Μολονότι ο Δημήτρης Ινδαρές και οι δύο γιοι του αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών για τις κατηγορίες ότι οι ίδιοι είχαν ασκήσει βία εναντίον των αστυνομικών που τους συνέλαβαν, η υπόθεσή τους είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των τακτικών που χρησιμοποιούν η ΕΛ.ΑΣ. και η πολιτική ηγεσία για να συγκαλύψουν περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας.
Η υπόθεση Ινδαρέ είναι από τις πιο γνωστές και πολυσυζητημένες υποθέσεις αστυνομικής βίας των τελευταίων χρόνων. Είναι όμως και χαρακτηριστική διότι αποτυπώνει τις τακτικές που ακολουθούν τόσο η ΕΛ.ΑΣ. όσο και η πολιτική ηγεσία σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά και την τουλάχιστον αμφιλεγόμενη στάση του δικαστικού συστήματος.
Το περιστατικό εκτυλίχθηκε νωρίς το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης για την εκκένωση τριών κατειλημμένων κτιρίων στο Κουκάκι. Είχε προηγηθεί το «τελεσίγραφο» του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, για εκκένωση των καταλήψεων, το οποίο εξέφραζε τη μεγάλη βαρύτητα που απέδιδε η κυβέρνηση σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις και τη σημασία που είχαν για τη δημόσια εικόνα της.
Προσπαθώντας να παραβιάσουν την πόρτα σε μία από τις τρεις καταλήψεις, η οποία βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ, αστυνομικοί της ΕΚΑΜ (Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας), των ΟΠΚΕ (Ομάδες Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και των ΜΑΤ (ΥΑΤ: Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης) δέχτηκαν επίθεση από τους καταληψίες, οι οποίοι τους πέταξαν πέτρες, διάφορα αντικείμενα και μπογιές από τα παράθυρα και την ταράτσα του κτιρίου.
Οι καταγγελίες
Σύμφωνα με την οικογένεια, το ανδρόγυνο και οι δύο γιοι του είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία των συγκρούσεων στο διπλανό κτίριο. Ο Δημήτρης Ινδαρές είχε βγει από το σπίτι, είχε μετακινήσει το αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς από κάτω και είχε επιστρέψει ανενόχλητος. Λίγο αργότερα, χτύπησε η πόρτα και ένας μασκοφορεμένος αστυνομικός που συμμετείχε στην επιχείρηση που εκτυλισσόταν δίπλα, ζήτησε από τον Δημήτρη Ινδαρέ να περάσει μέσα από το σπίτι του για να βγει στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου. Ο κ. Ινδαρές τον ρώτησε αν υπήρχε κάποιο έγγραφο εισαγγελέα ή κάτι ανάλογο που να δίνει στον αστυνομικό τη δυνατότητα να επιχειρήσει μέσα στο σπίτι. Ο αστυνομικός έκανε μεταβολή δίχως να απαντήσει και έφυγε.
Η οικογένεια στη συνέχεια βγήκε στο μπαλκόνι της και παρατηρούσε την εξέλιξη της επιχείρησης, όπως και άλλοι περίοικοι. Κάποια στιγμή, σύμφωνα με τους ίδιους, άκουσαν θόρυβο από την ταράτσα τους και ανέβηκαν να δουν τι συμβαίνει, πρώτος ο Δημήτρης Ινδαρές με τους δύο γιους του να ακολουθούν. Εκεί, είπαν ότι είδαν τους αστυνομικούς να έχουν περάσει στη δική τους ταράτσα και ο κ. Ινδαρές ρώτησε και πάλι αν υπάρχει κάποιο έγγραφο που να τους επιτρέπει να βρίσκονται στο σπίτι του. Οι αστυνομικοί τους έριξαν στο έδαφος, βρίζοντάς τους και τους πατούσαν στην πλάτη και στο κεφάλι ώσπου να τους δέσουν τα χέρια πισθάγκωνα με tie-wrap. Τον Ινδαρέ τον κουκούλωσαν με το φούτερ του.
Στη σκηνή αυτή βρέθηκε μάρτυρας, σύμφωνα με την ίδια, η σύζυγος του Ινδαρέ και μητέρα των παιδιών, Έρση Σπαρτιώτη, η οποία ανέβηκε για να δει τι συμβαίνει αλλά αναγκάστηκε να ξανακατέβει όταν οι αστυνομικοί την απείλησαν. Τότε, πήρε πρώτα τηλέφωνο την άμεση δράση, ζητώντας βοήθεια. Στη συνέχεια επικοινώνησε με δικηγόρο και ύστερα με τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Τότε, σύμφωνα με την κ. Σπαρτιώτη, εμφανίστηκε εισαγγελέας, η οποία επέβλεψε την έρευνα η οποία έγινε στο σπίτι. Οι αστυνομικοί μετέφεραν τον κ. Ινδαρέ και τους δύο γιους του στη ΓΑΔΑ (Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής), όπου είχαν μεταφερθεί συλληφθέντες από τις άλλες δύο καταλήψεις στις οποίες είχε επιχειρήσει εκείνο το πρωί η αστυνομία. Κρατήθηκαν εκεί δίχως να τους επιτραπεί να επικοινωνήσουν με τους δικηγόρους τους ως τις δέκα το βράδυ περίπου, ενώ ενδιαμέσως μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο για ιατρική εξέταση. Μετά την παραμονή τους τη νύχτα στη ΓΑΔΑ, οδηγήθηκαν στην εισαγγελία το επόμενο πρωί.
