που ρυθμίζει τι θεωρούμε αποδεκτό από έναν αστυνομικό. Αν αυτό έχει ήδη συντελεστεί, όπως πιστεύουν πολλοί και πολλές, αν είναι δεδομένο και μάλιστα αφορά ευρεία μερίδα της κοινωνίας, τότε ο αγώνας που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αστυνομικής βίας είναι ακόμη δυσκολότερος.

    Police Violence and Impunity in Greece

    The Manifold joins forces with Solomon.

    Fanis Kollias/Solomon

    Public opinion in Greece is reeling at the news of a young man killed by the police on Saturday, October 23, during a high-speed chase that ended with motorised police firing a hail of bullets at his car. Information thus far indicates that the man was unarmed, which not only raises questions about the choices made by officers during the incident, but also suggests similarities with a key case that was decided by the European Court of Human Rights in 2004. In that case, the Court has found that Greece had failed both to protect the victim’s right to life from excessive force by its law enforcement officers, and to conduct an adequate investigation. The victim, who in that case ultimately survived, was awarded compensation. 

    This key case is one of a number that have been under enhanced supervision by the Council of Europe for the use of potentially lethal force and ill-treatment by law enforcement agents as well as the lack of effective investigations capable of leading to adequate disciplinary and criminal sanctions. 

    In September, the Committee of Ministers of the CoE decided to terminate supervision of all but three of these cases, giving particular weight to the promise by Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis that police violence will be addressed. The promise was made in Parliament last March, following wide-spread, public police violence in the Athens suburb of Nea Smyrni.

    Saturday’s incident, as well as others that we have been documenting, do not appear to support that the Prime Minister’s promise is being translated to concrete measures that will counter police violence. We believe that police violence and impunity is a chronic and systemic problem that severely undermines the quality of Greek democracy. What is more, we have evidence that despite the Prime Minister’s contentions, police abuses of their legally prescribed powers have been increasing during the term of the present government. 

    As we’ve shared with you in previous newsletters, we are working on an in-depth investigation of this issue, drawing on years of experience by some of our members in covering police brutality. The investigation will appear as File 02 in The Manifold Files. 

    We are now very happy to announce that this project will form part of a collaboration with Solomon, a Greek non-profit media collective that uses media for social inclusion and aims to promote independent media in the country. Founded in Athens in 2016, Solomon has produced exceptional, in-depth stories on the violations of rights suffered by refugees and migrants, and was nominated for the European Press Prize 2021. As they are widening their scope to include further issues of accountability and transparency linked to those in power, we are proud to join forces with them and plan to also work on stand-alone, joint stories that will appear in Solomon. 

    Read our first story (in Greek, to be available in English shortly) > >

    The Project is realised with support from a grant by the Open Society Foundations. The grant is managed by Solomon in Greece.

    Police violence and impunity in Greece

    Let us tell you a few words about our new investigation…

    Police violence and impunity is a chronic problem, systematically underreported in the media, that severely undermines the quality of Greek democracy. Some members of The Manifold have been researching it for over ten years. They have reported that in dozens of incidents, including murder and torture by police officers, perpetrators were either exonerated or received extremely lenient punishment both in internal disciplinary inquests and in the criminal courts.

    But, let’s be honest, while it is underreported, police violence is not exactly a secret — especially for the authorities themselves. Stories such as this one, written by our members Mariniki Alevizopoulou and Augustine Zenakos three years ago, have shocked people, but things have not changed. We don’t claim to have a complete strategy — much less a solution — to counter the failure of the political leadership and the judiciary to address the issue. So, what do we plan to do?

    As with other critical social issues, we believe that for many people the gravity of the problem is lost in a news cycle that, when it is not subservient to political affiliations and therefore purposefully hushes things up, prioritises speed over depth. We will make two things in one: first, we’ll pull all significant evidence on police violence and impunity into a resource of stories, case studies, interviews and relevant documents; then, we’ll turn this resource into a monitor, following up on every case of police violence and publishing all developments as they unfold.

    We have already drafted our research and publication strategy for this project, which also involves a collaboration with some esteemed colleagues.

    We’ll tell you more soon!

