Η ΕΛ.ΑΣ υποχρεούται να αντιμετωπίζει πειθαρχικά τους αστυνομικούς που αυθαιρετούν ή ασκούν υπέρμετρη βία. Δεν το κάνει. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν έχει την εξουσία να την υποχρεώσει και η πολιτική ηγεσία είναι απρόθυμη να λύσει το πρόβλημα.
Μετά την ανθρωποκτονία του Νίκου Σαμπάνη, τον Οκτώβριο του 2021, δημοσιοποιήθηκαν σταδιακά διάφορα στοιχεία που διαψεύδουν τους αρχικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των αστυνομικών που τον σκότωσαν. Την ίδια στιγμή τα στοιχεία αυτά γεννούν ανησυχία και για μια σειρά κινήσεις της Ελληνικής Αστυνομίας σε σχέση με την πειθαρχική διερεύνηση της υπόθεσης αλλά και τον διοικητικό χειρισμό της — όπως η απόφαση να μην θέσει τους δράστες αστυνομικούς σε διαθεσιμότητα.
Η ανησυχία αυτή δεν είναι ούτε αστήρικτη ούτε αναπάντεχη. Αντίθετα, στηρίζεται στη μακρά και παρατηρημένη αποτυχία της ΕΛ.ΑΣ. να διερευνά επαρκώς τις καταγγελίες εναντίον υπαλλήλων της που φέρονται να αυθαιρετούν ή να βιαιοπραγούν, αλλά και στην άρνησή της να λογοδοτεί ή να παρέχει εξηγήσεις για τις αποφάσεις της.
Χαρακτηριστικά, σε ερώτηση βουλευτών του ΜέΡΑ25 για την υπηρεσιακή κατάσταση των αστυνομικών που κατηγορούνται για την ανθρωποκτονία του Νίκου Σαμπάνη, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη απάντησε ότι «προκειμένου να διερευνηθεί η εν λόγω υπόθεση από πειθαρχικής πλευράς και να καταλογισθούν, σε συντρέχουσα περίπτωση, ανάλογες ευθύνες, διατάχθηκε η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), που βρίσκεται σε εξέλιξη». Ωστόσο, επισημαίνει το υπουργείο, «μετά την κλήση σε ακρόαση των εμπλεκόμενων στην υπόθεση αστυνομικών και αφού οι έγγραφες εξηγήσεις αυτών τέθηκαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων, αποφασίσθηκε να μην τους επιβληθεί το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας». Στη συνέχεια, παραθέτει τη σχετική διάταξη του Πειθαρχικού Δικαίου της ΕΛ.ΑΣ. (το άρθρο 15 του Προεδρικού Διατάγματος 120 του 2008).
Η σχετική διάταξη, όμως, λέει τα εξής: «Σε διαθεσιμότητα μπορεί να τίθενται οι αστυνομικοί, όταν ασκείται σε βάρος τους ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα για το οποίο απειλείται ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή διατάσσεται σε βάρος τους Ε.Δ.Ε., για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο απειλείται ανώτερη πειθαρχική ποινή.»
Καθότι στην περίπτωση των αστυνομικών που σκότωσαν τον Νίκο Σαμπάνη πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, φαίνεται το υπουργείο να παραθέτει μια διάταξη που όχι μόνο δεν αιτιολογεί την απόφαση της ΕΛ.ΑΣ. αλλά οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα. Η διατύπωση της διάταξης, βέβαια («μπορεί να τίθενται») παραπέμπει σε μια κάποια «θεσμική ευελιξία» που, από ό,τι φαίνεται, εδώ επέτρεψε στην ΕΛ.ΑΣ. απλώς να τοποθετήσει τους κατηγορούμενους αστυνομικούς σε καθήκοντα «γραμματειακής και διοικητικής υποστήριξης».
Για του λόγου το αληθές, στο εγχειρίδιο «Διοικητικές διαδικασίες» που εκδίδει το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. εξηγείται με σαφήνεια η διαφορά ανάμεσα στη διατύπωση «υποχρεούται» και στη διατύπωση «δύναται να», η οποία σημαίνει τη δυνατότητα να ασκήσει το αστυνομικό προσωπικό τη λεγόμενη «διακριτική εξουσία».
Τα αποτελέσματα αυτής της «θεσμικής ευελιξίας», δηλαδή η εφαρμογή διατάξεων με τρόπους ευνοϊκούς για αστυνομικούς που κατηγορούνται για βαρύτατα παραπτώματα ή η απόκλιση από «ενδεικτικές προθεσμίες» για μακρά διαστήματα ή η επιβολή ποινών απολύτως αναντίστοιχων με αυτές που τυπικά προβλέπονται στο Πειθαρχικό Δίκαιο, έχουν επί δεκαετίες αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από πολλές διεθνείς, ευρωπαϊκές και ελληνικές αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Διεθνής και εγχώρια κριτική
Όπως εξετάζουμε στο αναλυτικό ρεπορτάζ μας με τίτλο Η ενδημική ατιμωρησία της Ελληνικής Αστυνομίας, το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) έχει αποφανθεί για πλειάδα προσφυγών θυμάτων αστυνομικής βίας ότι η ΕΛ.ΑΣ. δεν διερεύνησε επαρκώς τις καταγγελίες και επέβαλε τόσο ελαφρές πειθαρχικές ποινές που δεν λειτουργούν αποτρεπτικά. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το αρμόδιο όργανο που απαρτίζεται από τους υπουργούς Εξωτερικών και επιτηρεί την εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, έχει πλειστάκις επισημάνει την ανάγκη ύπαρξης μιας ανεξάρτητης και αποτελεσματικής διαδικασίας διερεύνησης των περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Αλλά και η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ, επιφορτισμένη με την τήρηση της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει από το 1988, επεσήμαινε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ότι παρά την «προηγμένη» νομοθεσία της χώρας σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρατηρείται «συνεχιζόμενη» κακομεταχείριση σε αστυνομικά τμήματα. Ως εκ τούτου, πρότεινε στην Ελλάδα να λάβει μέτρα ώστε η νομοθεσία της να «εφαρμοστεί στην πράξη». Το 2001, απαντώντας στην έκθεση που υπέβαλε με δύο χρόνια καθυστέρηση η Ελλάδα, στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της από τη Συνθήκη, η Επιτροπή επανέλαβε τις ανησυχίες της ότι, παρά το «ικανοποιητικό» νομοθετικό πλαίσιο, υπάρχουν «στοιχεία ότι η αστυνομία χρησιμοποιεί υπερβάλλουσα ή αναιτιολόγητη βία». Το 2004, απαντώντας στην επόμενη ελληνική έκθεση, που υποβλήθηκε πάλι με καθυστέρηση, η Επιτροπή σημείωσε τα «ανεπαρκή βήματα» για να «μειωθεί το κενό από τη νομοθεσία στην πρακτική», καθώς και την «απουσία αποτελεσματικού, ανεξάρτητου συστήματος για τη διερεύνηση διαμαρτυριών και αναφορών ότι οι καταγγελίες βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης δεν ερευνώνται άμεσα και αμερόληπτα». Τις ίδιες ανησυχίες έχει επαναλάβει η επιτροπή και τα επόμενα χρόνια, λόγου χάρη το 2012, ενώ την μεροληπτικότητα των αστυνομικών αρχών έχει στηλιτεύσει σε σειρά εκθέσεών της ήδη από το 1993 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά των βασανιστηρίων, καθώς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία, η Human Rights Watch και το Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι.
