Μια συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία και την αποτυχία των ελληνικών αρχών να προστατέψουν τα θύματα.
Απόψεις
Η ανεξέλεγκτη δύναμη του εισαγγελέα
Πρόσφατες καταδίκες για παιδική σεξουαλική κακοποίηση οδηγούν ίσως στην εντύπωση ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως…
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Προ ημερών, ο δικηγόρος Άρης Κυβέλος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 78 χρόνια φυλακή — 45 κατά συγχώνευση, 20 εκτιτέα — για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών και άλλα αδικήματα. Ο ίδιος έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφία ανηλίκων στην υπόθεση της Αρετής Παληού, ενώ δικάζεται αυτή την περίοδο και για τα κακουργήματα του βιασμού και της ασέλγειας σε βάρος της ίδιας γυναίκας, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί. Έχει επίσης προηγούμενη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών δεν αναγνώρισε στον κατηγορούμενο κανένα ελαφρυντικό και δεν του έδωσε αναστολή ως το Εφετείο, και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή.
Στον αντίποδα της απόφασης του δικαστηρίου, η οποία ήταν ομόφωνη και σηματοδοτεί αν μη τι άλλο ότι οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν τις αποδείξεις εναντίον του κατηγορουμένου απολύτως επαρκείς, ο εισαγγελέας Νικόλαος Μύτης πρότεινε την πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου και αγόρευσε επί τετράωρο προκειμένου να τεκμηριώσει την κρίση του αυτή.
Μολονότι και εμάς, όπως και άλλους που παρακολουθούσαν τη δίκη, μάς έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η θέρμη με την οποία ο εισαγγελέας πάσχισε να αθωώσει τον κατηγορούμενο, κάνοντας χρήση ακόμη και επιχειρημάτων που ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν είχε επικαλεστεί, δεν σκοπεύουμε να διατυπώσουμε εικασίες για τα κίνητρά του, για τα οποία άλλωστε δεν έχουμε καμία γνώση ή πληροφορία. Αντιθέτως, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε ότι σχημάτισε την κρίση του αυτή ελεύθερα, κατά την συνείδησή του.
Γι’ αυτό ακριβώς όμως είναι, κατά την άποψή μας, τόσο σημαντική η εισαγγελική πρόταση σε αυτή τη δίκη: διότι ο εισαγγελέας, κατ’ αναλογία προς τον δικαστή, διαμορφώνει ασφαλώς την κρίση του ελεύθερα κατά την συνείδησή του, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την διαμορφώνει αυθαίρετα, δεν σημαίνει ότι η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε περιορισμούς.
Κάποιοι από αυτούς τους περιορισμούς είναι νομικοί, όπως λόγου χάρη η υποχρέωση να αιτιολογεί τεκμηριωμένα την αξιολόγηση των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Εξίσου, όμως, πρέπει να βαραίνουν και οι μη νομικοί περιορισμοί, η γνώση δηλαδή που μπορεί και πρέπει να πληροφορεί μια δικαστική υπόθεση, ανάλογα με το είδος της.
Στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, εκτός από τους νόμους και τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν, υπάρχει και ένα σώμα επιστημονικών συμπερασμάτων που προέρχεται από άλλους κλάδους, όπως η ψυχολογία και η εγκληματολογία, το οποίο οι δικαστικές αρχές οφείλουν πλέον σήμερα να κατέχουν και να λαμβάνουν υπόψη τους.
Μιλώντας λοιπόν για την εισαγγελική πρόταση του κ. Μύτη στην υπόθεση Κυβέλου, ο εισαγγελέας ήταν βέβαια ελεύθερος να θεωρήσει αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των φερόμενων κατά την αποδεικτική διαδικασία ως θυμάτων, δεν δικαιούταν όμως να το κάνει επειδή δεν κατήγγειλαν αμέσως τον βιασμό τους αλλά το έπραξαν μετά από χρόνια.
Είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών παραδέχεται πως τα ανήλικα θύματα συχνά εμποδίζονται από πολλούς παράγοντες να καταγγείλουν αυτό που έχουν υποστεί. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ντροπή και το στίγμα, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η — απολύτως δικαιολογημένη — έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές, ο φόβος για τον δράστη (ειδικά όταν η παρουσία του στο περιβάλλον τους είναι εξακολουθητική) κ.ά. Είναι εξαιρετικά συχνό, μελετημένο και τεκμηριωμένο, το φαινόμενο να βρίσκουν τα θύματα το θάρρος να μιλήσουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές αφότου ενηλικιωθούν ή/και αφότου βρεθούν σε ασφαλέστερο περιβάλλον.
Ούτε, επίσης, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή δεν μπόρεσαν να αναφέρουν στο ακροατήριο περισσότερα από πέντε συγκεκριμένα περιστατικά κακοποίησής τους, ενώ η κακοποίηση ήταν εξακολουθητική και διήρκεσε χρόνια. Και πάλι, εδώ, η ψυχολογία του ανήλικου θύματος που απωθεί με διάφορους μηχανισμούς το τραύμα του, που ανακαλεί τα τραυματικά γεγονότα συγκεχυμένα και που δυσκολεύεται να αφηγηθεί την εμπειρία του υπό την πίεση της δικαστικής διαδικασίας, είναι θέματα γνωστά που ένας δικαστικός λειτουργός οφείλει να συνυπολογίσει.
Και ούτε, τέλος, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή αυτές διατηρούσαν κάποιου είδους «σχέση» με τον κακοποιητή τους ή/και είχαν κατά καιρούς εκφράσει συναισθήματα γι’ αυτόν.
Οι περισσότερες υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν σωματική βία και έντονο καταναγκασμό αλλά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ειδικής «σχέσης» που ο κακοποιητής μεθοδικά οικοδομεί με τα θύματά του, της οποίας ο καταναγκασμός — συνήθως σχετικά ήπιος — είναι μόνο ένα μέρος. Ο κακοποιητής είναι συνήθως μια φιγούρα που εμπνέει κύρος, σεβασμό ή και θαυμασμό στο θύμα. Καλλιεργεί τη σχέση και χειραγωγεί το θύμα σταδιακά, ώστε να κάμψει κατά το δυνατόν τις αντιστάσεις του. Έτσι, συχνά τα θύματα βασανίζονται από αντιφατικά αισθήματα: νιώθουν την «υποχρέωση» να ενδώσουν στις πιέσεις του κακοποιητή τους, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αποστροφή· γνωρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει τους προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά την ίδια στιγμή νιώθουν ντροπή και ενοχή· θέλουν να απαλλαγούν από τον κακοποιητή τους αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην «σχέση» που αυτός τους έχει επιβάλει. Είναι παγιδευμένα.
Η τακτική αυτή — που ονομάζεται grooming — είναι από τα πιο γνωστά θέματα στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφισβήτηση, και το να μη λαμβάνεται υπόψη σε μια δικαστική διαδικασία, πόσο μάλλον να χρησιμοποιείται σε βάρος του θύματος, είναι απαράδεκτο.
Δεν μιλάμε εδώ για γνώσεις υψηλής εξειδίκευσης, που αδυνατεί να έχει ένας εισαγγελέας ή που για να τις προσεγγίσει θα έπρεπε να βασιστεί σε ειδικούς μάρτυρες — μ’ όλο που τέτοιοι μάρτυρες και υπάρχουν και κατέθεσαν στη συγκεκριμένη δίκη. Οι γνώσεις αυτές αποτελούν πλέον σήμερα τόσο αδιαμφισβήτητες βάσεις για την παιδική προστασία που θα έπρεπε να αποτελούν κοινούς τόπους για τις δικαστικές αρχές.
