Μια συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία και την αποτυχία των ελληνικών αρχών να προστατέψουν τα θύματα.
Αντώνιος Παπανικολάου
Actor card content
- Ιδρυτής και Πρόεδρος (πρώην) • Κιβωτός του Κόσμου
- Ιερέας • Εκκλησία της Ελλάδος
Μια συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία και την αποτυχία των ελληνικών αρχών να προστατέψουν τα θύματα.
Πρόσφατες καταδίκες για παιδική σεξουαλική κακοποίηση οδηγούν ίσως στην εντύπωση ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως…
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Προ ημερών, ο δικηγόρος Άρης Κυβέλος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 78 χρόνια φυλακή — 45 κατά συγχώνευση, 20 εκτιτέα — για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών και άλλα αδικήματα. Ο ίδιος έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφία ανηλίκων στην υπόθεση της Αρετής Παληού, ενώ δικάζεται αυτή την περίοδο και για τα κακουργήματα του βιασμού και της ασέλγειας σε βάρος της ίδιας γυναίκας, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί. Έχει επίσης προηγούμενη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών δεν αναγνώρισε στον κατηγορούμενο κανένα ελαφρυντικό και δεν του έδωσε αναστολή ως το Εφετείο, και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή.
Στον αντίποδα της απόφασης του δικαστηρίου, η οποία ήταν ομόφωνη και σηματοδοτεί αν μη τι άλλο ότι οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν τις αποδείξεις εναντίον του κατηγορουμένου απολύτως επαρκείς, ο εισαγγελέας Νικόλαος Μύτης πρότεινε την πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου και αγόρευσε επί τετράωρο προκειμένου να τεκμηριώσει την κρίση του αυτή.
Μολονότι και εμάς, όπως και άλλους που παρακολουθούσαν τη δίκη, μάς έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η θέρμη με την οποία ο εισαγγελέας πάσχισε να αθωώσει τον κατηγορούμενο, κάνοντας χρήση ακόμη και επιχειρημάτων που ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν είχε επικαλεστεί, δεν σκοπεύουμε να διατυπώσουμε εικασίες για τα κίνητρά του, για τα οποία άλλωστε δεν έχουμε καμία γνώση ή πληροφορία. Αντιθέτως, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε ότι σχημάτισε την κρίση του αυτή ελεύθερα, κατά την συνείδησή του.
Γι’ αυτό ακριβώς όμως είναι, κατά την άποψή μας, τόσο σημαντική η εισαγγελική πρόταση σε αυτή τη δίκη: διότι ο εισαγγελέας, κατ’ αναλογία προς τον δικαστή, διαμορφώνει ασφαλώς την κρίση του ελεύθερα κατά την συνείδησή του, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την διαμορφώνει αυθαίρετα, δεν σημαίνει ότι η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε περιορισμούς.
Κάποιοι από αυτούς τους περιορισμούς είναι νομικοί, όπως λόγου χάρη η υποχρέωση να αιτιολογεί τεκμηριωμένα την αξιολόγηση των αποδείξεων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Εξίσου, όμως, πρέπει να βαραίνουν και οι μη νομικοί περιορισμοί, η γνώση δηλαδή που μπορεί και πρέπει να πληροφορεί μια δικαστική υπόθεση, ανάλογα με το είδος της.
Στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, εκτός από τους νόμους και τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν, υπάρχει και ένα σώμα επιστημονικών συμπερασμάτων που προέρχεται από άλλους κλάδους, όπως η ψυχολογία και η εγκληματολογία, το οποίο οι δικαστικές αρχές οφείλουν πλέον σήμερα να κατέχουν και να λαμβάνουν υπόψη τους.
Μιλώντας λοιπόν για την εισαγγελική πρόταση του κ. Μύτη στην υπόθεση Κυβέλου, ο εισαγγελέας ήταν βέβαια ελεύθερος να θεωρήσει αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των φερόμενων κατά την αποδεικτική διαδικασία ως θυμάτων, δεν δικαιούταν όμως να το κάνει επειδή δεν κατήγγειλαν αμέσως τον βιασμό τους αλλά το έπραξαν μετά από χρόνια.
Είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών παραδέχεται πως τα ανήλικα θύματα συχνά εμποδίζονται από πολλούς παράγοντες να καταγγείλουν αυτό που έχουν υποστεί. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ντροπή και το στίγμα, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η — απολύτως δικαιολογημένη — έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές, ο φόβος για τον δράστη (ειδικά όταν η παρουσία του στο περιβάλλον τους είναι εξακολουθητική) κ.ά. Είναι εξαιρετικά συχνό, μελετημένο και τεκμηριωμένο, το φαινόμενο να βρίσκουν τα θύματα το θάρρος να μιλήσουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές αφότου ενηλικιωθούν ή/και αφότου βρεθούν σε ασφαλέστερο περιβάλλον.
Ούτε, επίσης, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή δεν μπόρεσαν να αναφέρουν στο ακροατήριο περισσότερα από πέντε συγκεκριμένα περιστατικά κακοποίησής τους, ενώ η κακοποίηση ήταν εξακολουθητική και διήρκεσε χρόνια. Και πάλι, εδώ, η ψυχολογία του ανήλικου θύματος που απωθεί με διάφορους μηχανισμούς το τραύμα του, που ανακαλεί τα τραυματικά γεγονότα συγκεχυμένα και που δυσκολεύεται να αφηγηθεί την εμπειρία του υπό την πίεση της δικαστικής διαδικασίας, είναι θέματα γνωστά που ένας δικαστικός λειτουργός οφείλει να συνυπολογίσει.
Και ούτε, τέλος, ήταν ο εισαγγελέας ελεύθερος να θεωρήσει τις μαρτυρίες των θυμάτων αναξιόπιστες επειδή αυτές διατηρούσαν κάποιου είδους «σχέση» με τον κακοποιητή τους ή/και είχαν κατά καιρούς εκφράσει συναισθήματα γι’ αυτόν.
Οι περισσότερες υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν σωματική βία και έντονο καταναγκασμό αλλά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας ειδικής «σχέσης» που ο κακοποιητής μεθοδικά οικοδομεί με τα θύματά του, της οποίας ο καταναγκασμός — συνήθως σχετικά ήπιος — είναι μόνο ένα μέρος. Ο κακοποιητής είναι συνήθως μια φιγούρα που εμπνέει κύρος, σεβασμό ή και θαυμασμό στο θύμα. Καλλιεργεί τη σχέση και χειραγωγεί το θύμα σταδιακά, ώστε να κάμψει κατά το δυνατόν τις αντιστάσεις του. Έτσι, συχνά τα θύματα βασανίζονται από αντιφατικά αισθήματα: νιώθουν την «υποχρέωση» να ενδώσουν στις πιέσεις του κακοποιητή τους, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αποστροφή· γνωρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει τους προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά την ίδια στιγμή νιώθουν ντροπή και ενοχή· θέλουν να απαλλαγούν από τον κακοποιητή τους αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στην «σχέση» που αυτός τους έχει επιβάλει. Είναι παγιδευμένα.
Η τακτική αυτή — που ονομάζεται grooming — είναι από τα πιο γνωστά θέματα στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφισβήτηση, και το να μη λαμβάνεται υπόψη σε μια δικαστική διαδικασία, πόσο μάλλον να χρησιμοποιείται σε βάρος του θύματος, είναι απαράδεκτο.
Δεν μιλάμε εδώ για γνώσεις υψηλής εξειδίκευσης, που αδυνατεί να έχει ένας εισαγγελέας ή που για να τις προσεγγίσει θα έπρεπε να βασιστεί σε ειδικούς μάρτυρες — μ’ όλο που τέτοιοι μάρτυρες και υπάρχουν και κατέθεσαν στη συγκεκριμένη δίκη. Οι γνώσεις αυτές αποτελούν πλέον σήμερα τόσο αδιαμφισβήτητες βάσεις για την παιδική προστασία που θα έπρεπε να αποτελούν κοινούς τόπους για τις δικαστικές αρχές.
