Φίλτρα:
Φίλτρα
78Πρόσωπα & φορείς
Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 7796 [post_author] => 4 [post_date] => 2024-06-11 17:24:00 [post_date_gmt] => 2024-06-11 14:24:00 [post_content] =>Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 17 Μαΐου 2024, ένας άνδρας καταδικάστηκε ομόφωνα από το ΜΟΔ (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο) Αθηνών σε 13 χρόνια κάθειρξη για το κακούργημα της ασέλγειας, με θύμα τον ανήλικο γιο του. Ήταν ένας από τους «16 πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά και που εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου έχουν βρει άπλετο χώρο σε τηλεοπτικές εκπομπές και ιστοσελίδες, όπου ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα πλεκτάνης.
Η μιντιακή αυτή εκστρατεία, με αλλεπάλληλα ρεπορτάζ και δημοσιεύματα που επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό περί πλεκτάνης ωσάν να αποτελεί αποδεδειγμένο γεγονός, κορυφώθηκε προ μηνών εστιάζοντας κυρίως στην περίπτωση μίας ιδιώτη ψυχολόγου, την οποία κατηγορούσαν για «ψευδείς γνωματεύσεις». Οι «ψευδείς γνωματεύσεις» είναι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόμενων ανδρών και των δημοσιογράφων που τους συνεπικουρούν, το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι κατηγορίες εναντίον τους.
Λίγες μέρες πριν την καταδίκη του άνδρα στο ΜΟΔ, η μιντιακή εκστρατεία αναζωπυρώθηκε, ανασύροντας την περίπτωση και μιας δεύτερης ψυχολόγου, η οποία είναι μάλιστα και αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., την οποία κατηγορούν ως συμμέτοχη στην υποτιθέμενη πλεκτάνη, μαζί με διάφορους δικηγόρους.
Η πλεκτάνη, σύμφωνα με κάποιους από τους άνδρες αυτούς, έχει εξυφανθεί από τις πρώην συντρόφους τους, οι οποίες με τη συνέργεια ψυχολόγων και δικηγόρων τους έχουν κατηγορήσει ψευδώς με στόχο να τους αποξενώσουν από τα παιδιά τους. Σύμφωνα με άλλους, για την πλεκτάνη είναι ευθέως υπεύθυνες οι δύο ψυχολόγοι.
Ονομάζουμε τον πυρήνα των καταγγελλόμενων ανδρών «ομάδα των 16» ή «16 πατεράδες», διότι πρόκειται για αυτούς τους 16 που κινήθηκαν αρχικά εναντίον της πρώτης ψυχολόγου. Κοντά σε αυτούς, έχουμε εντοπίσει άλλους 7 «δορυφόρους», οι οποίοι έχουν παρομοίως καταγγελθεί από τα παιδιά τους και συνδέονται με την «επίσημη» ομάδα. Τέλος, υπάρχουν άλλοι 10 που έχουν καταθέσει εναντίον της ψυχολόγου-αστυνομικού, εκ των οποίων ένας είναι και στους «16».
Ας τους ονομάσουμε, χάριν διευκόλυνσης, «16+ πατεράδες», εννοώντας πλέον το σύνολο των καταγγελλομένων για ασέλγεια από τα παιδιά τους, οι οποίοι είτε συμμετέχουν είτε συνδέονται με την εκστρατεία κατά των δύο ψυχολόγων.
Επειδή όλο αυτό το διάστημα στις διάφορες εκπομπές και ιστοσελίδες έχουν ακουστεί μεγάλες ανακρίβειες, θα προσπαθήσουμε εδώ να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει με αυτή την ομολογουμένως πρωτάκουστη ιστορία.
Όπως έχουμε πει και αλλού, τα στοιχεία για την εκτιμώμενη έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, 1 στα 30 παιδιά έχει ή θα έχει μέχρι να ενηλικιωθεί μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, όλες οι μορφές της σεξουαλικής κακοποίησης — δηλαδή όχι μόνο βιασμοί αλλά ασέλγειες κτλ — αφορούν ακόμη περισσότερα παιδιά: ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1 στα 5.
Επιπλέον, σύμφωνα με όλους τους έγκυρους ειδικούς, στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, δράστης είναι κάποιος οικείος του παιδιού — γονέας, συγγενής, οικογενειακός φίλος, δάσκαλος, προπονητής, ιερέας κτλ.
Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός ότι δύο παιδοψυχολόγοι ειδικευμένες στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση έχουν γνωμοδοτήσει για μερικές δεκάδες υποθέσεις που αφορούν καταγγελλόμενους πατεράδες είναι απολύτως μέσα στο όριο της στατιστικής πρόβλεψης.
Αντιθέτως, εύλογη απορία προκαλεί το πώς 30 περίπου άτομα που καταγγέλλονται ή κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα, πλην όμως σε ασύνδετες μεταξύ τους υποθέσεις, βρίσκονται να συνασπίζονται και να συμπορεύονται, δίχως καμία αντικειμενική διασφάλιση ότι η ενδεχόμενη ενοχή ενός δεν θα επηρεάσει την υπερασπιστική γραμμή ενός άλλου.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, έχουν έρθει σε γνώση μας οι υποθέσεις των «16+ πατεράδων» μία προς μία. Έχουμε ασφαλώς τη δεοντολογική υποχρέωση να μην αποκαλύψουμε την ταυτότητα οποιουδήποτε από αυτούς, είτε καταγγελλόμενου, είτε υπόδικου, είτε καταδικασμένου με καταδίκη που δεν είναι ακόμη αμετάκλητη, είτε ακόμη και κάποιου που έχει απαλλαγεί. Όχι μόνο για την προστασία της δικής τους ιδιωτικής σφαίρας, από τη στιγμή που δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα, αλλά και για την προστασία των παιδιών τους που σε πολλές περιπτώσεις φέρουν τα επώνυμά τους.
Είμαστε σε θέση, ωστόσο, να διαπιστώσουμε — όπως έχουμε ήδη καταγράψει με προηγούμενο ρεπορτάζ μας αλλά και με σειρά ενημερωτικών βίντεο — ότι ο ισχυρισμός πως οι περισσότεροι από τους «16» έχουν αθωωθεί δεν ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους «16+». Οι περισσότερες από τις υποθέσεις των ανδρών αυτών είναι ανοιχτές: κάποιες βρίσκονται στην προανάκριση, κάποιες στην κύρια ανάκριση, κάποιες στο δικαστικό συμβούλιο, και κάποιες έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν στο ΜΟΔ.
Ο πρώτος άνδρας, λόγου χάρη, ο οποίος έστειλε «αναφορά» στην αστυνομία πριν από έναν χρόνο περίπου εναντίον της 2ης ψυχολόγου, της αξιωματικού, έχει παραπεμφθεί να δικαστεί στο ΜΟΔ τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 2024.
Δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους.
Άλλος άνδρας, από τους «δορυφόρους» αυτός, έχει πάρει αναβολή για τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε άλλη δίκη προ ημερών για χωριστή δικογραφία, κατηγορούμενος για τον ξυλοδαρμό της κόρης του, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για την οποία ζήτησε και πήρε αναβολή. Το αποτέλεσμα είναι, πρώτον, ανέβαλε για μεγάλο διάστημα την εκδίκαση της σωματικής βλάβης, καθότι βάσει πρόσφατης νομοθεσίας όλες αυτές οι υποθέσεις μεταφέρονται από το Τριμελές στο Μονομελές, γεγονός που έχει προκαλέσει τεράστια αναταραχή και οι υποθέσεις που αναβάλλονται δεν παίρνουν δικάσιμο αλλά πρέπει να επανακληθούν· και, δεύτερον, ο κατηγορούμενος θα προσέλθει στο ΜΟΔ τον Σεπτέμβριο για την εκδίκαση της ασέλγειας κατά της κόρης του, δίχως την ενδεχόμενη καταδίκη του για σωματική βλάβη, την οποία διακινδύνευε αν είχε δικαστεί τώρα.
Άλλος πατέρας, ο οποίος παρεμπιπτόντως τυγχάνει αστυνομικός και ανήκει στους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου, βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Γι’ αυτόν, μόλις διατάχθηκε η κόρη του να υποστεί την πολλοστή πραγματογνωμοσύνη και ορκίστηκαν οι πραγματογνώμονες — δυστυχώς, με μια διαδικασία που έχει πολλά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σε εξέλιξη.
Στην υπόθεση άλλου πατέρα, πάλι, από τους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου και αυτός, έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση, και εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, το βούλευμα αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο και ο πατέρας παραπέμπεται εκ νέου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα συνεδριάσει με άλλη σύνθεση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, μακράν του να έχουν αθωωθεί όλοι αυτοί οι καταγγελλόμενοι πατεράδες, οι περισσότερες υποθέσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους συνήθεις αργούς, επίπονους και ενίοτε αλλοπρόσαλλους ρυθμούς της δικαιοσύνης και του ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας — κάτι που, οφείλουμε να τονίσουμε, πλήττει πρωτίστως τα παιδιά.
Από την αναλυτική εξέταση των υποθέσεων, βλέπουμε επίσης ότι δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους. Ποιος, άλλωστε, παραπέμπεται ποτέ να δικαστεί για κακούργημα με μόνο αποδεικτικό στοιχείο τη γνωμοδότηση μιας ιδιώτη ψυχολόγου;
Αντιθέτως, στις δικογραφίες αυτές συγκεντρώνονται πολλαπλά αποδεικτικά μέσα, όπως — και κυρίως — οι καταθέσεις των παιδιών στις αρχές, δημόσιες πραγματογνωμοσύνες, ένορκες βεβαιώσεις άλλων μαρτύρων και βέβαια οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων-ψυχιάτρων που προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι καταγγελλόμενοι, οι οποίοι γνωματεύουν υπέρ τους.
Το αν τα αποδεικτικά μέσα αυτά είναι επαρκή σε κάθε υπόθεση θα το κρίνει το κάθε δικαστήριο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι «16+» έχουν εξαπολύσει επίθεση εναντίον των δύο ψυχολόγων όχι έχοντας αθωωθεί στην πλειονότητά τους, αλλά με τις υποθέσεις τους ανοιχτές, γεγονός που λογικά συνεπάγεται ότι την πορεία αυτών ακριβώς των υποθέσεων προσπαθούν να επηρεάσουν.
Εντούτοις, υπάρχουν κάποιοι, τόσο από τους αρχικούς «16» όσο και από τη διευρυμένη ομάδα των «16+» που είτε έχουν απαλλαγεί με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε έχουν αθωωθεί στο ακροατήριο.
Το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Ας κάνουμε μια προκαταρκτική παρατήρηση: λέμε συχνά ότι «καλύτερα να αθωωθούν εκατό ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος». Γι’ αυτό και στην ποινική δίκη το δικαστήριο πρέπει να πειστεί πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ακριβώς όπως του αποδίδεται. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν πειστεί απολύτως, είναι υποχρεωμένο να αθωώσει. Δεν γίνεται, λόγου χάρη, ένα ποινικό δικαστήριο να πει «υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να το έκανε από ό,τι όχι, άρα καταδικάζω». Αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην το έκανε, οφείλει να αθωώσει.
Όλα αυτά είναι πολύ σωστά και κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου δεν ισχύουν. Σημαίνουν όμως και ότι κάποιες φορές το δικαστικό σύστημα είναι αδύνατο να αγγίξει την αλήθεια.
Αν αυτό ακούγεται παράξενο, ας αναλογιστούμε το εξής: γιατί κάθε φορά που αθωώνεται ένας κατηγορούμενος, δεν καταδικάζονται αμέσως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας για ψευδομαρτυρία; Γιατί δεν θεωρούμε ότι αφού είναι αθώος, όποιος τον κατηγόρησε είπε απαραιτήτως ψέματα; Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν διώκεται αμέσως ο εισαγγελέας, αν υποστήριξε την ενοχή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο; Ψέματα δεν είπε; Αν κάποιος καταδικαστεί πρωτόδικα αλλά αθωωθεί στο Εφετείο, γιατί δεν διώκονται οι δικαστές και οι ένορκοι του Α’ βαθμού; Αυτοί δεν συνήργησαν με τους ψευδομάρτυρες για να καταδικαστεί ένας αθώος;
Προφανώς, αυτά δεν συμβαίνουν. Αντιθέτως, το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Έτσι και στις υποθέσεις στις οποίες κάποιοι από αυτούς τους άνδρες έχουν απαλλαγεί. Σε μία, λόγου χάρη, υπάρχουν ιατροδικαστικά ευρήματα στον πρωκτό του παιδιού. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι το παιδί κακοποιήθηκε και μάλιστα όταν εκτελούσε επικοινωνία με τον πατέρα του. Αλλά δεν πείστηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ήταν ο πατέρας του που το κακοποίησε.
Σε άλλη υπόθεση, που αφορά δύο παιδιά, διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της αστικής αντιδικίας, που αφορούσε την επικοινωνία. Παράλληλα, στο ποινικό σκέλος, το ένα παιδί κατέθεσε στην αστυνομία, η ανακρίτρια, όμως, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, αφού είχε ήδη διαταχθεί στο αστικό σκέλος. Μάλιστα, πήρε το παιδί, το κάθισε σε ένα παγκάκι και το ρώτησε: «Αγαπάς τον μπαμπά σου;». Η διαφορά, όμως, μεταξύ της πραγματογνωμοσύνης στο αστικό και αυτής στο ποινικό είναι ότι η πρώτη γίνεται με ευθύνη του ενάγοντος. Μετά από την άρνηση δύο ψυχιάτρων να αναλάβουν την πραγματογνωμοσύνη στο αστικό σκέλος – και τη δυσκολία της μητέρας να διαθέσει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται – η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε. Δεν έγινε όμως ούτε στο ποινικό σκέλος, αφού δεν είχε διαταχθεί ποτέ από την ανακρίτρια. Ο άνδρας δικάστηκε, η εισαγγελική πρόταση ήταν καταδικαστική, αλλά ο εισαγγελέας είπε: «Διατηρώ ελάχιστες αμφιβολίες». Το δικαστήριο αθώωσε. Ο άνδρας, βέβαια, εξακολουθεί να μην μπορεί να πλησιάσει την πρώην σύντροφό του, λόγω δικαστικής απόφασης που εδράζεται σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Από τα πραγματικά χαρακτηριστικά των υποθέσεων, λοιπόν, και όχι τα πλασματικά που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, φαίνεται πως πρόκειται για μια απόπειρα να χρησιμοποιηθούν λιγοστές απαλλαγές κατηγορούμενων ανδρών, οι οποίες έχουν ούτως ή άλλως τις ιδιαιτερότητες που αναφέραμε, για να κατασκευαστεί ένα ψευδές κλίμα αμφισβήτησης των πολύ περισσότερων υποθέσεων που αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Οι υποθέσεις αυτές έχουν προφανώς διαφορές μεταξύ τους, ειδικά όσον αφορά την διερεύνησή τους από τις αρχές, η οποία έχει γίνει σε πολλές από αυτές με τρόπους που αποκλίνουν τόσο πολύ από οποιαδήποτε σύγχρονη μέθοδο, ώστε να μοιάζουν σχεδόν με απλά καπρίτσια των εισαγγελέων και των δικαστών. Χαρακτηριστική η υπόθεση που αναφέραμε, στην οποία η ανακρίτρια ρώτησε το παιδί αν αγαπάει τον μπαμπά του.
Έχουν όμως και μια κεντρική ομοιότητα: την επίκληση της «γονεϊκής αποξένωσης» ως απάντησης στο ερώτημα γιατί αυτές οι μητέρες να θέλουν να εκδικηθούν τους πρώην συντρόφους τους, βάζοντας τα παιδιά τους να τους κατηγορήσουν ψευδώς.
Διότι, αν το αναλογιστούμε λίγο, αυτό θα έπρεπε εξαρχής να είναι το κρίσιμο ερώτημα: γιατί οι μητέρες αυτές να θέλουν να κατηγορήσουν ψευδώς τον πατέρα των παιδιών τους; Ποιο είναι το κίνητρο;
Ακόμη περισσότερο, γιατί να το κάνουν οι δύο ψυχολόγοι; Τι έχουν να κερδίσουν;
Αποκαλυπτικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνουν οι τοποθετήσεις των «16+», όπως αποτυπώνονται στις νομικές κινήσεις που έχουν κάνει, προκειμένου να στοχοποιήσουν τις δύο ψυχολόγους.
Οι αρχικοί 16 καταγγελλόμενοι πατεράδες στράφηκαν κατά της 1ης ψυχολόγου με δύο αιτήσεις προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου — μία τον Ιούλιο και μία τον Δεκέμβριο του 2022, με τις υπογραφές 7 και 9 καταγγελλομένων αντίστοιχα.
Με αυτές, ζητούν από την Εισαγγελία να διερευνήσει το «ζήτημα», το οποίο περιγράφουν ως εξής:
[Το] «να κατηγορούνται άδικα γονείς για κακοποίηση των τέκνων τους προκειμένου να επιτευχθεί από την άλλη πλευρά η πλήρης αποξένωσή τους και η ηθική και οικονομική τους εξόντωση, με χρήση του δικαστικού συστήματος» έχει πλέον «λάβει διαστάσεις επιδημίας στην ελληνική κοινωνία». [...] «Υφίστανται συγκεκριμένοι/ες “παιδοψυχίατροι” και “παιδοψυχολόγοι” και τεχνοκράτες, οι ίδιοι/ες κάθε φορά, που αναλαμβάνουν τη στήριξη των ως άνω σκευωριών κατά αθώων, ενδύοντας με δικαστικό ένδυμα και ψευδοεπιστημονικότητα τις ως άνω κατηγορίες».
Αντιστοίχως, στις καταθέσεις διαφόρων καταγγελλομένων που προσήλθαν στις δύο διαδικασίες (την ΕΔΕ και την προανάκριση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων) για την 2η ψυχολόγο, την αξιωματικό, το μοτίβο είναι πανομοιότυπο. Ενδεικτικά:
«Η συγκεκριμένη Αξιωματικός ψυχολόγος εκδίδει γνωματεύσεις αμφιβόλου αξιοπιστίας, βάσει των πηγών μου, τις οποίες εμφανίζει σε διαδικασία δικαστικών διενέξεων σχετικά με υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατηγορηθεί ο ένας γονέας για βαρύ αδίκημα σεξουαλικής φύσεως ή ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να παραπλανηθούν οι δικαστικοί λειτουργοί και [να] εκδώσουν αποφάσεις είτε μηδαμινής επικοινωνίας είτε τραγικά περιορισμένης επικοινωνίας μεταξύ του γονέα και του τέκνου, με μοιραίο αποτέλεσμα να προκαλείται γονεϊκή αποξένωση που είναι και ο τελικός στόχος του γονέα αποξενωτή».
Τόσο στις αιτήσεις των αρχικών «16» όσο και στις πολλαπλές καταθέσεις των «16+» δεν αποδίδεται ούτε στις μητέρες ούτε και στις ψυχολόγους κάποιο κίνητρο για την «αποξένωση» και την «εξόντωση» των πατεράδων.
Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, κάποια κατηγορία για οικονομικό όφελος. Και είναι λογικό: για τις μεν μητέρες ισχύει και γι’ αυτές ότι «εξοντώνονται» οικονομικά όσο και οι πρώην σύντροφοι και αντίδικοί τους. Αν, μάλιστα, οι πρώην σύντροφοι καταδικαστούν για κακούργημα με μεγάλες ποινές κάθειρξης, υπάρχει πιθανότητα να μην έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν διατροφή.
Για τις δε ψυχολόγους, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε κάποια κατηγορία ή υποψία χρηματισμού. Ωστόσο, η διερεύνηση των αδικημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας έχει πέσει στο κενό σε όλες τις περιπτώσεις. Παρά τα ξεκάθαρα ψευδή στοιχεία που παρουσίασαν διάφορες εκπομπές, ότι δήθεν οι ψυχολόγοι χρέωναν μεγάλα ποσά, δεν βρέθηκε το παραμικρό επιλήψιμο στοιχείο ούτε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ούτε στην ΕΔΕ, ούτε από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι δύο ψυχολόγοι λειτουργούν δύο μικρά και ουδόλως πολυτελή γραφεία, ενώ χρεώνουν μέσες προς χαμηλές τιμές σε σχέση με την αγορά — και πάντως χαμηλότερες από αυτές που χρεώνουν οι ειδικοί ψυχικής υγείας που έχουν χρησιμοποιήσει οι «16+» ως τεχνικούς συμβούλους.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που προκύπτει από τους ισχυρισμούς των «16+» είναι ότι οι μητέρες τα κάνουν όλα αυτά από μίσος ή για εκδίκηση, δηλαδή «αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» επειδή έτσι θέλουν. Επινοούν αυτές τις ειδεχθείς κατηγορίες εναντίον αθώων επειδή δεν θέλουν τα παιδιά τους να έχουν πατέρα. Γιατί; Γιατί έτσι.
Ακόμη κι αυτή η ούτως ή άλλως αόριστη και αναπόδεικτη κατηγορία, όμως, καταρρίπτεται από τα γεγονότα: ο ισχυρισμός των «16+» ότι οι καταγγελίες εναντίον τους για ασέλγεια συμπίπτουν χρονικά με τη διεκδίκηση από μέρους τους της επικοινωνίας με τα παιδιά τους, σε πολλές περιπτώσεις είναι ανακριβής. Τουναντίον, η επικοινωνία τους με τα παιδιά τους εκτελούνταν κανονικά, μέχρι το σημείο όπου τα παιδιά τούς κατήγγειλαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ο άνδρας που καταδικάστηκε στις 17 Μαΐου σε 13 χρόνια κάθειρξη εκτελούσε κανονικά επί χρόνια την επικοινωνία με τον γιο του, ωσότου μία παιδοψυχίατρος — άλλη, εντελώς ασύνδετη με τις δύο ψυχολόγους που στοχοποιούνται — διαπίστωσε την πιθανότητα της ασέλγειας.
Και για τις δύο ψυχολόγους, βέβαια, απομένει το τεράστιο ερώτημα γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Εκδικούνται και αυτές; «Αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους για λίγα ευρώ το ραντεβού;
Όσον αφορά την πρώτη ψυχολόγο, διάφορες μητέρες παιδιών που έχουν καταγγείλει τους πατεράδες τους για ασέλγεια (αλλά και κάποιων που έχουν καταγγείλει σωματική βία) εξακολουθούν να καλούνται να παράσχουν εξηγήσεις για το πλημμέλημα της ψευδούς καταμήνυσης — η δε ψυχολόγος για συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Η προκαταρκτική εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Όσον αφορά τη δεύτερη ψυχολόγο, την αξιωματικό (στη μεθόδευση της δίωξης της οποίας θα επανέλθουμε με επόμενο ρεπορτάζ), η ΕΛ.ΑΣ. έχει διατάξει το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας, η ΕΔΕ εκκρεμεί, ενώ η έρευνα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων αρχειοθετήθηκε για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ωστόσο, άσκησε δίωξη για τα πλημμελήματα της ψευδούς κατάθεσης (για την ψυχολόγο) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση (για τις μητέρες) σε σχέση με τέσσερις υποθέσεις.
Δεδομένων όσων εκθέσαμε πιο πάνω, δικαιούται κανείς να ρωτήσει με ποιο σκεπτικό οι αρχές εξακολουθούν να εξετάζουν — στον βαθμό, έστω, που το κάνουν — τις καταγγελίες των «16+».
Δυστυχώς στη χώρα μας, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια αποστροφή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος στη διάταξη με την οποία ασκεί δίωξη στην ψυχολόγο-αστυνομικό και στις τέσσερις μητέρες δηλώνει την πρόθεσή του να διατάξει προανάκριση για το αδίκημα της σωματικής βλάβης σε ανήλικους. Όποιος δεν γνωρίζει, φυσικά, μπορεί να εκπλαγεί, διότι σε κανέναν σημείο όλης αυτής της ιστορίας δεν έχει τεθεί ζήτημα σωματικής βλάβης από ψυχολόγους ή μητέρες. Ωστόσο, πρόκειται για άρθρο του Ποινικού Κώδικα στο οποίο υπάγεται και η ψυχική βλάβη.
Η «ψυχική βλάβη» εδώ είναι ξεκάθαρα μια μετωνυμία για την υποβολιμότητα των παιδιών, για την πιθανότητα δηλαδή να τους έχουν υπαγορευτεί ή «εμφυτευτεί» οι καταγγελίες εναντίον των πατεράδων τους, όπως ακριβώς περιγράφει η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».
Η «γονεϊκή αποξένωση», όπως έχουμε τεκμηριώσει με αναλυτικό ρεπορτάζ, είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, η οποία επινοήθηκε με τον ειδικό στόχο να χρησιμοποιείται στην νομική υπεράσπιση πατεράδων που κατηγορούνται ότι κακοποίησαν σεξουαλικά τα παιδιά τους.
Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει απορρίψει την ψευδοθεωρία αυτή, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από την μελέτη Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation: A Research Review της πανεπιστημιακού διεθνούς κύρους Joan S. Meier (καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington), η οποία συνθέτει τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις για τη «γονεϊκή αποξένωση».
Δυστυχώς στη χώρα μας, όπως και σε άλλες, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία ως ισχυρισμός που οι δικαστικές αρχές δέχονται να λάβουν υπόψη τους — όπως φαίνεται και από τη διάταξη του Εισαγγελέα που προαναφέραμε. Το γεγονός αυτό συχνά οδηγεί σε υποτίμηση και λανθασμένη ερμηνεία των αποκαλύψεων των θυμάτων (κακοποιημένων παιδιών αλλά και γυναικών εκεί όπου συντρέχει ενδοοικογενειακή βία), με αποτέλεσμα αφενός να μην αποδίδεται δικαιοσύνη, αφετέρου να επανατραυματίζονται και εν τέλει να ενοχοποιούνται τα θύματα.
Γι’ αυτό ακριβώς, το τελευταίο διάστημα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Επιτροπή GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης δημοσίευσαν εκθέσεις, στις οποίες εφιστούν την προσοχή των κρατών στους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι δικαστικές αρχές δεν απορρίπτουν την ψευδοθεωρία αυτή. Επειδή, μάλιστα, συχνά η «γονεϊκή αποξένωση» δεν ονοματίζεται ρητά αλλά μεταμφιέζεται σε πιο περιφραστικούς ισχυρισμούς, οι διεθνείς οργανισμοί καλούν τα κράτη να εκπαιδεύσουν τους δικαστές τους, ώστε να μάθουν να αναγνωρίζουν την ψευδοθεωρία και να την απορρίπτουν. Η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ, επιπλέον, καλεί τα κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία.
Στην Ελλάδα, διαπρύσιοι υποστηρικτές της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι διάφορες ομάδες «ανδρικών δικαιωμάτων», όπως ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια», ο σύλλογος «ΓΟΝ.ΙΣ», η «Δράση για τη Γονεϊκή Αποξένωση» και ο σύλλογος «Ενεργοί Μπαμπάδες», μεταξύ άλλων. Όπως έχουμε καταγράψει σε αναλυτικό ρεπορτάζ, οι ομάδες αυτές, μετά το 2020, συγκρότησαν ένα λόμπι, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να διεισδύσει στο κυβερνών κόμμα και στην κυβέρνηση, ενόψει τότε της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου που αποτυπώθηκε το 2021 στον λεγόμενο «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια».
Μολονότι ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» δεν περιλήφθηκε ρητά στον νόμο του 2021, το πνεύμα της ψευδοθεωρίας αποτυπώθηκε σε κάποιες διατάξεις. Το λόμπι έχει έκτοτε συνεχίσει τις προσπάθειες να εντάξει τη «γονεϊκή αποξένωση» στη νομοθεσία, με πιο πρόσφατη απόπειρα την ψήφιση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία.
Τροποποίηση του νόμου είχε εξαγγείλει ο Κώστας Τσιάρας μετά τις τρεις γυναικοκτονίες του Αυγούστου 2022 και είχε συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Η επιτροπή, ωστόσο, διαλύθηκε δίχως να ολοκληρώσει την πρότασή της, ακριβώς επειδή πολλά μέλη αντέδρασαν στις έντονες πιέσεις να περιλάβουν στο νομοσχέδιο τη «γονεϊκή αποξένωση» ως ενδοοικογενειακή βία.
Όταν, ακολούθως, τα ηνία του υπουργείου Δικαιοσύνης πήρε ο Γιώργος Φλωρίδης, και τροποποίησε τον ποινικό κώδικα, ο όρος και πάλι δεν περιλήφθηκε με ρητό τρόπο. Ωστόσο, η διάταξη περί «ψυχολογικής βίας» που προστέθηκε στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας δέχτηκε δικαιολογημένη κριτική, καθώς αφενός είναι αόριστη και αφετέρου αφορά μόνο τους ανηλίκους, αφήνοντας έτσι δυνατότητα να παρεισφρήσει η «γονεϊκή αποξένωση» δια της πλαγίας οδού.
Την ίδια στιγμή, το λόμπι ενέτεινε την προσπάθειά του να επηρεάσει εισαγγελείς και δικαστές. Χαρακτηριστικά, στις διαδικτυακές σελίδες των συλλόγων γράφονται απειλές, όπως: «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!»
Αρωγοί στην διείσδυση της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία έχουν σταθεί και στέκονται, επίσης, λιγοστοί ειδικοί ψυχικής υγείας. Φυσικά, η έκθεση του ΟΗΕ συστήνει στα κράτη να νομοθετήσουν και κατά της χρήσης «των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.» Ωστόσο, αντί οι επαγγελματίες αυτοί να έχουν απαξιωθεί όπως οι «ειδικοί» που κάποτε παραπλανούσαν τους γονείς ότι τα εμβόλια ευθύνονται για τον αυτισμό, εξακολουθούν να γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες κύρους στα ακροατήρια, να προσφέρουν υπηρεσίες ως τεχνικοί σύμβουλοι και να συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες τα δικαστήρια εξετάζουν, ή να ορκίζονται πραγματογνώμονες.
Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία αυτή που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε για να επηρεάσει εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και να εγκαταστήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι όταν κατηγορείται ο μπαμπάς για ασέλγεια, γι’ αυτό φταίνε πάντοτε οι μητέρες που τους εκδικούνται και οι άλλες γυναίκες που τις βοηθούν να βάλουν τα παιδιά να πουν ψέματα.
Δυστυχώς, η απόπειρα αυτή υποβοηθείται από τη δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας στη χώρα μας, τις προκαταλήψεις των αρχών, αλλά και την ιδεολογική στράτευση κρίσιμων για τις υποθέσεις αυτές προσώπων, όπως συγκεκριμένων αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών, ψυχιάτρων/πραγματογνωμόνων, δικηγόρων και δημοσιογράφων.
[post_title] => Όσα δεν ρωτούν οι αρχές και τα ΜΜΕ τους «16+ πατεράδες» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 16-paterades-psevdeis-gnomatefseis [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-06-11 19:20:40 [post_modified_gmt] => 2024-06-11 16:20:40 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7796 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 6730 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 08:05:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 05:05:00 [post_content] =>Η Μονάδα στέκεται στην έξοδο από την πόλη των Λεχαινών με κατεύθυνση προς το χωριό Μυρσίνη, με θέα τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο, που ανήκει στη Μητρόπολη Ηλείας, είναι μια τετραώροφη, σταυροειδής κατασκευή που στεφανώνεται από τρούλο. Ο σχεδιασμός του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάλληλος για την προβλεπόμενη χρήση του.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε απαραίτητο να περιοριστεί η κίνηση του επτάχρονου τυφλού κοριτσιού που είχε εισαχθεί στο ίδρυμα σε ηλικία τριών ετών. Πλήρως ικανή να κινηθεί, αλλά τυφλή, γεμάτη με την ενέργεια της παιδικής ηλικίας, θα χρειαζόταν κάποιον να την προσέχει συνεχώς. «Για το καλό της», λοιπόν, κάποιος αποφάσισε να την κλείσουν σε ένα κλουβί — όλη μέρα, κάθε μέρα. Όταν έφτασε πλέον δεκαέξι χρόνων, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει το όνομά της.
Η Μονάδα Λεχαινών ιδρύθηκε το 1987 ως «Κέντρο Περίθαλψης Παίδων», ή ΚΕΠΕΠ, και άρχισε να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα, με αποστολή τη φροντίδα παιδιών με αναπηρία ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Στην αρχική του σύλληψη προοριζόταν για τα παιδιά της Ηλείας και της ευρύτερης Πελοποννήσου. Σταδιακά, εισήχθησαν παιδιά με αναπηρία από όλη την Ελλάδα, είτε κατόπιν αιτήματος των γονιών τους είτε κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Παλαιότερα ανεξάρτητο ίδρυμα, από το 2013 αποτελεί ένα από τα παραρτήματα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας. Κατά κανόνα, οι νοσηλευτές στη Μονάδα ήταν δίχως εξειδίκευση και ο αριθμός τους ανεπαρκής: ενδεικτικά, το 2018, πέντε εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, επτά βοηθοί και πέντε επικουρικοί συμβασιούχοι για 44 κατοίκους. Ο ξυλουργός που έφτιαξε τα κλουβιά θεωρείται επίσης προσωπικό του ιδρύματος.
Στη Μονάδα Λεχαινών, παιδιά με αναπηρία ήταν δεμένα στα κρεβάτια τους ή κρατήθηκαν μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να σηκωθούν ή να περπατήσουν, ούτε για μια ώρα μέσα στην ημέρα. Κάποια παιδιά μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν δεμένα. Κάποια πέθαναν δεμένα.
Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούσαν μυστικό. Το 2008, μια ομάδα Ευρωπαίων εθελοντών που πέρασαν λίγο χρόνο στο Κέντρο Λεχαινών, σοκαρισμένη από τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μεταχειριζόταν τα παιδιά με αναπηρία, συνέταξε μια έκθεση την οποία διένειμε σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, αντιπροσωπεία του Συνηγόρου του Πολίτη, αποτελούμενη από τον Βοηθό Συνήγορο για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, Γιώργο Μόσχο, τον Βοηθό Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, Γιάννη Σακέλλη και τις ειδικές επιστήµονες Ιωάννα Κουβαριτάκη και Ειρήνη Κυριακάκη, καθώς και την Μαίη Παπούλια, ψυχολόγο και σύζυγο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, επισκέφτηκε το ίδρυμα για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις.
Λίγο πριν από τη δημοσίευση του πορίσματος του Συνηγόρου, τον Φεβρουάριο του 2011, με την οικονομική κρίση να βαθαίνει ολοένα, οι κάμερες της ΕΡΤ μπήκαν στο ίδρυμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε στις κεντρικές απογευματινές ειδήσεις, δείχνοντας τα δεμένα παιδιά και φιλοξενώντας συνέντευξη της τότε διευθύντριας του ιδρύματος, Άννας Μαζαράκη, η οποία υποστήριξε πως είχε κάνει ό,τι είναι δυνατόν με τα διαθέσιμα μέσα για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά πως τα παιδιά παρέμεναν δεμένα πρωτίστως για τη δική τους ασφάλεια.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, τότε υπουργός Υγείας, παρενέβη στον αέρα και αφού εξήρε το έργο της διευθύντριας, δήλωσε ότι «έχει δώσει εντολή» να επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να καταγράφουν τις συνθήκες σε όλα τα ιδρύματα της χώρας και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων να μιλούν στα ΜΜΕ για τα κακώς κείμενα. Όταν η παρουσιάστρια παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ρίξουν φως στα προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έπρεπε και να λυθούν, ο Λοβέρδος υποσχέθηκε ότι θα προσληφθούν εντός λίγων ημερών πέντε ακόμη άτομα στο υγειονομικό προσωπικό και άλλοι τρεις εργαζόμενοι μέχρι το τέλος του έτους, αποδίδοντας τα βασανιστήρια που ήρθαν στο φως στο δελτίο ειδήσεων στην υποστελέχωση. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα εξασφαλιστούν νέοι χώροι, ώστε οι ανήλικοι να χωριστούν από τους ενήλικους.
Ερωτώμενη από την παρουσιάστρια αν οι νέες προσλήψεις που υποσχόταν ο υπουργός θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η διευθύντρια απάντησε ότι «τη λύση θα δώσει η επιστημονική κοινότητα» και ότι «το αν θα πρέπει να λυθούν ή όχι είναι θέμα των ειδικών».
Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού, έγινε σαφές ότι οι απάνθρωπες συνθήκες στη Μονάδα Λεχαινών ήταν απολύτως γνωστές σε διάφορα επίπεδα της διοίκησης του ελληνικού κράτους. Από την έκθεση του Συνηγόρου προέκυπτε ότι το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας) είχε πραγματοποιήσει ελέγχους στη Μονάδα το 2007 και το 2009, και είχε διαπιστώσει τα προβλήματα, για τα οποία είχε διατυπώσει προτάσεις προς τη διοίκηση — προτάσεις που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Από την έκθεση προέκυπτε επίσης ότι o Συνήγορος, μετά την αρχική του επίσκεψη στο ίδρυμα τον Σεπτέμβριο του 2009, είχε προβεί σε μια σειρά κινήσεων, προσπαθώντας να παροτρύνει τις αρμόδιες αρχές να δράσουν. Μεταξύ άλλων, είχε αποστείλει έγγραφο προς την υφυπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Φώφη Γεννηµατά, περιγράφοντας την κατάσταση στα Λεχαινά και είχε επίσης ενημερώσει τη Βουλή στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του.
Μετά την επικοινωνία του Συνηγόρου προς την υφυπουργό, ο Γενικός Γραµµατέας Πρόνοιας Γιώργος Κατριβάνος απέστειλε έγγραφο προς όλες τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, ζητώντας «άµεση εφαρµογή των οδηγιών του Συνηγόρου και ιδιαίτερα όσων αφορούν την καταστρατήγηση των δικαιωµάτων ή την παραµέληση των αναγκών των παιδιών, όπως η χρήση ξύλινων κουβουκλίων, η κατάχρηση της κατασταλτικής φαρµακευτικής αγωγής χωρίς γραπτή οδηγία ιατρού και η χρήση καµερών».
Η Μαζαράκη με τη σειρά της διατύπωσε αίτημα προς τον ψυχίατρο ∆ιονύσιο Τσάγκο, ο οποίος παρακολουθούσε τότε το ίδρυμα, ζητώντας του να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης για να αλλάξουν οι πρακτικές της καθήλωσης των παιδιών. Ο Τσάγκος απάντησε το εξής:
«Αναγνωρίζω σαφώς ότι η καθήλωση ενός περιθαλπόµενου µε ιµάντες καταστρατηγεί σε µεγάλο βαθµό τα ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα όµως πάνω από αυτά είναι το δικαίωµα της ίδιας της ζωής. Με δεδοµένο τη βαριά νοητική υστέρηση των περιθαλπόµενων, είναι απολύτως αναγκαία η καθήλωσή τους µε ιµάντες για να µην υπάρξει αυτοκαταστροφική ενέργεια την οποία βέβαια δεν θα έχει καταλάβει λόγω της πάθησης ο περιθαλπόµενος. Οι ιµάντες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υφίστανται τόσο βαριά και µε υψηλού βαθµού επικινδυνότητα περιστατικά».
«Η Αρχή πιστεύει ότι οι πρακτικές που επιλέχθηκαν ξεκάθαρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές νοητικές αναπηρίες».
Ο Συνήγορος στην έκθεσή του σημείωσε ότι ο ψυχίατρος της Μονάδας είχε απαντήσει χωρίς να υποβάλει «ιατρικές γνωματεύσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ούτε επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την ανάγκη περιορισμού». Επισήμανε επίσης ότι «οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων στο πλαίσιο της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας δεν φαίνεται να δικαιολογούν τον σωματικό περιορισμό, με εξαίρεση τις ψυχιατρικές μονάδες για ενήλικες ασθενείς και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα ο περιορισμός σε κρεβάτια/περιβλήματα, θεωρείται ακατάλληλη ψυχιατρική πρακτική και συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση». Όσον αφορά την απόφαση να «χρησιμοποιηθούν μέσα "μηχανικού περιορισμού", όπως ιμάντες, η καταλληλότητά του αποφασίζεται κατά περίπτωση, τηρουμένων των αναλογιών, και χρησιμοποιείται σπάνια και μόνο όταν συνταγογραφείται από γιατρό (ή μετά από άμεση συμβουλή γιατρού κοινοποίηση και παραλαβή έγκρισης). Η προσφυγή σε αυτό θα πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση, ως έσχατη λύση και για την ελάχιστη αναγκαία διάρκεια, ενώ η μακροχρόνια χρήση του δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες και θεωρείται κατάχρηση με θεραπευτικούς όρους. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται από ελλείψεις προσωπικού, καθώς κάθε περίπτωση περιορισμού απαιτεί από ένα μέλος του προσωπικού να παρέχει άμεση προσωπική βοήθεια και συνεχή επίβλεψη, ενώ η ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνεχή φυσική παρουσία που απαιτείται. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοιο περιστατικό θα πρέπει να καταγράφεται σε ειδικό μητρώο και στον προσωπικό ιατρικό φάκελο του ασθενούς με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η ώρα έναρξης και λήξης του περιορισμού, το όνομα του γιατρού κ.λπ. μεθόδων ελέγχου του ασθενούς και να εκπαιδεύονται στις επιπτώσεις που έχει η πρακτική του σωματικού περιορισμού στον ασθενή».
Ο Συνήγορος κατέληξε ότι «οι πρακτικές που επιλέχθηκαν σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές ψυχικές αναπηρίες».
Τον Νοέμβριο του 2014, φωτογραφίες από τα Λεχαινά διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο Τα ανάπηρα παιδιά κλεισμένα σε κλουβιά. Λίγες μέρες αργότερα, η Κατερίνα Παπακώστα, η οποία τότε είχε γίνει υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, επισκέφτηκε το ίδρυμα σε μια κίνηση που φαινόταν μάλλον αναγκαστική, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου.
