Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Μελέτη περίπτωσης

Την έκλεισαν σε ίδρυμα όταν ήταν παιδί. Σήμερα κάνουν το ίδιο στα παιδιά της.

test

Βρέθηκε σε ίδρυμα όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες έκριναν ακατάλληλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωνε τόσο η ίδια όσο και τα άλλα δυο της αδέρφια. Σήμερα περιμένει ένα δικαστήριο που θα κρίνει αν είναι κατάλληλη να μεγαλώσει τα δύο δικά της παιδιά, την επιμέλεια των οποίων έχασε, όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες έκριναν ακατάλληλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωνε εκείνη τα παιδιά της. Δεν θέλει να δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται…

Αθήνα

Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

Η Δ. είναι σήμερα 22 ετών. Γεννήθηκε κάπου στην Πελοπόννησο. Έχει μια αδελφή έναν χρόνο μικρότερη και έναν αδελφό δύο χρόνια μικρότερό της. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Ο πατέρας της ουσιοεξαρτημένος. Ζούσαν στο ίδιο σπίτι με τον πατέρα, τη μητέρα και την πατρική γιαγιά. Τα έφερναν πολύ δύσκολα πέρα, καθώς το μόνο σταθερό εισόδημα ήταν κάποια επιδόματα. Κοινωνικές υπηρεσίες επισκέπτονταν ανά διαστήματα το σπίτι. Τους έδιναν και κάποια τρόφιμα, θυμάται. 

Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα τους βρήκε έναν νέο σύντροφο, έμπλεξε κι αυτή με ναρκωτικά και τους εγκατέλειψε. Τότε ήταν που αποφάσισαν οι κοινωνικές υπηρεσίες ότι τα παιδιά έπρεπε να φύγουν από το σπίτι τους, επειδή οι συνθήκες διαβίωσής τους σε αυτό ήταν ακατάλληλες. 

Χειμώνα του 2014, δύο αστυνομικοί με πολιτικά παραλαμβάνουν τα τρία αδέλφια και τα πηγαίνουν με εισαγγελική εντολή στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Τα τρία «εισαγγελικά αδέλφια» μένουν εκεί για τρεις μήνες. Δεν έχουν κανέναν δικό τους άνθρωπο να τα φροντίσει. 

«Μας έφερναν έναν δάσκαλο τα πρωινά που μας έκανε κάτι μαθήματα» θυμάται σήμερα η Δ. «Υπήρχαν και κάποιοι εθελοντές που ερχόντουσαν με βάρδιες για να μας κατεβάσουν ως την παιδική χαρά του νοσοκομείου. Υπήρχαν και βάρδιες που δεν ερχόταν κανείς. Το σκάγαμε όμως και κατεβαίναμε μόνα μας κάτω. Δεν είχαμε τι να κάνουμε εκεί μέσα, νοσοκομείο ήταν. Κάποια στιγμή γνωρίσαμε και κάτι άλλα παιδιά. Αυτά μένανε στον 6ο. Κι αυτά για ίδρυμα ήταν». 

Θυμάται επίσης ότι, λίγο αργότερα, ο θείος της που ζούσε στην Αθήνα, ταξίδεψε στην Πελοπόννησο και έφερε την γιαγιά τους στην Αθήνα. Έτσι είχαν τουλάχιστον κάποιες επισκέψεις. Τους πήγαινε και σοκολάτες. 

Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο νοσοκομείο, η εισαγγελία ανηλίκων κατάφερε να εξασφαλίσει θέσεις σε ιδρύματα για τα τρία παιδιά. Δύο διαφορετικά ιδρύματα, ένα για τα δυο κορίτσια και ένα άλλο για τον αδελφό τους. 

