Ο ψυχίατρος και Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού μιλάει για το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα και τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου είχε δημιουργήσει, πριν κάποια χρόνια, ορισμένα εργαλεία για τη διασύνδεση των διαφόρων υπηρεσιών που ασχολούνται με την παιδική κακοποίηση. Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Είχαμε φτιάξει το εθνικό πρωτόκολλο για τη διάγνωση και την πιστοποίηση των αναφορών ή των υπονοιών κρουσμάτων κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών. Η αναγκαιότητα γι’ αυτό το εργαλείο προέκυψε από προηγούμενες ερευνητικές δουλειές αλλά και από την πανθομολογούμενη εμπειρία των επαγγελματιών πρώτης γραμμής ότι στην Ελλάδα από την στιγμή που εγείρεται μια υπόνοια ότι ένα παιδί κακοποιείται, συνήθως εμπλέκονται διαφορετικοί επαγγελματίες, διαφορετικές ειδικότητες, που κοιτούν και κάνουνε διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς χρόνους, ανάλογως με διάφορους τυχαίους παράγοντες, όπως το πού πρωτοκατατίθεται η υπόνοια ή η καταγγελία. Αυτό δεν είναι αποδεκτό γιατί δεν μπορεί το πώς κρίνεται η αξιοπιστία μιας αναφοράς τέτοιας να επαφιεται σε υποκειμενικούς ή τυχαίους παράγοντες.
Έτσι, φτιάξαμε, και μάλιστα με μια διαδικασία που ήτανε όσο το δυνατόν μπορούσαμε πιο πλατιά και συναινετικη, συνομιλώντας δηλαδή με φορείς και επαγγελματίες από το μεγαλύτερο εύρος και του κρατικού και του μη-κυβερνητικού τομέα, που εμπλέκονται στην πράξη σε αυτές τις διαδικασίες, το εθνικό πρωτόκολλο. Έχει τη μορφή ενός αλγορίθμου βημάτων για κάθε τύπο υποψιαζόμενης κακοποίησης, σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής, παραμέλησης, και για το ποια επαγγέλματα πρέπει να παρέμβουν και τι πρέπει να κοιτάνε για να μπορεί να βγει ένα αξιόπιστο συμπέρασμα. Εκπαίδευσαμε 400 επαγγελματίες και στις 13 περιφέρειες της χώρας τότε στη χρήση του πρωτοκόλλου και έχουμε κανει και έκτοτε κι αλλά εκπαιδευτικά γιατί μας το ζητάνε διάφοροι φορείς και μάλλον θεωρήθηκε ένα χρήσιμο και σχετικά ολοκληρωμένο έργο.
Το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία, στα συναρμόδια υπουργεία, γιατί το πρώτοκολλο ήτανε εγγενώς διατομεακό, δηλαδή ήτανε για να μπορούν να το χρησιμοποιούν επαγγελματίες των τομέων της πρόνοιας, της υγείας, της δικαιοσύνης, της προστασίας του πολίτη και της εκπαίδευσης.
Πότε το κοινοποιήσατε;
Το 2014, όταν ολοκληρώθηκε η δουλειά. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια του ίδιου έργου, είχαμε φτιάξει κι ένα ηλεκτρονικό εργαλείο επιτήρησης κρουσμάτων, όπου κάθε αναφορά κρούσματος θα μπορούσε να καταγράφεται και οι διάφοροι επαγγελματίες των διαφόρων φορέων, τομέων και ειδικοτήτων θα μπορούσαν να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτό το ηλεκτρονικό σύστημα, με δικαιώματα που θα ήταν διαβαθμισμένα αναλόγως με το τι επιτρέπει η νομοθεσία. Θέλω να πω, σύμφωνα με το ελληνικό νομικό σύστημα, για παράδειγμα, ενώ οι εισαγγελείς μπορούν να έχουνε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία, άλλοι επαγγελματίες μπορούν να εχουνε σε περιορισμένα στοιχεία, για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων. Το σύστημα λοιπόν που φτιάξαμε είχε την δυνατότητα να παρέχει διαφορετικής διαβάθμισης πρόσβαση στους διαφορετικής κατηγορίας επαγγελματίες. Φτιάξαμε επίσης τα υλικά, τους οδηγούς εκπαίδευσης, τους οδηγούς χρήσης. Και εκπαιδευσαμε ξανά 400 ανθρώπους από όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην χρήση τους. Και αυτό το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία το 2014.
Και ποια ήταν η τύχη αυτών των εργαλείων;
Παραμένουν ανενεργά. Η πολιτεία δεν τα υιοθέτησε. Δεν έχουν πάρει καμία θεσμική μορφή. Και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στον ίδιο χρόνο η διεύθυνσή μας, ως επικεφαλής ενός εταιρικού σχήματος ακαδημαϊκών φορέων από άλλες χώρες της Ευρώπης, ανέπτυξε με ανάθεση από την γενική διεύθυνση δικαιοσύνης της ευρωπαϊκής επιτροπής, ένα αντίστοιχο σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να εγκατασταθεί και στις 28 χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης. Και πήραμε κι ένα κονδύλιο από την ευρωπαϊκή επιτροπή, από την ίδια γενική διεύθυνση, για να εγκαταστήσουμε αυτό το σύστημα που έχουμε φτιάξει για την πανευρωπαϊκή επιδημιολογική επιτήρηση σε 6 από τις χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, με στόχο να γενικευτεί η χρήση του σε όλες. Και στην Ελλάδα το έχουμε δώσει έτοιμο και δεν αξιοποιείται.
Τι θα έπρεπε να κάνει η πολιτεία για να το υιοθετήσει;
Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια διοικητική πράξη ή νομοθετική που να του δίνει μία υπόσταση. Γιατί στην ελληνική πραγματικότητα αυτό παραμένει τώρα απλώς παραμένει μία πρωτοβουλία. Θα πρέπει κάπως οι φορείς να πάρουν ένα σήμα από την πολιτεία ότι πρέπει να το χρησιμοποιούν και ότι τα στοιχεία αυτά κάπως θα αξιοποιούνται.
Πρόκειται για έλλειμμα στην κουλτούρα διατομεακής συνεργασίας;
Σίγουρα, η παράδοση της διατομεακής συνεργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Και οι εμπειρίες είναι συχνά τραυματικές στο πεδίο της προστασίας του παιδιού, διότι πάντα χρειάζεται διατομεακή συνεργασία, δεν υπάρχει περίπτωση κανένας τομέας ή κανένα επάγγελμα μόνο του να αντιμετωπίσει επαρκώς ένα περιστατικό.
