Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Συνέντευξη

«Μπαίνουν παιδιά και βγαίνουν ελιές»

test

Ο σκηνοθέτης και ανάπηρος ακτιβιστής, μέλος της Κίνησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή», μιλάει για την επείγουσα ανάγκη της αποϊδρυματοποίησης και μοιράζεται την εμπειρία του από την κατάληψη στο κολαστήριο των Λεχαινών.

Αθήνα, Λεχαινά

Πώς πήρατε την απόφαση να προχωρήσετε με την Κίνηση Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» στην κατάληψη του ιδρύματος στα Λεχαινά στις 4 Νοεμβρίου 2015; 

Η Μηδενική Ανοχή συγκροτήθηκε το ’10 με σκοπό τη δημιουργία ακτιβιστικού κινήματος για την αναπηρία, για την χειραφέτηση των ανάπηρων υποκειμένων, μαζί με την κίνηση ανάπηρων καλλιτεχνών. Ξεκινήσαμε να κάνουμε δράσεις, να δημοσιεύουμε κείμενα, να προχωράμε σε καταλήψεις, να κάνουμε διαφόρων ειδών παρεμβάσεις. Και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα της δικιάς μας χειραφέτησης για να ασχοληθούμε με ένα πολύ δύσκολο ζήτημα, όπως είναι αυτό της ιδρυματικής ζωής και της αποιδρυματοποίησης. Στα ιδρύματα βρίσκονται οι πλέον ευάλωτοι των ευάλωτων ανάπηρων, γιατί δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους, δεν εκπροσωπεί κανένας τα δικαιώματά τους, ούτε οι εργαζόμενοι του πεδίου, ούτε οι γονείς τους – αν υπάρχουν- οπότε ξεκινήσαμε εμείς οι συνανάπηροί τους να διεκδικούμε τα δικαιώματά τους.

Λίγο πριν την κατάληψη προηγήθηκε ένα διήμερο φεστιβάλ στο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο «ΕΜΠΡΟΣ», ένα φεστιβάλ αλληλεγγύης στα παιδιά και στους ενήλικες των Λεχαινών αλλά και όλων των ιδρυμάτων. Έγιναν συζητήσεις, προβολές ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις. Εκεί έγιναν και οι προεργασίες για την κατάληψη. 

Ο στόχος λοιπόν ποιος ήταν; 

Να αναδείξουμε τη φρικαλεότητα του πυρήνα της αναπηροποίησης που είναι η ιδρυματική ζωή. 

Το σχέδιο ποιο ήταν; 

Να καταλάβουμε τον συγκεκριμένο χώρο και να προσκαλέσουμε την κοινωνία των πολιτών για να γίνουμε πολλοί και πολλές. Κάτι που δεν έγινε. Δεν υπήρχε ανταπόκριση.  Τηλεοπτικά υπήρχε, δηλαδή έγινε θέμα στα media  εκείνες τις ημέρες. Όλοι οι σταθμοί και η ΕΡΤ και οι ιδιωτικοί βγάλανε το θέμα – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αρκετοί με αντιπολιτευτικό τόνο. Εμάς δεν μας ενδιέφερε  καθόλου το κομμάτι αυτό εκείνη τη στιγμή – έτσι κι αλλιώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ήταν δύο μήνες στην εξουσία. Μας ενδιέφερε να αναδείξουμε κάτι διαχρονικό. Τα Λεχαινά δεν ήταν υπόθεση δύο μηνών, υπάρχουν 37 συναπτά έτη.  

Διαβάσαμε, είδαμε και τι έχουν κάνει συνανάπηροί μας στο εξωτερικό. Στη Μεγάλη Βρετανία οι ίδιοι οι ανάπηροι ξεκίνησαν την διαδικασία – δηλαδή δεν κάναμε και κάτι πρωτότυπο, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Προετοιμαστήκαμε πάνω σ’ αυτό το μοντέλο. Είπαμε “πάμε να το κάνουμε όπως το κάνουν και οι άλλοι”. Εμείς που είμαστε έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τη ζωή αυτών που βρίσκονται μέσα. 

Φοβόσουν; 

Όχι, όχι, όχι. Καθόλου. Είχαμε δίκιο, τι να φοβόμουνα; Κανείς μας δεν φοβότανε. Είχαμε ξανακάνει μια κατάληψη στο ΙΚΑ το ‘11, όταν στην πλατεία είχε μισό εκατομμύριο κόσμο, εμείς πήγαμε και κάναμε κατάληψη στα κεντρικά του ΙΚΑ για τέσσερις μέρες – και στα Λεχαινά τόσο καθίσαμε, τόσο αντέχουν τα σώματά μας να εκτίθενται σε τέτοιες συνθήκες φαίνεται… 

Στα Λεχαινά μπήκαμε την ώρα της τροφοδοσίας εννέα άνθρωποι, οι περισσότεροι ανάπηροι, με τέσσερα αυτοκίνητα. Εξηγήσαμε ποιοι είμαστε. Ο πρόεδρος είπε ότι έπρεπε να έχουμε άδεια για να μπούμε μέσα – μας μετέφερε το αίτημα της διοίκησης η αστυνομία. Ήμασταν με τις ταυτότητες στις τσέπες. Απαντήσαμε στον αστυνομικό ότι η παραβίαση που συντελείται εδώ είναι μεγαλύτερη από την παραβίαση που ενδεχομένως κάνουμε εμείς, ότι δεν έχουμε σκοπό να παρεμποδίσουμε το προσωπικό αλλά δεν σκοπεύουμε να αποχωρήσουμε. 

Μπήκαμε γνωρίζοντας τι θα συναντήσουμε αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σκληρή από αυτό που μπορεί να φαντάζεσαι.

Είχατε κάποια εμπλοκή με τις Αρχές ύστερα από την κατάληψη; 

Εμείς πήγαμε στον εισαγγελέα. Έφυγαν τέσσερα άτομα από εμάς και πήγαν στον εισαγγελέα στην Αμαλιάδα και κατέθεσαν μήνυση. Δεν μας έχουν καλέσει ακόμα. Από το ‘15 μέχρι σήμερα.

Στην Εισαγγελία Αμαλιάδας κατατέθηκε, επώνυμα. Και υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες. Ποιος συνταγογραφούσε τη μηχανική καθήλωση; Ποιος συνταγογραφούσε τα φάρμακα; Υπάρχουν συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες και μέχρι σήμερα δεν έχουν αναζητηθεί. Εκτός κι αν αποδεχτούμε ότι είναι ανάξιοι για ζωή οι ανάπηροι που ζουν εκεί, οπότε δεν υπάρχουν και ποινικές ευθύνες.  