Υπάλληλοι της κοινωνικής υπηρεσίας του νοσοκομείου έβαλαν τα τρία παιδιά στο λευκό βαν της πρόνοιας. «Κάναμε πρώτα μια στάση για να αφήσουμε τον αδελφό μας» λέει η Δ. «και μετά μας πήγαν κι εμάς στην Παιδόπολη “Αγία Βαρβάρα”». 

Η ζωή στο ίδρυμα 

Στο ίδρυμα μπαίνουν τελικά τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Τα σχολεία λίγο αργότερα έκλεισαν και ήρθε το καλοκαίρι. Τα παιδιά του ιδρύματος τα στέλνανε τρεις μήνες κατασκήνωση. Η κατασκήνωση βέβαια δεν ήταν μόνο για «ιδρυματικά παιδιά». Τα «άλλα παιδιά» είχαν επισκεπτήρια. Αυτά, όχι. 

«Στα επισκεπτήρια, εμείς μέναμε πίσω, στα σπιτάκια» μάς λέει η Δ. «Υπήρχαν και άλλα παιδιά, δεν ήμασταν μόνα. Ακουγόταν απ’ τα μεγάφωνα το όνομα του παιδιού που καλούσαν στην είσοδο να δει τους γονείς του». 

Τον Σεπτέμβριο, το ίδρυμα την έγραψε στο σχολείο και η Δ. ξεκίνησε την Α΄ Γυμνασίου. Δεν έλεγε ότι έμενε σε ίδρυμα, ντρεπόταν. Μόνο οι δάσκαλοι το γνώριζαν. Ακόμα ντρέπεται να το πει, σκέφτεται ότι μπορεί να την κοροϊδέψουν. Στο σχολείο δεν είχε φίλες. Επειδή το γυμνάσιο συστεγάζεται με το λύκειο, αν καμιά φορά την φώναζαν δυο άλλα κορίτσια από το ίδρυμα που πήγαιναν στο λύκειο, τότε είχε παρέα. 

Την θύμωνε που το ίδρυμα έστελνε βανάκι να την παραλάβει από το σχολείο. «Τους το έλεγα αλλά με έγραφαν. Ποιο παιδί το παραλαμβάνει η μάνα του απ’ το γυμνάσιο; Ντρεπόμουν που έμπαινα στο βανάκι». 

Τα χρόνια εκείνα ακόμα την θυμώνουν. «Δεν είχαμε μάθει να ζούμε κλειδωμένα» μάς λέει. «Πηγαίναμε σχολείο αλλά βγαίναμε έξω, παίζαμε. Εκεί ούτε στο περίπτερο δεν μας άφηναν να πάμε». 

Μια φορά έσπασε ένα τζάμι βγαίνοντας από το γραφείο της ψυχολόγου. Δεν θυμάται τι της είχε πει. Θυμάται όμως ότι μετά από αυτό της είπαν ότι η ζημιά θα κρατηθεί από τα λεφτά της, από το χαρτζιλίκι δηλαδή που τους έδινε το ίδρυμα. Κι αν δεν θυμάται τι ήταν αυτό που προκάλεσε εκείνη τη μέρα την έκρηξή της, υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξεχνάει: «Νομίζαμε ότι θα φεύγαμε από εκεί γρήγορα. Μας κορόιδευε η μάνα μας στο τηλέφωνο, έλεγε ότι θα έρθει να μας πάρει. Το λέγαμε κι εμείς ώσπου κάποια μέρα μας απάντησε μια υπάλληλος του ιδρύματος “οι γονείς σας δεν ενδιαφέρονται για εσάς. Δεν πρόκειται να έρθουν να σας πάρουν”. Ήταν σαν να μας κάνουν πόλεμο νεύρων». 

Κι ο αδελφός τους δεχόταν τέτοια τηλεφωνήματα. Στις αρχές έφτιαχνε τη βαλίτσα του και κατέβαινε στην είσοδο του ιδρύματος να περιμένει τους γονείς του. 

