Για πολλές δεκαετίες, τα παιδιά που βρίσκονταν σε κίνδυνο, ήταν θύματα ή απλώς είχαν ανάγκη υποστήριξης, απασχολούσαν τις ελληνικές αρχές κυρίως ως εργαλεία στο πολιτικό παιχνίδι και θεωρούνταν από τον νόμο κυρίως ως παραβάτες — πραγματικοί ή δυνητικοί. Πολλές από τις αδυναμίες του σύγχρονου συστήματος παιδικής προστασίας είναι άμεσοι απόγονοι αυτών των «παραδόσεων».
Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει δει αρκετές βαναυσότητες, αλλά λίγες από αυτές έχουν συζητηθεί τόσο λίγο όσο οι τρόποι με τους οποίους το κράτος έχει παραμελήσει, κακομεταχειριστεί και κακοποιήσει τα παιδιά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ένα οιονεί προνοιακό σύστημα τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά υπό την ελληνική βασιλική οικογένεια, μέχρι την εθνικοποίηση της πρόνοιας από τη δεκαετία του 1970 και μετά, τα παιδιά απασχολούσαν το κράτος είτε ως εργαλεία στο πολιτικό παιχνίδι είτε ως δυνητικοί ή πραγματικοί εγκληματίες — συχνά και τα δύο. Αυτή η χρόνια υπονόμευση των δικαιωμάτων των παιδιών καθόρισε τις περισσότερες πτυχές του δημόσιου προνοιακού τομέα και τα ίχνη της είναι ορατά ως και σήμερα. Για την ακρίβεια, οι ιστορικές πρακτικές που έχουν διαμορφώσει τη στάση των ελληνικών αρχών απέναντι στους ανηλίκους δεν μπορεί παρά να αποτελούν μέρος της εξήγησης για την διασπασμένη, αναποτελεσματική και συχνά κακοποιητική κατάσταση του σύγχρονου ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας.
Στα χέρια του Κυρίου
Η ιδρυματοποίηση των παιδιών θεσπίστηκε πολύ σύντομα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με τον Δήμο Αθηναίων να λειτουργεί από το 1838 ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλελειμμένα βρέφη. Καθώς ήδη υπήρχε ένα ανεπίσημο «σύστημα αναδοχής», όπου ανάδοχες οικογένειες λάμβαναν πενιχρές αμοιβές για να φιλοξενούν εγκαταλελειμμένα παιδιά, η ιδρυματοποίηση θεωρήθηκε εν μέρει ως λύση για την κακοποίηση και την παραμέληση που ενδημούσε σε αυτό το ανεξέλεγκτο πλαίσιο.
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε από τον δήμαρχο της πόλης το 1859 και τέθηκε υπό την αιγίδα της βασιλικής οικογένειας τη δεκαετία του 1870. Σύμφωνα με δικά του στοιχεία, από την ίδρυσή του ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, φιλοξένησε πάνω από 50.000 παιδιά. Κατά τη διάρκεια της ακμής του, φιλοξενούσε περίπου 600 ταυτόχρονα. Όπως γράφουν η Μαρία Αθανασοπούλου και η Μαριάννα Δρακοπούλου, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής καταγραφής παιδικών παθήσεων και στατιστικής μελέτης της βρεφικής θνησιμότητας. 1
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο εισήγαγε επίσης τη «βρεφοδόχο», ή βρεφική θυρίδα, όπου κάποιος ή κάποια μπορούσε να εγκαταλείψει ένα μωρό ανώνυμα. Εξωτερικά, πάνω στη βρεφοδόχο υπήρχε μια επιγραφή από τον Ψαλμό 27: «ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με» («διότι ενώ ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν, ο Κύριος με ανέλαβε»).
Επίσης με πρωτοβουλία της βασιλικής οικογένειας ιδρύθηκε το 1914 ο «Πατριωτικός Σύλλογος Ελληνίδων», ο οποίος είχε αρχική αποστολή την περίθαλψη των απόρων οικογενειών των οποίων οι προστάτες υπηρετούσαν στον στρατό, αλλά μετά τη δεκαετία του 1920 σταδιακά μετατοπίστηκε στη στέγαση ορφανών και εκτοπισμένων παιδιών. Το 1939, μετά από διάφορες νομοθετικές μεταβολές και ενδιάμεσες ονομασίες, μετονομάστηκε σε Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, το γνωστό ΠΙΚΠΑ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακόμη και οι λίγες προοδευτικές ιδέες για την κυβέρνηση και τη νομοθεσία που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου είχαν εξαφανιστεί — πρώτα από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μετά από τον πόλεμο και την κατοχή. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος, στη συνέχεια δύο δεκαετίες «ασθενούς δημοκρατίας» και στρατιωτικής δικτατορίας, μέχρι που μια ταραχώδης επιστροφή στη δημοκρατική πολιτική οδήγησε τελικά στη σταθερότητα και τη σχετική ενίσχυση των δημόσιων θεσμών. Μόνο τότε, κοντά στο τέλος μιας περιόδου εβδομήντα ετών, εμφανίστηκε μια πολιτική συναίνεση ότι το κράτος έπρεπε να παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας για τα παιδιά που είτε είχαν παραβιάσει τον νόμο είτε είχαν παραμεληθεί ή κακοποιηθεί.