Το ότι δεν αποδίδεται καμία ευθύνη, το ότι είναι σαν να μην αναρωτιέται κανείς για το ποιος- ποιοι φταίνε για τον βασανισμό αυτών των ανθρώπων, γιατί δεν γίνεται να μην φταίει κανένας, είναι ενδεικτικό της αντιμετώπισης των ανάπηρων υποκειμένων που ζουν στα ιδρύματα. Φταίει η ψυχίατρος; Συνταγογραφούσε με φαξ; Την έπαιρναν στις 2 τη νύχτα και της έλεγαν «ο τάδε χτυπιέται» και απαντούσε «σου στέλνω συνταγή με φαξ»; Το έκανε; Αν ναι, επιτρέπεται; Έχει ποινικές κυρώσεις γι’ αυτό; Η παρατεταμένη καθήλωση ή/και η παρατεταμένη χημική καταστολή είναι επιστημονικά αποδεκτές; Είναι βασανισμός; Ο ΟΗΕ λέει ότι είναι. Κι εμείς το λέμε. Είναι. Αυτό είδαμε. Βασανισμό είδαμε. 

Είδαμε και την ψυχίατρο, ήρθε στον χώρο όταν ήμασταν μέσα. Θελήσαμε να της μιλήσουμε. Εκείνη όχι. 

Με τους γιατρούς ιδεολογικά είμαστε απέναντι. Προφανώς δεν αρνούμαστε την επέμβαση της ιατρικής επιστήμης. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζουμε πώς έχει συντελέσει η ιατρική επιστήμη για να είμαστε εμείς ανάπηροι. Εννοώ καταπιεσμένοι χρησιμοποιώντας τον όρο «ανάπηροι» εδώ, δεν αναφέρομαι στη βλάβη. Είναι άλλο πράγμα η αρχική βλάβη. Αν δεις όμως τον φάκελο ενός ανθρώπου που έχει ζήσει 20 χρόνια μέσα σε ένα ίδρυμα, η εικόνα του με την περιγραφή της αρχικής βλάβης δεν έχει καμία σχέση. Γιατί έχει προστεθεί η ιδρυματική βλάβη.

Έγιναν αρκετές κινήσεις πριν τη δική σας παρέμβαση και τη μήνυση…  

Ρωτάς γιατί το αφήσαμε τόσο χρόνια; 

Όχι… 

Θέλω όμως να το απαντήσω αυτό. Εμείς την κάναμε αυτή την αυτοκριτική. Γιατί το αφήσαμε τόσα χρόνια. Εννέα άνθρωποι πήγαμε και κάναμε κάτι. Γιατί αργήσαμε, γιατί δεν το κάναμε νωρίτερα; Θα είχαμε κερδίσει κι άλλους ανθρώπους. Γυρίζαμε το κεφάλι μας, δεν θέλαμε να το αντιμετωπίσουμε, δεν αντέχαμε. 

Οι μισοί μπαίνουν σε projection. Ένας συνανάπηρός μας που έχει σπαστική τετραπληγία, είχε έρθει αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της ιδρυματικής ζωής. Ειπώθηκε αυτό το «έλα τώρα, μην βασανίζεσαι» στη μάνα του. «Πήγαινέ τον σε ένα ίδρυμα να μεγαλώσεις την κόρη σου». Ήταν δύσκολο. Εγώ που είμαι επίκτητος δεν το ένιωσα. Δεν πίστευα ότι στα 21 μου η μάνα μου και ο πατέρας μου θα με έκλειναν σε ίδρυμα. Ήμουν ήδη σκηνοθέτης, δούλευα στην τηλεόραση. Αλλά για άλλους από την ομάδα που γεννήθηκαν ανάπηροι αυτό ήταν ένα από τα ενδεχόμενα της ζωής τους. Ωριμάσαμε… 

Και η ομάδα μας αυτό είναι, χειραφέτηση των αναπήρων. Οι πρώτοι που χειραφετούνται είναι οι ίδιοι οι οποίοι μπαίνουν στη διαδικασία αυτή. Δεν θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή αυτή εικόνα της πραγματικότητας, του ενδεχόμενου για τις δικές μας ζωές. Από την άλλη όμως, όταν βγήκαμε από την εξατομικευμένη αντίληψη της αναπηρίας, όταν το προσωπικό έγινε κοινωνικό, τότε αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε εμείς οι λίγοι να μπούμε και να κάνουμε κάτι ουσιαστικό; Όχι να βγάλουμε πέντε φωτογραφίες και να σηκωθούμε να φύγουμε. Θα μας πάρουν στα σοβαρά; Θα το πουν οι ειδήσεις; Θα ασχοληθεί το υπουργείο; Και η ματαίωση παίζει ρόλο. Όταν έχεις ματαιωθεί τόσες φορές, ξανά και ξανά, το βλέπεις και λες «να ασχοληθώ μ’ αυτό τώρα ή θα υποστώ ακόμα μια ματαίωση;». Μπουκάραμε και τελικά κάποια βήματα ξεκίνησαν. 

Άρα λοιπόν, ως ένα κομμάτι της κοινωνίας που παρεμβαίνει, αξίζει που το κάναμε. Αλλά και η αυτοκριτική για την καθυστέρηση παραμένει. Έπρεπε να παλέψουμε και με τα δικά μας ταμπού. Δεν είναι λίγο πράμα αυτό. Και στα μέλη μας που ήρθαν κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο, στοίχισε περισσότερο απ’ ότι σε εμάς. Ήταν πιο δύσκολο να ανταπεξέλθουν. Μέρες μετά βρισκόμασταν, όχι με την ανάγκη για πολιτική κουβέντα ή οργάνωση  αλλά για να μιλήσουμε μεταξύ μας. Να κλάψουμε, να πιούμε, να ξανακλάψουμε… να αναρωτηθούμε τι σκατά θα κάνουμε. Και κυρίως να σταθούμε σε εκείνους που πόνεσαν περισσότερο. Αν μιλήσεις με τον συνανάπηρό μας θα στο πει αυτό: «Όπου και να βρίσκομαι έχω δίπλα μου ένα κλουβί. Το μεταφέρω». Έχει σημαδέψει ανθρώπους αυτό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη «Μηδενική Ανοχή». Αλλά δεν αρκούμε εμείς. Για να γίνει απαίτηση η αποϊδρυματοποίηση, για να σταματήσει αυτό το έκτρωμα να είναι αποδεκτό και κανονικοποιημένο, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που σκέφτεται η κοινωνία για την αναπηρία. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου η ευαισθησία του καθενός. Μας ενδιαφέρει η ενεργοποίηση της κοινωνίας των ανθρώπων. 

Και αυτό το λέμε για όλα τα ιδρύματα. Τα Λεχαινά ωστόσο είναι το case study του μισαναπηρισμού, της διαβίωσης χωρίς ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε μια δύσκολη περιοχή της χώρας όπου οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αναπηρία όπως μας είπε προ καιρού και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκης Βορίδης, ότι δηλαδή υπάρχουν ανάπηροι που καταλαβαίνουν και ανάπηροι που δεν καταλαβαίνουν. Ε, αυτοί που είναι στα Λεχαινά, ως κοινωνία θεωρούμε ότι δεν καταλαβαίνουν. 

Πρέπει να κλείσει αυτό το ίδρυμα, πρέπει να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι από εκεί. Ακριβώς τέσσερα χρόνια όμως μετά συζητάμε ακόμα αυτό το «πρέπει». 

Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;

Το πράγμα βρωμάει από την αρχή. Γιατί όταν ένα παιδί γεννιέται, το πρώτο πράγμα που θα ακούσουν οι γονείς του, όταν αυτοί υπάρχουν είναι η ιατρική άποψη. 

Από τη στιγμή που θα μπει ο μαιευτήρας μέσα στο δωμάτιο και θα πει στη νεομάνα «το παιδί σου γεννήθηκε χαλασμένο». Δεν θα της πει «κοίτα, υπάρχουν δυσκολίες αλλά μπορείς να κάνει ένα, δύο, τρία, πέντε», θα της μιλήσει μόνο για τη δυσκολία. Δεν θα την ανακουφίσει αλλά θα αρχίσει με το ιατρικό σενάριο «δεν θα έχει μυαλό, δεν θα βλέπει, δεν θα ακούει, δεν θα…» Ότι αυτό θα κάνει κακό στα άλλα της παιδιά, θα χαλάσει τη σχέση της με τον άντρα της, οπότε «μην το θηλάσεις, θα σου κόψω το γάλα και θα το στείλουμε σε ένα ίδρυμα. Δεν θα έχεις καμιά ευθύνη εσύ από κει και πέρα και δεν σε ενδιαφέρει για την πορεία αυτού του παιδιού». Αυτό είναι το κλασικό σενάριο. Δεν μιλάμε τώρα για διαλυμένες οικογένειες, για τους παραβατικούς που είναι μέσα στις φυλακές και τα παιδιά καταλήγουν σε ιδρύματα. Και να σημειώσουμε εδώ ότι ένα 14% με 15% μονάχα δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς, δηλαδή έναν από τους δύο γονείς που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναλάβουν κάποιες ευθύνες. Μιλάμε λοιπόν, για την εγκατάλειψη, για το πως ένα ζευγάρι που έχει στο μυαλό του ότι ο πελαργός φέρνει «κανονικά παιδάκια» με πράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά και επειδή έρχεται ένα «χαλασμένο» παιδάκι αποφασίζουμε και το πετάμε. Εκεί υπάρχει η παρέμβαση του γιατρού που κάνει την πρώτη ζημιά. Και επειδή έχουμε αυτό το υπόβαθρο ως κοινωνία, η γυναίκα και ο άντρας φρικάρουν. Βασανίζονται και αυτοί οι άνθρωποι βέβαια, αλλά αυτό είναι το αποτέλεσμα. 

Και το έχουμε συναντήσει στην περίπτωση της Μαρίας στα Λεχαινά, μιλώντας με τη μαμά της. Με το που γεννήθηκε το κορίτσι άρχισαν να απαριθμούν στη μητέρα της το τι μπορεί να συμβεί ιατρικά. Ένας άνθρωπος όμως δεν είναι ιατρική διάγνωση. Είναι άνθρωπος. Και το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ξεκινάς να απαριθμείς τις ιατρικού τύπου δυσκολίες και όχι το πώς αυτές μπορούν μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία να αντιμετωπιστούν. 

Υπάρχει αυτή η οργανωμένη κοινωνία;  

Υπάρχουν σίγουρα πάντως κάποιοι άνθρωποι που επιλέγουν μέσα σε αυτές τις δυσκολίες, κόντρα στην ιατρικοποιημένη πεποίθηση της κανονικοποίησης ενός ανθρώπου που σκέφτεται διαφορετικά. Που δεν προσπαθούν στην περίπτωση των αυτιστικών παιδιών λ.χ, τα οποία δεν έχουν νευροτυπικό εγκέφαλο αλλά αυτιστικό εγκέφαλο, να τους κανονικοποιήσουν, να τους κάνουμε να μοιάζουν με εμάς. Γιατί αυτή είναι και η αρχή του ναζισμού.

Ο Βιγκότσκι έλεγε ότι υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ανάπηροι είναι a priori δυστυχισμένοι. Αυτοί είναι μια ρατσιστική αντίληψη. Η αντίληψη που θεωρεί ότι οι ζωές μας είναι ζωές βασανισμένες, ζωές οι οποίες μερικές φορές είναι ανάξιες να βιωθούν. 

Η Ανδριάνα που πέθανε τώρα τελευταία ήταν 19 χρονών. Η αρχική διάγνωση της Ανδριάνας, νομίζω ότι ήταν για γλαύκωμα, δηλαδή ήταν τυφλή. Η Ανδριάνα όταν την βρήκαμε εμείς δεν μιλούσε, δεν περπατούσε γιατί ζούσε μέσα σε ένα κλουβί. Την έδεσαν γύρω στα 7 της χρόνια επειδή δεν είχαν τρόπο να την περιορίσουν και επειδή δεν μπορούσαν να την «περιθάλψουν». Έτσι την έβαλαν μέσα σε κλουβί επειδή ήταν κινητική και δεν υπήρχε προσωπικό να την προσέχει. Το κλασικό ερώτημα εκεί μέσα είναι «γατί είσαι εσύ όρθιος τώρα;». Αυτό είναι κανονικός στρατωνισμός. Γιατί πρέπει να είσαι ξαπλωμένος όλη μέρα; Γιατί πρέπει να είσαι στο κρεβάτι σου; Γιατί δεν μπορείς να βγεις έξω να κάνεις κούνιες;

Η απάντηση που παίρνεις είναι ότι δεν επαρκεί το προσωπικό. Το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό; Γιατί δεν επαρκεί το προσωπικό; Γιατί όλοι οι ωφελούμενοι φοράνε πάνες, κανένας δεν ξέρει να αυτοεξυπηρετείται, κανένας δεν πάει στην τουαλέτα μονος του, κανένας δεν τρώει μόνος του, όποτε όλα τα άτομα εξαιτίας της ιδρυματικής ζωής και της απόλυτης αποστέρησης κάθε κοινωνικού δικαιώματος, έχουν απολέσει και κάθε δεξιότητα. Το προσωπικό λοιπόν δεν επαρκεί γιατί έχουμε καταστήσει ανίκανους όλους αυτούς τους ανθρώπους. 

Υπάρχουν ψήγματα λογικής σε αυτό που λένε οι εργαζόμενοι; Είναι δύο άτομα στον κάθε όροφο ανά βάρδια. 

Ισχύει. Από ποιο σημείο και μετά το εξετάζεις όμως; Εξετάζεις το γιατί συμβαίνει αυτό ή σε ενδιαφέρει να το δεις παγωμένα από τη στιγμή που το αντιμετωπίζεις; Προφανώς και δεν φτάνουν δύο άτομα σε κάθε βάρδια για κάθε όροφο. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Μα, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με σπαστική τετραπληγία να μην μπορεί να έχει αυτονομία; Να μην μπορεί να φάει μόνος του, να πιει μόνος του, να πάει στην τουαλέτα; Εμείς όλοι οι υπόλοιποι γιατί τα κάνουμε αυτά; Δεν τους άφησαν ποτέ να αναπτυχθούν.