Και είναι οι γνώσεις αυτές ενδεχομένως ακόμη πιο κρίσιμες κι από τους δικονομικούς περιορισμούς στον σχηματισμό της κρίσης του εισαγγελέα — όπως και του δικαστή — ακριβώς επειδή εδώ δεν υπάρχει το καταφύγιο του γράμματος του νόμου, όπως λόγου χάρη σε μια ελλιπώς αιτιολογημένη πρόταση ή απόφαση. Μ’ άλλα λόγια, είναι θεωρητικά τουλάχιστον πιο εύκολο να προστατευτεί κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που εκτιμά τις αποδείξεις με αυθαίρετο τρόπο, δίχως να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, καθώς μπορεί να καταφύγει στα εργαλεία που του δίνει ο νόμος. Πώς να προστατευτεί όμως κανείς από έναν εισαγγελέα ή δικαστή που αγνοεί, παραγνωρίζει ή αδιαφορεί για τις πραγματικές συνθήκες στις οποίες συμβαίνει το έγκλημα που δικάζει;
Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επεσήμαναν ότι η εισαγγελική πρόταση στην υπόθεση των δύο γυναικών που κατήγγειλαν τον Άρη Κυβέλο έπεσε στο κενό. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στην υπόθεση του Κολωνού, στην οποία η πρόταση της εισαγγελέα Μαρίας-Ελένης Νικολού επίσης υποβάθμισε την κατάθεση του θύματος. Τα δικαστήρια τόσο στην υπόθεση Κυβέλου όσο και στην υπόθεση Μίχου αντιμετώπισαν τις εισαγγελικές προτάσεις ως μη γενόμενες και καταδίκασαν τους κατηγορούμενους σε βαρύτατες ποινές.
Το γεγονός αυτό οδηγεί κάποιους να θεωρούν ότι ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι και τόσο σημαντικός, αφού το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να μην υιοθετήσει την πρότασή του. Δεν είναι έτσι, όμως.
Η εισαγγελική πρόταση είναι κομβικό σημείο της ποινικής δίκης, όχι μόνο επειδή έτσι την ορίζει το δίκαιο αλλά επειδή ο εισαγγελέας εκπροσωπεί εκείνη τη στιγμή το κράτος. Στην κρίση του εισαγγελέα ενσαρκώνεται η κρίση του κράτους. Η στάση του αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αντιλαμβάνεται την ευθύνη της για απόδοση δικαιοσύνης.
Υπάρχει όμως ένας ακόμη πιο σημαντικός — και λιγότερο φιλοσοφικός — λόγος: οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα στο ακροατήριο είναι ένα μόνο μέρος των καθηκόντων του. Κι αν στο ακροατήριο υπάρχουν δικαστές και κάποιες φορές ένορκοι που τελικά αποφασίζουν, δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις περιστάσεις στις οποίες ο εισαγγελέας παίρνει αποφάσεις δίχως να ελέγχεται από κανέναν.
Μιλώντας για την παιδική προστασία (αν και, φυσικά, υπάρχουν αναλογίες και σε άλλους τομείς), ο εισαγγελέας αποφασίζει για τις απομακρύνσεις παιδιών από τις οικογένειές τους και την εισαγωγή τους σε ιδρύματα· για την αξιολόγηση των γονέων τους· για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που θα διερευνήσει πιθανή κακοποίηση και — κυρίως — ποιος φορέας θα την διενεργήσει· και για τον αποκλεισμό ή μη της επικοινωνίας παιδιών που καταγγέλλουν κακοποίηση με τον καταγγελλόμενο γονέα.