Οι «φυγές»

Από ένα σημείο και μετά άρχισε να το σκάει. Δεν άντεχε τον εγκλεισμό. «Φυγές» ονομάζεται αυτό στην υπηρεσιακή γλώσσα της πρόνοιας. 

«Έκαναν μια δήλωση εξαφάνισης στην αστυνομία αλλά δεν νομίζω ότι μας αναζητούσε κανείς» μας λέει η Δ. Δεν μπορούμε ούτε να το επαληθεύσουμε αυτό, ούτε και να το διαψεύσουμε, το καταγράφουμε, ωστόσο, γιατί έχει σημασία το πώς το βίωνε η ίδια. 

Τον Μάρτιο του 2015, το έσκασε για καιρό, ώσπου τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αναζήτησε την επιμελήτρια ανηλίκων που την είχε αναλάβει και παρακάλεσε να την αφήσουν να μείνει στον θείο της γιατί δεν άντεχε να επιστρέψει στο ίδρυμα. Αρχικά, η αντίδραση των υπηρεσιών δεν ήταν θετική. 

«Του είπαν ότι η Βικτώρια που έμενε δεν ήταν περιοχή για να μεγαλώνει παιδί» θυμάται η Δ. «Λες και δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στη γειτονιά του». 

Τελικά το αίτημά της έγινε δεκτό. Παραχωρήθηκε στον θείο της η προσωρινή της επιμέλεια, ώστε να μπορεί να την γράψει στο σχολείο. Έφυγε, αφήνοντας την αδελφή της πίσω. 

Ενδιαμέσως, η πατρική γιαγιά, η οποία είχε μετακομίσει στην Αθήνα — αλλά ως τότε δεν της έδιναν τα παιδιά διότι δεν εργαζόταν — κατάφερε να βρει δουλειά και σπίτι. 

«Πρόσεχε έναν παππού» λέει η Δ. «Στην αρχή πήρε εμένα, μετά από λίγο την αδελφή μου, και αργότερα και τον αδελφό μου». 

Η Δ. όσο ήταν στο ίδρυμα έμενε διαρκώς στην ίδια τάξη, στην Α΄ Γυμνασίου. Αφού έφυγε, με προτροπή της γιαγιάς της, γράφτηκε σε νυχτερινό γυμνάσιο, το οποίο κατάφερε να τελειώσει στα 18 της. 

«Είχα την γιαγιά μου που με έσπρωχνε αλλά και μια πολύ καλή διευθύντρια που με στήριζε» μάς λέει. «Ήμουν τυχερή που έπεσα σ’ αυτή τη γυναίκα». 

Η επανάληψη ενός δράματος

Η μικρότερη αδελφή της μπλέκει και αυτή με ναρκωτικά. Μένει έγκυος δύο φορές, γεννάει και τα παιδιά της καταλήγουν σε ίδρυμα. Η επιμελήτρια ανηλίκων που παρακολουθεί τα τρία παιδιά — κυρίως λόγω της ανηλικότητας του μικρότερου αδελφού — προσπαθεί να την πείσει να παρακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. 

Η Δ. γνωρίζει έναν νεαρό άντρα με μεταναστευτικό βιογραφικό. Στα 19 της μένει έγκυος. Εξακολουθεί να μένει στο σπίτι με τη γιαγιά της και το μωρό και να διατηρεί σχέση με τον πατέρα του παιδιού της. 

«Το θέλαμε και οι δύο. Ονειρευόμασταν να το δούμε να μεγαλώνει, να περπατάει, να μας μιλάει…» λέει η Δ. Είχε επιλέξει να το θηλάσει. «Ήταν και πιο ξεκούραστο τελικά. Απ’ το να σηκώνεσαι μέσα στη νύχτα να ετοιμάζεις μπουκάλια, είναι πιο απλό να την έχεις μαζί σου στο κρεβάτι. Είχε δίκιο η γιαγιά».

Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτό το κεφάλαιο της ζωής της εξελίχθηκε ευθύγραμμα. Το κοριτσάκι της ήταν μόλις επτά μηνών, όταν μια Κυριακή ο σύντροφος της, επιστρέφοντας από το κρίκετ που έπαιζε με φίλους του, έπεσε σε έλεγχο της αστυνομίας. 

«Είχε άσπρη κάρτα η οποία είχε λήξει. Πηγαίνοντας να την ανανεώσει έγινε κάποιο λάθος, δεν κατάλαβα ποτέ ακριβως τι είχε συμβεί» μάς λέει η Δ. «Οι αστυνομικοί είδαν όμως ότι ήταν ληγμένη και τον συνέλαβαν. Στην αρχή τον έστειλαν στο καμπ στην Αμυγδαλέζα και μετά στην Κόρινθο». 

Λίγο αργότερα, η Δ. γνώρισε έναν άλλο άντρα, επίσης με μεταναστευτικό βιογραφικό. Ο άντρας αυτός άρχισε να της ασκεί λεκτική και ψυχολογική βία, την οποία όμως δεν μπόρεσε να διαγνώσει έγκαιρα εκείνη. Μένει και πάλι έγκυος. Τον Ιούλιο του 2022 γεννάει το δεύτερο παιδί της και εκεί κορυφώνεται η βία του συντρόφου της, η οποία πια γίνεται αντιληπτή από τις κοινωνικές υπηρεσίες του μαιευτηρίου, καθώς η κακοποιητική συμπεριφορά του εκδηλώνεται ακόμα και παρουσία τους, φωνάζοντας ότι δεν θέλει το πρώτο παιδί της Δ. 

Το δεύτερο μωρό γεννήθηκε πρόωρα, στους 7,5 μήνες. Στην αρχή το κράτησαν στο μαιευτήριο και αργότερα το έστειλαν στο Νοσοκομείο Παίδων. Η Δ. έβγαζε γάλα, το έβαζε σε ειδικά σακουλάκια και το φύλαγε στην κατάψυξη, όπως της είχε δείξει η γιαγιά της. 

«Πήγαινα κάθε δύο με τρεις μέρες και το έδινα στο νοσοκομείο» λέει. Δεν ξέρω καν αν του το έδιναν… Ελπίζω ότι το έδιναν. Δεν με άφηναν να πηγαίνω συχνότερα. Έλεγαν ότι ήθελαν πολλά σακουλάκια μαζεμένα». 

Η Δ. εξακολουθεί να μένει με την γιαγιά της και τα δυο της παιδιά. Οι οικονομικές τους δυσκολίες χειροτερεύουν και βρίσκονται σε αδιέξοδο όταν κόβεται ένα επίδομα που έπαιρνε η αδελφή της — η οποία πια δεν έμενε μαζί τους — και απομένει μόνο το δικό της και της γιαγιάς. Χρωστούν ενοίκια και ο ιδιοκτήτης θέλει να τους κάνει έξωση. Η Δ. αναζητά δουλειά αλλά δεν έχει καμιά προϋπηρεσία και διαθέτει μόνο απολυτήριο γυμνασίου. Απευθύνεται σε διάφορες ΜΚΟ και ζητά να την βοηθήσουν με το ενοίκιο. Δεν βρίσκει ανταπόκριση. 

Ενδιαμέσως η κοινωνική υπηρεσία του μαιευτηρίου έχει αποστείλει αίτημα στην εισαγγελία για κοινωνική έρευνα την οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει η κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων.  

Η «βοήθεια» όπως την εννοεί η ελληνική πρόνοια  

Τον Οκτώβριο του 2022 εκδίδεται εισαγγελική διάταξη για την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών της Δ. Το μωρό της είναι μόλις τεσσάρων μηνών. Οι εκπρόσωποι των κοινωνικών υπηρεσιών τής εξηγούν ότι αυτό γίνεται για το καλό των παιδιών της και της ίδιας και έτσι εκείνη συναινεί. 