Ή «νάρκωσαν» τις δυνατότητές τους. Μπαίνει ένα παιδί κινητικό και σε μια εβδομάδα σταματάει να πηγαίνει στην τουαλέτα. Του δίνουν μια πάπια… 

Ποια πάπια; Πάνω τους και καθαρίζονται με ένα πανάκι. Δεν κάνουν μπάνιο, παρά σπάνια. Αν είναι να έρθει κανένας υπουργός θα κάνουν μπάνιο. Να μην βρωμάνε. Επίσης αν κάνει κανείς το λάθος να λερωθεί μετά το άλλαγμα, παραμένει έτσι μέχρι την επόμενη αλλαξιά. Δεν εξατομικεύεται αυτό. Δηλαδή μπορεί να μείνει κάποιος ακόμα και για ώρες λερωμένος. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η μυρωδιά στα ιδρύματα η οποία δεν φεύγει ότι και να κάνουν. 

Τα σώματά τους τα είδατε; Είδατε πόσες λειτουργικές παραμορφώσεις έχουν κάνει γιατί έχουν βολευτεί σε συγκεκριμένες στάσεις; Να σας πω ένα περίεργο που δείχνει και πόσο καταπιεστικό είναι όλο αυτό που έχει συμβεί και πόσο βασανιστικό; Τα άτομα που απελευθέρωσε η ομάδα του Νικολαϊδη, αφού λύθηκαν, εξακολουθούσαν να κοιμούνται το βράδυ στις θέσεις που ήταν δεμένα επί χρόνια. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Η βολική θέση είναι η θέση του βασανισμού. Έχουμε μετατρέψει δηλαδή ανθρώπους να αισθάνονται βολικά μέσα στον βασανισμό. Και γι’ αυτό στην αρχή σχεδόν κανένας δεν δεχόταν την παρέμβαση. Και γι’ αυτό ήταν μια μεγάλη και δύσκολη δουλειά για την ομάδα αυτή.

Μια άλλη σκηνή που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι με τα δυο κορίτσια, την Έλλη και τη Μαρία, ήταν 11 ετών και όταν μπήκε η ομάδα παρέμβασης στα Λεχαινά τα δυο αυτά κορίτσια, ως μικρότερα, έφυγαν και πήγαν στο ΠΙΚΠΑ της Βούλας. Πηγαίναμε και τα βλέπαμε αυτά τα παιδιά. Μια φορά λοιπόν, ήρθαν στο σπίτι μας επίσκεψη για λίγες ώρες με εθελοντές του ΠΙΚΠΑ. Θυμάμαι ειδικά την Έλλη που έψαχνε να βρει σημεία να κρυφτεί. Κάτω από το τραπέζι… πάντα σε σημείο προφυλαγμένο, μακριά από ανθρώπους και ζώα. Και στο τέλος δεν ήθελαν να φύγουν, έκλαιγαν. Απ’ ότι καταλάβαμε ήταν η πρώτη φορά που μπήκαν σε σπίτι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μας, ήθελε να την σκεπάσουμε να κοιμηθεί εκεί. Είδε για πρώτη φορά σκύλο, δεν είχε ξαναδεί. Τον κοιτούσε, τον επεξεργαζόταν σαν να λέει «τι είναι αυτό το περίεργο πλάσμα;». Φάγαμε, έφαγαν γλυκό, χορέψαμε… ότι θα κάναμε με οποιοδήποτε παιδί. Μόνο που τα συγκεκριμένα είχαν στερηθεί όλη αυτή την φροντίδα και την αγάπη. Την πραγματική αγάπη, όχι την φροντίδα που μπορεί να δώσει το προσωπικό ενός ιδρύματος. Γιατί δεν αρνούμαι ότι ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι από το προσωπικό δένονται συναισθηματικά με τους ανάπηρους εκεί, ο τρόπος όμως της ζωής που έχουν μέσα σε αυτό είναι το αντίθετο της ουσιαστικής φροντίδας. Σ’ όλη σου τη ζωή να έχεις κάποιον που έρχεται από πάνω σου με μια λευκή ποδιά; Για ποιον λόγο; Ούτε αυτό το βασικό δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Το «μπες με τα ρούχα σου». Και γάντια. Τάισμα με γάντια. Γιατί; Τι θα κολλήσεις; Όλο το ιδρυματικό πλαίσιο είναι ιατροκεντρικό. 

Εκτός από ακτιβιστής είσαι και σκηνοθέτης. Ετοιμάζεις ένα ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά…

Αυτοί οι ρόλοι έτσι κι αλλιώς συνομιλούν. 

Μπαίνεις λοιπόν στην κατάληψη με μια κάμερα…

Δεν την κρατούσα εγώ, αλλά ναι. Με δύο. Πήγαμε να καταγράψουμε αυτό που συνέβαινε. Αυτή ήταν η αρχή. 

Ο αρχικός στόχος της καταγραφής ποιος ήταν; Τις πήρατε για λόγους προστασίας; 

Από τη μία ήταν το να προστατευτούμε απέναντι σε ότι συνέβαινε από την άλλη να καταγράψουμε αυτή τη στιγμή. Να καταγράψουμε και να δούμε τι γίνεται. Αυτό που συναντήσαμε ήταν πέρα από τη φαντασία μας.     

Και στην προηγούμενη κατάληψη που είχατε κάνει στο ΙΚΑ πάλι με κάμερες μπήκατε; 

Ναι, πάλι μικρές κάμερες για καταγραφή. Το κάνουμε, πέρα από την προστασία, και για να έχουμε υλικό να ανεβάσουμε στις σελίδες της «Μηδενικής Ανοχής» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  

Με το που δώσαμε τη συνέντευξη τύπου στο ΚΕΠΕΠ Λεχαινών την τρίτη μέρα και αποχωρήσαμε την τέταρτη, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να μοντάρω ένα πρώτο υλικό – αυτό που υπάρχει μέχρι και σήμερα – για να δώσουμε τη συνέντευξη τύπου στην Αθήνα, προς τους δημοσιογράφους για να ανοίξουμε τη συζήτηση.  

Πότε αποφάσισες ότι αυτό θέλεις να το κάνεις ντοκιμαντέρ; 

Μέσα στην κατάληψη το αποφάσισα. Κατάλαβα ότι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να το ακολουθήσω. Έτσι επέστρεφα ανά διαστήματα, πλέον όχι ως «καταληψίας» αλλά καταρχήν με την ιδιότητα του ανάπηρου. Και κατέγραφα. Έμεινα μέσα τριήμερα και τετραήμερα κάποιες φορές, γύριζα, επέστρεφα ξανά και ξανά.  Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια έχω κάνει 34 ταξίδια στα Λεχαινά, αν θυμάμαι καλά. Κρατάω ένα ημερολόγιο. 

Αυτό μας έδωσε την ευκαιρία… 

Μιλάς στον πληθυντικό; 

Όχι από ευγένεια αλλά γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι ομαδικό και όχι αποκλειστικά δική μου δουλειά. 