Οι εκδοχές
Η ΕΛ.ΑΣ. αμέσως αμφισβήτησε όσα είχε δηλώσει η Έρση Σπαρτιώτη, αν και ο εκπρόσωπος Τύπου Θεόδωρος Χρονόπουλος έδωσε από την πρώτη στιγμή αντιφατικές εκδοχές των γεγονότων. Σε μία εκδοχή, λόγου χάρη, ισχυρίστηκε ότι: «Η γυναίκα ζήτησε παρουσία εισαγγελέα. Αστυνομικοί με την παρουσία εισαγγελέα εισήλθαν στην οικία και ανέβηκαν στην ταράτσα, όπου υπήρχαν τρία άτομα».
Σε άλλη εκδοχή, όμως, ισχυρίστηκε ότι οι αστυνομικοί μπήκαν στο κτίριο της κατάληψης όπου διαπίστωσαν ότι τα δύο άτομα που τους είχαν επιτεθεί «προσπάθησαν να διαφύγουν σε γειτονικό κτίριο, όπου όπως αποδείχτηκε ήταν το πατρικό τους σπίτι». Εκεί, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο, «εμφανίστηκε ένα τρίτο άτομο το οποίο αποπειράθηκε να πάρει το όπλο άνδρα της αστυνομικής δύναμης. Τα τρία άτομα ακινητοποιήθηκαν και συνελήφθησαν στην ταράτσα».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Χρονόπουλος επέμεινε σε διάφορες δηλώσεις του ότι «δεν υπήρξε γυναικεία παρουσία στην ταράτσα, δεν υπήρξε κουκούλα και δεν υπήρξε βία κατά των ήδη δεσμευμένων ατόμων» και ότι η βία που ασκήθηκε ήταν η αναγκαία για να καμφθεί η αντίστασή τους, και επικαλέστηκε τις καταθέσεις των αστυνομικών που επιχείρησαν στο σημείο ότι οι οι δύο γιοι της οικογένειας ήταν καταληψίες.
Τα στοιχεία
Η υπόθεση αυτή έχει τρία χαρακτηριστικά που καθιστούν τον έλεγχο των ισχυρισμών της ΕΛ.ΑΣ. πιο πρόσφορο από ό,τι συμβαίνει με άλλες αστυνομικές επιχειρήσεις: πρώτον, η σύλληψη των τριών μελών της οικογένειας Ινδαρέ έγινε στην ταράτσα, δηλαδή σε ανοιχτό χώρο, ορατό από τα γύρω κτίρια· δεύτερον, εξαιτίας της έντασης της επίθεσης που δέχτηκαν οι αστυνομικοί και του χρόνου που τους πήρε να παραβιάσουν το κατειλημμένο κτίριο, υπήρχε μεγάλος αριθμός αυτοπτών μαρτύρων από τα γύρω κτίρια που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα· τρίτον, λόγω του επικοινωνιακού βάρους που έδινε η κυβέρνηση στην εκκένωση των καταλήψεων, υπήρχε εκτενής κάλυψη από τα ΜΜΕ.
Ως εκ τούτου, πολύ γρήγορα ήρθαν στη δημοσιότητα στοιχεία που έδειχναν ότι η εκδοχή της αστυνομίας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Φωτογραφίες, λόγου χάρη, απεικονίζουν ξεκάθαρα τους άντρες της ΕΚΑΜ να περνούν στην ταράτσα όσο η οικογένεια είναι ακόμη στο μπαλκόνι της του πρώτου ορόφου και κοιτάζει στον δρόμο. Φωτογραφίες του κ. Ινδαρέ δεμένου πισθάγκωνα και κουκουλωμένου. Ηχητικά όπου ακούγεται η κ. Σπαρτιώτη να λέει στους αστυνομικούς: «Δεν είμαστε καλά, έχετε τρελαθεί τελείως;». Υλικό που έδειχνε, αν μη τι άλλο, ότι ήταν αδύνατον οι αστυνομικοί να έχουν βρει τον πατέρα και τους δύο γιους στην ταράτσα, αφού εκείνη τη στιγμή ήταν στο μπαλκόνι, ότι η αστυνομία όντως κουκούλωσε τον κ. Ινδαρέ και τον άφησε κουκουλωμένο μετά τη δέσμευση, και ότι η κ. Σπαρτιώτη όντως βγήκε και είδε τη σκηνή να εκτυλίσσεται.
Η διερεύνηση
Στις αιτιάσεις περί αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, όπως του μεταφέρονταν κατά τις εμφανίσεις του στα ΜΜΕ, ο κ. Χρονόπουλος τόνισε πως «ό,τι υπάρχει και όπου υπάρχει, αυτό ελέγχεται και ξεκινάει η διαδικασία διερεύνησής του. Έχω τονίσει κατ’ επανάληψη ότι η αστυνομία διαθέτει ένα από τα πιο αυστηρά πειθαρχικά δίκαια».