«Μου είπαν ότι αμέσως μόλις βρω δουλειά και σπίτι» λέει η Δ. «θα πάρω πίσω τα παιδιά μου». 

Η επανάληψη του δράματος είναι αμείλικτη. Και πάλι δύο αστυνομικοί με πολιτικά, όπως όταν ήταν η ίδια παιδί, οδηγούν τα παιδιά της στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού». Τώρα «εισαγγελικά» είναι τα δικά της παιδιά και η ίδια έχει μετατραπεί σε «εισαγγελική μητέρα».

Τα παιδιά της μένουν στο νοσοκομείο για έναν μήνα, μέχρι να εξασφαλίσει μια θέση σε ίδρυμα η εισαγγελία ανηλίκων. Αυτόν τον μήνα, η Δ. βρίσκεται στο πλευρό τους μαζί με τη γιαγιά της. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2022, έρχεται και πάλι το λευκό βαν της πρόνοιας. Αυτή τη φορά για να οδηγήσει τα δικά της παιδιά στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα». 

Η Δ. τα επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα, όπως ορίζει η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος. Παράλληλα, την παραπέμπουν σε δομή για θύματα έμφυλης βίας, με στόχο την στήριξή της. Εκεί πραγματοποιεί συνεδρίες με ψυχολόγο και μέσω της δομής καταφέρνει τον Ιούνιο του 2023 να βρει δουλειά σε εταιρεία καθαρισμού, με νόμιμη πρόσληψη και ασφάλεια. 

Ο πρώτος της σύντροφος ενδιαμέσως έχει βγει από το καμπ της Κορίνθου. Επανασυνδέονται, νοικιάζουν μαζί ένα σπίτι και πλέον επισκέπτονται μαζί τα παιδιά στο ίδρυμα. Εκείνος δηλώνει απολύτως πρόθυμος να αναλάβει μαζί της τη φροντίδα και των δύο παιδιών. 

Ενώ, όμως, η «υπόσχεση» των κοινωνικών υπηρεσιών ήταν ότι θα αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών της αμέσως μόλις βρει δουλειά και σπίτι, τον Νοέμβριο του 2023 τής ανακοινώνουν ότι τα παιδιά της θα δοθούν σε ανάδοχη οικογένεια. Της λένε ότι, ως εκ τούτου, η συχνότητα των συναντήσεών της με τα παιδιά της θα πρέπει να αραιώσει. 

Προαποφασισμένη πορεία

Μέσω της δομής για τα θύματα έμφυλης βίας, η Δ. αναζητά δικηγόρο και ξεκινά να διεκδικεί τα παιδιά της. Η διαδικασία δεν είναι απλή. 

«Η μητέρα όλο αυτό το διάστημα δεν είχε καμία ενημέρωση για τα παιδιά της, εκτός από το ότι “είναι καλά”, ενώ τα βλέπει μία ώρα το μήνα» μάς λέει η δικηγόρος της Δ., Ιωάννα Στεντούμη. «Δεν είχαμε πρόσβαση στο φάκελο το προηγούμενο διάστημα, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της προς την εισαγγελία ανηλίκων, επομένως δε μπορούσε και η ίδια να γνωρίζει τι θεωρείται για την ίδια επιβαρυντικό, εφόσον είχε ακολουθήσει όλα τα βήματα για τα οποία την είχαν ενημερώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες. Μάλιστα είχε κοινό φάκελο με την αδερφή της από όταν ήταν στην ηλικία των 10 ετών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εικόνα εν γένει παραβατικής οικογένειας και παραβατικών συμπεριφορών, ενώ η ίδια δεν είχε καμία σχέση με αυτό το προφίλ και για το λόγο αυτό είχαμε ζητήσει και διαχωρισμό του φακέλου».