Μας έδωσε λοιπόν την ευκαιρία να δούμε αφενός το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα μέσα στα Λεχαινά γιατί έναν χρόνο μετά μπήκε η ομάδα του Νικολαϊδη να κάνει την ενδιάμεση παρέμβαση, κατατέθηκε το ανακουφιστικό πρόγραμμα για τους – τις ωφελούμενους- ες, και αρχίσαμε να παρατηρούμε τις αλλαγές των ίδιων ανθρώπων με μια παρέμβαση. Πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές, πώς εκείνα τα πρόσωπα που πρωτοσυναντήσαμε και δεν εκφραζόντουσαν, δεμένοι, μέσα σε κλουβιά, σε χημική καταστολή σε σημείο να μην μπορούν να κρατήσουν ούτε το κεφάλι τους, με απλανή βλέμματα, πώς άρχισαν μέσα σε 1,5 χρόνο από την εκκίνηση της παρέμβασης να ανθίζουν. Να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους, τους ακούσαμε να μιλάνε, να λένε λεξεις, κάποιοι άλλοι να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα «θέλω κομοδίνο», «θέλω δικά μου ρούχα»,  «θέλω τηλεόραση», «θέλω τηλεκοντρόλ». Αυτό είναι φοβερή εξέλιξη για έναν άνθρωπο που έχεις αποανθρωποιήσει πλήρως, που τον έχεις κάνει ένα φυτό, δίνοντάς του την «απαραίτητη αγωγή για το καλό του». 

Τους είδαμε να βγαίνουν έξω. Να βγαίνουν από τα στενά όρια του δωματίου και να πηγαίνουν μέχρι την τραπεζαρία, για μια δραστηριότητα στον πάνω όροφο, ή η μεγάλη στιγμή που αντίκρισαν την εξωτερική πόρτα, βγήκαν στη φύση. Είδαμε τους φόβους και τις αναστολές τους. Δεν ήθελαν να ξεβολευτούν. Το κανονικό για εκείνους ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι δέστρες – ο «κλινοστατικός προστατευτισμός» ή «μηχανική καθήλωση», όπως λένε. Και ναι, κάποιοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Αλλά είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό. Ο φόβος ήταν η αιτία. 

Είδαμε όμως και ανθρώπους να χρησιμοποιούν ξαφνικά κουτάλι και να τρώνε, φοβερό! Γιατί μέχρι τότε έτρωγαν με μπιμπερό ξαπλωμένοι σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πολτοποιημένη τροφή. Δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν το στόμα τους για να φάνε. Γι’ αυτό και τα δόντια τους σχεδόν στο 100% είναι σε άθλια κατάσταση. Αυτή η αλλαγή μέσα στο ίδρυμα – δεν πήγαμε σε κάποιον άλλο χώρο ώστε να αλλάξουν τα δεδομένα – μέσα εκεί, σε αυτόν τον χώρο βασανισμού, η κατάσταση άλλαξε. 

Αυτό που δεν είχα σκεφτεί ότι θα συνέβαινε ήταν η καταγραφή μέσα στο ντοκιμαντέρ νεκρών. Άνθρωποι που γνωρίσαμε, που έγιναν προσπάθειες να βγουν από το ίδρυμα αλλά πέθαναν στην πορεία. Και δεν μιλάμε για υπερήλικες. Μιλάμε για νέα παιδιά.

Ο Παναγιώτης για παράδειγμα που είναι 50 ετών, ο μεγαλύτερος σε ηλικία,  είναι θαύμα το πώς έχει καταφέρει να επιβιώσει έτσι κοιτώντας το ταβάνι. Τα άτομα που πέθαναν ήταν πολύ μικρότερα σε ηλικία. Και ο Χρήστος και η Έλλη και η Ανδριάνα και η Μαρία. Η Έλλη ήταν 15 ετών. Η Ανδριάνα ήταν 19, μόλις τα είχε κλείσει. Ήταν το τυφλό κορίτσι. 

Σε αυτά τα ταξίδια φαντάζομαι ότι έχεις κουβεντιάσει με το προσωπικό. Θα έχεις κάνει κάποιες συνεντεύξεις… 

Δεν θέλανε. Τώρα που έμαθαν ότι δεν γυρίζω για πλάκα αλλά ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο, μπορεί να αλλάξουν γνώμη. Ποτέ δεν γυρίζω με επισημότητες και «τώρα πάμε πλάνο», αλλά σε ένα πλαίσιο αυθορμητισμού και καταγραφής μιας πραγματικότητας χωρίς να αλλάζει το περιβάλλον, για να μην αλλάζει η συνθήκη. Οπότε αυτό απαιτεί τα μέσα σου να είναι λίγα. Μικρές κάμερες για να μην δημιουργούν την αίσθηση της σοβαρότητας, χωρίς μπουμ, φώτα, άτομα πολλά από πίσω με ακουστικά. 

Τους γνώρισα λοιπόν, πρωτίστως ως ανθρώπους, έμαθα για τις ζωές τους, για τις ιστορίες τους, το πώς βρέθηκαν να δουλεύουν εκεί ενώ οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο, δεν είναι του πεδίου – που δεν μας κάνει εντύπωση αυτό, είναι από την περιοχή και φρόντισαν να βρουν δουλειά – πώς τους πέταξαν μέσα σε αυτόν τον χώρο όταν άνοιξε – γιατί υπάρχουν άτομα που εργάζονται από την πρώτη μέρα λειτουργίας του- χωρίς καμία οργάνωση, πώς έφερναν τους ανθρώπους χωρίς να ξέρουν πώς να τους αντιμετωπίσουν, και πώς κατέληξαν να οργανωθούν και να δημιουργήσουν αυτές τις συνθήκες, δηλαδή κρεβάτια στα οποία πρόσθεσαν κάγκελα κλειστού τύπου και τα έκαναν κλουβιά.

Τα οποία μεταξύ τους τα αποκαλούν παρκοκρέβατα ή πάρκα.

Ναι. Βέβαια ο όρος προέρχεται από την πρώην υπουργό Υγείας Κατερίνα Παπακώστα. «Παρκοκρέβατα» λοιπόν και «το δέσιμο γίνεται για το καλό τους», γίνεται «για να μην αυτοτραυματίζονται. Και πάλι: Το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό; Όταν μένεις παρατεταμένα σε ένα κλειστό περιβάλλον χωρίς καμία προσλαμβάνουσα, οπικοακουστικά και ψυχοσυναισθηματικό ερέθισμα, αρχίζεις και να κοπανιέσαι, και να καταπίνεις τα ούρα σου, και να τρως τα κακά σου και όλα όσα λένε. Αυτό όμως ισχύει για τον οποιονδήποτε άνθρωπο σε αυτές τις συνθήκες, δεν χρειάζεται να έχεις βλάβη για να φτάσεις σε αυτό το σημείο. Αποκτάς ιδρυματικού τύπου βλάβη. Βέβαια όλα αποδίδονται στις βλάβες τους, το εύκολο αφήγημα. Σου λένε «μα, δεν βλέπετε πώς είναι;».  