Και είναι οι γνώσεις αυτές ενδεχομένως ακόμη πιο κρίσιμες κι από τους δικονομικούς περιορισμούς στον σχηματισμό της κρίσης του εισαγγελέα — όπως και του δικαστή — ακριβώς επειδή εδώ δεν υπάρχει το καταφύγιο του γράμματος του νόμου, όπως λόγου χάρη σε μια ελλιπώς αιτιολογημένη πρόταση ή απόφαση. Μ’ άλλα λόγια, είναι θεωρητικά τουλάχιστον πιο εύκολο να προστατευτεί κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που εκτιμά τις αποδείξεις με αυθαίρετο τρόπο, δίχως να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, καθώς μπορεί να καταφύγει στα εργαλεία που του δίνει ο νόμος. Πώς να προστατευτεί όμως κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που αγνοεί, παραγνωρίζει ή αδιαφορεί για τις πραγματικές συνθήκες στις οποίες συμβαίνει το έγκλημα που δικάζει;
Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επεσήμαναν ότι η εισαγγελική πρόταση στην υπόθεση των δύο γυναικών που κατήγγειλαν τον Άρη Κυβέλο έπεσε στο κενό. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στην υπόθεση του Κολωνού, στην οποία η πρόταση της εισαγγελέα Μαρίας-Ελένης Νικολού επίσης υποβάθμισε την κατάθεση του θύματος. Τα δικαστήρια τόσο στην υπόθεση Κυβέλου όσο και στην υπόθεση Μίχου αντιμετώπισαν τις εισαγγελικές προτάσεις ως μη γενόμενες και καταδίκασαν τους κατηγορούμενους σε βαρύτατες ποινές.
Το γεγονός αυτό οδηγεί κάποιους να θεωρούν ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως.
Η εισαγγελική πρόταση είναι κομβικό σημείο της ποινικής δίκης, όχι μόνο επειδή έτσι την ορίζει το δίκαιο αλλά επειδή ο εισαγγελέας εκπροσωπεί εκείνη τη στιγμή το κράτος. Στην κρίση του εισαγγελέα ενσαρκώνεται η κρίση του κράτους. Η στάση του αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αντιλαμβάνεται την ευθύνη της για απόδοση δικαιοσύνης.
Υπάρχει όμως ένας ακόμη πιο σημαντικός — και λιγότερο φιλοσοφικός — λόγος: οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα στο ακροατήριο είναι ένα μόνο μέρος των καθηκόντων του. Κι αν στο ακροατήριο υπάρχουν δικαστές και κάποιες φορές ένορκοι που τελικά αποφασίζουν, δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις περιστάσεις στις οποίες ο εισαγγελέας παίρνει αποφάσεις δίχως να ελέγχεται από κανέναν.
Μιλώντας για την παιδική προστασία (αν και, φυσικά, υπάρχουν αναλογίες και σε άλλους τομείς), ο εισαγγελέας αποφασίζει για τις απομακρύνσεις παιδιών από τις οικογένειές τους και την εισαγωγή τους σε ιδρύματα· για την αξιολόγηση των γονέων τους· για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που θα διερευνήσει πιθανή κακοποίηση και — κυρίως — ποιος φορέας θα την διενεργήσει· και για τον αποκλεισμό ή μη της επικοινωνίας παιδιών που καταγγέλλουν κακοποίηση με τον καταγγελλόμενο γονέα.
Οι εισαγγελικές αυτές δυνάμεις επηρεάζουν με τη σειρά τους άμεσα ή έμμεσα μια σειρά από αστικές υποθέσεις, που αφορούν κυρίως τις τύχες των παιδιών μέσα στο σύστημα πρόνοιας αλλά και στις διενέξεις που αφορούν την επιμέλεια και την επικοινωνία. Μπορεί να σημάνουν, όπως έχουμε δει επανειλημμένα να συμβαίνει, ότι ένα παιδί θα βρεθεί εν μία νυκτί σε ένα ίδρυμα δίχως επαρκή λόγο, ή αντιστρόφως ότι θα βγει από ένα ίδρυμα και θα επιστραφεί στους γονείς του που θα το κακοποιήσουν ξανά. Μπορεί να σημάνει ότι ένα παιδί που καταγγέλλει κακοποίηση θα πάει στο δικαστήριο δίχως κατάλληλη πραγματογνωμοσύνη αλλά και ότι ένας γονέας που καταγγέλεται για βιασμό του παιδιού του θα εξακολουθήσει να έχει επικοινωνία μαζί του.
Και σε όλα αυτά ο εισαγγελέας είναι στην πράξη ανεξέλεγκτος.
Η άγνοια, λοιπόν, η άρνηση ή η αδιαφορία των εισαγγελέων για τους κοινούς τόπους της παιδικής προστασίας δεν είναι απλώς κάτι που μπορεί να διορθώσει ένα ποινικό δικαστήριο. Είναι ένα εφιαλτικό εμπόδιο που ορθώνεται σε κάθε βήμα των παιδιών που ζητούν προστασία και δικαιοσύνη.
Μια οφειλόμενη απάντηση για το κορίτσι που μίλησε και το δικαστήριο που το αγνόησε
Η δικηγόρος του πατέρα στον οποίο το δικαστήριο έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση με το παιδί του που τον έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση, κάνει λόγο για «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», προάγοντας τον μύθο του κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων» ότι οι μητέρες βάζουν τα παιδιά τους να κατηγορούν ψευδώς τους πρώην συζύγους τους για να τους «αποξενώσουν» από αυτά.
Προ ημερών, δημοσιεύσαμε ένα άρθρο μου για μια δικαστική απόφαση που έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση. Με πολύ συνοπτικό τρόπο, έγραψα πως μολονότι το κορίτσι μίλησε για την κακοποίησή του στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του, στη μητέρα του και στην κολλητή του, και παρά το γεγονός ότι η ποινική διαδικασία είναι ανοιχτή, το δικαστήριο το έστειλε να κοιμηθεί με αυτόν που κατηγορεί ότι την βίαζε.
Την επόμενη μέρα, η δικηγόρος κ. Φιλοθέη Βαρσάμη (η οποία μαζί με την κ. Σταυρούλα Παπαδέα εκπροσωπεί τον καταγγελλόμενο για σεξουαλική κακοποίηση πατέρα στο αστικό σκέλος της υπόθεσής του και συνεργάζεται με τον κ. Αλέξη Στεφανάκη ο οποίος χειρίζεται το ποινικό σκέλος) δημοσίευσε μια ανάρτηση στο facebook. Στην ανάρτησή της, ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά την αλήθεια γύρω από την δικαστική απόφαση, αναγκαζόμενη να το πράξει από την «παραπληροφόρηση» την οποία διασπείρει η δικηγόρος της μητέρας του κοριτσιού, κ. Αντωνία Λεγάκη, με δημόσιες τοποθετήσεις της.