Το πρόβλημα της νεολαίας
Αν και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ήταν με την αυστηρή έννοια φασιστικό, και ο ίδιος ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς προσωπικά επηρεάστηκε περισσότερο από τον πορτογάλο δικτάτορα Αντόνιο Σαλαζάρ, είχε κοινά χαρακτηριστικά με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης της νεολαίας. Το 1936, ο Μεταξάς δημιούργησε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας ή ΕΟΝ, την ελληνική εκδοχή της Gioventù Italiana del Littorio και της Hitlerjugend, που προσπαθούσε να διαμορφώσει τους ανηλίκους σε μελλοντικούς υποστηρικτές — αν όχι σε λειτουργούς — του καθεστώτος.
Όπως συνέβαινε και με κάθε άλλη φασιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη, οι πολιτικές επιλογές του Μεταξά προσπαθούσαν συχνά να αντιμετωπίσουν τις φωνές που πίεζαν για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, εμπνευσμένες από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που είχε ανθίσει στις αρχές του αιώνα. Στο βιβλίο της «Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, η Έφη Αβδελά, καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έχει γράψει για μια σειρά προοδευτικών κοινωνιολόγων, νομικών θεωρητικών, φεμινιστών και σοσιαλιστών στον Μεσοπόλεμο, που υποστήριξαν μεταξύ άλλων την καθιέρωση πρόνοιας αντί κυρώσεων για τους ανηλίκους. Σύμφωνα με την αφήγηση της Αβδελά, διάλογος περί «ποινικοποίησης εναντίον πρόνοιας» θα συνεχιζόταν για δεκαετίες μετά τον πόλεμο, αν και η ζυγαριά πάντα έγερνε βαριά προς την πρώτη.2
Δύο νόμοι της κυβέρνησης Μεταξά θα παγίωναν την ιδέα ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες (με όλες τις συνέπειες που συνεπαγόταν αυτή η λέξη εκείνη την εποχή) που χρειαζόταν να αναμορφωθούν, αντί για πιο προοδευτικές προσεγγίσεις για το προνοιακό σύστημα. Τον Δεκέμβριο του 1939, με νόμο θεσπίστηκαν οι δικαστές και οι εισαγγελείς ανηλίκων. Έναν χρόνο αργότερα, αφότου η Ελλάδα είχε μπει στον πόλεμο κατά του Άξονα, νομοθετήθηκε ένα συνοπτικό σχέδιο για τη λειτουργία των αναμορφωτικών θεσμών, εισάγοντας δύο νέες οντότητες που υπάγονταν στον εισαγγελέα: τον επιμελητή ανηλίκων και τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων. Και οι δύο υπηρεσίες επιφορτίστηκαν κυρίως με την καθοδήγηση των ανηλίκων μέσα στο σύστημα της δικαιοσύνης, είτε αυτό σήμαινε τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας για το παρελθόν του ανήλικου είτε την παροχή υποστήριξης στον ανήλικο που αντιμετώπιζε το δικαστικό σύστημα. Στελεχώθηκαν κυρίως από εθελοντές.
Έναν μήνα μετά την ψήφιση του νόμου του 1940, με την Ελλάδα στα πρόθυρα της κατοχής του Άξονα, ο Μεταξάς πέθανε. Αλλά οι συντηρητικές αντιλήψεις για την νεανική εγκληματικότητα αποκρυσταλλώθηκαν στους νόμους του και οι νεοϊδρυθείσες υπηρεσίες άρχισαν να εργάζονται με ανηλίκους, αν και οι πρακτικές τους τροποποιήθηκαν για να αντιμετωπίσουν επίσης την ανθρωπιστική κρίση που προκλήθηκε από την κατοχή. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Αβδελά, 4.600 ανήλικοι πέρασαν από το σύστημα δικαιοσύνης μόνο το 1941, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας των εθελοντών επικεντρώθηκε στη συλλογή και διανομή τροφίμων και ρουχισμού.
Από το 1947 και μετά, ορισμένες Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων άρχισαν να λειτουργούν τα δικά τους ιδρύματα, τα οποία παρείχαν ένα προσωρινό καταφύγιο για αποκατάσταση μεταξύ της στιγμής που ένας ανήλικος αποφυλακιζόταν από ένα κέντρο αναμόρφωσης και του χρόνου που επέστρεφε ελεύθερος στην κοινωνία. Ως και την πτώση της χούντας, το 1974, όταν οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί σταδιακά θα φιλελευθεροποιούνταν, οι Επιμελητές Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων θα διαχειρίζονταν κάθε είδους «ηθικούς πανικούς» που επικεντρώνονταν στις νεανικές κουλτούρες: τεντιμποϊσμός, ροκ εν ρολ, σεξουαλική απελευθέρωση και αριστερισμός — όλα καταχωρήθηκαν στην κατηγορία «αντικοινωνική συμπεριφορά».
Σωστές αξίες
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το θέμα της παιδικής προστασίας πήρε μια πιο σκοτεινή τροπή και για τις δύο ανταγωνιστικές πλευρές και τα πραγματικά γεγονότα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και διαξιφισμών μέχρι σήμερα. Το 1947, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν στρατιωτική, τεχνική και οικονομική βοήθεια στην ελληνική κυβέρνηση και τον Εθνικό Στρατό της κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που είχε συσταθεί από το ΚΚΕ και πρώην αντάρτες της αντίστασης. Το μέγεθος της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε τώρα να εξαπολύσει αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών των ανταρτών, οι οποίες περιέλαβαν και την πρώτη τεκμηριωμένη χρήση βομβών ναπάλμ.