Φαντάζομαι ότι έχει απασχολήσει και εσένα το ερώτημα πώς οι άνθρωποι αυτοί δέχονται να υποβάλουν άλλους ανθρώπους σε αυτή την κακοποίηση. Έχεις απάντηση; 

Τουλάχιστον από τις αφηγήσεις τους ξέρω ότι δυσκολεύτηκαν στην αρχή…

Ηθικά; 

Ηθικά μαλλον, ναι, δυσκολεύτηκαν να δένουν ανθρώπους ηθικά. Είναι έτσι στημένο το σύστημα ώστε να φέρουν ευθύνη για κάποιους ανθρώπους. Επειδή όμως αναπαράγεται ξανά και ξανά η ίδια συζήτηση, το ζήτημα δεν είναι να φέρουμε περισσότερο προσωπικό για να συνεχιστεί το βασανιστήριο, για να υπάρχει «καλύτερη επιτήρηση» και να συνεχιστεί η χορήγηση φαρμακευτικων δόσεων για ελέφαντες. Το ζήτημα είναι ότι όσο προσωπικό και να βάλεις πάλι ένα ίδρυμα θα συντηρείς. Και η έννοια του ιδρύματος δεν απέχει από την έννοια του στρατώνα ή της φυλακής. Ξυπνάμε συγκεκριμένη ώρα, τρώμε συγκεκριμένη ώρα, κοιμόμαστε συγκεκριμένη ώρα. 

Αυτοί οι άνθρωποι πείστηκαν από τους επιστήμονες ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση; 

Οι επιστήμονες συνταγογραφούσαν και τη «μηχανική καθήλωση» και τις δόσεις των φαρμάκων. Χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, έβαζαν καινούργια φάρμακα από πάνω χωρίς να σταματούν τα προηγούμενα. Χωρίς κανείς να ελέγξει ποτέ αν είναι συμβατά ή τι παρενέργειες μπορεί να δημιουργήσουν. Το αποτέλεσμα το είδαμε. Φυτά. Αυτό. 

Το προσωπικό για χρόνια δεν ήθελε να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση, δεν ήθελε να αποδεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος φροντίδας.           

Γιατί θα τους ξεβόλευε; 

Νομίζω ότι δεν ήθελαν να αποδεχτούν ότι κάνουν κάτι λάθος. Η στάση ήταν «ήρθες να μου πεις ότι κάτι που κάνω 25-30 χρόνια δεν είναι σωστό; Με ποιο δικαίωμα;».  

Δεν λες μόνο ότι δεν είναι σωστό, λες ότι είναι απάνθρωπο, ότι είναι βασανισμός.

«Εμείς τα αγαπάμε πάρα πολύ αυτά τα παιδιά αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα κάνουμε καλά. Είναι τέρατα. Είναι απρόβλεπτα. Αν δεν τα δέσουμε μπορεί να σκαρφαλώσουν στα ταβάνια. Μπορεί να φάνε τους τοίχους. Μπορεί να φάνε τα κακά τους. Μπορεί να καταπιούν ένα μεγάλο αντικείμενο, να φράξει τον λαιμό τους και να πεθάνουν». Τα έχουμε ακούσει αυτά. Γι’ αυτό και η άποψή μας είναι ότι κανένας από αυτούς δεν πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Δεν εννοώ ότι πρέπει να χάσουν τη δουλειά τους. Εννοώ ότι θα πρέπει να πάνε να εργαστούν σε άλλα πλαίσια. Πάντως όχι σε ιδρυματικές δομές.  

Με τις κουβέντες που κάναμε, με παραδείγματα που φέραμε από άλλες χώρες, κάποιοι, ελάχιστοι, πείστηκαν  Σκεφτόμασταν να οργανώσουμε προβολές ξένων ντοκιμαντέρ για την αποϊδρυματοποίηση στα οποία μιλούν οι ίδιοι οι ωφελούμενοι για το πώς ήταν πριν και μετά το κλείσιμο του ιδρύματος. Όταν έζησαν πια στην κοινότητα και ανέπτυξαν τις δυνατότητές τους. Η αντίδραση ήταν ότι «εδώ είμαστε Βαλκάνια, αυτά είναι πολύ ευρωπαϊκά, ποιος θα τα χρηματοδοτήσει αυτά, ότι θα τα κάνουν για μισό χρόνο και μετά ξανά τα ίδια». 

Η αλήθεια είναι ότι εμείς πήγαμε πολύ συνειδητοποιημένοι ότι δεν θα κάνουμε αυτό που συνήθως γίνεται. Το να τα βάζεις με το προσωπικό είναι το πιο εύκολο πράγμα. Προφανώς υπάρχει και προσωπική ευθύνη. Αλλά η μεγάλη ευθύνη όμως είναι του λεγόμενου – κατά τη γνώμη μας ανύπαρκτου – κράτους πρόνοιας. Οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη. Οι πολιτικοί που όλα αυτά τα χρόνια πάγωσαν τον χρόνο. 

Και όταν γινόταν θέμα στις τηλεοράσεις έβγαιναν και έκαναν δηλώσεις όπως αυτή του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου το ‘11 ότι δίνει άδεια σε όποιον δημοσιογράφο θέλει να μπει σε ίδρυμα για να δείξουμε την κατάσταση. Την επίσης πρώην υφυπουργό Υγείας Κατερίνα Παπακώστα που το ‘14 επισκέφτηκε τα Λεχαινά μετά το δημοσίευμα του BBC και μας είπε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παρουσιάστηκαν, ότι «τα πάρκα», την διαβεβαίωσαν οι επιστήμονες, είναι για την προστασία των παιδιών κι ότι έτσι γίνεται. Και έρχονται η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου και η υφυπουργός Θεανώ Φωτίου και ανακοινώνουν ένα πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης. Είναι η πρώτη φορά που ακούγεται στην Ελλάδα η λέξη από επίσημα χείλη.

Ποια ήταν η αντίδραση στο ίδρυμα;   

Η πρώτη τους αντίδραση όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα και πήγα στα Λεχαινά ήταν «θα γίνει αυτό που έγινε και στην ΕΡΤ. Θα το κλείσουν και θα μας απολύσουν όλους. Χρειαζόντουσαν τις εγγυήσεις του υπουργείου ότι δεν θα χάσουν τη δουλειά τους. Λίγοι ήταν αυτοί η οποίοι είπαν «οκ, καταλαβαίνω τους λόγους, πρέπει να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Στο παρακάτω εμείς τι ρόλο θα έχουμε; Πώς είναι αυτό το πράγμα; Τι θα συμβεί;». Τους έλεγα «καλύτερα θα είναι να πας σε ένα σπιτάκι μέσα στην πόλη των Λεχαινών ή σε μια άλλη κοντινή πόλη και να εργάζεσαι σε ανθρώπινες συνθήκες». Επίσης, επειδή ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της επαγγελματικής αναδοχής, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσαν να πάρουν κάποιες από τις εργαζόμενες κάποιο άτομο στο σπίτι τους, κάποιες οι οποίες, όντως είχαν αναπτύξει δεσμούς με συγκεκριμένα άτομα, τα λεγόμενα «παιδιά» – όλοι «παιδιά» είναι εκεί, έτσι τους ονομάζουν ακόμα κι αν είναι 50 ετών- θα μπορούσαν λοιπόν να επιλέξουν αυτό, να είναι η δουλειά τους μέσα στο σπίτι τους. 

Η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ανακοίνωσε την επαγγελματική αναδοχή αλλά δεν έκανε τις απαιτούμενες ενέργειες για να τεθεί σε εφαρμογή. Στην ιδέα αυτή ωστόσο, πώς αντέδρασαν οι συνομιλητές σου; 

Το συζήτησα με μία εργαζόμενη η οποία αποκαλεί μια ωφελούμενη «κόρη της». Της είπα λοιπόν, «πάρε την κόρη σου στο σπίτι σου με επαγγελματική αναδοχή». Δεν απάντησε τίποτα. Με κοιτούσε. Είναι άλλο το να είσαι μέσα στον χώρο εργασίας και να έχεις δημιουργήσει μια συνθήκη και άλλο το να σου δίνει η νομοθεσία την ευκαιρία αυτή τη σχέση που έχεις αναπτύξει να την μεταφέρεις στο σπίτι σου. Φαντάζομαι ότι θα χρειαζόντουσαν συζητήσεις με τον άντρα της, τα παιδιά της, τον περίγυρό της. Πάντως και χωρίς να είναι ενεργοποιημένη η επαγγελματική αναδοχή, κάποιοι θα μπορούσαν να πάρουν κάποιον ή κάποια στο σπίτι τους το Σαββατοκύριακο με μια απλή έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Δεν το έχει κάνει ποτέ κανείς. 

Ή στις γιορτές, τα Χριστούγεννα…

Τα Χριστούγεννα κάνουν γιορτή για τα «κανονικά» παιδιά τα οποία φτάνουν μέχρι τον προθάλαμο, δεν μπαίνουν μέσα, και λένε τα κάλαντα. 

Υπάρχουν και παιδιά που έχουν μπει μέσα και έχουν ζωγραφίσει τα κλουβιά. 

Ναι, από το σχολείο ACS  για να γίνει λίγο πιο φανταχτερός ο βασανισμός των ανθρώπων που ήταν μέσα στα κλουβιά. Δεν ήταν βέβαια μέσα οι άνθρωποι όταν ζωγράφιζαν τα κλουβιά οι μαθητές.   

Πάλι καλά… 

Αυτή ήταν από τις πιο δυνατές αντιφάσεις που εισέπραξα μπαίνοντας στο ίδρυμα. Δυστοπικό τοπίο. Η μυρωδιά από κόπρανα, οι δεμένοι άνθρωποι να μουγκρίζουν και οι ζωγραφισμένοι τοίχοι με τα “I love you” και την υπογραφή ACS. Πραγματικά θα ήθελα να ήξερα αυτος ο εκπαιδευτικός τι ακριβώς είχε στο μυαλό του.

Επιστρέφοντας στους εργαζόμενους, το πόσο έχουν δεχτεί τη δουλειά και τον τρόπο διαβίωσης των αναπήρων εντός αυτού του πλαισίου, τον έχω δει και μου κάνει σταθερά εντύπωση σε όσα ιδρύματα έχω επισκεφτεί. Και στην Κρήτη, και στο ΠΙΚΠΑ της Βούλας, και στη Θεσσαλονίκη, και στην Κομοτηνή, και στη Ρόδο… Κανονικοποιείται αυτή η κατάσταση. Για εμάς που πηγαίνουμε πρώτη φορά μπορεί να μας φρικάρει αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα για αυτούς. Και με εξεπληξε το γεγονός ότι οι ελάχιστοι συγγενείς που έρχονταν δεν εντυπωσιάζονται από την κατάσταση. Φαινόταν και σε αυτούς φυσιολογικό. 

Έχουμε δει και αποτροπή εισαγωγής. Ήρθε μια κοπέλα μαζί με τη μητέρα και την κουμπάρα της να αφήσει το παιδί της. Το παιδί της ήταν κοντά στα 12 και πλήρως λειτουργικό. Η λογική ήταν να σώσει τον γάμο της και τα άλλα της παιδιά. Προφανώς είχε πίεση από τον άντρα της να αφήσουν το ανάπηρο για να επικεντρωθούν στα «κανονικά». Η μαμά της πιο σκληρή: «Μια χαρά είναι εδώ, θα περάσει τέλεια». Την έβαλε στο γραφείο ο Νικολαϊδης, έκλεισε την πόρτα, συζήτησαν οι δυο τους, της εξήγησε ότι σε 6 μήνες δεν θα είναι όπως το έφερε το παιδί. Βγήκε έξω κλαίγοντας.      

Το πήρε κι έφυγε; 

Ναι. 

Σώθηκε ένα…

Ίσως να χώρισε με τον άντρα της. Ποιος ξέρει τι πίεση της ασκούσαν. Και τι ενοχή θα είχε επειδή γέννησε ένα ανάπηρο παιδί. Κι ότι την τιμωρεί ο Θεός γιατί κάτι θα είχε κάνει στο παρελθόν.. Πάντως, ναι, το ότι αποτράπηκε αυτό το χαρήκαμε. Έκαναν βέβαια νέα εισαγωγή τώρα. Κινητοποιηθήκαμε από διάφορους χώρους και αντιδράσαμε δημόσια, παρενέβη το υπουργείο, το έφεραν στην Αθήνα, η εισαγγελέας δεν άλλαζε τη εντολή της. Κι αυτό είναι ένα θέμα. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει επίσημη απόφαση για απαγόρευση των νέων εισαγωγών στα Λεχαινά. 

Υπάρχει μια απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για αναστολή. 

Αυτό. Η Φωτίου, η Αχτσιόγλου ή ο πρώην γενικός γραμματέας πρόνοιας, δεν νομίζω ότι έβγαλαν ποτέ μια απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών, όταν αποφάσισαν ότι τα Λεχαινά πάνε για κλείσιμο. Βεβαίως όπου και να πας στην Ελλάδα, δεν είναι πουθενά καλύτερα τα πράγματα. Το εξαιρετικό με τα Λεχαινά είναι τα κλουβιά. Έχω δει όμως σε άλλα ιδρύματα άνθρωπο δεμένο με τριχιά, έχω δει αυτά τα ψηλά «πάρκα» για να μην μπορεί αν σηκωθεί να πέσει απ’ έξω… Τα ιδρύματα λειτουργούν με την ίδια λογική. Ούτε καν η μυρωδιά δεν είναι διαφορετική. Μυρίζουν όλα με τον ίδιο τρόπο.       

Τι είχες στο μυαλό σου όταν ξεκινούσες αυτό το ντοκιμαντέρ;

Κοίτα, όταν ξεκινάς ένα ντοκιμαντέρ δεν είσαι εσύ ο οδηγός, είναι η πραγματικότητα. Μπαίνοντας εκεί μέσα, αποφάσισα να κάνω αυτό που λέει και ο τίτλος του:από το ασυλο, στην κοινωνία. Δηλαδή, αυτό που η κοινωνία απορρίπτει περιθωριοποιώντας το σε κτίρια κάπου μακριά της, εμείς αποφασίσαμε να το καταγράψουμε και να το φέρουμε μπροστά στα μάτια της. Ήθελα να το βιώσω, να κάνω όλη αυτή τη διαδρομή που νομίζω ότι σιγά- σιγά κλείνει. Δεν μπορώ να περιμένω τι θα κάνει αυτή εδώ η κυβέρνηση. Αν ότι έγινε πριν θέλει να το ισοπεδώσει και να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί ακούγονται διάφορα σενάρια, κάποια επιστημονικής φαντασίας και κάποια με τα οποία ενδεχομένως και να συμφωνήσουμε. Ήθελα λοιπόν να καταγράψω αυτή την αβίωτη κατάσταση, η οποία μάλιστα είναι απόλυτα νομιμοποιημένη και επιβάλλεται από το ίδιο το κράτος. Και σχετίζεται με τις αντιλήψεις που έχουμε όλοι και όλες – μεταξύ αυτών και όσοι αποτελούν το πολιτικό προσωπικό της χώρας-  αναφορικά με τις ζωές των αναπήρων, οι οποίοι για κάποιους λόγους βρίσκονται εκτός οικογενειακού πλαισίου και η μόνη προστασία που τους προσφέρουμε είναι αυτή. 

Δυστυχώς σε ενα ντοκιμαντέρ δεν μπορείς να περάσεις ούτε τις μυρωδιές, ούτε αυτό που σου δημιουργεί εσένα, εμένα, παραμένοντας εκεί. Αλλά οι συνθήκες… οι συνθήκες μέσα σε ένα ίδρυμα. Όσο και καλές να είναι, το ίδρυμα παραμένει ένας χώρος βασανισμού. Ένας βασανισμός που έχει κανονικοποιηθεί με αφορμή τις βλάβες στα σώματα των ανθρώπων που είναι κλεισμένοι εκεί. 

Σε κάτι ήλπιζες φαντάζομαι ξεκινώντας.

Ναι, ήλπιζα ότι το τελευταίο μου πλάνο θα είναι το κλείσιμο των Λεχαινών. Ναι… 

Νιώθεις ματαιωμένος; 

Έχουμε μάθει στις ματαιώσεις… Ναι, νιώθω ματαιωμένος. Περίμενα ότι εκείνη την ημέρα που ανακοίνωσε η Αχτσιόγλου το πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης ότι ήταν το momentum, ότι τώρα ήρθε η ώρα. Ότι θα ξεκινήσει από τα Λεχαινά και μετα θα ανοίξει η όρεξη να το κάνουμε παντού. Να κλείσουν όλα τα ιδρύματα, να μην περάσει κανένα άλλο παιδί αυτή τη διαδικασία από τη στιγμή που θα βρεθεί απροστάτευτο. Ακόμα και η παραμονή του σε ένα νοσοκομείο να είναι μικρή και να πηγαίνει κατευθείαν σε αναδοχή. Να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε η βιολογική οικογένεια να αναλάβει με τη βοήθεια του κράτους πρόνοιας. Να εξηγήσουν ότι ένα ανάπηρο παιδί δεν είναι το τέλος του κόσμου.

Στις τέσσερις μέρες της κατάληψης υπήρχε ένταση, οι σχέσεις μας ήταν διεκπαιρεωτικές, έρχονταν πληροφορίες, απάντησε η Φωτίου, απαντήσαμε στη Φωτίου. Τελικά αποφασίσαμε ότι μετακινούμε την ομάδα πίεσης από μέσα από το ίδρυμα στα κεντρικά, είπαμε ότι περιμένουμε συνάντηση με το υπουργείο για να συζητήσουμε αυτά τα οποία έχουμε καταγράψει. Ταυτόχρονα όλο μας το υλικό το είχαμε στείλει έξω για να υπάρχει και μια αντίδραση από την ευρώπη, από τους θεσμούς προστασίας. Το στείλαμε και στον ΟΗΕ, και υπάρχει και μια σύσταση την οποία διαβάσαμε στη συνέντευξη Τύπου που δώσαμε στα Λεχαινά το απόγευμα της τρίτης μέρας στους τοπικούς δημοσιογράφους. Ήρθε και ο δήμαρχος και διάφοροι.

Την ημέρα της αποχώρησης σπάσαμε. Σπάσαμε γιατί αποχαιρετούσαμε τους συνανάπηρούς μας, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μας ότι εμείς θα φύγουμε από κει μέσα κι αυτοί θα μείνουν. Σπάσαμε. Βάλαμε τα κλάματα. Κλαίγαμε γοερά. Τους αποχαιρετήσαμε και μαζευτήκαμε έξω γύρω από ένα παγκάκι, μπροστά από τις ελιές και ξεσπάσαμε σε κλάματα. Οι ελιές φυτεύονται κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος. Όλα αυτά τα παιδιά, μπήκαν παιδιά και φεύγουν ενήλικες… πεθαίνοντας. Η «αποΪδρυματοποίηση» γίνεται προς τα πάνω – για τους ένθεους. Κλαίγαμε γιατί ξέραμε ότι εμείς επιστρέφαμε στα σπίτια μας κι ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά θα έπρεπε  πάση θυσία να βρούμε τρόπο να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα που είχαμε ζήσει.  

Νιώθω και στενοχώρια. Γιατί για εμάς οι άνθρωποι στα Λεχαινά έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία, γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι. Εδώ και έναν χρόνο είναι έτοιμοι για να φύγουν. Αυτό που σωστά έλεγε ο Νικολαϊδης στην αρχή, ότι δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις ανθρωπους από τα κλουβιά και απλώς να τους πας σε ένα άλλο χώρο, ότι χρειάζεται δηλαδή ένα στάδιο επανεκπαίδευσης, αυτό έγινε. 

Στεναχώρια λοιπόν γιατί δεν καταφέραμε να τους δούμε σε μια άλλη κατάσταση. Ή τουλάχιστον ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε κάποια στιγμή. Αλλά εκεί χρειαζόμαστε και τη βοήθεια της κοινωνίας των ανθρώπων. Η οποία δυστυχώς δεν ενεργοποιείται. Και αυτό είναι το μεγάλο μου ζήτημα. Το θέμα της αποΪδρυματοποίησης είναι μεγάλο και αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους. Από την καταγραφή που έχουμε από τις Ρίζες το ‘14 προκύπτει ότι περίπου 900 ανάπηροι άνθρωποι βρίσκονται σε ιδρύματα. Μπαίνουν παιδιά και βγαίνουν ελιές. Είναι η ελληνική πατέντα αποϊδρυματοποίησης. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Και θα είναι τεράστια πρόοδος για την κοινωνία να βγάλουμε τους ανάπηρους από τα ιδρύματα.