Σε δηλώσεις της στα ΜΜΕ υποστήριξε ότι η Μονάδα δεν εμπίπτει στην ευθύνη της αλλά του Υπουργείου Πρόνοιας και ανέφερε: «Ήρθα και μόνη μου να δω, διότι αυτό που μου είπαν οι επιστήμονες, τα πάρκα, όπου μια μερίδα παιδιών για λόγους προστασίας δικής τους πρέπει να βρίσκονται, κάποιοι τα παρουσίασαν τελείως διαφορετικά. Ρώτησα τους επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και μου είπαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι γίνεται η προστασία των παιδιών, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Με διαβεβαιώνουν εδώ και ο εθελοντής γιατρός που βρίσκεται εδώ και τον ευχαριστώ θερμά και οι δικές μου υπηρεσίες ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους για να μην είναι σε βάρος και των ίδιων των παιδιών όλη αυτή η ιστορία. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα εδώ επ’ ωφελεία των παιδιών και για να ξέρουν οι ευαίσθητοι και οι ευάλωτοι πολίτες ότι είμαστε παρόντες να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους».
Τρία χρόνια μετά την έκθεση του Συνηγόρου που διαπίστωνε ότι οι συνθήκες στα Λεχαινά όχι μόνο παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με εξόχως βάναυσο τρόπο, αλλά ήταν και παράνομες, στο ίδρυμα δεν είχε αλλάξει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει εκθέσεις, αλληλογραφία, εγκύκλιοι, εντολές της Γενικής Γραμματείας κτλ, η νέα υφυπουργός αποφάσιζε να χαρίσει νομιμοποίηση στα κλουβιά αποκαλώντας τα «πάρκα», και να κρυφτεί πίσω από κάποιους υποτιθέμενους «ειδικούς» που γνωμοδοτούσαν ενάντια στον νόμο, στην ηθική και στις διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές πρακτικές.
Ένα χρόνο περίπου μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Παπακώστα, Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» διοργάνωσε συμβολική κατάληψη στις εγκαταστάσεις των Λεχαινών. Είχαν μεσολαβήσει οι διπλές εκλογές του 2015, το εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορίστηκε η Θεανώ Φωτίου.
Η κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου 2015 και διήρκεσε τέσσερις ημέρες. «Είχαμε κάνει την έρευνά μας, παρατηρήσαμε τι είχαν κάνει οι συνάδελφοί μας με αναπηρία στο εξωτερικό», μας είπε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής και μέλος της «Μηδενικής Ανοχής». «Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει από τους ίδιους τους ανάπηρους. Βασίσαμε τις ενέργειές μας σε αυτό το προϋπάρχον μοντέλο. Είπαμε, "Πάμε να το κάνουμε αυτό, όπως όλοι οι άλλοι." Εμείς, που είμαστε απ' έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τις ζωές εκείνων που βρίσκονται μέσα. Τα ιδρύματα είναι εκεί που φυλάσσονται τα πιο ευάλωτα από τα ευάλωτα άτομα με αναπηρία, αυτά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δεν έχουν κανέναν άλλον να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, ούτε το προσωπικό που εργάζεται σε αυτόν τον τομέα ούτε τους γονείς τους, αν εξακολουθούν να είναι παρόντες».
«Φτάσαμε στα Λεχαινά την ώρα του φαγητού», είπε, «εννιά άτομα σε τέσσερα αυτοκίνητα, με δύο κάμερες. Θέλαμε να καταγράψουμε τι συνέβαινε και να αναδείξουμε εκείνα που η κοινωνία απορρίπτει, μεταφέροντάς τα σε ένα απομονωμένο κτίριο κάπου μακριά, κλείνοντας τα μάτια σε αυτές τις εικόνες. Θέλαμε να επισημάνουμε τη φρίκη στον πυρήνα της αναπηρίας, που δεν είναι άλλος από τη θεσμοθετημένη ζωή. Για εμάς τους ανάπηρους ακτιβιστές, δεν υπάρχει καλό ίδρυμα. Ακόμα κι αν τα Λεχαινά ήταν το Χίλτον, θα παρέμενε ένα ίδρυμα ασφαλούς τύπου που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έχω δει ανθρώπους να συγκρατούνται με σχοινιά και σε άλλα ιδρύματα, όχι μόνο στα Λεχαινά. Παρόλα αυτά, τα Λεχαινά είναι μια μελέτη περίπτωσης στην αναπηρία. Όσο προετοιμασμένοι κι αν ήμασταν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες μας…»
«Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη χημική καταστολή; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάνε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν είναι άξιοι να ζήσουν.»
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τέσσερα μέλη της Μηδενικής Ανοχής κατέθεσαν μήνυση στην Εισαγγελία Αμαλιάδας, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των ανάπηρων παιδιών και νέων που κρατούνται στο ίδρυμα.
«Μέχρι σήμερα, από το 2015, δεν έχουμε κληθεί να καταθέσουμε», μας είπε ο Ρέλλας. Μάλιστα, η Εισαγγελία αρχειοθέτησε την καταγγελία το 2016.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες» είπε ο Ρέλλας. «Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη καταστολή με χημικά; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάτε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν αξίζουν να ζήσουν και επομένως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες. Ο ΟΗΕ, που είδε το υλικό που συγκεντρώσαμε κατά τη διάρκεια της κατάληψης, λέει ότι αυτά είναι βασανιστήρια. Όπως και εμείς. Αυτό είδαμε. Βασανιστήρια είναι αυτά που είδαμε."
Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δημοσίευσε τις τελικές της παρατηρήσεις αφού εξέτασε την εφαρμογή από την Ελλάδα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο η χώρα μας έχει κυρώσει το 1997. Όσον αφορά την κατάσταση στα Λεχαινά, η Επιτροπή δήλωσε ότι το κράτος «θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάργηση της χρήσης κλειστών κρεβατιών καθήλωσης και της συστηματικής καταστολής σε ψυχιατρικά και συναφή ιδρύματα. Το κράτος θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι καταχρήσεις διερευνώνται αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικά και παρέχεται αποκατάσταση στα θύματα και τις οικογένειές τους». Παρόμοιες συστάσεις είχαν γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, με συγκεκριμένη αναφορά στο ίδρυμα των Λεχαινών.
Στις 13 Νοεμβρίου 2015, λίγες μέρες μετά την κατάληψη που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, μια ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατέθεσε αναφορά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην οποία σημείωνε: «Λόγω του γεγονότος ότι τα μακροχρόνια βασανιστήρια παιδιών έγιναν εν γνώσει όλων των αρχών, από το Υπουργείο μέχρι την τοπική εισαγγελία, ενώ η έκθεση της Επιτροπής του Υπουργείου (σ.σ.: ενν. η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές) επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική σε ψυχιατρικές μονάδες σε όλη τη χώρα, ζητείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει τη δικαστική διερεύνηση των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, δίνοντας εντολή σε εισαγγελέα στην Αθήνα προς τούτο και απαιτώντας από το Υπουργείο Εργασίας να σταματήσει αμέσως τη χρήση αυτών απάνθρωπες μεθόδους που ισοδυναμούν με βασανιστήρια».
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη για να αναζητήσει τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι τα παιδιά και οι νέοι με αναπηρία κρατούνταν καθηλωμένα με ιμάντες, έγκλειστα σε κλουβιά διαστάσεων 2 x 1 x 2, δεν τους αφήνουν να βγουν ούτε για μια ώρα, λάμβαναν τεράστιες ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων για ψυχιατρικές και άλλες ασθένειες — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από τα 78 άτομα που έχουν διαμείνει στη μονάδα Λεχαινών για χρόνια, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχιατρικές διαταραχές.
«Στην Ελλάδα σήμερα», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, «κανένα δικαστήριο δεν έχει τη νομική ικανότητα να επιβάλει τέτοια ποινή σε κανέναν. Πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί κάποιος να υποβληθεί ένα άτομο σε αυτόν τον εγκλεισμό και να μην ρωτήσει ποιος το διέταξε και γιατί; Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ποιοι από τους συναδέλφους μου έδωσαν οδηγίες να καθηλωθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος επέβαλε αυτή τη στέρηση των δικαιωμάτων τους;».
Λίγο μετά την κατάληψη από Μηδενική Ανοχή, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού υπέβαλε σχέδιο παρέμβασης στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν πλέον η Μονάδα Λεχαινών. Τον Μάρτιο του 2016, το Ινστιτούτο, μαζί με μέλη της Lumos, της βρετανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη συγγραφέα του Χάρι Πότερ J. K. Rowling για την προώθηση και την υποστήριξη της αποϊδρυματοποίησης, επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Υπουργείο Εργασίας, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση έκτακτης παρέμβασης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, από τη Lumos. Η ομάδα παρέμβασης θα απελευθέρωνε τους ασθενείς από τα δεσμά τους, θα επανεξέταζε τη χρήση φαρμάκων και θα τους προετοίμαζε μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν είτε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν ακόμη δυνατόν, είτε με άλλο τρόπο να μετακομίσουν σε μικρότερους ξενώνες, τις λεγόμενες ΣΥΔ (Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης), όπου οι επιπτώσεις από την ιδρυματοποίηση θα αμβλύνονταν. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ανέλαβε να διαμορφώσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης των ιδρυμάτων συνολικά, με απώτερο στόχο την αποϊδρυματοποίηση.
Η επείγουσα παρέμβαση ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Νικολαΐδη. Είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι μήνες, γιατί, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «μάλλον αισιόδοξα πιστεύαμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για να αναδιαρθρώσει ριζικά αυτές τις υπηρεσίες, να αναπτύξει νέες εγκαταστάσεις και να κλείσει οριστικά αυτό το ίδρυμα — πώς να μην το έκανε;».
«Δυστυχώς» μας είπε «το γεγονός είναι ότι μετά από πολλές πιέσεις, απλώς έδωσαν έγκριση για να υλοποιηθεί μια πρωτοβουλία άλλων ανθρώπων και φορέων, με τη χρηματοδότηση άλλων. Ένα πρόγραμμα που δεν απολάμβανε καμία δικαιοδοτική υποστήριξη έναντι της εν λόγω μονάδας, του προσωπικού της, του τρόπου λειτουργίας της. Η πολιτική ηγεσία απλώς είπε, "τέλεια, μπορείτε να πάτε στη Μονάδα και να κάνετε ό,τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο"».
Δύο καλοκαίρια αργότερα, το 2018, όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, η παρέμβαση διαρκούσε ακόμη. Ο Γιώργος Νικολαΐδης μόλις είχε μπει στο γραφείο του και βρισκόταν σε διαδικασία μεταφοράς βίντεο από το τηλέφωνό του στον υπολογιστή του. Μας κάλεσε να δούμε μέρος του υλικού.
Το πρώτο βίντεο είχε γυριστεί την ώρα που ο ξυλουργός της Μονάδας Λεχαινών ξήλωνε το κλουβί ενός εικοσάχρονου, στο οποίο περάσει πολλά χρόνια κλεισμένος. Η αρχική δυσπιστία του άντρα υποχωρεί, καθώς η χαρά και η ανακούφιση ξεσπούν σε ένα σχεδόν εκστατικό γέλιο. Η κάμερα γυρίζει πίσω στον ξυλουργό και σβήνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατά το τηλέφωνο του ψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο Νικολαΐδης κρατά ένα «μακαρόνι», τον σωλήνα αφρού που χρησιμοποιείται για να μάθουν κολύμπι τα μικρά παιδιά. Έχει περάσει το «μακαρόνι» κάτω από τη μέση ενός άλλου κατοίκου των Λεχαινών, τον έχει τεντώσει ανάσκελα και τον κουνάει απαλά από άκρη σε άκρη. Άλλο ένα ξέσπασμα χαράς ακούγεται, καθώς ένα πολύπαθο κορμί βρίσκει ανακούφιση στο νερό.
Παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν ελήφθη ποτέ επίσημα απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών.
Ο Αντώνης Ρέλλας αποφάσισε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων από την κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής μέχρι το υποσχόμενο κλείσιμο του ιδρύματος όχι απλώς ως ακτιβιστής, αλλά ως σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά. Έχοντας επισκεφτεί τη Μονάδα πάνω από τριάντα φορές τα τελευταία χρόνια, εξήγησε: «Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές. Το πώς οι κάτοικοι που συνάντησα για πρώτη φορά, οι οποίοι ήταν μη επικοινωνιακοί, με τα μάτια άδεια καθώς ήταν δεμένοι σε κρεβάτια ή κλειδωμένοι μέσα σε κλουβιά, χημικά κατεσταλμένοι σε σημείο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους, άρχισαν να ανθίζουν. Να τους δω να εγκαταλείπουν τα στενά όρια της κρεβατοκάμαρας και να μπαίνουν στην τραπεζαρία, να πηγαίνουν στον επάνω όροφο για μια δραστηριότητα, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Τους ακούσαμε να μιλούν, να λένε λόγια. Κάποιοι άρχισαν να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα, "θέλω κομοδίνο", "θέλω τηλεχειριστήριο", "θέλω τα δικά μου ρούχα". Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για κάποιον που έχει απανθρωποποιηθεί εντελώς, που έχει μετατραπεί σε ζόμπι λαμβάνοντας "την προβλεπόμενη θεραπεία για το καλό του"».
«Έχω δει τους φόβους και τις αναστολές τους» συνέχισε. «Για αυτούς, η κανονικότητα ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι ιμάντες. Ακόμα και αφού η ομάδα παρέμβασης αφαίρεσε τους περιορισμούς της, ξέρετε πώς κοιμόντουσαν τη νύχτα; Στη θέση ύπνου που κρατούσαν χρόνια. Για αυτούς, η πιο άνετη θέση ήταν η θέση του βασανισμού. Με άλλα λόγια, κάναμε τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα όταν βασανίζονται».
Ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της ιστορίας είναι ότι, παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και πιο συγκεκριμένα ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν πάρθηκε ποτέ επίσημα απόφαση απαγόρευσης νέων εισαγωγών στο ίδρυμα.
Ο Ρέλλας θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό: «Μια γυναίκα ήρθε να αφήσει το παιδί της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και μια φίλη της. Το παιδί ήταν περίπου δώδεκα ετών και είχε υψηλή λειτουργικότητα. Προφανώς δεχόταν πίεση να εγκαταλείψει το παιδί με αναπηρία και να επικεντρωθεί στα "κανονικά" παιδιά της. Η μητέρα της ήταν ακόμη πιο ανένδοτη, λέγοντας ότι το μέρος φαινόταν υπέροχο και το παιδί θα περνούσε υπέροχα εκεί. Ο Νικολαΐδης πήρε τη μητέρα στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και μίλησαν. Της εξήγησε ότι σε έξι μήνες, το παιδί δεν θα ήταν πλέον στην ίδια κατάσταση. Έφυγε από το γραφείο του δακρυσμένη. Πήρε το παιδί της και έφυγε».
«Δεν ήταν το μόνο περιστατικό στο οποίο αποφεύχθηκε η εισαγωγή», εξήγησε ο Νικολαΐδης. «Είχαμε ζητήσει να απαγορευτούν οι εισαγωγές, όλοι συμφώνησαν, αλλά αυτή η συμφωνία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε νομική πράξη. Ερχόμουν στα Λεχαινά και μου έλεγαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δεχτεί νέο παιδί. Κάθε φορά έπρεπε να τρέχουμε να διορθώσουμε τα πράγματα κατόπιν εορτής. Θα συναντούσα τους γονείς, θα εξηγούσα τις συνέπειες μιας τέτοιας εισαγωγής, θα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η οικογένεια το ζητούσε αυτό. Συνήθως, υπήρχε πολύς κρυφός πόνος, η απόφαση να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα δεν ήταν ξαφνική».
Η επείγουσα παρέμβαση που προοριζόταν να διαρκέσει έξι μήνες κατέληξε να διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις. Οι ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η επανεισαγωγή σε ανθρώπινες συνθήκες ατόμων που είχαν υποστεί ακραία και παρατεταμένη κακοποίηση, αναμενόταν να είναι πολύ δύσκολη, αλλά το έργο τους περιπλεκόταν συνεχώς από την αντίσταση που συναντούσαν.
«Αν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδέχονται πολύ πρόθυμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σε μία από τις επισκέψεις μας στη Μονάδα Λεχαινών, συναντήσαμε την Πάττυ Σωτηροπούλου, ειδική παιδαγωγό και μέλος της ομάδας επείγουσας επέμβασης. Καθώς γίνονταν οι συστάσεις, γίναμε μάρτυρες του εξής περιστατικού: ένας από τους κατοίκους της Μονάδας είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μετά από αυτοτραυματισμό στο μάτι του. Ο χειρουργός είχε συστήσει σαράντα πέντε ημέρες καθήλωσης στο κρεβάτι για την προστασία της πληγής. Η άφιξή μας στο κέντρο συνέπεσε με το τέλος του εγκλεισμού του και η ομάδα παρέμβασης ζητούσε από το προσωπικό να τον μεταφέρει σε κρεβάτι. Το προσωπικό αντιστάθηκε σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη επειδή ο κάτοικος είχε μασήσει το στρώμα του… πριν από δέκα χρόνια!
«Μια μέρα, μέλη της ομάδας έβγαλαν μια κοπέλα έξω για μια βόλτα στην αυλή», μας είπε εξοργισμένη η Σωτηροπούλου. «Η κοπέλα έπεσε κάτω και χρειάστηκε δύο ράμματα στο πηγούνι της. Όχι μόνο το προσωπικό αντέδρασε υπερβολικά λόγω του φόβου του για απόδοση ευθυνών, αλλά ο γιατρός που έβαλε τα ράμματα έδωσε επίσης οδηγίες να την κρατήσουν μέσα σε ένα κλουβί για δέκα ημέρες. Δεκαήμερος περιορισμός για δύο ράμματα! Και όταν επισημαίνεις τον παραλογισμό, απλά σου λένε: "εντολή γιατρού"».
Η Σωτηροπούλου είπε ότι είχε εξαντληθεί από τη συνεχή μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. «Καμία κουλτούρα δεν έχει καλλιεργηθεί» μας είπε «ότι είναι απαράδεκτο να κρατάμε παιδιά μέσα σε κλουβιά σε ένα ίδρυμα. Εάν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δέχεται με μεγάλη προθυμία ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική", ότι "οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να περιορίζονται σωματικά, επομένως πρέπει να έχουν δίκιο" και "δόξα τω Θεώ υπάρχει ένα ίδρυμα για να τους στεγάσει"».
Η μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, όπως είπε η Σωτηροπούλου, μαινόταν στη Μονάδα Λεχαινών ακόμα κι όταν οι προτεινόμενες αλλαγές είχαν σκοπό να ωφελήσουν και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης», μας είπε η Σωτηροπούλου, «εκπαιδεύσαμε το προσωπικό στη χρήση ενός μικρού γερανού για να σηκώνει ανθρώπους από το κρεβάτι. Είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να αλλάζουν θέση. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σπουδαίο, αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του να περνάς είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα περιορισμένος σε ένα κρεβάτι και να σηκώνεσαι, τόσο σωματικά όσο και από την άποψη της λήψης κάποιων ερεθισμάτων. Τελικά, μόνο η ομάδα μας και οι εθελοντές χρησιμοποιούν τον γερανό».
«Είναι ένα μικρό παράδειγμα της αντίστασης εδώ», είπε. «Έχεις έναν στόχο, να σηκώσεις τους ανθρώπους από το κρεβάτι. Και δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τους δίνεις ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει και τους φροντιστές. Και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση ότι απλώς να αλλάζεις τα σεντόνια και τις πάνες τόσο πολλών ανθρώπων είναι εξαιρετικά επιβαρρυντικό σωματικά. Κι όμως, δεν θα το χρησιμοποιήσουν. Άρα, από τη μια πλευρά, βλέπεις μια αντίσταση στην αλλαγή, ακόμα και όταν η αλλαγή είναι ευεργετική για αυτούς, και από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του να σηκώνονται οι άνθρωποι από το κρεβάτι».
Τον Δεκέμβριο του 2017, η ελληνική υβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ από το υπερπλεόνασμα που θα μοιραστεί μεταξύ της αποϊδρυματοποίησης της Μονάδας Λεχαινών και του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει αναλυτικό σχέδιο στο άμεσο μέλλον, καθορίζοντας τη διαδικασία μετάβασης, τις εγκαταστάσεις που θα αναπτυχθούν, το χρονοδιάγραμμα κλπ.
«Παρεμπιπτόντως», μας είπε ο Νικολαΐδης, «να αναφέρω ότι είχαμε ήδη εκπονήσει ένα τέτοιο λεπτομερές σχέδιο και το είχαμε υποβάλει στην κυβέρνηση, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλους φορείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το είχαμε συζητήσει και με το μόνιμο προσωπικό της Μονάδας. Δεν λέω ότι αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πρέπει να υιοθετηθεί ως το τελικό λεπτομερές σχέδιο. Απλώς λέω ότι η δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πιο αποκαρδιωτική πτυχή είναι ότι αυτή τη φορά τα κεφάλαια υπήρχαν, οπότε δεν ήταν αυτό το εμπόδιο».
«Έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η επείγουσα παρέμβαση έληξε τον Φεβρουάριο του 2019. Όταν ρωτήσαμε τον Νικολαΐδη γιατί το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δεν συνέχισε την παρέμβαση, καθώς και γιατί δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Ινστιτούτου με τη Lumos, απάντησε: «Επειδή τον Φεβρουάριο του 2019, οι εκπρόσωποι της Lumos που επισκέφθηκαν την Ελλάδα συναντήθηκαν με την υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου και ενημερώθηκαν ότι για όσο διάστημα συνεργάζονταν μαζί μας αποκλείεται οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι η Lumos διέκοψε τη συνεργασία της μαζί μας και άρχισε να συνεργάζεται με τη Παιδικά Χωριά SOS, όπως τους συστήθηκε».
Συνεχίσαμε να ρωτάμε γιατί κατά τη γνώμη του Νικολαΐδη η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού της, θα το έκανε αυτό.
«Νομίζω», μας είπε ο Νικολαΐδης, «είναι επειδή συνεχίζαμε να τονίζουμε την ανάγκη να κλείσει η μονάδα και να πιέζουμε για μια σειρά πραγματικών ενεργειών, όχι δημοσίων σχέσεων, που να οδηγήσουν στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και αποϊδρυματοποίηση των κατοίκων. Η κυρία Φωτίου μάλλον είχε αποφασίσει ότι ήθελε φαινομενικές και όχι αληθινές πράξεις. Το χρονοδιάγραμμα συνέπεσε και με την ολοκλήρωση μιας φάσης των δράσεών μας στα Λεχαινά, με τη σταδιακή και προοδευτική μεταφορά όλων των κατοίκων εκτός εγκλεισμού, είτε πρόκειται για κλουβιά, είτε για ιμάντες ή για οποιαδήποτε άλλη εφευρετική μέθοδο που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα. Το καθήκον μας ήταν να παρέχουμε προσωρινή βοήθεια έκτακτης ανάγκης με στόχο την κατάργηση της καθήλωσης, εν αναμονή της εφαρμογής ενός προγράμματος αποϊδρυματοποίησης. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό το έργο, έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και έχοντας εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν γινόταν κανένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η πρώην υπουργός δεν σχολίασε αυτές τις δηλώσεις του Νικολαΐδη, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας. Η Lumos επίσης δεν απάντησε στο αίτημά μας για σχολιασμό. Τα Παιδικά Χωριά SOS, τα οποία υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τη Lumos τον Μάιο του 2019, απάντησαν ότι «μετά από αίτημα της Lumos και του Υπουργείου, συμφωνήσαμε να γίνουμε ο οργανισμός αρμόδιος για τη διανομή μισθών στο προσωπικό που προσλήφθηκε για τρεις μήνες, χωρίς να συμμετέχουμε με κανέναν τρόπο στην επιστημονική εργασία, ή στην παρατήρηση της υλοποίησής της επί τόπου».
Τον Ιούνιο του 2019 προσελήφθη προσωπικό για τη στελέχωση της ομάδας δράσης που θα υλοποιούσε ένα τριετές πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης με δωδεκάμηνες συμβάσεις. Επιλεγμένα με διαγωνισμό, τα μέλη της ομάδας δεν είχαν εργασιακή εμπειρία σε θέματα αποϊδρυματοποίησης. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προσωπικού του ιδρύματος, που επανέλαβε για άλλη μια φορά το μακροχρόνιο αίτημά του για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Ενώ στα Λεχαινά ο καιρός σταματούσε ξανά, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δέχτηκε αυξανόμενες πιέσεις να υποβάλει μια μακροπρόθεσμη γενική πρόταση στρατηγικής αποϊδρυματοποίησης, η οποία ήταν υποχρέωση βάσει των όρων της χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει υποβληθεί από το 2014. Το Υπουργείο ζήτησε συνδρομή από την EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), μια ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
Όταν, τον Μάρτιο του 2020, μας παραχώρησε συνέντευξη η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, υπεραμύνθηκε του έργου της κυβέρνησής της εστιάζοντας στη νομοθεσία του 2018 και του 2019, βάσει της οποίας ο πληθυσμός των ιδρυμάτων θα καταγραφόταν σε ένα Εθνικό Μητρώο και, ταυτόχρονα, θα μεταρρυθμιζόταν το σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών.
Κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας, οι νόμοι αυτοί ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθότι συν τοις άλλοις ένα σωστό σύστημα αναδοχής είναι προϋπόθεση για την αποϊδρυματοποίηση. Πρακτικά, ωστόσο, η εφαρμογή των νόμων καθυστερούσε, ώσπου, τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία και η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην κυβέρνηση.
Η Φωτίου υποστήριξε ότι η EASPD παρείχε μόνο «τεχνική βοήθεια» και ότι «την εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση την κάναμε εμείς in house στο Υπουργείο». «Τη στείλαμε εμείς στην ESPD σαν πρόταση ολοκληρωμένη για να την επεξεργαστεί» μάς είπε «και με τον τρόπο που εκφράζονται εν πάση περιπτώσει αυτές οι στρατηγικές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μπορέσουν να είναι και πιο εύκολες οι χρηματοδοτήσεις και τα λοιπά».
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός υποστήριξε, επίσης, ότι είχε δώσει αυτό το σχέδιο στη νέα υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και εξέφρασε την ανησυχία της ότι η νέα κυβέρνηση θα το «πετάξει στα σκουπίδια».
Η Στρατηγική για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, όπως τη διαμόρφωσε η EASPD, με χρηματοδότηση 200.000 ευρώ από την Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, με πρόλογο της Δόμνας Μιχαηλίδου.
Σε πείσμα των ανησυχιών της Φωτίου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στους τομείς του Εθνικού Μητρώου και της αναδοχής/παιδοθεσίας. Η πρόοδος των αναδοχών/παιδοθεσιών ήταν και το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο η νέα υφυπουργός προσέγγισε το ζητούμενο της αποϊδρυματοποίησης, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριο του 2021. Τόνισε ότι επιτέλους καταμετρήθηκαν τα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και υποστήριξε, λίγο-πολύ στο πνεύμα της προκατόχου της, ότι η λύση για την αποϊδρυματοποίηση είναι ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχής και παιδοθεσίας και ότι αυτό ήδη μείωνε τον πληθυσμό των ιδρυμάτων.
Όταν ρωτήσαμε ευθέως πόσα άτομα έχουν φύγει από τα Λεχαινά, η Μιχαηλίδου απάντησε επίσης ευθέως: «Κανένα. Δεν έχει φύγει κανένα».
Μας ενημέρωσε, ωστόσο, ότι το μερίδιο των Λεχαινών από τα 15 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από το υπερπλεόνασμα ήταν «κλειδωμένο» και στη διάθεση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο είχε ήδη βρει δύο κτήρια που θα μετατρέψει σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για τη μετεγκατάσταση κάποιων από τους έγκλειστους του ιδρύματος. Παράλληλα, είχαν εγκριθεί 35 θέσεις προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Πιθανώς, κάπου στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση που δόθηκε στους κατοίκους των Λεχαινών μέσω της επείγουσας παρέμβασης, ότι μπορεί να έχουν μια ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον ιδρυματικό εγκλεισμό, μπορεί τελικά να εκπληρωθεί. Για την ώρα, όμως, έπρεπε να περιμένουν — και πάλι.
Όταν ρωτήσαμε τον Αντώνη Ρέλλα τι ήλπιζε ότι θα συμβεί, όταν το 2016 ξεκινούσε τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του στα Λεχαινά, μάς απάντησε: «Ήλπιζα ότι το τελικό καρέ θα ήταν το κλείσιμο των Λεχαινών. Νιώθω απογοήτευση. Μετά, ήλπιζα ότι η ανακοίνωση του σχεδίου αποϊδρυματοποίησης θα ήταν το σημείο καμπής, ότι επιτέλους έφτασε η στιγμή. Ότι θα ξεκινούσε από τα Λεχαινά και θα πυροδοτούσε την επιθυμία να γίνει το ίδιο παντού. Ότι όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και ότι κανένα απροστάτευτο παιδί δεν θα έπρεπε να το ξαναπεράσει αυτό. Ότι ακόμη και η παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο θα ήταν βραχυπρόθεσμη και θα μεταφερόταν γρήγορα στην ανάδοχη φροντίδα. Ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν στη βιολογική οικογένεια να φροντίζει το παιδί με τη βοήθεια ενός κράτους πρόνοιας. Ότι κάποιος θα εξηγούσε ότι το να έχεις ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι το τέλος του κόσμου».
«Για εμάς», μάς είπε ο Ρέλλας, «οι κάτοικοι των Λεχαινών έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία. Τους γνωρίσαμε. γίναμε φίλοι. Νιώθω λυπημένος γιατί δεν προλάβαμε να τους δούμε ζωντανά σε διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών για να συμβεί αυτό και, δυστυχώς, δεν κινητοποιείται. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το κοινωνικό σύνολο αν απελευθερώναμε τα άτομα με αναπηρία από τα ιδρύματα».
Τον Νοέμβριο του 2022 ακολουθήσαμε ξανά τα μέλη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά. Διαπιστώσαμε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του ενδιάμεσου προγράμματος, από τις πέντε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης που είχαν προβλεφθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων, είχαν πρόσφατα τεθεί σε λειτουργία μόλις οι δύο.
[post_title] => Η κόλαση ως ίδρυμα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => i-kolasi-osidryma [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-28 13:50:19 [post_modified_gmt] => 2023-10-28 10:50:19 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6730 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 6730 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 08:05:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 05:05:00 [post_content] =>Η Μονάδα στέκεται στην έξοδο από την πόλη των Λεχαινών με κατεύθυνση προς το χωριό Μυρσίνη, με θέα τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο, που ανήκει στη Μητρόπολη Ηλείας, είναι μια τετραώροφη, σταυροειδής κατασκευή που στεφανώνεται από τρούλο. Ο σχεδιασμός του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάλληλος για την προβλεπόμενη χρήση του.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε απαραίτητο να περιοριστεί η κίνηση του επτάχρονου τυφλού κοριτσιού που είχε εισαχθεί στο ίδρυμα σε ηλικία τριών ετών. Πλήρως ικανή να κινηθεί, αλλά τυφλή, γεμάτη με την ενέργεια της παιδικής ηλικίας, θα χρειαζόταν κάποιον να την προσέχει συνεχώς. «Για το καλό της», λοιπόν, κάποιος αποφάσισε να την κλείσουν σε ένα κλουβί — όλη μέρα, κάθε μέρα. Όταν έφτασε πλέον δεκαέξι χρόνων, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει το όνομά της.
Η Μονάδα Λεχαινών ιδρύθηκε το 1987 ως «Κέντρο Περίθαλψης Παίδων», ή ΚΕΠΕΠ, και άρχισε να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα, με αποστολή τη φροντίδα παιδιών με αναπηρία ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Στην αρχική του σύλληψη προοριζόταν για τα παιδιά της Ηλείας και της ευρύτερης Πελοποννήσου. Σταδιακά, εισήχθησαν παιδιά με αναπηρία από όλη την Ελλάδα, είτε κατόπιν αιτήματος των γονιών τους είτε κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Παλαιότερα ανεξάρτητο ίδρυμα, από το 2013 αποτελεί ένα από τα παραρτήματα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας. Κατά κανόνα, οι νοσηλευτές στη Μονάδα ήταν δίχως εξειδίκευση και ο αριθμός τους ανεπαρκής: ενδεικτικά, το 2018, πέντε εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, επτά βοηθοί και πέντε επικουρικοί συμβασιούχοι για 44 κατοίκους. Ο ξυλουργός που έφτιαξε τα κλουβιά θεωρείται επίσης προσωπικό του ιδρύματος.
Στη Μονάδα Λεχαινών, παιδιά με αναπηρία ήταν δεμένα στα κρεβάτια τους ή κρατήθηκαν μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να σηκωθούν ή να περπατήσουν, ούτε για μια ώρα μέσα στην ημέρα. Κάποια παιδιά μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν δεμένα. Κάποια πέθαναν δεμένα.
Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούσαν μυστικό. Το 2008, μια ομάδα Ευρωπαίων εθελοντών που πέρασαν λίγο χρόνο στο Κέντρο Λεχαινών, σοκαρισμένη από τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μεταχειριζόταν τα παιδιά με αναπηρία, συνέταξε μια έκθεση την οποία διένειμε σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, αντιπροσωπεία του Συνηγόρου του Πολίτη, αποτελούμενη από τον Βοηθό Συνήγορο για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, Γιώργο Μόσχο, τον Βοηθό Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, Γιάννη Σακέλλη και τις ειδικές επιστήµονες Ιωάννα Κουβαριτάκη και Ειρήνη Κυριακάκη, καθώς και την Μαίη Παπούλια, ψυχολόγο και σύζυγο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, επισκέφτηκε το ίδρυμα για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις.
Λίγο πριν από τη δημοσίευση του πορίσματος του Συνηγόρου, τον Φεβρουάριο του 2011, με την οικονομική κρίση να βαθαίνει ολοένα, οι κάμερες της ΕΡΤ μπήκαν στο ίδρυμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε στις κεντρικές απογευματινές ειδήσεις, δείχνοντας τα δεμένα παιδιά και φιλοξενώντας συνέντευξη της τότε διευθύντριας του ιδρύματος, Άννας Μαζαράκη, η οποία υποστήριξε πως είχε κάνει ό,τι είναι δυνατόν με τα διαθέσιμα μέσα για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά πως τα παιδιά παρέμεναν δεμένα πρωτίστως για τη δική τους ασφάλεια.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, τότε υπουργός Υγείας, παρενέβη στον αέρα και αφού εξήρε το έργο της διευθύντριας, δήλωσε ότι «έχει δώσει εντολή» να επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να καταγράφουν τις συνθήκες σε όλα τα ιδρύματα της χώρας και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων να μιλούν στα ΜΜΕ για τα κακώς κείμενα. Όταν η παρουσιάστρια παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ρίξουν φως στα προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έπρεπε και να λυθούν, ο Λοβέρδος υποσχέθηκε ότι θα προσληφθούν εντός λίγων ημερών πέντε ακόμη άτομα στο υγειονομικό προσωπικό και άλλοι τρεις εργαζόμενοι μέχρι το τέλος του έτους, αποδίδοντας τα βασανιστήρια που ήρθαν στο φως στο δελτίο ειδήσεων στην υποστελέχωση. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα εξασφαλιστούν νέοι χώροι, ώστε οι ανήλικοι να χωριστούν από τους ενήλικους.
Ερωτώμενη από την παρουσιάστρια αν οι νέες προσλήψεις που υποσχόταν ο υπουργός θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η διευθύντρια απάντησε ότι «τη λύση θα δώσει η επιστημονική κοινότητα» και ότι «το αν θα πρέπει να λυθούν ή όχι είναι θέμα των ειδικών».
Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού, έγινε σαφές ότι οι απάνθρωπες συνθήκες στη Μονάδα Λεχαινών ήταν απολύτως γνωστές σε διάφορα επίπεδα της διοίκησης του ελληνικού κράτους. Από την έκθεση του Συνηγόρου προέκυπτε ότι το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας) είχε πραγματοποιήσει ελέγχους στη Μονάδα το 2007 και το 2009, και είχε διαπιστώσει τα προβλήματα, για τα οποία είχε διατυπώσει προτάσεις προς τη διοίκηση — προτάσεις που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Από την έκθεση προέκυπτε επίσης ότι o Συνήγορος, μετά την αρχική του επίσκεψη στο ίδρυμα τον Σεπτέμβριο του 2009, είχε προβεί σε μια σειρά κινήσεων, προσπαθώντας να παροτρύνει τις αρμόδιες αρχές να δράσουν. Μεταξύ άλλων, είχε αποστείλει έγγραφο προς την υφυπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Φώφη Γεννηµατά, περιγράφοντας την κατάσταση στα Λεχαινά και είχε επίσης ενημερώσει τη Βουλή στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του.
Μετά την επικοινωνία του Συνηγόρου προς την υφυπουργό, ο Γενικός Γραµµατέας Πρόνοιας Γιώργος Κατριβάνος απέστειλε έγγραφο προς όλες τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, ζητώντας «άµεση εφαρµογή των οδηγιών του Συνηγόρου και ιδιαίτερα όσων αφορούν την καταστρατήγηση των δικαιωµάτων ή την παραµέληση των αναγκών των παιδιών, όπως η χρήση ξύλινων κουβουκλίων, η κατάχρηση της κατασταλτικής φαρµακευτικής αγωγής χωρίς γραπτή οδηγία ιατρού και η χρήση καµερών».
Η Μαζαράκη με τη σειρά της διατύπωσε αίτημα προς τον ψυχίατρο ∆ιονύσιο Τσάγκο, ο οποίος παρακολουθούσε τότε το ίδρυμα, ζητώντας του να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης για να αλλάξουν οι πρακτικές της καθήλωσης των παιδιών. Ο Τσάγκος απάντησε το εξής:
«Αναγνωρίζω σαφώς ότι η καθήλωση ενός περιθαλπόµενου µε ιµάντες καταστρατηγεί σε µεγάλο βαθµό τα ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα όµως πάνω από αυτά είναι το δικαίωµα της ίδιας της ζωής. Με δεδοµένο τη βαριά νοητική υστέρηση των περιθαλπόµενων, είναι απολύτως αναγκαία η καθήλωσή τους µε ιµάντες για να µην υπάρξει αυτοκαταστροφική ενέργεια την οποία βέβαια δεν θα έχει καταλάβει λόγω της πάθησης ο περιθαλπόµενος. Οι ιµάντες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υφίστανται τόσο βαριά και µε υψηλού βαθµού επικινδυνότητα περιστατικά».
«Η Αρχή πιστεύει ότι οι πρακτικές που επιλέχθηκαν ξεκάθαρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές νοητικές αναπηρίες».
Ο Συνήγορος στην έκθεσή του σημείωσε ότι ο ψυχίατρος της Μονάδας είχε απαντήσει χωρίς να υποβάλει «ιατρικές γνωματεύσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ούτε επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την ανάγκη περιορισμού». Επισήμανε επίσης ότι «οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων στο πλαίσιο της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας δεν φαίνεται να δικαιολογούν τον σωματικό περιορισμό, με εξαίρεση τις ψυχιατρικές μονάδες για ενήλικες ασθενείς και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα ο περιορισμός σε κρεβάτια/περιβλήματα, θεωρείται ακατάλληλη ψυχιατρική πρακτική και συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση». Όσον αφορά την απόφαση να «χρησιμοποιηθούν μέσα "μηχανικού περιορισμού", όπως ιμάντες, η καταλληλότητά του αποφασίζεται κατά περίπτωση, τηρουμένων των αναλογιών, και χρησιμοποιείται σπάνια και μόνο όταν συνταγογραφείται από γιατρό (ή μετά από άμεση συμβουλή γιατρού κοινοποίηση και παραλαβή έγκρισης). Η προσφυγή σε αυτό θα πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση, ως έσχατη λύση και για την ελάχιστη αναγκαία διάρκεια, ενώ η μακροχρόνια χρήση του δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες και θεωρείται κατάχρηση με θεραπευτικούς όρους. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται από ελλείψεις προσωπικού, καθώς κάθε περίπτωση περιορισμού απαιτεί από ένα μέλος του προσωπικού να παρέχει άμεση προσωπική βοήθεια και συνεχή επίβλεψη, ενώ η ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνεχή φυσική παρουσία που απαιτείται. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοιο περιστατικό θα πρέπει να καταγράφεται σε ειδικό μητρώο και στον προσωπικό ιατρικό φάκελο του ασθενούς με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η ώρα έναρξης και λήξης του περιορισμού, το όνομα του γιατρού κ.λπ. μεθόδων ελέγχου του ασθενούς και να εκπαιδεύονται στις επιπτώσεις που έχει η πρακτική του σωματικού περιορισμού στον ασθενή».
Ο Συνήγορος κατέληξε ότι «οι πρακτικές που επιλέχθηκαν σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές ψυχικές αναπηρίες».
Τον Νοέμβριο του 2014, φωτογραφίες από τα Λεχαινά διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο Τα ανάπηρα παιδιά κλεισμένα σε κλουβιά. Λίγες μέρες αργότερα, η Κατερίνα Παπακώστα, η οποία τότε είχε γίνει υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, επισκέφτηκε το ίδρυμα σε μια κίνηση που φαινόταν μάλλον αναγκαστική, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου.
Σε δηλώσεις της στα ΜΜΕ υποστήριξε ότι η Μονάδα δεν εμπίπτει στην ευθύνη της αλλά του Υπουργείου Πρόνοιας και ανέφερε: «Ήρθα και μόνη μου να δω, διότι αυτό που μου είπαν οι επιστήμονες, τα πάρκα, όπου μια μερίδα παιδιών για λόγους προστασίας δικής τους πρέπει να βρίσκονται, κάποιοι τα παρουσίασαν τελείως διαφορετικά. Ρώτησα τους επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και μου είπαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι γίνεται η προστασία των παιδιών, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Με διαβεβαιώνουν εδώ και ο εθελοντής γιατρός που βρίσκεται εδώ και τον ευχαριστώ θερμά και οι δικές μου υπηρεσίες ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους για να μην είναι σε βάρος και των ίδιων των παιδιών όλη αυτή η ιστορία. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα εδώ επ’ ωφελεία των παιδιών και για να ξέρουν οι ευαίσθητοι και οι ευάλωτοι πολίτες ότι είμαστε παρόντες να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους».