«Εντέλει» συνεχίζει η δικηγόρος της Δ. «φτάσαμε 20 μέρες πριν το δικαστήριο, στο οποίο κατέθεσε η εισαγγελία ανηλίκων αίτημα για αφαίρεση γονικής μέριμνας, ώστε να μπορέσω να ενημερωθώ για κάποια ελάχιστα από τα έγγραφα που βρίσκονται στον φάκελο. Ζήτησα να γίνει νέα κοινωνική έρευνα διότι δεν έχει γίνει από τον Οκτώβριο του 2022, ενώ η ζωή της μητέρας έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό. Ζήτησα επίσης να εξαιρεθεί το Κέντρο Βρεφών “Μητέρα” και να αναλάβει την υπόθεση η τοπική κοινωνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια, μπορεί να την παρακολουθεί σταθερά και συχνά στο φυσικό χώρο της ίδιας και των παιδιών, μπορεί να την καθοδηγήσει σε σχέση με επιδόματα και προνοιακές παροχές, ενώ όλα αυτά είναι επιλογές που το “Μητέρα” δεν έκανε». 

«Αντίθετα φαίνεται ότι το “Μητέρα” είχε προαποφασίσει την πορεία αυτής της οικογένειας» λέει η Ι. Στεντούμη. «Από τον Οκτώβριο, όταν τα παιδιά δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια, τα βλέπει μία φορά το μήνα για μία ώρα, γεγονός το οποίο οδηγεί με βεβαιότητα σε ψυχική απομάκρυνση των παιδιών και σε διαταραχή της σχέσης με τους βιολογικούς γονείς. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται μέχρι πρόσφατα έχουν να κάνουν με το χαμηλό μορφωτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο των γονιών της και την δύσκολη παιδική ηλικία της. Αναφέρεται η ευαλωτότητά της εξαιτίας αυτών, το ότι έχει υπάρξει θύμα έμφυλης βίας, η ακραία φτώχεια της και το ότι είχε κινδυνεύσει να μείνει άστεγη». 

«Δεν γίνεται όμως καμία νέα κοινωνική έρευνα» καταλήγει η κ. Στεντούμη. «Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση για το ότι βρήκε δουλειά και σπίτι, ότι παρακολούθησε προγράμματα, ότι έχει απευθυνθεί ήδη στον Δήμο Περιστερίου για επιδόματα και για παιδικούς σταθμούς. Επί της ουσίας, ακόμη και όταν το άτομο καταφέρει μόνο του, με τόσες αντιξοότητες, να αποκτήσει κάποια πλαισίωση και υποστήριξη, το κράτος δεν του παρέχει την ευκαιρία να προχωρήσει στη ζωή του». 

Η Δ. είχε πράγματι δύσκολη παιδική ηλικία. Πολύ. Το κράτος πρόνοιας της χώρας μας, ωστόσο, δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Και αντί να της αναγνωρίζεται η τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει, στην ουσία μόνη της, όλο αυτό το διάστημα που διεκδικεί να ξαναπάρει την επιμέλεια των παιδιών της, φαίνεται όχι απλώς να μην στηρίζεται αλλά να αγνοείται. Σαν να έχει αποφασιστεί ότι όσες προσπάθειες κι αν κάνει ένας άνθρωπος να διαρρήξει τον κύκλο βίας της ζωής του, το προνοιακό του αρχείο δεν θα αλλάξει ποτέ.  

Η ίδια η Δ. παραδέχεται ότι το να βρεθεί στα 21 της με δυο παιδιά, δεν είναι κάποια «επιτυχία». Επαναλαμβάνει όμως συνέχεια κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ότι τα παιδιά της τα θέλει. 