    Νόμος Τσιάρα: Στη Βουλή η ψευδοεπιστήμη και οι εμπνευστές των «στρατοπέδων επανένωσης»

    Κατά την συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής για το νομοσχέδιο Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας προσπάθησε να παρουσιάσει το «Σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης» ως κάτι ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θεωρία περιθωριακή και έντονα αμφισβητούμενη από την πλειονότητα των επιστημόνων, ενώ οι δημιουργοί της ελέγχονται ακόμη και από την ποινική δικαιοσύνη.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Το πρόβλημα με την υπόσχεση μιας επιστήμης που παράγει συμπεράσματα για τον κόσμο δίχως το βάρος πολιτικών προκαταλήψεων είχε εντοπιστεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τα μέσα του, η υπόσχεση αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Είναι λοιπόν αναμφίβολα ενδιαφέρον ότι μια τέτοια αυτάρεσκη εκδοχή της επιστήμης επανεμφανίστηκε στη μαραθώνια συζήτηση που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, όπου ειδικοί και φορείς αντάλλαξαν απόψεις με τους εκπροσώπους των κομμάτων επί του νομοσχεδίου Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο.

    Ήταν μάλιστα η τοποθέτηση που εγκαινίασε τη συζήτηση, αυτή της εκπροσώπου της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ) και επίκουρης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ κ. Μαριέττας Παπαδάτου-Παστού που ύστερα από προσεκτική εξέταση, δείχνει όλες τις προκαταλήψεις τις οποίες οι οπαδοί του νομοσχεδίου Τσιάρα, οργανωμένοι πλέον σε ένα ιδιαίτερα δυνατό και διεισδυτικό λόμπι, επικαλούνται ως «αντικειμενική επιστήμη» για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους.

    Ομολογουμένως, ακόμα και στη δημόσια συζήτηση για το ζήτημα, υπήρξε ιδιαιτέρως πρωτότυπη η άποψη που εξέφρασε κατ’ επανάληψιν η κ. Παπαδάτου-Παστού ότι ο προτεινόμενος χρόνος («τουλάχιστον 35%» – «ιδανικά 50-50») παραμονής με το παιδί μπορεί να μοιράζεται και στους δύο γονείς ήδη από τη βρεφική ηλικία — τονίζοντας μέχρι και τα οφέλη για το παιδί όταν εναλλάσσονται οι τροφοί. Η υπόλοιπη επιχειρηματολογία της αποτελούσε μια υπερ-κατάφαση στο νομοσχέδιο Τσιάρα, διόλου ανόμοια με αυτή που ακούμε από τα χείλη των εκπροσώπων των οργανωμένων ομάδων πίεσης υπέρ της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας, οι οποίες έχουν συχνά φιλοξενήσει τις απόψεις της στους σχετικούς ιστότοπους και τα κοινωνικά δίκτυα.

    Το πρόβλημα όμως με την πρωτολογία και δευτερολογία της κ. Παπαδάτου-Παστού δεν είναι μόνο σε όσα είπε αλλά κυρίως στο πού τα στήριξε. Παρότι εν τέλει αρνήθηκε να εξειδικεύσει τις πηγές από τις οποίες αντλεί τα συμπεράσματά της, οι δύο εξ αυτών που κατονόμασε, μία εγχώρια και μία ξένη, δείχνουν την αποτυχία να αναστοχαστεί επαρκώς για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της και θέτουν εύλογα εν αμφιβόλω και εκείνες τις πηγές που δεν κατονόμασε.

    Η εγχώρια πηγή ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος και ο ίδιος της ΕΛΨΕ, Ηλίας Κουρκούτας, εξίσου δημοφιλής — αν όχι περισσότερο — με την κ. Παπαδάτου-Παστού μεταξύ των ομάδων πίεσης για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια. Οι δυό τους έχουν εκπροσωπήσει την ΕΛΨΕ στον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα, παρότι δεν συγκαταλέγονται στους διοικούντες ή τους συντονιστές των επιμέρους κλάδων της Εταιρείας.

    Δεν είναι μεμπτό φυσικά να παραθέσει κανείς έναν επιστήμονα με ειδίκευση στην Παιδοψυχολογία. Όταν όμως ένα ζήτημα διχάζει την επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως σε τέτοιο βαθμό όσο η εξαναγκαστική συνεπιμέλεια, η επίκληση σε έναν μόνο επιστήμονα έχει νόημα όταν αυτός/-ή εκπροσωπεί το consensus (τη σε γενικές γραμμές κοινή συμφωνία) της επιστημονικής κοινότητας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, στον βαθμό που υφίσταται consensus, σίγουρα δεν αντιπροσωπεύεται από τα συμπεράσματα του κ. Κουρκούτα. Πολλώ δε μάλλον όταν κι ο ίδιος βασίζεται συχνά με τη σειρά του στην έτερη πηγή που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού.

    Αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από την περιβόητη «έκθεση Warshak», ένα κείμενο του αμερικανού ψυχολόγου Richard Warshak από το 2014, το οποίο, όπως μας ενημέρωσε η κ. Παπαδάτου-Παστού, υποστηρίχθηκε από 110 επιστήμονες του κλάδου και την Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία. Ο συγγραφέας του κειμένου υπήρξε μαθητής του ψυχολόγου Richard Gardner που εισήγαγε την έννοια του «Συνδρόμου Γονεϊκής Αποξένωσης» και κληρονόμος του επιστημονικού υλικού που άφησε πίσω του. Από τον θάνατο του Gardner το 2003, ο Warshak έχει γίνει ο συνεχιστής των θεωριών του για τη «γονεϊκή αποξένωση» και κατ’ επέκταση, το βασικό επιστημονικό άλλοθι για τους υπέρμαχους της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας.

    Αυτή η «έκθεση» που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού έχει μια σειρά προβλήματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι δεν είναι έκθεση. Είναι ένα paper που δημοσιεύθηκε στο πλουραλιστικό περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας Psychology, Public Policy, and Law, ως μέρος του επιστημονικού διαλόγου, και το οποίο υποστήριζε συνθέτοντας τη βιβλιογραφία για τη Γονεϊκή Αποξένωση ότι ο ίσος χρόνος με τους δύο γονείς αποδεικνύεται ωφέλιμος για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. «Έκθεση» το καθιστά μόνο ο κάπως θρασύς τίτλος “a consensus report” που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, παρότι τόσο οι πηγές του όσο και το ίδιο το κείμενο δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση κάποιο “consensus”, από τη στιγμή που είχαν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται τα πυρά μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας.

    Όσο για την επίσημη θέση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας για τον Warshak και το «Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης», αυτή φαίνεται στο σχετικό λήμμα του Λεξικού της Εταιρείας: «Το Σύνδρομο έχει απορριφθεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία και την Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία, λόγω έλλειψης εμπειρικών και κλινικών στοιχείων να το υποστηρίξουν και δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM)».

    Όταν τονίστηκε στην κ. Παπαδάτου-Παστού η απουσία του Συνδρόμου από το DSM, η απάντησή της υπήρξε ενδιαφέρουσα: «Δεν συμπεριλαμβάνεται στα διαγνωστικά εγχειρίδια ως γονεϊκή αποξένωση, αλλά περιγράφεται υπό άλλους όρους στο κεφάλαιο “Προβλήματα στις Γονεϊκές Σχέσεις”». Είναι περίπου σαν να λέμε ότι ένα πακέτο μακαρόνια, κιμάς και μπεσαμέλ είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με ένα παστίτσιο.

    Να σημειωθεί επίσης ότι είναι τελείως ασυνήθιστο να γίνεται συλλογή 110 υπογραφών από ειδικούς υπέρ ενός επιστημονικού paper. Αυτό περισσότερο δείχνει την πολιτικοποίηση ενός συμπεράσματος, παρά την κοινή αποδοχή του από την επιστημονική κοινότητα.

    Η αναφορά στον Warshak γίνεται πολλαπλα ατυχής αν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του δεν είναι μόνο θεωρητικό. Εδώ και έντεκα τουλάχιστον χρόνια έχει υποστηρίξει ενεργά και έχει συνεργαστεί με διάφορα «εργαστήρια» ενάντια στη γονεϊκή αποξένωση και κυρίως το μεγαλύτερο εξ αυτών, με έδρα την Καλιφόρνια, ονόματι Family Bridges. Τα εργαστήρια αυτά, που ονομάζονται «στρατόπεδα επανένωσης» ή «στρατόπεδα του Rand και του Warshak» από τους επικριτές τους, ιδρύθηκαν από τον Randy Rand, έναν πρώην ψυχολόγο του οποίου η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφαιρέθηκε το 2009 για παραβίαση των αρμοδιοτήτων του ψυχολόγου-διαμεσολαβητή σε δύο δικαστικές υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.

    Έκτοτε, και τα Family Bridges άρχισαν να αυτοσυστήνονται ως «εκπαιδευτικά», αντί για «θεραπευτικά» εργαστήρια. Αυτό, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο NBC, τους έχει επιτρέψει να λειτουργούν χωρίς επίβλεψη από την πολιτεία. Η δε διείσδυση των ιδεών πάνω στις οποίες βασίζονται — με τη βοήθεια του σχετικού lobbying — έχουν οδηγήσει σε μία βιομηχανία δικαστικών εντολών στις ΗΠΑ, αλλά και στον Καναδά, που στέλνουν τα παιδιά των διαζυγίων σε αυτά τα εργαστήρια, το κόστος των οποίων ξεκινάει από τα 20.000 δολάρια. Μία εξόχως επικερδής δραστηριότητα που δεν θεμελιώνεται σε καμία επιστημονική βεβαιότητα και λειτουργεί χωρίς καμία κρατική πιστοποίηση.