Τρία χρόνια μετά την έκθεση του Συνηγόρου που διαπίστωνε ότι οι συνθήκες στα Λεχαινά όχι μόνο παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με εξόχως βάναυσο τρόπο, αλλά ήταν και παράνομες, στο ίδρυμα δεν είχε αλλάξει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει εκθέσεις, αλληλογραφία, εγκύκλιοι, εντολές της Γενικής Γραμματείας κτλ, η νέα υφυπουργός αποφάσιζε να χαρίσει νομιμοποίηση στα κλουβιά αποκαλώντας τα «πάρκα», και να κρυφτεί πίσω από κάποιους υποτιθέμενους «ειδικούς» που γνωμοδοτούσαν ενάντια στον νόμο, στην ηθική και στις διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές πρακτικές.
Ένα χρόνο περίπου μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Παπακώστα, Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» διοργάνωσε συμβολική κατάληψη στις εγκαταστάσεις των Λεχαινών. Είχαν μεσολαβήσει οι διπλές εκλογές του 2015, το εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορίστηκε η Θεανώ Φωτίου.
Η κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου 2015 και διήρκεσε τέσσερις ημέρες. «Είχαμε κάνει την έρευνά μας, παρατηρήσαμε τι είχαν κάνει οι συνάδελφοί μας με αναπηρία στο εξωτερικό», μας είπε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής και μέλος της «Μηδενικής Ανοχής». «Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει από τους ίδιους τους ανάπηρους. Βασίσαμε τις ενέργειές μας σε αυτό το προϋπάρχον μοντέλο. Είπαμε, "Πάμε να το κάνουμε αυτό, όπως όλοι οι άλλοι." Εμείς, που είμαστε απ' έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τις ζωές εκείνων που βρίσκονται μέσα. Τα ιδρύματα είναι εκεί που φυλάσσονται τα πιο ευάλωτα από τα ευάλωτα άτομα με αναπηρία, αυτά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δεν έχουν κανέναν άλλον να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, ούτε το προσωπικό που εργάζεται σε αυτόν τον τομέα ούτε τους γονείς τους, αν εξακολουθούν να είναι παρόντες».
«Φτάσαμε στα Λεχαινά την ώρα του φαγητού», είπε, «εννιά άτομα σε τέσσερα αυτοκίνητα, με δύο κάμερες. Θέλαμε να καταγράψουμε τι συνέβαινε και να αναδείξουμε εκείνα που η κοινωνία απορρίπτει, μεταφέροντάς τα σε ένα απομονωμένο κτίριο κάπου μακριά, κλείνοντας τα μάτια σε αυτές τις εικόνες. Θέλαμε να επισημάνουμε τη φρίκη στον πυρήνα της αναπηρίας, που δεν είναι άλλος από τη θεσμοθετημένη ζωή. Για εμάς τους ανάπηρους ακτιβιστές, δεν υπάρχει καλό ίδρυμα. Ακόμα κι αν τα Λεχαινά ήταν το Χίλτον, θα παρέμενε ένα ίδρυμα ασφαλούς τύπου που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έχω δει ανθρώπους να συγκρατούνται με σχοινιά και σε άλλα ιδρύματα, όχι μόνο στα Λεχαινά. Παρόλα αυτά, τα Λεχαινά είναι μια μελέτη περίπτωσης στην αναπηρία. Όσο προετοιμασμένοι κι αν ήμασταν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες μας…»
«Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη χημική καταστολή; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάνε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν είναι άξιοι να ζήσουν.»
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τέσσερα μέλη της Μηδενικής Ανοχής κατέθεσαν μήνυση στην Εισαγγελία Αμαλιάδας, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των ανάπηρων παιδιών και νέων που κρατούνται στο ίδρυμα.
«Μέχρι σήμερα, από το 2015, δεν έχουμε κληθεί να καταθέσουμε», μας είπε ο Ρέλλας. Μάλιστα, η Εισαγγελία αρχειοθέτησε την καταγγελία το 2016.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες» είπε ο Ρέλλας. «Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη καταστολή με χημικά; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάτε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν αξίζουν να ζήσουν και επομένως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες. Ο ΟΗΕ, που είδε το υλικό που συγκεντρώσαμε κατά τη διάρκεια της κατάληψης, λέει ότι αυτά είναι βασανιστήρια. Όπως και εμείς. Αυτό είδαμε. Βασανιστήρια είναι αυτά που είδαμε."
Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δημοσίευσε τις τελικές της παρατηρήσεις αφού εξέτασε την εφαρμογή από την Ελλάδα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο η χώρα μας έχει κυρώσει το 1997. Όσον αφορά την κατάσταση στα Λεχαινά, η Επιτροπή δήλωσε ότι το κράτος «θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάργηση της χρήσης κλειστών κρεβατιών καθήλωσης και της συστηματικής καταστολής σε ψυχιατρικά και συναφή ιδρύματα. Το κράτος θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι καταχρήσεις διερευνώνται αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικά και παρέχεται αποκατάσταση στα θύματα και τις οικογένειές τους». Παρόμοιες συστάσεις είχαν γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, με συγκεκριμένη αναφορά στο ίδρυμα των Λεχαινών.
Στις 13 Νοεμβρίου 2015, λίγες μέρες μετά την κατάληψη που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, μια ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατέθεσε αναφορά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην οποία σημείωνε: «Λόγω του γεγονότος ότι τα μακροχρόνια βασανιστήρια παιδιών έγιναν εν γνώσει όλων των αρχών, από το Υπουργείο μέχρι την τοπική εισαγγελία, ενώ η έκθεση της Επιτροπής του Υπουργείου (σ.σ.: ενν. η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές) επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική σε ψυχιατρικές μονάδες σε όλη τη χώρα, ζητείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει τη δικαστική διερεύνηση των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, δίνοντας εντολή σε εισαγγελέα στην Αθήνα προς τούτο και απαιτώντας από το Υπουργείο Εργασίας να σταματήσει αμέσως τη χρήση αυτών απάνθρωπες μεθόδους που ισοδυναμούν με βασανιστήρια».
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη για να αναζητήσει τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι τα παιδιά και οι νέοι με αναπηρία κρατούνταν καθηλωμένα με ιμάντες, έγκλειστα σε κλουβιά διαστάσεων 2 x 1 x 2, δεν τους αφήνουν να βγουν ούτε για μια ώρα, λάμβαναν τεράστιες ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων για ψυχιατρικές και άλλες ασθένειες — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από τα 78 άτομα που έχουν διαμείνει στη μονάδα Λεχαινών για χρόνια, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχιατρικές διαταραχές.
«Στην Ελλάδα σήμερα», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, «κανένα δικαστήριο δεν έχει τη νομική ικανότητα να επιβάλει τέτοια ποινή σε κανέναν. Πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί κάποιος να υποβληθεί ένα άτομο σε αυτόν τον εγκλεισμό και να μην ρωτήσει ποιος το διέταξε και γιατί; Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ποιοι από τους συναδέλφους μου έδωσαν οδηγίες να καθηλωθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος επέβαλε αυτή τη στέρηση των δικαιωμάτων τους;».
Λίγο μετά την κατάληψη από Μηδενική Ανοχή, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού υπέβαλε σχέδιο παρέμβασης στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν πλέον η Μονάδα Λεχαινών. Τον Μάρτιο του 2016, το Ινστιτούτο, μαζί με μέλη της Lumos, της βρετανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη συγγραφέα του Χάρι Πότερ J. K. Rowling για την προώθηση και την υποστήριξη της αποϊδρυματοποίησης, επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Υπουργείο Εργασίας, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση έκτακτης παρέμβασης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, από τη Lumos. Η ομάδα παρέμβασης θα απελευθέρωνε τους ασθενείς από τα δεσμά τους, θα επανεξέταζε τη χρήση φαρμάκων και θα τους προετοίμαζε μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν είτε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν ακόμη δυνατόν, είτε με άλλο τρόπο να μετακομίσουν σε μικρότερους ξενώνες, τις λεγόμενες ΣΥΔ (Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης), όπου οι επιπτώσεις από την ιδρυματοποίηση θα αμβλύνονταν. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ανέλαβε να διαμορφώσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης των ιδρυμάτων συνολικά, με απώτερο στόχο την αποϊδρυματοποίηση.
Η επείγουσα παρέμβαση ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Νικολαΐδη. Είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι μήνες, γιατί, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «μάλλον αισιόδοξα πιστεύαμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για να αναδιαρθρώσει ριζικά αυτές τις υπηρεσίες, να αναπτύξει νέες εγκαταστάσεις και να κλείσει οριστικά αυτό το ίδρυμα — πώς να μην το έκανε;».
«Δυστυχώς» μας είπε «το γεγονός είναι ότι μετά από πολλές πιέσεις, απλώς έδωσαν έγκριση για να υλοποιηθεί μια πρωτοβουλία άλλων ανθρώπων και φορέων, με τη χρηματοδότηση άλλων. Ένα πρόγραμμα που δεν απολάμβανε καμία δικαιοδοτική υποστήριξη έναντι της εν λόγω μονάδας, του προσωπικού της, του τρόπου λειτουργίας της. Η πολιτική ηγεσία απλώς είπε, "τέλεια, μπορείτε να πάτε στη Μονάδα και να κάνετε ό,τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο"».
Δύο καλοκαίρια αργότερα, το 2018, όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, η παρέμβαση διαρκούσε ακόμη. Ο Γιώργος Νικολαΐδης μόλις είχε μπει στο γραφείο του και βρισκόταν σε διαδικασία μεταφοράς βίντεο από το τηλέφωνό του στον υπολογιστή του. Μας κάλεσε να δούμε μέρος του υλικού.
Το πρώτο βίντεο είχε γυριστεί την ώρα που ο ξυλουργός της Μονάδας Λεχαινών ξήλωνε το κλουβί ενός εικοσάχρονου, στο οποίο περάσει πολλά χρόνια κλεισμένος. Η αρχική δυσπιστία του άντρα υποχωρεί, καθώς η χαρά και η ανακούφιση ξεσπούν σε ένα σχεδόν εκστατικό γέλιο. Η κάμερα γυρίζει πίσω στον ξυλουργό και σβήνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατά το τηλέφωνο του ψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο Νικολαΐδης κρατά ένα «μακαρόνι», τον σωλήνα αφρού που χρησιμοποιείται για να μάθουν κολύμπι τα μικρά παιδιά. Έχει περάσει το «μακαρόνι» κάτω από τη μέση ενός άλλου κατοίκου των Λεχαινών, τον έχει τεντώσει ανάσκελα και τον κουνάει απαλά από άκρη σε άκρη. Άλλο ένα ξέσπασμα χαράς ακούγεται, καθώς ένα πολύπαθο κορμί βρίσκει ανακούφιση στο νερό.
Παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν ελήφθη ποτέ επίσημα απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών.
Ο Αντώνης Ρέλλας αποφάσισε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων από την κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής μέχρι το υποσχόμενο κλείσιμο του ιδρύματος όχι απλώς ως ακτιβιστής, αλλά ως σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά. Έχοντας επισκεφτεί τη Μονάδα πάνω από τριάντα φορές τα τελευταία χρόνια, εξήγησε: «Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές. Το πώς οι κάτοικοι που συνάντησα για πρώτη φορά, οι οποίοι ήταν μη επικοινωνιακοί, με τα μάτια άδεια καθώς ήταν δεμένοι σε κρεβάτια ή κλειδωμένοι μέσα σε κλουβιά, χημικά κατεσταλμένοι σε σημείο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους, άρχισαν να ανθίζουν. Να τους δω να εγκαταλείπουν τα στενά όρια της κρεβατοκάμαρας και να μπαίνουν στην τραπεζαρία, να πηγαίνουν στον επάνω όροφο για μια δραστηριότητα, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Τους ακούσαμε να μιλούν, να λένε λόγια. Κάποιοι άρχισαν να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα, "θέλω κομοδίνο", "θέλω τηλεχειριστήριο", "θέλω τα δικά μου ρούχα". Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για κάποιον που έχει απανθρωποποιηθεί εντελώς, που έχει μετατραπεί σε ζόμπι λαμβάνοντας "την προβλεπόμενη θεραπεία για το καλό του"».
«Έχω δει τους φόβους και τις αναστολές τους» συνέχισε. «Για αυτούς, η κανονικότητα ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι ιμάντες. Ακόμα και αφού η ομάδα παρέμβασης αφαίρεσε τους περιορισμούς της, ξέρετε πώς κοιμόντουσαν τη νύχτα; Στη θέση ύπνου που κρατούσαν χρόνια. Για αυτούς, η πιο άνετη θέση ήταν η θέση του βασανισμού. Με άλλα λόγια, κάναμε τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα όταν βασανίζονται».
Ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της ιστορίας είναι ότι, παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και πιο συγκεκριμένα ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν πάρθηκε ποτέ επίσημα απόφαση απαγόρευσης νέων εισαγωγών στο ίδρυμα.
Ο Ρέλλας θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό: «Μια γυναίκα ήρθε να αφήσει το παιδί της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και μια φίλη της. Το παιδί ήταν περίπου δώδεκα ετών και είχε υψηλή λειτουργικότητα. Προφανώς δεχόταν πίεση να εγκαταλείψει το παιδί με αναπηρία και να επικεντρωθεί στα "κανονικά" παιδιά της. Η μητέρα της ήταν ακόμη πιο ανένδοτη, λέγοντας ότι το μέρος φαινόταν υπέροχο και το παιδί θα περνούσε υπέροχα εκεί. Ο Νικολαΐδης πήρε τη μητέρα στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και μίλησαν. Της εξήγησε ότι σε έξι μήνες, το παιδί δεν θα ήταν πλέον στην ίδια κατάσταση. Έφυγε από το γραφείο του δακρυσμένη. Πήρε το παιδί της και έφυγε».
«Δεν ήταν το μόνο περιστατικό στο οποίο αποφεύχθηκε η εισαγωγή», εξήγησε ο Νικολαΐδης. «Είχαμε ζητήσει να απαγορευτούν οι εισαγωγές, όλοι συμφώνησαν, αλλά αυτή η συμφωνία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε νομική πράξη. Ερχόμουν στα Λεχαινά και μου έλεγαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δεχτεί νέο παιδί. Κάθε φορά έπρεπε να τρέχουμε να διορθώσουμε τα πράγματα κατόπιν εορτής. Θα συναντούσα τους γονείς, θα εξηγούσα τις συνέπειες μιας τέτοιας εισαγωγής, θα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η οικογένεια το ζητούσε αυτό. Συνήθως, υπήρχε πολύς κρυφός πόνος, η απόφαση να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα δεν ήταν ξαφνική».
Η επείγουσα παρέμβαση που προοριζόταν να διαρκέσει έξι μήνες κατέληξε να διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις. Οι ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η επανεισαγωγή σε ανθρώπινες συνθήκες ατόμων που είχαν υποστεί ακραία και παρατεταμένη κακοποίηση, αναμενόταν να είναι πολύ δύσκολη, αλλά το έργο τους περιπλεκόταν συνεχώς από την αντίσταση που συναντούσαν.
«Αν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδέχονται πολύ πρόθυμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σε μία από τις επισκέψεις μας στη Μονάδα Λεχαινών, συναντήσαμε την Πάττυ Σωτηροπούλου, ειδική παιδαγωγό και μέλος της ομάδας επείγουσας επέμβασης. Καθώς γίνονταν οι συστάσεις, γίναμε μάρτυρες του εξής περιστατικού: ένας από τους κατοίκους της Μονάδας είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μετά από αυτοτραυματισμό στο μάτι του. Ο χειρουργός είχε συστήσει σαράντα πέντε ημέρες καθήλωσης στο κρεβάτι για την προστασία της πληγής. Η άφιξή μας στο κέντρο συνέπεσε με το τέλος του εγκλεισμού του και η ομάδα παρέμβασης ζητούσε από το προσωπικό να τον μεταφέρει σε κρεβάτι. Το προσωπικό αντιστάθηκε σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη επειδή ο κάτοικος είχε μασήσει το στρώμα του… πριν από δέκα χρόνια!
«Μια μέρα, μέλη της ομάδας έβγαλαν μια κοπέλα έξω για μια βόλτα στην αυλή», μας είπε εξοργισμένη η Σωτηροπούλου. «Η κοπέλα έπεσε κάτω και χρειάστηκε δύο ράμματα στο πηγούνι της. Όχι μόνο το προσωπικό αντέδρασε υπερβολικά λόγω του φόβου του για απόδοση ευθυνών, αλλά ο γιατρός που έβαλε τα ράμματα έδωσε επίσης οδηγίες να την κρατήσουν μέσα σε ένα κλουβί για δέκα ημέρες. Δεκαήμερος περιορισμός για δύο ράμματα! Και όταν επισημαίνεις τον παραλογισμό, απλά σου λένε: "εντολή γιατρού"».
Η Σωτηροπούλου είπε ότι είχε εξαντληθεί από τη συνεχή μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. «Καμία κουλτούρα δεν έχει καλλιεργηθεί» μας είπε «ότι είναι απαράδεκτο να κρατάμε παιδιά μέσα σε κλουβιά σε ένα ίδρυμα. Εάν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δέχεται με μεγάλη προθυμία ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική", ότι "οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να περιορίζονται σωματικά, επομένως πρέπει να έχουν δίκιο" και "δόξα τω Θεώ υπάρχει ένα ίδρυμα για να τους στεγάσει"».
Η μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, όπως είπε η Σωτηροπούλου, μαινόταν στη Μονάδα Λεχαινών ακόμα κι όταν οι προτεινόμενες αλλαγές είχαν σκοπό να ωφελήσουν και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης», μας είπε η Σωτηροπούλου, «εκπαιδεύσαμε το προσωπικό στη χρήση ενός μικρού γερανού για να σηκώνει ανθρώπους από το κρεβάτι. Είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να αλλάζουν θέση. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σπουδαίο, αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του να περνάς είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα περιορισμένος σε ένα κρεβάτι και να σηκώνεσαι, τόσο σωματικά όσο και από την άποψη της λήψης κάποιων ερεθισμάτων. Τελικά, μόνο η ομάδα μας και οι εθελοντές χρησιμοποιούν τον γερανό».
«Είναι ένα μικρό παράδειγμα της αντίστασης εδώ», είπε. «Έχεις έναν στόχο, να σηκώσεις τους ανθρώπους από το κρεβάτι. Και δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τους δίνεις ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει και τους φροντιστές. Και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση ότι απλώς να αλλάζεις τα σεντόνια και τις πάνες τόσο πολλών ανθρώπων είναι εξαιρετικά επιβαρρυντικό σωματικά. Κι όμως, δεν θα το χρησιμοποιήσουν. Άρα, από τη μια πλευρά, βλέπεις μια αντίσταση στην αλλαγή, ακόμα και όταν η αλλαγή είναι ευεργετική για αυτούς, και από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του να σηκώνονται οι άνθρωποι από το κρεβάτι».
Τον Δεκέμβριο του 2017, η ελληνική υβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ από το υπερπλεόνασμα που θα μοιραστεί μεταξύ της αποϊδρυματοποίησης της Μονάδας Λεχαινών και του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει αναλυτικό σχέδιο στο άμεσο μέλλον, καθορίζοντας τη διαδικασία μετάβασης, τις εγκαταστάσεις που θα αναπτυχθούν, το χρονοδιάγραμμα κλπ.
«Παρεμπιπτόντως», μας είπε ο Νικολαΐδης, «να αναφέρω ότι είχαμε ήδη εκπονήσει ένα τέτοιο λεπτομερές σχέδιο και το είχαμε υποβάλει στην κυβέρνηση, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλους φορείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το είχαμε συζητήσει και με το μόνιμο προσωπικό της Μονάδας. Δεν λέω ότι αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πρέπει να υιοθετηθεί ως το τελικό λεπτομερές σχέδιο. Απλώς λέω ότι η δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πιο αποκαρδιωτική πτυχή είναι ότι αυτή τη φορά τα κεφάλαια υπήρχαν, οπότε δεν ήταν αυτό το εμπόδιο».
«Έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η επείγουσα παρέμβαση έληξε τον Φεβρουάριο του 2019. Όταν ρωτήσαμε τον Νικολαΐδη γιατί το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δεν συνέχισε την παρέμβαση, καθώς και γιατί δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Ινστιτούτου με τη Lumos, απάντησε: «Επειδή τον Φεβρουάριο του 2019, οι εκπρόσωποι της Lumos που επισκέφθηκαν την Ελλάδα συναντήθηκαν με την υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου και ενημερώθηκαν ότι για όσο διάστημα συνεργάζονταν μαζί μας αποκλείεται οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι η Lumos διέκοψε τη συνεργασία της μαζί μας και άρχισε να συνεργάζεται με τη Παιδικά Χωριά SOS, όπως τους συστήθηκε».
Συνεχίσαμε να ρωτάμε γιατί κατά τη γνώμη του Νικολαΐδη η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού της, θα το έκανε αυτό.
«Νομίζω», μας είπε ο Νικολαΐδης, «είναι επειδή συνεχίζαμε να τονίζουμε την ανάγκη να κλείσει η μονάδα και να πιέζουμε για μια σειρά πραγματικών ενεργειών, όχι δημοσίων σχέσεων, που να οδηγήσουν στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και αποϊδρυματοποίηση των κατοίκων. Η κυρία Φωτίου μάλλον είχε αποφασίσει ότι ήθελε φαινομενικές και όχι αληθινές πράξεις. Το χρονοδιάγραμμα συνέπεσε και με την ολοκλήρωση μιας φάσης των δράσεών μας στα Λεχαινά, με τη σταδιακή και προοδευτική μεταφορά όλων των κατοίκων εκτός εγκλεισμού, είτε πρόκειται για κλουβιά, είτε για ιμάντες ή για οποιαδήποτε άλλη εφευρετική μέθοδο που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα. Το καθήκον μας ήταν να παρέχουμε προσωρινή βοήθεια έκτακτης ανάγκης με στόχο την κατάργηση της καθήλωσης, εν αναμονή της εφαρμογής ενός προγράμματος αποϊδρυματοποίησης. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό το έργο, έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και έχοντας εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν γινόταν κανένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η πρώην υπουργός δεν σχολίασε αυτές τις δηλώσεις του Νικολαΐδη, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας. Η Lumos επίσης δεν απάντησε στο αίτημά μας για σχολιασμό. Τα Παιδικά Χωριά SOS, τα οποία υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τη Lumos τον Μάιο του 2019, απάντησαν ότι «μετά από αίτημα της Lumos και του Υπουργείου, συμφωνήσαμε να γίνουμε ο οργανισμός αρμόδιος για τη διανομή μισθών στο προσωπικό που προσλήφθηκε για τρεις μήνες, χωρίς να συμμετέχουμε με κανέναν τρόπο στην επιστημονική εργασία, ή στην παρατήρηση της υλοποίησής της επί τόπου».
Τον Ιούνιο του 2019 προσελήφθη προσωπικό για τη στελέχωση της ομάδας δράσης που θα υλοποιούσε ένα τριετές πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης με δωδεκάμηνες συμβάσεις. Επιλεγμένα με διαγωνισμό, τα μέλη της ομάδας δεν είχαν εργασιακή εμπειρία σε θέματα αποϊδρυματοποίησης. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προσωπικού του ιδρύματος, που επανέλαβε για άλλη μια φορά το μακροχρόνιο αίτημά του για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Ενώ στα Λεχαινά ο καιρός σταματούσε ξανά, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δέχτηκε αυξανόμενες πιέσεις να υποβάλει μια μακροπρόθεσμη γενική πρόταση στρατηγικής αποϊδρυματοποίησης, η οποία ήταν υποχρέωση βάσει των όρων της χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει υποβληθεί από το 2014. Το Υπουργείο ζήτησε συνδρομή από την EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), μια ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
Όταν, τον Μάρτιο του 2020, μας παραχώρησε συνέντευξη η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, υπεραμύνθηκε του έργου της κυβέρνησής της εστιάζοντας στη νομοθεσία του 2018 και του 2019, βάσει της οποίας ο πληθυσμός των ιδρυμάτων θα καταγραφόταν σε ένα Εθνικό Μητρώο και, ταυτόχρονα, θα μεταρρυθμιζόταν το σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών.
Κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας, οι νόμοι αυτοί ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθότι συν τοις άλλοις ένα σωστό σύστημα αναδοχής είναι προϋπόθεση για την αποϊδρυματοποίηση. Πρακτικά, ωστόσο, η εφαρμογή των νόμων καθυστερούσε, ώσπου, τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία και η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην κυβέρνηση.
Η Φωτίου υποστήριξε ότι η EASPD παρείχε μόνο «τεχνική βοήθεια» και ότι «την εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση την κάναμε εμείς in house στο Υπουργείο». «Τη στείλαμε εμείς στην ESPD σαν πρόταση ολοκληρωμένη για να την επεξεργαστεί» μάς είπε «και με τον τρόπο που εκφράζονται εν πάση περιπτώσει αυτές οι στρατηγικές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μπορέσουν να είναι και πιο εύκολες οι χρηματοδοτήσεις και τα λοιπά».
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός υποστήριξε, επίσης, ότι είχε δώσει αυτό το σχέδιο στη νέα υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και εξέφρασε την ανησυχία της ότι η νέα κυβέρνηση θα το «πετάξει στα σκουπίδια».
Η Στρατηγική για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, όπως τη διαμόρφωσε η EASPD, με χρηματοδότηση 200.000 ευρώ από την Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, με πρόλογο της Δόμνας Μιχαηλίδου.
Σε πείσμα των ανησυχιών της Φωτίου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στους τομείς του Εθνικού Μητρώου και της αναδοχής/παιδοθεσίας. Η πρόοδος των αναδοχών/παιδοθεσιών ήταν και το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο η νέα υφυπουργός προσέγγισε το ζητούμενο της αποϊδρυματοποίησης, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριο του 2021. Τόνισε ότι επιτέλους καταμετρήθηκαν τα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και υποστήριξε, λίγο-πολύ στο πνεύμα της προκατόχου της, ότι η λύση για την αποϊδρυματοποίηση είναι ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχής και παιδοθεσίας και ότι αυτό ήδη μείωνε τον πληθυσμό των ιδρυμάτων.
Όταν ρωτήσαμε ευθέως πόσα άτομα έχουν φύγει από τα Λεχαινά, η Μιχαηλίδου απάντησε επίσης ευθέως: «Κανένα. Δεν έχει φύγει κανένα».
Μας ενημέρωσε, ωστόσο, ότι το μερίδιο των Λεχαινών από τα 15 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από το υπερπλεόνασμα ήταν «κλειδωμένο» και στη διάθεση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο είχε ήδη βρει δύο κτήρια που θα μετατρέψει σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για τη μετεγκατάσταση κάποιων από τους έγκλειστους του ιδρύματος. Παράλληλα, είχαν εγκριθεί 35 θέσεις προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Πιθανώς, κάπου στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση που δόθηκε στους κατοίκους των Λεχαινών μέσω της επείγουσας παρέμβασης, ότι μπορεί να έχουν μια ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον ιδρυματικό εγκλεισμό, μπορεί τελικά να εκπληρωθεί. Για την ώρα, όμως, έπρεπε να περιμένουν — και πάλι.
Όταν ρωτήσαμε τον Αντώνη Ρέλλα τι ήλπιζε ότι θα συμβεί, όταν το 2016 ξεκινούσε τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του στα Λεχαινά, μάς απάντησε: «Ήλπιζα ότι το τελικό καρέ θα ήταν το κλείσιμο των Λεχαινών. Νιώθω απογοήτευση. Μετά, ήλπιζα ότι η ανακοίνωση του σχεδίου αποϊδρυματοποίησης θα ήταν το σημείο καμπής, ότι επιτέλους έφτασε η στιγμή. Ότι θα ξεκινούσε από τα Λεχαινά και θα πυροδοτούσε την επιθυμία να γίνει το ίδιο παντού. Ότι όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και ότι κανένα απροστάτευτο παιδί δεν θα έπρεπε να το ξαναπεράσει αυτό. Ότι ακόμη και η παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο θα ήταν βραχυπρόθεσμη και θα μεταφερόταν γρήγορα στην ανάδοχη φροντίδα. Ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν στη βιολογική οικογένεια να φροντίζει το παιδί με τη βοήθεια ενός κράτους πρόνοιας. Ότι κάποιος θα εξηγούσε ότι το να έχεις ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι το τέλος του κόσμου».
«Για εμάς», μάς είπε ο Ρέλλας, «οι κάτοικοι των Λεχαινών έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία. Τους γνωρίσαμε. γίναμε φίλοι. Νιώθω λυπημένος γιατί δεν προλάβαμε να τους δούμε ζωντανά σε διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών για να συμβεί αυτό και, δυστυχώς, δεν κινητοποιείται. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το κοινωνικό σύνολο αν απελευθερώναμε τα άτομα με αναπηρία από τα ιδρύματα».
Τον Νοέμβριο του 2022 ακολουθήσαμε ξανά τα μέλη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά. Διαπιστώσαμε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του ενδιάμεσου προγράμματος, από τις πέντε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης που είχαν προβλεφθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων, είχαν πρόσφατα τεθεί σε λειτουργία μόλις οι δύο.
[post_title] => Η κόλαση ως ίδρυμα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => i-kolasi-osidryma [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-28 13:50:19 [post_modified_gmt] => 2023-10-28 10:50:19 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6730 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [3] => WP_Post Object ( [ID] => 7796 [post_author] => 4 [post_date] => 2024-06-11 17:24:00 [post_date_gmt] => 2024-06-11 14:24:00 [post_content] =>
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 17 Μαΐου 2024, ένας άνδρας καταδικάστηκε ομόφωνα από το ΜΟΔ (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο) Αθηνών σε 13 χρόνια κάθειρξη για το κακούργημα της ασέλγειας, με θύμα τον ανήλικο γιο του. Ήταν ένας από τους «16 πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά και που εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου έχουν βρει άπλετο χώρο σε τηλεοπτικές εκπομπές και ιστοσελίδες, όπου ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα πλεκτάνης.
Η μιντιακή αυτή εκστρατεία, με αλλεπάλληλα ρεπορτάζ και δημοσιεύματα που επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό περί πλεκτάνης ωσάν να αποτελεί αποδεδειγμένο γεγονός, κορυφώθηκε προ μηνών εστιάζοντας κυρίως στην περίπτωση μίας ιδιώτη ψυχολόγου, την οποία κατηγορούσαν για «ψευδείς γνωματεύσεις». Οι «ψευδείς γνωματεύσεις» είναι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόμενων ανδρών και των δημοσιογράφων που τους συνεπικουρούν, το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι κατηγορίες εναντίον τους.
Λίγες μέρες πριν την καταδίκη του άνδρα στο ΜΟΔ, η μιντιακή εκστρατεία αναζωπυρώθηκε, ανασύροντας την περίπτωση και μιας δεύτερης ψυχολόγου, η οποία είναι μάλιστα και αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., την οποία κατηγορούν ως συμμέτοχη στην υποτιθέμενη πλεκτάνη, μαζί με διάφορους δικηγόρους.
Η πλεκτάνη, σύμφωνα με κάποιους από τους άνδρες αυτούς, έχει εξυφανθεί από τις πρώην συντρόφους τους, οι οποίες με τη συνέργεια ψυχολόγων και δικηγόρων τους έχουν κατηγορήσει ψευδώς με στόχο να τους αποξενώσουν από τα παιδιά τους. Σύμφωνα με άλλους, για την πλεκτάνη είναι ευθέως υπεύθυνες οι δύο ψυχολόγοι.
Ονομάζουμε τον πυρήνα των καταγγελλόμενων ανδρών «ομάδα των 16» ή «16 πατεράδες», διότι πρόκειται για αυτούς τους 16 που κινήθηκαν αρχικά εναντίον της πρώτης ψυχολόγου. Κοντά σε αυτούς, έχουμε εντοπίσει άλλους 7 «δορυφόρους», οι οποίοι έχουν παρομοίως καταγγελθεί από τα παιδιά τους και συνδέονται με την «επίσημη» ομάδα. Τέλος, υπάρχουν άλλοι 10 που έχουν καταθέσει εναντίον της ψυχολόγου-αστυνομικού, εκ των οποίων ένας είναι και στους «16».
Ας τους ονομάσουμε, χάριν διευκόλυνσης, «16+ πατεράδες», εννοώντας πλέον το σύνολο των καταγγελλομένων για ασέλγεια από τα παιδιά τους, οι οποίοι είτε συμμετέχουν είτε συνδέονται με την εκστρατεία κατά των δύο ψυχολόγων.
Επειδή όλο αυτό το διάστημα στις διάφορες εκπομπές και ιστοσελίδες έχουν ακουστεί μεγάλες ανακρίβειες, θα προσπαθήσουμε εδώ να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει με αυτή την ομολογουμένως πρωτάκουστη ιστορία.
Όπως έχουμε πει και αλλού, τα στοιχεία για την εκτιμώμενη έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, 1 στα 30 παιδιά έχει ή θα έχει μέχρι να ενηλικιωθεί μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, όλες οι μορφές της σεξουαλικής κακοποίησης — δηλαδή όχι μόνο βιασμοί αλλά ασέλγειες κτλ — αφορούν ακόμη περισσότερα παιδιά: ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1 στα 5.
Επιπλέον, σύμφωνα με όλους τους έγκυρους ειδικούς, στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, δράστης είναι κάποιος οικείος του παιδιού — γονέας, συγγενής, οικογενειακός φίλος, δάσκαλος, προπονητής, ιερέας κτλ.
Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός ότι δύο παιδοψυχολόγοι ειδικευμένες στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση έχουν γνωμοδοτήσει για μερικές δεκάδες υποθέσεις που αφορούν καταγγελλόμενους πατεράδες είναι απολύτως μέσα στο όριο της στατιστικής πρόβλεψης.
Αντιθέτως, εύλογη απορία προκαλεί το πώς 30 περίπου άτομα που καταγγέλλονται ή κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα, πλην όμως σε ασύνδετες μεταξύ τους υποθέσεις, βρίσκονται να συνασπίζονται και να συμπορεύονται, δίχως καμία αντικειμενική διασφάλιση ότι η ενδεχόμενη ενοχή ενός δεν θα επηρεάσει την υπερασπιστική γραμμή ενός άλλου.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, έχουν έρθει σε γνώση μας οι υποθέσεις των «16+ πατεράδων» μία προς μία. Έχουμε ασφαλώς τη δεοντολογική υποχρέωση να μην αποκαλύψουμε την ταυτότητα οποιουδήποτε από αυτούς, είτε καταγγελλόμενου, είτε υπόδικου, είτε καταδικασμένου με καταδίκη που δεν είναι ακόμη αμετάκλητη, είτε ακόμη και κάποιου που έχει απαλλαγεί. Όχι μόνο για την προστασία της δικής τους ιδιωτικής σφαίρας, από τη στιγμή που δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα, αλλά και για την προστασία των παιδιών τους που σε πολλές περιπτώσεις φέρουν τα επώνυμά τους.
Είμαστε σε θέση, ωστόσο, να διαπιστώσουμε — όπως έχουμε ήδη καταγράψει με προηγούμενο ρεπορτάζ μας αλλά και με σειρά ενημερωτικών βίντεο — ότι ο ισχυρισμός πως οι περισσότεροι από τους «16» έχουν αθωωθεί δεν ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους «16+». Οι περισσότερες από τις υποθέσεις των ανδρών αυτών είναι ανοιχτές: κάποιες βρίσκονται στην προανάκριση, κάποιες στην κύρια ανάκριση, κάποιες στο δικαστικό συμβούλιο, και κάποιες έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν στο ΜΟΔ.
Ο πρώτος άνδρας, λόγου χάρη, ο οποίος έστειλε «αναφορά» στην αστυνομία πριν από έναν χρόνο περίπου εναντίον της 2ης ψυχολόγου, της αξιωματικού, έχει παραπεμφθεί να δικαστεί στο ΜΟΔ τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 2024.
Δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους.
Άλλος άνδρας, από τους «δορυφόρους» αυτός, έχει πάρει αναβολή για τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε άλλη δίκη προ ημερών για χωριστή δικογραφία, κατηγορούμενος για τον ξυλοδαρμό της κόρης του, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για την οποία ζήτησε και πήρε αναβολή. Το αποτέλεσμα είναι, πρώτον, ανέβαλε για μεγάλο διάστημα την εκδίκαση της σωματικής βλάβης, καθότι βάσει πρόσφατης νομοθεσίας όλες αυτές οι υποθέσεις μεταφέρονται από το Τριμελές στο Μονομελές, γεγονός που έχει προκαλέσει τεράστια αναταραχή και οι υποθέσεις που αναβάλλονται δεν παίρνουν δικάσιμο αλλά πρέπει να επανακληθούν· και, δεύτερον, ο κατηγορούμενος θα προσέλθει στο ΜΟΔ τον Σεπτέμβριο για την εκδίκαση της ασέλγειας κατά της κόρης του, δίχως την ενδεχόμενη καταδίκη του για σωματική βλάβη, την οποία διακινδύνευε αν είχε δικαστεί τώρα.
Άλλος πατέρας, ο οποίος παρεμπιπτόντως τυγχάνει αστυνομικός και ανήκει στους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου, βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Γι’ αυτόν, μόλις διατάχθηκε η κόρη του να υποστεί την πολλοστή πραγματογνωμοσύνη και ορκίστηκαν οι πραγματογνώμονες — δυστυχώς, με μια διαδικασία που έχει πολλά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σε εξέλιξη.
Στην υπόθεση άλλου πατέρα, πάλι, από τους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου και αυτός, έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση, και εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, το βούλευμα αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο και ο πατέρας παραπέμπεται εκ νέου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα συνεδριάσει με άλλη σύνθεση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, μακράν του να έχουν αθωωθεί όλοι αυτοί οι καταγγελλόμενοι πατεράδες, οι περισσότερες υποθέσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους συνήθεις αργούς, επίπονους και ενίοτε αλλοπρόσαλλους ρυθμούς της δικαιοσύνης και του ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας — κάτι που, οφείλουμε να τονίσουμε, πλήττει πρωτίστως τα παιδιά.
Από την αναλυτική εξέταση των υποθέσεων, βλέπουμε επίσης ότι δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους. Ποιος, άλλωστε, παραπέμπεται ποτέ να δικαστεί για κακούργημα με μόνο αποδεικτικό στοιχείο τη γνωμοδότηση μιας ιδιώτη ψυχολόγου;
Αντιθέτως, στις δικογραφίες αυτές συγκεντρώνονται πολλαπλά αποδεικτικά μέσα, όπως — και κυρίως — οι καταθέσεις των παιδιών στις αρχές, δημόσιες πραγματογνωμοσύνες, ένορκες βεβαιώσεις άλλων μαρτύρων και βέβαια οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων-ψυχιάτρων που προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι καταγγελλόμενοι, οι οποίοι γνωματεύουν υπέρ τους.
Το αν τα αποδεικτικά μέσα αυτά είναι επαρκή σε κάθε υπόθεση θα το κρίνει το κάθε δικαστήριο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι «16+» έχουν εξαπολύσει επίθεση εναντίον των δύο ψυχολόγων όχι έχοντας αθωωθεί στην πλειονότητά τους, αλλά με τις υποθέσεις τους ανοιχτές, γεγονός που λογικά συνεπάγεται ότι την πορεία αυτών ακριβώς των υποθέσεων προσπαθούν να επηρεάσουν.
Εντούτοις, υπάρχουν κάποιοι, τόσο από τους αρχικούς «16» όσο και από τη διευρυμένη ομάδα των «16+» που είτε έχουν απαλλαγεί με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε έχουν αθωωθεί στο ακροατήριο.
Το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Ας κάνουμε μια προκαταρκτική παρατήρηση: λέμε συχνά ότι «καλύτερα να αθωωθούν εκατό ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος». Γι’ αυτό και στην ποινική δίκη το δικαστήριο πρέπει να πειστεί πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ακριβώς όπως του αποδίδεται. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν πειστεί απολύτως, είναι υποχρεωμένο να αθωώσει. Δεν γίνεται, λόγου χάρη, ένα ποινικό δικαστήριο να πει «υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να το έκανε από ό,τι όχι, άρα καταδικάζω». Αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην το έκανε, οφείλει να αθωώσει.
Όλα αυτά είναι πολύ σωστά και κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου δεν ισχύουν. Σημαίνουν όμως και ότι κάποιες φορές το δικαστικό σύστημα είναι αδύνατο να αγγίξει την αλήθεια.
Αν αυτό ακούγεται παράξενο, ας αναλογιστούμε το εξής: γιατί κάθε φορά που αθωώνεται ένας κατηγορούμενος, δεν καταδικάζονται αμέσως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας για ψευδομαρτυρία; Γιατί δεν θεωρούμε ότι αφού είναι αθώος, όποιος τον κατηγόρησε είπε απαραιτήτως ψέματα; Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν διώκεται αμέσως ο εισαγγελέας, αν υποστήριξε την ενοχή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο; Ψέματα δεν είπε; Αν κάποιος καταδικαστεί πρωτόδικα αλλά αθωωθεί στο Εφετείο, γιατί δεν διώκονται οι δικαστές και οι ένορκοι του Α’ βαθμού; Αυτοί δεν συνήργησαν με τους ψευδομάρτυρες για να καταδικαστεί ένας αθώος;
Προφανώς, αυτά δεν συμβαίνουν. Αντιθέτως, το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Έτσι και στις υποθέσεις στις οποίες κάποιοι από αυτούς τους άνδρες έχουν απαλλαγεί. Σε μία, λόγου χάρη, υπάρχουν ιατροδικαστικά ευρήματα στον πρωκτό του παιδιού. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι το παιδί κακοποιήθηκε και μάλιστα όταν εκτελούσε επικοινωνία με τον πατέρα του. Αλλά δεν πείστηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ήταν ο πατέρας του που το κακοποίησε.