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι και σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν καθόλου εύκολο, η αγκύλωση του εγκλεισμού στο δικό σου χώρο δεν είναι μοναδική ελληνική ιδιαιτερότητα, υπήρχε κι αλλού. Χρειάστηκαν συστηματικές προσπάθειες για να σπάσουν ή να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις, να σπάσουν δεδομένες αντιλήψεις και πρακτικές και να αναδιατυπωθούν οι πρακτικές με βάση το παιδί που θυματοποιείται. Χρειάστηκε να ξανασκεφτούμε τις διαδικασίες μας, όχι με βάση τι μας βολεύει εμάς, τους επαγγελματίες, τους ενηλίκους, τι μας έρχεται πιο φυσικό με βάση τη λειτουργία της υπηρεσίας μας ή την παράδοση της πρακτικής μας, αλλά με βάση το πώς θα πρέπει να δουλεύουμε όλοι μαζί, έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο επωφελούμενος πληθυσμός, το παιδί θύμα.
Φταίει η οικονομική κρίση που δεν σημειώνεται πρόοδος στην Ελλάδα;
Κοιτάξτε τώρα, ένδεια πόρων υπάρχει, αν και υπήρχε και πριν την κρίση στον χώρο της κοινωνικής προστασία και της προστασίας του παιδιού. Παρόλα αυτά, έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε 4-5 παράλληλα δίκτυα υπηρεσιών κατακερματισμένα και ανεπαρκή. Υπάρχει ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών που είναι κάτω απο τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, ένα άλλο κάτω απο τις περιφέρειες που επίσης έχει άλλες αρμοδιότητες κατά νόμο, ένα άλλο δίκτυο που είναι κάτω από την γενική γραμματεία πρόνοιας του υπουργείου εργασίας, ένα άλλο που είναι κάτω από το υπουργείο δικαιοσύνης και τα νομικά του πρόσωπα, ένα άλλο δίκτυο υγείας από το υπουργείο παιδείας και τις δομές υποστήριξης της νεότητας, ένα άλλο κάτω από το υπουργείο υγείας και τις κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας, παίδων και εφήβων, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα πράγματα έχουμε την πολυτέλεια να τα διατηρούμε ως παράλληλα χωριστά δίκτυα, παρά την ένδεια πόρων και τα συνεχίζουμε παρά την κρίση και την ακόμα μεγαλύτερη ένδεια πόρων. Οπότε καταλαβαίνετε ότι, πράγματι υπάρχει ένα θέμα χρηματοδότησης αλλά υπάρχει κι ένα θέμα τι κάνουμε τους όποιους πόρους έχουμε.
Πώς εξηγείτε τότε αυτό που συμβαίνει;
Στην Ελλάδα δεν συγκροτήθηκε πότε κοινωνική πρόνοια ως αυτοτελής τομέας της δημόσιας διοίκησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλα αυτά τα δίκτυα των ψυχοκοινωνικών ή κοινωνικών υπηρεσιών για τα παιδιά να υφίστανται υποτελώς σε άλλους τομείς και άρα οι ιεραρχήσεις και οι προτεραιότητες τους να υπάγονται στις ιεραρχήσεις και στις προτεραιότητες του τομέα τον οποίου εξυπηρετούν. Πάρτε για παράδειγμα την τοπική αυτοδιοίκηση, πηγαίνετε στις κοινωνικές υπηρεσίες ενός δήμου και ρωτήστε τους ανθρώπους πόσες φορές επεμβαίνουν οι δημοτικοί άρχοντες στο τι κάνουν και στις προτεραιότητες και τον προγραμματισμό της δουλειάς τους. Μερικές φορές, σε ακραίες περιπτώσεις, ειδικά σε πιο μικρά μέρη, επεμβαίνουν και στην ίδια την δουλειά. Ή σκεφτείτε τη δικαιοσύνη. Προφανώς εκεί οι υπηρεσίες υπάγονται στις προτεραιότητες του εισαγγελικού μηχανισμού ή του δικαστικού. Θέλω να πω, ο καθένας έφτιαχνε ένα πράγμα, με την εμπλοκή και πολιτικών από διάφορες θέσεις, μπορεί να είχε ο καθένας ένα όραμα που το καταλάβαινε με τον δικό του τρόπο, αλλά το κάθε πράγμα άρχισε να έχει τη δική του αυτόνομη ζωή και ο καθένας άρχισε να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητά του και την αυθυπαρξία του. Το γεγονός είναι ότι όλα αυτά δεν συνιστούν σύστημα.
Η επείγουσα ανάγκη είναι, δηλαδή, η ενοποίηση των υπηρεσιών;
Είπα ήδη ότι το ποια υπηρεσία επιλαμβάνεται, ποιοι επαγγελματίες, τι κοιτάνε, με ποιο τρόπο, σε τι χρόνο, αυτό δυστυχώς ακόμα ποικίλει αναλόγως με το σε ποια υπηρεσία ή σε ποια γεωγραφική περιοχή πρωτοδιατυπώνεται μια μια καταγγελία ή μια υπόνοια. Δηλαδή υπάρχουν παιδιά τα οποία μπορεί να θυματοποιηθούν πάρα πολλές φορές επειδή τόλμησαν να αποκαλύψουν ότι θυματοποιούνται. Είναι γνωστό ότι ειδικά στη σεξουαλική παραβίαση των παιδιών, όπου δεν υπάρχουν συνήθως αντικειμενικά ιατροδικαστικά ευρήματα, έχουμε πάρα πολλά τέτοια περιστατικά, τα οποία όταν έφτασαν εδώ είχαν ήδη μια προϊστορία με πολλαπλές εκτιμήσεις, καταθέσεις από σχετικούς και ασχέτους, που ρωτάγαν και κάνανε σχετικά η άσχετα πράγματα. Δεν σας κρύβω ότι όταν ήρθα σε αυτή τη διεύθυνση βρήκα ανοιχτές υποθέσεις, στις οποίες η αποκάλυψη είχε γίνει το 2002 και εντέλει οι υποθέσεις αυτές τελεσιδείξαν το 201. Ένα παιδί δηλαδή τόλμησε να αποκαλύψει κάτι όταν ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών και η δικαιοσύνη αποδόθηκε όταν το παιδί αυτό ήταν στα πρόθυρα της ενηλικίωσης.