Από το 1948, όταν η ζυγαριά του πολέμου άρχισε να γέρνει υπέρ της κυβέρνησης, οι αντάρτες άρχισαν να μεταφέρουν παιδιά μακριά από τις ζώνες συγκρούσεων της βόρειας Ελλάδας που βομβαρδίζονταν, σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Οι φιλοκυβερνητικές φωνές το ονόμασαν αυτό «παιδομάζωμα». Φωνές υποστηρικτικές προς τον Δημοκρατικού Στρατό, με τη σειρά τους, αντέδρασαν αποκαλώντας την πρακτική «παιδοσώσιμο» ή «σωτηρία». Μέχρι σήμερα, αριστεροί και προοδευτικοί ιστορικοί αντιδικούν με δεξιούς και συντηρητικούς για το αν επρόκειτο για ανθρωπιστική επιχείρηση ή για στρατολόγηση.
Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Παύλος Α’ είχε ανέβει στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας και η σύζυγός του, Φρειδερίκη του Ανοβέρου, είχε γίνει βασίλισσα. Η βασιλική οικογένεια είχε θέσει υπό την αιγίδα της κάθε είδους φιλανθρωπικές εταιρείες της υψηλής κοινωνίας από τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων αρκετές αφιερωμένες στα παιδιά, με ιδιαίτερη έμφαση στην νεανική παραβατικότητα.
Η Φρειδερίκη συνδύασε την παράδοση της βασιλικής οικογένειας στη φιλανθρωπία με τη δική της κλίση στην πολιτική και ξεκίνησε μια επιχείρηση παράλληλη με το καλούμενο «παιδομάζωμα» των ανταρτών, την οποία η κυβέρνηση αποκάλεσε «παιδοφύλαγμα», απομακρύνοντας παιδιά από τις ζώνες συγκρούσεων και τοποθετώντας τα σε ειδικά ιδρύματα που ονομάστηκαν «Παιδοπόλεις».
Αυτή η επιχείρηση, που θεσπίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα το 1947, ονομάστηκε «Έρανος “Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος” υπό την Υψηλήν Προστασίαν της Αυτής Μεγαλειότητος, της Βασιλίσσης», αν και όλοι θα την αναφέρουν απλώς ως «Έρανο», ή μετά το 1955 ως Βασιλική Πρόνοια. Πραγματοποιήθηκε από τον Εθνικό Στρατό. Πενήντα τρεις τέτοιες Παιδοπόλεις άνοιξαν σε όλη την Ελλάδα, όλες με παρόμοιο μοντέλο: αυστηρή ανατροφή και καθημερινό στρατιωτικό πρόγραμμα που θα ενέπνεε «σωστές αξίες» στα παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της νεότητάς της στο Ανόβερο, η Φρειδερίκη ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας και στην Ελλάδα θεωρούνταν συμπαθούσα προς το ναζιστικό καθεστώς (καθώς και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Στο βιβλίο του για τα παιδιά του εμφυλίου, ο ιστορικός Λουκιανός Χασιώτης υποστηρίζει ότι ο Έρανος διαμορφώθηκε τουλάχιστον εν μέρει στο πρότυπο της Auxilio Social, της προνοιακής οργάνωσης του καθεστώτος Φράνκο στην Ισπανία, που είχε αναλάβει την περίθαλψη και την «αναμόρφωση» των παιδιών των ηττημένων Δημοκρατικών.3
Δεδομένου ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος αναγνωρίζεται πλέον ευρέως ως το πρώτο επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η σύγκρουση για τα παιδιά διαδραματίστηκε επίσης σε διεθνές επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση χαρακτήρισε την απομάκρυνση των παιδιών από τις ζώνες συγκρούσεων από τους αντάρτες ως «γενοκτονία», μια θέση που έγινε αποδεκτή από την Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB) στην έκθεσή της του 1948. Η ιδέα προωθήθηκε και από αξιωματούχους με εξέχουσες θέσεις στη διεθνή σκηνή, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών είχε επιφορτιστεί με τη διερεύνηση του τι έκαναν οι αντάρτες — αλλά, φυσικά, όχι τι συνέβαινε στις Παιδοπόλεις.
Όσα έχουν γίνει γνωστά για τη ζωή μέσα στις Παιδοπόλεις προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από προφορικές αφηγήσεις των παιδιών που μεγάλωσαν εκεί. Το 2007, όταν στη δημοφιλή εκπομπή Η μηχανή του χρόνου προβλήθηκαν δύο επεισόδια για τα παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν ζήσει στις Παιδοπόλεις στα παιδικά τους χρόνια διέφεραν ακόμη και μέσα στο ίδιο επεισόδιο. Αυτή η ασυμφωνία στις μαρτυρίες των παιδιών, σήμερα πια σε μεγάλη ηλικία, παρατηρείται στα ΜΜΕ μέχρι σήμερα.4 Κάποιοι αναπολούν την παραμονή τους στις Παιδοπόλεις με νοσταλγία και άλλοι με πιο κριτική ματιά, πυροδοτώντας ακόμη και λογοτεχνικές διαμάχες: στο βιβλίο του Ο θολός βυθός, ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς θυμάται τον χρόνο του σε μια Παιδόπολη ως τραύμα που τον στοιχειώνει στη μέση ηλικία του,5 ενώ ο Αντώνης Βενέτης, στο βιβλίο του Επιστολές θεωρεί τον Έρανο της Φρειδερίκης ωφέλιμο για τα παιδιά και δηλώνει την πεποίθησή του ότι «ο θολός βυθός» μπορεί να βρεθεί μόνο σε καθηλώσεις, προκαταλήψεις και εμμονές.6
Επί Φρειδερίκης, το ΠΙΚΠΑ έγινε ο δεύτερος πυλώνας της παιδικής μέριμνας, ένα είδος συμπληρώματος των Παιδοπόλεων, το οποίο στέγαζε παιδιά που είχαν μείνει ορφανά στον πόλεμο. Οι δομές του ΠΙΚΠΑ ακολούθησαν ένα παρόμοιο πρόγραμμα αυστηρής, στρατιωτικού τύπου ανατροφής και πραγματοποίησαν υιοθεσίες, απορροφώντας μερικές από τις εξέχουσες προσωπικότητες που είχαν δραστηριοποιηθεί στον Έρανο. Η Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του πρώην πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, ήταν ένα από τα μέλη της υψηλής κοινωνίας που είχαν ενεργά υποστηρίξει τον Έρανο και το 1950 έγινε Πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ, ενώ αργότερα εξελέγη βουλεύτρια με την ΕΡΕ και διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή — η πρώτη, μάλιστα, γυναίκα υπουργός στην ελληνική ιστορία.