Σε άλλη υπόθεση, που αφορά δύο παιδιά, διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της αστικής αντιδικίας, που αφορούσε την επικοινωνία. Παράλληλα, στο ποινικό σκέλος, το ένα παιδί κατέθεσε στην αστυνομία, η ανακρίτρια, όμως, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, αφού είχε ήδη διαταχθεί στο αστικό σκέλος. Μάλιστα, πήρε το παιδί, το κάθισε σε ένα παγκάκι και το ρώτησε: «Αγαπάς τον μπαμπά σου;». Η διαφορά, όμως, μεταξύ της πραγματογνωμοσύνης στο αστικό και αυτής στο ποινικό είναι ότι η πρώτη γίνεται με ευθύνη του ενάγοντος. Μετά από την άρνηση δύο ψυχιάτρων να αναλάβουν την πραγματογνωμοσύνη στο αστικό σκέλος – και τη δυσκολία της μητέρας να διαθέσει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται – η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε. Δεν έγινε όμως ούτε στο ποινικό σκέλος, αφού δεν είχε διαταχθεί ποτέ από την ανακρίτρια. Ο άνδρας δικάστηκε, η εισαγγελική πρόταση ήταν καταδικαστική, αλλά ο εισαγγελέας είπε: «Διατηρώ ελάχιστες αμφιβολίες». Το δικαστήριο αθώωσε. Ο άνδρας, βέβαια, εξακολουθεί να μην μπορεί να πλησιάσει την πρώην σύντροφό του, λόγω δικαστικής απόφασης που εδράζεται σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Από τα πραγματικά χαρακτηριστικά των υποθέσεων, λοιπόν, και όχι τα πλασματικά που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, φαίνεται πως πρόκειται για μια απόπειρα να χρησιμοποιηθούν λιγοστές απαλλαγές κατηγορούμενων ανδρών, οι οποίες έχουν ούτως ή άλλως τις ιδιαιτερότητες που αναφέραμε, για να κατασκευαστεί ένα ψευδές κλίμα αμφισβήτησης των πολύ περισσότερων υποθέσεων που αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Οι υποθέσεις αυτές έχουν προφανώς διαφορές μεταξύ τους, ειδικά όσον αφορά την διερεύνησή τους από τις αρχές, η οποία έχει γίνει σε πολλές από αυτές με τρόπους που αποκλίνουν τόσο πολύ από οποιαδήποτε σύγχρονη μέθοδο, ώστε να μοιάζουν σχεδόν με απλά καπρίτσια των εισαγγελέων και των δικαστών. Χαρακτηριστική η υπόθεση που αναφέραμε, στην οποία η ανακρίτρια ρώτησε το παιδί αν αγαπάει τον μπαμπά του.
Έχουν όμως και μια κεντρική ομοιότητα: την επίκληση της «γονεϊκής αποξένωσης» ως απάντησης στο ερώτημα γιατί αυτές οι μητέρες να θέλουν να εκδικηθούν τους πρώην συντρόφους τους, βάζοντας τα παιδιά τους να τους κατηγορήσουν ψευδώς.
Διότι, αν το αναλογιστούμε λίγο, αυτό θα έπρεπε εξαρχής να είναι το κρίσιμο ερώτημα: γιατί οι μητέρες αυτές να θέλουν να κατηγορήσουν ψευδώς τον πατέρα των παιδιών τους; Ποιο είναι το κίνητρο;
Ακόμη περισσότερο, γιατί να το κάνουν οι δύο ψυχολόγοι; Τι έχουν να κερδίσουν;
Αποκαλυπτικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνουν οι τοποθετήσεις των «16+», όπως αποτυπώνονται στις νομικές κινήσεις που έχουν κάνει, προκειμένου να στοχοποιήσουν τις δύο ψυχολόγους.
Οι αρχικοί 16 καταγγελλόμενοι πατεράδες στράφηκαν κατά της 1ης ψυχολόγου με δύο αιτήσεις προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου — μία τον Ιούλιο και μία τον Δεκέμβριο του 2022, με τις υπογραφές 7 και 9 καταγγελλομένων αντίστοιχα.
Με αυτές, ζητούν από την Εισαγγελία να διερευνήσει το «ζήτημα», το οποίο περιγράφουν ως εξής:
[Το] «να κατηγορούνται άδικα γονείς για κακοποίηση των τέκνων τους προκειμένου να επιτευχθεί από την άλλη πλευρά η πλήρης αποξένωσή τους και η ηθική και οικονομική τους εξόντωση, με χρήση του δικαστικού συστήματος» έχει πλέον «λάβει διαστάσεις επιδημίας στην ελληνική κοινωνία». [...] «Υφίστανται συγκεκριμένοι/ες “παιδοψυχίατροι” και “παιδοψυχολόγοι” και τεχνοκράτες, οι ίδιοι/ες κάθε φορά, που αναλαμβάνουν τη στήριξη των ως άνω σκευωριών κατά αθώων, ενδύοντας με δικαστικό ένδυμα και ψευδοεπιστημονικότητα τις ως άνω κατηγορίες».
Αντιστοίχως, στις καταθέσεις διαφόρων καταγγελλομένων που προσήλθαν στις δύο διαδικασίες (την ΕΔΕ και την προανάκριση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων) για την 2η ψυχολόγο, την αξιωματικό, το μοτίβο είναι πανομοιότυπο. Ενδεικτικά:
«Η συγκεκριμένη Αξιωματικός ψυχολόγος εκδίδει γνωματεύσεις αμφιβόλου αξιοπιστίας, βάσει των πηγών μου, τις οποίες εμφανίζει σε διαδικασία δικαστικών διενέξεων σχετικά με υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατηγορηθεί ο ένας γονέας για βαρύ αδίκημα σεξουαλικής φύσεως ή ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να παραπλανηθούν οι δικαστικοί λειτουργοί και [να] εκδώσουν αποφάσεις είτε μηδαμινής επικοινωνίας είτε τραγικά περιορισμένης επικοινωνίας μεταξύ του γονέα και του τέκνου, με μοιραίο αποτέλεσμα να προκαλείται γονεϊκή αποξένωση που είναι και ο τελικός στόχος του γονέα αποξενωτή».
Τόσο στις αιτήσεις των αρχικών «16» όσο και στις πολλαπλές καταθέσεις των «16+» δεν αποδίδεται ούτε στις μητέρες ούτε και στις ψυχολόγους κάποιο κίνητρο για την «αποξένωση» και την «εξόντωση» των πατεράδων.
Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, κάποια κατηγορία για οικονομικό όφελος. Και είναι λογικό: για τις μεν μητέρες ισχύει και γι’ αυτές ότι «εξοντώνονται» οικονομικά όσο και οι πρώην σύντροφοι και αντίδικοί τους. Αν, μάλιστα, οι πρώην σύντροφοι καταδικαστούν για κακούργημα με μεγάλες ποινές κάθειρξης, υπάρχει πιθανότητα να μην έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν διατροφή.
Για τις δε ψυχολόγους, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε κάποια κατηγορία ή υποψία χρηματισμού. Ωστόσο, η διερεύνηση των αδικημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας έχει πέσει στο κενό σε όλες τις περιπτώσεις. Παρά τα ξεκάθαρα ψευδή στοιχεία που παρουσίασαν διάφορες εκπομπές, ότι δήθεν οι ψυχολόγοι χρέωναν μεγάλα ποσά, δεν βρέθηκε το παραμικρό επιλήψιμο στοιχείο ούτε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ούτε στην ΕΔΕ, ούτε από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι δύο ψυχολόγοι λειτουργούν δύο μικρά και ουδόλως πολυτελή γραφεία, ενώ χρεώνουν μέσες προς χαμηλές τιμές σε σχέση με την αγορά — και πάντως χαμηλότερες από αυτές που χρεώνουν οι ειδικοί ψυχικής υγείας που έχουν χρησιμοποιήσει οι «16+» ως τεχνικούς συμβούλους.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που προκύπτει από τους ισχυρισμούς των «16+» είναι ότι οι μητέρες τα κάνουν όλα αυτά από μίσος ή για εκδίκηση, δηλαδή «αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» επειδή έτσι θέλουν. Επινοούν αυτές τις ειδεχθείς κατηγορίες εναντίον αθώων επειδή δεν θέλουν τα παιδιά τους να έχουν πατέρα. Γιατί; Γιατί έτσι.
Ακόμη κι αυτή η ούτως ή άλλως αόριστη και αναπόδεικτη κατηγορία, όμως, καταρρίπτεται από τα γεγονότα: ο ισχυρισμός των «16+» ότι οι καταγγελίες εναντίον τους για ασέλγεια συμπίπτουν χρονικά με τη διεκδίκηση από μέρους τους της επικοινωνίας με τα παιδιά τους, σε πολλές περιπτώσεις είναι ανακριβής. Τουναντίον, η επικοινωνία τους με τα παιδιά τους εκτελούνταν κανονικά, μέχρι το σημείο όπου τα παιδιά τούς κατήγγειλαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ο άνδρας που καταδικάστηκε στις 17 Μαΐου σε 13 χρόνια κάθειρξη εκτελούσε κανονικά επί χρόνια την επικοινωνία με τον γιο του, ωσότου μία παιδοψυχίατρος — άλλη, εντελώς ασύνδετη με τις δύο ψυχολόγους που στοχοποιούνται — διαπίστωσε την πιθανότητα της ασέλγειας.
Και για τις δύο ψυχολόγους, βέβαια, απομένει το τεράστιο ερώτημα γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Εκδικούνται και αυτές; «Αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους για λίγα ευρώ το ραντεβού;
Όσον αφορά την πρώτη ψυχολόγο, διάφορες μητέρες παιδιών που έχουν καταγγείλει τους πατεράδες τους για ασέλγεια (αλλά και κάποιων που έχουν καταγγείλει σωματική βία) εξακολουθούν να καλούνται να παράσχουν εξηγήσεις για το πλημμέλημα της ψευδούς καταμήνυσης — η δε ψυχολόγος για συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Η προκαταρκτική εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Όσον αφορά τη δεύτερη ψυχολόγο, την αξιωματικό (στη μεθόδευση της δίωξης της οποίας θα επανέλθουμε με επόμενο ρεπορτάζ), η ΕΛ.ΑΣ. έχει διατάξει το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας, η ΕΔΕ εκκρεμεί, ενώ η έρευνα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων αρχειοθετήθηκε για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ωστόσο, άσκησε δίωξη για τα πλημμελήματα της ψευδούς κατάθεσης (για την ψυχολόγο) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση (για τις μητέρες) σε σχέση με τέσσερις υποθέσεις.
Δεδομένων όσων εκθέσαμε πιο πάνω, δικαιούται κανείς να ρωτήσει με ποιο σκεπτικό οι αρχές εξακολουθούν να εξετάζουν — στον βαθμό, έστω, που το κάνουν — τις καταγγελίες των «16+».
Δυστυχώς στη χώρα μας, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια αποστροφή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος στη διάταξη με την οποία ασκεί δίωξη στην ψυχολόγο-αστυνομικό και στις τέσσερις μητέρες δηλώνει την πρόθεσή του να διατάξει προανάκριση για το αδίκημα της σωματικής βλάβης σε ανήλικους. Όποιος δεν γνωρίζει, φυσικά, μπορεί να εκπλαγεί, διότι σε κανέναν σημείο όλης αυτής της ιστορίας δεν έχει τεθεί ζήτημα σωματικής βλάβης από ψυχολόγους ή μητέρες. Ωστόσο, πρόκειται για άρθρο του Ποινικού Κώδικα στο οποίο υπάγεται και η ψυχική βλάβη.
Η «ψυχική βλάβη» εδώ είναι ξεκάθαρα μια μετωνυμία για την υποβολιμότητα των παιδιών, για την πιθανότητα δηλαδή να τους έχουν υπαγορευτεί ή «εμφυτευτεί» οι καταγγελίες εναντίον των πατεράδων τους, όπως ακριβώς περιγράφει η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».
Η «γονεϊκή αποξένωση», όπως έχουμε τεκμηριώσει με αναλυτικό ρεπορτάζ, είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, η οποία επινοήθηκε με τον ειδικό στόχο να χρησιμοποιείται στην νομική υπεράσπιση πατεράδων που κατηγορούνται ότι κακοποίησαν σεξουαλικά τα παιδιά τους.
Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει απορρίψει την ψευδοθεωρία αυτή, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από την μελέτη Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation: A Research Review της πανεπιστημιακού διεθνούς κύρους Joan S. Meier (καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington), η οποία συνθέτει τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις για τη «γονεϊκή αποξένωση».
Δυστυχώς στη χώρα μας, όπως και σε άλλες, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία ως ισχυρισμός που οι δικαστικές αρχές δέχονται να λάβουν υπόψη τους — όπως φαίνεται και από τη διάταξη του Εισαγγελέα που προαναφέραμε. Το γεγονός αυτό συχνά οδηγεί σε υποτίμηση και λανθασμένη ερμηνεία των αποκαλύψεων των θυμάτων (κακοποιημένων παιδιών αλλά και γυναικών εκεί όπου συντρέχει ενδοοικογενειακή βία), με αποτέλεσμα αφενός να μην αποδίδεται δικαιοσύνη, αφετέρου να επανατραυματίζονται και εν τέλει να ενοχοποιούνται τα θύματα.
Γι’ αυτό ακριβώς, το τελευταίο διάστημα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Επιτροπή GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης δημοσίευσαν εκθέσεις, στις οποίες εφιστούν την προσοχή των κρατών στους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι δικαστικές αρχές δεν απορρίπτουν την ψευδοθεωρία αυτή. Επειδή, μάλιστα, συχνά η «γονεϊκή αποξένωση» δεν ονοματίζεται ρητά αλλά μεταμφιέζεται σε πιο περιφραστικούς ισχυρισμούς, οι διεθνείς οργανισμοί καλούν τα κράτη να εκπαιδεύσουν τους δικαστές τους, ώστε να μάθουν να αναγνωρίζουν την ψευδοθεωρία και να την απορρίπτουν. Η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ, επιπλέον, καλεί τα κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία.
Στην Ελλάδα, διαπρύσιοι υποστηρικτές της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι διάφορες ομάδες «ανδρικών δικαιωμάτων», όπως ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια», ο σύλλογος «ΓΟΝ.ΙΣ», η «Δράση για τη Γονεϊκή Αποξένωση» και ο σύλλογος «Ενεργοί Μπαμπάδες», μεταξύ άλλων. Όπως έχουμε καταγράψει σε αναλυτικό ρεπορτάζ, οι ομάδες αυτές, μετά το 2020, συγκρότησαν ένα λόμπι, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να διεισδύσει στο κυβερνών κόμμα και στην κυβέρνηση, ενόψει τότε της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου που αποτυπώθηκε το 2021 στον λεγόμενο «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια».
Μολονότι ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» δεν περιλήφθηκε ρητά στον νόμο του 2021, το πνεύμα της ψευδοθεωρίας αποτυπώθηκε σε κάποιες διατάξεις. Το λόμπι έχει έκτοτε συνεχίσει τις προσπάθειες να εντάξει τη «γονεϊκή αποξένωση» στη νομοθεσία, με πιο πρόσφατη απόπειρα την ψήφιση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία.
Τροποποίηση του νόμου είχε εξαγγείλει ο Κώστας Τσιάρας μετά τις τρεις γυναικοκτονίες του Αυγούστου 2022 και είχε συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Η επιτροπή, ωστόσο, διαλύθηκε δίχως να ολοκληρώσει την πρότασή της, ακριβώς επειδή πολλά μέλη αντέδρασαν στις έντονες πιέσεις να περιλάβουν στο νομοσχέδιο τη «γονεϊκή αποξένωση» ως ενδοοικογενειακή βία.
Όταν, ακολούθως, τα ηνία του υπουργείου Δικαιοσύνης πήρε ο Γιώργος Φλωρίδης, και τροποποίησε τον ποινικό κώδικα, ο όρος και πάλι δεν περιλήφθηκε με ρητό τρόπο. Ωστόσο, η διάταξη περί «ψυχολογικής βίας» που προστέθηκε στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας δέχτηκε δικαιολογημένη κριτική, καθώς αφενός είναι αόριστη και αφετέρου αφορά μόνο τους ανηλίκους, αφήνοντας έτσι δυνατότητα να παρεισφρήσει η «γονεϊκή αποξένωση» δια της πλαγίας οδού.
Την ίδια στιγμή, το λόμπι ενέτεινε την προσπάθειά του να επηρεάσει εισαγγελείς και δικαστές. Χαρακτηριστικά, στις διαδικτυακές σελίδες των συλλόγων γράφονται απειλές, όπως: «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!»
Αρωγοί στην διείσδυση της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία έχουν σταθεί και στέκονται, επίσης, λιγοστοί ειδικοί ψυχικής υγείας. Φυσικά, η έκθεση του ΟΗΕ συστήνει στα κράτη να νομοθετήσουν και κατά της χρήσης «των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.» Ωστόσο, αντί οι επαγγελματίες αυτοί να έχουν απαξιωθεί όπως οι «ειδικοί» που κάποτε παραπλανούσαν τους γονείς ότι τα εμβόλια ευθύνονται για τον αυτισμό, εξακολουθούν να γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες κύρους στα ακροατήρια, να προσφέρουν υπηρεσίες ως τεχνικοί σύμβουλοι και να συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες τα δικαστήρια εξετάζουν, ή να ορκίζονται πραγματογνώμονες.
Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία αυτή που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε για να επηρεάσει εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και να εγκαταστήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι όταν κατηγορείται ο μπαμπάς για ασέλγεια, γι’ αυτό φταίνε πάντοτε οι μητέρες που τους εκδικούνται και οι άλλες γυναίκες που τις βοηθούν να βάλουν τα παιδιά να πουν ψέματα.
Δυστυχώς, η απόπειρα αυτή υποβοηθείται από τη δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας στη χώρα μας, τις προκαταλήψεις των αρχών, αλλά και την ιδεολογική στράτευση κρίσιμων για τις υποθέσεις αυτές προσώπων, όπως συγκεκριμένων αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών, ψυχιάτρων/πραγματογνωμόνων, δικηγόρων και δημοσιογράφων.
[post_title] => Όσα δεν ρωτούν οι αρχές και τα ΜΜΕ τους «16+ πατεράδες» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 16-paterades-psevdeis-gnomatefseis [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-06-11 19:20:40 [post_modified_gmt] => 2024-06-11 16:20:40 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7796 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [4] => WP_Post Object ( [ID] => 7351 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-10-10 13:03:03 [post_date_gmt] => 2023-10-10 10:03:03 [post_content] => [post_title] => Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sexoualiki-kakopoiisi-doc [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-11 11:17:09 [post_modified_gmt] => 2023-10-11 08:17:09 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7351 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [5] => WP_Post Object ( [ID] => 7422 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-10-13 13:03:03 [post_date_gmt] => 2023-10-13 10:03:03 [post_content] => [post_title] => Τα κρυμμένα παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sexoualiki-kakopoiisi-doc-2 [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-21 18:21:53 [post_modified_gmt] => 2023-10-21 15:21:53 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/children-and-state/sexoualiki-kakopoiisi-doc-2/ [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [6] => WP_Post Object ( [ID] => 6409 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-07-24 18:12:00 [post_date_gmt] => 2020-07-24 15:12:00 [post_content] =>Η καραντίνα εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 υπήρξε δύσκολη για όλους. Τι μπορεί όμως να σήμανε για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν συνθήκες κακοποίησης ή παραμέλησης; Σε μια χώρα όπου το σύστημα παιδικής προστασίας είναι ούτως ή άλλως ελλιπές, υποστελεχωμένο και ανοργάνωτο, πώς μπορεί να επηρέασε ο εγκλεισμός τα παιδιά που δεν είχαν δυνατότητα επαφής με κανέναν άλλο παρά μόνο με αυτούς που τα κακοποιούν; Πώς αντέδρασαν οι υπηρεσίες της πολιτείας σε μια τόσο επιβαρυντική περίοδο για τα παιδιά; Έστω αφότου έληξε η καραντίνα, εφαρμόστηκαν κάποια μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού; Υπάρχει κάποιο σχέδιο σε περίπτωση που μια αύξηση κρουσμάτων οδηγήσει εκ νέου σε καραντίνα το επόμενο διάστημα;
Αναζητήσαμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσω πέντε διαδικτυακών συνεντεύξεων με ειδικούς της παιδικής προστασίας, οι οποίες μεταδόθηκαν ζωντανά, από τις 16 ως τις 23 Ιουλίου,στη σελίδα του Τhe Manifold στο Facebook.
Η Θεώνη Κουφονικολάκου είναι Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ο Αντώνης Ρέλλας είναι κινηματογραφικός και θεατρικός σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής με την Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, μέλος και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote.
Η Τριανταφυλλιά Αθανασίου είναι κοινωνική λειτουργός, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας.
Ο Στέφανος Αλεβίζος είναι ψυχολόγος στη ΜΚΟ «Το Χαμόγελο του Παιδιού».
Η σειρά συνεντεύξεων Τα παιδιά στην καραντίνα πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση του European Journalism Covid-19 Support Fund και την υποστήριξη του Reporters United.
Η Δ. είναι σήμερα 22 ετών. Γεννήθηκε κάπου στην Πελοπόννησο. Έχει μια αδελφή έναν χρόνο μικρότερη και έναν αδελφό δύο χρόνια μικρότερό της. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Ο πατέρας της ουσιοεξαρτημένος. Ζούσαν στο ίδιο σπίτι με τον πατέρα, τη μητέρα και την πατρική γιαγιά. Τα έφερναν πολύ δύσκολα πέρα, καθώς το μόνο σταθερό εισόδημα ήταν κάποια επιδόματα. Κοινωνικές υπηρεσίες επισκέπτονταν ανά διαστήματα το σπίτι. Τους έδιναν και κάποια τρόφιμα, θυμάται.
Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα τους βρήκε έναν νέο σύντροφο, έμπλεξε κι αυτή με ναρκωτικά και τους εγκατέλειψε. Τότε ήταν που αποφάσισαν οι κοινωνικές υπηρεσίες ότι τα παιδιά έπρεπε να φύγουν από το σπίτι τους, επειδή οι συνθήκες διαβίωσής τους σε αυτό ήταν ακατάλληλες.
Χειμώνα του 2014, δύο αστυνομικοί με πολιτικά παραλαμβάνουν τα τρία αδέλφια και τα πηγαίνουν με εισαγγελική εντολή στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Τα τρία «εισαγγελικά αδέλφια» μένουν εκεί για τρεις μήνες. Δεν έχουν κανέναν δικό τους άνθρωπο να τα φροντίσει.
«Μας έφερναν έναν δάσκαλο τα πρωινά που μας έκανε κάτι μαθήματα» θυμάται σήμερα η Δ. «Υπήρχαν και κάποιοι εθελοντές που ερχόντουσαν με βάρδιες για να μας κατεβάσουν ως την παιδική χαρά του νοσοκομείου. Υπήρχαν και βάρδιες που δεν ερχόταν κανείς. Το σκάγαμε όμως και κατεβαίναμε μόνα μας κάτω. Δεν είχαμε τι να κάνουμε εκεί μέσα, νοσοκομείο ήταν. Κάποια στιγμή γνωρίσαμε και κάτι άλλα παιδιά. Αυτά μένανε στον 6ο. Κι αυτά για ίδρυμα ήταν».
Θυμάται επίσης ότι, λίγο αργότερα, ο θείος της που ζούσε στην Αθήνα, ταξίδεψε στην Πελοπόννησο και έφερε την γιαγιά τους στην Αθήνα. Έτσι είχαν τουλάχιστον κάποιες επισκέψεις. Τους πήγαινε και σοκολάτες.
Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο νοσοκομείο, η εισαγγελία ανηλίκων κατάφερε να εξασφαλίσει θέσεις σε ιδρύματα για τα τρία παιδιά. Δύο διαφορετικά ιδρύματα, ένα για τα δυο κορίτσια και ένα άλλο για τον αδελφό τους.
Υπάλληλοι της κοινωνικής υπηρεσίας του νοσοκομείου έβαλαν τα τρία παιδιά στο λευκό βαν της πρόνοιας. «Κάναμε πρώτα μια στάση για να αφήσουμε τον αδελφό μας» λέει η Δ. «και μετά μας πήγαν κι εμάς στην Παιδόπολη “Αγία Βαρβάρα”».
Στο ίδρυμα μπαίνουν τελικά τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Τα σχολεία λίγο αργότερα έκλεισαν και ήρθε το καλοκαίρι. Τα παιδιά του ιδρύματος τα στέλνανε τρεις μήνες κατασκήνωση. Η κατασκήνωση βέβαια δεν ήταν μόνο για «ιδρυματικά παιδιά». Τα «άλλα παιδιά» είχαν επισκεπτήρια. Αυτά, όχι.
«Στα επισκεπτήρια, εμείς μέναμε πίσω, στα σπιτάκια» μάς λέει η Δ. «Υπήρχαν και άλλα παιδιά, δεν ήμασταν μόνα. Ακουγόταν απ’ τα μεγάφωνα το όνομα του παιδιού που καλούσαν στην είσοδο να δει τους γονείς του».
Τον Σεπτέμβριο, το ίδρυμα την έγραψε στο σχολείο και η Δ. ξεκίνησε την Α΄ Γυμνασίου. Δεν έλεγε ότι έμενε σε ίδρυμα, ντρεπόταν. Μόνο οι δάσκαλοι το γνώριζαν. Ακόμα ντρέπεται να το πει, σκέφτεται ότι μπορεί να την κοροϊδέψουν. Στο σχολείο δεν είχε φίλες. Επειδή το γυμνάσιο συστεγάζεται με το λύκειο, αν καμιά φορά την φώναζαν δυο άλλα κορίτσια από το ίδρυμα που πήγαιναν στο λύκειο, τότε είχε παρέα.
Την θύμωνε που το ίδρυμα έστελνε βανάκι να την παραλάβει από το σχολείο. «Τους το έλεγα αλλά με έγραφαν. Ποιο παιδί το παραλαμβάνει η μάνα του απ’ το γυμνάσιο; Ντρεπόμουν που έμπαινα στο βανάκι».
Τα χρόνια εκείνα ακόμα την θυμώνουν. «Δεν είχαμε μάθει να ζούμε κλειδωμένα» μάς λέει. «Πηγαίναμε σχολείο αλλά βγαίναμε έξω, παίζαμε. Εκεί ούτε στο περίπτερο δεν μας άφηναν να πάμε».
Μια φορά έσπασε ένα τζάμι βγαίνοντας από το γραφείο της ψυχολόγου. Δεν θυμάται τι της είχε πει. Θυμάται όμως ότι μετά από αυτό της είπαν ότι η ζημιά θα κρατηθεί από τα λεφτά της, από το χαρτζιλίκι δηλαδή που τους έδινε το ίδρυμα. Κι αν δεν θυμάται τι ήταν αυτό που προκάλεσε εκείνη τη μέρα την έκρηξή της, υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξεχνάει: «Νομίζαμε ότι θα φεύγαμε από εκεί γρήγορα. Μας κορόιδευε η μάνα μας στο τηλέφωνο, έλεγε ότι θα έρθει να μας πάρει. Το λέγαμε κι εμείς ώσπου κάποια μέρα μας απάντησε μια υπάλληλος του ιδρύματος “οι γονείς σας δεν ενδιαφέρονται για εσάς. Δεν πρόκειται να έρθουν να σας πάρουν”. Ήταν σαν να μας κάνουν πόλεμο νεύρων».
Κι ο αδελφός τους δεχόταν τέτοια τηλεφωνήματα. Στις αρχές έφτιαχνε τη βαλίτσα του και κατέβαινε στην είσοδο του ιδρύματος να περιμένει τους γονείς του.
Από ένα σημείο και μετά άρχισε να το σκάει. Δεν άντεχε τον εγκλεισμό. «Φυγές» ονομάζεται αυτό στην υπηρεσιακή γλώσσα της πρόνοιας.
«Έκαναν μια δήλωση εξαφάνισης στην αστυνομία αλλά δεν νομίζω ότι μας αναζητούσε κανείς» μας λέει η Δ. Δεν μπορούμε ούτε να το επαληθεύσουμε αυτό, ούτε και να το διαψεύσουμε, το καταγράφουμε, ωστόσο, γιατί έχει σημασία το πώς το βίωνε η ίδια.
Τον Μάρτιο του 2015, το έσκασε για καιρό, ώσπου τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αναζήτησε την επιμελήτρια ανηλίκων που την είχε αναλάβει και παρακάλεσε να την αφήσουν να μείνει στον θείο της γιατί δεν άντεχε να επιστρέψει στο ίδρυμα. Αρχικά, η αντίδραση των υπηρεσιών δεν ήταν θετική.
«Του είπαν ότι η Βικτώρια που έμενε δεν ήταν περιοχή για να μεγαλώνει παιδί» θυμάται η Δ. «Λες και δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στη γειτονιά του».
Τελικά το αίτημά της έγινε δεκτό. Παραχωρήθηκε στον θείο της η προσωρινή της επιμέλεια, ώστε να μπορεί να την γράψει στο σχολείο. Έφυγε, αφήνοντας την αδελφή της πίσω.
Ενδιαμέσως, η πατρική γιαγιά, η οποία είχε μετακομίσει στην Αθήνα — αλλά ως τότε δεν της έδιναν τα παιδιά διότι δεν εργαζόταν — κατάφερε να βρει δουλειά και σπίτι.
«Πρόσεχε έναν παππού» λέει η Δ. «Στην αρχή πήρε εμένα, μετά από λίγο την αδελφή μου, και αργότερα και τον αδελφό μου».
Η Δ. όσο ήταν στο ίδρυμα έμενε διαρκώς στην ίδια τάξη, στην Α΄ Γυμνασίου. Αφού έφυγε, με προτροπή της γιαγιάς της, γράφτηκε σε νυχτερινό γυμνάσιο, το οποίο κατάφερε να τελειώσει στα 18 της.
«Είχα την γιαγιά μου που με έσπρωχνε αλλά και μια πολύ καλή διευθύντρια που με στήριζε» μάς λέει. «Ήμουν τυχερή που έπεσα σ’ αυτή τη γυναίκα».
Η μικρότερη αδελφή της μπλέκει και αυτή με ναρκωτικά. Μένει έγκυος δύο φορές, γεννάει και τα παιδιά της καταλήγουν σε ίδρυμα. Η επιμελήτρια ανηλίκων που παρακολουθεί τα τρία παιδιά — κυρίως λόγω της ανηλικότητας του μικρότερου αδελφού — προσπαθεί να την πείσει να παρακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Η Δ. γνωρίζει έναν νεαρό άντρα με μεταναστευτικό βιογραφικό. Στα 19 της μένει έγκυος. Εξακολουθεί να μένει στο σπίτι με τη γιαγιά της και το μωρό και να διατηρεί σχέση με τον πατέρα του παιδιού της.
«Το θέλαμε και οι δύο. Ονειρευόμασταν να το δούμε να μεγαλώνει, να περπατάει, να μας μιλάει…» λέει η Δ. Είχε επιλέξει να το θηλάσει. «Ήταν και πιο ξεκούραστο τελικά. Απ’ το να σηκώνεσαι μέσα στη νύχτα να ετοιμάζεις μπουκάλια, είναι πιο απλό να την έχεις μαζί σου στο κρεβάτι. Είχε δίκιο η γιαγιά».
Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτό το κεφάλαιο της ζωής της εξελίχθηκε ευθύγραμμα. Το κοριτσάκι της ήταν μόλις επτά μηνών, όταν μια Κυριακή ο σύντροφος της, επιστρέφοντας από το κρίκετ που έπαιζε με φίλους του, έπεσε σε έλεγχο της αστυνομίας.
«Είχε άσπρη κάρτα η οποία είχε λήξει. Πηγαίνοντας να την ανανεώσει έγινε κάποιο λάθος, δεν κατάλαβα ποτέ ακριβως τι είχε συμβεί» μάς λέει η Δ. «Οι αστυνομικοί είδαν όμως ότι ήταν ληγμένη και τον συνέλαβαν. Στην αρχή τον έστειλαν στο καμπ στην Αμυγδαλέζα και μετά στην Κόρινθο».
Λίγο αργότερα, η Δ. γνώρισε έναν άλλο άντρα, επίσης με μεταναστευτικό βιογραφικό. Ο άντρας αυτός άρχισε να της ασκεί λεκτική και ψυχολογική βία, την οποία όμως δεν μπόρεσε να διαγνώσει έγκαιρα εκείνη. Μένει και πάλι έγκυος. Τον Ιούλιο του 2022 γεννάει το δεύτερο παιδί της και εκεί κορυφώνεται η βία του συντρόφου της, η οποία πια γίνεται αντιληπτή από τις κοινωνικές υπηρεσίες του μαιευτηρίου, καθώς η κακοποιητική συμπεριφορά του εκδηλώνεται ακόμα και παρουσία τους, φωνάζοντας ότι δεν θέλει το πρώτο παιδί της Δ.
Το δεύτερο μωρό γεννήθηκε πρόωρα, στους 7,5 μήνες. Στην αρχή το κράτησαν στο μαιευτήριο και αργότερα το έστειλαν στο Νοσοκομείο Παίδων. Η Δ. έβγαζε γάλα, το έβαζε σε ειδικά σακουλάκια και το φύλαγε στην κατάψυξη, όπως της είχε δείξει η γιαγιά της.
«Πήγαινα κάθε δύο με τρεις μέρες και το έδινα στο νοσοκομείο» λέει. Δεν ξέρω καν αν του το έδιναν… Ελπίζω ότι το έδιναν. Δεν με άφηναν να πηγαίνω συχνότερα. Έλεγαν ότι ήθελαν πολλά σακουλάκια μαζεμένα».
Η Δ. εξακολουθεί να μένει με την γιαγιά της και τα δυο της παιδιά. Οι οικονομικές τους δυσκολίες χειροτερεύουν και βρίσκονται σε αδιέξοδο όταν κόβεται ένα επίδομα που έπαιρνε η αδελφή της — η οποία πια δεν έμενε μαζί τους — και απομένει μόνο το δικό της και της γιαγιάς. Χρωστούν ενοίκια και ο ιδιοκτήτης θέλει να τους κάνει έξωση. Η Δ. αναζητά δουλειά αλλά δεν έχει καμιά προϋπηρεσία και διαθέτει μόνο απολυτήριο γυμνασίου. Απευθύνεται σε διάφορες ΜΚΟ και ζητά να την βοηθήσουν με το ενοίκιο. Δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Ενδιαμέσως η κοινωνική υπηρεσία του μαιευτηρίου έχει αποστείλει αίτημα στην εισαγγελία για κοινωνική έρευνα την οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει η κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων.
Τον Οκτώβριο του 2022 εκδίδεται εισαγγελική διάταξη για την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών της Δ. Το μωρό της είναι μόλις τεσσάρων μηνών. Οι εκπρόσωποι των κοινωνικών υπηρεσιών τής εξηγούν ότι αυτό γίνεται για το καλό των παιδιών της και της ίδιας και έτσι εκείνη συναινεί.
«Μου είπαν ότι αμέσως μόλις βρω δουλειά και σπίτι» λέει η Δ. «θα πάρω πίσω τα παιδιά μου».
Η επανάληψη του δράματος είναι αμείλικτη. Και πάλι δύο αστυνομικοί με πολιτικά, όπως όταν ήταν η ίδια παιδί, οδηγούν τα παιδιά της στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού». Τώρα «εισαγγελικά» είναι τα δικά της παιδιά και η ίδια έχει μετατραπεί σε «εισαγγελική μητέρα».
Τα παιδιά της μένουν στο νοσοκομείο για έναν μήνα, μέχρι να εξασφαλίσει μια θέση σε ίδρυμα η εισαγγελία ανηλίκων. Αυτόν τον μήνα, η Δ. βρίσκεται στο πλευρό τους μαζί με τη γιαγιά της. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2022, έρχεται και πάλι το λευκό βαν της πρόνοιας. Αυτή τη φορά για να οδηγήσει τα δικά της παιδιά στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα».
Η Δ. τα επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα, όπως ορίζει η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος. Παράλληλα, την παραπέμπουν σε δομή για θύματα έμφυλης βίας, με στόχο την στήριξή της. Εκεί πραγματοποιεί συνεδρίες με ψυχολόγο και μέσω της δομής καταφέρνει τον Ιούνιο του 2023 να βρει δουλειά σε εταιρεία καθαρισμού, με νόμιμη πρόσληψη και ασφάλεια.
Ο πρώτος της σύντροφος ενδιαμέσως έχει βγει από το καμπ της Κορίνθου. Επανασυνδέονται, νοικιάζουν μαζί ένα σπίτι και πλέον επισκέπτονται μαζί τα παιδιά στο ίδρυμα. Εκείνος δηλώνει απολύτως πρόθυμος να αναλάβει μαζί της τη φροντίδα και των δύο παιδιών.
Ενώ, όμως, η «υπόσχεση» των κοινωνικών υπηρεσιών ήταν ότι θα αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών της αμέσως μόλις βρει δουλειά και σπίτι, τον Νοέμβριο του 2023 τής ανακοινώνουν ότι τα παιδιά της θα δοθούν σε ανάδοχη οικογένεια. Της λένε ότι, ως εκ τούτου, η συχνότητα των συναντήσεών της με τα παιδιά της θα πρέπει να αραιώσει.
Μέσω της δομής για τα θύματα έμφυλης βίας, η Δ. αναζητά δικηγόρο και ξεκινά να διεκδικεί τα παιδιά της. Η διαδικασία δεν είναι απλή.
«Η μητέρα όλο αυτό το διάστημα δεν είχε καμία ενημέρωση για τα παιδιά της, εκτός από το ότι “είναι καλά”, ενώ τα βλέπει μία ώρα το μήνα» μάς λέει η δικηγόρος της Δ., Ιωάννα Στεντούμη. «Δεν είχαμε πρόσβαση στο φάκελο το προηγούμενο διάστημα, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της προς την εισαγγελία ανηλίκων, επομένως δε μπορούσε και η ίδια να γνωρίζει τι θεωρείται για την ίδια επιβαρυντικό, εφόσον είχε ακολουθήσει όλα τα βήματα για τα οποία την είχαν ενημερώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες. Μάλιστα είχε κοινό φάκελο με την αδερφή της από όταν ήταν στην ηλικία των 10 ετών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εικόνα εν γένει παραβατικής οικογένειας και παραβατικών συμπεριφορών, ενώ η ίδια δεν είχε καμία σχέση με αυτό το προφίλ και για το λόγο αυτό είχαμε ζητήσει και διαχωρισμό του φακέλου».
«Εντέλει» συνεχίζει η δικηγόρος της Δ. «φτάσαμε 20 μέρες πριν το δικαστήριο, στο οποίο κατέθεσε η εισαγγελία ανηλίκων αίτημα για αφαίρεση γονικής μέριμνας, ώστε να μπορέσω να ενημερωθώ για κάποια ελάχιστα από τα έγγραφα που βρίσκονται στον φάκελο. Ζήτησα να γίνει νέα κοινωνική έρευνα διότι δεν έχει γίνει από τον Οκτώβριο του 2022, ενώ η ζωή της μητέρας έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό. Ζήτησα επίσης να εξαιρεθεί το Κέντρο Βρεφών “Μητέρα” και να αναλάβει την υπόθεση η τοπική κοινωνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια, μπορεί να την παρακολουθεί σταθερά και συχνά στο φυσικό χώρο της ίδιας και των παιδιών, μπορεί να την καθοδηγήσει σε σχέση με επιδόματα και προνοιακές παροχές, ενώ όλα αυτά είναι επιλογές που το “Μητέρα” δεν έκανε».
«Αντίθετα φαίνεται ότι το “Μητέρα” είχε προαποφασίσει την πορεία αυτής της οικογένειας» λέει η Ι. Στεντούμη. «Από τον Οκτώβριο, όταν τα παιδιά δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια, τα βλέπει μία φορά το μήνα για μία ώρα, γεγονός το οποίο οδηγεί με βεβαιότητα σε ψυχική απομάκρυνση των παιδιών και σε διαταραχή της σχέσης με τους βιολογικούς γονείς. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται μέχρι πρόσφατα έχουν να κάνουν με το χαμηλό μορφωτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο των γονιών της και την δύσκολη παιδική ηλικία της. Αναφέρεται η ευαλωτότητά της εξαιτίας αυτών, το ότι έχει υπάρξει θύμα έμφυλης βίας, η ακραία φτώχεια της και το ότι είχε κινδυνεύσει να μείνει άστεγη».
«Δεν γίνεται όμως καμία νέα κοινωνική έρευνα» καταλήγει η κ. Στεντούμη. «Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση για το ότι βρήκε δουλειά και σπίτι, ότι παρακολούθησε προγράμματα, ότι έχει απευθυνθεί ήδη στον Δήμο Περιστερίου για επιδόματα και για παιδικούς σταθμούς. Επί της ουσίας, ακόμη και όταν το άτομο καταφέρει μόνο του, με τόσες αντιξοότητες, να αποκτήσει κάποια πλαισίωση και υποστήριξη, το κράτος δεν του παρέχει την ευκαιρία να προχωρήσει στη ζωή του».
Η Δ. είχε πράγματι δύσκολη παιδική ηλικία. Πολύ. Το κράτος πρόνοιας της χώρας μας, ωστόσο, δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Και αντί να της αναγνωρίζεται η τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει, στην ουσία μόνη της, όλο αυτό το διάστημα που διεκδικεί να ξαναπάρει την επιμέλεια των παιδιών της, φαίνεται όχι απλώς να μην στηρίζεται αλλά να αγνοείται. Σαν να έχει αποφασιστεί ότι όσες προσπάθειες κι αν κάνει ένας άνθρωπος να διαρρήξει τον κύκλο βίας της ζωής του, το προνοιακό του αρχείο δεν θα αλλάξει ποτέ.
Η ίδια η Δ. παραδέχεται ότι το να βρεθεί στα 21 της με δυο παιδιά, δεν είναι κάποια «επιτυχία». Επαναλαμβάνει όμως συνέχεια κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ότι τα παιδιά της τα θέλει.
«Θέλω να τα μεγαλώσω, να τα φροντίσω. Και θέλω στα 21 τους να είναι στο πανεπιστήμιο. Όχι με δυο και τρία δικά τους παιδιά. Είναι όμως σαν να μου λένε ότι δεν έχω δικαίωμα να γίνω κάτι διαφορετικό από τους δικούς μου γονείς» λέει και κατευθύνεται προς τη μικρή της βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο. «Στο ίδρυμα ξεκίνησα να καπνίζω. Και το κρατάω ακόμα». Κρυώνει έξω. «Δεν καπνίζω μέσα. Θα μου πεις ότι τώρα δεν υπάρχουν παιδιά μέσα. Όταν ξανάρθουν όμως δεν μπορεί να μυρίζει τσιγαρίλα ο χώρος».