«Θέλω να τα μεγαλώσω, να τα φροντίσω. Και θέλω στα 21 τους να είναι στο πανεπιστήμιο. Όχι με δυο και τρία δικά τους παιδιά. Είναι όμως σαν να μου λένε ότι δεν έχω δικαίωμα να γίνω κάτι διαφορετικό από τους δικούς μου γονείς» λέει και κατευθύνεται προς τη μικρή της βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο. «Στο ίδρυμα ξεκίνησα να καπνίζω. Και το κρατάω ακόμα». Κρυώνει έξω. «Δεν καπνίζω μέσα. Θα μου πεις ότι τώρα δεν υπάρχουν παιδιά μέσα. Όταν ξανάρθουν όμως δεν μπορεί να μυρίζει τσιγαρίλα ο χώρος». 

Μια «κυβερνητική επιτυχία»

Πριν λίγες ημέρες η αρμόδια υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση που της έθεσε η βουλεύτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου, μας ενημέρωσε για την πορεία των τεκνοθεσεών και των αναδοχών στη χώρα. 

«Εδώ μιλάμε για πραγματικά και απτά αποτελέσματα» είπε. «Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 170 υιοθεσίες, ενώ το 2023 πραγματοποιήθηκαν 194 υιοθεσίες. Αναδοχές: Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 52 αναδοχές. Το 2023, 94 αναδοχές. Μια πολύ σημαντική, αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των παιδιών τα οποία βρίσκονται φιλοξενούμενα σε κέντρα παιδικής προστασίας. Κατά 128 παιδιά μέσα στον τελευταίο χρόνο! Πλέον 1.265 ανήλικα παιδιά βρίσκονται στα κέντρα παιδικής προστασίας, σ’ αυτό το οποίο είναι το σκληρό περιβάλλον του ιδρύματος. Και αυτός ο αριθμός που έχει απομειωθεί είναι πολύ σημαντικός, αφού η αύξηση στις υιοθεσίες κατά 14% και η θεαματική αύξηση στις αναδοχές κατά 80% είναι ενθαρρυντικές και είναι ένα αποτέλεσμα μιας συνεπούς πορείας, η οποία φαίνεται ότι έχει και μια διακυβερνητική και μια διακομματική διάσταση».

Είναι κοινή γνώση πια ότι το ίδρυμα είναι απολύτως ακατάλληλος τόπος για να μεγαλώνουν παιδιά. Ένα παιδί που απομακρύνεται από την οικογένειά του δεν θα πρέπει να περνάει ούτε μια μέρα σε ίδρυμα. Και εδώ η απάντηση είναι πράγματι η αναδοχή. Η αναδοχή όμως θεωρητικά έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια και η οικογενειακή επανένωση, η επιστροφή δηλαδή των παιδιών στην βιολογική οικογένεια, όταν αυτό είναι εφικτό, θα έπρεπε να είναι ο τελικός στόχος.

Ένα ποσοστό που δεν θα ακούσουμε όμως από τα στόματα των αρμόδιων υπουργών είναι ακριβώς το ποσοστό των οικογενειακών επανενώσεων. Και δεν θα το ακούσουμε γιατί οι επανενώσεις δυστυχώς δεν αποτελούν ακόμα στόχο του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Θεωρητικά ένα σύγχρονο προνοιακό σύστημα θα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορεί για να ενδυναμώσει και να στηρίξει τους γονείς ώστε να ασκήσουν τον γονεϊκό τους ρόλο. Η περίπτωση της Δ., λοιπόν, δυστυχώς δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. 

Θα πρέπει να εξεταστεί αν η αύξηση του ποσοστού των αναδοχών, για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση, οφείλεται στο ότι οι αναδοχές γίνονται με τρόπο που συνθλίβει ανθρώπους. Αυτό είναι ντροπή και όχι λόγος για πανηγυρισμούς για ένα σύγχρονο σύστημα πρόνοιας. 

Το δικαστήριο της Δ. ορίστηκε για τις 26 Φεβρουαρίου 2024. Αυτό το κείμενο θα ενημερώνεται τακτικά με τις εξελίξεις.