    Όσο για το τι συμβαίνει όταν οι ιδέες περί «γονεϊκής αποξένωσης» εφαρμόζονται στην πράξη, σε εκτενές σχετικό θέμα με τίτλο «Όταν το Παιδί Γίνεται Όπλο» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Atlantic τον Δεκέμβριο του 2020, ο ιδρυτής του Ινστιτούτου για τη Βία, την Κακοποίηση και το Τραύμα περιγράφει κι αυτός τα Family Bridges ως «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Το δημοσίευμα μιλάει για παιδιά που μέσα στο πρόγραμμα απέκτησαν αυτοκτονικό ιδεασμό, έπαθαν κρίσεις πανικού, ενώ ένα εξ αυτών δηλώνει ακόμα «συναισθηματικά κατεστραμμένο από το πρόγραμμα».

    Τα δε τρία παιδιά — ενήλικες πλέον — που μιλάνε στο NBC για το πρόγραμμα δηλώνουν μεταξύ άλλων ότι «δεν θα το εύχονταν αυτό σε κανέναν άνθρωπο» και ότι όλα βγήκαν από εκεί μέσα «μισώντας» τον ένα γονέα. Σε άλλο δημοσίευμα του αμερικανικού δικτύου από το 2018, παιδιά που βρέθηκαν στο Family Bridges κάνουν λόγο για χειραγώγηση και τακτικές εκφοβισμού.

    Σε πρόσφατο podcast του Reveal, του πολυβραβευμένου Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ, περιγράφεται μέσα από πρωτογενείς μαρτυρίες η τραυματική στιγμή που δύο αδέρφια φεύγουν από τη δικαστική αίθουσα συνοδεία αστυνομικών για να μεταφερθούν σε κάποιο Family Bridges. Μέσα στο πρόγραμμα περιγράφουν ότι αισθάνονται «αιχμάλωτοι» και «εγκλωβισμένοι» και καταθέτουν ότι οι ίδιοι οι Rand και Warshak τους δήλωναν ότι δεν θα βγουν από εκεί μέσα μέχρι να παραδεχθούν ότι ο πατέρας τους τους είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.

    Υπάρχει ένα μοτίβο σε όλες τις μαρτυρίες που έχει συλλέξει η δημοσιογραφική έρευνα για τα Family Bridges: η πλευρά του «αποξενωμένου» γονέα εισηγείται την προσφυγή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα στο δικαστήριο· το δικαστήριο το δέχεται (στο 27% των περιπτώσεων στον Καναδά και εικάζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ΗΠΑ)· οι γονείς πληρώνουν ένα υπέρογκο ποσό για το πρόγραμμα· τα παιδιά περνούν από μία συστηματική «εκπαίδευση» που τους αλλάζει προτιμήσεις σε γονέα· τα παιδιά απομακρύνονται από τον γονέα που είχε την αρχική επιμέλεια και ενδέχεται να κάνουν να τον δουν χρόνια. Όπως κατέθεσε ένας δικηγόρος σε σχετική έρευνα της Washington Post το 2017: «Αυτά τα προγράμματα είναι κατά βάση απάτες. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι αποκόμιζαν υπέρογκα ποσά πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας». Ο ίδιος ο Richard Warshak αρνήθηκε να μιλήσει στην εφημερίδα, γιατί πιθανώς επίκειντο διώξεις εναντίον του, για την τύχη των οποίων δεν καταφέραμε να πληροφορηθούμε.

    Είναι λοιπόν περίεργο το πώς η κ. Παπαδάτου-Παστού θεώρησε ότι μπορεί να βασίζει την επιχειρηματολογία της σε έναν άνθρωπο που ως προς τις θεωρίες του δεν εμπίπτει ούτε κατά διάνοια στο επιστημονικό consensus, ενώ το κλινικό του έργο φαίνεται να υπάγεται στη σφαίρα της ποινικής δικονομίας.

    Στη δευτερολογία της, όταν η Επιτροπή αμφισβήτησε την εγκυρότητα των πηγών της, έδωσε την απάντηση ότι εκείνη είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Η κυκλικότητα του επιχειρήματος (ένα είδος «ισχύει επειδή το λέω εγώ») είναι προφανής. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε κι εμείς να πούμε ότι αφ’ ης στιγμής υπάρχει δημοσίευμα που παρουσιάζει την κ. Παπαδάτου-Παστού να λαμβάνει την έδρα στο ΕΚΠΑ ως κόρη καθηγητή του ΕΚΠΑ, μπορούμε να το δεχτούμε ως ακριβές, μόνο και μόνο επειδή είμαστε δημοσιογράφοι και άρα αρμόδιοι να κρίνουμε. Βεβαίως, δεν το κάνουμε, διότι θα τσαλακώναμε τη δημοσιογραφική δεοντολογία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκείνη τσαλακώνει την επιστημονική μέθοδο.