Απολύτως παρόμοιες επισημάνσεις έκανε σε έκθεσή του το 2013 ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, παραπέμποντας μάλιστα σε σύστασή του από το 2009 για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας ανεξάρτητος μηχανισμός διερεύνησης αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Παράλληλα με τους υπερκρατικούς θεσμούς, ο Συνήγορος του Πολίτη, ήδη κατά την πρώτη πενταετία που ακολούθησε την σύστασή του, είχε γίνει αποδέκτης σωρείας καταγγελιών για αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Σε σχετική έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε το 2004, επεσήμανε την επιμονή της ΕΛ.ΑΣ. «σε πρακτικές διερεύνησης καταγγελιών που δεν εναρμονίζονται με τις εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, που προβλέπει ο νόμος».
Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από τότε που η επιτροπή του ΟΗΕ πρωτοεπεσήμανε το πρόβλημα, σχεδόν 15 από τότε που το πρωτοανέλυσε το ΕΔΔΑ και 5 από τότε που το περιέγραψε ο Συνήγορος του Πολίτη, ωσότου οι ελληνικές αρχές να κάνουν το 2009 μια πρώτη, προσχηματική κίνηση για να βελτιώσουν τις ανεπαρκείς πειθαρχικές διαδικασίες της Ελληνικής Αστυνομίας. Στην πραγματικότητα, χρειάστηκαν και άλλα 7 χρόνια, ως το 2016, για να θεσπιστεί ο μηχανισμός διερεύνησης. Το τι συνέβη ακριβώς και σε ποιον βαθμό το πρόβλημα παραμένει εν πολλοίς άλυτο σήμερα, θα το δούμε στη συνέχεια.
Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας υπόκειται σε πειθαρχία. Η έννοια της πειθαρχίας περιλαμβάνει τα καθήκοντα των αστυνομικών, όπως πρωτίστως τη συμμόρφωση με το Σύνταγμα και τους νόμους, την υπακοή στις διαταγές των ανωτέρων τους και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών. Η παράβαση αυτών των κανόνων, καθώς και όσων προκύπτουν από αυτούς, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Τη διαδικασία με την οποία διαπιστώνονται και τιμωρούνται τα πειθαρχικά παραπτώματα την ορίζει το Πειθαρχικό Δίκαιο, το οποίο θεσπίστηκε το 2008 και τροποποιήθηκε εν μέρει το 2019.
Συνοπτικά, αν υπάρχουν υπόνοιες ή καταγγελίες ότι κάποιος αστυνομικός διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα, διατάσσεται από κάποιον ανώτερό του η διενέργεια πειθαρχικής έρευνας. Η έρευνα μπορεί να είναι είτε ΕΔΕ (Ένορκη Διοικητική Εξέταση), στην περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες και εξατομικευμένες ενδείξεις, είτε ΠΔΕ (Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση), στην περίπτωση που οι ενδείξεις δεν είναι σαφείς και πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί αν συντρέχουν λόγοι περαιτέρω διερεύνησης. Η ΠΔΕ μπορεί να μετατραπεί σε ΕΔΕ ανάλογα με τα ευρήματα της έρευνας.
Ο αστυνομικός που διενεργεί την ΕΔΕ είναι υποχρεωτικά ανώτερος από αυτόν τον οποίο αφορά η έρευνα και, μετά τις τροποποιήσεις του 2019, δεν πρέπει να συνδέεται ιεραρχικά ή οργανικά μαζί του (π.χ. να υπηρετούν μαζί). Η διενέργεια ΕΔΕ είναι ουσιαστικά μια ανακριτική διαδικασία, όπου συγκεντρώνονται στοιχεία, εξετάζονται μάρτυρες και απολογείται ο κατηγορούμενος. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως π.χ. το τεκμήριο αθωότητας ή το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο.
Όταν ολοκληρωθεί η ΕΔΕ, ο αστυνομικός που τη διενεργεί συντάσσει ένα πόρισμα, στο οποίο τεκμηριώνει το παράπτωμα που διαπράχθηκε και προτείνει ποινή. Αν δεν διαπιστώσει παράπτωμα, προτείνει η ΕΔΕ να τεθεί στο αρχείο. Στη συνέχεια, διαβιβάζει την ΕΔΕ και το πόρισμα στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, όπως π.χ. το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αν θα επιβληθεί και ποια ποινή.
Οι πειθαρχικές ποινές διακρίνονται σε ανώτερες (για παραπτώματα όπως π.χ. τα βασανιστήρια ή η διαρροή απόρρητων πληροφοριών) και κατώτερες ( για παραπτώματα όπως π.χ. η αναξιοπρεπής συμπεριφορά ή η πλημμελής εκτέλεση υπηρεσίας). Οι ανώτερες ποινές είναι η απόταξη (ο αστυνομικός διαγράφεται από το Σώμα) και η αργία (ο αστυνομικός παύει να ασκεί καθήκοντα για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα) και οι κατώτερες το πρόστιμο και η επίπληξη.
Οι ΕΔΕ πρέπει να ολοκληρώνονται εντός διμήνου, ενώ η προθεσμία μπορεί αιτιολογημένα να παραταθεί για άλλο ένα δίμηνο. Ωστόσο, οι προθεσμίες αυτές είναι «ενδεικτικές». Επίσης, ο διενεργών την ΕΔΕ μπορεί αιτιολογημένα να την αναστείλει για έναν χρόνο. Οι καταγγελίες πολιτών εναντίον αστυνομικών πρέπει να εξετάζονται κατά προτεραιότητα.
Ένα πειθαρχικό παράπτωμα μπορεί να αποτελεί ή να μην αποτελεί και ποινικό αδίκημα, αλλά η πειθαρχική διαδικασία αφορά την υπηρεσιακή ιδιότητα του αστυνομικού και είναι ολότελα διαφορετική από την άσκηση ποινικής δίωξης, για την οποία είναι υπεύθυνες οι εισαγγελικές αρχές, όπως και για οποιονδήποτε άλλο πολίτη. Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, «μολονότι η τιμωρητική λειτουργία συνδέεται κατ’ αρχήν με τον ποινικό κολασμό, ωστόσο η ανάλογη με το παράπτωμα πειθαρχική κύρωση είναι αυτή που αποκαθιστά τη νομιμότητα στη λειτουργία της υπηρεσίας».
Το γραφείο που δεν υπήρξε
Ο όγκος των αναφορών που επισημαίνουν την προβληματική σχέση της ΕΛ.ΑΣ. με τη λογοδοσία έχει αναγκάσει κατά καιρούς διάφορους πολιτικούς να παραδεχτούν ότι το πρόβλημα πράγματι υφίσταται. Μολοντούτο, καμία κυβέρνηση ως σήμερα δεν το έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, ενώ η σοβαρότητα των προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση ποικίλει.