Καταλαβαίνετε ότι αυτό φτάνει τα όρια μιας τιμωρητικής στάσης της πολιτείας απέναντι στο παιδί που έχει το κουράγιο να καταγγείλει. Μπορώ να σας πω κι αλλά παραδείγματα τέτοια, για το ποσό βλαπτική μπορεί να είναι μια τέτοια αναρχία. Έχω δει σε αυτά τα χρόνια περιστατικά με περιπρωκτικα κονδυλώματα σε παιδιά 4-5 χρόνων, τα οποία όταν τέλος πάντων ήρθε σε γνώση μας ήδη θεραπεύονταν σε δημόσια νοσηλευτήρια για 1 με 2 χρόνια, χωρίς να υπάρχει μια εύλογη διερεύνηση του πώς έγινε και αυτά τα παιδιά νοσησαν. Γιατί ο καθένας μέσα σε αυτήν την αναρχία μπορεί να περιχαρακωθεί σε έναν ρολο που ο ίδιος προσδιορίζει. Λέει ο άλλος εγώ είμαι δερματολόγος, θεραπεύω την βλάβη που βλέπω, δεν ασχολούμαι με τα υπόλοιπα. Δεν είναι έτσι όμως…
Δεν υπάρχει το λεγόμενο «ακαταδίωκτο» για επαγγελματίες υγείας που προβαίνουν σε τέτοιες καταγγελίες;
Ναι, υπάρχει και ήταν θετικό το ότι νομοθετήθηκε και για τις κοινωνικές υπηρεσίες και επεκτάθηκε η ασυλία των επαγγελματιών. Γιατί για αρκετά χρόνια κι εγώ και άλλοι πηγαίναμε συνεχώς μάρτυρες υπεράσπισης συναδέλφων, στους οποίους κανανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση ή για παράβαση καθήκοντος οι κατονομαζόμενοι ως δράστες εγκληματων κατά των παιδιών.
Και δεν έχει ποινικές ευθύνες όποιος επαγγελματίας δεν καταγγέλλει ένα τέτοιο περιστατικό;
Έχει, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Συχνά συμβαίνει τα νομοθετήματα να προβλέπουν απλώς κυρώσεις χωρίς καμία υποστήριξη. Δηλαδή σου λένε κάντο και αν δεν το κανεις, θα πας κατηγορούμενος, θα φας τόσα χρόνια φυλακή, χωρίς όμως να σε υποστηρίζει, να σε πλαισιώνει για να κανεις αυτό που πρέπει να κανεις, πρέπει να κόψεις τον λαιμό σου για να το κανεις ας πούμε. Αν ένας εκπαιδευτικός κάνει καταγγελία και ο φερόμενος ως δράστης κανει μετά μήνυση, ποιος θα υποστηρίξει τον εκπαιδευτικό θεσμικά στην Ελλάδα; Εγώ σας λέω ότι και η εμπειρία από τους ανθρώπους που δουλεύουνε, είτε γιατροί, είτε ψυχολόγοι, είτε κοινωνικοί λειτουργοί, είτε άλλοι επαγγελματίες στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας η κοινωνικής πρόνοιας, είναι ότι τουλάχιστον μέχρι την τελευταία νομοθεσία που θα δούμε πως θα τρέξει ακριβώς, υπήρχαν άνθρωποι οι όποιοι ταλαιπωριοντουσαν 6-7-8 χρόνια στα δικαςτηρια ως κατηγορούμενοι. Δεν τους πλήρωνε κανένας δικηγόρο, δεν τους πλήρωνε κανένας το ότι έπρεπε ανα 6-8 μήνες να ξαναπαρουσιάζονται σε δίκη, ούτε κανένας τους πλαισίωσε στο πως να κάνουν αυτό που εντέλλονται να κάνουν.
Μόνο και μόνο η νομοθέτηση δεν λύνει όλα τα προβλήματα, το ξέρουμε αυτό από παρά πολλές περιστάσεις. Το θέμα είναι με ποιον μηχανισμό μπορούμε όντως να συμφωνήσουμε σε αυτήν την χώρα ότι αυτός ο επαγγελματίας έκανε λεγκε αρτις και καλόπιστα την δουλειά του. Γιατί και το δικαίωμα του φερόμενου ως δράστη να προσφύγει στη δικαιοσύνη, γιατί για παράδειγμα πληγώθηκε η υπόληψη του, είναι κατανοητό και απαραβίαστο. Επίσης, σε μικρότερη προφανώς συχνότητα, υπάρχουν και καταγγελίες που διατυπώνονται επιπόλαια. Λοιπόν κάποιο μέσο πρέπει να έχει και ο καταγγελλόμενος να μπορεί να διεκδικήσει την αποκατάστασή του.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κανένα αξιόπιστο σύστημα για να πούμε ότι εάν για παράδειγμα ο Νικολαΐδης στέλνει στην δικαιοσύνη 100 καταγγελίες και από αυτές δεν καταδικάζεται κανένας, κάποιο όργανο θα κρίνει αυτήν την πρακτική ως μη αποδεκτή. Θα πρέπει να υπάρχει ένας αξιόπιστος τρόπος ώστε οι φορείς να μπορούν να με ελέγχουν, αν δεν κάνω όπως πρέπει την δουλειά μου. Και αυτό στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένο γιατί τα παραδοσιακά όργανα ελέγχου στερούνται γενικής αποδοχής, γιατί μπλέκουν και τα κομματικά, μπλέκουν και τα προσωπικά, όλα αυτά.
Πάντως, ακόμη και όταν γίνεται καταγγελία, δεν είναι απαραίτητο ότι η πολιτεία θα παρέμβει με τον ενδεδειγμένο τρόπο, έτσι δεν είναι; Στην περίφημη υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο Ρέθυμνο, το 2011, από τη στιγμή της καταγγελίας ως τη σύλληψη του υπόπτου μεσολάβησε κάπου ένας χρόνος…
Ναι. Και υπήρχαν αρκετές συζητήσεις και αποριες για την χρονική απόσταση ανάμεσα στην πρώτη καταγγελία και την σύλληψη.