Μολοντούτο, ήδη εκείνη την εποχή για έναν μήνα περίπου λειτουργούσε η λεγόμενη «Επιτροπή Αλιβιζάτου», η οποία ήταν η πλέον πρόσφατη απόπειρα της πολιτικής ηγεσίας να κατευνάσει τις καταγγελίες ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες της ΕΛ.ΑΣ. δεν λειτουργούν και ότι αστυνομικοί ασκούν παράνομη βία ατιμώρητα. Η επιτροπή είχε συγκροτηθεί τον Νοέμβριο του 2019, μετά τη γενικευμένη αστυνομική βία κατά διαδηλωτών στην πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο οποίος έκρινε ότι ο αρμόδιος μηχανισμός να ελέγχει την πειθαρχική διαδικασία της ΕΛ.ΑΣ., δηλαδή ο Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συνηγορου του Πολίτη, χρειαζόταν άλλο ένα όργανο για να ελέγχει αν η αστυνομία ανταποκρίνεται στον έλεγχο. Έτσι, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανακοίνωσε ότι με απόφαση του υπουργού θα συστηνόταν επιτροπή, της οποίας αντικείμενο θα ήταν η «τακτική παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης παρατηρήσεων και πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη που αφορούν στη διοικητική διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων».
Την ίδια κιόλας μέρα που η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ, ο επικεφαλής της επιτροπής, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Νίκος Αλιβιζάτος, έστειλε μια επιστολή στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, διαμαρτυρόμενος ότι «η σύσταση της υπό την προεδρία μου Επιτροπής συμπίπτει με την αύξηση των περιστατικών αυθαίρετης αστυνομικής βίας» και επισημαίνοντας ότι «η εν λόγω Επιτροπή δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη ως άλλοθι για τέτοιου είδους απαράδεκτες συμπεριφορές».
Απαντώντας στον κ. Αλιβιζάτο, ο υπουργός εξέφρασε την εκτίμησή του για τη «δημοκρατική ευαισθησία» και το «ειδικότερο» ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα του καθηγητή, και τον διαβεβαίωσε ότι «δεν υπήρξαν πράξεις αστυνομικής βίας». Παρέθεσε μάλιστα «προς ενημέρωση» του επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου που ο ίδιος είχε διορίσει «το Δελτίο Τύπου του Υπουργείου καθώς και τις δηλώσεις νωρίτερα του Εκπροσώπου Τύπου της Αστυνομίας».
Μολονότι δεν είναι γνωστό πόσο συνετέλεσε σε αυτό η παρέμβαση του καθηγητή, η Επιτροπή Αλιβιζάτου αποδείχτηκε βραχύβια. Αν και ξεκίνησε την εξέταση φακέλων τον Δεκέμβριο του 2019, το αρμόδιο μέλος της να προσκομίζει αυτούς τους φακέλους, ο ταξίαρχος της ΕΛ.ΑΣ. και προϊστάμενος του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού Μ. Λαδομένος, αποστρατεύτηκε. Ο διάδοχός του, ωστόσο, ουδέποτε διορίστηκε στην επιτροπή. Έτσι, μετά τον Ιανουάριο του 2020 και τρεις συνεδριάσεις, η επιτροπή δεν ξανασυνεδρίασε.
Βραχύβια αποδείχτηκε, επίσης, και η αυτεπάγγελτη έρευνα για τις καταγγελίες της οικογένειας Ινδαρέ για αστυνομική βία. Παρά τα στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί, όπως οι φωτογραφίες και τα ηχητικά, αφού συνενώθηκε με τη μήνυση που είχαν καταθέσει ο κ. Ινδαρές και οι γιοι του, τέθηκε στο αρχείο από την εισαγγελία.
Η προσφυγή που κατέθεσε στη συνέχεια η οικογένεια Ινδαρέ κατά της εισαγγελικής απόφασης απορρίφθηκε και αυτή από την Εισαγγελέα Εφετών, Δέσποινα Σιδηροπούλου, με το σκεπτικό ότι «οι εγκαλούμενοι αστυνομικοί ενήργησαν στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων» και ότι «έκαναν χρήση βίας, όχι όμως μεγαλύτερης από αυτήν που ήταν ευλόγως αναγκαία για τη σύλληψη». Μάλιστα, η εισαγγελέας υιοθέτησε πλήρως τους ισχυρισμούς των αστυνομικών, όπως ότι οι καταληψίες διέφυγαν μέσω της ταράτσας της οικίας Ινδαρέ και έτσι συνελήφθησαν και ότι ο Δ. Ινδαρές είχε αποπειραθεί να αποσπάσει τον οπλισμό αστυνομικού. Πρόσθεσε, επίσης, πως «ο ισχυρισμός των εγκαλούντων ότι οι αστυνομικοί τους έδειραν μόνο και μόνο επειδή τους είδαν μπροστά τους δεν έχει λογικό έρεισμα». Και κατέληξε στη διαπίστωση ότι «σε τελική ανάλυση, ο μόνος που ακούγεται στα dvd να εξυβρίζει — και επέλεξε να το ακούσει και όλη η Ελλάδα μέσω της τηλεόρασης — είναι ο [Δημήτρης Ινδαρές], που απεκάλεσε τους αστυνομικούς “αναρχικούς – κλέφτες – ηθοποιούς που παίζουν ρόλους σε παιδικές παραστάσεις – εμφυλιοπολεμικούς – βασανιστές – παράλογους».