H πρώτη τέτοια προσπάθεια ήταν το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας. Η σύστασή του ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο του 2009, στον απόηχο του ξυλοδαρμού μιας γυναίκας μπροστά στο δίχρονο παιδί της από δύο αστυνομικούς, για τους οποίους ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είχε δηλώσει: «Οι κύριοι αυτοί θα φύγουν αμέσως από το αστυνομικό σώμα και δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Τέρμα στην ανοχή οποιασδήποτε αυθαιρεσίας αστυνομικών κατά πολιτών».
Παραδεχόμενος ότι «η σημερινή εικόνα της Αστυνομίας δεν είναι αυτή που θέλουμε», ο κ. Χρυσοχοΐδης είχε υπενθυμίσει τον άγριο ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή Αυγουστίνου Δημητρίου από αστυνομικούς, το 2006, με την ερώτηση: «Ποιος μπορεί να ξεχάσει το περιστατικό της ζαρντινιέρας;»
Σύμφωνα με τον τότε υπουργό, το νέο γραφείο θα λειτουργούσε «ανεξάρτητα από την αστυνομία, ώστε οι καταγγελίες να έχουν αντικειμενική και σοβαρή αντιμετώπιση», ενώ οι καταγγελίες των πολιτών θα εξετάζονταν «αποκλειστικά μέσα σε 30 ημέρες και κατά απόλυτη προτεραιότητα».
Τελικά, ενάμιση χρόνο αργότερα, το 2011 και επί υπουργίας πλέον Χρήστου Παπουτσή, νομοθετήθηκε η σύσταση του νέου γραφείου. Το γραφείο θα υπαγόταν απευθείας στον Υπουργό, θα διευθυνόταν από τριμελή επιτροπή ανώτατων δικαστικών και θα ήταν υπεύθυνο να καταγράφει και να αξιολογεί καταγγελίες εναντίον της ΕΛ.ΑΣ., του Λιμενικού Σώματος και της Πυροσβεστικής, για πράξεις όπως βασανιστήρια, προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, την παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου, και γενικότερα προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εν συνεχεία, ο νόμος προέβλεπε ότι η τριμελής επιτροπή θα μπορούσε είτε να διερευνά η ίδια τις υποθέσεις και να τις παραπέμπει απευθείας στον αρχηγό κάθε σώματος, είτε να τις αναθέτει στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα, τα οποία όμως θα ήταν υποχρεωμένα να τις εξετάζουν κατά προτεραιότητα.
Μία ακόμη ανάγκη στην οποία θα απαντούσε το νέο γραφείο ήταν η αντιμετώπιση των επανειλημμένων καταδικών της Ελλάδας στο ΕΔΔΑ για πλημμελή διερεύνηση υποθέσεων αστυνομικής αυθαιρεσίας. Έτσι, η τριμελής επιτροπή θα είχε την εξουσία να αποφασίζει να διερευνηθούν οι υποθέσεις από την αρχή.
Το γραφείο αυτό ούτε συστάθηκε ούτε στελεχώθηκε ούτε λειτούργησε ποτέ.
Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, το 2014, ο τότε υπουργός Νίκος Δένδιας, οποίος το 2011 είχε ασκήσει αντιπολιτευτική κριτική στον Χρήστο Παπουτσή, αποκαλώντας τη νομοθετική ρύθμιση «αποσπασματική» και «πολύ ολιγότερη των περιστάσεων», νομοθέτησε εκ νέου, διευρύνοντας τις αρμοδιότητες του ανύπαρκτου γραφείου σε υποθέσεις με «ρατσιστικό κίνητρο». Επίσης, κάλεσε τον Συνήγορο του Πολίτη να παρίσταται στην τριμελή επιτροπή, «χωρίς δικαίωμα ψήφου, με δυνατότητα υποβολής προτάσεων ή παροχή γνώμης».
Ούτε η επιτροπή, όμως, ούτε το γραφείο υπήρχε τη στιγμή της νομοθέτησης και ούτε υπήρξε έκτοτε.
Ο Εθνικός Μηχανισμός
Δύο χρόνια αργότερα, οι αρμοδιότητες διερεύνησης περιστατικών αυθαιρεσίας, που ως τότε θεωρητικά είχε ακόμη το ανύπαρκτο γραφείο, ανατέθηκαν στον Συνήγορο του Πολίτη. Ο Συνήγορος, στο τέλος του 2016, επί υπουργίας Νίκου Τόσκα, ορίστηκε ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας ή για συντομία ΕΜΗΔΙΠΑ. Ο μηχανισμός άρχισε να λειτουργεί τον Ιούνιο του 2017.
Αρχικά, ο ΕΜΗΔΙΠΑ είχε αρμοδιότητες ανάλογες με αυτές που θεωρητικά είχαν προβλεφθεί για το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, μπορούσε δηλαδή να παρακολουθεί εν εξελίξει πειθαρχικές έρευνες ή και να παραπέμπει καταγγελίες που δέχεται προς διερεύνηση στα αρμόδια όργανα. Μπορούσε ακόμη να εκδίδει πορίσματα που ζητούσαν διόρθωση ή συμπλήρωση των πειθαρχικών ερευνών και τα αρμόδια όργανα ήταν υποχρεωμένα να μην παρεκκλίνουν από τις υποδείξεις του δίχως τεκμηριωμένη αιτιολογία.
Μολονότι ο ΕΜΗΔΙΠΑ αποτέλεσε προφανή βελτίωση σε σύγκριση με το αλήστου μνήμης γραφείο, ιδιαίτερα κατά το ότι όντως υπήρχε, η δυνατότητά του να συμβάλει αποτελεσματικά στο πρόβλημα της πλημμελούς πειθαρχικής αντιμετώπισης της αστυνομικής αυθαιρεσίας ήταν λιγότερο προφανής. Σε έρευνα μελών του Manifold για την αστυνομική βία, τον Οκτώβριο του 2018, στο ερώτημα με ποιον ακριβώς τρόπο ήταν δεσμευτικά τα πορίσματα του μηχανισμού για τα πειθαρχικά όργανα της ΕΛ.ΑΣ., η απάντηση του ΕΜΗΔΙΠΑ ήταν απλώς ότι «είναι υποχρεωμένα να συμμορφωθούν».
Παρά την όχι και τόσο διαφωτιστική απάντησή του, ωστόσο, την ίδια στιγμή ο Συνήγορος του Πολίτη ζητούσε τροποποιήσεις στο νομοθετικό πλαίσιο προς ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του. Με επιστολή του, η οποία παρατίθεται στην πρώτη ετήσια έκθεση του ΕΜΗΔΙΠΑ που καλύπτει το διάστημα 2017-2018, προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου και την τότε Γενική Γραμματέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Γιαννακάκη, ο Συνήγορος επεσήμανε τα κενά στη νομοθεσία του 2016, καθώς και το πρόβλημα της ανεπαρκούς στελέχωσης.