Οι εισαγγελικές αυτές δυνάμεις επηρεάζουν με τη σειρά τους άμεσα ή έμμεσα μια σειρά από αστικές υποθέσεις, που αφορούν κυρίως τις τύχες των παιδιών μέσα στο σύστημα πρόνοιας αλλά και στις διενέξεις που αφορούν την επιμέλεια και την επικοινωνία. Μπορεί να σημάνουν, όπως έχουμε δει επανειλημμένα να συμβαίνει, ότι ένα παιδί θα βρεθεί εν μία νυκτί σε ένα ίδρυμα δίχως επαρκή λόγο, ή αντιστρόφως ότι θα βγει από ένα ίδρυμα και θα επιστραφεί στους γονείς του που θα το κακοποιήσουν ξανά. Μπορεί να σημάνει ότι ένα παιδί που καταγγέλλει κακοποίηση θα πάει στο δικαστήριο δίχως κατάλληλη πραγματογνωμοσύνη αλλά και ότι ένας γονέας που καταγγέλεται για βιασμό του παιδιού του θα εξακολουθήσει να έχει επικοινωνία μαζί του.
Και σε όλα αυτά ο εισαγγελέας είναι στην πράξη ανεξέλεγκτος.
Η άγνοια, λοιπόν, η άρνηση ή η αδιαφορία των εισαγγελέων για τους κοινούς τόπους της παιδικής προστασίας δεν είναι απλώς κάτι που μπορεί να διορθώσει ένα ποινικό δικαστήριο. Είναι ένα εφιαλτικό εμπόδιο που ορθώνεται σε κάθε βήμα των παιδιών που ζητούν προστασία και δικαιοσύνη.
Μετά την γυναικοκτονία της Γεωργίας στη Σαλαμίνα, σύσσωμα τα ΜΜΕ καλούν εκπροσώπους της ελληνικής αστυνομίας να τοποθετηθούν για το τι πήγε στραβά. Όσο δεν γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι εκπρόσωποι της αστυνομίας θα θολώνουν την αλήθεια και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι θα πανηγυρίζουν για τα κουμπιά πανικού.
Για ακόμα μια φορά εμφανίστηκε η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη, «Αλήθειες με τη Ζήνα», χτες, με αφορμή την τελευταία γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα. Λίγο πριν της δοθεί ο λόγος, προβλήθηκε η συνέντευξη που παραχώρησαν στην εκπομπή η μητέρα και η αδελφή της 43χρονης Γεωργίας, η οποία δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της.
«Σας είχε εκμυστηρευτεί ότι την χτυπούσε; Ότι την κακοποιούσε;» είναι η τελευταία ερώτηση που απευθύνει η δημοσιογράφος στην αδελφή της Γεωργίας. «Όχι ίσως εγκαίρως…» απαντά εκείνη.
Από αυτή την τελευταία κουβέντα πιάνεται η εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας Κωνσταντία Δημογλίδου για να πει αρχικά τα εξής:
«Κυρία Κουτσελίνη, να πιαστώ από την τελευταία λέξη που είπε η αδελφή του θύματος, “όχι εγκαίρως”. Και δυστυχώς ακούω — κι εμένα αυτό με εξοργίζει περισσότερο και όχι όλα τα άλλα που άκουσα στο βίντεο — τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ακούει την Παρασκευή να κακοποιείται ένας άνθρωπος, αποχωρεί ο δράστης και επιστρέφει, και δεν ενημερώνεται η ελληνική αστυνομία. Καταλαβαίνετε ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας και να είχε σωθεί, αν έστω ένας άνθρωπος είχε ενδιαφερθεί και είχε ενημερώσει εγκαίρως τις Αρχές;».
Οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι η εκπρόσωπος εμφανίστηκε στην εκπομπή χτες, πριν ακόμα δηλαδή αρχίσει σήμερα η αδελφή της Γεωργίας να περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες σε διάφορες συνεντεύξεις της, τις κινήσεις στις οποίες προέβησαν η Γεωργία και η μητέρα της. Είχε ωστόσο ήδη διαρρεύσει, πριν τη συνέντευξη της εκπροσώπου της ΕΛ.ΑΣ., ότι η μητέρα είχε πάει την κόρη της στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας ήδη από την Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023 — και την είχαν διώξει.