Αντίστοιχη τύχη είχε και η πειθαρχική έρευνα την οποία διεξήγαγε η ΕΛ.ΑΣ., η οποία απάλλαξε τους αστυνομικούς.
Η στοχοποίηση
Καθώς ο Δημήτρης Ινδαρές είναι γνωστός στον χώρο της τέχνης και της διανόησης, πολλοί που τον γνώριζαν θεώρησαν ότι οι κατηγορίες που του είχε προσάψει η αστυνομία δεν μπορούσαν να ευσταθούν και μαζί με άλλους, που γνώριζαν τη δουλειά του ως σκηνοθέτη, έσπευσαν να υποστηρίξουν αυτόν και την οικογένειά του. Η υποστήριξη αυτή αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, σε κείμενα υποστήριξης από τον καλλιτεχνικό χώρο και πανεπιστημιακές σχολές.
Ταυτόχρονα, η υπόθεση πυροδότησε αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τις οποίες το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη απάντησε με δελτίο Τύπου, στο οποίο, προτού δρομολογηθεί οποιαδήποτε διερεύνηση των καταγγελιών, σημείωνε ότι «οι αστυνομικοί δεν άσκησαν καμία βία» και ότι «είναι σοκαριστικό να βλέπεις δυο νέους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με τέτοιο τυφλό μίσος. Κατανοούμε τον πατέρα τους που βγήκε να τα προστατέψει, τη μητέρα που ηθελημένα ή αθέλητα μετέδωσε σειρά ψευδών ειδήσεων, όπως το ότι δεν υπήρχε εισαγγελέας. Δεν κατανοούμε βέβαια πως, με κλεμμένο ρεύμα από τον ΔΕΔΔΗΕ, με πολλές ώρες δουλειάς που θέλει αυτή η μεσαιωνική παγίδα θανάτου, οι γονείς επόπτευαν τα παιδιά τους στο διπλανό δημόσιο, παράνομα κατειλημμένο κτήριο».
Την ίδια στιγμή, αμέσως μετά το περιστατικό, πολλοί πολιτικοί αλλά και επιφανείς δημοσιολόγοι υιοθέτησαν πλευρές των ισχυρισμών της αστυνομίας. Ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκης Βορίδης, κατηγόρησε κι αυτός την οικογένεια Ινδαρέ — μολονότι κανένα τέτοιο στοιχείο δεν είχε προκύψει — πως καταλαμβάνοντας το διπλανό κτίριο έκλεβαν ηλεκτρικό ρεύμα και μεγάλωναν την περιουσία τους: «Ήταν δίπλα ο μπαμπάς με τη μαμά, οι δύο γιοι ήταν μέλη του διπλανού σπιτιού, το οποίο προφανώς ήταν άδειο και εγκαταλελειμμένο, είχαν μεγαλώσει την περιουσία τους και είχαν στείλει τα παιδιά να κοιμούνται εκεί. Επαιρναν τσάμπα ρεύμα και μια χαρά. Κατάληψη ταξική, αναρχία κλπ, αλλά μεγαλώσαμε και το σπιτάκι μας».
Ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, λόγου χάρη, δήλωσε ότι τα περί αστυνομικής βίας ήταν «φαντασιώσεις» και διερωτήθηκε: «Έχεις δίπλα σου μία κατάληψη από όπου κάθε δεύτερη εβδομάδα βγαίνουν και καίνε το αστυνομικό τμήμα. Γιατί κυρία μου είπες όχι στην αστυνομία να πάει να εκκενώσει την κατάληψη; Από την αφήγηση της οικογένειας προκύπτει ότι υποστήριζε την κατάληψη. Κάθε νομοταγής άνθρωπος θα έλεγε ναι, δεν θα έλεγε όχι. Εάν η κυρία αυτή ήταν στην πόρτα από πίσω που έριχνε τα καρφιά και αντιστάθηκε στην αστυνομία μπορεί να έχει και κάποιες εκχυμώσεις πάνω της, πώς θα την πιάνανε εάν πήγε να σκοτώσει τους αστυνομικούς; Με χάδια;».