Υπήρξαν απαντήσεις;
Κοιτάξτε, δεν μπορώ να σας πω αν ήταν ικανοποιητικές οι απαντήσεις ή όχι. Στο πρώτο δελτίο τύπου της ελληνικής αστυνομίας υπήρχε ένας θριαμβευτικός τόνος για την συστηματική παρακολούθηση που οδήγησε στην σύλληψη του δράστη. Βεβαίως ο αντίλογος είναι ότι σε μια πόλη σαν το Ρέθυμνο, που είναι μικρός ο τόπος και όλοι ξέρουν όλα, ας πούμε δεν είναι και τόσο δύσκολο να παρακολουθήσεις κάποιον ώστε να χρειάζεται τόσος χρόνος. Ωστόσο αυτό είναι μια ανοιχτή συζήτηση…
Πώς έγινε και εμπλακήκατε στην υπόθεση του Ρεθύμνου;
Την άνοιξη του 2011 κάναμε την έρευνα BECAN για την παιδική κακοποίηση και παραμέληση. Ανάμεσα στις περιοχές της Ελλάδας, όπου κάναμε τυχαία δειγματοληψία σε 15.000 παιδιά, ήταν και η Κρήτη. Το καλοκαίρι, όπως κάναμε την επεξεργασία των πρώτων αποτελεσμάτων, είδαμε ότι στο νομό Ρεθύμνης είχαμε μια παραδοξότητα, μια ανωμαλία στα αποτελέσματα: είχαμε πολύ υψηλό rate αυτοαναφερόμενης σεξουαλικης θυματοποίησης των αγοριών και σχεδόν πλήρη αντιστροφή της αναλογίας θυμάτων αγοριών προς κορίτσια, από ότι περιμέναμε. Δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε αυτό. Πιθανολογούσαμε ότι κάποιο λάθος τεχνικό είχε γίνει.
Ύστερα, 1η Δεκεμβρίου του 2011, γίνεται η σύλληψη του προπονητή Νίκου Σειραγάκη και αποκαλύπτεται η μεγαλύτερη υπόθεση παιδοφιλίας στην Ελλάδα. Τυχαία, είχαμε ήδη προγραμματίσει λίγες μέρες μετά μια ημερίδα στο Ηράκλειο της Κρήτης, με θέμα την προστασία των παιδιών από την σεξουαλικη θυματοποίηση, υλοποιώντας την καμπάνια «Ένα στα πέντε» της Επιτροπής Lanzarote και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατεβαίνω λοιπόν στο Ηράκλειο και, όπως καταλαβαίνετε, το μόνο που συζητιόταν ήταν η υπόθεση του Ρεθύμνου. Την επόμενη μέρα πήγα στο Ρέθυμνο και, δεδομένης της ενασχόλησής μου, πήγα σε μια σύσκεψη με τον δήμο, την περιφέρεια και τους τοπικούς φορείς. Μου ζητήθηκε τότε να φτιάξω μια πρόταση, την οποία και υπέβαλα στο τέλος Δεκέμβρη του 2011 και στους τοπικούς φορείς και στα αρμόδια υπουργεία. Ήταν μια πρόταση για το τι ενέργειες θα έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης που δεν ξέραμε ποσό μεγάλη ήταν αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική. Είπαμε όμως ότι εμείς ως φορέας δεν μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε, δεν είχαμε τους πόρους – σας θυμίζω ότι ήταν τέλος του 2011. Και τότε, μετά από σύσκεψη των συναρμόδιων υπουργείων και των τοπικών φορέων, μας ανακοινώνεται ότι θέλουν εμείς να υλοποιήσουμε τις δράσεις που προτείναμε. Και βρήκαν χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ για να ξεκινήσουμε.
Πότε ξεκινήσατε;
Έναν χρόνο αργότερα. Είναι ενδεικτικό για το πόσο δυσκίνητο είναι το ελληνικό δημόσιο ακόμα και στα χρηματοδοτούμενα έργα του – και παρά την πολιτική απόφαση. Ήταν κι άλλα πράγματα αργότερα, βέβαια, υπήρχαν ας πούμε εγγενείς αντιστάσεις…
Τι είδους αντιστάσεις;
Μια κριτική που δεχτήκαμε ήταν ότι το προσωπικό που είχαμε στην παρέμβαση μας δεν ήταν από την τοπική κοινωνία, δεν ήταν Ρεθυμνιώτες. Εγώ όμως πιστεύω ότι αυτό ήταν μια παρά πολύ ευφυής επιλογή, αν κανένας από αυτούς που ζήσανε τα γεγονότα τότε ανακαλέσει το κλίμα στην τοπική κοινωνία. Σε κάθε καινούργιο περιστατικό που βλέπανε οι άνθρωποι, οι ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι που δουλέψανε μαζι μας, η πρώτη ερώτηση των προσερχόμενων ήταν αν είσαι από εδώ. Και με το που παίρνανε την απάντηση ότι όχι είμαι από αλλού, υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και άρχιζε ο άλλος να εκμυστηρεύεται τον πόνο του, κάτι που μάλλον δεν θα έκανε με την ίδια ευκολία αν ήτανε ντόπιοι. Υπήρχε λοιπόν μια, ας πούμε, δυσφορία για το ότι δεν τονώσαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά προτιμήσαμε να κάνουμε την επικοινωνία των επωφελούμενων πιο εύκολη και πιο ουσιαστική.
Λάβετε υπόψη ότι στην δυτική Κρήτη δεν υπήρχανε συγκροτημένες τότε -και ακόμα παρά πολύ ελάχιστα πράγματα υπάρχουν- δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους. Ανοίξαμε λοιπόν την μονάδα αυτή στο Ρέθυμνο και είδαμε γύρω στα 450 παιδιά, όχι κατ’ ανάγκη όλα θύματα, καλύπτοντας και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας. Ταυτοχρόνως κάναμε ένα μαζικό προγραμμα προαγωγής υγείας με θέμα την κακοποίηση του παιδιού, την σεξουαλικότητα του παιδιού, το δικαίωμα στο σώμα του, και πάει λέγοντας, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλον τον νόμο Ρεθύμνης, δηλαδή δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, κάναμε εκπαιδεύσεις προσωπικού σε υπηρεσίες, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις σε γυμναστές και ανθρώπους του αθλητισμού. Γιατί, καταλαβαίνετε, αμέσως μετά ήρθε ο σύλλογος των γυμναστών και μας είπε: δεν τολμάμε να ακουμπήσουμε τα παιδιά, δεν μπορείς να γυμνάσεις ένα παιδί και να φοβάσαι να το ακουμπήσεις. Άρα χρειάστηκε να επικοινωνήσουμε όλη την διεθνή τεχνογνωσία για το πώς είναι δυνατόν να έχεις και διαδικασίες προστασίας του παιδιού αλλά και ο χώρος του αθλητισμού να λειτουργεί. Ακόμη, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις για την προστασία των παιδιών και την ενδοοικογενειακή βία σε ιερωμενους, με πολύ μεγάλη υποστήριξη από τον μητροπολίτη Ρεθύμνης. Αυτός και η αντιπεφερειάρχης, η κ. Λιονή, μας στήριξαν πολύ τότε, με πλήρη κατανόηση του τι διακυβευόταν.