Σημαντικό μέρος των προτάσεων του Συνηγόρου εντάχθηκε στη νομοθεσία τον Φεβρουάριο του 2020, με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και πάλι στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, και ο μηχανισμός ενισχύθηκε με δύο κυρίως προβλέψεις: Πρώτον, στην περίπτωση που τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποκλίνουν από τις υποδείξεις του πορίσματος του ΕΜΗΔΙΠΑ δίχως τεκμηριωμένη αιτιολογία, ο μηχανισμός μπορεί πλέον να παραπέμψει την υπόθεση στον υπουργό, ο οποίος είναι και ο πειθαρχικός προϊστάμενος της ΕΛ.ΑΣ. Δεύτερον, ο ΕΜΗΔΙΠΑ απέκτησε επί της ουσίας προανακριτικές εξουσίες, όπως τη δυνατότητα να καλεί μάρτυρες ή να παραγγέλνει πραγματογνωμοσύνες και ως έναν βαθμό να λειτουργεί κατ’ αναλογία προς το Πειθαρχικό Δίκαιο.
Σε σχέση με την πρώτη πρόβλεψη, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση του ΕΜΗΔΙΠΑ για το 2020, έχουν παραπεμφθεί τέσσερις υποθέσεις στον υπουργό. Σε ερώτησή μας προς τον μηχανισμό ποιες ακριβώς είναι οι ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβεί ο υπουργός σε μια τέτοια περίπτωση, ο Συνήγορος του Πολίτη Ανδρέας Ποττάκης μάς απάντησε ότι «πρόκειται για μια ακόμη ευκαιρία αποκατάστασης της νομιμότητας από την ίδια την Διοίκηση». (Μπορείτε να διαβάσετε τις πλήρεις απαντήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη στα ερωτήματα του Manifold εδώ.) Θέσαμε το ίδιο ερώτημα στον νυν υπουργό Τάκη Θεοδωρικάκο, αλλά δεν λάβαμε καμία απάντηση.
Όσο για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες έχει προβεί ο υπουργός για τις εν λόγω υποθέσεις, ο κ. Ποττάκης μάς είπε ότι «θα υπάρξει αναλυτική αναφορά στην παρούσα έκθεση που επεξεργαζόμαστε για το έτος 2021», η οποία ωστόσο θα «υποβληθεί πρώτα στη Βουλή», κάτι που αναμένεται να συμβεί «περί τα τέλη Μαρτίου». Θέσαμε το ίδιο ερώτημα στον υπουργό, αλλά και πάλι δεν λάβαμε καμία απάντηση.
Σε σχέση με τη δεύτερη πρόβλεψη, ο ΕΜΗΔΙΠΑ επισημαίνει στην έκθεση του 2020 ότι το «θεσμικό εργαλείο των αυτοτελών ερευνών» δεν έχει αξιοποιηθεί ακόμη, καθότι αναμένει την «ενίσχυση της στελέχωσής του».
Ρωτήσαμε τον Συνήγορο πόσο υπολείπεται σήμερα σε αριθμό στελεχών η στελέχωση του μηχανισμού σε σχέση με όσα προβλέπονται στη νομοθεσία. Ο κ. Ποττάκης μάς απάντησε ότι «ενώ η λειτουργία του ΕΜΗΔΙΠΑ ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017, η ολοκλήρωση της πλήρωσης των δέκα πρώτων θέσεων που προέβλεπε ο ίδιος νόμος που ανέθεσε την αρμοδιότητα στον Συνήγορο του Πολίτη απαίτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τριάμισι χρόνια!» Το γεγονός αυτό σήμανε ότι οι ανάγκες του μηχανισμού χρειάστηκε να καλυφθούν από το ήδη υφιστάμενο το 2017 προσωπικό. Αυτή τη στιγμή, εξακολουθεί να εκκρεμεί η διαδικασία για πλήρωση πέντε επιπλέον θέσεων που προβλέφθηκαν με τον νόμο του 2020.
Τα όρια του Συνηγόρου
Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα (2017-18, 2019 και 2020), η συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων που υποβάλλονται στον ΕΜΗΔΙΠΑ αφορά την ΕΛ.ΑΣ, ενώ πολύ λίγες το Λιμενικό Σώμα και ελάχιστες τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, που επίσης εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Το μεγαλύτερο μέρος το διαβιβάζει η ίδια η αστυνομία, ενώ ένα ποσοστό προέρχεται από καταγγελίες απευθείας στον Συνήγορο, το οποίο αυξάνεται.
Ο Συνήγορος επισημαίνει στην έκθεση για το 2020 ότι «ο αριθμός των καταγγελιών είναι απλώς ενδεικτικός του ευρύτερου φαινομένου, του “γκρίζου αριθμού” των περιστατικών αυθαιρεσίας, για τα οποία ο φόβος του φερόμενου θύματος να εμπλακεί σε ποινικές και/ή πειθαρχικές διαδικασίες, αποτελεί καθοριστικό ανασταλτικό παράγοντα του δικαιώματος του αναφέρεσθαι».
Το διάστημα από τον Ιούνιο του 2017 ως το τέλος του 2018, ο μηχανισμός ανέλαβε 290 υποθέσεις που αφορούν πράξεις και παραλείψεις οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. και 6 οργάνων του Λιμενικού. Από αυτές, στο τέλος του 2018 οι 269 παρέμεναν υπό διερεύνηση, σε αναμονή είτε παροχής στοιχείων από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες είτε απάντησης σε αίτημα του ΕΜΗΔΙΠΑ για συμπλήρωση των πειθαρχικών ερευνών. Από όσες υποθέσεις εξέτασε, ο μηχανισμός έθεσε 18 στο αρχείο, ενώ ζήτησε τη συμπλήρωση του πειθαρχικού ελέγχου σε 26. Η ΕΛ.ΑΣ. υπέβαλε συμπληρωμένο πόρισμα σε 11 από αυτές, ενώ εκκρεμεί η απάντηση για τις υπόλοιπες.
Το 2019, υποβλήθηκαν στον μηχανισμό 176 υποθέσεις από την ΕΛ.ΑΣ., 30 από καταγγελίες και μία από το Λιμενικό. Εξέδωσε πορίσματα σε 73 υποθέσεις, από τα οποία 15 αφορούσαν σε πειθαρχικές έρευνες που άρχισαν και ολοκληρώθηκαν εντός του έτους, ενώ τα υπόλοιπα σε παλαιότερες. Για συμπλήρωση αναπέμφθηκαν 40 έρευνες.
Το 2020, ο ΕΜΗΔΙΠΑ ανέλαβε 248 υποθέσεις σχετικές με περιστατικά αυθαιρεσίας από στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. (209 από την υπηρεσία και τις υπόλοιπες μέσω καταγγελιών), 2 υποθέσεις που αφορούν το Λιμενικό και 3 αναφορές κρατουμένων. Εξέδωσε ενενήντα επτά (97) πορίσματα, από τα οποία 11 αφορούσαν σε πειθαρχικές έρευνες που άρχισαν και ολοκληρώθηκαν εντός του έτους, ενώ τα υπόλοιπα σε παλαιότερες. Για συμπλήρωση αναπέμφθηκαν 37 έρευνες.