Αν και η κ. Βαρσάμη αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε όσα έχει υποστηρίξει η κ. Λεγάκη, σε σχόλιό της στην ανάρτησή της φωτογραφίζει και εμένα, λέγοντας μάλιστα ότι στενοχωρήθηκε για όσα έγραψα και διερωτώμενη πώς είναι δυνατόν να τα γράφω από τη στιγμή που ήμουν στο δικαστήριο και είδα όσα έγιναν. Το γεγονός ότι αναφέρεται σε μένα, βέβαια, δεν θα ήταν από μόνο του επαρκής λόγος για να σχολιάσω τα γραφόμενά της, καθώς αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτή την υπόθεση — όπως και σε πληθώρα άλλων, πολύ παρόμοιων, που παρακολουθώ — είναι η συνεχιζόμενη έρευνα της δημοσιογραφικής ομάδας μας για τους τρόπους με τους οποίους οι αρχές αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά που μιλούν για τη σεξουαλική κακοποίησή τους. Μια δικηγόρος η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει στα κοινωνικά δίκτυα την υπόθεση του πελάτη της με θετικό τρόπο, τονίζοντας εκείνα τα σημεία που θεωρεί πως τον συμφέρουν, δεν είναι δα και τίποτε αναπάντεχο, ενώ η μικρή υποκρισία του να το κάνει κατηγορώντας την ίδια στιγμή την αντίπαλό της ότι «τηλεδικεί» εύκολα συγχωρείται.
Αυτό που δεν συγχωρείται τόσο εύκολα είναι το εξής: αυτά που γράφει η κ. Βαρσάμη, δεν είναι απλώς η υπερασπιστική γραμμή ενός συγκεκριμένου καταγγελλόμενου για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού του· είναι ένα ολόκληρο μοτίβο που αποτελεί το κυριότερο όπλο του αντιδραστικού κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων», γνωστού και ως λόμπι υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, και προάγει τον μύθο ότι οι μητέρες κατασκευάζουν κατηγορίες κακοποίησης για να αποξενώσουν τα παιδιά από τους πατεράδες τους. Αυτή είναι η ουσία της ανάρτησης, όσο κι αν είναι γραμμένη με ομολογουμένως μειλίχιο ύφος και καρυκευμένη με διάφορα disclaimers που ναρκώνουν τα αντανακλαστικά των αναγνωστριών και των αναγνωστών.
Αν προσπεράσουμε, για την ώρα, τα καρυκεύματα, τι λέει η ανάρτηση, αλλά και τα πρόσθετα σχόλια, της κ. Βαρσάμη;
Πρώτον, ότι οι καταγγελίες του παιδιού δεν έχουν σημασία. Τις αποκαλεί «φερόμενες», υποβαθμίζει ότι το κορίτσι μίλησε στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του και στην κολλητή του και υποστηρίζει ότι η κατηγορία βασίζεται «κυριαρχικά» στη γνωμάτευση της ψυχολόγου, η οποία είδε το παιδί.
Δεύτερον, ότι επειδή υπάρχουν αναφορές εναντίον της ψυχολόγου από άλλους πατεράδες, οι οποίοι κατηγορούνται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει, οι γνωματεύσεις της τόσο γι’ αυτούς όσο και για τον δικό της πελάτη «αποδεικνύεται» ότι είναι ψευδείς.
Τρίτον, ότι είναι απίθανο μία ψυχολόγος να έχει εντοπίσει δεκαέξι ή τριάντα πατεράδες που κακοποιούσαν τα παιδιά τους μέσα σε τέσσερα χρόνια, και ότι ο υπερβολικός αυτός αριθμός, μαζί με τις αναφορές, δείχνει μια «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”».
Τέταρτον, ότι οι «αιχμές» που αφήνονται για την οικονομική ευρωστία του πελάτη της (ο οποίος είναι απλώς ένας «υψηλά αμειβόμενος ιδιωτικός υπάλληλος») δεν έχουν σχέση με το αποτέλεσμα της δίκης.
Πέμπτον, ότι δεν υπάρχει περίπτωση μια πρόεδρος δικαστηρίου να έχει στοιχεία ότι ένας πατέρας βίαζε το παιδί του και να του δώσει διανυκτέρευση.
Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτούς τους ισχυρισμούς.
Πρώτον, σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των έγκυρων ειδικών — και το γνωρίζουμε καλά διότι ερευνούμε το θέμα την τελευταία πενταετία — στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, οι καταγγελίες του παιδιού αποτελούν το πρώτο και κύριο πειστήριο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να γίνονται ψευδείς καταγγελίες και ακόμη πιο σπάνιο να γίνονται εναντίον προσώπου που το παιδί αγαπάει και εμπιστεύεται, όπως είναι ένας γονέας. Επίσης, είναι τρομερά δύσκολο να υποστηρίξει ένα μικρής ηλικίας παιδί ότι του συνέβησαν πράγματα που δεν ανήκουν, λόγω ηλικίας, στην πραγματικότητά του, όπως είναι οι παραβιαστικές σεξουαλικές πράξεις, αν αυτές δεν του έχουν πράγματι συμβεί.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι καταγγελίες του παιδιού είναι λεπτομερέστατες. Το να τις αποκαλεί η κ. Βαρσάμη «φερόμενες», πέρα από νομικίστικη φιοριτούρα, δεν δείχνει παρά την προσπάθεια υποβάθμισης του γεγονότος ότι εδώ υπάρχει ένα παιδί που μιλάει. Λογικό ως υπερασπιστική γραμμή. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει κι άλλη, ο μόνος τρόπος να μην είναι κακοποιητής ο πατέρας είναι να λέει ψέματα το παιδί. Αφού, όμως, η κ. Βαρσάμη αποφάσισε να παίξει αυτό το παιχνίδι και εκτός δικαστικής αίθουσας, ας μην νομίζει τουλάχιστον ότι είμαστε όλες και όλοι το ίδιο ανίδεες/οι για ό,τι λέει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για τις καταγγελίες των παιδιών με αυτές και αυτούς που την χειροκροτούν κάτω από την ανάρτησή της.
Δεύτερον, δεν έχω κανέναν λόγο να μπω στην ουσία του αν η συγκεκριμένη ιατροδικαστική ψυχολόγος είναι καλή ή κακή στη δουλειά της. Η κ. Βαρσάμη από την πλευρά της μπορεί να λέει ότι δεν έχουν γίνει αυτά που γράφει η γνωμάτευση, η δουλειά της είναι, όπως είπαμε, αν και το να κάνει λόγο για «ολίγον βιασμό», όπως έκανε στο δικαστήριο, θέτει μάλλον ένα ζήτημα ορίων. Σε κάθε περίπτωση, έχω ορισμένες παρατηρήσεις για όποια και όποιον ενδιαφέρεται να σκεφτεί τι προσπαθεί εδώ να πετύχει η κ. Βαρσάμη.
Οι αναφορές των 16 πατεράδων στον Άρειο Πάγο εναντίον της συγκεκριμένης παιδοψυχολόγου βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, όλες και όλοι μας, συμπεριλαμβανομένης της κ. Βαρσάμη, θα πρέπει να περιμένουμε. Στο μεταξύ, το γεγονός από μόνο του ότι έχουν κάνει αναφορές δεν σημαίνει επουδενί ότι οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου είναι «αποδεδειγμένης αναξιοπιστίας», όπως διατείνεται ωσάν να είναι πασιφανές η κ. Βαρσάμη.
Ούτε βεβαίως σημαίνει ότι αυτοί οι καταγγελλόμενοι ως κακοποιητές «τράκαραν στα καλά καθούμενα [sic] με μια τέτοια γνωμάτευση», όπως γράφει. Είναι γραμμένο με περικοκλάδες, οπότε δεν ξέρω αν το συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντάς το γρήγορα, αλλά εδώ η κ. Βαρσάμη λέει ότι οι καταγγελλόμενοι είναι αθώοι. Τι άλλο θέλει να πει, δηλαδή, το «τρακάρω στα καλά καθούμενα»;
Τρίτον, σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, το 3% των παιδιών έχουν τουλάχιστον μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η σεξουαλική κακοποίηση οποιασδήποτε μορφής αφορά ακόμη περισσότερα παιδιά. Όχι ένα στα 30 αλλά ένα στα πέντε. Ταυτόχρονα, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών κακοποιούνται όχι από κάποιον άγνωστο αλλά από κάποιον οικείο τους.