Ο αρθρογράφος Ηλίας Κανέλλης έγραψε ότι «ακριβώς έτσι έγιναν χθες τα πράγματα. […] Οταν οι αστυνομικοί κατάφεραν να ανακαταλάβουν τον χώρο, δυο καταληψίες προσπάθησαν να διαφύγουν από τη διπλανή ταράτσα, που ήταν η ταράτσα του πατρικού σπιτιού τους. Οι αστυνομικοί πέρασαν στην ταράτσα και τους συνέλαβαν – μαζί με τον πατέρα τους, που προσπάθησε να τους εμποδίσει». Και, σε πείσμα των φωτογραφικών και ηχητικών πειστηρίων, συνέχισε: «Ειπώθηκαν πολλά ψέματα. Ότι οι αστυνομικοί μπήκαν στη γειτονική ταράτσα χωρίς διαταγή εισαγγελέα. Ψέμα, την εντολή έδωσε εισαγγελέας. Ότι βιαιοπράγησαν στην ταράτσα και φόρεσαν κουκούλα σε γυναίκα, που μάλιστα την ξεγύμνωσαν. Ψέμα, γυναίκα δεν υπήρξε, κουκούλα δεν φόρεσε κανείς σε κανέναν».
Ο Γιάννης Πρετεντέρης, με τη σειρά του, έγραψε πως «το σόου που έστησαν χθες οι καταληψίες του Κουκακίου και οι γονείς ήταν τόσο φθηνό που εύκολα αποδείχτηκε φαιδρό. Καλώς ή κακώς σε καμία κανονική ευρωπαϊκή δημοκρατία το σκετσάκι με “τη βασανισμένη μάνα του βασανισμένου καταληψία” δεν κόβει εισιτήρια. Για να μην πω ότι η ιστορία με τους δύο εξεγερμένους νεαρούς που ζούσαν σε κατάληψη δίπλα στο σπίτι της μαμάς και του μπαμπά τους μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο».
Μολονότι σταδιακά η αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση Ινδαρέ ατόνησε, μετά την αναζωπύρωση της δημόσιας συζήτησης για την αστυνομική βία που ακολούθησε τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, τον Μάρτιο του 2021, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, σε μια μάλλον πρωτοφανή περίπτωση ονομαστικής στοχοποίησης, επικαλέστηκε την απόφαση της εισαγγελίας να θέσει στο αρχείο την υπόθεση Ινδαρέ ως «χαρακτηριστική περίπτωση» καταγγελίας που «αποδείχτηκε αναληθής».
Σε δελτίο Τύπου με τίτλο «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία», το υπουργείο έγραφε: «Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το περιστατικό Ινδαρέ- Κουκάκι, το οποίο παρουσιάστηκε ως το πλέον βάρβαρο περιστατικό αστυνομικής βίας. Οι αποσπασματικές εικόνες οδήγησαν πολιτικά κόμματα, ακόμη και καλοπροαίρετους πολίτες να υιοθετήσουν το περιστατικό ως υπέρμετρη βία και παραβίαση οικογενειακού ασύλου πριν να υπάρξει η αντίστοιχη διερεύνηση από τη δικαιοσύνη. Οι εισαγγελικές αρχές απέρριψαν τις προσφυγές του Ινδαρέ για παραβίαση οικογενειακού ασύλου και για χρήση υπέρμετρης βίας. Ενώ, λοιπόν, υπήρξε καταγγελία, δεν υπάρχει γεγονός. Η αποσπασματική εικόνα δημιούργησε συγκίνηση και εντυπώσεις, η ψύχραιμη διερεύνηση έδειξε το αντίθετο».
Ακόμη πιο πέρα προχώρησε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος μιλώντας στη Βουλή για το πρόβλημα της αστυνομικής βίας υποστήριξε ανακριβώς ότι στην υπόθεση Ινδαρέ είχαν πράγματι σχηματιστεί «άσχημες εντυπώσεις», «όταν όμως έφτασε στο δικαστήριο διαπιστώθηκε ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά».
Η δίκη
Η «υπόθεση Ινδαρέ» με την έννοια των καταγγελιών για αστυνομική βία δεν έφτασε ποτέ στο δικαστήριο. Η μόνη «υπόθεση Ινδαρέ» που έφτασε στο δικαστήριο είναι αυτή όπου ο ίδιος και οι γιοι του αντιμετώπισαν δίωξη για, κατά περίπτωση, βία κατά υπαλλήλων, απόπειρα παράνομης βίας, εξύβριση, απείθεια, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή και διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 2022, οι δύο αστυνομικοί της ΕΚΑΜ που κατέθεσαν επανέλαβαν σε γενικές γραμμές όσα είχε ισχυριστεί ο εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ. αμέσως μετά το περιστατικό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εξέτασής τους προέκυψαν αποκλίσεις από τις αρχικές ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στις αφηγήσεις του ενός και του άλλου.
