Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Απόψεις

Ο Κορκονέας, η ατιμωρησία και η επιείκια

Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας που οδηγεί στην αποφυλάκιση του Επαμεινώνδα Κορκονέα λαμβάνεται υπό το καθεστώς της συστημικής ατιμωρησίας της αστυνομικής βίας, το οποίο υπονομεύει την αξία της επιείκιας στη δικαστική κρίση και οδηγεί στην αντιδραστική απαίτηση για ολοένα αυστηρότερες ποινές – τις οποίες θα υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί.

Του Αυγουστίνου Ζενάκου

Μέχρι σήμερα, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας ήταν ο μόνος αστυνομικός που δολοφόνησε πολίτη, ο οποίος αντιμετώπισε μια υψηλή ποινή σε σχέση με ό,τι ορίζει ο νόμος για το αδίκημά του. Όλοι οι άλλοι αστυνομικοί – και δεν είναι λίγοι – που κατά καιρούς κατηγορήθηκαν για δολοφονίες πολιτών ή και για βασανιστήρια και σοβαρές βιαιοπραγίες, έχουν είτε αθωωθεί είτε υποστεί πολύ ελαφρές ποινές. Πρόκειται για ένα καθεστώς ατιμωρησίας που έχουμε ερευνήσει και συνεχίζουμε να ερευνούμε σε βάθος, στον φάκελο Ασύδοτοι προστάτες: Μια έρευνα για την αστυνομική αυθαιρεσία, βία και ατιμωρησία στην Ελλάδα.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας μοιάζει να προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Κορκονέα αυτό το σπάνιο προνόμιο. Στη δίκη του πρώην αστυνομικού σε δεύτερο βαθμό, τον Ιούλιο του 2019, το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και μείωσε την ποινή του από ισόβια κάθειρξη στα δεκατρία χρόνια – διάστημα που (μαζί με τα «μεροκάματα») είχε ήδη εκτιθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο δικαστήριο παράλληλα αθώωσε, λόγω αμφιβολιών, τον Βασίλη Σαραλιώτη, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετώ για συνέργεια.

Ο Κορκονέας αποφυλακίστηκε, οδηγήθηκε όμως εκ νέου στη φυλακή τον Μάρτιο του 2022, όταν έγινε δεκτή η αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η υπόθεση επέστρεψε στο εφετείο για να ξαναδικαστεί ως προς τη χορήγηση του ελαφρυντικού.

Σήμερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του και να αναγνωρίσει το ελαφρυντικό στον Κορκονέα, ο οποίος ως εκ τούτου μπορεί άμεσα να αποφυλακιστεί και πάλι.

Οι συνήγοροι της υποστήριξης κατηγορίας έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα αιτηθούν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει εκ νέου αναίρεση (αν και αυτό δεν γίνεται για τον ίδιο λόγο, αλλά μόνο αν προκύπτει κάποιος άλλος λόγος αναίρεσης από την απόφαση). Άσχετα όμως με την τελική δικαστική τύχη της υπόθεσης, πολλοί και πολλές στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα από το πρωί διαμαρτύρονται για αυτό που θεωρούν σκανδαλώδη εύνοια της δικαιοσύνης προς κάποιον καταδικασμένο για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, μόνο και μόνο επειδή είναι αστυνομικός. Από πολλούς και πολλές επισημαίνεται ξανά αυτό που και στο παρελθόν πολύ σωστά έχει και η υπεράσπιση κατηγορίας αναδείξει, ότι ο «πρότερος σύννομος βίος» είναι προϋπόθεση για να είναι κανείς αστυνομικός και άρα δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντικό.

Δεν είμαι καθόλου υπέρ του αιτήματος για εξοντωτικές ποινές. Οι διακηρύξεις πως «τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια» που θέλουν τους δράστες σοβαρών αδικημάτων να πεθαίνουν στη φυλακή, πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ανήκουν σε μια αντιδραστική κοσμοθεωρία. Νομίζω, αντιθέτως, πως η ποινή για ένα αδίκημα πρέπει να είναι αυτή που αντιστοιχεί στον νόμο, με λογική και επιείκια, και όχι μια ποινή που «ξεπληρώνει» τη σοβαρότητα του αδικήματος – πόσο μάλλον αφού τον φόνο μόνο η θανατική καταδίκη μπορεί να «ξεπληρώσει», στην οποία είμαι απόλυτα ενάντιος.

Επιπλέον, το βρίσκω βάρβαρο να μιλάω για χρόνια στη φυλακή σαν να μην είναι τίποτα. Ακούω ανθρώπους να λένε «σιγά, σε δέκα χρόνια είναι έξω» και σκέφτομαι ότι η φυλακή, ακόμη και με τις καλύτερες συνθήκες, είναι κάτι βαρύ και τραυματικό. Δέκα χρόνια που εξέτισε ο Κορκονέας είναι σοβαρή ποινή, δεν είναι παιχνιδάκι.

Ούτε βέβαια πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται «παραδειγματικά» ή «με εμβληματικό τρόπο» επειδή η πράξη τους προσέλαβε ευρύτερους συμβολισμούς. Η δικαιοσύνη πρέπει να κρίνει αυστηρά εξατομικευμένα και με τα δεδομένα της συγκεκριμένης πράξης και όχι να στηλιτεύει κάτι ευρύτερο σε βάρος ενός μόνον ενόχου. Για τη δικαστική κρίση δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ούτε αν η πράξη του Κορκονέα συμβόλισε την κρατική καταστολή και την αστυνομική αυθαιρεσία ούτε αν η εξέγερση που ξέσπασε σημάδεψε μια γενιά. Ανθρωποκτονία διέπραξε, για ανθρωποκτονία θα έπρεπε να τιμωρηθεί.

Γιατί τότε δυσκολεύομαι τόσο πολύ να δεχτώ τη σημερινή απόφαση ως μια νομική κρίση που λέει ότι δέκα χρόνια είναι αρκετά; Γιατί δεν μπορώ να τη δεχτώ έστω ως έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο, τη στιγμή μάλιστα που μπορώ εύκολα να δω τον εαυτό μου σε περιπτώσεις άλλων καταδικασμένων για σοβαρά αδικήματα όχι μόνο να τη δέχομαι αλλά υπό προϋποθέσεις να την επικροτώ κιόλας;

Ο λόγος είναι: δεν πιστεύω το δικαστήριο. Δεν τους πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια ευθεία, αμερόληπτη έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο. Όταν πρόκειται για αστυνομικό που κατηγορείται για πράξη βίας κατά την τέλεση των καθηκόντων του, αμφισβητώ την ακεραιότητα της δικαστικής κρίσης.

Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ένα χρονολόγιο καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας και να καταγράψουμε την πορεία τους μέσα στο δικαστικό σύστημα. Ελπίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία που το κράτος δεν δημοσιοποιεί, μέσα από την ανάλυση των οποίων θα προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τον βαθμό μεροληψίας των δικαστικών αρχών απέναντι στην αστυνομία. Ακόμη και προτού ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, όμως, τόσο το διαθέσιμο δείγμα όσο και η πολύχρονη κάλυψη τέτοιων υποθέσεων, μου δίνουν κάθε λόγο να μην πείθομαι ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας ήταν απλώς επιεικές, προέβη δηλαδή σε μια κρίση που θα μπορούσε να ισχύει ακόμη κι αν ο Κορκονέας δεν ήταν αστυνομικός.

Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα με την συστημική ατιμωρησία: φέρνει ακόμη και τους μετριοπαθέστερους, τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές ενός ήπιου ποινικού συστήματος στο σημείο να αγανακτούν – με δεδομένο, βέβαια, ότι την όποια αυστηροποίηση των ποινών θα την υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί. Η ατιμωρησία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της επιείκιας.

Όσο για το γεγονός ότι στη σημερινή απόφαση το ελαφρυντικό αναγνωρίστηκε με τις ψήφους των ενόρκων, ενώ οι τακτικοί δικαστές μειοψήφισαν, η υποστήριξη κατηγορίας θεωρεί ότι οφείλεται σε μεθόδευση του ίδιου του δικαστηρίου: οι τακτικοί δικαστές αρνήθηκαν να εξετάσουν εκ νέου τη δικογραφία και εμπόδισαν τους ενόρκους από το να το κάνουν, περιοριζόμενοι να συζητήσουν το ζήτημα του ελαφρυντικού. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι δεν είχαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η καλή εκδοχή. Η κακή εκδοχή είναι ότι η μακροχρόνια και συστηματική συγκάλυψη της αστυνομικής βίας, η υποβάθμισή της σε κάποιου είδους «αναγκαίο κακό» που συνοδεύει την απαραίτητη τήρηση της τάξης και την προστασία του κράτους, έχει διαδοθεί στην κοινωνία ως αντίληψη που ρυθμίζει τι θεωρούμε αποδεκτό από έναν αστυνομικό. Αν αυτό έχει ήδη συντελεστεί, όπως πιστεύουν πολλοί και πολλές, αν είναι δεδομένο και μάλιστα αφορά ευρεία μερίδα της κοινωνίας, τότε ο αγώνας που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αστυνομικής βίας είναι ακόμη δυσκολότερος.