Έτσι για να έχουμε μια τάξη μεγέθους στο μυαλό μας, η απογραφή του 2011 καταμέτρησε τα άτομα κάτω των 14 ετών στην Ελλάδα στα 1.667.000 περίπου. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτό σημαίνει ότι 333.400 παιδιά υφίστανται κάποιου είδους σεξουαλική κακοποίηση. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 30 που αφορά τον βιασμό ή την απόπειρα βιασμού, έχουμε 55.566 παιδιά.
Πόσο απίθανο φαίνεται τώρα, λοιπόν, από τριακόσιες τριάντα χιλιάδες πιθανές περιπτώσεις, ή έστω από πενήντα πέντε χιλιάδες πεντακόσιες, μία ιατροδικαστική ψυχολόγος με ειδίκευση στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση να χειρίζεται 16 υποθέσεις που αφορούν πατεράδες;
Η χρήση της ορολογίας «βιομηχανία κατασκευής κακοποιητών», πάντως, μοιάζει βγαλμένη από τη διαφημιστική εκστρατεία των συγκεκριμένων καταγγελλόμενων πατεράδων. Και γράφω «διαφημιστική εκστρατεία» επειδή μήνες τώρα οι συγκεκριμένοι έχουν κατακλύσει κανάλια και ιστοσελίδες (Star, Mega, Πρώτο Θέμα και πάει λέγοντας) υποστηρίζοντας την υπόθεσή τους κάτω από τίτλους όπως «Φάμπρικα ψευδών καταγγελιών». Φυσικά, κανένας δημοσιογράφος που τους μιλάει δεν έχει ιδέα για το θέμα της προστασίας των παιδιών για να κάνει έστω μια ερώτηση της προκοπής. Απλώς, αφήνονται ανεξέλεγκτοι να διατυμπανίζουν ότι υπάρχει σκευωρία εναντίον τους από τις πρώην συζύγους τους και την ψυχολόγο.
Δεν μπορώ να ξέρω από πού αντλεί την πληροφόρησή της η κ. Βαρσάμη ότι «συνάδελφοι» της ψυχολόγου «επικρίνουν σφόδρα» τη μεθοδολογία της ή ότι οι καταγγελλόμενοι που προσφεύγουν εναντίον της ψυχολόγου έχουν «ανέλθει στους 30». Η πιο παλιά πηγή που βρίσκω, πάντως, είναι η κ. Χριστίνα Αντωνοπούλου, ψυχολόγος και αυτή, η οποία μοιράστηκε τις ανησυχίες της σε εκπομπές, όπως λόγου χάρη την «Αλήθειες με τη Ζήνα», οι η οποίες έδωσαν απεριόριστο βήμα στους καταγγελλόμενους πατεράδες. Η κ. Αντωνοπούλου είναι και η πηγή, σε άλλη εκπομπή, της ιστορίας με το δέντρο που γίνεται φαλλός, την οποία ισχυρίζεται ότι περιέλαβε η ψυχολόγος σε γνωμάτευσή της και την οποία αναφέρει η κ. Βαρσάμη σε σχόλιό της.
Για την ιστορία, ωστόσο, αυτό που η κ. Βαρσάμη δεν λέει είναι ότι οι υποθέσεις των 16 αυτών ανδρών βρίσκονται σε διάφορες φάσεις της ποινικής διαδικασίας, κάποιες στην κύρια ανάκριση, με κάποιους από αυτούς να είναι ήδη κατηγορούμενοι. Όσον αφορά τις μηνύσεις τους κατά της ψυχολόγου, πρόκειται για προφανές βήμα που θα έκανε καθένας που κατηγορείται. Και η ψυχολόγος, προφανώς, έχει αντιμηνύσει για ψευδή καταμήνυση και μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμιση. Όλα τούτα, όμως, σε αυτή τη φάση, όπως γνωρίζει, αν και δεν λέει, η κ. Βαρσάμη, είναι απλώς πόλεμος εντυπώσεων από πλευράς της, διότι δεν πρόκειται να εξεταστούν αν δεν προχωρήσουν πρώτα οι κύριες υποθέσεις. Στις κύριες υποθέσεις οι 16 ή οι 30 ή οι όσοι πατεράδες που κατηγορούν την παιδοψυχολόγο, είναι οι ίδιοι καταγγελόμενοι για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους. Και σε αυτές τις υποθέσεις, όπως και στην υπόθεση του πελάτη της κ. Βαρσάμη, υπάρχουν και άλλα στοιχεία πλην της τεχνικής έκθεσης της παιδοψυχολόγου. Αλλά σταματώ εδώ ως προς αυτό, για την ώρα, καθώς θα επανέλθουμε άμεσα με εκτενή ρεπορτάζ.
Τέταρτον, η κ. Βαρσάμη γνωρίζει ότι πέραν των άλλων περιορισμών που ισχύουν για τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας καταγγελλόμενων προσώπων, στις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συντρέχει και ο ακόμη σημαντικότερος περιορισμός της προστασίας της ταυτότητας του παιδιού. Συνεπώς, παίζει μπάλα μόνη της, καθώς ξέρει ότι δεν μπορεί να γίνει γνωστή η ταυτότητα του πελάτη της και συνεπώς η θέση του στο επιχειρηματικό στερέωμα και η συνακόλουθη δικτύωσή του στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο.
Ας μου επιτρέψει, όμως, να ξέρω τι διαφορά κάνει η οικονομική ισχύς και οι διασυνδέσεις ενός διαδίκου σε μια δικαστική διαμάχη, όσο κι αν η ίδια είναι υποχρεωμένη αφενός να υποστηρίξει τον πελάτη της, αφετέρου να διατρανώνει ανά πάσα στιγμή την εμπιστοσύνη της στο δικαστικό σύστημα.
Πέμπτον, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας συστηματικά αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά θύματα. Έχουμε συντάξει ολόκληρο φάκελο και έχουμε γυρίσει ολόκληρο ντοκιμαντέρ για το θέμα, για όποιον θέλει να πληροφορηθεί γι’ αυτό το αίσχος, συνεπώς εδώ περιορίζομαι να πω ότι η κ. Βαρσάμη οφείλει να γνωρίζει ότι οι αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές συστηματικά παραβιάζουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων και επιπλέον καθυστερούν ασυγχώρητα να τις διερευνήσουν, με αποτέλεσμα συχνότατα να δίνεται επικοινωνία σε καταγγελλόμενους πατεράδες όταν δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη. Εδώ έχουμε ακόμη και υποθέσεις όπου οι πραγματογνωμοσύνες έχουν διεξαχθεί με το δικαστήριο να έχει ήδη παραδώσει το παιδί στην επιμέλεια του πατέρα, τον οποίο έχει καταγγείλει για την σεξουαλική του κακοποίηση. Κι ύστερα περιμένουμε να μιλήσει το παιδί αυτό στην πραγματογνωμοσύνη… Ξέρουμε λοιπόν πολύ καλά τι συμβαίνει στα δικαστήρια και, ναι, μια χαρά δίνουν επικοινωνία σε πατεράδες που τα παιδιά τους καταγγέλλουν κακοποίηση, καταπατώντας κάθε ορθή πρακτική και κάθε παιδικό δικαίωμα.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η πρόεδρος αρνήθηκε να δει το παιδί, αρνήθηκε να δει τα βίντεο από τις συνεδρίες με την παιδοψυχολόγο και αρνήθηκε να εξετάσει μάρτυρες. Της φάνηκαν, το είπε άλλωστε στη δίκη αναφερόμενη στα βίντεο, περιττά για μια διαδικασία προσωρινής διαταγής. Το ότι αυτή η προσωρινή διαταγή αφορούσε την επικοινωνία φερόμενου ως θύτη με το πιθανό θύμα του δεν ήταν αρκετό για να την εξετάσει πιο προσεκτικά. Το πόση εμπιστοσύνη δημιουργεί αυτό στη δικαιοσύνη ας το κρίνει ο καθένας.