Πόσο διήρκεσε η παρέμβασή σας;
Ως το τέλος του 2014, όταν εξαντλήθηκαν οι πόροι που είχαμε στην διάθεση μας. Το προγραμμα αυτό κανονικά θα κράταγε δώδεκα μήνες, εμείς κάπως καταφέραμε να το κρατήσουμε ως τους 22, κάνοντας μια εξοικονόμηση στους πόρους, με την σύμφωνη γνώμη βέβαια των διαχειριστικών αρχών.
Γιατί σταματήσατε;
Η απόφαση της τότε πολιτικής ηγεσίας ήτανε να μην παραταθεί η λειτουργία της μονάδας εκεί, παρότι υπήρξε ένα αίτημα για παράταση και από την πλευρά μας και από άλλους φορείς της κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχανε μονάδες, δεν υπήρχανε δομές για παιδιά και εφήβους στην περιοχή. Νομίζω ότι ένα κομμάτι τουλάχιστον των τοπικών παραγόντων, μιλώντας για αντιστάσεις, προτιμούσε να ξεχάσει ότι συνέβη ποτέ αυτό το συμβάν, παρά να δουλέψει για να μπορέσει να το ξεπεράσει η τοπική κοινωνία. Η τακτική του να το βάλουμε κάτω από το χαλι ήταν αρκετά έντονη.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας που μας ανακοινώθηκε ήτανε να κλείσει οριστικά η μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της δίκης μου παρουσίας σε αυτόν τον χώρο. Υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά και οικογένειες που έκαναν πια συστηματική θεραπεία και οι οποίοι πρακτικά δεν είχαν καμία επιλογή, δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Αναγκαζόμασταν να τους ανακοινώνουμε ότι θα κλείναμε και κλαίγανε οι άνθρωποι κυριολεκτικά.
Σας ζητήθηκε να συνομιλήσετε με κάποιους που θα σας διαδέχονταν;
Όχι, τίποτα, τίποτα. Δεν μίλησαμε με κανέναν, δεν μας ζητήθηκε ούτε καν η γνώμη μας για οτιδήποτε.
Τα παιδιά αυτά τι γίνανε;
Πολλά από αυτά προφανώς δεν μπορέσανε να συνεχίσουν την λήψη θεραπευτικών υπηρεσιών πουθενά. Και φαντάζομαι ότι για κάποια τουλάχιστον θα ήταν και πολύ δύσκολο να αποφασίσουν να ξαναχρησιμοποιήσουν τέτοιες υπηρεσίες, έτσι όπως έγινε το πραγμα…
Ωστόσο, στα τέλη του 2014, επί Χαράλαμπου Αθανασίου στο υπουργείο Υγείας, όταν βγήκε σε διαβούλευση το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Παιδί», περιλάμβανε τη συνέχιση, με εκ νέου χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2014-2020, του προγράμματος ψυχοκοινωνικής παρέμβασης στο Ρέθυμνο…
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ημέρα, μεσημέρι της Κυριακής, νομίζω, 24 Σεπτεμβρίου του 2014, όταν σε μια ευρεία σύσκεψη παραγόντων η τότε αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Κατερίνα Παπακώστα μας ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο της δομής, εκπλαγήκαμε. Γιατί μέχρι και την προηγούμενη νύχτα, ας πούμε, οι άνθρωποι που ήτανε κοντά στην τότε πολιτική ηγεσία, οι πολιτικοί παράγοντες του Ρεθύμνου, μας διαβεβαίωναν ότι θα υπάρξει παράταση, διότι προφανώς δεν υπήρχε καμία άλλη λύση. Τι συνέβη overnight και άλλαξε η απόφαση δεν είμαι σίγουρος. Αλλά ότι υπήρχε ένα κλίμα, και όπως σωστά λέτε αυτό είχε συμπεριληφθεί και σε έντυπα, ότι η πολιτεία θα συνέχιζε αυτήν την δράση είναι αλήθεια, γιατί ήταν βέβαιο ότι δεν έφτανε αυτό που κάναμε.
Προφανώς, οι επιπτώσεις μιας τόσο μαζικής υπόθεσης παιδοφιλίας σε ένα τόσο μικρό μέρος έχουν ένα διαρκές, δυσμενές αποτέλεσμα στην ψυχοκοινωνική ζωή των οικογενειών των παιδιών. Δεν αντιμετωπίζεται με έναν χρόνο και ενάμιση αυτό έτσι;
Αυτό που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να κατατεθούν κάποιες σχετικές ερωτήσεις στην Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, τελικά δεν τελεσφόρησαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο μετέπειτα υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση, ο Ανδρέας Ξανθός, που είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνης.
Υπονοείτε ότι το στρατόπεδο που κέρδισε ήταν εκείνο που ήθελε να θάψει την υπόθεση;
Αυτό δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Σας είπα αυτά που ξέρω.
Στο ίδρυμα στα Λεχαινά πήγατε επίσης μετά από δική σας πρόταση;
Το καλοκαίρι του 2015, μετά από κάποια αναφορά και κάποια δημοσιεύματα που είχαν υπάρξει στον διεθνή τύπο αλλά και στην ΕΡΤ, έγινε μια επιτόπια επίσκεψη με επικεφαλής τον Γιώργο Μόσχο, τότε Συνήγορο του Παιδιού, και με συμμετοχή της Ιωάννας Κουβαριτάκη από τον Κύκλο Δικαιωμάτων του Παιδιού και της Αιμιλίας Πανάγου από την Κοινωνική Προστασία, και μου ζητήθηκε να πάω και εγώ. Αυτό που είδα ήταν σοκαριστικό. Είδα ανθρώπους σε ξύλινα κλουβιά, διαστάσεων 2 επί 2 μέτρα. Κλεισμένους μόνιμα. Είδα ανθρώπους δεμένους στα τέσσερα άκρα. Μόνιμα. Μετά από αυτό, ναι, υποβάλαμε ένα σχέδιο…
Με δική σας πρωτοβουλία;
Ναι. Ξεκινούσαμε τότε στο Ινστιτούτο μια συνεργασία με τον βρετανικό φιλανθρωπικό οργανισμό Lumos, ο οποίος κάνει δράσεις αποϊδρυματοποίησης της παιδικής προστασίας σε όλον τον κόσμο. Σας θυμίζω, όμως, ότι το καλοκαίρι του 2015 ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος. Ταυτόχρονα άλλαξε και η διοίκηση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας. Υποβάλαμε ξανά πρόταση. Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου έγινε μια τετραήμερη κατάληψη του χώρου από την κίνηση χειραφέτησης «Μηδενική Ανοχή», που έδωσε επίσης δημοσιότητα στην κατάσταση. Κάποια στιγμή στις αρχές του επόμενου χρόνου οριστικοποιήθηκε η συνεργασία μας με την οργάνωση Lumos ως προς την ανάπτυξη ενός προγράμματος επείγουσας ανακουφιστικής παρέμβασης στο συγκεκριμένο ίδρυμα για να σταματήσουν αυτές οι ακραίες μορφές καθήλωσης και περιορισμού των φιλοξενούμενων. Kαι την άνοιξη του επόμενου χρόνου μας δόθηκε η έγκριση από τη διοίκηση και το υπουργείο Εργασίας να υλοποιήσουμε το προγραμμα μας.