Ενώ, λόγου χάρη, αρχικά η ΕΛ.ΑΣ. είχε υποστηρίξει ότι οι καταληψίες που πέταγαν αντικείμενα είχαν απλώς διαφύγει προς το σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ, γεγονός που οι αστυνομικοί είχαν ανακαλύψει μπαίνοντας στο σπίτι και ανεβαίνοντας στην ταράτσα (στην πρώτη εκδοχή) ή μπαίνοντας στην κατάληψη και περνώντας από τη μία ταράτσα στην άλλη (στη δεύτερη εκδοχή), οι δύο αστυνομικοί στο δικαστήριο ισχυρίστηκαν ότι είδαν τους καταληψίες να πηγαίνουν από το ένα κτίριο στο άλλο και να πετούν αντικείμενα και από το μπαλκόνι και από την ταράτσα της κατάληψης αλλά και από το μπαλκόνι και από την ταράτσα του σπιτιού της οικογένειας Ινδαρέ. Επέμειναν μάλιστα σε αυτό τον ισχυρισμό παρότι, τόσο από τη φωτογραφία που απεικονίζει την οικογένεια Ινδαρέ στο μπαλκόνι της τη στιγμή που οι αστυνομικοί περνούν στην ταράτσα όσο και από βίντεο της ίδιας της αστυνομίας που καταγράφει την επιχείρηση και σε κανένα σημείο δεν δείχνει να πετάει οποιοδήποτε άτομο κάτι από την οικία Ινδαρέ, είναι από την πρώτη στιγμή προφανές ότι δεν θα μπορούσε να ισχύει.
Επίσης, προκειμένου να εξηγήσουν πώς οι δύο καταληψίες, οι οποίοι έτρεχαν να διαφύγουν και φορούσαν σκούρα ρούχα, εμφανίστηκαν με άλλα ρούχα στη ΓΑΔΑ μετά τη σύλληψη, κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι πρόλαβαν και άλλαξαν τα ρούχα τους. Ωστόσο, ενώ ο ένας αστυνομικός κατέθεσε ότι είχαν αλλάξει και οι δύο, ο άλλος κατέθεσε ότι είχε αλλάξει μόνο ο ένας καταληψίας. Στην έρευνα στο σπίτι, σε κάθε περίπτωση, δεν βρέθηκαν σκούρα ρούχα λερωμένα με μπογιές.
Η Έρση Σπαρτιώτη στην κατάθεσή της επανέλαβε όσα εκτυλίχθηκαν στην ταράτσα του σπιτιού της, ότι «είδα και τους τρεις πεσμένους μπρούμυτα, δεμένους πισθάγκωνα και να τους πατάνε το κεφάλι», και κυρίως ότι, αφού φώναξε στους αστυνομικούς «Δεν είμαστε καλά, έχετε τρελαθεί τελείως;», όπως έχει αποτυπωθεί και ηχητικά, ήρθε ένας αστυνομικός με full face καταπάνω της και της είπε: «Φύγε, αν ξαναμιλήσεις θα σε πετάξω από κάτω από τη σκάλα».
Πρόσθεσε ότι αφότου τηλεφώνησε στην άμεση δράση και σε δικηγόρους, επικοινώνησε με τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στην προσπάθειά της να ζητήσει από κάπου βοήθεια. Και τόνισε ότι μόνον τότε, όσο η ίδια μιλούσε στο ραδιόφωνο, έφτασε μια εισαγγελέας, μαζί με αστυνομικούς, η οποία επέβλεψε την έρευνα στο σπίτι της. Μάλιστα, είπε, η ίδια η εισαγγελέας την προέτρεψε να κάνει καταγγελία για αστυνομική βία.
Στην ερώτηση της Προέδρου, Ελένης Θεοδωρακοπούλου, πού αποδίδει τη συμπεριφορά των αστυνομικών, η κ. Σπαρτιώτη υπενθύμισε ότι στην αστυνομική επιχείρηση στη συγκεκριμένη κατάληψη, όλοι οι καταληψίες είχαν διαφύγει δίχως η αστυνομία να κατορθώσει να συλλάβει ούτε έναν.
«Τους ξέφυγαν οι καταληψίες» είπε η κ. Σπαρτιώτη. «Ήταν εξαγριωμένοι, βρέθηκαν μπροστά τους οι δικοί μου άνθρωποι και τους πλάκωσαν στο ξύλο».
Η προέδρος της αντιγύρισε ότι «εδώ δεν δικάζονται οι αστυνομικοί αλλά οι γιοι σας και ο σύζυγός σας» αλλά η κ. Σπαρτιώτη επέμεινε ότι «έψαχναν να βρουν εξιλαστήρια θύματα».
Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος κατέθεσε ότι «η άρνηση του κ. Ινδαρέ να αφήσει τους αστυνομικούς να περάσουν μέσα από το σπίτι του, τους εξόργισε» και ότι είναι «πεπεισμένος πως πρόκειται για σκευωρία». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι έμαθε αργότερα από άτομο που ήταν στην κατάληψη — τα στοιχεία του οποίου δεν επιθυμεί να δηλώσει — ότι διέφυγαν από τον φωταγωγό και κρύφτηκαν σε διαμέρισμα επί δέκα ώρες.
Από την κατάθεση μίας περιοίκου, η οποία κατοικεί στην πολυκατοικία που βρίσκεται από την άλλη πλευρά του κτιρίου της κατάληψης, προέκυψε πράγματι ότι υπήρχε κι άλλη οδός διαφυγής για τους καταληψίες. Μάλιστα, άλλη περίοικος είχε υποδείξει στους αστυνομικούς προς τα πού είχαν διαφύγει οι καταληψίες αλλά αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν και πέρασαν στην ταράτσα της οικογένειας Ινδαρέ.