Κι έρχομαι, εν συντομία, σε δύο από τα πολλά καρυκεύματα της ανάρτησης, διότι αν και η βασική τους λειτουργία είναι να θολώνουν την κυνική ουσία της υπερασπιστικής γραμμής, έχουν τη σημασία τους:
Πρώτον, η κ. Βαρσάμη λέει πολλά για την ανάγκη να προστατευτεί το παιδί και ψέγει την αντίπαλό της δικηγόρο ότι εκθέτει το παιδί στη δημοσιότητα. Έχει μια πλάκα να το λέει αυτό όταν εργάζεται για ένα γραφείο που έχει ειδική σελίδα media στην ιστοσελίδα του, με τηλεοπτικές εμφανίσεις των δικηγόρων του. Αλλά ας είμαστε καλόπιστες/οι και ας δεχτούμε ότι δεν το εννοεί γενικώς αλλά μόνο για «ευαίσθητες» υποθέσεις. Τυχαίνει, ωστόσο, να έχουμε παρακολουθήσει και τη δίκη για το κύκλωμα μαστροπείας της Ηλιούπολης, στην οποία δικηγόρος του πρωτόδικα καταδικασμένου αστυνομικού ήταν ο συνέταιρος του γραφείου της, κ. Δημήτρης Γκαβέλας, και θυμόμαστε την τακτική εξέτασης του θύματος στο ακροατήριο. Θυμόμαστε επίσης την τακτική εξέτασης του αδελφού του θύματος, ο οποίος έχει διαγνωστεί με νοητική βλάβη. Παρεμπιπτόντως, η κ. Αντωνοπούλου, η ψυχολόγος που επικρίνει τη συνάδελφό της και στόχο των 16 πατεράδων, ήταν τεχνική σύμβουλος του συγκατηγορουμένου του αστυνομικού, αυτού που πρωτόδικα καταδικάστηκε σε 12 χρόνια.
Και προτού σπεύσει να με κατηγορήσει κανείς ότι προσπαθώ να αμφισβητήσω την αξιοπιστία της κ. Βαρσάμη βάσει των υποθέσεων του γραφείου της — όπως κάνει ο κ. Στεφανάκης σε σχόλιο στην ανάρτησή της μιλώντας μεταξύ άλλων για «αριστεροχώρια» και τέτοια προοδευτικά — να πω ότι καλώς εκπροσωπούν και κατηγορούμενους για μαστροπεία και όποιον άλλον θέλουν. Ιερό το δικαίωμα στην υπεράσπιση και αυτή είναι η δουλειά τους, όλοι κάπως πρέπει να ζήσουμε, να πληρώσουμε το ρεύμα, σούπερ μάρκετ, Κολλέγιο Αθηνών, οτιδήποτε. Όμως, τρόποι εξέτασης θυμάτων υπάρχουν πολλοί και ο επανατραυματισμός δεν είναι μονόδρομος. Ας ελπίσουμε η προηγούμενη πολιτεία του γραφείου να μην επαναληφθεί όταν η προκείμενη υπόθεση φτάσει στο ποινικό ακροατήριο.
Δεύτερον, διακρίνεται ένα άγχος στην ανάρτηση της κ. Βαρσάμη να πάρει αποστάσεις από το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Δύσκολο, βέβαια, δεδομένου ότι κάνει σημαία την «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», πλην όμως απαραίτητο, διότι η ανάρτηση μοιάζει να στοχεύει σε προοδευτικό κοινό. Επίφοβη ισορροπία.
Γράφει, επί λέξει: «Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε πως αυτό που συμβαίνει ειναι πολύ άδικο για τον πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι αυτόματα είμαστε δίπλα στους τύπους που πιστεύουν ότι οι μπαμπάδες πληρώνουν ακριβό ενοίκιο για την εννιάμηνη κυοφορία του παιδιού τους από τη μητέρα. Όχι απλά δεν είμαστε δίπλα, είμαστε *μακριά από εμάς* και το λέω γιατί βλέπω να έχουν καπως ανοίξει ορέξεις.»
Η αναφορά εδώ, για τα άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με τη χαβούζα που είναι το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, είναι στον δημοσιογράφο Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, ο οποίος έχει πει την αποκαλυπτική αυτή φράση περί «ενοικίου» σε συνέντευξή του στον Γρηγόρη Αρναούτογλου. Ο κ. Τσιλιπουνιδάκης, για όσες/ους δεν γνωρίζουν, ήταν ένας από τους πιο δραστήριους κήρυκες του λόμπι (λεπτομέρειες στο ρεπορτάζ μας), ωσότου ένα δημοσίευμα τον συνέδεσε με το δολοφονημένο μέλος της “Greek Mafia” Γιώργο Μήτσου, με τον οποίο ήταν κουμπάροι και για χάρη του οποίου ο Τσιλιπουνιδάκης φέρεται να επικοινωνούσε με πηγή του στην ΕΥΠ με σκοπό να πληροφορηθεί αν συγκεκριμένα τηλέφωνα που του υποδείκνυε ο κουμπάρος του ήταν επισυνδεδεμένα. Μετά το δημοσίευμα ο πρώην λαλίστατος παράγοντας του ανδρικού κινήματος εξαφανίστηκε από τα κοινωνικά δίκτυα και απολύθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργαζόταν.
Τι άλλο έχει κάνει ο κ. Τσιλιπουνιδάκης προτού εξαφανιστεί; Μα, έχει διατυμπανίσει την εκστρατεία των 16 καταγγελλόμενων πατεράδων που έχουν κάνει την αναφορά στον Άρειο Πάγο, φυσικά. Με τον συνήθη κομψό του τρόπο, όπως η φράση «Έρχεται μεγάλη φάπα».
Ας μου επιτρέψει λοιπόν η κ. Βαρσάμη να έχω μια επιφύλαξη για το πόσο «μακριά τους» είναι οι μπαμπάδες που θεωρούν ότι πληρώνουν «ακριβό ενοίκιο». Την καταλαβαίνω, βέβαια, την ανάγκη της να γράψει ότι παίρνει αποστάσεις. Δεν είναι εύκολο να είσαι η «φάπα» του Νίκου Τσιλιπουνιδάκη.
Ελπίζω να είναι πλέον προφανές ότι αυτό το μακροσκελές σημείωμα στοχεύει πολύ πέρα από την ανάρτηση μιας δικηγόρου που κάνει τη δουλειά της και συγκεκριμένα τον λάκκο με τις οχιές που προσπαθεί να εγκαταστήσει στη δημοσιότητα το μύθευμα για τις μητέρες που «κατασκευάζουν» κακοποιητές για να «αποξενώσουν» τους πρώην συζύγους τους από τα παιδιά τους.
Τα υπόλοιπα στο ρεπορτάζ.