Είχατε δηλαδή τη στήριξη της πολιτικής ηγεσίας, μετά την αλλαγή κυβέρνησης το 2015;
Ακούω συχνά και βλέπω να γράφεται ότι η τότε ηγεσία ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαφοροποιήσει την κατάσταση στο ίδρυμα των Λεχαινών. Στην πραγματικότητα, απλώς δόθηκε μετά από αρκετές πιέσεις μια έγκριση για να υλοποιηθεί αυτό που κάποιοι άνθρωποι και φορείς πρωτοβουλιακά προβάλανε, με χρηματοδότηςη άλλων. Αν λοιπόν μπορεί να υποστηρίξει κάτι η τότε πολιτική ηγεσία είναι ότι με τα πολλά μας έδωσε ένα οκ να κάνουμε το προγραμμα μας, ένα προγραμμα χωρίς καμία θωράκιση αρμοδιότητας απέναντι στο υφιστάμενο ίδρυμα, το προσωπικό του, τους τρόπους λειτουργίας του. Απλώς μας είπανε ωραία, μπορείτε να πατε στο ίδρυμα και να κάνετε ό,τι νομίζετε…
Η εμπειρία της δουλειάς αυτής, βέβαια, ήταν συγκλονιστική για μένα προσωπικά. Είναι πραγματικά συνταρακτικό να βλέπει κανείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υπάρξει μόνο ως αντικείμενα, να ανακτούν την υποκειμενικότητα τους. Το να απλώσει ένας άνθρωπος το χέρι και να διαλέξει ποιον θέλει να χαϊδέψει, το να διαλέξει τι μπλούζα θέλει να βάλει, ή το να εκφέρει για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια λέξεις, είναι έμπρακτες ενδείξεις δικής του υποκειμενικής επιθυμίας και επιλογής.
Πώς καταλήγει ένα παιδί σε ένα τέτοιο ίδρυμα;
Δυστυχώς, όπως σε πάρα πολλά προνοιακά ιδρύματα και του κράτους και κάποιων μη κυβερνητικών φορέων, οι αποφάσεις εισαγωγής γίνονται με ντοσιέ, χωρίς κανένας να έχει άμεση, δια ζώσης κλινική επαφή είτε με τον επωφελούμενο είτε με την οικογένεια του. Μια μέρα, ας πούμε, που πήγαινα να δω τι κάνουν οι δικοί μας άνθρωποι στα Λεχαινά, μου είπανε ότι το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε μια νέα εισαγωγή. Λέω, ποιος το είδε αυτό το παιδί που είναι να μπει; Και ανακαλύπτω ότι δεν το είδε κανένας. Είδαν μόνο τα δικαιολογητικά.
Τα δικαιολογητικά αυτά τα είχε καταθέσει η οικογένεια;
Ναι, γιατί εν πολλοίς ακόμα στην Ελλάδα η εισαγωγή ενός παιδιού με αναπηρία σε ίδρυμα αντιμετωπίζεται, από κάποιους τουλάχιστον, ως οφέλημα προς την οικογένεια. Και ενίοτε το διαχειρίζονται και ως ρουσφέτι προς την οικογένεια. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο στα Λεχαινά, είναι και σε άλλα ιδρύματα και κρατικά και μη κυβερνητικών ή εκκλησιαστικών και φορέων.
Η ίδια κατάσταση;
Όχι ακριβώς η ίδια, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει μια χώρα μέσα στη χώρα, πώς να το πω, όπου ισχύουν άλλοι κανόνες ή δεν ισχύουν κανόνες δικαίου. Για παράδειγμα, βρήκαμε στα Λεχαινά έναν ενήλικο πια, που είχε εισαχθεί στο ιδρυματικό σύστημα ως παιδί. Για πάρα πολλά χρόνια τόσο στα Λεχαινά όσο και σε προηγούμενο κρατικό ίδρυμα στο οποίο φιλοξενούνταν, γινόταν σεβαστή η επιθυμία του πατέρα του, η επικοινωνία γι’αυτό το παιδί να γίνεται μόνο στα τηλέφωνα του δικού του επαγγελματικού χώρου. Κι αυτό επειδή ο πατέρας είχε πει ψέματα στη μητέρα του παιδιού, ότι το παιδί μπήκε δυο μέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας μετά τη γέννα και μετά πέθανε. Επί 17-18 χρόνια συναπτά, δύο κρατικά ιδρύματα απέκρυπταν από τη μάνα αυτή ότι είχε ένα παιδί με σύνδρομο Down, το οποίο ζούσε στα ιδρύματα αυτά. Kαταλαβαίνετε ότι τέτοια πράγματα είναι έξω από κάθε λογική δικαίου και ηθικού κανόνα.