Δεύτερη περίοικος, η οποία κατοικεί στην πολυκατοικία απέναντι από την κατάληψη, κατέθεσε ότι η οικογένεια Ινδαρέ ήταν στο μπαλκόνι της κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης των καταληψιών με την αστυνομία και ότι ουδέποτε εμφανίστηκε άτομο είτε στην ταράτσα της κατάληψης είτε στην ταράτσα της οικίας Ινδαρέ πριν τους αστυνομικούς. Κατέθεσε ακόμη ότι το άτομο που πέταγε από το παράθυρο της κατάληψης αντικείμενα στους αστυνομικούς είχε διαρκώς το πρόσωπό του καλυμμένο με full-face μάσκα ή κάτι παρόμοιο.
Επανεξετάζοντας τον έναν από τους δύο αστυνομικούς της ΕΚΑΜ, το δικαστήριο ρώτησε πώς είχε αναγνωρίσει τους δύο γιους της οικογένειας Ινδαρέ από τη στιγμή που τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα. Ο αστυνομικός επέμεινε ότι φορούσαν μαντήλια, τα οποία έπεφταν και έτσι μπορούσε μετά βεβαιότητας να τους αναγνωρίσει — ωστόσο πουθενά σε καμία οπτική καταγραφή δεν διακρίνεται κάτι τέτοιο.
Ο αστυνομικός επέμεινε ότι οι δύο γιοι Ινδαρέ ήταν που είχαν επιτεθεί στους αστυνομικούς και ότι υπάρχουν φωτογραφίες που τους δείχνουν στην ταράτσα της κατάληψης, για τις οποίες όμως δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς δεν περιλήφθηκαν στη δικογραφία, υπονοώντας ότι οι συνάδελφοί του που διεξήγαγαν την προανάκριση δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Στην ερώτηση αν οι ισχυρισμοί του μπορούν να επαληθευτούν από το drone της αστυνομίας που κάλυπτε την επιχείρηση, υποστήριξε ότι το drone μεταδίδει μόνο ζωντανά και δεν καταγράφει.
Ο ένας από τους δύο γιους της οικογένειας, που ήταν παρών στο δικαστήριο, επανέλαβε στην απολογία του όσα συνέβησαν. «Με έριξαν κάτω, μου πέρασαν χειροπέδες, μου πίεσαν το κεφάλι με τις μπότες στο δάπεδο, είδα τον 56χρονο πάτερα μου να τρώει κλοτσιά με το πάνω μέρος της μπότας στο κεφάλι» είπε.
«Τι έχετε να απολογηθείτε;» ρώτησε, στη συνέχεια, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου τον Δημήτρη Ινδαρέ.
«Να απολογηθώ;»
«Ναι» είπε η Πρόεδρος. «Αυτό κάνετε τώρα. Απολογία λέγεται».
«Απολογούμαι για την αφέλεια μου να πιστεύω ότι η ελληνική αστυνομία είναι για να μας προστατεύει» απάντησε ο κ. Ινδαρές. «Απολογούμαι απέναντι στα παιδιά μου για τη αφέλεια μου να ανοίγω την πόρτα στους αστυνομικούς, να ανεβαίνω στην ταράτσα μου για να μας παίρνουν σιδηροδέσμιους. Δεν αισθάνομαι ότι έχω να απολογηθώ για κάτι άλλο».
Επαναλαμβάνοντας και αυτός όσα τους συνέβησαν, ο κ. Ινδαρές είπε ότι «αυτοί ήταν σαν Ρόμποκοπ και με κατηγορούν ότι αντιστάθηκα. Πώς να αντισταθώ; Εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Ήταν σαν μαύρη θύελλα».
«Μου πάταγαν το κεφάλι, μου τραβούσαν τα χέρια και έλεγα “έλεος, δεν αντέχω, θα σκάσω”» είπε. «Τα παιδιά μου ήταν δεμένα, οι αστυνομικοί τους έβριζαν τη μάνα, έλεγαν ότι έχει πάρει όλη τη γειτονιά, ότι δεν είμαι ο πατέρας τους. Έλεγαν “πάλι καλά που σαν πιάσαμε στην ταράτσα, αν σας πιάναμε μέσα στο σπίτι, θα γαμούσαμε και τα παιδιά σου και τη μάνα τους”».
Η εισαγγελέας, Βασιλική Χαλβά, στην αγόρευσή της τόνισε τις αντιφάσεις στις καταθέσεις των αστυνομικών. «Είναι χαρακτηριστικό» είπε «ότι αν κάποιος προλάβαινε να αλλάξει ρούχα, θα είχε φορέσει και παπούτσια. Ξυπόλυτος είναι ένας άνθρωπος που πετάγεται από τον ύπνο του, ντύνεται βιαστικά και πάει να δει τι συμβαίνει γιατί τα γεγονότα που ακούει να εκτυλίσσονται έξω από το σπίτι του είναι πάρα πολύ βίαια».