Ο μηχανισμός έχει αξιολογήσει ως θετική την αύξηση των υποθέσεων — τόσο αυτών που διαβιβάζει η αστυνομία όσο και αυτών που προκύπτουν από καταγγελίες πολιτών. Σημειώνει, μάλιστα, ότι αυτό οφείλεται στην αυξανόμενη αναγνωρισιμότητα του μηχανισμού από το ευρύ κοινό.
Στις τρεις εκθέσεις του, ο ΕΜΗΔΙΠΑ εντοπίζει σειρά από προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο η ΕΛ.ΑΣ. διεξάγει πειθαρχικές έρευνες. Ενδεικτικά, σημειώνει ότι σε πολλές περιπτώσεις προτείνεται οι έρευνες να τεθούν στο αρχείο, με το σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκαν πειθαρχικά παραπτώματα.
Επίσης, ο μηχανισμός διαπιστώνει ότι η αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων πολλές φορές δεν είναι τεκμηριωμένη, ενώ δεν καλούνται ή και δεν καταθέτουν τρίτοι μάρτυρες, πέραν των αστυνομικών. Ειδικά σε υποθέσεις διαδηλώσεων, μάλιστα, όπου υπάρχουν καταγγελίες για άσκηση βίας, δεν καλούνται πάντοτε αυτόπτες μάρτυρες διαδηλωτές.
Ακόμη, ο μηχανισμός επισημαίνει ότι εφαρμόζονται διατάξεις του ποινικού κώδικα και σχηματίζονται δικογραφίες για απείθεια ή αντίσταση κατά της Αρχής εναντίον πολιτών που αντιδρούν σε καταχρηστικούς ελέγχους από την ΕΛ.ΑΣ., σε βαθμό μάλιστα να δημιουργούνται εντυπώσεις «εργαλειακής χρήσης του ποινικού δικαίου».
Επιπλέον, παρότι το 2019 ενισχύθηκαν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν ότι οι αξιωματικοί που διενεργούν πειθαρχικές έρευνες θα έχουν την απαραίτητη διοικητική απόσταση από αυτούς που ελέγχουν – δεν θα υπηρετούν δηλαδή μαζί ή δεν θα έχουν οργανική εξάρτηση ο ένας από τον άλλο – ο μηχανισμός διαπίστωσε ότι αυτό δεν τηρείται σε όλες τις περιπτώσεις.
Τέλος, ο ΕΜΗΔΙΠΑ σημειώνει ότι από τις υποθέσεις που εξέτασε το 2019, μόνο σε 10 προτείνεται από την ΕΛ.ΑΣ. να επιβληθούν κυρώσεις σε αστυνομικούς, ενώ από τις υποθέσεις του 2020, κυρώσεις προτείνονται σε 6 υποθέσεις.
Βέβαια, ο μηχανισμός τονίζει ότι ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν ολοκληρωθεί από την έναρξη λειτουργίας του μέχρι σήμερα «δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τον, συνεπή ή μη, πειθαρχικό έλεγχο αυτών που διαπιστώνεται ότι έχουν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα» και υποστηρίζει ότι η υποχρέωση ενημέρωσης του ΕΜΗΔΙΠΑ για τις πειθαρχικές αποφάσεις, η οποία θεσπίστηκε πρόσφατα, «θα συμβάλει στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης εικόνας στο μέλλον».
Ρωτήσαμε τον Συνήγορο του Πολίτη αν έχει οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης στην εκδίκαση των ΕΔΕ και στην απόφαση επί των πειθαρχικών κυρώσεων — πέραν της υποχρέωσης της διοίκησης να τον ενημερώσει.
Ο κ. Ποττάκης μάς απάντησε ότι «ο Συνήγορος δεν λειτουργεί ως — και δεν είναι από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο — δεύτερος βαθμός πειθαρχικής δικαιοδοσίας». Πρόσθεσε, όμως, ότι «έχει αναπέμψει στην ΕΛΑΣ σχετικές έρευνες διαπιστώνοντας όχι μόνον ελλείψεις στην συγκέντρωση και αξιολόγηση αποδείξεων αλλά και ανακολουθία μεταξύ του αποδεικτικού υλικού και του απαλλακτικού συμπεράσματος, και σε κάποιες περιπτώσεις έλλειψη της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ παραπτώματος και κύρωσης».
Ρωτήσαμε, ακόμη, αν πέραν της παραπομπής στον υπουργό, υπάρχει οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα του μηχανισμού να υποχρεώσει την ΕΛ.ΑΣ. να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή της να διεξάγει σωστά τις πειθαρχικές έρευνες και να επιβάλλει τις αναλογούσες ποινές.
Ο Συνήγορος μάς απάντησε πως το γεγονός ότι οι πειθαρχικές έρευνες δεν ολοκληρώνονται, αν δεν συμπληρωθούν βάσει των επισημάνσεων του μηχανισμού, «διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΕΛΑΣ» και υποστήριξε ότι «η δύναμή μας είναι η τεκμηρίωση και η υποχρέωση αιτιολογημένης ανταπόκρισης της Διοίκησης συμβάλλει στην πράξη στη διαφάνεια και στη λογοδοσία».
Ρωτήσαμε, επίσης, τον Συνήγορο αν, δεδομένων των συστηματικών κενών και καθυστερήσεων που διαπιστώνει στη συνεργασία του με την ΕΛ.ΑΣ., έχει υποβάλει αναφορά στις εισαγγελικές αρχές ή αίτημα για πειθαρχικό έλεγχο στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. για «άρνηση συνεργασίας», όπως έχει δικαίωμα βάσει νόμου.
Μας απάντησε πως βάσει της μέχρι σήμερα εμπειρίας του δεν τεκμηριώνεται το «ιδιώνυμο αδίκημα της άρνησης συνεργασίας». Αντιθέτως, η αστυνομία «έχει ανταποκριθεί, ανοίγοντας πειθαρχικές έρευνες κάθε φορά που ο Συνήγορος της προωθεί σχετική καταγγελία από πολίτες» και επίσης «διαβιβάζει στην Αρχή, με μικρή ή και μεγαλύτερη καθυστέρηση, κάθε σχετικό φάκελο εσωτερικής διοικητικής εξέτασης». Ο κ. Ποττάκης τόνισε ότι «είναι διάφορο ζήτημα οι ελλείψεις επί της ουσίας που διαπιστώνουμε στις έρευνες που μας διαβιβάζονται. Αυτό, άλλωστε, είναι το αντικείμενο της συνεργασίας, ενώ στους φακέλους που αναπέμπουμε το σύνηθες είναι να διατάσσεται συμπλήρωση της αστυνομικής έρευνας».
Εκκρεμότητες
Προσπαθώντας ακριβώς να διερευνήσουμε τον βαθμό «συμμόρφωσης» της ΕΛ.ΑΣ. και την ανταπόκρισή της στη «διαφάνεια» και τη «λογοδοσία», το Manifold ζητεί ανά διαστήματα ενημέρωση από την αστυνομία για συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες έχουν διαταχθεί πειθαρχικές έρευνες.