Ενημέρωση 11/11/2023: Διαβάστε το ρεπορτάζ: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης»
Το κορίτσι μίλησε, το δικαστήριο το αγνόησε
Δικαστήριο δίνει επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση.
Ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι μίλησε. Μίλησε για την σεξουαλική της κακοποίηση από τον πατέρα της. Μίλησε όταν η μητέρα αποφάσισε να χωρίσει.
Μίλησε πρώτα στην παιδίατρο. Η παιδίατρος ενημέρωσε τη μητέρα. Λίγες ημέρες μετά, το κορίτσι μίλησε και στη νονά του. Και ύστερα στην αγαπημένη της δασκάλα.
Μίλησε και στις στενότερές της φίλες στο σχολείο. Εκείνες δεν άντεξαν. Μίλησαν κι αυτές στις δικές τους μητέρες.
Η μητέρα του το πήγε στη ΓΑΔΑ, όπως της υπέδειξαν να κάνει. Το παιδί μίλησε και εκεί. Στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων.
Σε βάρος του πατέρα έχει ανοίξει ποινική δικογραφία. Ωστόσο, αν και έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που το παιδί μίλησε για την κακοποίησή του, δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη.
Την Τρίτη που μας πέρασε, 2 Μαΐου, εκδικάστηκε η προσωρινή διαταγή που κατέθεσε ο πατέρας και με την οποία ζητούσε επικοινωνία με το παιδί.
Η μητέρα της τής είχε υποσχεθεί ότι το δικαστήριο θα ακούσει τη φωνή της, παρότι η ίδια δεν θα είναι εκεί.
Στο δικαστήριο ήταν η παιδίατρος, η νονά και μάνα της κολλητής φίλης του παιδιού.
Και οι τρεις δώσανε ένορκες καταθέσεις. Ξέρουν ότι πιθανότατα ο πατέρας θα τους κάνει μήνυση αλλά η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να σιωπήσουν.
Πριν λίγα λεπτά, βγήκε η απόφαση της προσωρινής διαταγής.
Η πρόεδρος του δικαστηρίου δεν άκουσε.
Αποφάσισε όχι απλώς να δώσει επικοινωνία στον πατέρα που το κορίτσι καταγγέλλει ότι την κακοποιούσε. Του έδωσε και διανυκτέρευση κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.
Η μητέρα αυτή, η οποία πάσχει από μεταστατικό καρκίνο και καθυστερεί τη θεραπεία της για να σώσει το παιδί της, σήμερα το μεσημέρι που θα την παραλάβει απ’ το σχολείο, θα πρέπει να ανακοινώσει στη μικρή ότι η δικαιοσύνη αρνήθηκε να την προστατεύσει.
Ότι η δικαιοσύνη αποφάσισε ότι δεν κινδυνεύει πια τις νύχτες δίπλα στον πατέρα της.
Ενημέρωση 11/11/2023: Διαβάστε το ρεπορτάζ: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης»
Ντονατσάκια τσεκ: η ΕΡΤ στην υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ.
Όσο οι καταγγελίες για αστυνομική βία και αυθαιρεσία πληθαίνουν, η κρατική τηλεόραση κάνει «ρεπορτάζ» για να αναδείξει το θετικό πρόσωπο της αστυνόμευσης. Ακόμη, όμως, και υπό τόσο ελεγχόμενες συνθήκες, οι αστυνομικοί εμφανίζονται με ακροδεξιά σύμβολα στις στολές τους να διενεργούν παράτυπους ελέγχους.
Του Φοίβου Συμεωνίδη
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες όλο και περισσότερες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις οργανώνονται με αφορμή το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών — για τις οποίες έχει δει το φως της δημοσιότητας πληθώρα καταγγελιών για υπερβολική αστυνομική καταστολή, βία και αυθαιρεσία. Μόλις χθες το μεσημέρι, σύμφωνα με καταγγελίες χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και φωτορεπόρτερ, αστυνομικοί έριξαν χημικά μέσα στον σταθμό του μετρό του Μεταξουργείου.
Παράλληλα, λίγες ώρες αργότερα, αστυνομικοί της ομάδας μεταγωγών και φύλαξης κρατουμένων συλλαμβάνονται έπειτα από καταγγελίες, ως κατηγορούμενοι για βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά συναυτουργία σε βάρος κρατουμένου.
Παρόλα αυτά, η ΕΡΤ επιλέγει αυτή ακριβώς τη στιγμή για να μας παρουσιάσει για άλλη μία φορά το «ανθρώπινο πρόσωπο» της ΕΛ.ΑΣ. Σε μια περίοδο που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται το χρόνιο πρόβλημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας αλλά οι καταγγελίες για αστυνομική βία ολοένα αυξάνονται, η κρατική τηλεόραση παραδίδει μαθήματα copagandας, σφυρίζοντας αδιάφορα για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την επικράτεια.
Δημοσιογράφος σε lifestyle εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης πέρασε χρόνο με ένα πλήρωμα περιπολικού της Άμεσης Δράσης για να μας ξεναγήσει σε έναν κόσμο τυπικών ελέγχων και αστυνομικής υπερηφάνειας. Και ίσως να μην είχαμε ασχοληθεί με άλλο ένα τέτοιο «ρεπορτάζ», τυχαίνει όμως να επιβεβαιώνει — on camera — το ρεπορτάζ μας, «Τιμωροί και τσοπανόσκυλα: Τα σύγχρονα ακροδεξιά σύμβολα στις στολές της ΕΛ.ΑΣ.» και έτσι δεν μπορούμε παρά να το σχολιάσουμε.
Η copaganda μπορεί να μας έχει έρθει από το εξωτερικό, αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι ξένο στα μάτια και στα αυτιά των αναγνωστών και των τηλεθεατών στην Ελλάδα. Άρθρα ή ρεπορτάζ που σκοπό έχουν να αναδείξουν το θετικό πρόσημο της αστυνόμευσης, καθώς και την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του αστυνομικού προσωπικού, πληθαίνουν σταθερά και στη χώρα μας. Το ένστολο προσωπικό που σώζει βρέφη, περνάει ηλικιωμένες κυρίες από τις διαβάσεις πεζών ή προσφέρει πρώτες βοήθειες σε άτυχους πολίτες, συχνά πυκνά εμφανίζεται στους δέκτες μας, κατασκευάζοντας ένα πλαστό τοπίο αστυνόμευσης όπου τα περιστατικά αυθαιρεσίας είτε δεν υπάρχουν είτε είναι σποραδικά και μεμονωμένα.
Ακόμη και σ’ αυτό το τόσο ελεγχόμενο πλαίσιο όμως του «ρεπορτάζ», ο συνδυασμός προπαγάνδας και αστυνομικής ασυλίας οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που αντί να παρουσιάζει την ΕΛ.ΑΣ. υποδειγματική και άμεμπτη, αναδεικνύει την αυθαιρεσία της.
Η «λεπτή μπλε γραμμή»
Η βάρδια μετά καμερών ξεκινά με τη δημοσιογράφο να κερνάει καφέ και ντόνατς, τα οποία οι αστυνομικοί με σιδηρά θέληση αρνούνται ως το τέλος της βάρδιας. Την ίδια στιγμή, το ρεπορτάζ ξεχνά να μας ενημερώσει πως κάθε τι που βλέπουμε εκτυλίσσεται σε πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου αστυνομικοί, ύποπτοι αλλά και «κακοποιοί», είναι όλοι μέλη της ΕΛ.ΑΣ. Θα έλεγε κανείς πως είναι περιττή η διευκρίνιση αυτή για όποιον και όποια αποφασίσει να παρακολουθήσει όλο το βίντεο, αλλά αυτό επιβεβαιώνεται μόνο στο τέλος του ρεπορτάζ, όπως δηλώνουν και η δημοσιογράφος αλλά και το πλήρωμα του περιπολικού.