Επεσήμανε ακόμη αυτό που κατέθεσαν μάρτυρες αλλά και η οικογένεια, ότι ο Δ. Ινδαρές είχε επικοινωνήσει από το 2018 με τον Ευαγγελισμό, στον οποίο ανήκει το κτίριο που είχε καταληφθεί, αλλά ο Ευαγγελισμός δεν ανταποκρίθηκε.
Η εισαγγελέας επανέλαβε ότι δεν βρέθηκε τίποτα στο σπίτι των κατηγορουμένων και ότι μάρτυρες κατέθεσαν πως τους έβλεπαν στο μπαλκόνι του σπιτιού τους κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ενώ δεν είδαν κανέναν στην ταράτσα. Τόνισε, επίσης, ότι οι ισχυρισμοί των αστυνομικών για μαντήλια που έπεφταν δεν περιλαμβάνονται στις προανακριτικές τους καταθέσεις και διαψεύστηκαν από τους μάρτυρες.
«Οι κατηγορούμενοι» είπε η εισαγγελέας «δεν είναι τα άτομα που διέπραξαν τις πράξεις που τους αποδίδονται. Ήταν θύματα μιας τυφλής και ωμής αστυνομικής βίας, εντελώς αυθαίρετης. Και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις για να καλύψουν την παταγώδη αποτυχία τους».
Η εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή των κατηγορουμένων.
Ο συνήγορος υπεράσπισης, Θεόδωρος Μαντάς, τόνισε ότι οι καταληψίες πετούσαν αντικείμενα με γυμνά χέρια και συνεπώς θα ήταν δυνατή ανάκτηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων τους. Ωστόσο, τα αποτυπώματα που βρέθηκαν στο κατειλημμένο κτίριο δεν ταυτίστηκαν με αυτά των κατηγορουμένων, όπως άλλωστε ούτε τα δείγματα DNA.
Στις 10 Νοεμβρίου 2022 το δικαστήριο αθώωσε τους κατηγορουμένους λόγω αμφιβολιών.
Η συγκάλυψη
Η πορεία της υπόθεσης Ινδαρέ μέσα από το πειθαρχικό και δικαστικό σύστημα είναι χαρακτηριστική: Αρχικά, όταν σημειώνεται το περιστατικό, παρά τις πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι έχει υπάρξει υπέρβαση εξουσίας και παράνομη βία από την πλευρά της αστυνομίας, η ΕΛ.ΑΣ. το αρνείται κατηγορηματικά. Αμέσως ακολουθεί αυτό που ο Συνήγορος του Πολίτη έχει αποκαλέσει σε εκθέσεις του «εργαλειοποίηση του ποινικού δικαίου»: αποδίδονται, δηλαδή, αυθαίρετες κατηγορίες στα θύματα, ώστε να αιτιολογηθεί η αστυνομική βία.
Στη συνέχεια, κινητοποιείται ένα μιντιακό και πολιτικό περιβάλλον, το οποίο στηρίζει την αστυνομία, όχι μόνο αγνοώντας τα πραγματικά γεγονότα αλλά αφενός επινοώντας καινούργια και αφετέρου φιλοτεχνώντας μια αρνητική και συχνά απολύτως πλασματική εικόνα για τα θύματα: «είναι αναρχικοί», «πλούσια παιδιά καλής οικογένειας που το παίζουν επαναστάτες», «έκλεβαν ρεύμα», «ήθελαν να μεγαλώσουν την περιουσία τους», «γιατί δεν καταγγέλλεται η βία εναντίον των αστυνομικών;», «οι αστυνομικοί κάνουν τη δουλειά τους», «οι αστυνομικοί τραυματίστηκαν» κτλ.
Καθώς η υπόθεση ατονεί στην επικαιρότητα, η ΕΛ.ΑΣ. απαλλάσσει τους υπαλλήλους της στην εσωτερική, πειθαρχική έρευνα. Η δικαστική εξουσία ακολουθεί και φράζει τον δρόμο στα θύματα, απορρίπτοντας τη μήνυσή τους.
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, το υπουργείο δεν τηρεί μια αντικειμενική στάση αλλά στηρίζει ενεργά την αστυνομία με δημόσιες τοποθετήσεις.
Όταν τελικά τα θύματα, τρομαγμένα και συκοφαντημένα, φτάνουν να δικαστούν για τις αυθαίρετες κατηγορίες εναντίον τους συχνά, αν και όχι πάντα, αθωώνονται — όπως συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Επίσης μπορεί να δικαιωθούν, αν επιλέξουν να προσφύγουν, από τα αστικά δικαστήρια ή από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και να τους επιδικαστούν αποζημιώσεις.
Όμως οι αστυνομικοί παραμένουν ατιμώρητοι. Και το δικαστικό σύστημα, παρότι την τελευταία στιγμή απορρίπτει τη σκευωρία, έχει αποτύχει να λειτουργήσει με τρόπο που να αποτρέπει την αστυνομία να κάνει ακριβώς τα ίδια την επόμενη φορά. Αυτό μαρτυρεί άλλωστε και το γεγονός ότι παρά την πληθώρα υποθέσεων στις οποίες η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ και παρά τις επανειλημμένες συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι ελληνικές αρχές εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζουν την αστυνομική αυθαιρεσία.