Ενδεικτικά μία τέτοια ομάδα υποθέσεων περιλαμβάνει 16 καταγγελίες του διαστήματος 2018-2021, ανάμεσά τους πολλές που έχουν απασχολήσει τη δημοσιότητα με τη σοβαρότητά τους, όπως οι πράξεις των αστυνομικών κατά τη σύλληψη και τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, ο ξυλοδαρμός του Βασίλη Μάγγου κ.ά. Ζητήσαμε από την ΕΛ.ΑΣ. να μας ενημερώσει για την πρόοδο των πειθαρχικών ερευνών σε αυτές τις υποθέσεις σε δύο φάσεις, αφήνοντας ένα ικανό ενδιάμεσο διάστημα.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις της ΕΛ.ΑΣ., τον Απρίλιο του 2021, από τις 16 υποθέσεις, μία είχε τεθεί στο αρχείο, μία εκκρεμούσε στο πειθαρχικό συμβούλιο, 6 εκκρεμούσαν στο στάδιο της διενέργειας έρευνας και 8 εκκρεμούσαν στον Συνήγορο του Πολίτη.
Τον Φεβρουάριο του 2022, δηλαδή δέκα μήνες αργότερα, στο αρχείο είχαν τεθεί άλλες δύο υποθέσεις, η ίδια μία υπόθεση εκκρεμούσε στο πειθαρχικό συμβούλιο, σε μία είχε επιβληθεί ποινή, ενώ οι υπόλοιπες 11 εκκρεμούσαν στον Συνήγορο του Πολίτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Πειθαρχικό Δίκαιο, η προθεσμία για την ολοκλήρωση των Ενόρκων Διοικητικών εξετάσεων είναι δύο μήνες, με δυνατότητα αιτιολογημένης παράτασης άλλων δύο μηνών. Βεβαίως, οι προθεσμίες αυτές — σημειώνεται στον νόμο — είναι «ενδεικτικές», πράγμα που στο «διοικητικό ιδιόλεκτο» σημαίνει, όπως είδαμε, ότι η ΕΛ.ΑΣ. μπορεί να ασκήσει «διακριτική εξουσία». Είναι, προφανώς, ανοικτό ζήτημα το κατά πόσο πειθαρχικές έρευνες που διαρκούν ως και πάνω από τρία χρόνια καλύπτονται από την «ενδεικτικότητα» των προθεσμιών.
Σε κάθε περίπτωση, αναλογιζόμενοι το γεγονός ότι η συχνότερη απάντηση της ΕΛ.ΑΣ στα ερωτήματά μας για την πρόοδο των ερευνών είναι ότι «εκκρεμούν στον Συνήγορο του Πολίτη», ζητήσαμε από τον Συνήγορο να σχολιάσει την εύλογη ανησυχία ότι ο ΕΜΗΔΙΠΑ προσθέτει άλλο ένα επίπεδο γραφειοκρατίας στην ούτως ή άλλως προβληματική γραφειοκρατία της αστυνομίας, επιτρέποντάς της πρακτικά να παραμένει ουσιαστικά ανέλεγκτη για την πλειονότητα των περιστατικών αστυνομικής βίας.
Ο κ. Ποττάκης μάς απάντησε ότι «οι υποθέσεις, οι καταγγελίες θα παρέμεναν ανέλεγκτες, αν δεν διερευνούνταν ενδελεχώς, και άρα ολοκληρώνονταν με συνοπτικές διαδικασίες». Και πρόσθεσε: «Όσο για το αν αποτελούμε ένα πρόσθετο επίπεδο γραφειοκρατίας, θα σας καλούσα να αναλογιστείτε τους μέσους χρόνους ολοκλήρωσης μίας ποινικής υπόθεσης από την ελληνική δικαιοσύνη».
Μία από τις πιο καίριες αρμοδιότητες του ΕΜΗΔΙΠΑ είναι να αποφασίζει την εκ νέου πειθαρχική διερεύνηση εκείνων των υποθέσεων αστυνομικής αυθαιρεσίας για τις οποίες το ΕΔΔΑ έχει εντοπίσει ελλείψεις στην πειθαρχική διαδικασία που ακολούθησε η ΕΛ.ΑΣ. Θεωρητικά, αυτό σημαίνει ότι υποθέσεις στις οποίες αστυνομικοί έχουν με συνοπτικές διαδικασίες απαλλαγεί για βαρύτατα παραπτώματα, όπως βασανιστήρια, θα μπορούσαν να ξανανοίξουν, να καταλογιστούν ευθύνες και οι ένοχοι εν τέλει να τιμωρηθούν.
Στην πράξη, αυτή η δυνατότητα έχει συναντήσει πολλά εμπόδια. Καταρχάς, προσέκρουσε στο αξίωμα ότι κανένας δεν δικάζεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, κάτι που ισχύει όχι μόνο για την ποινική αλλά και για την πειθαρχική διαδικασία. Μολονότι αυτό το εμπόδιο αίρεται αν συντρέχουν νέα στοιχεία ή αν η απόφαση του ΕΔΔΑ εντοπίζει σοβαρά ελαττώματα στην αρχική έρευνα (περιπτώσεις που αποσαφηνίστηκαν νομοθετικά το 2020), είναι και πάλι δύσκολο να ανοίξει εκ νέου μια πειθαρχική έρευνα, τουλάχιστον με τρόπο που να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών στη χώρα μας σημαίνει ότι μέχρι να προσφύγει κάποιος στο ΕΔΔΑ και να εκδοθεί απόφαση, τα πειθαρχικά παραπτώματα έχουν πολύ συχνά παραγραφεί ή οι υπόλογοι αστυνομικοί έχουν αποστρατευτεί. Αυτό έχει συμβεί με την πλειονότητα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για την αστυνομική αυθαιρεσία στην Ελλάδα — πλην μίας, που ο Συνήγορος ανέπεμψε για εκ νέου διερεύνηση το 2020.
Ελέγχοντας τους ελεγκτές
Τον Νοέμβριο του 2019, μετά τη γενικευμένη αστυνομική βία κατά διαδηλωτών στην πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έκρινε ότι ο αρμόδιος μηχανισμός να ελέγχει την πειθαρχική διαδικασία, δηλαδή ο ΕΜΗΔΙΠΑ, χρειαζόταν άλλη μια επιτροπή για να ελέγχει αν η αστυνομία ανταποκρίνεται στον έλεγχο.
Έτσι, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανακοίνωσε ότι με απόφαση του υπουργού θα συστηνόταν επιτροπή, της οποίας αντικείμενο θα ήταν η «τακτική παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης παρατηρήσεων και πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη που αφορούν στη διοικητική διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων».
Όταν, περίπου έναν μήνα αργότερα, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ, περιστατικό που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, ο επικεφαλής της επιτροπής, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Νίκος Αλιβιζάτος, έστειλε μια επιστολή στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, διαμαρτυρόμενος ότι «η σύσταση της υπό την προεδρία μου Επιτροπής συμπίπτει με την αύξηση των περιστατικών αυθαίρετης αστυνομικής βίας» και επισημαίνοντας ότι «η εν λόγω Επιτροπή δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη ως άλλοθι για τέτοιου είδους απαράδεκτες συμπεριφορές».