Θα περίμεναν όσες και όσοι παρακολούθησαν αυτή την εκπομπή να γίνει μια σχετική ερώτηση στην εκπρόσωπο της αστυνομίας. Δεν έγινε και έτσι η εκπρόσωπος συνέχισε:
«Προφανώς και δεν κατηγορούμε σε καμία περίπτωση το θύμα. Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας προφανώς και δεν κατηγορείται ποτέ για το πότε επιλέγει να καταγγείλει ένα περιστατικό. Πραγματικά χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Έφτασε Σάββατο μεσημέρι στην αστυνομία, το αυτόφωρο έληγε το βράδυ, αυτός ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Και, επιτρέψτε μου, επειδή γνωρίζω προσωπικά τον διοικητή του τμήματος Σαλαμίνας, με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο αναζητούσε τον δράστη για να μην γίνει αντιληπτός με το περιπολικό, στην οικεία όπου διέμενε και εκεί όπου σύχναζε στη Σαλαμίνα. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα. Γιατί έχω ακούσει πολλά σχόλια από το πρωί σε διάφορες εκπομπές αλλά δεν μπορώ να δεχτώ κανένα σχόλιο για ολιγωρία των αστυνομικών. Η ίδια η μητέρα του θύματος ευχαρίστησε προσωπικά τον διοικητή και δεν το πίστευε ότι η αστυνομία ασχολήθηκε τόσο πολύ μ’ αυτή τη γυναίκα».
Αυτά είπε η κ. Δημογλίδου και λίγο αργότερα διέκοψε έναν άλλο συνάδελφό της, που συχνάζει στο πάνελ της συγκεκριμένης εκπομπής, για να προσθέσει: «Δεν θα σχολιάσω καθόλου τους κατοίκους της περιοχής που άκουγαν τόσο καιρό μία γυναίκα να κακοποιείται… ούτε την δικαιολογία του φόβου μπορώ να σχολιάσω, όταν μπορείς να σηκώσεις το τηλέφωνο και να καλέσεις το 100 και να πεις ανώνυμα “δίπλα μου μία γυναίκα αυτή τη στιγμή κακοποιείται”».
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να αναλύουμε τα λεγόμενα της εκπροσώπου της αστυνομίας από αυτό το τελευταίο, το πόσο εύκολο δηλαδή είναι το να βοηθήσεις ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας τηλεφωνώντας απλώς στην αστυνομία.
Σύμφωνα με τα όσα μετέφερε η αδελφή της Γεωργίας στην ΕΡΤ, η μητέρα τους αμέσως μόλις δέχτηκε το τηλεφώνημα εκείνο από την κόρη της, στο οποίο της είπε ότι ο σύντροφός της την είχε χτυπήσει άγρια, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές. Είπε τι είχε συμβεί στους αστυνομικούς και ζήτησε βοήθεια για το παιδί της, ενημερώνοντάς τους ότι η κόρη της είναι χτυπημένη και μόνη με ένα ανάπηρο παιδί. Η απάντηση που της έδωσαν ήταν ότι δεν είχαν διαθέσιμο περιπολικό και την προέτρεψαν να πάνε μόνες τους στο τμήμα.
Η μητέρα πράγματι πήρε την κόρη της από το σπίτι της και φτάνοντας έξω από το τμήμα, άφησε στο αυτοκίνητο την Γεωργία, η οποία δυσκολευόταν να περπατήσει από τα χτυπήματα, μαζί με το παιδί της, και βγήκε να ζητήσει βοήθεια. Η απάντηση που έλαβε από τον αστυνομικό του τμήματος Σαλαμίνας ήταν ότι αν η Γεωργία δεν μπορεί να ανέβει στο τμήμα να δώσει κατάθεση, να πάει πρώτα στο Κέντρο Υγείας για τις πρώτες βοήθειες και να επανέλθει την επομένη.