Πολύ συχνά, αναφορές σε ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ που φέρει στη στολή του μη προβλεπόμενα σύμβολα μίσους, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. «Μήπως» αναρωτιούνται οι αναγνώστες και οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «οι φωτογραφίες είναι παραποιημένες; Μήπως δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας;»
Παρακολουθώντας το «οδοιπορικό» της ΕΡΤ, που τιτλοφορείται «Η καθημερινότητα ενός αστυνομικού – Ζήσαμε την εμπειρία μίας περιπολίας», βλέπουμε πως ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. όχι μόνο φοράει μη προβλεπόμενα σύμβολα, συνδεδεμένα τα τελευταία χρόνια με αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αλλά τα προβάλλει μάλιστα με καμάρι.
Η «λεπτή μπλε γραμμή» στο παραποιημένο εθνόσημο των αστυνομικών δεν εμφανίζεται πρώτη φορά σε στολές της ΕΛ.ΑΣ. Συμβολίζει την αντίθεση σε αντιρατσιστικά κινήματα, την ομερτά που τηρούν μέλη των σωμάτων ασφαλείας για να προστατέψουν συναδέλφους τους, αλλά και την πεποίθηση πως οι ίδιοι αποτελούν το «λεπτό τείχος» που στέκεται ανάμεσα στην τάξη και το χάος.
Σεναριακές τρύπες
Πέραν της αντικανονικής και δηλωτικής συγκεκριμένων ιδεολογικών πεποιθήσεων παραποίησης της στολής, η — σε ελεγχόμενες συνθήκες — άσκηση-περιπολία μάς προσφέρει την ευκαιρία να δούμε την «ενδεδειγμένη» αντίδραση του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. σε τρία σενάρια. Έναν τυπικό έλεγχο οχήματος, έναν έλεγχο ύποπτου ατόμου και έναν έλεγχο κλεμμένου οχήματος.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διαχειρίζονται τα περιστατικά οι αστυνομικοί δημιουργεί προβληματισμούς. Ο οδηγός και ο συνοδηγός του οχήματος που ελέγχεται «απλά τυπικά», καλούνται να σηκώσουν τα χέρια τους και να τα βγάλουν έξω από το παράθυρο του οχήματος. Η επήρεια των ντόνατς αλλά και η λεπτή μπλε γραμμή στο στήθος πιθανώς «αμερικανοποιούν» περισσότερο από το προβλεπόμενο τις διαταγές των αστυνομικών, καθώς όπως γνωρίζουμε δεν προβλέπεται τίποτα τέτοιο σε περίπτωση ενός «απλού τυπικού ελέγχου» ενός οχήματος.
Αντίστοιχα, στο δεύτερο περιστατικό, τα στοιχεία του προς έλεγχου ατόμου που το καθιστούν ύποπτο είναι πως «φοράει full face» — ασχέτως αν στο βίντεο φαίνεται να έχει καλυμμένο το μισό του πρόσωπο μόνο —, μπουφάν και έχει τα χέρια του στις τσέπες. Το πλήρωμα του περιπολικού, με το χέρι στο όπλο, πλησιάζει το άτομο ρωτώντας το «τι κάνει εδώ» και «αν μένει στην περιοχή». Μετά από έναν — καταχρηστικό — σωματικό έλεγχο, αναφέρουν πώς το άτομο φέρει μαχαίρι, το οποίο και δεν αφαιρούν, ενώ ζητούν από την ρεπόρτερ της ΕΡΤ να απομακρυνθεί — υποθέτουμε επειδή αν ο ύποπτος δεν ήταν αστυνομικός/ηθοποιός θα κινδύνευε η ασφάλεια της;
Το ύποπτο άτομο τελικά συλλαμβάνεται, χωρίς να του έχουν ζητηθεί στοιχεία ταυτότητας, χωρίς να του έχει αφαιρεθεί το «μαχαίρι» που έχει στην τσέπη του και χωρίς φυσικά να κατηγορείται για κάτι. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε πώς θα αντιδρούσαν αν το άτομο είχε πάνω του τρικάκια.
Στο τελευταίο περιστατικό, ελέγχουν ένα όχημα που το σύστημα της ΕΛ.ΑΣ. εμφανίζει ως κλεμμένο και συλλαμβάνουν τον ταλαιπωρημένο συνάδελφο τους που παίζει τον ρόλο του κακού, τον οποίο και χειροπεδούν χωρίς να ζητήσουν τα στοιχεία ταυτότητας του και χωρίς να έχουν κάνει τον οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο. Ακόμα κι αυτός όμως φαίνεται να ξέρει πως έχει πιο πολλές πιθανότητας να ζήσει αν αρχίσει να τρέχει, αντί να απομακρυνθεί με το όχημα του ώστε να ξεκινήσει κάποια καταδίωξη.
Σε ένα ρεπορτάζ του κρατικού μέσου ενημέρωσης που σκοπό έχει να προβάλει την αστυνομία υπό το θετικότερο δυνατό φως, και το οποίο προφανώς και έχει δει και εγκρίνει η ΕΛ.ΑΣ. προτού μεταδοθεί, δεν προλαβαίνουμε να καταγράφουμε παρατυπίες.
Είναι αυτές οι ενδεδειγμένες από το νόμο και προβλεπόμενες εντολές;
Φέρουν μη προβλεπόμενα σύμβολα στις στολές τους τα άτομα του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ με αριθμούς σημάτων 276808 και 295284 που μιλούν επώνυμα στο βίντεο;
Περί εκδημοκρατισμού τα ερωτήματα, ρητορικά, κ. Θεοδωρικάκο.
Ο Κορκονέας, η ατιμωρησία και η επιείκια
Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας που οδηγεί στην αποφυλάκιση του Επαμεινώνδα Κορκονέα λαμβάνεται υπό το καθεστώς της συστημικής ατιμωρησίας της αστυνομικής βίας, το οποίο υπονομεύει την αξία της επιείκιας στη δικαστική κρίση και οδηγεί στην αντιδραστική απαίτηση για ολοένα αυστηρότερες ποινές – τις οποίες θα υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί.
Μέχρι σήμερα, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας ήταν ο μόνος αστυνομικός που δολοφόνησε πολίτη, ο οποίος αντιμετώπισε μια υψηλή ποινή σε σχέση με ό,τι ορίζει ο νόμος για το αδίκημά του. Όλοι οι άλλοι αστυνομικοί – και δεν είναι λίγοι – που κατά καιρούς κατηγορήθηκαν για δολοφονίες πολιτών ή και για βασανιστήρια και σοβαρές βιαιοπραγίες, έχουν είτε αθωωθεί είτε υποστεί πολύ ελαφρές ποινές. Πρόκειται για ένα καθεστώς ατιμωρησίας που έχουμε ερευνήσει και συνεχίζουμε να ερευνούμε σε βάθος, στον φάκελο Ασύδοτοι προστάτες: Μια έρευνα για την αστυνομική αυθαιρεσία, βία και ατιμωρησία στην Ελλάδα.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας μοιάζει να προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Κορκονέα αυτό το σπάνιο προνόμιο. Στη δίκη του πρώην αστυνομικού σε δεύτερο βαθμό, τον Ιούλιο του 2019, το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και μείωσε την ποινή του από ισόβια κάθειρξη στα δεκατρία χρόνια – διάστημα που (μαζί με τα «μεροκάματα») είχε ήδη εκτιθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο δικαστήριο παράλληλα αθώωσε, λόγω αμφιβολιών, τον Βασίλη Σαραλιώτη, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετώ για συνέργεια.