    Θεωρητικά, δεν είναι αθέμιτο να έλκεται μια επιστήμονας από τα συμπεράσματα κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ανήκει στο επιστημονικό consensus. Αυτό θα μπορούσε να είναι ως και υγιές — αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου θα έπρεπε να δημιουργούν ανησυχίες. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί πρόβλημα είναι όταν η αντιθετική αυτή άποψη απλά αυτοβαφτίζεται “consensus” προσπερνώντας επιδεικτικά τη βάσανο του επιστημονικού διαλόγου.

    Αν αυτά παρουσιάζονται ως «επιστήμη» από έναν άνθρωπο με το βιογραφικό της κ. Παπαδάτου-Παστού, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι άλλο έχει ενδυθεί τον επιστημονικό μανδύα στη δημόσια συζήτηση για τη συνεπιμέλεια προκειμένου να κρυφτεί το γεγονός ότι το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό και με τη θέση που παίρνει ο καθένας, απαντά σε θεμελιακά ερωτήματα, όπως το τι έχει προτεραιότητα στους όρους ενός διαζυγίου, τα δικαιώματα του παιδιού ή του γονέα που ισχυρίζεται ότι «αποξενώνεται»;

    Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του να μελετά τα ολισθήματα που πηγάζουν από την προκατάληψη και επηρεάζουν την επιστημονική μέθοδο. Η μόνη λύση που βρήκε ήταν ο συνεχής κριτικός αναστοχασμός πάνω στη θέση από την οποία μιλάει ο ερευνητής και τις ενδεχόμενες προκαταλήψεις του. Αν η κ. Παπαδάτου-Παστού ψάχνει θερινό ανάγνωσμα, θα μπορούσε να αφήσει για λίγο στην άκρη τον Warshak και να πιάσει τον Μπουρντιέ. Ενδεχομένως να της αρέσει.

    Το άρθρο αυτό προδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα TVXS, στις 16 Μαΐου 2021.

    Children Under Lockdown

    A live investigation into child abuse and neglect
    in the era of Covid-19

    July 16 – 23, 2020

    The Covid-19 lockdown was challenging for everyone. What did it mean, however, for children faced with abuse or neglect? In Greece, where the child protection system is disjointed, understaffed and disorganised, how did the lockdown affect children who were forced to not have contact with anyone else apart from their abusers? How did State services respond during such a trying period? After the lockdown ended, were any measures put in place to assess and alleviate the consequences for vulnerable children? What is the plan, in case an increase in Covid-19 cases forces a new lockdown?

    We are seeking answers to these questions through five interviews with child protection experts that will be streamed live on The Manifold Facebook Page.

    Children Under Lockdown is a live journalism project. Online, live interviews offer an opportunity for audience members to participate in the process of gathering evidence through submitting their own questions. 

    If you want to submit a question, you can do so in the following ways:

    • At any point before an interview, by email to themanifold@themanifold.media, or by message on Messenger.
    • During the streaming of each interview, by comment under the Facebook live video post.

    The interviews will be in Greek. After all five are completed, the videos will be subtitled in English, and — together with additional research — added as a major update to File 01: The Children and the State.

    PROGRAMME

    • Interview #1 • Thursday 16/7, 19.00
      Theoni Koufonikolakou
      Childrens’ Ombudswoman
    • Interview #2 • Friday 17/7, 19.30
      Antonis Rellas
      Film director; Disabled activist, Emancipation Movement for the Disabled “Zero Tolerance”
    • Interview #3 • Monday 20/7, 19.30
      Giorgos Nikolaidis 
      Psychiatrist; Chairman, Bureau of Lanzarote Committee, Council of Europe; Director, Mental Health and Social Welfare Department, Institute of Child Health 
    • Interview #4 • Wednesday 22/7, 19.30
      Triantafyllia Athanasiou
      President, Association of Social Workers of Greece
    • Interview #5 • Thursday 23/7, 19.30
      Stefanos Alevizos
      Psychologist, The Smile of the Child NGO

    The Children Under Lockdown project is funded through a grant by the European Journalism Covid-19 Support Fund, and supported by Reporters United.