Στις αρχές Φεβρουαρίου 2024, η αρμόδια υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση που της έθεσε η βουλεύτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου, μας ενημέρωσε για την πορεία των τεκνοθεσεών και των αναδοχών στη χώρα.
«Εδώ μιλάμε για πραγματικά και απτά αποτελέσματα» είπε. «Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 170 υιοθεσίες, ενώ το 2023 πραγματοποιήθηκαν 194 υιοθεσίες. Αναδοχές: Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 52 αναδοχές. Το 2023, 94 αναδοχές. Μια πολύ σημαντική, αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των παιδιών τα οποία βρίσκονται φιλοξενούμενα σε κέντρα παιδικής προστασίας. Κατά 128 παιδιά μέσα στον τελευταίο χρόνο! Πλέον 1.265 ανήλικα παιδιά βρίσκονται στα κέντρα παιδικής προστασίας, σ’ αυτό το οποίο είναι το σκληρό περιβάλλον του ιδρύματος. Και αυτός ο αριθμός που έχει απομειωθεί είναι πολύ σημαντικός, αφού η αύξηση στις υιοθεσίες κατά 14% και η θεαματική αύξηση στις αναδοχές κατά 80% είναι ενθαρρυντικές και είναι ένα αποτέλεσμα μιας συνεπούς πορείας, η οποία φαίνεται ότι έχει και μια διακυβερνητική και μια διακομματική διάσταση».
Είναι κοινή γνώση πια ότι το ίδρυμα είναι απολύτως ακατάλληλος τόπος για να μεγαλώνουν παιδιά. Ένα παιδί που απομακρύνεται από την οικογένειά του δεν θα πρέπει να περνάει ούτε μια μέρα σε ίδρυμα. Και εδώ η απάντηση είναι πράγματι η αναδοχή. Η αναδοχή όμως θεωρητικά έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια και η οικογενειακή επανένωση, η επιστροφή δηλαδή των παιδιών στην βιολογική οικογένεια, όταν αυτό είναι εφικτό, θα έπρεπε να είναι ο τελικός στόχος.
Ένα ποσοστό που δεν θα ακούσουμε όμως από τα στόματα των αρμόδιων υπουργών είναι ακριβώς το ποσοστό των οικογενειακών επανενώσεων. Και δεν θα το ακούσουμε γιατί οι επανενώσεις δυστυχώς δεν αποτελούν ακόμα στόχο του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Θεωρητικά ένα σύγχρονο προνοιακό σύστημα θα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορεί για να ενδυναμώσει και να στηρίξει τους γονείς ώστε να ασκήσουν τον γονεϊκό τους ρόλο. Η περίπτωση της Δ., λοιπόν, δυστυχώς δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό.
Θα πρέπει να εξεταστεί αν η αύξηση του ποσοστού των αναδοχών, για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση, οφείλεται στο ότι οι αναδοχές γίνονται με τρόπο που συνθλίβει ανθρώπους. Αυτό είναι ντροπή και όχι λόγος για πανηγυρισμούς για ένα σύγχρονο σύστημα πρόνοιας.
Το δικαστήριο της Δ. ορίστηκε για τις 26 Φεβρουαρίου 2024. Οκτώ μήνες αργότερα, βγήκε η δικαστική απόφαση που της αφαιρεί τη γονική μέριμνα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να παραμείνουν σε αναδοχή.
Η Δ. δηλώνει αποφασισμένη να μην σταματήσει να παλεύει για να πάρει πίσω τα παιδιά της. Μέσω της δικηγόρου της, θα καταθέσει αίτηση αναίρεσης της απόφασης στον Άρειο Πάγο.
Δείτε το video της συνέντευξης που μας παραχώρησε η Δ:
Η Μονάδα στέκεται στην έξοδο από την πόλη των Λεχαινών με κατεύθυνση προς το χωριό Μυρσίνη, με θέα τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο, που ανήκει στη Μητρόπολη Ηλείας, είναι μια τετραώροφη, σταυροειδής κατασκευή που στεφανώνεται από τρούλο. Ο σχεδιασμός του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάλληλος για την προβλεπόμενη χρήση του.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε απαραίτητο να περιοριστεί η κίνηση του επτάχρονου τυφλού κοριτσιού που είχε εισαχθεί στο ίδρυμα σε ηλικία τριών ετών. Πλήρως ικανή να κινηθεί, αλλά τυφλή, γεμάτη με την ενέργεια της παιδικής ηλικίας, θα χρειαζόταν κάποιον να την προσέχει συνεχώς. «Για το καλό της», λοιπόν, κάποιος αποφάσισε να την κλείσουν σε ένα κλουβί — όλη μέρα, κάθε μέρα. Όταν έφτασε πλέον δεκαέξι χρόνων, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει το όνομά της.
Η Μονάδα Λεχαινών ιδρύθηκε το 1987 ως «Κέντρο Περίθαλψης Παίδων», ή ΚΕΠΕΠ, και άρχισε να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα, με αποστολή τη φροντίδα παιδιών με αναπηρία ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Στην αρχική του σύλληψη προοριζόταν για τα παιδιά της Ηλείας και της ευρύτερης Πελοποννήσου. Σταδιακά, εισήχθησαν παιδιά με αναπηρία από όλη την Ελλάδα, είτε κατόπιν αιτήματος των γονιών τους είτε κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Παλαιότερα ανεξάρτητο ίδρυμα, από το 2013 αποτελεί ένα από τα παραρτήματα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας. Κατά κανόνα, οι νοσηλευτές στη Μονάδα ήταν δίχως εξειδίκευση και ο αριθμός τους ανεπαρκής: ενδεικτικά, το 2018, πέντε εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, επτά βοηθοί και πέντε επικουρικοί συμβασιούχοι για 44 κατοίκους. Ο ξυλουργός που έφτιαξε τα κλουβιά θεωρείται επίσης προσωπικό του ιδρύματος.
Στη Μονάδα Λεχαινών, παιδιά με αναπηρία ήταν δεμένα στα κρεβάτια τους ή κρατήθηκαν μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να σηκωθούν ή να περπατήσουν, ούτε για μια ώρα μέσα στην ημέρα. Κάποια παιδιά μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν δεμένα. Κάποια πέθαναν δεμένα.
Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούσαν μυστικό. Το 2008, μια ομάδα Ευρωπαίων εθελοντών που πέρασαν λίγο χρόνο στο Κέντρο Λεχαινών, σοκαρισμένη από τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μεταχειριζόταν τα παιδιά με αναπηρία, συνέταξε μια έκθεση την οποία διένειμε σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, αντιπροσωπεία του Συνηγόρου του Πολίτη, αποτελούμενη από τον Βοηθό Συνήγορο για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, Γιώργο Μόσχο, τον Βοηθό Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, Γιάννη Σακέλλη και τις ειδικές επιστήµονες Ιωάννα Κουβαριτάκη και Ειρήνη Κυριακάκη, καθώς και την Μαίη Παπούλια, ψυχολόγο και σύζυγο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, επισκέφτηκε το ίδρυμα για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις.
Λίγο πριν από τη δημοσίευση του πορίσματος του Συνηγόρου, τον Φεβρουάριο του 2011, με την οικονομική κρίση να βαθαίνει ολοένα, οι κάμερες της ΕΡΤ μπήκαν στο ίδρυμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε στις κεντρικές απογευματινές ειδήσεις, δείχνοντας τα δεμένα παιδιά και φιλοξενώντας συνέντευξη της τότε διευθύντριας του ιδρύματος, Άννας Μαζαράκη, η οποία υποστήριξε πως είχε κάνει ό,τι είναι δυνατόν με τα διαθέσιμα μέσα για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά πως τα παιδιά παρέμεναν δεμένα πρωτίστως για τη δική τους ασφάλεια.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, τότε υπουργός Υγείας, παρενέβη στον αέρα και αφού εξήρε το έργο της διευθύντριας, δήλωσε ότι «έχει δώσει εντολή» να επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να καταγράφουν τις συνθήκες σε όλα τα ιδρύματα της χώρας και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων να μιλούν στα ΜΜΕ για τα κακώς κείμενα. Όταν η παρουσιάστρια παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ρίξουν φως στα προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έπρεπε και να λυθούν, ο Λοβέρδος υποσχέθηκε ότι θα προσληφθούν εντός λίγων ημερών πέντε ακόμη άτομα στο υγειονομικό προσωπικό και άλλοι τρεις εργαζόμενοι μέχρι το τέλος του έτους, αποδίδοντας τα βασανιστήρια που ήρθαν στο φως στο δελτίο ειδήσεων στην υποστελέχωση. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα εξασφαλιστούν νέοι χώροι, ώστε οι ανήλικοι να χωριστούν από τους ενήλικους.
Ερωτώμενη από την παρουσιάστρια αν οι νέες προσλήψεις που υποσχόταν ο υπουργός θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η διευθύντρια απάντησε ότι «τη λύση θα δώσει η επιστημονική κοινότητα» και ότι «το αν θα πρέπει να λυθούν ή όχι είναι θέμα των ειδικών».
Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού, έγινε σαφές ότι οι απάνθρωπες συνθήκες στη Μονάδα Λεχαινών ήταν απολύτως γνωστές σε διάφορα επίπεδα της διοίκησης του ελληνικού κράτους. Από την έκθεση του Συνηγόρου προέκυπτε ότι το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας) είχε πραγματοποιήσει ελέγχους στη Μονάδα το 2007 και το 2009, και είχε διαπιστώσει τα προβλήματα, για τα οποία είχε διατυπώσει προτάσεις προς τη διοίκηση — προτάσεις που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Από την έκθεση προέκυπτε επίσης ότι o Συνήγορος, μετά την αρχική του επίσκεψη στο ίδρυμα τον Σεπτέμβριο του 2009, είχε προβεί σε μια σειρά κινήσεων, προσπαθώντας να παροτρύνει τις αρμόδιες αρχές να δράσουν. Μεταξύ άλλων, είχε αποστείλει έγγραφο προς την υφυπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Φώφη Γεννηµατά, περιγράφοντας την κατάσταση στα Λεχαινά και είχε επίσης ενημερώσει τη Βουλή στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του.
Μετά την επικοινωνία του Συνηγόρου προς την υφυπουργό, ο Γενικός Γραµµατέας Πρόνοιας Γιώργος Κατριβάνος απέστειλε έγγραφο προς όλες τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, ζητώντας «άµεση εφαρµογή των οδηγιών του Συνηγόρου και ιδιαίτερα όσων αφορούν την καταστρατήγηση των δικαιωµάτων ή την παραµέληση των αναγκών των παιδιών, όπως η χρήση ξύλινων κουβουκλίων, η κατάχρηση της κατασταλτικής φαρµακευτικής αγωγής χωρίς γραπτή οδηγία ιατρού και η χρήση καµερών».
Η Μαζαράκη με τη σειρά της διατύπωσε αίτημα προς τον ψυχίατρο ∆ιονύσιο Τσάγκο, ο οποίος παρακολουθούσε τότε το ίδρυμα, ζητώντας του να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης για να αλλάξουν οι πρακτικές της καθήλωσης των παιδιών. Ο Τσάγκος απάντησε το εξής:
«Αναγνωρίζω σαφώς ότι η καθήλωση ενός περιθαλπόµενου µε ιµάντες καταστρατηγεί σε µεγάλο βαθµό τα ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα όµως πάνω από αυτά είναι το δικαίωµα της ίδιας της ζωής. Με δεδοµένο τη βαριά νοητική υστέρηση των περιθαλπόµενων, είναι απολύτως αναγκαία η καθήλωσή τους µε ιµάντες για να µην υπάρξει αυτοκαταστροφική ενέργεια την οποία βέβαια δεν θα έχει καταλάβει λόγω της πάθησης ο περιθαλπόµενος. Οι ιµάντες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υφίστανται τόσο βαριά και µε υψηλού βαθµού επικινδυνότητα περιστατικά».
«Η Αρχή πιστεύει ότι οι πρακτικές που επιλέχθηκαν ξεκάθαρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές νοητικές αναπηρίες».
Ο Συνήγορος στην έκθεσή του σημείωσε ότι ο ψυχίατρος της Μονάδας είχε απαντήσει χωρίς να υποβάλει «ιατρικές γνωματεύσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ούτε επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την ανάγκη περιορισμού». Επισήμανε επίσης ότι «οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων στο πλαίσιο της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας δεν φαίνεται να δικαιολογούν τον σωματικό περιορισμό, με εξαίρεση τις ψυχιατρικές μονάδες για ενήλικες ασθενείς και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα ο περιορισμός σε κρεβάτια/περιβλήματα, θεωρείται ακατάλληλη ψυχιατρική πρακτική και συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση». Όσον αφορά την απόφαση να «χρησιμοποιηθούν μέσα "μηχανικού περιορισμού", όπως ιμάντες, η καταλληλότητά του αποφασίζεται κατά περίπτωση, τηρουμένων των αναλογιών, και χρησιμοποιείται σπάνια και μόνο όταν συνταγογραφείται από γιατρό (ή μετά από άμεση συμβουλή γιατρού κοινοποίηση και παραλαβή έγκρισης). Η προσφυγή σε αυτό θα πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση, ως έσχατη λύση και για την ελάχιστη αναγκαία διάρκεια, ενώ η μακροχρόνια χρήση του δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες και θεωρείται κατάχρηση με θεραπευτικούς όρους. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται από ελλείψεις προσωπικού, καθώς κάθε περίπτωση περιορισμού απαιτεί από ένα μέλος του προσωπικού να παρέχει άμεση προσωπική βοήθεια και συνεχή επίβλεψη, ενώ η ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνεχή φυσική παρουσία που απαιτείται. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοιο περιστατικό θα πρέπει να καταγράφεται σε ειδικό μητρώο και στον προσωπικό ιατρικό φάκελο του ασθενούς με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η ώρα έναρξης και λήξης του περιορισμού, το όνομα του γιατρού κ.λπ. μεθόδων ελέγχου του ασθενούς και να εκπαιδεύονται στις επιπτώσεις που έχει η πρακτική του σωματικού περιορισμού στον ασθενή».
Ο Συνήγορος κατέληξε ότι «οι πρακτικές που επιλέχθηκαν σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές ψυχικές αναπηρίες».
Τον Νοέμβριο του 2014, φωτογραφίες από τα Λεχαινά διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο Τα ανάπηρα παιδιά κλεισμένα σε κλουβιά. Λίγες μέρες αργότερα, η Κατερίνα Παπακώστα, η οποία τότε είχε γίνει υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, επισκέφτηκε το ίδρυμα σε μια κίνηση που φαινόταν μάλλον αναγκαστική, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου.
Σε δηλώσεις της στα ΜΜΕ υποστήριξε ότι η Μονάδα δεν εμπίπτει στην ευθύνη της αλλά του Υπουργείου Πρόνοιας και ανέφερε: «Ήρθα και μόνη μου να δω, διότι αυτό που μου είπαν οι επιστήμονες, τα πάρκα, όπου μια μερίδα παιδιών για λόγους προστασίας δικής τους πρέπει να βρίσκονται, κάποιοι τα παρουσίασαν τελείως διαφορετικά. Ρώτησα τους επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και μου είπαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι γίνεται η προστασία των παιδιών, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Με διαβεβαιώνουν εδώ και ο εθελοντής γιατρός που βρίσκεται εδώ και τον ευχαριστώ θερμά και οι δικές μου υπηρεσίες ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους για να μην είναι σε βάρος και των ίδιων των παιδιών όλη αυτή η ιστορία. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα εδώ επ’ ωφελεία των παιδιών και για να ξέρουν οι ευαίσθητοι και οι ευάλωτοι πολίτες ότι είμαστε παρόντες να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους».
Τρία χρόνια μετά την έκθεση του Συνηγόρου που διαπίστωνε ότι οι συνθήκες στα Λεχαινά όχι μόνο παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με εξόχως βάναυσο τρόπο, αλλά ήταν και παράνομες, στο ίδρυμα δεν είχε αλλάξει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει εκθέσεις, αλληλογραφία, εγκύκλιοι, εντολές της Γενικής Γραμματείας κτλ, η νέα υφυπουργός αποφάσιζε να χαρίσει νομιμοποίηση στα κλουβιά αποκαλώντας τα «πάρκα», και να κρυφτεί πίσω από κάποιους υποτιθέμενους «ειδικούς» που γνωμοδοτούσαν ενάντια στον νόμο, στην ηθική και στις διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές πρακτικές.
Ένα χρόνο περίπου μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Παπακώστα, Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» διοργάνωσε συμβολική κατάληψη στις εγκαταστάσεις των Λεχαινών. Είχαν μεσολαβήσει οι διπλές εκλογές του 2015, το εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορίστηκε η Θεανώ Φωτίου.
Η κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου 2015 και διήρκεσε τέσσερις ημέρες. «Είχαμε κάνει την έρευνά μας, παρατηρήσαμε τι είχαν κάνει οι συνάδελφοί μας με αναπηρία στο εξωτερικό», μας είπε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής και μέλος της «Μηδενικής Ανοχής». «Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει από τους ίδιους τους ανάπηρους. Βασίσαμε τις ενέργειές μας σε αυτό το προϋπάρχον μοντέλο. Είπαμε, "Πάμε να το κάνουμε αυτό, όπως όλοι οι άλλοι." Εμείς, που είμαστε απ' έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τις ζωές εκείνων που βρίσκονται μέσα. Τα ιδρύματα είναι εκεί που φυλάσσονται τα πιο ευάλωτα από τα ευάλωτα άτομα με αναπηρία, αυτά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δεν έχουν κανέναν άλλον να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, ούτε το προσωπικό που εργάζεται σε αυτόν τον τομέα ούτε τους γονείς τους, αν εξακολουθούν να είναι παρόντες».
«Φτάσαμε στα Λεχαινά την ώρα του φαγητού», είπε, «εννιά άτομα σε τέσσερα αυτοκίνητα, με δύο κάμερες. Θέλαμε να καταγράψουμε τι συνέβαινε και να αναδείξουμε εκείνα που η κοινωνία απορρίπτει, μεταφέροντάς τα σε ένα απομονωμένο κτίριο κάπου μακριά, κλείνοντας τα μάτια σε αυτές τις εικόνες. Θέλαμε να επισημάνουμε τη φρίκη στον πυρήνα της αναπηρίας, που δεν είναι άλλος από τη θεσμοθετημένη ζωή. Για εμάς τους ανάπηρους ακτιβιστές, δεν υπάρχει καλό ίδρυμα. Ακόμα κι αν τα Λεχαινά ήταν το Χίλτον, θα παρέμενε ένα ίδρυμα ασφαλούς τύπου που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έχω δει ανθρώπους να συγκρατούνται με σχοινιά και σε άλλα ιδρύματα, όχι μόνο στα Λεχαινά. Παρόλα αυτά, τα Λεχαινά είναι μια μελέτη περίπτωσης στην αναπηρία. Όσο προετοιμασμένοι κι αν ήμασταν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες μας…»
«Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη χημική καταστολή; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάνε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν είναι άξιοι να ζήσουν.»
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τέσσερα μέλη της Μηδενικής Ανοχής κατέθεσαν μήνυση στην Εισαγγελία Αμαλιάδας, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των ανάπηρων παιδιών και νέων που κρατούνται στο ίδρυμα.
«Μέχρι σήμερα, από το 2015, δεν έχουμε κληθεί να καταθέσουμε», μας είπε ο Ρέλλας. Μάλιστα, η Εισαγγελία αρχειοθέτησε την καταγγελία το 2016.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες» είπε ο Ρέλλας. «Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη καταστολή με χημικά; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάτε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν αξίζουν να ζήσουν και επομένως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες. Ο ΟΗΕ, που είδε το υλικό που συγκεντρώσαμε κατά τη διάρκεια της κατάληψης, λέει ότι αυτά είναι βασανιστήρια. Όπως και εμείς. Αυτό είδαμε. Βασανιστήρια είναι αυτά που είδαμε."
Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δημοσίευσε τις τελικές της παρατηρήσεις αφού εξέτασε την εφαρμογή από την Ελλάδα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο η χώρα μας έχει κυρώσει το 1997. Όσον αφορά την κατάσταση στα Λεχαινά, η Επιτροπή δήλωσε ότι το κράτος «θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάργηση της χρήσης κλειστών κρεβατιών καθήλωσης και της συστηματικής καταστολής σε ψυχιατρικά και συναφή ιδρύματα. Το κράτος θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι καταχρήσεις διερευνώνται αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικά και παρέχεται αποκατάσταση στα θύματα και τις οικογένειές τους». Παρόμοιες συστάσεις είχαν γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, με συγκεκριμένη αναφορά στο ίδρυμα των Λεχαινών.
Στις 13 Νοεμβρίου 2015, λίγες μέρες μετά την κατάληψη που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, μια ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατέθεσε αναφορά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην οποία σημείωνε: «Λόγω του γεγονότος ότι τα μακροχρόνια βασανιστήρια παιδιών έγιναν εν γνώσει όλων των αρχών, από το Υπουργείο μέχρι την τοπική εισαγγελία, ενώ η έκθεση της Επιτροπής του Υπουργείου (σ.σ.: ενν. η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές) επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική σε ψυχιατρικές μονάδες σε όλη τη χώρα, ζητείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει τη δικαστική διερεύνηση των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, δίνοντας εντολή σε εισαγγελέα στην Αθήνα προς τούτο και απαιτώντας από το Υπουργείο Εργασίας να σταματήσει αμέσως τη χρήση αυτών απάνθρωπες μεθόδους που ισοδυναμούν με βασανιστήρια».
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη για να αναζητήσει τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι τα παιδιά και οι νέοι με αναπηρία κρατούνταν καθηλωμένα με ιμάντες, έγκλειστα σε κλουβιά διαστάσεων 2 x 1 x 2, δεν τους αφήνουν να βγουν ούτε για μια ώρα, λάμβαναν τεράστιες ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων για ψυχιατρικές και άλλες ασθένειες — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από τα 78 άτομα που έχουν διαμείνει στη μονάδα Λεχαινών για χρόνια, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχιατρικές διαταραχές.
«Στην Ελλάδα σήμερα», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, «κανένα δικαστήριο δεν έχει τη νομική ικανότητα να επιβάλει τέτοια ποινή σε κανέναν. Πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί κάποιος να υποβληθεί ένα άτομο σε αυτόν τον εγκλεισμό και να μην ρωτήσει ποιος το διέταξε και γιατί; Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ποιοι από τους συναδέλφους μου έδωσαν οδηγίες να καθηλωθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος επέβαλε αυτή τη στέρηση των δικαιωμάτων τους;».
Λίγο μετά την κατάληψη από Μηδενική Ανοχή, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού υπέβαλε σχέδιο παρέμβασης στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν πλέον η Μονάδα Λεχαινών. Τον Μάρτιο του 2016, το Ινστιτούτο, μαζί με μέλη της Lumos, της βρετανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη συγγραφέα του Χάρι Πότερ J. K. Rowling για την προώθηση και την υποστήριξη της αποϊδρυματοποίησης, επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Υπουργείο Εργασίας, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση έκτακτης παρέμβασης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, από τη Lumos. Η ομάδα παρέμβασης θα απελευθέρωνε τους ασθενείς από τα δεσμά τους, θα επανεξέταζε τη χρήση φαρμάκων και θα τους προετοίμαζε μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν είτε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν ακόμη δυνατόν, είτε με άλλο τρόπο να μετακομίσουν σε μικρότερους ξενώνες, τις λεγόμενες ΣΥΔ (Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης), όπου οι επιπτώσεις από την ιδρυματοποίηση θα αμβλύνονταν. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ανέλαβε να διαμορφώσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης των ιδρυμάτων συνολικά, με απώτερο στόχο την αποϊδρυματοποίηση.
Η επείγουσα παρέμβαση ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Νικολαΐδη. Είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι μήνες, γιατί, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «μάλλον αισιόδοξα πιστεύαμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για να αναδιαρθρώσει ριζικά αυτές τις υπηρεσίες, να αναπτύξει νέες εγκαταστάσεις και να κλείσει οριστικά αυτό το ίδρυμα — πώς να μην το έκανε;».
«Δυστυχώς» μας είπε «το γεγονός είναι ότι μετά από πολλές πιέσεις, απλώς έδωσαν έγκριση για να υλοποιηθεί μια πρωτοβουλία άλλων ανθρώπων και φορέων, με τη χρηματοδότηση άλλων. Ένα πρόγραμμα που δεν απολάμβανε καμία δικαιοδοτική υποστήριξη έναντι της εν λόγω μονάδας, του προσωπικού της, του τρόπου λειτουργίας της. Η πολιτική ηγεσία απλώς είπε, "τέλεια, μπορείτε να πάτε στη Μονάδα και να κάνετε ό,τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο"».
Δύο καλοκαίρια αργότερα, το 2018, όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, η παρέμβαση διαρκούσε ακόμη. Ο Γιώργος Νικολαΐδης μόλις είχε μπει στο γραφείο του και βρισκόταν σε διαδικασία μεταφοράς βίντεο από το τηλέφωνό του στον υπολογιστή του. Μας κάλεσε να δούμε μέρος του υλικού.
Το πρώτο βίντεο είχε γυριστεί την ώρα που ο ξυλουργός της Μονάδας Λεχαινών ξήλωνε το κλουβί ενός εικοσάχρονου, στο οποίο περάσει πολλά χρόνια κλεισμένος. Η αρχική δυσπιστία του άντρα υποχωρεί, καθώς η χαρά και η ανακούφιση ξεσπούν σε ένα σχεδόν εκστατικό γέλιο. Η κάμερα γυρίζει πίσω στον ξυλουργό και σβήνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατά το τηλέφωνο του ψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο Νικολαΐδης κρατά ένα «μακαρόνι», τον σωλήνα αφρού που χρησιμοποιείται για να μάθουν κολύμπι τα μικρά παιδιά. Έχει περάσει το «μακαρόνι» κάτω από τη μέση ενός άλλου κατοίκου των Λεχαινών, τον έχει τεντώσει ανάσκελα και τον κουνάει απαλά από άκρη σε άκρη. Άλλο ένα ξέσπασμα χαράς ακούγεται, καθώς ένα πολύπαθο κορμί βρίσκει ανακούφιση στο νερό.
Παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν ελήφθη ποτέ επίσημα απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών.
Ο Αντώνης Ρέλλας αποφάσισε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων από την κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής μέχρι το υποσχόμενο κλείσιμο του ιδρύματος όχι απλώς ως ακτιβιστής, αλλά ως σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά. Έχοντας επισκεφτεί τη Μονάδα πάνω από τριάντα φορές τα τελευταία χρόνια, εξήγησε: «Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές. Το πώς οι κάτοικοι που συνάντησα για πρώτη φορά, οι οποίοι ήταν μη επικοινωνιακοί, με τα μάτια άδεια καθώς ήταν δεμένοι σε κρεβάτια ή κλειδωμένοι μέσα σε κλουβιά, χημικά κατεσταλμένοι σε σημείο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους, άρχισαν να ανθίζουν. Να τους δω να εγκαταλείπουν τα στενά όρια της κρεβατοκάμαρας και να μπαίνουν στην τραπεζαρία, να πηγαίνουν στον επάνω όροφο για μια δραστηριότητα, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Τους ακούσαμε να μιλούν, να λένε λόγια. Κάποιοι άρχισαν να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα, "θέλω κομοδίνο", "θέλω τηλεχειριστήριο", "θέλω τα δικά μου ρούχα". Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για κάποιον που έχει απανθρωποποιηθεί εντελώς, που έχει μετατραπεί σε ζόμπι λαμβάνοντας "την προβλεπόμενη θεραπεία για το καλό του"».
«Έχω δει τους φόβους και τις αναστολές τους» συνέχισε. «Για αυτούς, η κανονικότητα ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι ιμάντες. Ακόμα και αφού η ομάδα παρέμβασης αφαίρεσε τους περιορισμούς της, ξέρετε πώς κοιμόντουσαν τη νύχτα; Στη θέση ύπνου που κρατούσαν χρόνια. Για αυτούς, η πιο άνετη θέση ήταν η θέση του βασανισμού. Με άλλα λόγια, κάναμε τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα όταν βασανίζονται».
Ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της ιστορίας είναι ότι, παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και πιο συγκεκριμένα ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν πάρθηκε ποτέ επίσημα απόφαση απαγόρευσης νέων εισαγωγών στο ίδρυμα.
Ο Ρέλλας θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό: «Μια γυναίκα ήρθε να αφήσει το παιδί της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και μια φίλη της. Το παιδί ήταν περίπου δώδεκα ετών και είχε υψηλή λειτουργικότητα. Προφανώς δεχόταν πίεση να εγκαταλείψει το παιδί με αναπηρία και να επικεντρωθεί στα "κανονικά" παιδιά της. Η μητέρα της ήταν ακόμη πιο ανένδοτη, λέγοντας ότι το μέρος φαινόταν υπέροχο και το παιδί θα περνούσε υπέροχα εκεί. Ο Νικολαΐδης πήρε τη μητέρα στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και μίλησαν. Της εξήγησε ότι σε έξι μήνες, το παιδί δεν θα ήταν πλέον στην ίδια κατάσταση. Έφυγε από το γραφείο του δακρυσμένη. Πήρε το παιδί της και έφυγε».
«Δεν ήταν το μόνο περιστατικό στο οποίο αποφεύχθηκε η εισαγωγή», εξήγησε ο Νικολαΐδης. «Είχαμε ζητήσει να απαγορευτούν οι εισαγωγές, όλοι συμφώνησαν, αλλά αυτή η συμφωνία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε νομική πράξη. Ερχόμουν στα Λεχαινά και μου έλεγαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δεχτεί νέο παιδί. Κάθε φορά έπρεπε να τρέχουμε να διορθώσουμε τα πράγματα κατόπιν εορτής. Θα συναντούσα τους γονείς, θα εξηγούσα τις συνέπειες μιας τέτοιας εισαγωγής, θα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η οικογένεια το ζητούσε αυτό. Συνήθως, υπήρχε πολύς κρυφός πόνος, η απόφαση να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα δεν ήταν ξαφνική».
Η επείγουσα παρέμβαση που προοριζόταν να διαρκέσει έξι μήνες κατέληξε να διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις. Οι ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η επανεισαγωγή σε ανθρώπινες συνθήκες ατόμων που είχαν υποστεί ακραία και παρατεταμένη κακοποίηση, αναμενόταν να είναι πολύ δύσκολη, αλλά το έργο τους περιπλεκόταν συνεχώς από την αντίσταση που συναντούσαν.
«Αν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδέχονται πολύ πρόθυμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σε μία από τις επισκέψεις μας στη Μονάδα Λεχαινών, συναντήσαμε την Πάττυ Σωτηροπούλου, ειδική παιδαγωγό και μέλος της ομάδας επείγουσας επέμβασης. Καθώς γίνονταν οι συστάσεις, γίναμε μάρτυρες του εξής περιστατικού: ένας από τους κατοίκους της Μονάδας είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μετά από αυτοτραυματισμό στο μάτι του. Ο χειρουργός είχε συστήσει σαράντα πέντε ημέρες καθήλωσης στο κρεβάτι για την προστασία της πληγής. Η άφιξή μας στο κέντρο συνέπεσε με το τέλος του εγκλεισμού του και η ομάδα παρέμβασης ζητούσε από το προσωπικό να τον μεταφέρει σε κρεβάτι. Το προσωπικό αντιστάθηκε σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη επειδή ο κάτοικος είχε μασήσει το στρώμα του… πριν από δέκα χρόνια!
«Μια μέρα, μέλη της ομάδας έβγαλαν μια κοπέλα έξω για μια βόλτα στην αυλή», μας είπε εξοργισμένη η Σωτηροπούλου. «Η κοπέλα έπεσε κάτω και χρειάστηκε δύο ράμματα στο πηγούνι της. Όχι μόνο το προσωπικό αντέδρασε υπερβολικά λόγω του φόβου του για απόδοση ευθυνών, αλλά ο γιατρός που έβαλε τα ράμματα έδωσε επίσης οδηγίες να την κρατήσουν μέσα σε ένα κλουβί για δέκα ημέρες. Δεκαήμερος περιορισμός για δύο ράμματα! Και όταν επισημαίνεις τον παραλογισμό, απλά σου λένε: "εντολή γιατρού"».
Η Σωτηροπούλου είπε ότι είχε εξαντληθεί από τη συνεχή μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. «Καμία κουλτούρα δεν έχει καλλιεργηθεί» μας είπε «ότι είναι απαράδεκτο να κρατάμε παιδιά μέσα σε κλουβιά σε ένα ίδρυμα. Εάν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δέχεται με μεγάλη προθυμία ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική", ότι "οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να περιορίζονται σωματικά, επομένως πρέπει να έχουν δίκιο" και "δόξα τω Θεώ υπάρχει ένα ίδρυμα για να τους στεγάσει"».
Η μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, όπως είπε η Σωτηροπούλου, μαινόταν στη Μονάδα Λεχαινών ακόμα κι όταν οι προτεινόμενες αλλαγές είχαν σκοπό να ωφελήσουν και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης», μας είπε η Σωτηροπούλου, «εκπαιδεύσαμε το προσωπικό στη χρήση ενός μικρού γερανού για να σηκώνει ανθρώπους από το κρεβάτι. Είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να αλλάζουν θέση. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σπουδαίο, αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του να περνάς είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα περιορισμένος σε ένα κρεβάτι και να σηκώνεσαι, τόσο σωματικά όσο και από την άποψη της λήψης κάποιων ερεθισμάτων. Τελικά, μόνο η ομάδα μας και οι εθελοντές χρησιμοποιούν τον γερανό».
«Είναι ένα μικρό παράδειγμα της αντίστασης εδώ», είπε. «Έχεις έναν στόχο, να σηκώσεις τους ανθρώπους από το κρεβάτι. Και δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τους δίνεις ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει και τους φροντιστές. Και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση ότι απλώς να αλλάζεις τα σεντόνια και τις πάνες τόσο πολλών ανθρώπων είναι εξαιρετικά επιβαρρυντικό σωματικά. Κι όμως, δεν θα το χρησιμοποιήσουν. Άρα, από τη μια πλευρά, βλέπεις μια αντίσταση στην αλλαγή, ακόμα και όταν η αλλαγή είναι ευεργετική για αυτούς, και από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του να σηκώνονται οι άνθρωποι από το κρεβάτι».
Τον Δεκέμβριο του 2017, η ελληνική υβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ από το υπερπλεόνασμα που θα μοιραστεί μεταξύ της αποϊδρυματοποίησης της Μονάδας Λεχαινών και του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει αναλυτικό σχέδιο στο άμεσο μέλλον, καθορίζοντας τη διαδικασία μετάβασης, τις εγκαταστάσεις που θα αναπτυχθούν, το χρονοδιάγραμμα κλπ.
«Παρεμπιπτόντως», μας είπε ο Νικολαΐδης, «να αναφέρω ότι είχαμε ήδη εκπονήσει ένα τέτοιο λεπτομερές σχέδιο και το είχαμε υποβάλει στην κυβέρνηση, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλους φορείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το είχαμε συζητήσει και με το μόνιμο προσωπικό της Μονάδας. Δεν λέω ότι αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πρέπει να υιοθετηθεί ως το τελικό λεπτομερές σχέδιο. Απλώς λέω ότι η δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πιο αποκαρδιωτική πτυχή είναι ότι αυτή τη φορά τα κεφάλαια υπήρχαν, οπότε δεν ήταν αυτό το εμπόδιο».
«Έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η επείγουσα παρέμβαση έληξε τον Φεβρουάριο του 2019. Όταν ρωτήσαμε τον Νικολαΐδη γιατί το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δεν συνέχισε την παρέμβαση, καθώς και γιατί δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Ινστιτούτου με τη Lumos, απάντησε: «Επειδή τον Φεβρουάριο του 2019, οι εκπρόσωποι της Lumos που επισκέφθηκαν την Ελλάδα συναντήθηκαν με την υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου και ενημερώθηκαν ότι για όσο διάστημα συνεργάζονταν μαζί μας αποκλείεται οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι η Lumos διέκοψε τη συνεργασία της μαζί μας και άρχισε να συνεργάζεται με τη Παιδικά Χωριά SOS, όπως τους συστήθηκε».
Συνεχίσαμε να ρωτάμε γιατί κατά τη γνώμη του Νικολαΐδη η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού της, θα το έκανε αυτό.
«Νομίζω», μας είπε ο Νικολαΐδης, «είναι επειδή συνεχίζαμε να τονίζουμε την ανάγκη να κλείσει η μονάδα και να πιέζουμε για μια σειρά πραγματικών ενεργειών, όχι δημοσίων σχέσεων, που να οδηγήσουν στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και αποϊδρυματοποίηση των κατοίκων. Η κυρία Φωτίου μάλλον είχε αποφασίσει ότι ήθελε φαινομενικές και όχι αληθινές πράξεις. Το χρονοδιάγραμμα συνέπεσε και με την ολοκλήρωση μιας φάσης των δράσεών μας στα Λεχαινά, με τη σταδιακή και προοδευτική μεταφορά όλων των κατοίκων εκτός εγκλεισμού, είτε πρόκειται για κλουβιά, είτε για ιμάντες ή για οποιαδήποτε άλλη εφευρετική μέθοδο που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα. Το καθήκον μας ήταν να παρέχουμε προσωρινή βοήθεια έκτακτης ανάγκης με στόχο την κατάργηση της καθήλωσης, εν αναμονή της εφαρμογής ενός προγράμματος αποϊδρυματοποίησης. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό το έργο, έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και έχοντας εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν γινόταν κανένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η πρώην υπουργός δεν σχολίασε αυτές τις δηλώσεις του Νικολαΐδη, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας. Η Lumos επίσης δεν απάντησε στο αίτημά μας για σχολιασμό. Τα Παιδικά Χωριά SOS, τα οποία υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τη Lumos τον Μάιο του 2019, απάντησαν ότι «μετά από αίτημα της Lumos και του Υπουργείου, συμφωνήσαμε να γίνουμε ο οργανισμός αρμόδιος για τη διανομή μισθών στο προσωπικό που προσλήφθηκε για τρεις μήνες, χωρίς να συμμετέχουμε με κανέναν τρόπο στην επιστημονική εργασία, ή στην παρατήρηση της υλοποίησής της επί τόπου».
Τον Ιούνιο του 2019 προσελήφθη προσωπικό για τη στελέχωση της ομάδας δράσης που θα υλοποιούσε ένα τριετές πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης με δωδεκάμηνες συμβάσεις. Επιλεγμένα με διαγωνισμό, τα μέλη της ομάδας δεν είχαν εργασιακή εμπειρία σε θέματα αποϊδρυματοποίησης. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προσωπικού του ιδρύματος, που επανέλαβε για άλλη μια φορά το μακροχρόνιο αίτημά του για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Ενώ στα Λεχαινά ο καιρός σταματούσε ξανά, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δέχτηκε αυξανόμενες πιέσεις να υποβάλει μια μακροπρόθεσμη γενική πρόταση στρατηγικής αποϊδρυματοποίησης, η οποία ήταν υποχρέωση βάσει των όρων της χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει υποβληθεί από το 2014. Το Υπουργείο ζήτησε συνδρομή από την EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), μια ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
Όταν, τον Μάρτιο του 2020, μας παραχώρησε συνέντευξη η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, υπεραμύνθηκε του έργου της κυβέρνησής της εστιάζοντας στη νομοθεσία του 2018 και του 2019, βάσει της οποίας ο πληθυσμός των ιδρυμάτων θα καταγραφόταν σε ένα Εθνικό Μητρώο και, ταυτόχρονα, θα μεταρρυθμιζόταν το σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών.
Κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας, οι νόμοι αυτοί ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθότι συν τοις άλλοις ένα σωστό σύστημα αναδοχής είναι προϋπόθεση για την αποϊδρυματοποίηση. Πρακτικά, ωστόσο, η εφαρμογή των νόμων καθυστερούσε, ώσπου, τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία και η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην κυβέρνηση.
Η Φωτίου υποστήριξε ότι η EASPD παρείχε μόνο «τεχνική βοήθεια» και ότι «την εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση την κάναμε εμείς in house στο Υπουργείο». «Τη στείλαμε εμείς στην ESPD σαν πρόταση ολοκληρωμένη για να την επεξεργαστεί» μάς είπε «και με τον τρόπο που εκφράζονται εν πάση περιπτώσει αυτές οι στρατηγικές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μπορέσουν να είναι και πιο εύκολες οι χρηματοδοτήσεις και τα λοιπά».
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός υποστήριξε, επίσης, ότι είχε δώσει αυτό το σχέδιο στη νέα υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και εξέφρασε την ανησυχία της ότι η νέα κυβέρνηση θα το «πετάξει στα σκουπίδια».
Η Στρατηγική για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, όπως τη διαμόρφωσε η EASPD, με χρηματοδότηση 200.000 ευρώ από την Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, με πρόλογο της Δόμνας Μιχαηλίδου.
Σε πείσμα των ανησυχιών της Φωτίου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στους τομείς του Εθνικού Μητρώου και της αναδοχής/παιδοθεσίας. Η πρόοδος των αναδοχών/παιδοθεσιών ήταν και το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο η νέα υφυπουργός προσέγγισε το ζητούμενο της αποϊδρυματοποίησης, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριο του 2021. Τόνισε ότι επιτέλους καταμετρήθηκαν τα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και υποστήριξε, λίγο-πολύ στο πνεύμα της προκατόχου της, ότι η λύση για την αποϊδρυματοποίηση είναι ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχής και παιδοθεσίας και ότι αυτό ήδη μείωνε τον πληθυσμό των ιδρυμάτων.
Όταν ρωτήσαμε ευθέως πόσα άτομα έχουν φύγει από τα Λεχαινά, η Μιχαηλίδου απάντησε επίσης ευθέως: «Κανένα. Δεν έχει φύγει κανένα».