Ο Κορκονέας αποφυλακίστηκε, οδηγήθηκε όμως εκ νέου στη φυλακή τον Μάρτιο του 2022, όταν έγινε δεκτή η αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η υπόθεση επέστρεψε στο εφετείο για να ξαναδικαστεί ως προς τη χορήγηση του ελαφρυντικού.
Σήμερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του και να αναγνωρίσει το ελαφρυντικό στον Κορκονέα, ο οποίος ως εκ τούτου μπορεί άμεσα να αποφυλακιστεί και πάλι.
Οι συνήγοροι της υποστήριξης κατηγορίας έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα αιτηθούν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει εκ νέου αναίρεση (αν και αυτό δεν γίνεται για τον ίδιο λόγο, αλλά μόνο αν προκύπτει κάποιος άλλος λόγος αναίρεσης από την απόφαση). Άσχετα όμως με την τελική δικαστική τύχη της υπόθεσης, πολλοί και πολλές στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα από το πρωί διαμαρτύρονται για αυτό που θεωρούν σκανδαλώδη εύνοια της δικαιοσύνης προς κάποιον καταδικασμένο για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, μόνο και μόνο επειδή είναι αστυνομικός. Από πολλούς και πολλές επισημαίνεται ξανά αυτό που και στο παρελθόν πολύ σωστά έχει και η υπεράσπιση κατηγορίας αναδείξει, ότι ο «πρότερος σύννομος βίος» είναι προϋπόθεση για να είναι κανείς αστυνομικός και άρα δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντικό.
Δεν είμαι καθόλου υπέρ του αιτήματος για εξοντωτικές ποινές. Οι διακηρύξεις πως «τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια» που θέλουν τους δράστες σοβαρών αδικημάτων να πεθαίνουν στη φυλακή, πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ανήκουν σε μια αντιδραστική κοσμοθεωρία. Νομίζω, αντιθέτως, πως η ποινή για ένα αδίκημα πρέπει να είναι αυτή που αντιστοιχεί στον νόμο, με λογική και επιείκια, και όχι μια ποινή που «ξεπληρώνει» τη σοβαρότητα του αδικήματος – πόσο μάλλον αφού τον φόνο μόνο η θανατική καταδίκη μπορεί να «ξεπληρώσει», στην οποία είμαι απόλυτα ενάντιος.
Επιπλέον, το βρίσκω βάρβαρο να μιλάω για χρόνια στη φυλακή σαν να μην είναι τίποτα. Ακούω ανθρώπους να λένε «σιγά, σε δέκα χρόνια είναι έξω» και σκέφτομαι ότι η φυλακή, ακόμη και με τις καλύτερες συνθήκες, είναι κάτι βαρύ και τραυματικό. Δέκα χρόνια που εξέτισε ο Κορκονέας είναι σοβαρή ποινή, δεν είναι παιχνιδάκι.
Ούτε βέβαια πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται «παραδειγματικά» ή «με εμβληματικό τρόπο» επειδή η πράξη τους προσέλαβε ευρύτερους συμβολισμούς. Η δικαιοσύνη πρέπει να κρίνει αυστηρά εξατομικευμένα και με τα δεδομένα της συγκεκριμένης πράξης και όχι να στηλιτεύει κάτι ευρύτερο σε βάρος ενός μόνον ενόχου. Για τη δικαστική κρίση δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ούτε αν η πράξη του Κορκονέα συμβόλισε την κρατική καταστολή και την αστυνομική αυθαιρεσία ούτε αν η εξέγερση που ξέσπασε σημάδεψε μια γενιά. Ανθρωποκτονία διέπραξε, για ανθρωποκτονία θα έπρεπε να τιμωρηθεί.
Γιατί τότε δυσκολεύομαι τόσο πολύ να δεχτώ τη σημερινή απόφαση ως μια νομική κρίση που λέει ότι δέκα χρόνια είναι αρκετά; Γιατί δεν μπορώ να τη δεχτώ έστω ως έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο, τη στιγμή μάλιστα που μπορώ εύκολα να δω τον εαυτό μου σε περιπτώσεις άλλων καταδικασμένων για σοβαρά αδικήματα όχι μόνο να τη δέχομαι αλλά υπό προϋποθέσεις να την επικροτώ κιόλας;
Ο λόγος είναι: δεν πιστεύω το δικαστήριο. Δεν τους πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια ευθεία, αμερόληπτη έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο. Όταν πρόκειται για αστυνομικό που κατηγορείται για πράξη βίας κατά την τέλεση των καθηκόντων του, αμφισβητώ την ακεραιότητα της δικαστικής κρίσης.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ένα χρονολόγιο καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας και να καταγράψουμε την πορεία τους μέσα στο δικαστικό σύστημα. Ελπίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία που το κράτος δεν δημοσιοποιεί, μέσα από την ανάλυση των οποίων θα προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τον βαθμό μεροληψίας των δικαστικών αρχών απέναντι στην αστυνομία. Ακόμη και προτού ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, όμως, τόσο το διαθέσιμο δείγμα όσο και η πολύχρονη κάλυψη τέτοιων υποθέσεων, μου δίνουν κάθε λόγο να μην πείθομαι ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας ήταν απλώς επιεικές, προέβη δηλαδή σε μια κρίση που θα μπορούσε να ισχύει ακόμη κι αν ο Κορκονέας δεν ήταν αστυνομικός.
Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα με την συστημική ατιμωρησία: φέρνει ακόμη και τους μετριοπαθέστερους, τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές ενός ήπιου ποινικού συστήματος στο σημείο να αγανακτούν – με δεδομένο, βέβαια, ότι την όποια αυστηροποίηση των ποινών θα την υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί. Η ατιμωρησία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της επιείκιας.
Όσο για το γεγονός ότι στη σημερινή απόφαση το ελαφρυντικό αναγνωρίστηκε με τις ψήφους των ενόρκων, ενώ οι τακτικοί δικαστές μειοψήφισαν, η υποστήριξη κατηγορίας θεωρεί ότι οφείλεται σε μεθόδευση του ίδιου του δικαστηρίου: οι τακτικοί δικαστές αρνήθηκαν να εξετάσουν εκ νέου τη δικογραφία και εμπόδισαν τους ενόρκους από το να το κάνουν, περιοριζόμενοι να συζητήσουν το ζήτημα του ελαφρυντικού. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι δεν είχαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η καλή εκδοχή. Η κακή εκδοχή είναι ότι η μακροχρόνια και συστηματική συγκάλυψη της αστυνομικής βίας, η υποβάθμισή της σε κάποιου είδους «αναγκαίο κακό» που συνοδεύει την απαραίτητη τήρηση της τάξης και την προστασία του κράτους, έχει διαδοθεί στην κοινωνία ως αντίληψη που ρυθμίζει τι θεωρούμε αποδεκτό από έναν αστυνομικό. Αν αυτό έχει ήδη συντελεστεί, όπως πιστεύουν πολλοί και πολλές, αν είναι δεδομένο και μάλιστα αφορά ευρεία μερίδα της κοινωνίας, τότε ο αγώνας που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αστυνομικής βίας είναι ακόμη δυσκολότερος.