Ο τρίτος πυλώνας των πρωτοβουλιών για τη φροντίδα των παιδιών της Φρειδερίκης ήταν τα λεγόμενα «Σπίτια του Παιδιού». Επρόκειτο για μικρούς παιδικούς σταθμούς σε χωριά της αγροτικής Ελλάδας (κυρίως στη βόρεια) που μετά το 1950 άρχισαν να δέχονται παιδιά, τα οποία είχαν τα προηγούμενα χρόνια φιλοξενηθεί στις Παιδοπόλεις, είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, και εκπαιδεύονταν εκεί όσο οι γονείς τους εργάζονταν. Χωρίς να υπάρχει δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικά σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές, τα Σπίτια του Παιδιού, 140 το 1955 και 260 ως το 1965, λειτουργούσαν ως νηπιαγωγείο ή δημοτικό σχολείο — με κάποιες «ιδιαιτερότητες»: σε αυτά, τα παιδιά διδάσκονταν αγροτικές και τεχνικές δεξιότητες αλλά και «θρησκευτικές και πατριωτικές αξίες».
Ο Έρανος μπορεί να ήταν προσωπικό έργο της Φρειδερίκης, αλλά η χρηματοδότησή του ήταν δημόσια. Η Βασιλική Πρόνοια χρηματοδοτήθηκε από ειδικούς φόρους εισαγωγής, δασμούς στα τσιγάρα (δύο τσιγάρα σε κάθε πακέτο), ποσοστά εισιτηρίων κινηματογράφου, μέρος των μισθών των εργαζομένων και άλλα μέτρα. Ερευνητές έχουν υπολογίσει μεταξύ 1949 και 1956, η Βασιλική Πρόνοια έλαβε παραπάνω από 186 εκατομμύρια δραχμές — και πολύ περισσότερα αργότερα.7
Η πλειονότητα των παιδιών που οδηγήθηκαν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, μόλις τη δεκαετία του 1980 με την εκστρατεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το δικαίωμα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, θα έβλεπε ξανά την Ελλάδα.
Αριστεροί και προοδευτικοί υποστηρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι ο Έρανος ήταν το πραγματικό «παιδομάζωμα». Σε κάθε περίπτωση, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και το τέλος του Εμφυλίου, μόνο 14 από τις Παιδοπόλεις συνέχισαν να λειτουργούν. Σήμερα, τέσσερις από αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν ως ιδρύματα για παιδιά.
Αναζήτηση για ρίζες
Εγκαταλελειμμένη ως νεογέννητη στην βρεφοδόχο του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών, η Μαίρη Θεοδωροπούλου διευθύνει σήμερα τη ΜΚΟ «Ρίζες» και έχει εμφανιστεί πολλές φορές στα ΜΜΕ μιλώντας για την προσπάθειά της να βρει τους βιολογικούς της γονείς, αφού ανακάλυψε στα είκοσί της ότι την είχαν παιδοθετήσει. Οι μέχρι σήμερα προσπάθειές της δεν έχουν ευδοκιμήσει. Αυτή και άλλοι επτά, που όλοι είχαν μείνει στο Δημοτικό Βρεφοκομείο ως παιδιά, ίδρυσαν τη ΜΚΟ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αναζητήσουν τους βιολογικούς τους γονείς.
Η Θεοδωροπούλου έχει μελετήσει εκτενώς το ιδρυματικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Όχι μόνο η οργάνωση «Ρίζες» εκπόνησε το 2015 τη μοναδική ολοκληρωμένη μελέτη που εξέτασε την κατάσταση των ελληνικών ιδρυμάτων για παιδιά, αλλά η εργασία της για τον εντοπισμό των ριζών των παιδοθετημένων παιδιών σημαίνει ότι έχει ακούσει έναν τεράστιο αριθμό προσωπικών ιστοριών για το τι συμβαίνει μέσα σε αυτά τα ιδρύματα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την Θεοδωροπούλου, υπήρξε μια περαιτέρω μεγάλη στροφή προς την ιδρυματοποίηση. «Η πρακτική των τροφών, ανάδοχων που πληρώνονταν για να θηλάζουν και να φροντίζουν τα μωρά, υπήρχε από τα τέλη του 19ου αιώνα», μας είπε. «Η έλλειψη γάλακτος και η απόλυτη φτώχεια σήμαιναν ότι διαφορετικά τα μωρά θα πέθαιναν». Τα κρατικά ιδρύματα λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως μεταβατικές δομές που θα ανέθεταν ένα νεογέννητο σε μια τροφό μετά από μια σύντομη παραμονή. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, οι τροφοί λειτούργησαν ως μέσο για την ανακούφιση των ιδρυμάτων από την πίεση που προκαλεί ο τεράστιος αριθμός παιδιών.
Η Θεοδωροπούλου μας είπε πώς, μετά το τέλος του πολέμου, το πλαίσιο των τροφών διευρύνθηκε. Το ΠΙΚΠΑ, που φρόντιζε πολλά από τα ορφανά ή εγκαταλειμμένα παιδιά, θα τα παρέδιδε τώρα σε οικογένειες, μερικές από τις οποίες πήραν πολλά παιδιά. «Αλλά δεν υπήρχε πλαίσιο», είπε. «Δεν υπήρχαν κανόνες υγιεινής, καμία επίβλεψη, και η αμοιβή των ανάδοχων γονέων ήταν χαμηλή και όχι σταθερή. Μια τροφός θα έφερνε πίσω το σώμα ενός μωρού που είχε πάρει και θα έλεγε στο προσωπικό του ιδρύματος ότι είναι «παγωμένο» — δηλαδή νεκρό. Σε άλλες περιπτώσεις, ανάδοχες οικογένειες εγκατέλειψαν ξανά τα παιδιά. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις κακοποίησης, ακόμη και βιασμού. Όλα αυτά υπονόμευσαν την ανάδοχη φροντίδα και τα ιδρύματα κέρδισαν έδαφος».
Η κακοποίηση των παιδιών που πέρασαν από το σύστημα ανάδοχης φροντίδας χωρίς επίβλεψη μπορούσε να παραταθεί ακόμη και όταν ήταν έξω από αυτό. Η Θεοδωροπούλου μάς είπε την ιστορία ενός αγοριού που προσπάθησε να αναφέρει ότι οι ανάδοχοι γονείς του τον κακοποίησαν σεξουαλικά. Κρίθηκε ψυχικά άρρωστος και βίαια παραδόθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε άλλες περιπτώσεις, παιδιά με αναπηρία και παιδιά με ψυχικές ασθένειες ή αναπτυξιακά προβλήματα, θα κατέληγαν στο ΠΙΚΠΑ Λέρου, που ιδρύθηκε το 1963 για να φιλοξενήσει παιδιά από το Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο «Νταού Πεντέλης», στο πλαίσιο του συνολικού έργου της μεταφοράς — και απομόνωσης — ψυχικά ασθενών από όλη τη χώρα στη Λέρο.
Το ΠΙΚΠΑ Λέρου αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Αποικίας Ψυχοπαθών», που ιδρύθηκε στο νησί το 1957 και σήμερα είναι γνωστή ως το διαβόητο «κολαστήριο». Πολλοί από αυτούς που είχαν εγκλειστεί στο «κολαστήριο» δεν θα έφευγαν ωσότου μια διεθνής πρωτοβουλία αποϊδρυματοποίησης τη δεκαετία του 1990, που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ, ακολούθησε μια σειρά από δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο και ένα ντοκιμαντέρ που είχαν αποκαλύψει τις φρικτές συνθήκες στις οποίες είχαν υποβληθεί οι ασθενείς. 8
Από το 1939, όταν περιήλθε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Υγείας, το ΠΙΚΠΑ έχει υποστεί πολλές αλλαγές στη διοικητική δομή και την εποπτεία, αλλά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επεκτάθηκε σχεδόν στο μέγεθος ενός πλήρους συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και πρόνοιας για ανηλίκους. Στο απόγειό του, οι υπηρεσίες του περιλάμβαναν τα πάντα, από σχολεία για ιατρικό προσωπικό και κινητές ιατρικές μονάδες μέχρι κλινικές, νοσοκομεία και νηπιαγωγεία. Από το 1925 λειτουργούσε επίσης καλοκαιρινές κατασκηνώσεις από τον Ιούνιο ως τα τέλη Σεπτεμβρίου για ποιοτικό χρόνο και θεραπεία για παιδιά που πάσχουν από φυματίωση. Οι «Εξοχές», όπως ονομάζονταν, σταμάτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά άρχισαν να λειτουργούν ξανά μετά το 1945. Το 1948, η εντολή του επεκτάθηκε για να δεχτεί άπορα παιδιά με προβλήματα στην ανάπτυξη ή οποιαδήποτε χρόνια ασθένεια, και το 1951 για να συμπεριλάβει και εργαζόμενα παιδιά, καθώς και όλα τα παιδιά που παρακολουθούνταν από γιατρούς. Το 1956 το ΠΙΚΠΑ δημιούργησε την πρώτη του δομή για ανάπηρα παιδιά. Σταδιακά, θα κατέληγε να διευθύνει τα περισσότερα ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία στην Ελλάδα.
Η ιδρυματοποίηση στις Παιδοπόλεις, στα ορφανοτροφεία και στους παιδικούς σταθμούς δημιούργησε κι ένα πρόσθετο πρόβλημα που στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις οικογένειες: τις παράνομες παιδοθεσίες. Στα απομνημονεύματά της, η Φρειδερίκη είχε υποστηρίξει ότι οι κομμουνίστριες είχαν εγκαταλείψει τα παιδιά τους και ακόμη και ότι είδε μια γυναίκα να πετάει κυριολεκτικά το μωρό της, το οποίο υποτίθεται ότι το πήρε ένας αξιωματικός του στρατού και της το παρέδωσε. Μετά την πτώση της χούντας του 1967-1974, κομμουνιστές αντάρτες που είχαν εξοριστεί σε στρατόπεδα στα νησιά ανέφεραν ότι τα παιδιά τους απήχθησαν από εκεί. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά μεταφέρθηκαν στις Παιδοπόλεις ή στο ΠΙΚΠΑ και στη συνέχεια δόθηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες, με εξαπάτηση των βιολογικών γονέων στους οποίους ειπώθηκε ότι τα παιδιά είχαν πεθάνει, ή και με χρηματικό αντάλλαγμα, σε ανάδοχους γονείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά με τη βοήθεια αξιωματούχων στις κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ, καθώς και ελληνοαμερικανικών οργανώσεων, όπως η AHEPA (American Hellenic Educational Progressive Association). Παρόλο που ο ελληνικός Τύπος είχε δημοσιεύσει άρθρα για το θέμα από τη δεκαετία του 1960, μόλις το 1996 τα αμερικανικά ΜΜΕ άρχισαν να ξεθάβουν την ιστορία για να φτάσουν στο βάθος της. Η πλήρης έκταση αυτού που είχε συμβεί αποκαλύφθηκε το 2019, με το βιβλίο Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo? της Gonda Van Steen, καθηγήτριας Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου.9
Ανακαλύπτοντας το θύμα
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Βασιλιά Κωνσταντίνου κατά της χούντας, τον Δεκέμβριο του 1967, η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι, σε μια περίεργη ανατροπή της μοίρας, ήταν οι δικτάτορες που έφεραν την πρόνοια, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των παιδιών, υπό την αρμοδιότητα του κράτους. Με Νομικό Διάταγμα, το 1970, όλα τα βασιλικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά ιδρύματα — μαζί με τις χρηματοδοτικές τους διατάξεις — απορροφήθηκαν από τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας. Ο ρόλος τους δεν άλλαξε σημαντικά την επόμενη δεκαετία, αν και η εξέλιξη της Ελλάδας σε μια πιο προηγμένη οικονομία, μετά τη μακρά και ταραχώδη διαδικασία της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, σήμαινε ότι ο αριθμός των παιδιών που κινδύνευαν σταδιακά θα άρχιζε να μειώνεται.
Μόλις το 1981, όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το σύστημα πρόνοιας θα προχωρούσε στην επόμενη φάση. Ένα από τα πιο σημαντικά και με διάρκεια επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ ήταν η δημιουργία του ΕΣΥ (Εθνικού Συστήματος Υγείας), το 1983, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα συνοπτικό πλαίσιο για την υγειονομική περίθαλψη που περιλάμβανε και πτυχές της πρόνοιας. Το Υπουργείο που την επέβλεπε μετονομάστηκε πλέον σε Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
Τα πρώτα οκτώ χρόνια της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, από το 1981 έως το 1989, περιελάμβαναν πολλές αποφασιστικές, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, τα πολιτικά δικαιώματα και την εκπαίδευση, αλλά η πρόνοια εξακολουθούσε να υστερεί. Όχι μόνο ο Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας δεν γνώρισε καμία σημαντική αλλαγή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αλλά ειδικά όσον αφορά την προστασία των παιδιών, η ιδέα της πρόληψης της θυματοποίησης και της κακοποίησης, αν και κέρδιζε έδαφος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε σε κανέναν τομέα του ελληνικού κράτους.
Η Ξένη Δημητρίου, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχει υπηρετήσει τρεις θητείες ως εισαγγελέας ανηλίκων σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες. Έχει διαβάσει χιλιάδες σελίδες νομικής θεωρίας για τα παιδιά, έχει παρακολουθήσει εκατοντάδες συνέδρια και έχει ανταλλάξει απόψεις με δεκάδες άλλους εισαγγελείς σε όλο τον κόσμο. Όταν τη συναντήσαμε, λίγο μετά την αφυπηρέτησή της, μάς μίλησε για την εμπειρία της για το πού είχε οδηγήσει η μακρά άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τη θυματοποίηση των παιδιών.
Στις πρώτες μέρες της ως εισαγγελέας ανηλίκων στη δεκαετία του 1980 — «μια μη προνομιακή θέση, σχεδόν τιμωρία τότε» — είδε ξανά και ξανά αστυνομικούς να μπαίνουν στο γραφείο της με παιδιά που είχαν συλληφθεί βάναυσα. Ένα αγόρι μπήκε με πολύ πρησμένα αυτιά. Της είπε ότι του είχαν βάλει μανταλάκια στα αυτιά για να τον ανακρίνουν και τον είχαν κρεμάσει ανάποδα από το μπαλκόνι για να τον τρομάξουν να ομολογήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, ακολουθώντας το γράμμα του νόμου, αναγκάστηκε να ασκήσει δίωξη σε παιδιά έξι και επτά ετών ή να στείλει ανήλικους παραβάτες του νόμου σε ιδρύματα που ήταν στην πραγματικότητα φυλακές.
Η Δημητρίου αναφέρθηκε στην Καλλιόπη Σπινέλλη, γνωστή ποινικολόγο ως «δάσκαλό της, δάσκαλο όλων μας». Η Σπινέλλη πιστώνεται, μεταξύ πολλών άλλων, ότι πρότεινε την αντικατάσταση του όρου «ανήλικοι εγκληματίες» με «ανήλικους παραβάτες» και ότι υποστήριξε μια παιδαγωγική αντί για μια ποινική προσέγγιση της δικαιοσύνης για τους ανηλίκους. Κάποιοι άλλοι εξέχοντες θεωρητικοί και επαγγελματίες του δικαίου άρχισαν σταδιακά να υποστηρίζουν μια διαφορετική σχέση μεταξύ των παιδιών και του κράτους.
Οι σύγχρονες διεθνείς ιδέες για τα δικαιώματα των παιδιών μιλούν μόνο για «θύματα», επέμεινε η Δημητρίου. «Δεν το γνωρίζαμε στην Ελλάδα, αλλά η προστασία των θυμάτων δεν ήταν νέο θέμα διεθνώς», μάς είπε. «Αν και στις ΗΠΑ, η προστασία των θυμάτων άρχισε να γίνεται συστηματική περίπου εκείνη την εποχή, το 1985, με τη δημιουργία Μονάδων Υπηρεσιών Θυμάτων που λειτουργούν σε δικαστήρια ανηλίκων εκεί. Ήταν ένας Εισαγγελέας που ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία το 1985. Έτσι, το 1983, αυτές οι ιδέες είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η καθηγήτρια Σπινέλλη μάς είχε μιλήσει και για τα θύματα, στο πλαίσιο της προστασίας των ανηλίκων. Απλώς δεν ήξερα ότι η Εισαγγελία δεν κάλυπτε και αυτόν τον τομέα. Έτσι, όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί, είπα ότι η Εισαγγελία θα έχει διπλή πτυχή. Στη συνέχεια, ζητήσαμε να ακολουθήσει η αστυνομία και το έκανε. Όλα όσα περνούν μέσα από το δικαστικό σώμα και τις αστυνομικές υπηρεσίες θα πρέπει να έχουν διπλή πτυχή. Η μία πτυχή είναι ο ανήλικος δράστης και η άλλη πτυχή το ανήλικο θύμα. Τόσο επειδή οι ανήλικοι συχνά αλλάζουν μεταξύ αυτών των δύο ρόλων όσο και επειδή, εκείνη την εποχή, τα πράγματα δεν γίνονταν αντιληπτά υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη και οι ΗΠΑ ήταν ακόμα στα πρώτα στάδια».
Σε μια ομιλία της που έδωσε το 1991, μεταξύ των θητειών της ως εισαγγελέα ανηλίκων, η Δημητρίου είπε ότι είχε συνταχθεί νομοσχέδιο για «Μονάδες Φροντίδας Ανηλίκων» από το 1984. Σκοπός του σχεδίου ήταν η δημιουργία μιας δομής, έτσι ώστε «οι ανήλικοι παραβάτες ως 12 ετών να μην εμπλέκονται με κανένα τρόπο με μηχανισμούς καταστολής, όπως η αστυνομία, ο εισαγγελέας και το Δικαστήριο Ανηλίκων, αλλά να φροντίζονται από τις υπηρεσίες πρόνοιας». Στη συνέχεια, περιέγραψε τις βέλτιστες πρακτικές που βρέθηκαν σε υπάρχοντα ιδρύματα — σταματώντας σε ένα σημείο για να αναρωτηθεί αν «ήρθε η ώρα να νομοθετηθεί ότι οι ανήλικοι παραβάτες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες. Η κοινωνία ανταποκρίνεται θετικά. Γιατί να καθυστερήσουμε άλλο;»
Η ομιλία της Δημητρίου το 1991 απηχούσε τις ιδέες που θα άρχιζαν να διαμορφώνουν νέες έννοιες για την παιδική προστασία. Το 1985 και το 1990, ο ΟΗΕ είχε δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές για την απόδοση δικαιοσύνης στους ανήλικους παραβάτες και την πρόληψη της παραβατικότητας σε ανηλίκους αντίστοιχα. Την ίδια περίοδο είχε ψηφιστεί και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Τα πράγματα άλλαζαν, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας ο ρυθμός ήταν και παραμένει αργός. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990 έκαναν μερικές προσπάθειες να εκσυγχρονίσουν το σύστημα πρόνοιας ή μάλλον να το δημιουργήσουν, αφού σε όλη την εξέλιξή τους οι διάφορες υπηρεσίες λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Το 1992, ένας νόμος ουσιαστικά διέλυσε τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας και το ΠΙΚΠΑ, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύστημα που τέθηκε υπό την εξουσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.
Ένας άλλος νόμος, το ίδιο έτος, εισήγαγε νομικές διαδικασίες για την ανάδοχη μέριμνα και τροποποιήθηκε το 1996, προσθέτοντας ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τον ρόλο των κοινωνικών ερευνών στις διαδικασίες παιδοθεσίας και αναδοχής. Αυτός ο νόμος έκανε επίσης ένα σημαντικό βήμα αλλάζοντας τους νόμους του Μεταξά για την εισαγωγή κοινωνικών υπηρεσιών στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, αν και η εντολή τους παρέμεινε να χειρίζονται την παραβατικότητα των ανηλίκων.
Το σημαντικότερο ίσως τότε βήμα έγινε το 1998 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτή τη φορά επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, όταν επιχειρήθηκε η δημιουργία Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας. Τα επόμενα χρόνια, οι μονάδες του πρώην ΠΙΚΠΑ συγκεντρώθηκαν διαδοχικά και στη συνέχεια αποκεντρώθηκαν ξανά. Γενικά υπό την εποπτεία της περιφερειακής διοίκησης, αυτές οι μονάδες ακολούθησαν διαφορετικές πορείες. Μια ενσάρκωση μετά το ΠΙΚΠΑ, η μονάδα Λεχαινών για παιδιά με ειδικές ανάγκες, έγινε παγκοσμίως γνωστή για τις φρικτές συνθήκες της.
Το νέο σύστημα έδωσε σαφείς ρόλους στις περιφερειακές διοικήσεις, αλλά επίσης ξεκαθάρισε τους όρους υπό τους οποίους οι ιδιωτικές ΜΚΟ θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν προγράμματα πρόνοιας. Έτσι, η δεκαετία του 1990 ήταν επίσης η δεκαετία κατά την οποία οι ΜΚΟ θα άρχιζαν όλο και περισσότερο να παρεμβαίνουν και να καλύπτουν τις ελλείψεις στην προστασία των παιδιών. Το ελληνικό παράρτημα των Παιδικών Χωριών SOS ήταν ενεργό από το 1975, αλλά τώρα η μη κυβερνητική φροντίδα για τα παιδιά θα γίνει πιο πολυσχιδής. Το Χαμόγελο του Παιδιού δημιουργήθηκε το 1995 και η Κιβωτός του Κόσμου θα ακολουθούσε το 1998. Και οι τρεις αυτοί οργανισμοί θα αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια και θα καλύπτουν ενεργά τα κενά της κρατικής πρόνοιας.
Η δεκαετία έκλεισε με ένα προεδρικό διάταγμα το 1999 που προσπάθησε να περιορίσει τις παράνομες παιδοθεσίες, αναθέτοντας όλες τις ευθύνες επίβλεψης στις περιφερειακές υπηρεσίες πρόνοιας — περιφερειακά ιδρύματα και Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας. Με μια τροπολογία του 2003, ακόμη περισσότερες ευθύνες πρόνοιας θα κατευθυνθούν στις περιφερειακές υπηρεσίες υγείας που είχαν δημιουργηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση που συνοδεύει το προσχέδιο του νομοσχεδίου, αυτό θα επιτρέψει «καλύτερο συντονισμό, παρακολούθηση και αξιολόγηση» των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών που επιβλέπει την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σημείωσε αυτή την προσπάθεια, αλλά διαπίστωσε ότι δεν αποτελούσε ένα συνεκτικό σύστημα παιδικής προστασίας. Μερικά από τα προβλήματα που τόνισε η επιτροπή περιελάμβαναν την έλλειψη σαφούς εντολής μεταξύ των αρχών και ενός κεντρικού φορέα που θα συντόνιζε όλες τις υπηρεσίες, προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Η ομιλία της Ξένης Δημητρίου το 1991 τελείωσε λέγοντας ότι «ίσως είναι καιρός να μεγαλώσει το δίκαιο των ανηλίκων». Σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου έντονων πιέσεων από επαγγελματίες παιδικής προστασίας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός κατάλληλου συστήματος πρόνοιας για τα παιδιά. Αλλά στη δεκαετία του 1990, ένα σύστημα πρόνοιας που θα αντιμετώπιζε προβλήματα που δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν με επιδόματα ήταν ακόμα μια πρόκληση. Η λέξη αποϊδρυματοποίηση είχε πολύ πρόσφατα διαδοθεί για πρώτη φορά μετά τις προσπάθειες αλλαγής των συνθηκών στη Λέρο. Και μόλις είχαν αρχίσει να ακούγονται φωνές ειδικών που μιλούσαν για το πώς η ιδρυματοποίηση των παιδιών είναι συνολικά επιβλαβής.
Εν τέλει, το 2010, μια τροποποίηση νόμου του καθεστώτος Μεταξά, η οποία εξουσιοδοτούσε τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων να ασχολούνται όχι μόνο με την «παραβατικότητα» αλλά επίσης και με την «θυματοποίηση» των ανηλίκων, σηματοδότησε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του οπισθοδρομικού χαρακτήρα της παιδικής προστασίας — αν και, ως επί το πλείστον, συμβολικά.
Ωστόσο, τη στιγμή που η ανάγκη να μετατοπιστεί το επίκεντρο του συστήματος προστασίας των παιδιών γινόταν εμφανής στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη μιας τρομερής οικονομικής κρίσης. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν εισαγάγει από τότε μια σειρά «σχεδίων» για την προστασία των παιδιών, τα οποία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ελάχιστες από τις διατάξεις τους έχουν εφαρμοστεί.
- Βλ. Μαρία Αθανασοπούλου, Μαριάννα Δρακοπούλου, Ιστορική αναφορά εγκαταλελειμμένων νηπίων στην Ελλάδα (Ιστορική ανάδρομη για τα εκθέματα στην Ελλάδα), Το Βήμα του Ασκληπιού, τόμος 9, τεύχος 1, Ιαν-Μάρτιος 2010, διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ.[↩]
- «Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, εκδόσεις Πόλις, 2013[↩]
- Λουκιανός Χασιώτης, Τα Παιδιά του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2013[↩]
- Βλ. για παράδειγμα, Μαρίνα Καρποζήλου, “Μεγαλώνοντας στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης: Τα ‘ανταρτόπληκτα’ παιδιά της ‘Μεγάλης Μητέρας’”), News247.gr, 1/9/2016[↩]
- Γιάννης Ατζακάς, Ο θολός βυθός, Άγρα, 2009[↩]
- Αντώνης Ν. Βενέτης, Επιστολές, Αρμός, 2014[↩]
- Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Ιός, Βασιλικό παρακράτος προνοίας, Ελευθεροτυπία, 15.12.2002.[↩]
- Η αποϊδρυματοποίηση στη Λέρο έχει τεκμηριωθεί σε διάφορες πηγές. Ψυχίατροι που συμμετείχαν στη διαδικασία όπως ο Ιωάννης Λουκάς, ο Ιωάννης Τσιάντης, ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου και ο Felix Guattari, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει όλοι τους δικούς τους αφηγήσεις και σχόλια γι’ αυτήν.[↩]
- Gonda Van Steen, Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo?, University of Michigan Press, 2019· Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα: Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, Εκδόσεις Ποταμός, 2021.[↩]