Μας ενημέρωσε, ωστόσο, ότι το μερίδιο των Λεχαινών από τα 15 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από το υπερπλεόνασμα ήταν «κλειδωμένο» και στη διάθεση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο είχε ήδη βρει δύο κτήρια που θα μετατρέψει σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για τη μετεγκατάσταση κάποιων από τους έγκλειστους του ιδρύματος. Παράλληλα, είχαν εγκριθεί 35 θέσεις προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Πιθανώς, κάπου στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση που δόθηκε στους κατοίκους των Λεχαινών μέσω της επείγουσας παρέμβασης, ότι μπορεί να έχουν μια ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον ιδρυματικό εγκλεισμό, μπορεί τελικά να εκπληρωθεί. Για την ώρα, όμως, έπρεπε να περιμένουν — και πάλι.
Όταν ρωτήσαμε τον Αντώνη Ρέλλα τι ήλπιζε ότι θα συμβεί, όταν το 2016 ξεκινούσε τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του στα Λεχαινά, μάς απάντησε: «Ήλπιζα ότι το τελικό καρέ θα ήταν το κλείσιμο των Λεχαινών. Νιώθω απογοήτευση. Μετά, ήλπιζα ότι η ανακοίνωση του σχεδίου αποϊδρυματοποίησης θα ήταν το σημείο καμπής, ότι επιτέλους έφτασε η στιγμή. Ότι θα ξεκινούσε από τα Λεχαινά και θα πυροδοτούσε την επιθυμία να γίνει το ίδιο παντού. Ότι όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και ότι κανένα απροστάτευτο παιδί δεν θα έπρεπε να το ξαναπεράσει αυτό. Ότι ακόμη και η παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο θα ήταν βραχυπρόθεσμη και θα μεταφερόταν γρήγορα στην ανάδοχη φροντίδα. Ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν στη βιολογική οικογένεια να φροντίζει το παιδί με τη βοήθεια ενός κράτους πρόνοιας. Ότι κάποιος θα εξηγούσε ότι το να έχεις ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι το τέλος του κόσμου».
«Για εμάς», μάς είπε ο Ρέλλας, «οι κάτοικοι των Λεχαινών έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία. Τους γνωρίσαμε. γίναμε φίλοι. Νιώθω λυπημένος γιατί δεν προλάβαμε να τους δούμε ζωντανά σε διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών για να συμβεί αυτό και, δυστυχώς, δεν κινητοποιείται. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το κοινωνικό σύνολο αν απελευθερώναμε τα άτομα με αναπηρία από τα ιδρύματα».
Τον Νοέμβριο του 2022 ακολουθήσαμε ξανά τα μέλη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά. Διαπιστώσαμε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του ενδιάμεσου προγράμματος, από τις πέντε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης που είχαν προβλεφθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων, είχαν πρόσφατα τεθεί σε λειτουργία μόλις οι δύο.
[post_title] => Η κόλαση ως ίδρυμα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => i-kolasi-osidryma [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-28 13:50:19 [post_modified_gmt] => 2023-10-28 10:50:19 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6730 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )
Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Η καραντίνα εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 υπήρξε δύσκολη για όλους. Τι μπορεί όμως να σήμανε για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν συνθήκες κακοποίησης ή παραμέλησης; Σε μια χώρα όπου το σύστημα παιδικής προστασίας είναι ούτως ή άλλως ελλιπές, υποστελεχωμένο και ανοργάνωτο, πώς μπορεί να επηρέασε ο εγκλεισμός τα παιδιά που δεν είχαν δυνατότητα επαφής με κανέναν άλλο παρά μόνο με αυτούς που τα κακοποιούν; Πώς αντέδρασαν οι υπηρεσίες της πολιτείας σε μια τόσο επιβαρυντική περίοδο για τα παιδιά; Έστω αφότου έληξε η καραντίνα, εφαρμόστηκαν κάποια μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού; Υπάρχει κάποιο σχέδιο σε περίπτωση που μια αύξηση κρουσμάτων οδηγήσει εκ νέου σε καραντίνα το επόμενο διάστημα;
Αναζητήσαμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσω πέντε διαδικτυακών συνεντεύξεων με ειδικούς της παιδικής προστασίας, οι οποίες μεταδόθηκαν ζωντανά, από τις 16 ως τις 23 Ιουλίου,στη σελίδα του Τhe Manifold στο Facebook.
Η Θεώνη Κουφονικολάκου είναι Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ο Αντώνης Ρέλλας είναι κινηματογραφικός και θεατρικός σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής με την Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, μέλος και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote.
Η Τριανταφυλλιά Αθανασίου είναι κοινωνική λειτουργός, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας.
Ο Στέφανος Αλεβίζος είναι ψυχολόγος στη ΜΚΟ «Το Χαμόγελο του Παιδιού».
Η σειρά συνεντεύξεων Τα παιδιά στην καραντίνα πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση του European Journalism Covid-19 Support Fund και την υποστήριξη του Reporters United.
Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει δει αρκετές βαναυσότητες, αλλά λίγες από αυτές έχουν συζητηθεί τόσο λίγο όσο οι τρόποι με τους οποίους το κράτος έχει παραμελήσει, κακομεταχειριστεί και κακοποιήσει τα παιδιά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ένα οιονεί προνοιακό σύστημα τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά υπό την ελληνική βασιλική οικογένεια, μέχρι την εθνικοποίηση της πρόνοιας από τη δεκαετία του 1970 και μετά, τα παιδιά απασχολούσαν το κράτος είτε ως εργαλεία στο πολιτικό παιχνίδι είτε ως δυνητικοί ή πραγματικοί εγκληματίες — συχνά και τα δύο. Αυτή η χρόνια υπονόμευση των δικαιωμάτων των παιδιών καθόρισε τις περισσότερες πτυχές του δημόσιου προνοιακού τομέα και τα ίχνη της είναι ορατά ως και σήμερα. Για την ακρίβεια, οι ιστορικές πρακτικές που έχουν διαμορφώσει τη στάση των ελληνικών αρχών απέναντι στους ανηλίκους δεν μπορεί παρά να αποτελούν μέρος της εξήγησης για την διασπασμένη, αναποτελεσματική και συχνά κακοποιητική κατάσταση του σύγχρονου ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας.
Η ιδρυματοποίηση των παιδιών θεσπίστηκε πολύ σύντομα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με τον Δήμο Αθηναίων να λειτουργεί από το 1838 ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλελειμμένα βρέφη. Καθώς ήδη υπήρχε ένα ανεπίσημο «σύστημα αναδοχής», όπου ανάδοχες οικογένειες λάμβαναν πενιχρές αμοιβές για να φιλοξενούν εγκαταλελειμμένα παιδιά, η ιδρυματοποίηση θεωρήθηκε εν μέρει ως λύση για την κακοποίηση και την παραμέληση που ενδημούσε σε αυτό το ανεξέλεγκτο πλαίσιο.
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε από τον δήμαρχο της πόλης το 1859 και τέθηκε υπό την αιγίδα της βασιλικής οικογένειας τη δεκαετία του 1870. Σύμφωνα με δικά του στοιχεία, από την ίδρυσή του ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, φιλοξένησε πάνω από 50.000 παιδιά. Κατά τη διάρκεια της ακμής του, φιλοξενούσε περίπου 600 ταυτόχρονα. Όπως γράφουν η Μαρία Αθανασοπούλου και η Μαριάννα Δρακοπούλου, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής καταγραφής παιδικών παθήσεων και στατιστικής μελέτης της βρεφικής θνησιμότητας. ((Βλ. Μαρία Αθανασοπούλου, Μαριάννα Δρακοπούλου, Ιστορική αναφορά εγκαταλελειμμένων νηπίων στην Ελλάδα (Ιστορική ανάδρομη για τα εκθέματα στην Ελλάδα), Το Βήμα του Ασκληπιού, τόμος 9, τεύχος 1, Ιαν-Μάρτιος 2010, διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ.))
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο εισήγαγε επίσης τη «βρεφοδόχο», ή βρεφική θυρίδα, όπου κάποιος ή κάποια μπορούσε να εγκαταλείψει ένα μωρό ανώνυμα. Εξωτερικά, πάνω στη βρεφοδόχο υπήρχε μια επιγραφή από τον Ψαλμό 27: «ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με» («διότι ενώ ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν, ο Κύριος με ανέλαβε»).
Επίσης με πρωτοβουλία της βασιλικής οικογένειας ιδρύθηκε το 1914 ο «Πατριωτικός Σύλλογος Ελληνίδων», ο οποίος είχε αρχική αποστολή την περίθαλψη των απόρων οικογενειών των οποίων οι προστάτες υπηρετούσαν στον στρατό, αλλά μετά τη δεκαετία του 1920 σταδιακά μετατοπίστηκε στη στέγαση ορφανών και εκτοπισμένων παιδιών. Το 1939, μετά από διάφορες νομοθετικές μεταβολές και ενδιάμεσες ονομασίες, μετονομάστηκε σε Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, το γνωστό ΠΙΚΠΑ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακόμη και οι λίγες προοδευτικές ιδέες για την κυβέρνηση και τη νομοθεσία που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου είχαν εξαφανιστεί — πρώτα από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μετά από τον πόλεμο και την κατοχή. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος, στη συνέχεια δύο δεκαετίες «ασθενούς δημοκρατίας» και στρατιωτικής δικτατορίας, μέχρι που μια ταραχώδης επιστροφή στη δημοκρατική πολιτική οδήγησε τελικά στη σταθερότητα και τη σχετική ενίσχυση των δημόσιων θεσμών. Μόνο τότε, κοντά στο τέλος μιας περιόδου εβδομήντα ετών, εμφανίστηκε μια πολιτική συναίνεση ότι το κράτος έπρεπε να παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας για τα παιδιά που είτε είχαν παραβιάσει τον νόμο είτε είχαν παραμεληθεί ή κακοποιηθεί.
Αν και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ήταν με την αυστηρή έννοια φασιστικό, και ο ίδιος ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς προσωπικά επηρεάστηκε περισσότερο από τον πορτογάλο δικτάτορα Αντόνιο Σαλαζάρ, είχε κοινά χαρακτηριστικά με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης της νεολαίας. Το 1936, ο Μεταξάς δημιούργησε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας ή ΕΟΝ, την ελληνική εκδοχή της Gioventù Italiana del Littorio και της Hitlerjugend, που προσπαθούσε να διαμορφώσει τους ανηλίκους σε μελλοντικούς υποστηρικτές — αν όχι σε λειτουργούς — του καθεστώτος.
Όπως συνέβαινε και με κάθε άλλη φασιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη, οι πολιτικές επιλογές του Μεταξά προσπαθούσαν συχνά να αντιμετωπίσουν τις φωνές που πίεζαν για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, εμπνευσμένες από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που είχε ανθίσει στις αρχές του αιώνα. Στο βιβλίο της «Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, η Έφη Αβδελά, καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έχει γράψει για μια σειρά προοδευτικών κοινωνιολόγων, νομικών θεωρητικών, φεμινιστών και σοσιαλιστών στον Μεσοπόλεμο, που υποστήριξαν μεταξύ άλλων την καθιέρωση πρόνοιας αντί κυρώσεων για τους ανηλίκους. Σύμφωνα με την αφήγηση της Αβδελά, διάλογος περί «ποινικοποίησης εναντίον πρόνοιας» θα συνεχιζόταν για δεκαετίες μετά τον πόλεμο, αν και η ζυγαριά πάντα έγερνε βαριά προς την πρώτη.((«Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, εκδόσεις Πόλις, 2013))
Ως και την πτώση της χούντας, το 1974, όταν οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί σταδιακά θα φιλελευθεροποιούνταν, οι Επιμελητές Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων θα διαχειρίζονταν κάθε είδους «ηθικούς πανικούς»...
Δύο νόμοι της κυβέρνησης Μεταξά θα παγίωναν την ιδέα ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες (με όλες τις συνέπειες που συνεπαγόταν αυτή η λέξη εκείνη την εποχή) που χρειαζόταν να αναμορφωθούν, αντί για πιο προοδευτικές προσεγγίσεις για το προνοιακό σύστημα. Τον Δεκέμβριο του 1939, με νόμο θεσπίστηκαν οι δικαστές και οι εισαγγελείς ανηλίκων. Έναν χρόνο αργότερα, αφότου η Ελλάδα είχε μπει στον πόλεμο κατά του Άξονα, νομοθετήθηκε ένα συνοπτικό σχέδιο για τη λειτουργία των αναμορφωτικών θεσμών, εισάγοντας δύο νέες οντότητες που υπάγονταν στον εισαγγελέα: τον επιμελητή ανηλίκων και τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων. Και οι δύο υπηρεσίες επιφορτίστηκαν κυρίως με την καθοδήγηση των ανηλίκων μέσα στο σύστημα της δικαιοσύνης, είτε αυτό σήμαινε τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας για το παρελθόν του ανήλικου είτε την παροχή υποστήριξης στον ανήλικο που αντιμετώπιζε το δικαστικό σύστημα. Στελεχώθηκαν κυρίως από εθελοντές.
Έναν μήνα μετά την ψήφιση του νόμου του 1940, με την Ελλάδα στα πρόθυρα της κατοχής του Άξονα, ο Μεταξάς πέθανε. Αλλά οι συντηρητικές αντιλήψεις για την νεανική εγκληματικότητα αποκρυσταλλώθηκαν στους νόμους του και οι νεοϊδρυθείσες υπηρεσίες άρχισαν να εργάζονται με ανηλίκους, αν και οι πρακτικές τους τροποποιήθηκαν για να αντιμετωπίσουν επίσης την ανθρωπιστική κρίση που προκλήθηκε από την κατοχή. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Αβδελά, 4.600 ανήλικοι πέρασαν από το σύστημα δικαιοσύνης μόνο το 1941, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας των εθελοντών επικεντρώθηκε στη συλλογή και διανομή τροφίμων και ρουχισμού.
Από το 1947 και μετά, ορισμένες Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων άρχισαν να λειτουργούν τα δικά τους ιδρύματα, τα οποία παρείχαν ένα προσωρινό καταφύγιο για αποκατάσταση μεταξύ της στιγμής που ένας ανήλικος αποφυλακιζόταν από ένα κέντρο αναμόρφωσης και του χρόνου που επέστρεφε ελεύθερος στην κοινωνία. Ως και την πτώση της χούντας, το 1974, όταν οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί σταδιακά θα φιλελευθεροποιούνταν, οι Επιμελητές Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων θα διαχειρίζονταν κάθε είδους «ηθικούς πανικούς» που επικεντρώνονταν στις νεανικές κουλτούρες: τεντιμποϊσμός, ροκ εν ρολ, σεξουαλική απελευθέρωση και αριστερισμός — όλα καταχωρήθηκαν στην κατηγορία «αντικοινωνική συμπεριφορά».
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το θέμα της παιδικής προστασίας πήρε μια πιο σκοτεινή τροπή και για τις δύο ανταγωνιστικές πλευρές και τα πραγματικά γεγονότα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και διαξιφισμών μέχρι σήμερα. Το 1947, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν στρατιωτική, τεχνική και οικονομική βοήθεια στην ελληνική κυβέρνηση και τον Εθνικό Στρατό της κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που είχε συσταθεί από το ΚΚΕ και πρώην αντάρτες της αντίστασης. Το μέγεθος της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε τώρα να εξαπολύσει αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών των ανταρτών, οι οποίες περιέλαβαν και την πρώτη τεκμηριωμένη χρήση βομβών ναπάλμ.
Από το 1948, όταν η ζυγαριά του πολέμου άρχισε να γέρνει υπέρ της κυβέρνησης, οι αντάρτες άρχισαν να μεταφέρουν παιδιά μακριά από τις ζώνες συγκρούσεων της βόρειας Ελλάδας που βομβαρδίζονταν, σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Οι φιλοκυβερνητικές φωνές το ονόμασαν αυτό «παιδομάζωμα». Φωνές υποστηρικτικές προς τον Δημοκρατικού Στρατό, με τη σειρά τους, αντέδρασαν αποκαλώντας την πρακτική «παιδοσώσιμο» ή «σωτηρία». Μέχρι σήμερα, αριστεροί και προοδευτικοί ιστορικοί αντιδικούν με δεξιούς και συντηρητικούς για το αν επρόκειτο για ανθρωπιστική επιχείρηση ή για στρατολόγηση.
Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Παύλος Α' είχε ανέβει στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας και η σύζυγός του, Φρειδερίκη του Ανοβέρου, είχε γίνει βασίλισσα. Η βασιλική οικογένεια είχε θέσει υπό την αιγίδα της κάθε είδους φιλανθρωπικές εταιρείες της υψηλής κοινωνίας από τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων αρκετές αφιερωμένες στα παιδιά, με ιδιαίτερη έμφαση στην νεανική παραβατικότητα.
Η Φρειδερίκη συνδύασε την παράδοση της βασιλικής οικογένειας στη φιλανθρωπία με τη δική της κλίση στην πολιτική και ξεκίνησε μια επιχείρηση παράλληλη με το καλούμενο «παιδομάζωμα» των ανταρτών, την οποία η κυβέρνηση αποκάλεσε «παιδοφύλαγμα», απομακρύνοντας παιδιά από τις ζώνες συγκρούσεων και τοποθετώντας τα σε ειδικά ιδρύματα που ονομάστηκαν «Παιδοπόλεις».
Αυτή η επιχείρηση, που θεσπίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα το 1947, ονομάστηκε «Έρανος “Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος” υπό την Υψηλήν Προστασίαν της Αυτής Μεγαλειότητος, της Βασιλίσσης», αν και όλοι θα την αναφέρουν απλώς ως «Έρανο», ή μετά το 1955 ως Βασιλική Πρόνοια. Πραγματοποιήθηκε από τον Εθνικό Στρατό. Πενήντα τρεις τέτοιες Παιδοπόλεις άνοιξαν σε όλη την Ελλάδα, όλες με παρόμοιο μοντέλο: αυστηρή ανατροφή και καθημερινό στρατιωτικό πρόγραμμα που θα ενέπνεε «σωστές αξίες» στα παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της νεότητάς της στο Ανόβερο, η Φρειδερίκη ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας και στην Ελλάδα θεωρούνταν συμπαθούσα προς το ναζιστικό καθεστώς (καθώς και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Στο βιβλίο του για τα παιδιά του εμφυλίου, ο ιστορικός Λουκιανός Χασιώτης υποστηρίζει ότι ο Έρανος διαμορφώθηκε τουλάχιστον εν μέρει στο πρότυπο της Auxilio Social, της προνοιακής οργάνωσης του καθεστώτος Φράνκο στην Ισπανία, που είχε αναλάβει την περίθαλψη και την «αναμόρφωση» των παιδιών των ηττημένων Δημοκρατικών.((Λουκιανός Χασιώτης, Τα Παιδιά του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2013))
Ο Έρανος μπορεί να ήταν προσωπικό έργο της Φρειδερίκης, αλλά η χρηματοδότησή του ήταν δημόσια. Η Βασιλική Πρόνοια χρηματοδοτήθηκε από ειδικούς φόρους εισαγωγής, δασμούς στα τσιγάρα, ποσοστά εισιτηρίων κινηματογράφου, μέρος των μισθών των εργαζομένων και άλλα μέτρα.
Δεδομένου ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος αναγνωρίζεται πλέον ευρέως ως το πρώτο επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η σύγκρουση για τα παιδιά διαδραματίστηκε επίσης σε διεθνές επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση χαρακτήρισε την απομάκρυνση των παιδιών από τις ζώνες συγκρούσεων από τους αντάρτες ως «γενοκτονία», μια θέση που έγινε αποδεκτή από την Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB) στην έκθεσή της του 1948. Η ιδέα προωθήθηκε και από αξιωματούχους με εξέχουσες θέσεις στη διεθνή σκηνή, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών είχε επιφορτιστεί με τη διερεύνηση του τι έκαναν οι αντάρτες — αλλά, φυσικά, όχι τι συνέβαινε στις Παιδοπόλεις.
Όσα έχουν γίνει γνωστά για τη ζωή μέσα στις Παιδοπόλεις προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από προφορικές αφηγήσεις των παιδιών που μεγάλωσαν εκεί. Το 2007, όταν στη δημοφιλή εκπομπή Η μηχανή του χρόνου προβλήθηκαν δύο επεισόδια για τα παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν ζήσει στις Παιδοπόλεις στα παιδικά τους χρόνια διέφεραν ακόμη και μέσα στο ίδιο επεισόδιο. Αυτή η ασυμφωνία στις μαρτυρίες των παιδιών, σήμερα πια σε μεγάλη ηλικία, παρατηρείται στα ΜΜΕ μέχρι σήμερα.((Βλ. για παράδειγμα, Μαρίνα Καρποζήλου, “Μεγαλώνοντας στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης: Τα 'ανταρτόπληκτα' παιδιά της 'Μεγάλης Μητέρας'”), News247.gr, 1/9/2016)) Κάποιοι αναπολούν την παραμονή τους στις Παιδοπόλεις με νοσταλγία και άλλοι με πιο κριτική ματιά, πυροδοτώντας ακόμη και λογοτεχνικές διαμάχες: στο βιβλίο του Ο θολός βυθός, ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς θυμάται τον χρόνο του σε μια Παιδόπολη ως τραύμα που τον στοιχειώνει στη μέση ηλικία του,((Γιάννης Ατζακάς, Ο θολός βυθός, Άγρα, 2009)) ενώ ο Αντώνης Βενέτης, στο βιβλίο του Επιστολές θεωρεί τον Έρανο της Φρειδερίκης ωφέλιμο για τα παιδιά και δηλώνει την πεποίθησή του ότι «ο θολός βυθός» μπορεί να βρεθεί μόνο σε καθηλώσεις, προκαταλήψεις και εμμονές.((Αντώνης Ν. Βενέτης, Επιστολές, Αρμός, 2014))
Επί Φρειδερίκης, το ΠΙΚΠΑ έγινε ο δεύτερος πυλώνας της παιδικής μέριμνας, ένα είδος συμπληρώματος των Παιδοπόλεων, το οποίο στέγαζε παιδιά που είχαν μείνει ορφανά στον πόλεμο. Οι δομές του ΠΙΚΠΑ ακολούθησαν ένα παρόμοιο πρόγραμμα αυστηρής, στρατιωτικού τύπου ανατροφής και πραγματοποίησαν υιοθεσίες, απορροφώντας μερικές από τις εξέχουσες προσωπικότητες που είχαν δραστηριοποιηθεί στον Έρανο. Η Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του πρώην πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, ήταν ένα από τα μέλη της υψηλής κοινωνίας που είχαν ενεργά υποστηρίξει τον Έρανο και το 1950 έγινε Πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ, ενώ αργότερα εξελέγη βουλεύτρια με την ΕΡΕ και διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή — η πρώτη, μάλιστα, γυναίκα υπουργός στην ελληνική ιστορία.
Ο τρίτος πυλώνας των πρωτοβουλιών για τη φροντίδα των παιδιών της Φρειδερίκης ήταν τα λεγόμενα «Σπίτια του Παιδιού». Επρόκειτο για μικρούς παιδικούς σταθμούς σε χωριά της αγροτικής Ελλάδας (κυρίως στη βόρεια) που μετά το 1950 άρχισαν να δέχονται παιδιά, τα οποία είχαν τα προηγούμενα χρόνια φιλοξενηθεί στις Παιδοπόλεις, είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, και εκπαιδεύονταν εκεί όσο οι γονείς τους εργάζονταν. Χωρίς να υπάρχει δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικά σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές, τα Σπίτια του Παιδιού, 140 το 1955 και 260 ως το 1965, λειτουργούσαν ως νηπιαγωγείο ή δημοτικό σχολείο — με κάποιες «ιδιαιτερότητες»: σε αυτά, τα παιδιά διδάσκονταν αγροτικές και τεχνικές δεξιότητες αλλά και «θρησκευτικές και πατριωτικές αξίες».
Ο Έρανος μπορεί να ήταν προσωπικό έργο της Φρειδερίκης, αλλά η χρηματοδότησή του ήταν δημόσια. Η Βασιλική Πρόνοια χρηματοδοτήθηκε από ειδικούς φόρους εισαγωγής, δασμούς στα τσιγάρα (δύο τσιγάρα σε κάθε πακέτο), ποσοστά εισιτηρίων κινηματογράφου, μέρος των μισθών των εργαζομένων και άλλα μέτρα. Ερευνητές έχουν υπολογίσει μεταξύ 1949 και 1956, η Βασιλική Πρόνοια έλαβε παραπάνω από 186 εκατομμύρια δραχμές — και πολύ περισσότερα αργότερα.((Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Ιός, Βασιλικό παρακράτος προνοίας, Ελευθεροτυπία, 15.12.2002.))
Η πλειονότητα των παιδιών που οδηγήθηκαν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, μόλις τη δεκαετία του 1980 με την εκστρατεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το δικαίωμα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, θα έβλεπε ξανά την Ελλάδα.
Αριστεροί και προοδευτικοί υποστηρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι ο Έρανος ήταν το πραγματικό «παιδομάζωμα». Σε κάθε περίπτωση, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και το τέλος του Εμφυλίου, μόνο 14 από τις Παιδοπόλεις συνέχισαν να λειτουργούν. Σήμερα, τέσσερις από αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν ως ιδρύματα για παιδιά.
Εγκαταλελειμμένη ως νεογέννητη στην βρεφοδόχο του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών, η Μαίρη Θεοδωροπούλου διευθύνει σήμερα τη ΜΚΟ «Ρίζες» και έχει εμφανιστεί πολλές φορές στα ΜΜΕ μιλώντας για την προσπάθειά της να βρει τους βιολογικούς της γονείς, αφού ανακάλυψε στα είκοσί της ότι την είχαν παιδοθετήσει. Οι μέχρι σήμερα προσπάθειές της δεν έχουν ευδοκιμήσει. Αυτή και άλλοι επτά, που όλοι είχαν μείνει στο Δημοτικό Βρεφοκομείο ως παιδιά, ίδρυσαν τη ΜΚΟ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αναζητήσουν τους βιολογικούς τους γονείς.
Η Θεοδωροπούλου έχει μελετήσει εκτενώς το ιδρυματικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Όχι μόνο η οργάνωση «Ρίζες» εκπόνησε το 2015 τη μοναδική ολοκληρωμένη μελέτη που εξέτασε την κατάσταση των ελληνικών ιδρυμάτων για παιδιά, αλλά η εργασία της για τον εντοπισμό των ριζών των παιδοθετημένων παιδιών σημαίνει ότι έχει ακούσει έναν τεράστιο αριθμό προσωπικών ιστοριών για το τι συμβαίνει μέσα σε αυτά τα ιδρύματα.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την Θεοδωροπούλου, υπήρξε μια περαιτέρω μεγάλη στροφή προς την ιδρυματοποίηση. «Η πρακτική των τροφών, ανάδοχων που πληρώνονταν για να θηλάζουν και να φροντίζουν τα μωρά, υπήρχε από τα τέλη του 19ου αιώνα», μας είπε. «Η έλλειψη γάλακτος και η απόλυτη φτώχεια σήμαιναν ότι διαφορετικά τα μωρά θα πέθαιναν». Τα κρατικά ιδρύματα λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως μεταβατικές δομές που θα ανέθεταν ένα νεογέννητο σε μια τροφό μετά από μια σύντομη παραμονή. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, οι τροφοί λειτούργησαν ως μέσο για την ανακούφιση των ιδρυμάτων από την πίεση που προκαλεί ο τεράστιος αριθμός παιδιών.
Η Θεοδωροπούλου μας είπε πώς, μετά το τέλος του πολέμου, το πλαίσιο των τροφών διευρύνθηκε. Το ΠΙΚΠΑ, που φρόντιζε πολλά από τα ορφανά ή εγκαταλειμμένα παιδιά, θα τα παρέδιδε τώρα σε οικογένειες, μερικές από τις οποίες πήραν πολλά παιδιά. «Αλλά δεν υπήρχε πλαίσιο», είπε. «Δεν υπήρχαν κανόνες υγιεινής, καμία επίβλεψη, και η αμοιβή των ανάδοχων γονέων ήταν χαμηλή και όχι σταθερή. Μια τροφός θα έφερνε πίσω το σώμα ενός μωρού που είχε πάρει και θα έλεγε στο προσωπικό του ιδρύματος ότι είναι «παγωμένο» — δηλαδή νεκρό. Σε άλλες περιπτώσεις, ανάδοχες οικογένειες εγκατέλειψαν ξανά τα παιδιά. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις κακοποίησης, ακόμη και βιασμού. Όλα αυτά υπονόμευσαν την ανάδοχη φροντίδα και τα ιδρύματα κέρδισαν έδαφος».
Το ΠΙΚΠΑ Λέρου αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Αποικίας Ψυχοπαθών», που ιδρύθηκε στο νησί το 1957.
Η κακοποίηση των παιδιών που πέρασαν από το σύστημα ανάδοχης φροντίδας χωρίς επίβλεψη μπορούσε να παραταθεί ακόμη και όταν ήταν έξω από αυτό. Η Θεοδωροπούλου μάς είπε την ιστορία ενός αγοριού που προσπάθησε να αναφέρει ότι οι ανάδοχοι γονείς του τον κακοποίησαν σεξουαλικά. Κρίθηκε ψυχικά άρρωστος και βίαια παραδόθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε άλλες περιπτώσεις, παιδιά με αναπηρία και παιδιά με ψυχικές ασθένειες ή αναπτυξιακά προβλήματα, θα κατέληγαν στο ΠΙΚΠΑ Λέρου, που ιδρύθηκε το 1963 για να φιλοξενήσει παιδιά από το Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο «Νταού Πεντέλης», στο πλαίσιο του συνολικού έργου της μεταφοράς — και απομόνωσης — ψυχικά ασθενών από όλη τη χώρα στη Λέρο.
Το ΠΙΚΠΑ Λέρου αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Αποικίας Ψυχοπαθών», που ιδρύθηκε στο νησί το 1957 και σήμερα είναι γνωστή ως το διαβόητο «κολαστήριο». Πολλοί από αυτούς που είχαν εγκλειστεί στο «κολαστήριο» δεν θα έφευγαν ωσότου μια διεθνής πρωτοβουλία αποϊδρυματοποίησης τη δεκαετία του 1990, που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ, ακολούθησε μια σειρά από δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο και ένα ντοκιμαντέρ που είχαν αποκαλύψει τις φρικτές συνθήκες στις οποίες είχαν υποβληθεί οι ασθενείς. ((Η αποϊδρυματοποίηση στη Λέρο έχει τεκμηριωθεί σε διάφορες πηγές. Ψυχίατροι που συμμετείχαν στη διαδικασία όπως ο Ιωάννης Λουκάς, ο Ιωάννης Τσιάντης, ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου και ο Felix Guattari, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει όλοι τους δικούς τους αφηγήσεις και σχόλια γι’ αυτήν.))
Από το 1939, όταν περιήλθε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Υγείας, το ΠΙΚΠΑ έχει υποστεί πολλές αλλαγές στη διοικητική δομή και την εποπτεία, αλλά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επεκτάθηκε σχεδόν στο μέγεθος ενός πλήρους συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και πρόνοιας για ανηλίκους. Στο απόγειό του, οι υπηρεσίες του περιλάμβαναν τα πάντα, από σχολεία για ιατρικό προσωπικό και κινητές ιατρικές μονάδες μέχρι κλινικές, νοσοκομεία και νηπιαγωγεία. Από το 1925 λειτουργούσε επίσης καλοκαιρινές κατασκηνώσεις από τον Ιούνιο ως τα τέλη Σεπτεμβρίου για ποιοτικό χρόνο και θεραπεία για παιδιά που πάσχουν από φυματίωση. Οι «Εξοχές», όπως ονομάζονταν, σταμάτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά άρχισαν να λειτουργούν ξανά μετά το 1945. Το 1948, η εντολή του επεκτάθηκε για να δεχτεί άπορα παιδιά με προβλήματα στην ανάπτυξη ή οποιαδήποτε χρόνια ασθένεια, και το 1951 για να συμπεριλάβει και εργαζόμενα παιδιά, καθώς και όλα τα παιδιά που παρακολουθούνταν από γιατρούς. Το 1956 το ΠΙΚΠΑ δημιούργησε την πρώτη του δομή για ανάπηρα παιδιά. Σταδιακά, θα κατέληγε να διευθύνει τα περισσότερα ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία στην Ελλάδα.
Η ιδρυματοποίηση στις Παιδοπόλεις, στα ορφανοτροφεία και στους παιδικούς σταθμούς δημιούργησε κι ένα πρόσθετο πρόβλημα που στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις οικογένειες: τις παράνομες παιδοθεσίες. Στα απομνημονεύματά της, η Φρειδερίκη είχε υποστηρίξει ότι οι κομμουνίστριες είχαν εγκαταλείψει τα παιδιά τους και ακόμη και ότι είδε μια γυναίκα να πετάει κυριολεκτικά το μωρό της, το οποίο υποτίθεται ότι το πήρε ένας αξιωματικός του στρατού και της το παρέδωσε. Μετά την πτώση της χούντας του 1967-1974, κομμουνιστές αντάρτες που είχαν εξοριστεί σε στρατόπεδα στα νησιά ανέφεραν ότι τα παιδιά τους απήχθησαν από εκεί. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά μεταφέρθηκαν στις Παιδοπόλεις ή στο ΠΙΚΠΑ και στη συνέχεια δόθηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες, με εξαπάτηση των βιολογικών γονέων στους οποίους ειπώθηκε ότι τα παιδιά είχαν πεθάνει, ή και με χρηματικό αντάλλαγμα, σε ανάδοχους γονείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά με τη βοήθεια αξιωματούχων στις κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ, καθώς και ελληνοαμερικανικών οργανώσεων, όπως η AHEPA (American Hellenic Educational Progressive Association). Παρόλο που ο ελληνικός Τύπος είχε δημοσιεύσει άρθρα για το θέμα από τη δεκαετία του 1960, μόλις το 1996 τα αμερικανικά ΜΜΕ άρχισαν να ξεθάβουν την ιστορία για να φτάσουν στο βάθος της. Η πλήρης έκταση αυτού που είχε συμβεί αποκαλύφθηκε το 2019, με το βιβλίο Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo? της Gonda Van Steen, καθηγήτριας Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου.((Gonda Van Steen, Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo?, University of Michigan Press, 2019· Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα: Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, Εκδόσεις Ποταμός, 2021.))
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Βασιλιά Κωνσταντίνου κατά της χούντας, τον Δεκέμβριο του 1967, η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι, σε μια περίεργη ανατροπή της μοίρας, ήταν οι δικτάτορες που έφεραν την πρόνοια, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των παιδιών, υπό την αρμοδιότητα του κράτους. Με Νομικό Διάταγμα, το 1970, όλα τα βασιλικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά ιδρύματα — μαζί με τις χρηματοδοτικές τους διατάξεις — απορροφήθηκαν από τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας. Ο ρόλος τους δεν άλλαξε σημαντικά την επόμενη δεκαετία, αν και η εξέλιξη της Ελλάδας σε μια πιο προηγμένη οικονομία, μετά τη μακρά και ταραχώδη διαδικασία της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, σήμαινε ότι ο αριθμός των παιδιών που κινδύνευαν σταδιακά θα άρχιζε να μειώνεται.
Η ιδέα της πρόληψης της θυματοποίησης και της κακοποίησης παιδιών, αν και κέρδιζε έδαφος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε σε κανέναν τομέα του ελληνικού κράτους.
Μόλις το 1981, όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το σύστημα πρόνοιας θα προχωρούσε στην επόμενη φάση. Ένα από τα πιο σημαντικά και με διάρκεια επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ ήταν η δημιουργία του ΕΣΥ (Εθνικού Συστήματος Υγείας), το 1983, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα συνοπτικό πλαίσιο για την υγειονομική περίθαλψη που περιλάμβανε και πτυχές της πρόνοιας. Το Υπουργείο που την επέβλεπε μετονομάστηκε πλέον σε Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
Τα πρώτα οκτώ χρόνια της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, από το 1981 έως το 1989, περιελάμβαναν πολλές αποφασιστικές, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, τα πολιτικά δικαιώματα και την εκπαίδευση, αλλά η πρόνοια εξακολουθούσε να υστερεί. Όχι μόνο ο Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας δεν γνώρισε καμία σημαντική αλλαγή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αλλά ειδικά όσον αφορά την προστασία των παιδιών, η ιδέα της πρόληψης της θυματοποίησης και της κακοποίησης, αν και κέρδιζε έδαφος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε σε κανέναν τομέα του ελληνικού κράτους.
Η Ξένη Δημητρίου, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχει υπηρετήσει τρεις θητείες ως εισαγγελέας ανηλίκων σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες. Έχει διαβάσει χιλιάδες σελίδες νομικής θεωρίας για τα παιδιά, έχει παρακολουθήσει εκατοντάδες συνέδρια και έχει ανταλλάξει απόψεις με δεκάδες άλλους εισαγγελείς σε όλο τον κόσμο. Όταν τη συναντήσαμε, λίγο μετά την αφυπηρέτησή της, μάς μίλησε για την εμπειρία της για το πού είχε οδηγήσει η μακρά άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τη θυματοποίηση των παιδιών.
Στις πρώτες μέρες της ως εισαγγελέας ανηλίκων στη δεκαετία του 1980 — «μια μη προνομιακή θέση, σχεδόν τιμωρία τότε» — είδε ξανά και ξανά αστυνομικούς να μπαίνουν στο γραφείο της με παιδιά που είχαν συλληφθεί βάναυσα. Ένα αγόρι μπήκε με πολύ πρησμένα αυτιά. Της είπε ότι του είχαν βάλει μανταλάκια στα αυτιά για να τον ανακρίνουν και τον είχαν κρεμάσει ανάποδα από το μπαλκόνι για να τον τρομάξουν να ομολογήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, ακολουθώντας το γράμμα του νόμου, αναγκάστηκε να ασκήσει δίωξη σε παιδιά έξι και επτά ετών ή να στείλει ανήλικους παραβάτες του νόμου σε ιδρύματα που ήταν στην πραγματικότητα φυλακές.
Η Δημητρίου αναφέρθηκε στην Καλλιόπη Σπινέλλη, γνωστή ποινικολόγο ως «δάσκαλό της, δάσκαλο όλων μας». Η Σπινέλλη πιστώνεται, μεταξύ πολλών άλλων, ότι πρότεινε την αντικατάσταση του όρου «ανήλικοι εγκληματίες» με «ανήλικους παραβάτες» και ότι υποστήριξε μια παιδαγωγική αντί για μια ποινική προσέγγιση της δικαιοσύνης για τους ανηλίκους. Κάποιοι άλλοι εξέχοντες θεωρητικοί και επαγγελματίες του δικαίου άρχισαν σταδιακά να υποστηρίζουν μια διαφορετική σχέση μεταξύ των παιδιών και του κράτους.
Οι σύγχρονες διεθνείς ιδέες για τα δικαιώματα των παιδιών μιλούν μόνο για «θύματα», επέμεινε η Δημητρίου. «Δεν το γνωρίζαμε στην Ελλάδα, αλλά η προστασία των θυμάτων δεν ήταν νέο θέμα διεθνώς», μάς είπε. «Αν και στις ΗΠΑ, η προστασία των θυμάτων άρχισε να γίνεται συστηματική περίπου εκείνη την εποχή, το 1985, με τη δημιουργία Μονάδων Υπηρεσιών Θυμάτων που λειτουργούν σε δικαστήρια ανηλίκων εκεί. Ήταν ένας Εισαγγελέας που ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία το 1985. Έτσι, το 1983, αυτές οι ιδέες είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η καθηγήτρια Σπινέλλη μάς είχε μιλήσει και για τα θύματα, στο πλαίσιο της προστασίας των ανηλίκων. Απλώς δεν ήξερα ότι η Εισαγγελία δεν κάλυπτε και αυτόν τον τομέα. Έτσι, όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί, είπα ότι η Εισαγγελία θα έχει διπλή πτυχή. Στη συνέχεια, ζητήσαμε να ακολουθήσει η αστυνομία και το έκανε. Όλα όσα περνούν μέσα από το δικαστικό σώμα και τις αστυνομικές υπηρεσίες θα πρέπει να έχουν διπλή πτυχή. Η μία πτυχή είναι ο ανήλικος δράστης και η άλλη πτυχή το ανήλικο θύμα. Τόσο επειδή οι ανήλικοι συχνά αλλάζουν μεταξύ αυτών των δύο ρόλων όσο και επειδή, εκείνη την εποχή, τα πράγματα δεν γίνονταν αντιληπτά υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη και οι ΗΠΑ ήταν ακόμα στα πρώτα στάδια».
Σε μια ομιλία της που έδωσε το 1991, μεταξύ των θητειών της ως εισαγγελέα ανηλίκων, η Δημητρίου είπε ότι είχε συνταχθεί νομοσχέδιο για «Μονάδες Φροντίδας Ανηλίκων» από το 1984. Σκοπός του σχεδίου ήταν η δημιουργία μιας δομής, έτσι ώστε «οι ανήλικοι παραβάτες ως 12 ετών να μην εμπλέκονται με κανένα τρόπο με μηχανισμούς καταστολής, όπως η αστυνομία, ο εισαγγελέας και το Δικαστήριο Ανηλίκων, αλλά να φροντίζονται από τις υπηρεσίες πρόνοιας». Στη συνέχεια, περιέγραψε τις βέλτιστες πρακτικές που βρέθηκαν σε υπάρχοντα ιδρύματα — σταματώντας σε ένα σημείο για να αναρωτηθεί αν «ήρθε η ώρα να νομοθετηθεί ότι οι ανήλικοι παραβάτες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες. Η κοινωνία ανταποκρίνεται θετικά. Γιατί να καθυστερήσουμε άλλο;»
Η ομιλία της Δημητρίου το 1991 απηχούσε τις ιδέες που θα άρχιζαν να διαμορφώνουν νέες έννοιες για την παιδική προστασία. Το 1985 και το 1990, ο ΟΗΕ είχε δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές για την απόδοση δικαιοσύνης στους ανήλικους παραβάτες και την πρόληψη της παραβατικότητας σε ανηλίκους αντίστοιχα. Την ίδια περίοδο είχε ψηφιστεί και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Τα πράγματα άλλαζαν, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας ο ρυθμός ήταν και παραμένει αργός. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990 έκαναν μερικές προσπάθειες να εκσυγχρονίσουν το σύστημα πρόνοιας ή μάλλον να το δημιουργήσουν, αφού σε όλη την εξέλιξή τους οι διάφορες υπηρεσίες λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Το 1992, ένας νόμος ουσιαστικά διέλυσε τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας και το ΠΙΚΠΑ, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύστημα που τέθηκε υπό την εξουσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.