Απαντώντας στον κ. Αλιβιζάτο, ο υπουργός εξέφρασε την εκτίμησή του για τη «δημοκρατική ευαισθησία» και το «ειδικότερο» ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα του καθηγητή, και τον διαβεβαίωσε ότι «δεν υπήρξαν πράξεις αστυνομικής βίας». Παρέθεσε μάλιστα «προς ενημέρωση» του επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου που ο ίδιος είχε διορίσει «το Δελτίο Τύπου του Υπουργείου καθώς και τις δηλώσεις νωρίτερα του Εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας».
Αν και η επιτροπή ξεκίνησε την εξέταση φακέλων τον Δεκέμβριο του 2019, το αρμόδιο μέλος της να προσκομίζει αυτούς τους φακέλους, ο ταξίαρχος της ΕΛ.ΑΣ. και προϊστάμενος του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού Μ. Λαδομένος, αποστρατεύτηκε. Ο διάδοχός του, ωστόσο, ουδέποτε διορίστηκε στην επιτροπή. Έτσι, μετά τον Ιανουάριο του 2020 και τρεις συνεδριάσεις, η επιτροπή δεν ξανασυνεδρίασε.
Τελικά, έχοντας εξετάσει μόλις είκοσι φακέλους, η Επιτροπή Αλιβιζάτου κατέθεσε το πόρισμά της στο υπουργείο τον Μάιο του 2020. Το πόρισμα δεν περιορίστηκε στην αρχική εξουσιοδότηση της επιτροπής να παρακολουθεί την «υλοποίηση παρατηρήσεων και πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη» από την ΕΛ.ΑΣ. αλλά επεκτάθηκε σε μια πιο συνολική κριτική. Εκεί κατέγραψε μια σειρά από προβλήματα με τις πειθαρχικές έρευνες, διόλου διαφορετικά από αυτά που έχει διαπιστώσει και ο Συνήγορος του Πολίτη, όπως: μη λήψη καταθέσεων από κρίσιμους μάρτυρες, μη υποβολή καίριων ερωτήσεων, παράλειψη εξέτασης ιατρών που επελήφθησαν των υποθέσεων, μεροληψία των ανακριτικών αστυνομικών οργάνων, αποδοχή εντυπωσιακά όμοιων καταθέσεων από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, απόδοση πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας στις μαρτυρικές τους καταθέσεις σε σύγκριση με εκείνες των πολιτών, πλημμελή αιτιολογία των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων της ΕΛΑΣ, ιδίως στο πεδίο της έρευνας του ρατσιστικού κινήτρου.
Κοντά σ’ αυτά, η επιτροπή διαπίστωσε και την απροθυμία των ανακριτικών οργάνων της ΕΛΑΣ να συνεργαστούν με το Συνήγορο του Πολίτη, τη συστηματική καθυστέρηση στην υποβολή εγγράφων που ζητά ο Συνήγορος και τη μη συμμόρφωση προς τα πορίσματά του.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, η επιτροπή πρότεινε, μεταξύ άλλων, την επαναφορά ατομικών διακριτικών στις στολές όλων των αστυνομικών οργάνων, την τοποθέτηση καμερών στο εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων, στα κρατητήρια και στα γραφεία που διεξάγονται ανακρίσεις, την αιτιολόγηση του σχεδιασμού επαρκούς επιχείρησης, ειδικά αν σε αυτή έγινε χρήση όπλων, την εξάλειψη των λόγων για τους οποίους αναστέλλεται η πρόοδος των ανακρίσεων στο πλαίσιο της ΕΛΑΣ, την άμεση συμμόρφωση προς τις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ και έκφραση συγγνώμης στα θύματα ή τις οικογένειές τους, καθώς και την περαιτέρω ενίσχυση του Συνηγόρου του Πολίτη.
Παρότι, πάντως, το υπουργείο είχε στην κατοχή του το πόρισμα της Επιτροπής Αλιβιζάτου από τον Μάϊο του 2020, δεν το έδωσε στη δημοσιότητα παρά μόνο όταν το ζήτησαν με κοινοβουλευτική ερώτησή τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25, έξι μήνες αργότερα, οπότε ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Λευτέρης Οικονόμου το κατέθεσε στη Βουλή.
Ένα πόρισμα και 42 «αλήθειες»
Η δημοσιοποίηση του πορίσματος προκάλεσε τους αναμενόμενους διαξιφισμούς κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Στο ερώτημα αν προκάλεσε τίποτε πέραν αυτών, έδωσε τη δική του απάντηση ο ίδιος ο κ. Αλιβιζάτος όταν, μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης τον Μάρτιο του 2021, δήλωσε:
«Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων και, ιδίως, την καθ’όλα αυθαίρετη συμπεριφορά της ΕΛΑΣ στο χθεσινό περιστατικό στη Νέα Σμύρνη, έγινε πολύς λόγος για την σιωπή της υπό την προεδρία μου άτυπης Επιτροπής για τη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας. Κατόπιν αυτού, θέλω να διευκρινίσω τα εξής: Η ως άνω Επιτροπή, που είχε συσταθεί τον Δεκέμβριο του 2019 από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, έχει παύσει από έτους και πλέον να υπάρχει. Και τούτο γιατί, μετά το γνωστό περιστατικό στο Κουκάκι (υπόθεση Ινδαρέ) δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της. Αυτό έδειξε και η τύχη που επιφυλάχθηκε στο από 4.5.2020 πόρισμά της Επιτροπής προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη».
Σε πείσμα των παραπόνων του κ. Αλιβιζάτου, ωστόσο, το υπουργείο μάλλον αξιοποίησε τελικά το πόρισμα — κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον: λίγες μέρες μόλις μετά τη διαμαρτυρία του καθηγητή και με αφορμή τα ίδια γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, το υπουργείο δημοσίευσε το μνημειώδες δελτίο Τύπου του με τίτλο «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία».
Εκεί, η πρώτη «αλήθεια» εισάγεται με το ερώτημα: «Τι ήταν η Επιτροπή Αλιβιζάτου;»
Απάντηση: «Μία συμβουλευτική Επιτροπή για θέματα αστυνομικής αυθαιρεσίας και υπέρμετρης βίας. Είχε ως αντικείμενο την παρακολούθηση και τη μελέτη περιπτώσεων καταγγελιών και διερευνήσεων για τη συναγωγή συμπερασμάτων και την υποβολή προτάσεων αλλαγών, με τη μορφή πορίσματος, στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη».
Και λίγο πιο κάτω, ερώτηση: «Έγιναν δεκτά τα συμπεράσματα; Προχώρησε η εφαρμογή τους;»
Απάντηση: «Απολύτως.»
Το Manifold απηύθυνε ερωτήματα στο υπουργείο, υπό τον κ. Θεοδωρικάκο πλέον, για το κατά πόσον ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι τα συμπεράσματα της επιτροπής εφαρμόστηκαν «απολύτως». Συγκεκριμένα, ζητήσαμε να μάθουμε αν εφαρμόζεται η υποχρέωση των αστυνομικών να φέρουν διακριτικά και αν έχουν εγκατασταθεί κάμερες στους χώρους κράτησης.
Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας προς τον υπεύθυνο επικοινωνίας του υπουργού, δεν πήραμε καμία απάντηση.
Μια προσχηματική συγνώμη
Την ίδια μέρα που ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δημοσίευσε τις «αλήθειες» του, στις 12 Μαρτίου του 2021, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντούσε στη Βουλή στην επίκαιρη ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα για τα περιστατικά αστυνομικής βίας, παραδεχόμενος ότι «παρά τα βήματα τα οποία έχουν γίνει, η αστυνομία μας, ναι, έχει ακόμα δρόμο για να γίνει αυτή που αρμόζει σε μια σύγχρονη δημοκρατία». Κατά την άποψή του, ωστόσο, «είμαστε πια στο δρόμο του εκσυγχρονισμού και της αποτελεσματικότητος».
Στη συνέχεια, ζήτησε συγγνώμη «από όλους όσοι πληγώθηκαν από κρούσματα αστυνομικής βίας κατά το παρελθόν». «Και επί δικών μας ημερών και επί δικών σας ημερών, κ. Τσίπρα» είπε. «Και από τους συνταξιούχους που ψεκάσατε εγώ θα ζητήσω συγνώμη. Και από τα περιστατικά αστυνομικής βίας που προηγήθηκαν της δικιάς σας διακυβέρνησης εγώ θα ζητήσω συγνώμη».
Αναλύοντας το πρόβλημα, ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε και αυτός τον κ. Αλιβιζάτο, συμφωνώντας με το πόρισμα της επιτροπής, για την οποία σύμφωνα με τον καθηγητή δεν είχε υπάρξει «κανένα ενδιαφέρον».
«Ο κ. Αλιβιζάτος ορθά επισημαίνει» είπε ο πρωθυπουργός «ότι εκεί που διαφοροποιείται η χώρα μας σε σχέση με άλλες χώρες είναι όχι στην έκταση των περιστατικών βίας αλλά στο γεγονός ότι πράγματι, μέχρι να αλλάξει ο τρόπος διερεύνησης των περιστατικών — θυμίζω, με νομοθέτηση της δικιάς μας κυβέρνησης — υπήρχε όντως μία ομερτά εντός της αστυνομίας, που δεν επέτρεπε την πραγματική διερεύνηση αυτών των περιστατικών, έτσι ώστε να αποδίδεται τελικά η δικαιοσύνη. Κι έχει δίκιο ο κ. Αλιβιζάτος σ’ αυτή του τη διάγνωση».
Απηχώντας, μάλιστα, τις «42 αλήθειες» του υπουργείου, όπου αναφέρεται πως «ο Συνήγορος του Πολίτη εγγυάται σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που του δόθηκαν ότι οι ποινές θα είναι δίκαιες, δεν έχει πια τον πρώτο λόγο η αστυνομία!», ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε: «Γι’ αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντική η πρωτοβουλία την οποία ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση να ενισχύσει περισσότερο τον Συνήγορο του Πολίτη για να μπορεί να διερευνά τέτοια περιστατικά.»
Δεν είναι παράλογο να αναρωτηθεί κανείς πού ακριβώς τεκμηριώνεται αυτή η θριαμβολογία, τη στιγμή που ο περίφημος μηχανισμός του Συνηγόρου όχι μόνο έχει εκατοντάδες υποθέσεις να εκκρεμούν αλλά, επίσης, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Συνήγορος, στην πράξη δεν μπορεί να αναγκάσει την ΕΛ.ΑΣ. να επιβάλει «δίκαιες ποινές», παρά μόνο να παραπέμψει υποθέσεις στον υπουργό, ο οποίος παραμένει ο πειθαρχικός προϊστάμενος της αστυνομίας και ο μόνος που έχει στην πραγματικότητα την εξουσία να την αναγκάσει να συμμορφωθεί.
Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός στην ομιλία του ανακοίνωσε ότι «ο Συνήγορος του Πολίτη θα αποκτήσει με νομοθετική ρύθμιση ειδικό Βοηθό Συνήγορο με αποκλειστική αρμοδιότητα να συνδράμει στα θέματα αντιμετώπισης της αστυνομικής βίας, με αυτόνομη δομή δέκα εξειδικευμένων στελεχών.»
Απευθύναμε ερώτημα στο γραφείο του Πρωθυπουργού για να πληροφορηθούμε σε ποια φάση υλοποίησης βρίσκεται, σχεδόν έναν χρόνο μετά την εξαγγελία της, αυτή η νομοθετική ρύθμιση. Δεν πήραμε απάντηση.
Παράλληλα, ρωτήσαμε τον Συνήγορο του Πολίτη αν αυτός, καθότι άμεσα ενδιαφερόμενος, έχει οποιαδήποτε πληροφόρηση για το συγκεκριμένο μέτρο.
Ο κ. Ποττάκης μάς απάντησε: «Όπως αντιλαμβάνεσθε, το γεγονός, ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται απευθείας από τον Συνήγορο του Πολίτη, εποπτεύεται δηλαδή από τον ίδιο τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής, καταδεικνύει πόσο κρίσιμη τη θεωρούμε από την πρώτη στιγμή που την αναλάβαμε. Έχοντας δε την τιμή να έχω εκλεγεί με την ευρύτατη πλειοψηφία των 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων, κατά την τότε προβλεπόμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία, ως εγγύηση προσωπικής ανεξαρτησίας, θεωρώ ευτύχημα την ευρεία συναίνεση από το πολιτικό σύστημα για το έργο του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας».
Επανήλθαμε διαβεβαιώνοντας τον Συνήγορο ότι δεν μας διαφεύγει η σημασία του να εποπτεύει ο ίδιος τον μηχανισμό, αλλά υπενθυμίσαμε ότι το ερώτημά μας αφορούσε την εξαγγελία του πρωθυπουργού.
Μας απάντησε πως δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε επίσης τα εξής: Πρώτον ότι «άποψή του» είναι ότι όλες οι δυνάμεις, ΔΙΑΣ, Άμεσης Δράσης, ΔΕΛΤΑ, ΜΑΤ, πρέπει να φέρουν ατομική κάμερα καταγραφής εικόνας και ήχου.
Δεύτερον, ότι προτείνει να συνεργαστεί η ΕΛ.ΑΣ με άλλες αστυνομίες, όπως η γαλλική και η βρετανική, για να ενισχύσει τα ψυχογραφικά τεστ για νέους ή υποψήφιους αστυνομικούς.
Και τρίτον, ότι το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έχει δεσμευτεί να φέρει «σύντομα» στη Βουλή νομοσχέδιο για τη συνολική αναβάθμιση των αστυνομικών σπουδών.
Δεδομένου ότι η υλοποίηση και των τριών αυτών μέτρων επαφίεται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ρωτήσαμε τον κ. Θεοδωρικάκο τι απ’ όλα έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Για μία ακόμη φορά, δεν πήραμε καμία απάντηση.