Έτσι και έκαναν. Το επόμενο πρωί (σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής) ή το μεσημέρι (σύμφωνα με τα λεγόμενα της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας) η Γεωργία έφτασε και πάλι στο τμήμα συνοδευόμενη από τη μητέρα της. Εκεί πράγματι συμφωνούν τα όσα μεταφέρει η εκπρόσωπος και η αδελφή της Γεωργίας.
Αυτή τη φορά το γεγονός ότι η γυναίκα δυσκολευόταν να βαδίσει δεν στάθηκε εμπόδιο για να δώσει κατάθεση. Μάλιστα, όπως μεταφέρει η αδελφή της Γεωργίας, μια νεαρή αστυνομικός έβγαλε ένα μικρό γραφείο στο πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από το σημείο στο οποίο ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο, και πήρε κατάθεση από τις δύο γυναίκες. Εκεί απ’ ό,τι φαίνεται της εγκατέστησαν της περιβόητη εφαρμογή του «panic button» και κάπου εδώ τελειώνουν οι συμφωνίες στις δύο αφηγήσεις.
Διότι όσο κι αν η αστυνομικός Κωνσταντία Δημογλίδου αρνείται να δεχτεί «σχόλια για ολιγωρία των αστυνομικών» και με σχεδόν διατακτικό τόνο διακηρύσσει ότι «δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ότι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα», θα πρέπει κάποια στιγμή τόσο η ίδια όσο και — κυρίως — ο πολιτικός της προϊστάμενος, Γιάννης Οικονόμου, να απαντήσουν πειστικά στα εξής ερωτήματα που προκύπτουν ως αυτή την ώρα:
Για να είμαστε, ωστόσο, ειλικρινείς, ο χειρισμός των αστυνομικών της Σαλαμίνας δεν είναι τοπικό φαινόμενο ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε η έκθεση της GREVIO, της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τήρηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, της σύμβασης δηλαδή για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η έκθεση είναι καταπέλτης για τη χώρα μας. Θα επιλέξουμε μόνο μία παρατήρηση, η οποία όμως μοιάζει άκρως αποκαλυπτική ως προς τις προβλέψεις της χώρας για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Η επιτροπή λοιπόν επισημαίνει ότι ύστερα από την ψήφιση του «νόμου Τσιάρα», του νόμου που έγινε γνωστός ως «ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια», τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μοιάζουν πιο απροστάτευτα από ποτέ. Ένα από τα εξοργιστικά παραδείγματα που παραθέτει είναι ότι οι μητέρες έχουν την υποχρέωση να λάβουν τη συναίνεση του πατέρα προκειμένου να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ακόμη και όταν έχουν καταφύγει σε μυστικές τοποθεσίες όπου βρίσκονται οι ξενώνες προστασίας κακοποιημένων γυναικών. Για να εγγραφεί δηλαδή στο σχολείο ένα παιδί που έχει φυγαδευτεί μαζί με τη μητέρα του σε μυστική τοποθεσία, θα πρέπει να αποκαλύψουν στον κακοποιητή τους το πού έχουν καταφύγει.
Στην περίπτωση της Γεωργίας, βέβαια, ο δράστης γνώριζε ακριβώς πού είχε καταφύγει η γυναίκα. Ήξερε επίσης τι ώρα φεύγει το παιδί της για το σχολείο. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν την είχε ειδοποιήσει να αλλάξει τη ρουτίνα της.
Η μόνη λοιπόν αποστροφή της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας. Δεν είναι όμως. Και γι’ αυτό, οι αμέσως επόμενοι υπεύθυνοι μετά τον δράστη είναι οι αστυνομικοί του τμήματος Σαλαμίνας. Είτε το ανέχεται αυτό ως διατύπωση η κ. Δημογλίδου είτε όχι.