Ένας άλλος νόμος, το ίδιο έτος, εισήγαγε νομικές διαδικασίες για την ανάδοχη μέριμνα και τροποποιήθηκε το 1996, προσθέτοντας ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τον ρόλο των κοινωνικών ερευνών στις διαδικασίες παιδοθεσίας και αναδοχής. Αυτός ο νόμος έκανε επίσης ένα σημαντικό βήμα αλλάζοντας τους νόμους του Μεταξά για την εισαγωγή κοινωνικών υπηρεσιών στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, αν και η εντολή τους παρέμεινε να χειρίζονται την παραβατικότητα των ανηλίκων.
Το νέο σύστημα ξεκαθάρισε τους όρους με τους οποίους οι ιδιωτικές ΜΚΟ μπορούσαν να πραγματοποιήσουν προγράμματα πρόνοιας. Έτσι, η δεκαετία του 1990 ήταν η δεκαετία κατά την οποία οι ΜΚΟ θα άρχιζαν όλο και περισσότερο να παρεμβαίνουν και να καλύπτουν τις ελλείψεις στην προστασία των παιδιών.
Το σημαντικότερο ίσως τότε βήμα έγινε το 1998 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτή τη φορά επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, όταν επιχειρήθηκε η δημιουργία Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας. Τα επόμενα χρόνια, οι μονάδες του πρώην ΠΙΚΠΑ συγκεντρώθηκαν διαδοχικά και στη συνέχεια αποκεντρώθηκαν ξανά. Γενικά υπό την εποπτεία της περιφερειακής διοίκησης, αυτές οι μονάδες ακολούθησαν διαφορετικές πορείες. Μια ενσάρκωση μετά το ΠΙΚΠΑ, η μονάδα Λεχαινών για παιδιά με ειδικές ανάγκες, έγινε παγκοσμίως γνωστή για τις φρικτές συνθήκες της.
Το νέο σύστημα έδωσε σαφείς ρόλους στις περιφερειακές διοικήσεις, αλλά επίσης ξεκαθάρισε τους όρους υπό τους οποίους οι ιδιωτικές ΜΚΟ θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν προγράμματα πρόνοιας. Έτσι, η δεκαετία του 1990 ήταν επίσης η δεκαετία κατά την οποία οι ΜΚΟ θα άρχιζαν όλο και περισσότερο να παρεμβαίνουν και να καλύπτουν τις ελλείψεις στην προστασία των παιδιών. Το ελληνικό παράρτημα των Παιδικών Χωριών SOS ήταν ενεργό από το 1975, αλλά τώρα η μη κυβερνητική φροντίδα για τα παιδιά θα γίνει πιο πολυσχιδής. Το Χαμόγελο του Παιδιού δημιουργήθηκε το 1995 και η Κιβωτός του Κόσμου θα ακολουθούσε το 1998. Και οι τρεις αυτοί οργανισμοί θα αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια και θα καλύπτουν ενεργά τα κενά της κρατικής πρόνοιας.
Η δεκαετία έκλεισε με ένα προεδρικό διάταγμα το 1999 που προσπάθησε να περιορίσει τις παράνομες παιδοθεσίες, αναθέτοντας όλες τις ευθύνες επίβλεψης στις περιφερειακές υπηρεσίες πρόνοιας — περιφερειακά ιδρύματα και Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας. Με μια τροπολογία του 2003, ακόμη περισσότερες ευθύνες πρόνοιας θα κατευθυνθούν στις περιφερειακές υπηρεσίες υγείας που είχαν δημιουργηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση που συνοδεύει το προσχέδιο του νομοσχεδίου, αυτό θα επιτρέψει «καλύτερο συντονισμό, παρακολούθηση και αξιολόγηση» των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών που επιβλέπει την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σημείωσε αυτή την προσπάθεια, αλλά διαπίστωσε ότι δεν αποτελούσε ένα συνεκτικό σύστημα παιδικής προστασίας. Μερικά από τα προβλήματα που τόνισε η επιτροπή περιελάμβαναν την έλλειψη σαφούς εντολής μεταξύ των αρχών και ενός κεντρικού φορέα που θα συντόνιζε όλες τις υπηρεσίες, προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Η ομιλία της Ξένης Δημητρίου το 1991 τελείωσε λέγοντας ότι «ίσως είναι καιρός να μεγαλώσει το δίκαιο των ανηλίκων». Σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου έντονων πιέσεων από επαγγελματίες παιδικής προστασίας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός κατάλληλου συστήματος πρόνοιας για τα παιδιά. Αλλά στη δεκαετία του 1990, ένα σύστημα πρόνοιας που θα αντιμετώπιζε προβλήματα που δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν με επιδόματα ήταν ακόμα μια πρόκληση. Η λέξη αποϊδρυματοποίηση είχε πολύ πρόσφατα διαδοθεί για πρώτη φορά μετά τις προσπάθειες αλλαγής των συνθηκών στη Λέρο. Και μόλις είχαν αρχίσει να ακούγονται φωνές ειδικών που μιλούσαν για το πώς η ιδρυματοποίηση των παιδιών είναι συνολικά επιβλαβής.
Εν τέλει, το 2010, μια τροποποίηση νόμου του καθεστώτος Μεταξά, η οποία εξουσιοδοτούσε τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων να ασχολούνται όχι μόνο με την «παραβατικότητα» αλλά επίσης και με την «θυματοποίηση» των ανηλίκων, σηματοδότησε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του οπισθοδρομικού χαρακτήρα της παιδικής προστασίας — αν και, ως επί το πλείστον, συμβολικά.
Ωστόσο, τη στιγμή που η ανάγκη να μετατοπιστεί το επίκεντρο του συστήματος προστασίας των παιδιών γινόταν εμφανής στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη μιας τρομερής οικονομικής κρίσης. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν εισαγάγει από τότε μια σειρά «σχεδίων» για την προστασία των παιδιών, τα οποία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ελάχιστες από τις διατάξεις τους έχουν εφαρμοστεί.
[post_title] => Τιμωρώντας τα θύματα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => timorontas-ta-thymata [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2025-01-31 16:16:37 [post_modified_gmt] => 2025-01-31 13:16:37 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6728 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 7856 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 11:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 08:11:00 [post_content] =>Του Αυγουστίνου Ζενάκου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Μια Τρίτη στα τέλη Μαΐου του 2018, ο Παναγιώτης Αβρίθης, δικηγόρος το επάγγελμα και δραστήριο μέλος της κοινωνίας της Κω, δέχθηκε μία απρόσμενη επίσκεψη ενός πελάτη του από τη γειτονική Λέρο. Ο ηλικιωμένος εμφανίστηκε χωρίς προγραμματισμένο ραντεβού ή κάποια νομική εκκρεμότητα. Σκοπός της επίσκεψής του, όπως δήλωσε ανήσυχα ο ίδιος, ήταν να «αποχαιρετήσει» τους παλιούς του φίλους. Η στάση του άφησε τους οικοδεσπότες του απορημένους, ακόμα και μετά την αποχώρησή του από το γραφείο.
Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο ο κ. Αβρίθης αλλά και όλη η Ελλάδα θα ανακάλυπταν τον λόγο της ανησυχίας του ηλικιωμένου πελάτη. Το βράδυ της Κυριακής, ο γιος του και η σύζυγος του γιου του είχαν συλληφθεί, έχοντας ομολογήσει σειρά πράξεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους. Ο κ. Αβρίθης άλλαξε ευθύς αμέσως ιδιότητα και από οικογενειακός φίλος μετατράπηκε σε δικηγόρο της πολιτικής αγωγής.
Η είδηση απασχόλησε μια σειρά μεσημεριανών εκπομπών και οδήγησε σε απανωτές ενημερώσεις των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων. Τα τηλέφωνα της αστυνομίας, της Εισαγγελίας, του Δήμου, του νοσοκομείου, του Κέντρου Κοινότητας και όλων όσων μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες για την υπόθεση πήραν φωτιά το επόμενο πρωί. Ο ίδιος ο δικηγόρος απαντούσε «σε έναν στους είκοσι, όποιος ήταν ο τυχερός». Τίτλοι όπως «Φρίκη χωρίς τέλος στη Λέρο», «Λέρος: αποκαλύψεις για γονείς τέρατα», «Φρικιαστικές λεπτομέρειες για τους γονείς-τέρατα της Λέρου», έφτιαξαν το λεξιλόγιο της αφήγησης της υπόθεσης για το ευρύ κοινό. Τα δημοσιεύματα ενημερώνονταν συνεχώς με «νέες αποκαλύψεις», «ανατροπές» και απόψεις απ’ όποιον ήταν πρόθυμος να σχολιάσει οτιδήποτε για το περιστατικό.
Τη λέξη «τέρας» τη χρησιμοποίησε και ο κ. Αβρίθης σε συνέντευξή του. Όμως, δεν ήταν δικός του όρος. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ο χαρακτηρισμός με τον οποίον ο παππούς των παιδιών περιέγραψε τον γιο του σε τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο, μετά την αποκάλυψη του περιστατικού. Οι μαρτυρίες που περιλήφθηκαν στη δικογραφία αναφέρουν ότι ο δράστης ασελγούσε κατ’ εξακολούθηση στα παιδιά του, τα ξυλοκοπούσε, ενώ τα εξανάγκαζε και σε αγροτικές εργασίες σε δύσκολες συνθήκες και ακατάλληλα ωράρια. Ως εκ τούτου, ο κ. Αβρίθης φαίνεται να βρίσκει δίκαιο τον χαρακτηρισμό.
Ο γιός του ηλικιωμένου πελάτη του κ. Αβρίθη έχει τέσσερα παιδιά. Το μεγαλύτερο εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία με την ενηλικίωσή του. Σύμφωνα με ύστερες μαρτυρίες του, είχε υποστεί κι αυτός συστηματικό ξυλοδαρμό. Υπάρχουν τρία μικρότερα αδέλφια: δύο αγόρια — 21 και 8 χρονών — και ένα κορίτσι 13 ετών (το 2018). Στις ομολογίες των γονέων, τα «μεσαία» παιδιά, 21 και 13, ήταν που υπέστησαν την σεξουαλική κακοποίηση. Το μικρό παιδί φαίνεται να απέφυγε την ασέλγεια — «ακόμα», προσθέτει ο κ. Αβρίθης.
Και οι δύο γονείς καταδικάστηκαν για πολλαπλές κατηγορίες κακοποίησης, τον Οκτώβριο του 2019. Ο πατέρας καταδικάστηκε σε 24 και η μητέρα σε 13 χρόνια κάθειρξη.
Αφού έγινε γνωστή η υπόθεση της Λέρου, προέκυψε ότι περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, δηλαδή την περίοδο που γινόταν η κακοποίηση, το κορίτσι είχε νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» στην Αθήνα. Το νοσοκομείο εξέδωσε ανακοίνωση, όπου υποστήριξε ότι η κοπέλα εισήχθη με βάση εισαγγελική εντολή για «ψυχιατρική αξιολόγηση» και έκθεση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Κρατικού Νοσοκομείου Λέρου για «πλήρη ιατρική αξιολόγηση».
Η ιατρική αξιολόγηση δεν βρήκε τίποτα παθολογικό. Η ψυχιατρική αξιολόγηση, σύμφωνα με το νοσοκομείο, διαπίστωσε «συνθήκες οικογενειακής δυσλειτουργίας, άσχετες με ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης». Ως εκ τούτου, το παιδί επιστράφηκε στην οικογένειά του, με την προϋπόθεση να παρακολουθείται τακτικά από ψυχολόγο και η οικογένεια να βρίσκεται υπό την επίβλεψη των Κοινωνικών Υπηρεσιών Λέρου. Στην ανακοίνωση του νοσοκομείου τονίζεται ότι αυτό έγινε «με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κω».
Η δήλωση δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός ότι το κορίτσι είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο συνοδεία των γονιών του. Επίσης, σύμφωνα με αρκετές πηγές, που μας μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, οι δύο γονείς είχαν φέρει μαζί και τον μικρότερο γιο τους, ο οποίος επρόκειτο να υποβληθεί σε «προληπτική εξέταση».
Η παρουσία του αγοριού στο νοσοκομείο αναφέρθηκε επίσης σε δήλωση που εξέδωσε το Χαμόγελο του Παιδιού, η πιο σημαντική ΜΚΟ για την προστασία των παιδιών στην Ελλάδα. Το Χαμόγελο του Παιδιού παραδέχτηκε ότι είχε λάβει καταγγελίες, τον Μάιο του 2017, ότι τα παιδιά κακοποιούνταν και ενημέρωσε αμέσως τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Η ΜΚΟ παραδέχτηκε περαιτέρω ότι είχε ειδοποιηθεί από συγγενή της οικογένειας, τον Ιούλιο του 2017, ότι τόσο το κορίτσι όσο και το αγόρι βρίσκονταν στο νοσοκομείο «Αγία Σοφία» και ότι το κορίτσι είχε αποδράσει, φοβούμενο ότι θα επέστρεφε στην οικογένειά της, προτού εντοπιστεί και οδηγηθεί εκ νέου στο νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες πηγές, των οποίων την ταυτότητα έχουμε δεσμευτεί να προστατεύσουμε, ήταν το αγόρι που επέστρεψε αμέσως στη Λέρο με την οικογένειά του. Το κορίτσι, αντίθετα με τη δήλωση του νοσοκομείου, παρέμεινε στο «Αγία Σοφία» για διάστημα δύο μηνών και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε εκκλησιαστικό ίδρυμα, στην κεντρική Ελλάδα.
Το σκεπτικό πίσω από τις αποφάσεις να επιστρέψει το αγόρι στην οικογένειά του, αλλά όχι το κορίτσι, η επιμέλεια του οποίου αφαιρέθηκε από τους γονείς — κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο με εισαγγελική εντολή ή δικαστική απόφαση — δεν έχει εξηγηθεί από καμία αρμόδια αρχή. Λίγους μήνες αργότερα όμως, το φθινόπωρο του 2017, το κορίτσι ανεξήγητα εμφανίστηκε ξανά στη Λέρο. Το πώς έφυγε από το ίδρυμα και πώς επεστράφη η επιμέλεια στην οικογένεια — κάτι που, πάλι, μπορεί να συμβεί μόνο με εισαγγελική εντολή ή με δικαστική απόφαση — επίσης δεν έχει διευκρινιστεί.
«Η επιστροφή των παιδιών στη Λέρο αποδείχθηκε λάθος», μας είπε ο Δήμαρχος Λέρου Μιχάλης Κόλλιας. «Οι ψυχολόγοι, οι γιατροί εκεί που την εξέτασαν θα έπρεπε να γνωρίζουν τι συμβαίνει».
Στην ερώτησή μας αν αυτό σημαίνει ότι ο εισαγγελέας ευθύνεται για το λάθος, ο δήμαρχος απάντησε: «Ο εισαγγελέας δεν είναι ψυχολόγος. Έπρεπε να το ξέρουν στο νοσοκομείο της Αθήνας. Ο Εισαγγελέας ενήργησε με βάση την αναφορά του γιατρού».
Ρωτήσαμε την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κω με ποιο σκεπτικό αποφάσισαν να επιστρέψουν τα παιδιά στη Λέρο και συγκεκριμένα γιατί δεν είχαν διατάξει κοινωνική έρευνα για την οικογένεια. Μας απάντησαν ότι «οι φάκελοι των ανηλίκων είναι εμπιστευτικοί» και «σε κάθε περίπτωση ο Εισαγγελέας ενεργεί προς το συμφέρον των ανηλίκων».
Τον Δεκέμβριο του 2017, το κορίτσι άρχισε να επισκέπτεται ψυχολόγο μία φορά την εβδομάδα στο Δημοτικό Κέντρο Κοινότητας. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες.
«Δεν είχα καμία επαφή μαζί της, εκτός από το σύντομο διάστημα που την είδα στην αίθουσα αναμονής», μας είπε η Βάσω Ευαγγέλου, κοινωνική λειτουργός στο Κέντρο Κοινότητας, όταν επισκεφτήκαμε το νησί. «Ήξερα ότι έβγαινε από μια υπόθεση που χειριζόταν ο Εισαγγελέας της Κω. Ακόμα κι αν υπήρχε υποψία ότι κάτι συμβαίνει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να προσεγγίσει τον Εισαγγελέα, αφού η υπόθεση είχε ήδη εξεταστεί και είχαν αποφασίσει να στείλουν το παιδί πίσω στη Λέρο».
Στη συνέχεια, μια μέρα του Μαΐου του 2018, ο πατέρας εμφανίστηκε ξαφνικά στο Κέντρο Κοινότητας. Ζήτησε τον ψυχολόγο που είχε δει η κόρη του, αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε στην Ευαγγέλου και της είπε ότι η κόρη του, που ήταν έξω, στο αυτοκίνητό του, δεν αισθάνεται καλά.
«Το κορίτσι είχε σχεδόν λιποθυμήσει στο πίσω κάθισμα», μας είπε η Ευαγγέλου. «Τη βοήθησα να σταθεί όρθια για να μιλήσουμε και τη ρώτησα τι συμβαίνει, αν συνέβαινε κάτι στο σπίτι. Έρχονταν εξετάσεις στο σχολείο και ξέραμε ότι είχε άγχος. Είπε ότι δεν έγινε τίποτα».
Η Ευαγγέλου είπε στους γονείς να μην την πιέσουν για το σχολείο και τους έστειλε σπίτι. Την επόμενη μέρα όμως επέστρεψαν. Ο πατέρας είπε ότι η κόρη του δεν έτρωγε ούτε έπινε νερό.
«Δεν πήγα ούτε μέχρι το αυτοκίνητο αυτή τη φορά», είπε ο Ευαγγέλου. «Έφυγαν βιαστικά και κατέληξαν στο Κρατικό Θεραπευτήριο».
Ενώ το κορίτσι βρισκόταν στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, η θεία των παιδιών εμφανίστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα και έδωσε κατάθεση κατά των γονιών. Αμέσως μετά, το κορίτσι πήγε στην αστυνομία και έκανε δήλωση και αυτή.
Ένας τοπικός δημοσιογράφος, ο Νίκος Ιγνατίδης, που παρακολούθησε στενά την υπόθεση εκείνη την εποχή, επαίνεσε έναν τοπικό αξιωματικό, τον Πάνο Αλεξίου, ως αυτόν που «έσπασε τελικά την υπόθεση». «Είναι νέος στη δουλειά», μας είπε ο Ιγνατίδης, «πολύ πρόθυμος και δεν έχει καμία σχέση με την τοπική κοινωνία».
Παράλληλα, ο Ιγνατίδης είναι πολύ επικριτικός απέναντι στον Εισαγγελέα. «Η κόρη είχε αφαιρεθεί από την επιμέλεια των γονιών πριν από ένα χρόνο», είπε, «και μετά την έφεραν πίσω στη φωλιά του λύκου… Δεν υπάρχει κάποιος που θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη για αυτό;»
Αμέσως μετά τη σύλληψη των γονέων, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, που στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως Εισαγγελέας Ανηλίκων για πολλά χρόνια, διέταξε τον Εισαγγελέα της Κω να απομακρύνει αμέσως τα παιδιά από τη Λέρο και να τα εξετάσει ειδικευμένος παιδοψυχίατρος.
Τον Σεπτέμβριο, η θεία υπέβαλε αίτηση για την επιμέλεια των παιδιών, αλλά δεν έγινε δεκτή. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν αρχικά σε ξενοδοχείο της Κω, και στη συνέχεια σε ιδιωτικό ίδρυμα, όπου μένουν μέχρι σήμερα.
Ενώ βρισκόμασταν στη Λέρο, προσπαθήσαμε να συλλέξουμε κάποιες απόψεις σχετικά με το πώς ήταν δυνατόν όλοι όσοι είχαν την ευθύνη να προστατεύσουν αυτά τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένου του Εισαγγελέα, των κοινωνικών υπηρεσιών, των νοσοκομείων και των ψυχιάτρων τόσο στη Λέρο όσο και στην Αθήνα, καθώς και μίας από τις τις μεγαλύτερες ΜΚΟ παιδικής προστασίας στη χώρα, να έχουν αποτύχει τόσο ολοκληρωτικά, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν καταγγελίες και ότι οι επαγγελματίες είχαν ήδη τα παιδιά υπό τη φροντίδα τους.
Οι προσπάθειές μας αντιμετωπίστηκαν κυρίως με σιωπή. Δεν δόθηκε άδεια για συνέντευξη με τον αστυνομικό που χειρίστηκε την αρχική προανάκριση. Επίσης, σύμφωνα, με τον ισχυρισμό της διευθύντριας του τοπικού Γυμνασίου, η ΕΛΜΕ Δωδεκανήσου έχει απαγορεύσει κάθε συζήτηση με δημοσιογράφους για το περιστατικό.
Κατά την επίσκεψή μας, ενημερωθήκαμε ότι η Πόπη Εμμανουήλ, κοινωνική λειτουργός στο Κρατικό Αναρρωτήριο Λέρου, είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση των κακοποιημένων παιδιών. Η Εμμανουήλ είναι το μόνο μέλος της Κοινωνικής Υπηρεσίας του νησιού, που σημαίνει ότι είναι το μόνο άτομο που μπορεί να λάβει εντολή από τον Εισαγγελέα, να διεξαγάγει κοινωνική έρευνα για ένα ζήτημα, όπως η υποψία κακοποίησης, και να υποβάλει αναφορά. Συχνά καλείται να κάνει το ίδιο και για τα γειτονικά νησιά.
Μας εμπόδισαν όμως να συζητήσουμε τη συγκεκριμένη υπόθεση μαζί της. Το Κρατικό Θεραπευτήριο δεν απάντησε ποτέ στα επανειλημμένα αιτήματά μας για επίσημη άδεια να μιλήσουμε με την Εμμανουήλ και έτσι μπορέσαμε να μιλήσουμε μαζί της μόνο για τις προκλήσεις του επαγγέλματός της γενικότερα.
«Μας λείπει ένας παιδοψυχίατρος», μας είπε. «Η περιοχή δεν είχε ποτέ, ούτε το νησί της Ρόδου. Υπάρχουν μόνο στο Νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία”, στην Αθήνα. Παρά τις αποτυχίες του, το “Αγία Σοφία” εξακολουθεί να είναι το μοναδικό νοσοκομείο που καλύπτει ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, τους δικαιολογώ ακόμα κι αν κάνουν λάθη, ακόμα κι αν αυτά τα λάθη επηρεάζουν ζωές. Δεν είναι Θεοί. Άνθρωποι είναι και οι γιατροί. Αντιμέτωποι με τόσα πολλά περιστατικά, είναι αναμενόμενο…»
Κατά τη συνομιλία μας με την Εμμανουήλ, έγινε σαφές ότι η επίδραση που έχει η έλλειψη παιδοψυχιάτρου στην ευημερία των παιδιών επιδεινώνεται από τις δυσκολίες μεταφοράς παιδιών στην Αθήνα για εξέταση. Οι δυσκολίες πηγάζουν από το γεγονός ότι το Κρατικό Θεραπευτήριο είναι το όργανο που έχει την ευθύνη να εκτελεί τις εντολές του Εισαγγελέα, αλλά ο Δήμος είναι αυτός που έχει τα κονδύλια.
«Κατέληξα να μαλώνω με τον δήμαρχο για πράγματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα», μας είπε.
Στο παρελθόν, η Εμμανουήλ είχε ζητήσει δωρεάν εισιτήρια από την Blue Star Ferries, την ακτοπλοϊκή εταιρεία που συνδέει το νησί, αλλά η εταιρεία αρνήθηκε. Μια άλλη φορά, ένας Εισαγγελέας έπρεπε να ζητήσει από την Εκκλησία να καλύψει τα έξοδα. Η Εκκλησία ανταποκρίθηκε.
«Λοιπόν, στις περισσότερες περιπτώσεις», είπε η Εμμανουήλ, «αν έχουμε ένα ανήλικο που πηγαίνει μόνο για παιδοψυχιατρική αξιολόγηση, ταξιδεύουν συνοδευόμενοι από τους γονείς. Ο πατέρας δεν έχει κριθεί ακατάλληλος, οπότε γιατί να μην συνοδεύσει το παιδί;»
«Ωστόσο», πρόσθεσε, «όταν προχωρήσουμε στην άμεση και κάπως απότομη απομάκρυνση του παιδιού και αφαιρέσουμε τον ανήλικο από την οικογένεια, επειδή το παιδί δεν μπορεί να είναι με κανέναν γονέα, τότε το παιδί πρέπει να συνοδεύεται από κοινωνική λειτουργό και την αστυνομία, βάσει νόμου».
«Η μεγαλύτερη πηγή θυμού», μας είπε ο Δήμαρχος Κόλλιας, «είναι ότι δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Γιατί αν είχαν μιλήσει πριν όλοι οι συγγενείς που τελικά μίλησαν, τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα. Δεν μπορώ να ξέρω τι συμβαίνει στο σπίτι σου ή εσύ στο δικό μου. Δεν είναι δυνατόν κανείς να μην ήξερε τίποτα ή το παιδί να μην είχε πει κάτι που συζητήθηκε σε κάποιους κύκλους».
Οι λίγοι κάτοικοι της Λέρου πρόθυμοι να σχολιάσουν την υπόθεση συμφώνησαν ότι τα παιδιά «σώθηκαν». Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τέλος αυτής της δοκιμασίας των συγκεκριμένων παιδιών ήταν κάποιου είδους «σωτηρία», οι προοπτικές του συστήματος να «σώσει» άλλα παιδιά λίγο πιο αποτελεσματικά στο μέλλον παραμένουν χαμηλές. Δεν υπάρχει ακόμα δημοτική κοινωνική υπηρεσία, ούτε εκπαιδευμένο ή εξειδικευμένο προσωπικό στα σχολεία, ούτε παιδοψυχίατρος.
Ο Ιγνατίδης δεν μάσησε τα λόγια του: «Οι μικρές κοινότητες είναι λίγο υποκριτικές όταν μια οικογένεια είναι κάπως μεγάλη και μπορεί να φέρει πολλές ψήφους στις τοπικές εκλογές», είπε. «Οι αρχές τείνουν πάντα να κάνουν τα στραβά μάτια. Η στάση τους είναι “έλα, μπορούμε να τον βοηθήσουμε”, “ας μην τον πάμε στον εισαγγελέα, είναι καλός άνθρωπος”, “δεν θα το ξανακάνει” και ούτω καθεξής».
Μετά το περιστατικό, σύμφωνα με την Ευαγγέλου, η Επιθεώρηση Εργασίας άρχισε έρευνα για όλες τις υπηρεσίες που εμπλέκονται στην υπόθεση, αλλά έστειλαν και κάποιον να μας «ενημερώσει για πιθανές ενδείξεις κακοποίησης».
«Αν γνωρίζαμε νωρίτερα για τα πράγματα που μας δίδαξε», είπε «υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να είχαμε πιάσει κάτι νωρίτερα. Πρέπει να σας πω, όμως, ότι αν με ρωτήσετε τώρα ποια είναι αυτά τα σημάδια, δεν θα θυμηθώ. Διάβασα τον Οδηγό που μας έδωσε για την κακοποίηση παιδιών μια φορά και δεν το ξανασχολήθηκα ποτέ. Θα ήθελα να έχω εμβαθύνει σε αυτά, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να κάνω κάτι για να μετατρέψω τις οδηγίες σε δράση. Δεν έχουμε εκπαίδευση».
Το σπίτι της οικογένειας, άδειο όταν πια επισκεφτήκαμε το νησί, φαίνεται σαν μια ερμητικά κλειστή ακρόπολη στην κορυφή ενός ορεινού χωριού. Δεν υπάρχουν πλατείες ή καφετέριες. Δύο ηλικιωμένες κυρίες που κάθονται στο μπαλκόνι πάνω από το μοναδικό μαγαζί του χωριού, ένα κομμωτήριο, είναι το σύνολο της ζωής στον δρόμο. Παρά τον καλό καιρό, όλοι οι άλλοι κάτοικοι του χωριού είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Τα αυτοκίνητα και τα τρέιλερ είναι σταθμευμένα έξω, αλλά κανένα πατζούρι δεν είναι ανοιχτό.
Ξαφνικά, η υποψία ότι αν συνέβαινε κάτι κακό, η τοπική κοινωνία δεν θα ήθελε να το μάθει, φαίνεται ανατριχιαστικά πειστική.
Μια αρχική μορφή αυτού του κειμένου αποτελεί μέρος του ρεπορτάζ «Τα παιδιά και το κράτος», το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δημοσιογραφία και αποτέλεσε το πρόπλασμα του Φακέλου 01.
[post_title] => Το «τέρας» της Λέρου [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => to-teras-tis-lerou [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-07-07 21:32:21 [post_modified_gmt] => 2024-07-07 18:32:21 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7856 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 7479 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-11-11 14:28:23 [post_date_gmt] => 2023-11-11 11:28:23 [post_content] =>Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Ήταν τέλη Νοεμβρίου του 2022 και η Φ. ήταν σχεδόν δέκα χρόνων. Ο βήχας της κρατούσε κάποιες μέρες κι έτσι η μητέρα της την πήγε στην παιδίατρο. Εκεί μίλησε η Φ. για πρώτη φορά. Είπε ότι, κάποιους μήνες πριν, όσο η μητέρα της ήταν για ένα μεγάλο διάστημα στο νοσοκομείο, ο μπαμπάς της την έπιανε σε σημεία του σώματός της που την ενοχλούσαν.
Ο πατέρας της Φ. είχε εγκαταλείψει το κοινό τους σπίτι ενάμιση μήνα νωρίτερα περίπου. Η μητέρα της Φ. καταγγέλλει ότι, προτού φύγει, την είχε χτυπήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Η ψυχολογική και σωματική βία εναντίον της είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο της εγκυμοσύνης της.
Η μητέρα της Φ. υποστηρίζει ότι είχε προσπαθήσει να χωρίσει πολλές φορές στο παρελθόν εξαιτίας της σωματικής και ψυχολογικής βίας που είχε υποστεί από τον σύζυγό της. Πολλές γυναίκες-επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας έχουν περιγράψει την ιδιαίτερη συνθήκη φόβου και αυτοπαγίδευσης — όπως λόγου χάρη το να πιστεύουν ότι, παρά τη βία που υφίστανται, το «λάθος» είναι δικό τους — που ακυρώνει τις επανειλημμένες προσπάθειές τους να διαφύγουν. Όμως στην περίπτωση της μητέρας της Φ. συνέτρεχε κι ένας ακόμη λόγος:
Η μητέρα της Φ. πάσχει από σοβαρή μορφή καρκίνου. Πάσχιζε λοιπόν, όπως λέει, να βελτιώσει τη σχέση της κόρης της με τον πατέρα της, επειδή φοβόταν πως θα πεθάνει και η κόρη της θα αναγκαστεί να ζήσει μαζί του.
Η Φ. εμφάνιζε αποστροφή για τον πατέρα της, σύμφωνα με όσα αφηγείται η μητέρα της, από όταν ήταν μωρό και, καθώς μεγάλωνε, αρνιόταν να μένει μαζί του. Όταν ο καρκίνος, ο οποίος είχε φαινομενικά αντιμετωπιστεί, επανεμφανίστηκε επιθετικά, η μητέρα της Φ. αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο διάστημα. Η Φ. έκλαιγε κάθε μέρα όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο, λέγοντας πως ο μπαμπάς είναι «κακός».
Η μητέρα της Φ. ωστόσο υπέθετε, όπως λέει, ότι η άρνηση της κόρης της οφειλόταν στο ότι ο πατέρας της δεν είχε ποτέ χτίσει σχέση μαζί της και στο ότι ήταν απότομος, ενώ το παιδί είχε πλειστάκις γίνει μάρτυρας της βίας που αυτός ασκούσε εναντίον της μητέρας της.
Έτσι και όταν άκουσε την εξομολόγηση της Φ. στην παιδίατρο, η αυθόρμητη αντίδρασή της ήταν να σκεφτεί ότι πρόκειται για παρεξήγηση, ότι ο πατέρας της μάλλον είχε, με τον απότομο και βίαιο τρόπο του, άθελά του κάνει κάτι στην Φ.
«Είχα άρνηση» μας λέει. «Το ξέρω ότι είναι άγαρμπος και το ξέρω ότι είναι παρεμβατικός. Το ξέρω ότι μπαίνει στο μπάνιο χωρίς να τη ρωτάει, το οποίο το έχουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές ότι είναι μεγάλο παιδί, δηλαδή μη μπαίνεις όταν είναι τουαλέτα, μην ανοίγεις την πόρτα όταν κάνει μπάνιο… Δεν μπαίνω ούτε εγώ πια. Σκεφτόμουν μήπως είναι παρεξήγηση…»
Όταν η μητέρα της Φ. επισκέφτηκε την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2022, οι αστυνομικοί την ρώτησαν αν θέλει να κάνει καταγγελία. Η μητέρα της Φ. απάντησε πως αυτό θα εξαρτιόταν από το αποτέλεσμα της διερεύνησης και πως για την ώρα αυτό που ήθελε ήταν να μάθει την αλήθεια για ό,τι συνέβη στην κόρη της.
Λίγες ημέρες αργότερα, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα στο οποίο της είπαν την επομένη να φέρει το παιδί στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων για εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου 2022. Μετά την εξέταση, σύμφωνα με τη μητέρα, οι αστυνομικοί της επιβεβαίωσαν ότι η Φ. έχει κακοποιηθεί και τη συμβούλεψαν να αναζητήσει ψυχολόγο για την κόρη της αλλά και για την ίδια. Προτού φύγει αυτή και η κόρη της από τη ΓΑΔΑ, οι αστυνομικοί της ζήτησαν να φροντίσει να μην μάθει τίποτα ο πατέρας της Φ. όσο διαρκούσε η διερεύνηση. Της είπαν επίσης να τους τηλεφωνήσει αμέσως σε περίπτωση που το παιδί έχει πρόσθετα πράγματα να αναφέρει ή αν συμβεί οτιδήποτε άλλο σχετικό με τη διερεύνηση. Την παρότρυναν, τέλος, να καταθέσει μήνυση για την ενδοοικογενειακή βία εναντίον της, κάτι που έκανε τον Ιανουάριο.
Η μητέρα της Φ. απευθύνθηκε σε ιατροδικαστική παιδοψυχολόγο (το όνομά της είναι στη διάθεση του Manifold, επειδή όμως έχουμε λάβει γνώση στοχοποίησης και απειλών εναντίον της, επιλέγουμε να μην το αναφέρουμε), η οποία αφενός ανήκει στον κατάλογο των διαπιστευμένων δικαστικών πραγματογνωμόνων, αφετέρου είναι εκπαιδευμένη στα ειδικά πρωτόκολλα για τη διάγνωση της παιδικής κακοποίησης σύμφωνα με τα σύγχρονα διεθνή πρότυπα. Η παιδοψυχολόγος πραγματοποίησε το επόμενο διάστημα δεκαέξι συνεδρίες με την Φ. και βεβαίωσε στην πραγματογνωμοσύνη της ότι κατά την επιστημονική της άποψη, το παιδί έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα του.
Παράλληλα, η Φ. συνέχισε να εξομολογείται πλευρές της σεξουαλικής κακοποίησης που, όπως λέει, υπέστη από τον πατέρα της. Σταδιακά μίλησε στη δασκάλα της, στην κολλητή της φίλη στο σχολείο, η οποία ενημέρωσε τη μητέρα της, στη νονά της και στην παιδίατρό της για δεύτερη φορά. Το σχολείο του παιδιού έκανε τρεις αναφορές στην εισαγγελία ανηλίκων. Η μητέρα της Φ. κατέθεσε όσα αφηγούνταν το παιδί της σε συμπληρωματικές καταθέσεις στη ΓΑΔΑ. (Οι λεπτομερειακές αφηγήσεις της Φ. για όσα υποστηρίζει ότι υπέστη από τον πατέρα της είναι σε γνώση του Manifold, ωστόσο για προφανείς λόγους αποφεύγουμε να τις παραθέσουμε.)
Ο πατέρας της Φ., κατά το διάστημα που ακολούθησε την αποχώρησή του από το σπίτι τους, τον Οκτώβριο του 2022, είχε προσπαθήσει να την προσεγγίσει κάποιες φορές, όμως η Φ. κάθε φορά αρνιόταν να τον συναντήσει και εκδήλωνε, σύμφωνα με τη μητέρα της, φόβο γι΄αυτόν.
Εξαιτίας της προειδοποίησης της αστυνομίας να μην μάθει ο πατέρας της Φ. για τη διερεύνηση των καταγγελιών του κοριτσιού, δεν ήταν εφικτό να κατατεθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την επιμέλεια του παιδιού, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την άμεση ειδοποίηση του πατέρα. Γι’ αυτό, όσο ακόμη η ποινική δικογραφία εκκρεμούσε μεταξύ εισαγγελίας ανηλίκων και ασφάλειας, η μητέρα είχε κάνει επανειλημμένες κρούσεις προς την εισαγγελία ανηλίκων να εξασφαλίσουν την προστασία της Φ. αποκλείοντας την επικοινωνία με τον πατέρα της.
Η εισαγγελία δεν πήρε κανένα μέτρο, με αποτέλεσμα τελικά, τον Απρίλιο του 2023, να επιδοθεί στη μητέρα της Φ. αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του πατέρα, με την οποία ζητούσε την από κοινού επιμέλεια του παιδιού ή/και δικαιώματα επικοινωνίας. Η μητέρα της Φ. απάντησε με δική της αίτηση, στην οποία ζητούσε αποκλειστική επιμέλεια, καθώς και να απαγορευτεί στον πατέρα να προσεγγίζει αυτήν και την κόρη τους.
Στη συζήτηση της προσωρινής διαταγής επί των αιτήσεων, τον Μάιο του 2023, πέραν της αναμενόμενης άρνησης του πατέρα κάθε πράξης που έχει καταγγείλει η Φ., οι συνήγοροί του, Σταυρούλα Παπαδέα, που χειρίζεται το αστικό σκέλος, και Φιλοθέη Βαρσάμη από τη δικηγορική εταιρεία «Στεφανάκης - Γκαβέλας και συνεργάτες», που χειρίζεται το ποινικό, υποστήριξαν ότι οι κατηγορίες είναι κατασκευασμένες από την ιατροδικαστική παιδοψυχολόγο. Ανέφεραν μάλιστα στο δικαστήριο ότι η παιδοψυχολόγος ελέγχεται από τη δικαιοσύνη για ψευδείς γνωματεύσεις, βάσει της αναφοράς που έχουν καταθέσει στον Άρειο Πάγο «δεκαέξι πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η συνήγορος Βαρσάμη, λόγου χάρη, υποστήριξε κατά τη συζήτηση ότι «υπάρχουν πατεράδες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κ. [...] έχει δώσει βεβαιώσεις ότι ασελγούσαν οι πατεράδες, ότι κακοποιούσαν τα παιδιά τους, κι αποδείχθηκε όταν τα παιδιά ελέγχθηκαν από πραγματικά επιστήμονες αντικειμενικούς και ανεξάρτητους είτε ότι τα παιδιά έλεγαν ψέμματα είτε ότι τα παιδιά δεν είχαν πει ποτέ αυτά τα πράγματα για τους γονείς τους», συνεπώς η παιδοψυχολόγος είναι αποδεδειγμένα «αναξιόπιστη».
Η υπόθεση των «δεκαέξι πατεράδων» εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με αυτή της Φ. και έχει επανειλημμένα και εκτενώς παρουσιαστεί σε κάποια από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας. Συγκεκριμένα, πάρα πολλά δημοφιλή ΜΜΕ, όπως το MEGA, ο ANT1, το Star και το Πρώτο Θέμα, αλλά και πολλές μικρότερες ιστοσελίδες, έχουν δώσει πολύ μεγάλη έκταση στο θέμα προσφέροντας σχεδόν απεριόριστο και δίχως αντίλογο βήμα στους καταγγελλόμενους και στους συνηγόρους τους, Χριστίνα Φλώρου και Όθωνα Παπαδόπουλο, καθώς και στην ψυχολόγο Χριστίνα Αντωνοπούλου, η οποία κατά δήλωσή της «έχει δει» τους «δεκαέξι», ενώ έχει γνωματεύσει και για τον πατέρα της Φ. Τα «ρεπορτάζ» αυτά κάνουν λόγο για «φάμπρικα ψευδών ιατρικών γνωματεύσεων» και αναπαράγουν ωσάν να είναι γεγονός πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί άδικα με βάση αποκλειστικά τις γνωματεύσεις της συγκεκριμένης ψυχολόγου, κατά παραγγελία των πρώην γυναικών τους, οι οποίες θέλουν να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους.
Δεν γνωρίζουμε για ποιον λόγο τόσα ΜΜΕ έχουν λειτουργήσει ως επί της ουσίας «διαφημιστική εκστρατεία» των συγκεκριμένων καταγγελόμενων πατεράδων και των συνηγόρων τους, σε έρευνα που πραγματοποιήσαμε για την υπόθεση των «δεκαέξι», ωστόσο, προέκυψε διαφορετική εικόνα:
Πρώτον, η αναφορά στον Άρειο Πάγο βρίσκεται ακόμη σε στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης και συνεπώς μόνο το γεγονός ότι κάποιοι καταγγελλόμενοι για ειδεχθή εγκλήματα κατέθεσαν μια αναφορά δεν σημαίνει τίποτε απολύτως πέραν της προσπάθειάς τους να αντικρούσουν τις καταγγελίες και σίγουρα δεν «αποδεικνύει» την αναξιοπιστία της παιδοψυχολόγου.
Δεύτερον, δεν αληθεύει ότι «τα παιδιά ελέγχθηκαν από επιστήμονες αντικειμενικούς και ανεξάρτητους» και αποδείχτηκε ότι «έλεγαν ψέμματα», τουναντίον αυτό υποστηρίζεται μόνο στις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων που προσλαμβάνουν οι καταγγελλόμενοι. Μάλιστα, σε πολλές από τις υποθέσεις υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, όπως καταθέσεις στη ΓΑΔΑ κτλ, συνεπώς δεν αληθεύει ούτε ότι οι καταγγελίες βασίζονται αποκλειστικά στις γνωματεύσεις της συγκεκριμένης παιδοψυχολόγου.