Δεν υπάρχει πειθαρχική έρευνα ή ποινική διαδικασία για όλα αυτά;
Όταν έκανε η «Μηδενική Ανοχή» την κατάληψη, τους φέρανε την αστυνομία. Και πήγανε οι άνθρωποι στην εισαγγελία και λένε θελουμε να καταγγείλουμε ότι εδώ υπάρχουν άνθρωποι των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται κατάφωρα. Είδατε να γίνει καμία δίωξη για τους διοικητές; Τους υπουργούς; Τους γενικούς γραμματείς; Κάποια δίωξη για το ότι συνεχίζεται να είναι καθηλωμένοι άνθρωποι, εναντίον αυτών που έδιναν τις εντολές να καθηλωθούν;
Τι χρειάζεται για να ασκηθούν διώξεις;
Τίποτα. Ο εισαγγελέας στο ελληνικό νομικό σύστημα μπορεί να ασκήσει δίωξη. Κι εδώ υπάρχουν επανειλημμένα δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει κανένας που να κριθεί υπόλογος για το ότι άνθρωπος ήταν 21 συναπτά έτη σε κλουβί, χωρίς να βγαίνει ούτε μια ώρα; Αναρωτιέμαι, στην Ελλάδα σήμερα κανένα δικαστήριο δεν έχει νομικά αρμοδιότητα να επιβάλλει τέτοιου είδους ποινή σε άνθρωπο. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να γίνεται ανεκτό ένας άνθρωπος να υποβάλλεται σε μια τέτοια στέρηση δικαιωμάτων και αυτό να μην εγείρει το ερώτημα: ποιος την επέβαλε; Γιατί την επέβαλε;
Μετά την «επείγουσα παρέμβαση» στα Λεχαινά, τι ακολουθεί;
Το πιο απογοητευτικό πραγμα σε αυτήν την ιστορία είναι το εξής: από τον Δεκέμβριο του 2017, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από το υπέρ-πλεόνασμα θα διαθέσει ένα ποσό, στα πλαίσια ενός προγράμματος 15 εκατομμυρίων ευρώ που θα μοιράζονταν τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής και Δυτικής Ελλάδας, για την αποϊδρυματοποίηση της μονάδας των Λεχαινών. Αυτό αναφέρεται και στην κοινή υπουργική απόφαση που υπογράφτηκε στο τέλος του 2018. Στην ίδια απόφαση αναγράφεται ότι θα εκδιδόταν άμεσα ένα αναλυτικό σχέδιο για το πώς ακριβώς θα ήταν η πορεία μετάβασης, τι δομές θα αναπτύσσονταν, με ποιο χρονοδιάγραμμα κτλ.
Ήδη δύο χρόνια πριν, σε συνεργασία με την Lumos, είχαμε φτιάξει ένα τέτοιο αναλυτικό σχέδιο και το είχαμε υποβάλει και στην κυβέρνηση και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν και σε άλλους φορείς εκτός Ελλάδας και εντός Ελλάδας και το είχαμε συζητήσει και με τους μόνιμους εργαζόμενους του ιδρύματος. Στον τοπικό δήμο, το είχαμε δημοσιοποιήσει όσο ευρέως μπορούσαμε. Ήταν πολύ αναλυτικό, με προϋπολογισμό, με χρόνοδιαγραμματα και πάει λέγοντας.
Δεν λέω ότι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο και ότι πρέπει αυτό να είναι το αναλυτικό σχέδιο. Απλώς λέω ότι δεν έχει γίνει από τότε τίποτα απολύτως. Και το πιο αποθαρρυντικό είναι ότι τα λεφτά υπάρχουν αυτή την φορά. Άρα δεν είναι το θέμα μόνο η χρήματοδοτηση, οι πόροι που λέγαμε, είναι πως κι όταν υπάρχουν οι πόροι για κάποιους λόγους δεν γίνεται τίποτε άλλο εκτός από μια γενική ρητορική υπέρ της αποϊδρυματοποίησης.
Όμως αυτό το έλλειμμα συγκρότησης και συγκεκριμένου σχεδίου δεν είναι χαρακτηριστικό όλου του συστήματος της παιδικής προστασίας;
Ναι. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που κύρωσε τη Σύμβαση Lanzarote, γεγονός που εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση της ελληνικής πολιτείας, από την εποχή που κύρωνε, από τις πρώτες πάλι χώρες, τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1992, να ψηφίζει νομοθετήματα χωρίς να έχει καμία πρόνοια για το πώς θα εφαρμοστούν και αν θα εφαρμοστούν. Δηλαδή εμείς το ψηφίσαμε και το αφήσαμε, καθαρίσαμε με το δημόσιο πρόσωπό μας διεθνώς, ήμασταν και οι πρώτοι και μετά δεν είχαμε προβλέψει τίποτα.
Ξέρετε πόσα πράγματα θα έπρεπε να υπάρχουν; Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση σε όλες τις βαθμίδες τυπικής ή άτυπης εκπαίδευσης. Έχετε δει τέτοιο πράγμα στην ελληνική εκπαίδευση; Να μη συζητήσω για την παροχή υπηρεσιών στα παιδιά θύματα…
Δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποια ειδική εκπαίδευση για επαγγελματίες κυρίως υγείας και παιδείας, που έρχονται σε επαφή και αποτελούν το πρώτο φίλτρο αναγνώρισης, έξω από την οικογένεια, της κακοποίησης ενός παιδιού;
Ναι, θα έπρεπε. Όπως επίσης και για τους εισαγγελείς και τους δικαστές που δικάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί σας θυμίζω ότι στην Ελλάδα επίσης δεν υπάρχει οικογενειακό δικαστήριο, δεν υπάρχει ειδικός θεσμός ώστε να έχει κάποια εξειδίκευση και την αναγκαία ευαισθησία για να προσεγγίζει παιδιά. Οπότε ο άλλος μαζί με τις κτηματικές διαφορές και τις ανθρωποκτονίες, δικάζει και ασέλγεια κατά ανηλίκων, όπως μπορεί ο καθένας.
Λοιπόν διαχρονικά η Ελλάδα απλώς σπεκουλάρει σε διάφορες πρωτοβουλίες φορέων, ένας από τους οποίους ενίοτε είμαστε και εμείς, και λέει, ας πούμε, «κάναμε εκπαίδευση», επειδή κάποιος έκανε ένα πρόγραμμα. Δεν έχει γίνει καμία συστηματική προσπάθεια να συμμορφωθούμε στην υλοποίηση των συμβάσεων που ψηφίσαμε ως χώρα. Αυτό που έγινε είναι ότι διάφοροι άνθρωποι που έτσι κι αλλιώς ασχολούμασταν και είχαμε το μεράκι να στήσουμε διαφορά πράγματα, να βρούμε πόρους (συνήθως από το εξωτερικό ) για να το κάνουμε, απλώς το κάναμε και η πολιτεία έλεγε: να, έχουμε κάνει τόσα πράγματα!
Όλες αυτές οι προσπάθειες έχουν κάποιο αποτέλεσμα, όμως;
Ναι, αλλά δεν συνιστούν καμία στρατηγική να καλυφθεί ο κλάδος. Παίρνει ο ένας φορέας μια πρωτοβουλία και λέει θα εκπαίδευσω τριάντα, θα εκπαιδευσω τριακόσιους, θα εκπαιδευσω τρεις χιλιάδες. Πόσο μπορεί να κρατηθεί ένα τέτοιο πράγμα χωρίς θεσμική κάλυψη; Θα φύγει ο άλλος που είναι κοινωνικός λειτουργός στην περιφέρεια, ας πούμε, και θα πάει στα γραφεία του Συνηγόρου του Παιδιού για εκπαίδευση. Εντάξει, όμως ο προϊστάμενός του δεν είναι ο Συνήγορος, ο προϊστάμενός του είναι συνήθως ένας γιατρός, γιατί στις περιφέρειες ακόμα την διοικητική δομή στις κοινωνικές υπηρεσίες τις έχει στην ενιαία διεύθυνση υγείας και πρόνοιας. Αν τύχει, και έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους που είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι σε κοινωνικά θέματα, μπορεί να του δώσουν ελευθερία και στήριξη. Αν δεν τύχει όμως, αν ο περιφερειάρχης ή ο δήμαρχος κάνει bazaar και θέλει να κάνει μια γιορτή στον δήμο, θα του πει, έχουμε εδώ δουλειές.
Γιατί αποτυγχάνουν οι όποιες προσπάθειες συντονισμού του συστήματος, όπως για παράδειγμα η μεταρρύθμιση επί Χάρη Καστανίδη στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με το ΚΕΣΑΘΕΑ και τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων;
Κοιτάξτε, από την αρχή που ιδρύθηκε αυτός ο θεσμός ήμουν πολύ επιφυλακτικός στο αν τελικά θα έδινε τίποτα η εισαγωγή αυτής της διοικητικής ονοματοδοσίας. Νομίζω ότι η εμπειρία μέχρι τώρα είναι ότι, πρώτον, το ΚΕΣΑΘΕΑ, που έλεγε η υπουργική απόφαση ότι θα συντόνιζε τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, δεν τις συντονίζει. Τις συντονίζει το ΕΚΚΑ, γιατί το ΚΕΣΑΘΕΑ στερείται των πόρων να μπορεί να το κάνει. Δεύτερον, οι Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, που προέβλεπε εκείνη η υπουργική απόφαση, δεν είναι ομάδες. Είναι μια μετονομασία των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων. Δηλαδή η φαντασία του τότε νομοθέτη ότι θα υπήρχαν ομάδες στις οποίες θα συμμετείχαν επαγγελματίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες, από την εισαγγελία, από τα τοπικά κεντρα ψυχικής υγείας κτλ, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, όπως και αν τις ονομάσουμε, σε πολλές περιπτώσεις και δη μετά από κοντά μια δεκαετία μνημονίων και περιορισμών στις προσλήψεις στο δημόσιο, έχουν φτάσει να είναι μονομελείς. Και αυτός ο ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο για τα θέματα παιδικής προστασίας, αλλά για κάθε κοινωνικό θέμα ανηλίκων, ενηλίκων, υπερηλίκων… Στην πραγματικότητα, λοιπόν, κόβουμε μια φέτα του χρόνου του ενός κοινωνικού λειτουργού σε έναν δήμο και την ονομάζουμε Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων..
Όταν έγιναν οι ΟΠΑ, μου είχαν ζητήσει τότε, η πολιτεία, να πάμε να εκπαιδεύσουμε τους κοινωνικούς λειτουργούς που θα συμμετείχαν στις ομάδες, και τελικά ήταν αυτοί οι ίδιοι, δεν ήταν ομάδα. Και είχαμε πάει τον Γιώργο Μόσχο να κάνουμε εκπαιδεύσεις και λέω, παιδιά, εδώ πόσοι είστε μόνιμοι και πόσοι συμβασιούχοι; Πάνω από τους μισούς ήταν συμβασιούχοι. Λέω, πότε θα λήξει εσένα η θητεία σου; Σε τρεις μήνες. Εσένα; Σε πέντε μήνες. Γύρισα και τους λέω -ήταν ο Παναγιώτης Αλτάνης τότε πρόεδρος του ΕΚΚΑ που συντόνιζε αυτό το πράγμα- τί κάνουμε τώρα; Λέμε ότι θα εκπαιδεύσουμε σε κάποιες δεξιότητες ανθρώπους, οι οποίοι σε τρεις μήνες θα είναι εκτός συστήματος;
Εδώ και κάποια χρόνια, για παράδειγμα, υπάρχουν αυτά τα προγράμματα του ΕΣΠΑ με βάση τα οποία διορίζονται ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στην εκπαίδευση. Ποια είναι η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου, πέραν από την ενίσχυση της απασχόλησης; Καταλαβαίνω, η ενίσχυση της απασχόλησης δεν είναι ένα αμελητέο πράγμα, αλλά πάει ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας ψυχολόγος, σε τρία σχολεία, έχει 15-20 τμήματα, ώσπου να πάει να τα γνωρίσει, μέσα σε τρεις μήνες θα πρέπει να φύγει γιατί λήγει η σύμβασή του και θα πρέπει να μείνει κενό το σύστημα και να έρθει την επόμενη χρονιά κάποιος άλλος…
Με τέτοια πράγματα δεν βελτιώνεται ουσιαστικά το σύστημα, θα ήταν από την άποψη της ενίσχυσης της λειτουργικότητας προτιμότερο να πούμε ότι με τους πόρους που έχουμε βάζουμε τους μισούς, αλλά μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα.
Εντάξει, καταλαβαίνω ότι στα πλαίσια πανευρωπαϊκά της κυριαρχίας των πιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την δήμοσια διοίκηση, είναι εδώ και καμία εικοσαριά χρόνια της μόδας οι αντιλήψεις που μιλάνε για δικτύωση υπηρεσιών, για συμπληρωματικότητα των υπηρεσιών, για στοχευμένα προγράμματα και όλα αυτά. Εγώ ό,τι αρχίζει με τη λέξη «δικτύωση» το θεωρώ απατεωνιά. Συγνώμη που είμαι τόσο κάθετος. Δεν θέλουμε τώρα δίκτυα εδώ, θέλουμε θεσμούς. Θέλουμε υπηρεσία. Εδώ δεν έχουμε υπηρεσία, τι να λέμε, να κάνουμε δίκτυο από την ανύπαρκτη υπηρεσία;
Σε μια πραγματικότητα όπως στην Ελλάδα που δεν έχει ήδη μια δομή κοινωνικών υπηρεσιών, όπως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αυτό που νομίζω ότι είναι το ζητούμενο είναι να συγκροτηθεί ο τομέας με αυτοτέλεια. Και μετά ας τσακωθούμε όσο θελουμε για το πως μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα.