Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Ετικέτα: Εισαγγελίες ανηλίκων

  • Αναλυτικό ρεπορτάζ

    Μέρος Β΄: «Κορίτσια, χέρια – πόδια – πάτωμα!»

    Τώρα που ολοκληρώθηκη πρώτη δίκη της Κιβωτού του Κόσμου, είναι η στιγμή να καταγράψουμε και να αναλογιστούμε όσα μάθαμε από τότε που ξέσπασαν οι καταγγελίες για μια από τις πιο γνωστές και σεβαστές οργανώσεις παιδικής[...]

  • Αναλυτικό ρεπορτάζ

    Μέρος Α΄: «Παπαντώνη μας, λεβέντη!»

    Τώρα που ολοκληρώθηκε η πρώτη δίκη της Κιβωτού του Κόσμου, είναι η στιγμή να καταγράψουμε και να αναλογιστούμε όσα μάθαμε από τότε που ξέσπασαν οι καταγγελίες για μια από τις πιο γνωστές και σεβαστές οργανώσεις[...]

  • Ρεπορτάζ

    Κιβωτός: Η «βραβευμένη γεωργική σχολή» δεν ήταν ούτε βραβευμένη ούτε σχολή

    Η καταναγκαστική εργασία παιδιών είναι μία από τις βασικές κατηγορίες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο ιδρυτής της Κιβωτού, ιερέας Αντώνιος Παπανικολάου, αλλά και επτά ακόμα στελέχη της οργάνωσης. Από την πλευρά τους απαντούν ότι[...]

  • Ανασφάλεια δικαίου με τον Νόμο Φλωρίδη κατά των Παρατηρητηρίων

    Για την ίδια διάταξη και για την ίδια ακριβώς πράξη — την γραπτή ανταπόκριση από μια δημόσια δίκη — τρία δικαστήρια έχουν φτάσει σε τρεις ριζικά διαφορετικές ερμηνείες.

    Σήμερα, 24 Σεπτεμβρίου 2024, στο Θ ́ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά τη διάρκεια της δίκης οκτώ πρώην στελεχών της Κιβωτού του Κόσμου, σημειώθηκε άλλη μια απόπειρα — η τρίτη τους τελευταίους μήνες — να χρησιμοποιηθεί ο Νόμος Φλωρίδη (άρθρο 31 του νόμου 5119/2024) για να απαγορευτεί στις ανταποκρίτριες και στους ανταποκριτές των Παρατηρητηρίων να καλύπτουν δίκες δημοσίου ενδιαφέροντος. 

    Συγκεκριμένα, ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης ζήτησε από το δικαστήριο να απαγορεύσει στο Kivotos Trial Watch να καλύπτει τη δίκη και μάλιστα να διατάξει τη σύλληψη της ανταποκρίτριας και του ανταποκριτή μας με την αυτόφωρη διαδικασία.

    H προηγούμενη παρόμοια απόπειρα σημειώθηκε στις 17 του περασμένου Ιουλίου, στο Α΄ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όταν οι συνήγοροι υπεράσπισης στελεχών της Χρυσής Αυγής ζήτησαν να αποβληθεί από την αίθουσα το Golden Dawn Watch.

    Και η πρώτη παρόμοια απόπειρα είχε σημειωθεί τη Δευτέρα 8 Ιουλίου, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, όπου ανταποκρίτριες και ανταποκριτές της δημοσιογραφικής ομάδας του ενημερωτικού μέσου OmniaTV κάλυπταν τη δίκη των κατηγορούμενων για τη ρατσιστική επίθεση εναντίον προσφύγων που είχε λάβει χώρα στην πλατεία Σαπφούς της Μυτιλήνης τον Απρίλιο του 2018. 

    Οι τρεις αυτές απόπειρες είχαν τρεις ολωσδιόλου διαφορετικές εκβάσεις. Στη δίκη της Κιβωτού του Κόσμου, το δικαστήριο — προς τιμή του — απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης, κρίνοντας ότι η καταγραφή του Kivotos Trial Watch δεν εμπίπτει στη διάταξη του Νόμου Φλωρίδη. Στη δίκη της Χρυσής Αυγής, το δικαστήριο επέτρεψε μεν την παραμονή του Golden Dawn Watch, αλλά παρέπεμψε το ζήτημα στον αρμόδιο εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες. Στη δίκη της Πλατείας Σαπφούς, το δικαστήριο έκρινε ότι η καταγραφή εμπίπτει στη διάταξη — η Πρόεδρος είπε μάλιστα ότι «είναι θέμα ερμηνείας» — και απέβαλε το Παρατηρητήριο. 

    Το γεγονός ότι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, για την ίδια διάταξη και για την ίδια ακριβώς πράξη — την γραπτή ανταπόκριση από μια δημόσια δίκη —, τρία δικαστήρια έχουν φτάσει σε τρεις ριζικά διαφορετικές ερμηνείες αποδεικνύει ότι:

    Πρώτον, το άρθρο 31 του νόμου 5119/2024 είναι τόσο ασαφές, ώστε να δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου.

    Δεύτερον, ο νόμος αυτός υποχρεώνει τα δικαστήρια να ερμηνεύουν κατά την εκάστοτε κρίση τους μια διάταξη που ουσιαστικά απαγορεύει τη γραπτή δημοσιογραφική ανταπόκριση από τις δικαστικές αίθουσες.

    Από την πρώτη στιγμή έχουμε τονίσει την αντισυνταγματικότητα αυτού του νόμου, ο οποίος περιορίζει αναίτια τη δημοσιότητα της δίκης και πλήττει ευθέως την ελευθερία του Τύπου. 

    Πλέον, έχουμε λόγους να θεωρούμε ότι τους μόνους που εξυπηρετεί η ύπαρξη αυτού του νόμου είναι αυτούς που έχουν συμφέρον οι δίκες δημοσίου ενδιαφέροντος να διεξάγονται εν κρυπτώ. Και που μπορούν να ελπίζουν ότι κάποια δικαστήρια θα συνταχθούν μαζί τους.

    Το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις δεν είναι λόγος επανάπαυσης. Διότι συνέβη. Και θα ξανασυμβεί αν δεν καταργηθεί άμεσα το άρθρο 31 του Νόμου Φλωρίδη.

  • Αναλυτικό ρεπορτάζ

    Όσα δεν ρωτούν οι αρχές και τα ΜΜΕ τους «16+ πατεράδες»

    Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε[...]

  • Παρατηρητήριο

    Πρακτικά 1ης Δίκης της Κιβωτού του Κόσμου

    Όσα ειπώθηκαν και συνέβησαν στην 1η δίκη της πρώην διοίκησης της Κιβωτού του Κόσμου, όπως τα κατέγραψαν σε κάθε δικάσιμο οι δημοσιογράφοι των ομάδων The Manifold και OmniaTV.

  • Η ανεξέλεγκτη δύναμη του εισαγγελέα

    Πρόσφατες καταδίκες για παιδική σεξουαλική κακοποίηση οδηγούν ίσως στην εντύπωση ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως…

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Προ ημερών, ο δικηγόρος Άρης Κυβέλος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 78 χρόνια φυλακή — 45 κατά συγχώνευση, 20 εκτιτέα — για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών και άλλα αδικήματα. Ο ίδιος έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφία ανηλίκων στην υπόθεση της Αρετής Παληού, ενώ δικάζεται αυτή την περίοδο και για τα κακουργήματα του βιασμού και της ασέλγειας σε βάρος της ίδιας γυναίκας, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί. Έχει επίσης προηγούμενη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία.

    Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών δεν αναγνώρισε στον κατηγορούμενο κανένα ελαφρυντικό και δεν του έδωσε αναστολή ως το Εφετείο, και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή.

    Στον αντίποδα της απόφασης του δικαστηρίου, η οποία ήταν ομόφωνη και σηματοδοτεί αν μη τι άλλο ότι οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν τις αποδείξεις εναντίον του κατηγορουμένου απολύτως επαρκείς, ο εισαγγελέας Νικόλαος Μύτης πρότεινε την πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου και αγόρευσε επί τετράωρο προκειμένου να τεκμηριώσει την κρίση του αυτή. 

    Μολονότι και εμάς, όπως και άλλους που παρακολουθούσαν τη δίκη, μάς έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η θέρμη με την οποία ο εισαγγελέας πάσχισε να αθωώσει τον κατηγορούμενο, κάνοντας χρήση ακόμη και επιχειρημάτων που ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν είχε επικαλεστεί, δεν σκοπεύουμε να διατυπώσουμε εικασίες για τα κίνητρά του, για τα οποία άλλωστε δεν έχουμε καμία γνώση ή πληροφορία. Αντιθέτως, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε ότι σχημάτισε την κρίση του αυτή ελεύθερα, κατά την συνείδησή του.

    Γι’ αυτό ακριβώς όμως είναι, κατά την άποψή μας, τόσο σημαντική η εισαγγελική πρόταση σε αυτή τη δίκη: διότι ο εισαγγελέας, κατ’ αναλογία προς τον δικαστή, διαμορφώνει ασφαλώς την κρίση του ελεύθερα κατά την συνείδησή του, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την διαμορφώνει αυθαίρετα, δεν σημαίνει ότι η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε περιορισμούς.

    Κάποιοι από αυτούς τους περιορισμούς είναι νομικοί, όπως λόγου χάρη η υποχρέωση να αιτιολογεί τεκμηριωμένα την αξιολόγηση των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Εξίσου, όμως, πρέπει να βαραίνουν και οι μη νομικοί περιορισμοί, η γνώση δηλαδή που μπορεί και πρέπει να πληροφορεί μια δικαστική υπόθεση, ανάλογα με το είδος της.

    Στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, εκτός από τους νόμους και τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν, υπάρχει και ένα σώμα επιστημονικών συμπερασμάτων που προέρχεται από άλλους κλάδους, όπως η ψυχολογία και η εγκληματολογία, το οποίο οι δικαστικές αρχές οφείλουν πλέον σήμερα να κατέχουν και να λαμβάνουν υπόψη τους.

    Μιλώντας λοιπόν για την εισαγγελική πρόταση του κ. Μύτη στην υπόθεση Κυβέλου, ο εισαγγελέας ήταν βέβαια ελεύθερος να θεωρήσει αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των φερόμενων κατά την αποδεικτική διαδικασία ως θυμάτων, δεν δικαιούταν όμως να το κάνει επειδή δεν κατήγγειλαν αμέσως τον βιασμό τους αλλά το έπραξαν μετά από χρόνια.

    Είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών παραδέχεται πως τα ανήλικα θύματα συχνά εμποδίζονται από πολλούς παράγοντες να καταγγείλουν αυτό που έχουν υποστεί. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ντροπή και το στίγμα, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η — απολύτως δικαιολογημένη — έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές, ο φόβος για τον δράστη (ειδικά όταν η παρουσία του στο περιβάλλον τους είναι εξακολουθητική) κ.ά. Είναι εξαιρετικά συχνό, μελετημένο και τεκμηριωμένο, το φαινόμενο να βρίσκουν τα θύματα το θάρρος να μιλήσουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές αφότου ενηλικιωθούν ή/και αφότου βρεθούν σε ασφαλέστερο περιβάλλον.

    Ούτε, επίσης, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή δεν μπόρεσαν να αναφέρουν στο ακροατήριο περισσότερα από πέντε συγκεκριμένα περιστατικά κακοποίησής τους, ενώ η κακοποίηση ήταν εξακολουθητική και διήρκεσε χρόνια. Και πάλι, εδώ, η ψυχολογία του ανήλικου θύματος που απωθεί με διάφορους μηχανισμούς το τραύμα του, που ανακαλεί τα τραυματικά γεγονότα συγκεχυμένα και που δυσκολεύεται να αφηγηθεί την εμπειρία του υπό την πίεση της δικαστικής διαδικασίας, είναι θέματα γνωστά που ένας δικαστικός λειτουργός οφείλει να συνυπολογίσει.

    Και ούτε, τέλος, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή αυτές διατηρούσαν κάποιου είδους «σχέση» με τον κακοποιητή τους ή/και είχαν κατά καιρούς εκφράσει συναισθήματα γι’ αυτόν.

    Οι περισσότερες υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν σωματική βία και έντονο καταναγκασμό αλλά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ειδικής «σχέσης» που ο κακοποιητής μεθοδικά οικοδομεί με τα θύματά του, της οποίας ο καταναγκασμός — συνήθως σχετικά ήπιος — είναι μόνο ένα μέρος. Ο κακοποιητής είναι συνήθως μια φιγούρα που εμπνέει κύρος, σεβασμό ή και θαυμασμό στο θύμα. Καλλιεργεί τη σχέση και χειραγωγεί το θύμα σταδιακά, ώστε να κάμψει κατά το δυνατόν τις αντιστάσεις του. Έτσι, συχνά τα θύματα βασανίζονται από αντιφατικά αισθήματα: νιώθουν την «υποχρέωση» να ενδώσουν στις πιέσεις του κακοποιητή τους, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αποστροφή· γνωρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει τους προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά την ίδια στιγμή νιώθουν ντροπή και ενοχή· θέλουν να απαλλαγούν από τον κακοποιητή τους αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην «σχέση» που αυτός τους έχει επιβάλει. Είναι παγιδευμένα.

    Η τακτική αυτή — που ονομάζεται grooming — είναι από τα πιο γνωστά θέματα στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφισβήτηση, και το να μη λαμβάνεται υπόψη σε μια δικαστική διαδικασία, πόσο μάλλον να χρησιμοποιείται σε βάρος του θύματος, είναι απαράδεκτο.

    Δεν μιλάμε εδώ για γνώσεις υψηλής εξειδίκευσης, που αδυνατεί να έχει ένας εισαγγελέας ή που για να τις προσεγγίσει θα έπρεπε να βασιστεί σε ειδικούς μάρτυρες — μ’ όλο που τέτοιοι μάρτυρες και υπάρχουν και κατέθεσαν στη συγκεκριμένη δίκη. Οι γνώσεις αυτές αποτελούν πλέον σήμερα τόσο αδιαμφισβήτητες βάσεις για την παιδική προστασία που θα έπρεπε να αποτελούν κοινούς τόπους για τις δικαστικές αρχές.

    Και είναι οι γνώσεις αυτές ενδεχομένως ακόμη πιο κρίσιμες κι από τους δικονομικούς περιορισμούς στον σχηματισμό της κρίσης του εισαγγελέα — όπως και του δικαστή — ακριβώς επειδή εδώ δεν υπάρχει το καταφύγιο του γράμματος του νόμου, όπως λόγου χάρη σε μια ελλιπώς αιτιολογημένη πρόταση ή απόφαση. Μ’ άλλα λόγια, είναι θεωρητικά τουλάχιστον πιο εύκολο να προστατευτεί κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που εκτιμά τις αποδείξεις με αυθαίρετο τρόπο, δίχως να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, καθώς μπορεί να καταφύγει στα εργαλεία που του δίνει ο νόμος. Πώς να προστατευτεί όμως κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που αγνοεί, παραγνωρίζει ή αδιαφορεί για τις πραγματικές συνθήκες στις οποίες συμβαίνει το έγκλημα που δικάζει;      

    Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επεσήμαναν ότι η εισαγγελική πρόταση στην υπόθεση των δύο γυναικών που κατήγγειλαν τον Άρη Κυβέλο έπεσε στο κενό. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στην υπόθεση του Κολωνού, στην οποία η πρόταση της εισαγγελέα Μαρίας-Ελένης Νικολού επίσης υποβάθμισε την κατάθεση του θύματος. Τα δικαστήρια τόσο στην υπόθεση Κυβέλου όσο και στην υπόθεση Μίχου αντιμετώπισαν τις εισαγγελικές προτάσεις ως μη γενόμενες και καταδίκασαν τους κατηγορούμενους σε βαρύτατες ποινές.  

    Το γεγονός αυτό οδηγεί κάποιους να θεωρούν ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως. 

    Η εισαγγελική πρόταση είναι κομβικό σημείο της ποινικής δίκης, όχι μόνο επειδή έτσι την ορίζει το δίκαιο αλλά επειδή ο εισαγγελέας εκπροσωπεί εκείνη τη στιγμή το κράτος. Στην κρίση του εισαγγελέα ενσαρκώνεται η κρίση του κράτους. Η στάση του αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αντιλαμβάνεται την ευθύνη της για απόδοση δικαιοσύνης.

    Υπάρχει όμως ένας ακόμη πιο σημαντικός — και λιγότερο φιλοσοφικός — λόγος: οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα στο ακροατήριο είναι ένα μόνο μέρος των καθηκόντων του. Κι αν στο ακροατήριο υπάρχουν δικαστές και κάποιες φορές ένορκοι που τελικά αποφασίζουν, δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις περιστάσεις στις οποίες ο εισαγγελέας παίρνει αποφάσεις δίχως να ελέγχεται από κανέναν. 

    Μιλώντας για την παιδική προστασία (αν και, φυσικά, υπάρχουν αναλογίες και σε άλλους τομείς), ο εισαγγελέας αποφασίζει για τις απομακρύνσεις παιδιών από τις οικογένειές τους και την εισαγωγή τους σε ιδρύματα· για την αξιολόγηση των γονέων τους· για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που θα διερευνήσει πιθανή κακοποίηση και — κυρίως — ποιος φορέας θα την διενεργήσει· και για τον αποκλεισμό ή μη της επικοινωνίας παιδιών που καταγγέλλουν κακοποίηση με τον καταγγελλόμενο γονέα. 

    Οι εισαγγελικές αυτές δυνάμεις επηρεάζουν με τη σειρά τους άμεσα ή έμμεσα μια σειρά από αστικές υποθέσεις, που αφορούν κυρίως τις τύχες των παιδιών μέσα στο σύστημα πρόνοιας αλλά και στις διενέξεις που αφορούν την επιμέλεια και την επικοινωνία. Μπορεί να σημάνουν, όπως έχουμε δει επανειλημμένα να συμβαίνει, ότι ένα παιδί θα βρεθεί εν μία νυκτί σε ένα ίδρυμα δίχως επαρκή λόγο, ή αντιστρόφως ότι θα βγει από ένα ίδρυμα και θα επιστραφεί στους γονείς του που θα το κακοποιήσουν ξανά. Μπορεί να σημάνει ότι ένα παιδί που καταγγέλλει κακοποίηση θα πάει στο δικαστήριο δίχως κατάλληλη πραγματογνωμοσύνη αλλά και ότι ένας γονέας που καταγγέλεται για βιασμό του παιδιού του θα εξακολουθήσει να έχει επικοινωνία μαζί του.

    Και σε όλα αυτά ο εισαγγελέας είναι στην πράξη ανεξέλεγκτος.  

    Η άγνοια, λοιπόν, η άρνηση ή η αδιαφορία των εισαγγελέων για τους κοινούς τόπους της παιδικής προστασίας δεν είναι απλώς κάτι που μπορεί να διορθώσει ένα ποινικό δικαστήριο. Είναι ένα εφιαλτικό εμπόδιο που ορθώνεται σε κάθε βήμα των παιδιών που ζητούν προστασία και δικαιοσύνη.

  • Μελέτη περίπτωσης

    Την έκλεισαν σε ίδρυμα όταν ήταν παιδί. Σήμερα της παίρνουν τα παιδιά της.

    Βρέθηκε σε ίδρυμα όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες έκριναν ακατάλληλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωνε τόσο η ίδια όσο και τα άλλα δυο της αδέρφια. Σήμερα, οι κοινωνικές υπηρεσίες έκριναν ακατάλληλες τις συνθήκες κάτω[...]

  • Μελέτη περίπτωσης

    Το «τέρας» της Λέρου

    Μια διαβόητη υπόθεση κακοποιημένων παιδιών σε ένα απομακρυσμένο νησί δείχνει πώς οι αρχές, οι υπηρεσίες πρόνοιας και οι τοπικές κοινωνίες αποτυγχάνουν να παράσχουν ένα δίχτυ ασφαλείας — ακόμη και όταν έχουν υπάρξει καταγγελίες και οι[...]