Τρίτον, μακράν του να έχουν αθωωθεί ή απαλλαγεί οι «δεκαέξι», οι υποθέσεις τους βρίσκονται σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας, με κάποιους να έχουν ήδη παραπεμφθεί να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο για ασέλγεια κατά των παιδιών τους.
Κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής, η συνήγορος της μητέρας της Φ., Αντωνία Λεγάκη, αντέτεινε ότι είναι αστείο να συζητάμε για κάποια «συνωμοσία» που εξυφαίνει μια ψυχολόγος, τη στιγμή που το παιδί έχει μιλήσει στην παιδίατρό του, στην νονά του, στη δασκάλα του και στην κολλητή της, όπως προκύπτει από ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, καθώς βέβαια και στην αστυνομία, όπως προκύπτει από τη δικανική εξέταση στη ΓΑΔΑ. Και, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί να δει το βίντεο από την κατάθεση του παιδιού ή και να εξετάσει το ίδιο το παιδί.
Η Πρόεδρος του δικαστηρίου Ευγενία Ζωχιού απάντησε ότι δεν θα δει το βίντεο και ότι «αρκούν αυτά για μια προσωρινή διαταγή» και αποφάσισε να αναθέσει μεν στη μητέρα την προσωρινή επιμέλεια της Φ., να δώσει δε στον πατέρα δικαίωμα συναπόφασης σε θέματα υγείας και εκπαίδευσης, καθώς και δικαίωμα επικοινωνίας με διανυκτέρευση.
«Εγώ έχω πάει να ζητήσω βοήθεια από τη δικαιοσύνη…» μας είπε η μητέρα της Φ. «Η Φ. Ήταν στο σχολείο, ήξερε ότι θα έβγαινε η απόφαση και ρώτησε τη δασκάλα της αν μπορεί να με πάρει τηλέφωνο να δει τι έγινε. Και δεν ήξερα τι να της πω, με πιάσαν τα κλάματα».
Η μητέρα της Φ. κατέθεσε στη συνέχεια αίτηση ανάκλησης της προσωρινής διαταγής, με το αιτιολογικό ότι η Φ. είναι πλέον τρομοκρατημένη με την πιθανότητα να την πάρει ο πατέρας της και συνεπώς η απόφαση συνιστούσε έναν διαρκή επανατραυματισμό της. Η πλευρά του πατέρα, η οποία εκφράστηκε από τον συνήγορό του Αλέξη Στεφανάκη που χειρίζεται και την ποινική υπόθεση, επανέλαβε τα περί κατασκευής των κατηγοριών από την παιδοψυχολόγο. Η αίτηση απορρίφθηκε.
«Το είπα στην Φ.» μας λέει η μητέρα «και μου είπε: “Δεν μπορείς να με προστατέψεις. Και τώρα θα έρθει να με πάρει”».
Όταν ο πατέρας προσπάθησε τρεις φορές, στο επόμενο διάστημα, να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας που του έδωσε το δικαστήριο, η Φ. αρνήθηκε να πάει μαζί του, φωνάζοντάς του μάλιστα από το μπαλκόνι πως ήθελε να φύγει.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή μια διαταγή για επικοινωνία να μένει ανεφάρμοστη στην πράξη επειδή το παιδί αρνείται να δει αυτόν που καταγγέλλει για την κακοποίησή του είναι συχνό, διότι αναμενόμενα είναι η μόνη καταφυγή απέναντι στην αποτυχία των δικαστικών αρχών να προστατέψουν τα παιδιά.
Σύμφωνα με την έρευνα του Manifold, βάσει της οποίας έχουμε γυρίσει και το σχετικό ντοκιμαντέρ «Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία», οι αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές συστηματικά παραβιάζουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων και επιπλέον καθυστερούν ασυγχώρητα να τις διερευνήσουν, με αποτέλεσμα συχνότατα να δίνεται επικοινωνία σε καταγγελλόμενους πατεράδες όταν δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Σε γνώση μας είναι ακόμη και υπόθεση στην οποία οι πραγματογνωμοσύνες έχουν διεξαχθεί με το δικαστήριο να έχει ήδη παραδώσει το παιδί στην επιμέλεια του πατέρα, τον οποίο έχει καταγγείλει για την σεξουαλική του κακοποίηση. Και όλα αυτά τη στιγμή που η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η λεγόμενη και Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει, προβλέπει ότι πρέπει να λαμβάνονται «τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επικοινωνίας ή κηδεμονίας δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών».
Τον Ιούνιο του 2023, η εισαγγελία παρήγγειλε να διεξαχθεί δικανική εξέταση της Φ. στο Σπίτι του Παιδιού της Αθήνας. Ακολούθως, ο πατέρας κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις στην εισαγγελία, τις οποίες, μετά την παρέλευση προθεσμίας που ζήτησε και πήρε, τελικά κατέθεσε. Η ποινική υπόθεση εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Τον Ιούλιο του 2023, οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. κατέθεσαν νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας αυτή τη φορά την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού. Τον Οκτώβριο, η δικηγόρος Νάντια Κωνστάντου, επικεφαλής του τμήματος οικογενειακού δικαίου της δικηγορικής εταιρείας «Μίνα Καούνη και Συνεργάτες» που ανέλαβε την υπόθεση της Φ. και της μητέρας της, παραιτήθηκε από την εκκρεμή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της μητέρας και κατέθεσε νέα αίτηση, λόγω και των νέων πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από την εξέταση της Φ. στο Σπίτι του Παιδιού, ζητώντας να δοθεί η αποκλειστική επιμέλεια της Φ. στη μητέρα, συμπεριλαμβανομένης κάθε σημαντικής απόφασης που αφορά την υγεία και την εκπαίδευση του παιδιού, να απαγορευτεί στον πατέρα να προσεγγίζει τη Φ. και την μητέρα της καθώς και συνεισφορά του πατέρα στη διατροφή της ίδιας και της κόρης της, καθότι δεν δύναται να εργαστεί λόγω του σοβαρού προβλήματος της μητέρας.
Ενόψει της συζήτησης της προσωρινής διαταγής επί της νέας αίτησης της μητέρας, η πλευρά του πατέρα κατέθεσε νέο αίτημα προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούσε την προσωρινή επιμέλεια της Φ. και, επικουρικά, επικοινωνία με διανυκτέρευση. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2023, οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. επανέλαβαν την υπερασπιστική τους γραμμή, με τον Αλέξη Στεφανάκη να φωνάζει ότι η μητέρα της Φ. είναι «εμμονική». Όταν η πρόεδρος, Σταματίνα Λάου, ζήτησε να δει το παιδί, ο συνήγορος φώναξε: «Ποιο παιδί; Αυτό το οποίο καθοδηγείται από μια μητέρα και μία παιδοψυχολόγο ελεγχόμενη από τη δικαιοσύνη; Ποιο παιδί;» και συνέχισε: «Αυτή εδώ είναι μια επικίνδυνη γυναίκα. Έχει κάνει το παιδί γενίτσαρο».
Η πρόεδρος πράγματι συνάντησε τη Φ., εκτός της δικαστικής αίθουσας, και η απόφαση επιτέλους αντιμετώπισε το συμφέρον του παιδιού ως προτεραιότητα: έδωσε προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια της Φ. στη μητέρα της και διατροφή για τη μητέρα και το παιδί. Η αίτηση του πατέρα απορρίφθηκε στο σύνολό της, περιλαμβανομένου και του αιτήματός του για επικοινωνία. Έπεται η εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων, που είναι προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο του 2024
Μέχρι τότε, όσες γυναίκες τόλμησαν να καταθέσουν όσα το ίδιο το παιδί τους είπε — η παιδίατρος, η νονά, η μητέρα της συμμαθήτρίας της, η παιδοψυχολόγος αλλά και η ίδια η μητέρα της Φ. —, καλούνται να αντιμετωπίσουν μηνύσεις και αγωγές εκ μέρους του πατέρα, ύψους περίπου δύο εκατομμυρίων ευρώ συνολικά.
Οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. έχουν συνενώσει πλήρως την υπερασπιστική τους γραμμή με αυτή των «δεκαέξι», με τους οποίους φαίνεται ότι είναι διασυνδεδεμένοι και άλλοι, κάποιοι από τους οποίους έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη. Για του λόγου το αληθές, η ψυχολόγος Χριστίνα Αντωνοπούλου, που έχει γράψει γνωμάτευση για τον πατέρα της Φ., έχει πει σε τηλεοπτική εκπομπή ότι πρόκειται για περίπου 30 άνδρες, ενώ ο Αλέξης Στεφανάκης σε συνέντευξή του έχει πει ότι «έχω την τύχη να μπαίνω τριακοστός σε αυτήν την ιστορία και να έχω όλο το know how του τι έχει συμβεί».
Η βάση της υπεράσπισης σε όλες αυτές τις υποθέσεις είναι η περίφημη «γονεϊκή αποξένωση», την οποία έχει επικαλεστεί ρητά ο πατέρας της Φ. σε αίτησή του προς την εισαγγελία ανηλίκων, κάνοντας λόγο για «σύνδρομο γονικής αποξένωσης».
Συνοπτικά, η «γονεϊκή αποξένωση» — για την οποία έχουμε γράψει αναλυτικό ρεπορτάζ — είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», συχνά με τη βοήθεια ψυχολόγων, έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού.
Αυτό, άλλωστε, έχει υποστηρίξει και η Χριστίνα Αντωνοπούλου σε τεχνική έκθεσή της υπέρ του πατέρα της Φ., γράφοντας ότι τα παιδιά οδηγούνται σε ψευδείς μαρτυρίες επειδή είναι επιρρεπή στην υποβολή από τους ενήλικες, θέση την οποία επιχειρεί να στηρίξει παραπέμποντας στον ιδρυτή της θεωρίας, Richard Gardner.
Ο Gardner, ωστόσο, βιοποριζόταν ακριβώς ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους, και ουδέποτε τεκμηρίωσε με επιστημονικό τρόπο τη θεωρία του, ενώ διατηρούσε και μάλλον περιθωριακές αντιλήψεις για την παιδοφιλία, όπως ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά».
Η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», μ’ άλλα λόγια, στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους, όπως προκύπτει από πολλές δημόσιες τοποθετήσεις των «δεκαέξι» ή «τριάντα» και των συνηγόρων τους και όπως το έχει συνοψίσει ο συνήγορος του πατέρα της Φ., Αλέξης Στεφανάκης, σε συνέντευξή του, λέγοντας ότι οι μητέρες «με πρόσχημα το πλέον ατιμωτικό αδίκημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας πατέρας οδηγούν στην πλήρη αποξένωση το παιδί τους, καταστρέφοντας την αθωότητά του, καταστρέφοντας την παιδική του ηλικία, καταστρέφοντας μια ιερή σχέση του πατέρα με το παιδί τους για ένα περίεργο δικό τους μονοπάτι εγωισμού, τύφλωσης, ματαιοδοξίας…»
Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειονότητα της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας απορρίπτει αυτή τη θεωρία, ενώ συμφωνεί ότι οι ψευδείς καταγγελίες παιδιών εναντίον κάποιου γονέα για σεξουαλική κακοποίηση είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Έχει επίσης τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτού του λόμπι με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Τον Απρίλιο του 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών».
Τον Νοέμβριο του 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας. Η GREVIO εξέφρασε «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
[post_title] => Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 10hroni-kakopoiisi-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:16:48 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:16:48 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7479 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [3] => WP_Post Object ( [ID] => 7796 [post_author] => 4 [post_date] => 2024-06-11 17:24:00 [post_date_gmt] => 2024-06-11 14:24:00 [post_content] =>Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 17 Μαΐου 2024, ένας άνδρας καταδικάστηκε ομόφωνα από το ΜΟΔ (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο) Αθηνών σε 13 χρόνια κάθειρξη για το κακούργημα της ασέλγειας, με θύμα τον ανήλικο γιο του. Ήταν ένας από τους «16 πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά και που εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου έχουν βρει άπλετο χώρο σε τηλεοπτικές εκπομπές και ιστοσελίδες, όπου ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα πλεκτάνης.
Η μιντιακή αυτή εκστρατεία, με αλλεπάλληλα ρεπορτάζ και δημοσιεύματα που επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό περί πλεκτάνης ωσάν να αποτελεί αποδεδειγμένο γεγονός, κορυφώθηκε προ μηνών εστιάζοντας κυρίως στην περίπτωση μίας ιδιώτη ψυχολόγου, την οποία κατηγορούσαν για «ψευδείς γνωματεύσεις». Οι «ψευδείς γνωματεύσεις» είναι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόμενων ανδρών και των δημοσιογράφων που τους συνεπικουρούν, το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι κατηγορίες εναντίον τους.
Λίγες μέρες πριν την καταδίκη του άνδρα στο ΜΟΔ, η μιντιακή εκστρατεία αναζωπυρώθηκε, ανασύροντας την περίπτωση και μιας δεύτερης ψυχολόγου, η οποία είναι μάλιστα και αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., την οποία κατηγορούν ως συμμέτοχη στην υποτιθέμενη πλεκτάνη, μαζί με διάφορους δικηγόρους.
Η πλεκτάνη, σύμφωνα με κάποιους από τους άνδρες αυτούς, έχει εξυφανθεί από τις πρώην συντρόφους τους, οι οποίες με τη συνέργεια ψυχολόγων και δικηγόρων τους έχουν κατηγορήσει ψευδώς με στόχο να τους αποξενώσουν από τα παιδιά τους. Σύμφωνα με άλλους, για την πλεκτάνη είναι ευθέως υπεύθυνες οι δύο ψυχολόγοι.
Ονομάζουμε τον πυρήνα των καταγγελλόμενων ανδρών «ομάδα των 16» ή «16 πατεράδες», διότι πρόκειται για αυτούς τους 16 που κινήθηκαν αρχικά εναντίον της πρώτης ψυχολόγου. Κοντά σε αυτούς, έχουμε εντοπίσει άλλους 7 «δορυφόρους», οι οποίοι έχουν παρομοίως καταγγελθεί από τα παιδιά τους και συνδέονται με την «επίσημη» ομάδα. Τέλος, υπάρχουν άλλοι 10 που έχουν καταθέσει εναντίον της ψυχολόγου-αστυνομικού, εκ των οποίων ένας είναι και στους «16».
Ας τους ονομάσουμε, χάριν διευκόλυνσης, «16+ πατεράδες», εννοώντας πλέον το σύνολο των καταγγελλομένων για ασέλγεια από τα παιδιά τους, οι οποίοι είτε συμμετέχουν είτε συνδέονται με την εκστρατεία κατά των δύο ψυχολόγων.
Επειδή όλο αυτό το διάστημα στις διάφορες εκπομπές και ιστοσελίδες έχουν ακουστεί μεγάλες ανακρίβειες, θα προσπαθήσουμε εδώ να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει με αυτή την ομολογουμένως πρωτάκουστη ιστορία.
Όπως έχουμε πει και αλλού, τα στοιχεία για την εκτιμώμενη έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, 1 στα 30 παιδιά έχει ή θα έχει μέχρι να ενηλικιωθεί μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, όλες οι μορφές της σεξουαλικής κακοποίησης — δηλαδή όχι μόνο βιασμοί αλλά ασέλγειες κτλ — αφορούν ακόμη περισσότερα παιδιά: ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1 στα 5.
Επιπλέον, σύμφωνα με όλους τους έγκυρους ειδικούς, στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, δράστης είναι κάποιος οικείος του παιδιού — γονέας, συγγενής, οικογενειακός φίλος, δάσκαλος, προπονητής, ιερέας κτλ.
Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός ότι δύο παιδοψυχολόγοι ειδικευμένες στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση έχουν γνωμοδοτήσει για μερικές δεκάδες υποθέσεις που αφορούν καταγγελλόμενους πατεράδες είναι απολύτως μέσα στο όριο της στατιστικής πρόβλεψης.
Αντιθέτως, εύλογη απορία προκαλεί το πώς 30 περίπου άτομα που καταγγέλλονται ή κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα, πλην όμως σε ασύνδετες μεταξύ τους υποθέσεις, βρίσκονται να συνασπίζονται και να συμπορεύονται, δίχως καμία αντικειμενική διασφάλιση ότι η ενδεχόμενη ενοχή ενός δεν θα επηρεάσει την υπερασπιστική γραμμή ενός άλλου.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, έχουν έρθει σε γνώση μας οι υποθέσεις των «16+ πατεράδων» μία προς μία. Έχουμε ασφαλώς τη δεοντολογική υποχρέωση να μην αποκαλύψουμε την ταυτότητα οποιουδήποτε από αυτούς, είτε καταγγελλόμενου, είτε υπόδικου, είτε καταδικασμένου με καταδίκη που δεν είναι ακόμη αμετάκλητη, είτε ακόμη και κάποιου που έχει απαλλαγεί. Όχι μόνο για την προστασία της δικής τους ιδιωτικής σφαίρας, από τη στιγμή που δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα, αλλά και για την προστασία των παιδιών τους που σε πολλές περιπτώσεις φέρουν τα επώνυμά τους.
Είμαστε σε θέση, ωστόσο, να διαπιστώσουμε — όπως έχουμε ήδη καταγράψει με προηγούμενο ρεπορτάζ μας αλλά και με σειρά ενημερωτικών βίντεο — ότι ο ισχυρισμός πως οι περισσότεροι από τους «16» έχουν αθωωθεί δεν ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους «16+». Οι περισσότερες από τις υποθέσεις των ανδρών αυτών είναι ανοιχτές: κάποιες βρίσκονται στην προανάκριση, κάποιες στην κύρια ανάκριση, κάποιες στο δικαστικό συμβούλιο, και κάποιες έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν στο ΜΟΔ.
Ο πρώτος άνδρας, λόγου χάρη, ο οποίος έστειλε «αναφορά» στην αστυνομία πριν από έναν χρόνο περίπου εναντίον της 2ης ψυχολόγου, της αξιωματικού, έχει παραπεμφθεί να δικαστεί στο ΜΟΔ τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 2024.
Δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους.
Άλλος άνδρας, από τους «δορυφόρους» αυτός, έχει πάρει αναβολή για τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε άλλη δίκη προ ημερών για χωριστή δικογραφία, κατηγορούμενος για τον ξυλοδαρμό της κόρης του, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για την οποία ζήτησε και πήρε αναβολή. Το αποτέλεσμα είναι, πρώτον, ανέβαλε για μεγάλο διάστημα την εκδίκαση της σωματικής βλάβης, καθότι βάσει πρόσφατης νομοθεσίας όλες αυτές οι υποθέσεις μεταφέρονται από το Τριμελές στο Μονομελές, γεγονός που έχει προκαλέσει τεράστια αναταραχή και οι υποθέσεις που αναβάλλονται δεν παίρνουν δικάσιμο αλλά πρέπει να επανακληθούν· και, δεύτερον, ο κατηγορούμενος θα προσέλθει στο ΜΟΔ τον Σεπτέμβριο για την εκδίκαση της ασέλγειας κατά της κόρης του, δίχως την ενδεχόμενη καταδίκη του για σωματική βλάβη, την οποία διακινδύνευε αν είχε δικαστεί τώρα.
Άλλος πατέρας, ο οποίος παρεμπιπτόντως τυγχάνει αστυνομικός και ανήκει στους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου, βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Γι’ αυτόν, μόλις διατάχθηκε η κόρη του να υποστεί την πολλοστή πραγματογνωμοσύνη και ορκίστηκαν οι πραγματογνώμονες — δυστυχώς, με μια διαδικασία που έχει πολλά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σε εξέλιξη.
Στην υπόθεση άλλου πατέρα, πάλι, από τους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου και αυτός, έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση, και εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, το βούλευμα αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο και ο πατέρας παραπέμπεται εκ νέου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα συνεδριάσει με άλλη σύνθεση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, μακράν του να έχουν αθωωθεί όλοι αυτοί οι καταγγελλόμενοι πατεράδες, οι περισσότερες υποθέσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους συνήθεις αργούς, επίπονους και ενίοτε αλλοπρόσαλλους ρυθμούς της δικαιοσύνης και του ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας — κάτι που, οφείλουμε να τονίσουμε, πλήττει πρωτίστως τα παιδιά.
Από την αναλυτική εξέταση των υποθέσεων, βλέπουμε επίσης ότι δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους. Ποιος, άλλωστε, παραπέμπεται ποτέ να δικαστεί για κακούργημα με μόνο αποδεικτικό στοιχείο τη γνωμοδότηση μιας ιδιώτη ψυχολόγου;
Αντιθέτως, στις δικογραφίες αυτές συγκεντρώνονται πολλαπλά αποδεικτικά μέσα, όπως — και κυρίως — οι καταθέσεις των παιδιών στις αρχές, δημόσιες πραγματογνωμοσύνες, ένορκες βεβαιώσεις άλλων μαρτύρων και βέβαια οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων-ψυχιάτρων που προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι καταγγελλόμενοι, οι οποίοι γνωματεύουν υπέρ τους.
Το αν τα αποδεικτικά μέσα αυτά είναι επαρκή σε κάθε υπόθεση θα το κρίνει το κάθε δικαστήριο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι «16+» έχουν εξαπολύσει επίθεση εναντίον των δύο ψυχολόγων όχι έχοντας αθωωθεί στην πλειονότητά τους, αλλά με τις υποθέσεις τους ανοιχτές, γεγονός που λογικά συνεπάγεται ότι την πορεία αυτών ακριβώς των υποθέσεων προσπαθούν να επηρεάσουν.
Εντούτοις, υπάρχουν κάποιοι, τόσο από τους αρχικούς «16» όσο και από τη διευρυμένη ομάδα των «16+» που είτε έχουν απαλλαγεί με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε έχουν αθωωθεί στο ακροατήριο.
Το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Ας κάνουμε μια προκαταρκτική παρατήρηση: λέμε συχνά ότι «καλύτερα να αθωωθούν εκατό ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος». Γι’ αυτό και στην ποινική δίκη το δικαστήριο πρέπει να πειστεί πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ακριβώς όπως του αποδίδεται. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν πειστεί απολύτως, είναι υποχρεωμένο να αθωώσει. Δεν γίνεται, λόγου χάρη, ένα ποινικό δικαστήριο να πει «υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να το έκανε από ό,τι όχι, άρα καταδικάζω». Αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην το έκανε, οφείλει να αθωώσει.
Όλα αυτά είναι πολύ σωστά και κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου δεν ισχύουν. Σημαίνουν όμως και ότι κάποιες φορές το δικαστικό σύστημα είναι αδύνατο να αγγίξει την αλήθεια.
Αν αυτό ακούγεται παράξενο, ας αναλογιστούμε το εξής: γιατί κάθε φορά που αθωώνεται ένας κατηγορούμενος, δεν καταδικάζονται αμέσως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας για ψευδομαρτυρία; Γιατί δεν θεωρούμε ότι αφού είναι αθώος, όποιος τον κατηγόρησε είπε απαραιτήτως ψέματα; Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν διώκεται αμέσως ο εισαγγελέας, αν υποστήριξε την ενοχή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο; Ψέματα δεν είπε; Αν κάποιος καταδικαστεί πρωτόδικα αλλά αθωωθεί στο Εφετείο, γιατί δεν διώκονται οι δικαστές και οι ένορκοι του Α’ βαθμού; Αυτοί δεν συνήργησαν με τους ψευδομάρτυρες για να καταδικαστεί ένας αθώος;
Προφανώς, αυτά δεν συμβαίνουν. Αντιθέτως, το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Έτσι και στις υποθέσεις στις οποίες κάποιοι από αυτούς τους άνδρες έχουν απαλλαγεί. Σε μία, λόγου χάρη, υπάρχουν ιατροδικαστικά ευρήματα στον πρωκτό του παιδιού. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι το παιδί κακοποιήθηκε και μάλιστα όταν εκτελούσε επικοινωνία με τον πατέρα του. Αλλά δεν πείστηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ήταν ο πατέρας του που το κακοποίησε.
Σε άλλη υπόθεση, που αφορά δύο παιδιά, διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της αστικής αντιδικίας, που αφορούσε την επικοινωνία. Παράλληλα, στο ποινικό σκέλος, το ένα παιδί κατέθεσε στην αστυνομία, η ανακρίτρια, όμως, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, αφού είχε ήδη διαταχθεί στο αστικό σκέλος. Μάλιστα, πήρε το παιδί, το κάθισε σε ένα παγκάκι και το ρώτησε: «Αγαπάς τον μπαμπά σου;». Η διαφορά, όμως, μεταξύ της πραγματογνωμοσύνης στο αστικό και αυτής στο ποινικό είναι ότι η πρώτη γίνεται με ευθύνη του ενάγοντος. Μετά από την άρνηση δύο ψυχιάτρων να αναλάβουν την πραγματογνωμοσύνη στο αστικό σκέλος – και τη δυσκολία της μητέρας να διαθέσει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται – η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε. Δεν έγινε όμως ούτε στο ποινικό σκέλος, αφού δεν είχε διαταχθεί ποτέ από την ανακρίτρια. Ο άνδρας δικάστηκε, η εισαγγελική πρόταση ήταν καταδικαστική, αλλά ο εισαγγελέας είπε: «Διατηρώ ελάχιστες αμφιβολίες». Το δικαστήριο αθώωσε. Ο άνδρας, βέβαια, εξακολουθεί να μην μπορεί να πλησιάσει την πρώην σύντροφό του, λόγω δικαστικής απόφασης που εδράζεται σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Από τα πραγματικά χαρακτηριστικά των υποθέσεων, λοιπόν, και όχι τα πλασματικά που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, φαίνεται πως πρόκειται για μια απόπειρα να χρησιμοποιηθούν λιγοστές απαλλαγές κατηγορούμενων ανδρών, οι οποίες έχουν ούτως ή άλλως τις ιδιαιτερότητες που αναφέραμε, για να κατασκευαστεί ένα ψευδές κλίμα αμφισβήτησης των πολύ περισσότερων υποθέσεων που αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Οι υποθέσεις αυτές έχουν προφανώς διαφορές μεταξύ τους, ειδικά όσον αφορά την διερεύνησή τους από τις αρχές, η οποία έχει γίνει σε πολλές από αυτές με τρόπους που αποκλίνουν τόσο πολύ από οποιαδήποτε σύγχρονη μέθοδο, ώστε να μοιάζουν σχεδόν με απλά καπρίτσια των εισαγγελέων και των δικαστών. Χαρακτηριστική η υπόθεση που αναφέραμε, στην οποία η ανακρίτρια ρώτησε το παιδί αν αγαπάει τον μπαμπά του.
Έχουν όμως και μια κεντρική ομοιότητα: την επίκληση της «γονεϊκής αποξένωσης» ως απάντησης στο ερώτημα γιατί αυτές οι μητέρες να θέλουν να εκδικηθούν τους πρώην συντρόφους τους, βάζοντας τα παιδιά τους να τους κατηγορήσουν ψευδώς.
Διότι, αν το αναλογιστούμε λίγο, αυτό θα έπρεπε εξαρχής να είναι το κρίσιμο ερώτημα: γιατί οι μητέρες αυτές να θέλουν να κατηγορήσουν ψευδώς τον πατέρα των παιδιών τους; Ποιο είναι το κίνητρο;
Ακόμη περισσότερο, γιατί να το κάνουν οι δύο ψυχολόγοι; Τι έχουν να κερδίσουν;
Αποκαλυπτικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνουν οι τοποθετήσεις των «16+», όπως αποτυπώνονται στις νομικές κινήσεις που έχουν κάνει, προκειμένου να στοχοποιήσουν τις δύο ψυχολόγους.
Οι αρχικοί 16 καταγγελλόμενοι πατεράδες στράφηκαν κατά της 1ης ψυχολόγου με δύο αιτήσεις προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου — μία τον Ιούλιο και μία τον Δεκέμβριο του 2022, με τις υπογραφές 7 και 9 καταγγελλομένων αντίστοιχα.
Με αυτές, ζητούν από την Εισαγγελία να διερευνήσει το «ζήτημα», το οποίο περιγράφουν ως εξής:
[Το] «να κατηγορούνται άδικα γονείς για κακοποίηση των τέκνων τους προκειμένου να επιτευχθεί από την άλλη πλευρά η πλήρης αποξένωσή τους και η ηθική και οικονομική τους εξόντωση, με χρήση του δικαστικού συστήματος» έχει πλέον «λάβει διαστάσεις επιδημίας στην ελληνική κοινωνία». [...] «Υφίστανται συγκεκριμένοι/ες “παιδοψυχίατροι” και “παιδοψυχολόγοι” και τεχνοκράτες, οι ίδιοι/ες κάθε φορά, που αναλαμβάνουν τη στήριξη των ως άνω σκευωριών κατά αθώων, ενδύοντας με δικαστικό ένδυμα και ψευδοεπιστημονικότητα τις ως άνω κατηγορίες».
Αντιστοίχως, στις καταθέσεις διαφόρων καταγγελλομένων που προσήλθαν στις δύο διαδικασίες (την ΕΔΕ και την προανάκριση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων) για την 2η ψυχολόγο, την αξιωματικό, το μοτίβο είναι πανομοιότυπο. Ενδεικτικά:
«Η συγκεκριμένη Αξιωματικός ψυχολόγος εκδίδει γνωματεύσεις αμφιβόλου αξιοπιστίας, βάσει των πηγών μου, τις οποίες εμφανίζει σε διαδικασία δικαστικών διενέξεων σχετικά με υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατηγορηθεί ο ένας γονέας για βαρύ αδίκημα σεξουαλικής φύσεως ή ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να παραπλανηθούν οι δικαστικοί λειτουργοί και [να] εκδώσουν αποφάσεις είτε μηδαμινής επικοινωνίας είτε τραγικά περιορισμένης επικοινωνίας μεταξύ του γονέα και του τέκνου, με μοιραίο αποτέλεσμα να προκαλείται γονεϊκή αποξένωση που είναι και ο τελικός στόχος του γονέα αποξενωτή».
Τόσο στις αιτήσεις των αρχικών «16» όσο και στις πολλαπλές καταθέσεις των «16+» δεν αποδίδεται ούτε στις μητέρες ούτε και στις ψυχολόγους κάποιο κίνητρο για την «αποξένωση» και την «εξόντωση» των πατεράδων.
Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, κάποια κατηγορία για οικονομικό όφελος. Και είναι λογικό: για τις μεν μητέρες ισχύει και γι’ αυτές ότι «εξοντώνονται» οικονομικά όσο και οι πρώην σύντροφοι και αντίδικοί τους. Αν, μάλιστα, οι πρώην σύντροφοι καταδικαστούν για κακούργημα με μεγάλες ποινές κάθειρξης, υπάρχει πιθανότητα να μην έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν διατροφή.
Για τις δε ψυχολόγους, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε κάποια κατηγορία ή υποψία χρηματισμού. Ωστόσο, η διερεύνηση των αδικημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας έχει πέσει στο κενό σε όλες τις περιπτώσεις. Παρά τα ξεκάθαρα ψευδή στοιχεία που παρουσίασαν διάφορες εκπομπές, ότι δήθεν οι ψυχολόγοι χρέωναν μεγάλα ποσά, δεν βρέθηκε το παραμικρό επιλήψιμο στοιχείο ούτε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ούτε στην ΕΔΕ, ούτε από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι δύο ψυχολόγοι λειτουργούν δύο μικρά και ουδόλως πολυτελή γραφεία, ενώ χρεώνουν μέσες προς χαμηλές τιμές σε σχέση με την αγορά — και πάντως χαμηλότερες από αυτές που χρεώνουν οι ειδικοί ψυχικής υγείας που έχουν χρησιμοποιήσει οι «16+» ως τεχνικούς συμβούλους.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που προκύπτει από τους ισχυρισμούς των «16+» είναι ότι οι μητέρες τα κάνουν όλα αυτά από μίσος ή για εκδίκηση, δηλαδή «αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» επειδή έτσι θέλουν. Επινοούν αυτές τις ειδεχθείς κατηγορίες εναντίον αθώων επειδή δεν θέλουν τα παιδιά τους να έχουν πατέρα. Γιατί; Γιατί έτσι.
Ακόμη κι αυτή η ούτως ή άλλως αόριστη και αναπόδεικτη κατηγορία, όμως, καταρρίπτεται από τα γεγονότα: ο ισχυρισμός των «16+» ότι οι καταγγελίες εναντίον τους για ασέλγεια συμπίπτουν χρονικά με τη διεκδίκηση από μέρους τους της επικοινωνίας με τα παιδιά τους, σε πολλές περιπτώσεις είναι ανακριβής. Τουναντίον, η επικοινωνία τους με τα παιδιά τους εκτελούνταν κανονικά, μέχρι το σημείο όπου τα παιδιά τούς κατήγγειλαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ο άνδρας που καταδικάστηκε στις 17 Μαΐου σε 13 χρόνια κάθειρξη εκτελούσε κανονικά επί χρόνια την επικοινωνία με τον γιο του, ωσότου μία παιδοψυχίατρος — άλλη, εντελώς ασύνδετη με τις δύο ψυχολόγους που στοχοποιούνται — διαπίστωσε την πιθανότητα της ασέλγειας.
Και για τις δύο ψυχολόγους, βέβαια, απομένει το τεράστιο ερώτημα γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Εκδικούνται και αυτές; «Αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους για λίγα ευρώ το ραντεβού;
Όσον αφορά την πρώτη ψυχολόγο, διάφορες μητέρες παιδιών που έχουν καταγγείλει τους πατεράδες τους για ασέλγεια (αλλά και κάποιων που έχουν καταγγείλει σωματική βία) εξακολουθούν να καλούνται να παράσχουν εξηγήσεις για το πλημμέλημα της ψευδούς καταμήνυσης — η δε ψυχολόγος για συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Η προκαταρκτική εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Όσον αφορά τη δεύτερη ψυχολόγο, την αξιωματικό (στη μεθόδευση της δίωξης της οποίας θα επανέλθουμε με επόμενο ρεπορτάζ), η ΕΛ.ΑΣ. έχει διατάξει το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας, η ΕΔΕ εκκρεμεί, ενώ η έρευνα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων αρχειοθετήθηκε για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ωστόσο, άσκησε δίωξη για τα πλημμελήματα της ψευδούς κατάθεσης (για την ψυχολόγο) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση (για τις μητέρες) σε σχέση με τέσσερις υποθέσεις.
Δεδομένων όσων εκθέσαμε πιο πάνω, δικαιούται κανείς να ρωτήσει με ποιο σκεπτικό οι αρχές εξακολουθούν να εξετάζουν — στον βαθμό, έστω, που το κάνουν — τις καταγγελίες των «16+».
Δυστυχώς στη χώρα μας, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια αποστροφή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος στη διάταξη με την οποία ασκεί δίωξη στην ψυχολόγο-αστυνομικό και στις τέσσερις μητέρες δηλώνει την πρόθεσή του να διατάξει προανάκριση για το αδίκημα της σωματικής βλάβης σε ανήλικους. Όποιος δεν γνωρίζει, φυσικά, μπορεί να εκπλαγεί, διότι σε κανέναν σημείο όλης αυτής της ιστορίας δεν έχει τεθεί ζήτημα σωματικής βλάβης από ψυχολόγους ή μητέρες. Ωστόσο, πρόκειται για άρθρο του Ποινικού Κώδικα στο οποίο υπάγεται και η ψυχική βλάβη.
Η «ψυχική βλάβη» εδώ είναι ξεκάθαρα μια μετωνυμία για την υποβολιμότητα των παιδιών, για την πιθανότητα δηλαδή να τους έχουν υπαγορευτεί ή «εμφυτευτεί» οι καταγγελίες εναντίον των πατεράδων τους, όπως ακριβώς περιγράφει η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».
Η «γονεϊκή αποξένωση», όπως έχουμε τεκμηριώσει με αναλυτικό ρεπορτάζ, είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, η οποία επινοήθηκε με τον ειδικό στόχο να χρησιμοποιείται στην νομική υπεράσπιση πατεράδων που κατηγορούνται ότι κακοποίησαν σεξουαλικά τα παιδιά τους.
Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει απορρίψει την ψευδοθεωρία αυτή, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από την μελέτη Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation: A Research Review της πανεπιστημιακού διεθνούς κύρους Joan S. Meier (καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington), η οποία συνθέτει τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις για τη «γονεϊκή αποξένωση».
Δυστυχώς στη χώρα μας, όπως και σε άλλες, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία ως ισχυρισμός που οι δικαστικές αρχές δέχονται να λάβουν υπόψη τους — όπως φαίνεται και από τη διάταξη του Εισαγγελέα που προαναφέραμε. Το γεγονός αυτό συχνά οδηγεί σε υποτίμηση και λανθασμένη ερμηνεία των αποκαλύψεων των θυμάτων (κακοποιημένων παιδιών αλλά και γυναικών εκεί όπου συντρέχει ενδοοικογενειακή βία), με αποτέλεσμα αφενός να μην αποδίδεται δικαιοσύνη, αφετέρου να επανατραυματίζονται και εν τέλει να ενοχοποιούνται τα θύματα.
Γι’ αυτό ακριβώς, το τελευταίο διάστημα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Επιτροπή GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης δημοσίευσαν εκθέσεις, στις οποίες εφιστούν την προσοχή των κρατών στους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι δικαστικές αρχές δεν απορρίπτουν την ψευδοθεωρία αυτή. Επειδή, μάλιστα, συχνά η «γονεϊκή αποξένωση» δεν ονοματίζεται ρητά αλλά μεταμφιέζεται σε πιο περιφραστικούς ισχυρισμούς, οι διεθνείς οργανισμοί καλούν τα κράτη να εκπαιδεύσουν τους δικαστές τους, ώστε να μάθουν να αναγνωρίζουν την ψευδοθεωρία και να την απορρίπτουν. Η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ, επιπλέον, καλεί τα κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία.
Στην Ελλάδα, διαπρύσιοι υποστηρικτές της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι διάφορες ομάδες «ανδρικών δικαιωμάτων», όπως ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια», ο σύλλογος «ΓΟΝ.ΙΣ», η «Δράση για τη Γονεϊκή Αποξένωση» και ο σύλλογος «Ενεργοί Μπαμπάδες», μεταξύ άλλων. Όπως έχουμε καταγράψει σε αναλυτικό ρεπορτάζ, οι ομάδες αυτές, μετά το 2020, συγκρότησαν ένα λόμπι, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να διεισδύσει στο κυβερνών κόμμα και στην κυβέρνηση, ενόψει τότε της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου που αποτυπώθηκε το 2021 στον λεγόμενο «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια».
Μολονότι ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» δεν περιλήφθηκε ρητά στον νόμο του 2021, το πνεύμα της ψευδοθεωρίας αποτυπώθηκε σε κάποιες διατάξεις. Το λόμπι έχει έκτοτε συνεχίσει τις προσπάθειες να εντάξει τη «γονεϊκή αποξένωση» στη νομοθεσία, με πιο πρόσφατη απόπειρα την ψήφιση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία.
Τροποποίηση του νόμου είχε εξαγγείλει ο Κώστας Τσιάρας μετά τις τρεις γυναικοκτονίες του Αυγούστου 2022 και είχε συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Η επιτροπή, ωστόσο, διαλύθηκε δίχως να ολοκληρώσει την πρότασή της, ακριβώς επειδή πολλά μέλη αντέδρασαν στις έντονες πιέσεις να περιλάβουν στο νομοσχέδιο τη «γονεϊκή αποξένωση» ως ενδοοικογενειακή βία.
Όταν, ακολούθως, τα ηνία του υπουργείου Δικαιοσύνης πήρε ο Γιώργος Φλωρίδης, και τροποποίησε τον ποινικό κώδικα, ο όρος και πάλι δεν περιλήφθηκε με ρητό τρόπο. Ωστόσο, η διάταξη περί «ψυχολογικής βίας» που προστέθηκε στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας δέχτηκε δικαιολογημένη κριτική, καθώς αφενός είναι αόριστη και αφετέρου αφορά μόνο τους ανηλίκους, αφήνοντας έτσι δυνατότητα να παρεισφρήσει η «γονεϊκή αποξένωση» δια της πλαγίας οδού.
Την ίδια στιγμή, το λόμπι ενέτεινε την προσπάθειά του να επηρεάσει εισαγγελείς και δικαστές. Χαρακτηριστικά, στις διαδικτυακές σελίδες των συλλόγων γράφονται απειλές, όπως: «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!»
Αρωγοί στην διείσδυση της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία έχουν σταθεί και στέκονται, επίσης, λιγοστοί ειδικοί ψυχικής υγείας. Φυσικά, η έκθεση του ΟΗΕ συστήνει στα κράτη να νομοθετήσουν και κατά της χρήσης «των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.» Ωστόσο, αντί οι επαγγελματίες αυτοί να έχουν απαξιωθεί όπως οι «ειδικοί» που κάποτε παραπλανούσαν τους γονείς ότι τα εμβόλια ευθύνονται για τον αυτισμό, εξακολουθούν να γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες κύρους στα ακροατήρια, να προσφέρουν υπηρεσίες ως τεχνικοί σύμβουλοι και να συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες τα δικαστήρια εξετάζουν, ή να ορκίζονται πραγματογνώμονες.
Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία αυτή που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε για να επηρεάσει εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και να εγκαταστήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι όταν κατηγορείται ο μπαμπάς για ασέλγεια, γι’ αυτό φταίνε πάντοτε οι μητέρες που τους εκδικούνται και οι άλλες γυναίκες που τις βοηθούν να βάλουν τα παιδιά να πουν ψέματα.
Δυστυχώς, η απόπειρα αυτή υποβοηθείται από τη δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας στη χώρα μας, τις προκαταλήψεις των αρχών, αλλά και την ιδεολογική στράτευση κρίσιμων για τις υποθέσεις αυτές προσώπων, όπως συγκεκριμένων αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών, ψυχιάτρων/πραγματογνωμόνων, δικηγόρων και δημοσιογράφων.
[post_title] => Όσα δεν ρωτούν οι αρχές και τα ΜΜΕ τους «16+ πατεράδες» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 16-paterades-psevdeis-gnomatefseis [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-06-11 19:20:40 [post_modified_gmt] => 2024-06-11 16:20:40 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7796 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:11:29 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:11:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )