Φίλτρα:
Φίλτρα
78Πρόσωπα & φορείς
Είχαμε φτιάξει το εθνικό πρωτόκολλο για τη διάγνωση και την πιστοποίηση των αναφορών ή των υπονοιών κρουσμάτων κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών. Η αναγκαιότητα γι’ αυτό το εργαλείο προέκυψε από προηγούμενες ερευνητικές δουλειές αλλά και από την πανθομολογούμενη εμπειρία των επαγγελματιών πρώτης γραμμής ότι στην Ελλάδα από την στιγμή που εγείρεται μια υπόνοια ότι ένα παιδί κακοποιείται, συνήθως εμπλέκονται διαφορετικοί επαγγελματίες, διαφορετικές ειδικότητες, που κοιτούν και κάνουνε διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς χρόνους, ανάλογως με διάφορους τυχαίους παράγοντες, όπως το πού πρωτοκατατίθεται η υπόνοια ή η καταγγελία. Αυτό δεν είναι αποδεκτό γιατί δεν μπορεί το πώς κρίνεται η αξιοπιστία μιας αναφοράς τέτοιας να επαφιεται σε υποκειμενικούς ή τυχαίους παράγοντες.
Έτσι, φτιάξαμε, και μάλιστα με μια διαδικασία που ήτανε όσο το δυνατόν μπορούσαμε πιο πλατιά και συναινετικη, συνομιλώντας δηλαδή με φορείς και επαγγελματίες από το μεγαλύτερο εύρος και του κρατικού και του μη-κυβερνητικού τομέα, που εμπλέκονται στην πράξη σε αυτές τις διαδικασίες, το εθνικό πρωτόκολλο. Έχει τη μορφή ενός αλγορίθμου βημάτων για κάθε τύπο υποψιαζόμενης κακοποίησης, σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής, παραμέλησης, και για το ποια επαγγέλματα πρέπει να παρέμβουν και τι πρέπει να κοιτάνε για να μπορεί να βγει ένα αξιόπιστο συμπέρασμα. Εκπαίδευσαμε 400 επαγγελματίες και στις 13 περιφέρειες της χώρας τότε στη χρήση του πρωτοκόλλου και έχουμε κανει και έκτοτε κι αλλά εκπαιδευτικά γιατί μας το ζητάνε διάφοροι φορείς και μάλλον θεωρήθηκε ένα χρήσιμο και σχετικά ολοκληρωμένο έργο.
Το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία, στα συναρμόδια υπουργεία, γιατί το πρώτοκολλο ήτανε εγγενώς διατομεακό, δηλαδή ήτανε για να μπορούν να το χρησιμοποιούν επαγγελματίες των τομέων της πρόνοιας, της υγείας, της δικαιοσύνης, της προστασίας του πολίτη και της εκπαίδευσης.
Το 2014, όταν ολοκληρώθηκε η δουλειά. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια του ίδιου έργου, είχαμε φτιάξει κι ένα ηλεκτρονικό εργαλείο επιτήρησης κρουσμάτων, όπου κάθε αναφορά κρούσματος θα μπορούσε να καταγράφεται και οι διάφοροι επαγγελματίες των διαφόρων φορέων, τομέων και ειδικοτήτων θα μπορούσαν να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτό το ηλεκτρονικό σύστημα, με δικαιώματα που θα ήταν διαβαθμισμένα αναλόγως με το τι επιτρέπει η νομοθεσία. Θέλω να πω, σύμφωνα με το ελληνικό νομικό σύστημα, για παράδειγμα, ενώ οι εισαγγελείς μπορούν να έχουνε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία, άλλοι επαγγελματίες μπορούν να εχουνε σε περιορισμένα στοιχεία, για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων. Το σύστημα λοιπόν που φτιάξαμε είχε την δυνατότητα να παρέχει διαφορετικής διαβάθμισης πρόσβαση στους διαφορετικής κατηγορίας επαγγελματίες. Φτιάξαμε επίσης τα υλικά, τους οδηγούς εκπαίδευσης, τους οδηγούς χρήσης. Και εκπαιδευσαμε ξανά 400 ανθρώπους από όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην χρήση τους. Και αυτό το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία το 2014.
Παραμένουν ανενεργά. Η πολιτεία δεν τα υιοθέτησε. Δεν έχουν πάρει καμία θεσμική μορφή. Και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στον ίδιο χρόνο η διεύθυνσή μας, ως επικεφαλής ενός εταιρικού σχήματος ακαδημαϊκών φορέων από άλλες χώρες της Ευρώπης, ανέπτυξε με ανάθεση από την γενική διεύθυνση δικαιοσύνης της ευρωπαϊκής επιτροπής, ένα αντίστοιχο σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να εγκατασταθεί και στις 28 χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης. Και πήραμε κι ένα κονδύλιο από την ευρωπαϊκή επιτροπή, από την ίδια γενική διεύθυνση, για να εγκαταστήσουμε αυτό το σύστημα που έχουμε φτιάξει για την πανευρωπαϊκή επιδημιολογική επιτήρηση σε 6 από τις χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, με στόχο να γενικευτεί η χρήση του σε όλες. Και στην Ελλάδα το έχουμε δώσει έτοιμο και δεν αξιοποιείται.
Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια διοικητική πράξη ή νομοθετική που να του δίνει μία υπόσταση. Γιατί στην ελληνική πραγματικότητα αυτό παραμένει τώρα απλώς παραμένει μία πρωτοβουλία. Θα πρέπει κάπως οι φορείς να πάρουν ένα σήμα από την πολιτεία ότι πρέπει να το χρησιμοποιούν και ότι τα στοιχεία αυτά κάπως θα αξιοποιούνται.
Σίγουρα, η παράδοση της διατομεακής συνεργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Και οι εμπειρίες είναι συχνά τραυματικές στο πεδίο της προστασίας του παιδιού, διότι πάντα χρειάζεται διατομεακή συνεργασία, δεν υπάρχει περίπτωση κανένας τομέας ή κανένα επάγγελμα μόνο του να αντιμετωπίσει επαρκώς ένα περιστατικό.
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι και σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν καθόλου εύκολο, η αγκύλωση του εγκλεισμού στο δικό σου χώρο δεν είναι μοναδική ελληνική ιδιαιτερότητα, υπήρχε κι αλλού. Χρειάστηκαν συστηματικές προσπάθειες για να σπάσουν ή να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις, να σπάσουν δεδομένες αντιλήψεις και πρακτικές και να αναδιατυπωθούν οι πρακτικές με βάση το παιδί που θυματοποιείται. Χρειάστηκε να ξανασκεφτούμε τις διαδικασίες μας, όχι με βάση τι μας βολεύει εμάς, τους επαγγελματίες, τους ενηλίκους, τι μας έρχεται πιο φυσικό με βάση τη λειτουργία της υπηρεσίας μας ή την παράδοση της πρακτικής μας, αλλά με βάση το πώς θα πρέπει να δουλεύουμε όλοι μαζί, έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο επωφελούμενος πληθυσμός, το παιδί θύμα.
Κοιτάξτε τώρα, ένδεια πόρων υπάρχει, αν και υπήρχε και πριν την κρίση στον χώρο της κοινωνικής προστασία και της προστασίας του παιδιού. Παρόλα αυτά, έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε 4-5 παράλληλα δίκτυα υπηρεσιών κατακερματισμένα και ανεπαρκή. Υπάρχει ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών που είναι κάτω απο τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, ένα άλλο κάτω απο τις περιφέρειες που επίσης έχει άλλες αρμοδιότητες κατά νόμο, ένα άλλο δίκτυο που είναι κάτω από την γενική γραμματεία πρόνοιας του υπουργείου εργασίας, ένα άλλο που είναι κάτω από το υπουργείο δικαιοσύνης και τα νομικά του πρόσωπα, ένα άλλο δίκτυο υγείας από το υπουργείο παιδείας και τις δομές υποστήριξης της νεότητας, ένα άλλο κάτω από το υπουργείο υγείας και τις κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας, παίδων και εφήβων, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα πράγματα έχουμε την πολυτέλεια να τα διατηρούμε ως παράλληλα χωριστά δίκτυα, παρά την ένδεια πόρων και τα συνεχίζουμε παρά την κρίση και την ακόμα μεγαλύτερη ένδεια πόρων. Οπότε καταλαβαίνετε ότι, πράγματι υπάρχει ένα θέμα χρηματοδότησης αλλά υπάρχει κι ένα θέμα τι κάνουμε τους όποιους πόρους έχουμε.
Στην Ελλάδα δεν συγκροτήθηκε πότε κοινωνική πρόνοια ως αυτοτελής τομέας της δημόσιας διοίκησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλα αυτά τα δίκτυα των ψυχοκοινωνικών ή κοινωνικών υπηρεσιών για τα παιδιά να υφίστανται υποτελώς σε άλλους τομείς και άρα οι ιεραρχήσεις και οι προτεραιότητες τους να υπάγονται στις ιεραρχήσεις και στις προτεραιότητες του τομέα τον οποίου εξυπηρετούν. Πάρτε για παράδειγμα την τοπική αυτοδιοίκηση, πηγαίνετε στις κοινωνικές υπηρεσίες ενός δήμου και ρωτήστε τους ανθρώπους πόσες φορές επεμβαίνουν οι δημοτικοί άρχοντες στο τι κάνουν και στις προτεραιότητες και τον προγραμματισμό της δουλειάς τους. Μερικές φορές, σε ακραίες περιπτώσεις, ειδικά σε πιο μικρά μέρη, επεμβαίνουν και στην ίδια την δουλειά. Ή σκεφτείτε τη δικαιοσύνη. Προφανώς εκεί οι υπηρεσίες υπάγονται στις προτεραιότητες του εισαγγελικού μηχανισμού ή του δικαστικού. Θέλω να πω, ο καθένας έφτιαχνε ένα πράγμα, με την εμπλοκή και πολιτικών από διάφορες θέσεις, μπορεί να είχε ο καθένας ένα όραμα που το καταλάβαινε με τον δικό του τρόπο, αλλά το κάθε πράγμα άρχισε να έχει τη δική του αυτόνομη ζωή και ο καθένας άρχισε να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητά του και την αυθυπαρξία του. Το γεγονός είναι ότι όλα αυτά δεν συνιστούν σύστημα.
Είπα ήδη ότι το ποια υπηρεσία επιλαμβάνεται, ποιοι επαγγελματίες, τι κοιτάνε, με ποιο τρόπο, σε τι χρόνο, αυτό δυστυχώς ακόμα ποικίλει αναλόγως με το σε ποια υπηρεσία ή σε ποια γεωγραφική περιοχή πρωτοδιατυπώνεται μια μια καταγγελία ή μια υπόνοια. Δηλαδή υπάρχουν παιδιά τα οποία μπορεί να θυματοποιηθούν πάρα πολλές φορές επειδή τόλμησαν να αποκαλύψουν ότι θυματοποιούνται. Είναι γνωστό ότι ειδικά στη σεξουαλική παραβίαση των παιδιών, όπου δεν υπάρχουν συνήθως αντικειμενικά ιατροδικαστικά ευρήματα, έχουμε πάρα πολλά τέτοια περιστατικά, τα οποία όταν έφτασαν εδώ είχαν ήδη μια προϊστορία με πολλαπλές εκτιμήσεις, καταθέσεις από σχετικούς και ασχέτους, που ρωτάγαν και κάνανε σχετικά η άσχετα πράγματα. Δεν σας κρύβω ότι όταν ήρθα σε αυτή τη διεύθυνση βρήκα ανοιχτές υποθέσεις, στις οποίες η αποκάλυψη είχε γίνει το 2002 και εντέλει οι υποθέσεις αυτές τελεσιδείξαν το 201. Ένα παιδί δηλαδή τόλμησε να αποκαλύψει κάτι όταν ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών και η δικαιοσύνη αποδόθηκε όταν το παιδί αυτό ήταν στα πρόθυρα της ενηλικίωσης.
Καταλαβαίνετε ότι αυτό φτάνει τα όρια μιας τιμωρητικής στάσης της πολιτείας απέναντι στο παιδί που έχει το κουράγιο να καταγγείλει. Μπορώ να σας πω κι αλλά παραδείγματα τέτοια, για το ποσό βλαπτική μπορεί να είναι μια τέτοια αναρχία. Έχω δει σε αυτά τα χρόνια περιστατικά με περιπρωκτικα κονδυλώματα σε παιδιά 4-5 χρόνων, τα οποία όταν τέλος πάντων ήρθε σε γνώση μας ήδη θεραπεύονταν σε δημόσια νοσηλευτήρια για 1 με 2 χρόνια, χωρίς να υπάρχει μια εύλογη διερεύνηση του πώς έγινε και αυτά τα παιδιά νοσησαν. Γιατί ο καθένας μέσα σε αυτήν την αναρχία μπορεί να περιχαρακωθεί σε έναν ρολο που ο ίδιος προσδιορίζει. Λέει ο άλλος εγώ είμαι δερματολόγος, θεραπεύω την βλάβη που βλέπω, δεν ασχολούμαι με τα υπόλοιπα. Δεν είναι έτσι όμως...
Ναι, υπάρχει και ήταν θετικό το ότι νομοθετήθηκε και για τις κοινωνικές υπηρεσίες και επεκτάθηκε η ασυλία των επαγγελματιών. Γιατί για αρκετά χρόνια κι εγώ και άλλοι πηγαίναμε συνεχώς μάρτυρες υπεράσπισης συναδέλφων, στους οποίους κανανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση ή για παράβαση καθήκοντος οι κατονομαζόμενοι ως δράστες εγκληματων κατά των παιδιών.
Έχει, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Συχνά συμβαίνει τα νομοθετήματα να προβλέπουν απλώς κυρώσεις χωρίς καμία υποστήριξη. Δηλαδή σου λένε κάντο και αν δεν το κανεις, θα πας κατηγορούμενος, θα φας τόσα χρόνια φυλακή, χωρίς όμως να σε υποστηρίζει, να σε πλαισιώνει για να κανεις αυτό που πρέπει να κανεις, πρέπει να κόψεις τον λαιμό σου για να το κανεις ας πούμε. Αν ένας εκπαιδευτικός κάνει καταγγελία και ο φερόμενος ως δράστης κανει μετά μήνυση, ποιος θα υποστηρίξει τον εκπαιδευτικό θεσμικά στην Ελλάδα; Εγώ σας λέω ότι και η εμπειρία από τους ανθρώπους που δουλεύουνε, είτε γιατροί, είτε ψυχολόγοι, είτε κοινωνικοί λειτουργοί, είτε άλλοι επαγγελματίες στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας η κοινωνικής πρόνοιας, είναι ότι τουλάχιστον μέχρι την τελευταία νομοθεσία που θα δούμε πως θα τρέξει ακριβώς, υπήρχαν άνθρωποι οι όποιοι ταλαιπωριοντουσαν 6-7-8 χρόνια στα δικαςτηρια ως κατηγορούμενοι. Δεν τους πλήρωνε κανένας δικηγόρο, δεν τους πλήρωνε κανένας το ότι έπρεπε ανα 6-8 μήνες να ξαναπαρουσιάζονται σε δίκη, ούτε κανένας τους πλαισίωσε στο πως να κάνουν αυτό που εντέλλονται να κάνουν.
Μόνο και μόνο η νομοθέτηση δεν λύνει όλα τα προβλήματα, το ξέρουμε αυτό από παρά πολλές περιστάσεις. Το θέμα είναι με ποιον μηχανισμό μπορούμε όντως να συμφωνήσουμε σε αυτήν την χώρα ότι αυτός ο επαγγελματίας έκανε λεγκε αρτις και καλόπιστα την δουλειά του. Γιατί και το δικαίωμα του φερόμενου ως δράστη να προσφύγει στη δικαιοσύνη, γιατί για παράδειγμα πληγώθηκε η υπόληψη του, είναι κατανοητό και απαραβίαστο. Επίσης, σε μικρότερη προφανώς συχνότητα, υπάρχουν και καταγγελίες που διατυπώνονται επιπόλαια. Λοιπόν κάποιο μέσο πρέπει να έχει και ο καταγγελλόμενος να μπορεί να διεκδικήσει την αποκατάστασή του.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κανένα αξιόπιστο σύστημα για να πούμε ότι εάν για παράδειγμα ο Νικολαΐδης στέλνει στην δικαιοσύνη 100 καταγγελίες και από αυτές δεν καταδικάζεται κανένας, κάποιο όργανο θα κρίνει αυτήν την πρακτική ως μη αποδεκτή. Θα πρέπει να υπάρχει ένας αξιόπιστος τρόπος ώστε οι φορείς να μπορούν να με ελέγχουν, αν δεν κάνω όπως πρέπει την δουλειά μου. Και αυτό στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένο γιατί τα παραδοσιακά όργανα ελέγχου στερούνται γενικής αποδοχής, γιατί μπλέκουν και τα κομματικά, μπλέκουν και τα προσωπικά, όλα αυτά.
Ναι. Και υπήρχαν αρκετές συζητήσεις και αποριες για την χρονική απόσταση ανάμεσα στην πρώτη καταγγελία και την σύλληψη.
Κοιτάξτε, δεν μπορώ να σας πω αν ήταν ικανοποιητικές οι απαντήσεις ή όχι. Στο πρώτο δελτίο τύπου της ελληνικής αστυνομίας υπήρχε ένας θριαμβευτικός τόνος για την συστηματική παρακολούθηση που οδήγησε στην σύλληψη του δράστη. Βεβαίως ο αντίλογος είναι ότι σε μια πόλη σαν το Ρέθυμνο, που είναι μικρός ο τόπος και όλοι ξέρουν όλα, ας πούμε δεν είναι και τόσο δύσκολο να παρακολουθήσεις κάποιον ώστε να χρειάζεται τόσος χρόνος. Ωστόσο αυτό είναι μια ανοιχτή συζήτηση...
Την άνοιξη του 2011 κάναμε την έρευνα BECAN για την παιδική κακοποίηση και παραμέληση. Ανάμεσα στις περιοχές της Ελλάδας, όπου κάναμε τυχαία δειγματοληψία σε 15.000 παιδιά, ήταν και η Κρήτη. Το καλοκαίρι, όπως κάναμε την επεξεργασία των πρώτων αποτελεσμάτων, είδαμε ότι στο νομό Ρεθύμνης είχαμε μια παραδοξότητα, μια ανωμαλία στα αποτελέσματα: είχαμε πολύ υψηλό rate αυτοαναφερόμενης σεξουαλικης θυματοποίησης των αγοριών και σχεδόν πλήρη αντιστροφή της αναλογίας θυμάτων αγοριών προς κορίτσια, από ότι περιμέναμε. Δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε αυτό. Πιθανολογούσαμε ότι κάποιο λάθος τεχνικό είχε γίνει.
Ύστερα, 1η Δεκεμβρίου του 2011, γίνεται η σύλληψη του προπονητή Νίκου Σειραγάκη και αποκαλύπτεται η μεγαλύτερη υπόθεση παιδοφιλίας στην Ελλάδα. Τυχαία, είχαμε ήδη προγραμματίσει λίγες μέρες μετά μια ημερίδα στο Ηράκλειο της Κρήτης, με θέμα την προστασία των παιδιών από την σεξουαλικη θυματοποίηση, υλοποιώντας την καμπάνια «Ένα στα πέντε» της Επιτροπής Lanzarote και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατεβαίνω λοιπόν στο Ηράκλειο και, όπως καταλαβαίνετε, το μόνο που συζητιόταν ήταν η υπόθεση του Ρεθύμνου. Την επόμενη μέρα πήγα στο Ρέθυμνο και, δεδομένης της ενασχόλησής μου, πήγα σε μια σύσκεψη με τον δήμο, την περιφέρεια και τους τοπικούς φορείς. Μου ζητήθηκε τότε να φτιάξω μια πρόταση, την οποία και υπέβαλα στο τέλος Δεκέμβρη του 2011 και στους τοπικούς φορείς και στα αρμόδια υπουργεία. Ήταν μια πρόταση για το τι ενέργειες θα έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης που δεν ξέραμε ποσό μεγάλη ήταν αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική. Είπαμε όμως ότι εμείς ως φορέας δεν μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε, δεν είχαμε τους πόρους - σας θυμίζω ότι ήταν τέλος του 2011. Και τότε, μετά από σύσκεψη των συναρμόδιων υπουργείων και των τοπικών φορέων, μας ανακοινώνεται ότι θέλουν εμείς να υλοποιήσουμε τις δράσεις που προτείναμε. Και βρήκαν χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ για να ξεκινήσουμε.
Έναν χρόνο αργότερα. Είναι ενδεικτικό για το πόσο δυσκίνητο είναι το ελληνικό δημόσιο ακόμα και στα χρηματοδοτούμενα έργα του - και παρά την πολιτική απόφαση. Ήταν κι άλλα πράγματα αργότερα, βέβαια, υπήρχαν ας πούμε εγγενείς αντιστάσεις...
Μια κριτική που δεχτήκαμε ήταν ότι το προσωπικό που είχαμε στην παρέμβαση μας δεν ήταν από την τοπική κοινωνία, δεν ήταν Ρεθυμνιώτες. Εγώ όμως πιστεύω ότι αυτό ήταν μια παρά πολύ ευφυής επιλογή, αν κανένας από αυτούς που ζήσανε τα γεγονότα τότε ανακαλέσει το κλίμα στην τοπική κοινωνία. Σε κάθε καινούργιο περιστατικό που βλέπανε οι άνθρωποι, οι ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι που δουλέψανε μαζι μας, η πρώτη ερώτηση των προσερχόμενων ήταν αν είσαι από εδώ. Και με το που παίρνανε την απάντηση ότι όχι είμαι από αλλού, υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και άρχιζε ο άλλος να εκμυστηρεύεται τον πόνο του, κάτι που μάλλον δεν θα έκανε με την ίδια ευκολία αν ήτανε ντόπιοι. Υπήρχε λοιπόν μια, ας πούμε, δυσφορία για το ότι δεν τονώσαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά προτιμήσαμε να κάνουμε την επικοινωνία των επωφελούμενων πιο εύκολη και πιο ουσιαστική.
Λάβετε υπόψη ότι στην δυτική Κρήτη δεν υπήρχανε συγκροτημένες τότε -και ακόμα παρά πολύ ελάχιστα πράγματα υπάρχουν- δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους. Ανοίξαμε λοιπόν την μονάδα αυτή στο Ρέθυμνο και είδαμε γύρω στα 450 παιδιά, όχι κατ’ ανάγκη όλα θύματα, καλύπτοντας και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας. Ταυτοχρόνως κάναμε ένα μαζικό προγραμμα προαγωγής υγείας με θέμα την κακοποίηση του παιδιού, την σεξουαλικότητα του παιδιού, το δικαίωμα στο σώμα του, και πάει λέγοντας, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλον τον νόμο Ρεθύμνης, δηλαδή δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, κάναμε εκπαιδεύσεις προσωπικού σε υπηρεσίες, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις σε γυμναστές και ανθρώπους του αθλητισμού. Γιατί, καταλαβαίνετε, αμέσως μετά ήρθε ο σύλλογος των γυμναστών και μας είπε: δεν τολμάμε να ακουμπήσουμε τα παιδιά, δεν μπορείς να γυμνάσεις ένα παιδί και να φοβάσαι να το ακουμπήσεις. Άρα χρειάστηκε να επικοινωνήσουμε όλη την διεθνή τεχνογνωσία για το πώς είναι δυνατόν να έχεις και διαδικασίες προστασίας του παιδιού αλλά και ο χώρος του αθλητισμού να λειτουργεί. Ακόμη, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις για την προστασία των παιδιών και την ενδοοικογενειακή βία σε ιερωμενους, με πολύ μεγάλη υποστήριξη από τον μητροπολίτη Ρεθύμνης. Αυτός και η αντιπεφερειάρχης, η κ. Λιονή, μας στήριξαν πολύ τότε, με πλήρη κατανόηση του τι διακυβευόταν.
Ως το τέλος του 2014, όταν εξαντλήθηκαν οι πόροι που είχαμε στην διάθεση μας. Το προγραμμα αυτό κανονικά θα κράταγε δώδεκα μήνες, εμείς κάπως καταφέραμε να το κρατήσουμε ως τους 22, κάνοντας μια εξοικονόμηση στους πόρους, με την σύμφωνη γνώμη βέβαια των διαχειριστικών αρχών.
Η απόφαση της τότε πολιτικής ηγεσίας ήτανε να μην παραταθεί η λειτουργία της μονάδας εκεί, παρότι υπήρξε ένα αίτημα για παράταση και από την πλευρά μας και από άλλους φορείς της κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχανε μονάδες, δεν υπήρχανε δομές για παιδιά και εφήβους στην περιοχή. Νομίζω ότι ένα κομμάτι τουλάχιστον των τοπικών παραγόντων, μιλώντας για αντιστάσεις, προτιμούσε να ξεχάσει ότι συνέβη ποτέ αυτό το συμβάν, παρά να δουλέψει για να μπορέσει να το ξεπεράσει η τοπική κοινωνία. Η τακτική του να το βάλουμε κάτω από το χαλι ήταν αρκετά έντονη.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας που μας ανακοινώθηκε ήτανε να κλείσει οριστικά η μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της δίκης μου παρουσίας σε αυτόν τον χώρο. Υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά και οικογένειες που έκαναν πια συστηματική θεραπεία και οι οποίοι πρακτικά δεν είχαν καμία επιλογή, δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Αναγκαζόμασταν να τους ανακοινώνουμε ότι θα κλείναμε και κλαίγανε οι άνθρωποι κυριολεκτικά.
Όχι, τίποτα, τίποτα. Δεν μίλησαμε με κανέναν, δεν μας ζητήθηκε ούτε καν η γνώμη μας για οτιδήποτε.
Πολλά από αυτά προφανώς δεν μπορέσανε να συνεχίσουν την λήψη θεραπευτικών υπηρεσιών πουθενά. Και φαντάζομαι ότι για κάποια τουλάχιστον θα ήταν και πολύ δύσκολο να αποφασίσουν να ξαναχρησιμοποιήσουν τέτοιες υπηρεσίες, έτσι όπως έγινε το πραγμα...
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ημέρα, μεσημέρι της Κυριακής, νομίζω, 24 Σεπτεμβρίου του 2014, όταν σε μια ευρεία σύσκεψη παραγόντων η τότε αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Κατερίνα Παπακώστα μας ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο της δομής, εκπλαγήκαμε. Γιατί μέχρι και την προηγούμενη νύχτα, ας πούμε, οι άνθρωποι που ήτανε κοντά στην τότε πολιτική ηγεσία, οι πολιτικοί παράγοντες του Ρεθύμνου, μας διαβεβαίωναν ότι θα υπάρξει παράταση, διότι προφανώς δεν υπήρχε καμία άλλη λύση. Τι συνέβη overnight και άλλαξε η απόφαση δεν είμαι σίγουρος. Αλλά ότι υπήρχε ένα κλίμα, και όπως σωστά λέτε αυτό είχε συμπεριληφθεί και σε έντυπα, ότι η πολιτεία θα συνέχιζε αυτήν την δράση είναι αλήθεια, γιατί ήταν βέβαιο ότι δεν έφτανε αυτό που κάναμε.
Προφανώς, οι επιπτώσεις μιας τόσο μαζικής υπόθεσης παιδοφιλίας σε ένα τόσο μικρό μέρος έχουν ένα διαρκές, δυσμενές αποτέλεσμα στην ψυχοκοινωνική ζωή των οικογενειών των παιδιών. Δεν αντιμετωπίζεται με έναν χρόνο και ενάμιση αυτό έτσι;
Αυτό που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να κατατεθούν κάποιες σχετικές ερωτήσεις στην Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, τελικά δεν τελεσφόρησαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο μετέπειτα υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση, ο Ανδρέας Ξανθός, που είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνης.
Αυτό δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Σας είπα αυτά που ξέρω.
Το καλοκαίρι του 2015, μετά από κάποια αναφορά και κάποια δημοσιεύματα που είχαν υπάρξει στον διεθνή τύπο αλλά και στην ΕΡΤ, έγινε μια επιτόπια επίσκεψη με επικεφαλής τον Γιώργο Μόσχο, τότε Συνήγορο του Παιδιού, και με συμμετοχή της Ιωάννας Κουβαριτάκη από τον Κύκλο Δικαιωμάτων του Παιδιού και της Αιμιλίας Πανάγου από την Κοινωνική Προστασία, και μου ζητήθηκε να πάω και εγώ. Αυτό που είδα ήταν σοκαριστικό. Είδα ανθρώπους σε ξύλινα κλουβιά, διαστάσεων 2 επί 2 μέτρα. Κλεισμένους μόνιμα. Είδα ανθρώπους δεμένους στα τέσσερα άκρα. Μόνιμα. Μετά από αυτό, ναι, υποβάλαμε ένα σχέδιο...
Ναι. Ξεκινούσαμε τότε στο Ινστιτούτο μια συνεργασία με τον βρετανικό φιλανθρωπικό οργανισμό Lumos, ο οποίος κάνει δράσεις αποϊδρυματοποίησης της παιδικής προστασίας σε όλον τον κόσμο. Σας θυμίζω, όμως, ότι το καλοκαίρι του 2015 ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος. Ταυτόχρονα άλλαξε και η διοίκηση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας. Υποβάλαμε ξανά πρόταση. Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου έγινε μια τετραήμερη κατάληψη του χώρου από την κίνηση χειραφέτησης «Μηδενική Ανοχή», που έδωσε επίσης δημοσιότητα στην κατάσταση. Κάποια στιγμή στις αρχές του επόμενου χρόνου οριστικοποιήθηκε η συνεργασία μας με την οργάνωση Lumos ως προς την ανάπτυξη ενός προγράμματος επείγουσας ανακουφιστικής παρέμβασης στο συγκεκριμένο ίδρυμα για να σταματήσουν αυτές οι ακραίες μορφές καθήλωσης και περιορισμού των φιλοξενούμενων. Kαι την άνοιξη του επόμενου χρόνου μας δόθηκε η έγκριση από τη διοίκηση και το υπουργείο Εργασίας να υλοποιήσουμε το προγραμμα μας.
Ακούω συχνά και βλέπω να γράφεται ότι η τότε ηγεσία ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαφοροποιήσει την κατάσταση στο ίδρυμα των Λεχαινών. Στην πραγματικότητα, απλώς δόθηκε μετά από αρκετές πιέσεις μια έγκριση για να υλοποιηθεί αυτό που κάποιοι άνθρωποι και φορείς πρωτοβουλιακά προβάλανε, με χρηματοδότηςη άλλων. Αν λοιπόν μπορεί να υποστηρίξει κάτι η τότε πολιτική ηγεσία είναι ότι με τα πολλά μας έδωσε ένα οκ να κάνουμε το προγραμμα μας, ένα προγραμμα χωρίς καμία θωράκιση αρμοδιότητας απέναντι στο υφιστάμενο ίδρυμα, το προσωπικό του, τους τρόπους λειτουργίας του. Απλώς μας είπανε ωραία, μπορείτε να πατε στο ίδρυμα και να κάνετε ό,τι νομίζετε…
Η εμπειρία της δουλειάς αυτής, βέβαια, ήταν συγκλονιστική για μένα προσωπικά. Είναι πραγματικά συνταρακτικό να βλέπει κανείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υπάρξει μόνο ως αντικείμενα, να ανακτούν την υποκειμενικότητα τους. Το να απλώσει ένας άνθρωπος το χέρι και να διαλέξει ποιον θέλει να χαϊδέψει, το να διαλέξει τι μπλούζα θέλει να βάλει, ή το να εκφέρει για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια λέξεις, είναι έμπρακτες ενδείξεις δικής του υποκειμενικής επιθυμίας και επιλογής.
Δυστυχώς, όπως σε πάρα πολλά προνοιακά ιδρύματα και του κράτους και κάποιων μη κυβερνητικών φορέων, οι αποφάσεις εισαγωγής γίνονται με ντοσιέ, χωρίς κανένας να έχει άμεση, δια ζώσης κλινική επαφή είτε με τον επωφελούμενο είτε με την οικογένεια του. Μια μέρα, ας πούμε, που πήγαινα να δω τι κάνουν οι δικοί μας άνθρωποι στα Λεχαινά, μου είπανε ότι το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε μια νέα εισαγωγή. Λέω, ποιος το είδε αυτό το παιδί που είναι να μπει; Και ανακαλύπτω ότι δεν το είδε κανένας. Είδαν μόνο τα δικαιολογητικά.
Ναι, γιατί εν πολλοίς ακόμα στην Ελλάδα η εισαγωγή ενός παιδιού με αναπηρία σε ίδρυμα αντιμετωπίζεται, από κάποιους τουλάχιστον, ως οφέλημα προς την οικογένεια. Και ενίοτε το διαχειρίζονται και ως ρουσφέτι προς την οικογένεια. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο στα Λεχαινά, είναι και σε άλλα ιδρύματα και κρατικά και μη κυβερνητικών ή εκκλησιαστικών και φορέων.
Όχι ακριβώς η ίδια, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει μια χώρα μέσα στη χώρα, πώς να το πω, όπου ισχύουν άλλοι κανόνες ή δεν ισχύουν κανόνες δικαίου. Για παράδειγμα, βρήκαμε στα Λεχαινά έναν ενήλικο πια, που είχε εισαχθεί στο ιδρυματικό σύστημα ως παιδί. Για πάρα πολλά χρόνια τόσο στα Λεχαινά όσο και σε προηγούμενο κρατικό ίδρυμα στο οποίο φιλοξενούνταν, γινόταν σεβαστή η επιθυμία του πατέρα του, η επικοινωνία γι'αυτό το παιδί να γίνεται μόνο στα τηλέφωνα του δικού του επαγγελματικού χώρου. Κι αυτό επειδή ο πατέρας είχε πει ψέματα στη μητέρα του παιδιού, ότι το παιδί μπήκε δυο μέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας μετά τη γέννα και μετά πέθανε. Επί 17-18 χρόνια συναπτά, δύο κρατικά ιδρύματα απέκρυπταν από τη μάνα αυτή ότι είχε ένα παιδί με σύνδρομο Down, το οποίο ζούσε στα ιδρύματα αυτά. Kαταλαβαίνετε ότι τέτοια πράγματα είναι έξω από κάθε λογική δικαίου και ηθικού κανόνα.
Όταν έκανε η «Μηδενική Ανοχή» την κατάληψη, τους φέρανε την αστυνομία. Και πήγανε οι άνθρωποι στην εισαγγελία και λένε θελουμε να καταγγείλουμε ότι εδώ υπάρχουν άνθρωποι των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται κατάφωρα. Είδατε να γίνει καμία δίωξη για τους διοικητές; Τους υπουργούς; Τους γενικούς γραμματείς; Κάποια δίωξη για το ότι συνεχίζεται να είναι καθηλωμένοι άνθρωποι, εναντίον αυτών που έδιναν τις εντολές να καθηλωθούν;
Τίποτα. Ο εισαγγελέας στο ελληνικό νομικό σύστημα μπορεί να ασκήσει δίωξη. Κι εδώ υπάρχουν επανειλημμένα δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει κανένας που να κριθεί υπόλογος για το ότι άνθρωπος ήταν 21 συναπτά έτη σε κλουβί, χωρίς να βγαίνει ούτε μια ώρα; Αναρωτιέμαι, στην Ελλάδα σήμερα κανένα δικαστήριο δεν έχει νομικά αρμοδιότητα να επιβάλλει τέτοιου είδους ποινή σε άνθρωπο. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να γίνεται ανεκτό ένας άνθρωπος να υποβάλλεται σε μια τέτοια στέρηση δικαιωμάτων και αυτό να μην εγείρει το ερώτημα: ποιος την επέβαλε; Γιατί την επέβαλε;
Το πιο απογοητευτικό πραγμα σε αυτήν την ιστορία είναι το εξής: από τον Δεκέμβριο του 2017, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από το υπέρ-πλεόνασμα θα διαθέσει ένα ποσό, στα πλαίσια ενός προγράμματος 15 εκατομμυρίων ευρώ που θα μοιράζονταν τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής και Δυτικής Ελλάδας, για την αποϊδρυματοποίηση της μονάδας των Λεχαινών. Αυτό αναφέρεται και στην κοινή υπουργική απόφαση που υπογράφτηκε στο τέλος του 2018. Στην ίδια απόφαση αναγράφεται ότι θα εκδιδόταν άμεσα ένα αναλυτικό σχέδιο για το πώς ακριβώς θα ήταν η πορεία μετάβασης, τι δομές θα αναπτύσσονταν, με ποιο χρονοδιάγραμμα κτλ.
Ήδη δύο χρόνια πριν, σε συνεργασία με την Lumos, είχαμε φτιάξει ένα τέτοιο αναλυτικό σχέδιο και το είχαμε υποβάλει και στην κυβέρνηση και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν και σε άλλους φορείς εκτός Ελλάδας και εντός Ελλάδας και το είχαμε συζητήσει και με τους μόνιμους εργαζόμενους του ιδρύματος. Στον τοπικό δήμο, το είχαμε δημοσιοποιήσει όσο ευρέως μπορούσαμε. Ήταν πολύ αναλυτικό, με προϋπολογισμό, με χρόνοδιαγραμματα και πάει λέγοντας.
Δεν λέω ότι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο και ότι πρέπει αυτό να είναι το αναλυτικό σχέδιο. Απλώς λέω ότι δεν έχει γίνει από τότε τίποτα απολύτως. Και το πιο αποθαρρυντικό είναι ότι τα λεφτά υπάρχουν αυτή την φορά. Άρα δεν είναι το θέμα μόνο η χρήματοδοτηση, οι πόροι που λέγαμε, είναι πως κι όταν υπάρχουν οι πόροι για κάποιους λόγους δεν γίνεται τίποτε άλλο εκτός από μια γενική ρητορική υπέρ της αποϊδρυματοποίησης.
Ναι. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που κύρωσε τη Σύμβαση Lanzarote, γεγονός που εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση της ελληνικής πολιτείας, από την εποχή που κύρωνε, από τις πρώτες πάλι χώρες, τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1992, να ψηφίζει νομοθετήματα χωρίς να έχει καμία πρόνοια για το πώς θα εφαρμοστούν και αν θα εφαρμοστούν. Δηλαδή εμείς το ψηφίσαμε και το αφήσαμε, καθαρίσαμε με το δημόσιο πρόσωπό μας διεθνώς, ήμασταν και οι πρώτοι και μετά δεν είχαμε προβλέψει τίποτα.
Ξέρετε πόσα πράγματα θα έπρεπε να υπάρχουν; Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση σε όλες τις βαθμίδες τυπικής ή άτυπης εκπαίδευσης. Έχετε δει τέτοιο πράγμα στην ελληνική εκπαίδευση; Να μη συζητήσω για την παροχή υπηρεσιών στα παιδιά θύματα...
Ναι, θα έπρεπε. Όπως επίσης και για τους εισαγγελείς και τους δικαστές που δικάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί σας θυμίζω ότι στην Ελλάδα επίσης δεν υπάρχει οικογενειακό δικαστήριο, δεν υπάρχει ειδικός θεσμός ώστε να έχει κάποια εξειδίκευση και την αναγκαία ευαισθησία για να προσεγγίζει παιδιά. Οπότε ο άλλος μαζί με τις κτηματικές διαφορές και τις ανθρωποκτονίες, δικάζει και ασέλγεια κατά ανηλίκων, όπως μπορεί ο καθένας.
Λοιπόν διαχρονικά η Ελλάδα απλώς σπεκουλάρει σε διάφορες πρωτοβουλίες φορέων, ένας από τους οποίους ενίοτε είμαστε και εμείς, και λέει, ας πούμε, «κάναμε εκπαίδευση», επειδή κάποιος έκανε ένα πρόγραμμα. Δεν έχει γίνει καμία συστηματική προσπάθεια να συμμορφωθούμε στην υλοποίηση των συμβάσεων που ψηφίσαμε ως χώρα. Αυτό που έγινε είναι ότι διάφοροι άνθρωποι που έτσι κι αλλιώς ασχολούμασταν και είχαμε το μεράκι να στήσουμε διαφορά πράγματα, να βρούμε πόρους (συνήθως από το εξωτερικό ) για να το κάνουμε, απλώς το κάναμε και η πολιτεία έλεγε: να, έχουμε κάνει τόσα πράγματα!
Ναι, αλλά δεν συνιστούν καμία στρατηγική να καλυφθεί ο κλάδος. Παίρνει ο ένας φορέας μια πρωτοβουλία και λέει θα εκπαίδευσω τριάντα, θα εκπαιδευσω τριακόσιους, θα εκπαιδευσω τρεις χιλιάδες. Πόσο μπορεί να κρατηθεί ένα τέτοιο πράγμα χωρίς θεσμική κάλυψη; Θα φύγει ο άλλος που είναι κοινωνικός λειτουργός στην περιφέρεια, ας πούμε, και θα πάει στα γραφεία του Συνηγόρου του Παιδιού για εκπαίδευση. Εντάξει, όμως ο προϊστάμενός του δεν είναι ο Συνήγορος, ο προϊστάμενός του είναι συνήθως ένας γιατρός, γιατί στις περιφέρειες ακόμα την διοικητική δομή στις κοινωνικές υπηρεσίες τις έχει στην ενιαία διεύθυνση υγείας και πρόνοιας. Αν τύχει, και έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους που είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι σε κοινωνικά θέματα, μπορεί να του δώσουν ελευθερία και στήριξη. Αν δεν τύχει όμως, αν ο περιφερειάρχης ή ο δήμαρχος κάνει bazaar και θέλει να κάνει μια γιορτή στον δήμο, θα του πει, έχουμε εδώ δουλειές.
Κοιτάξτε, από την αρχή που ιδρύθηκε αυτός ο θεσμός ήμουν πολύ επιφυλακτικός στο αν τελικά θα έδινε τίποτα η εισαγωγή αυτής της διοικητικής ονοματοδοσίας. Νομίζω ότι η εμπειρία μέχρι τώρα είναι ότι, πρώτον, το ΚΕΣΑΘΕΑ, που έλεγε η υπουργική απόφαση ότι θα συντόνιζε τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, δεν τις συντονίζει. Τις συντονίζει το ΕΚΚΑ, γιατί το ΚΕΣΑΘΕΑ στερείται των πόρων να μπορεί να το κάνει. Δεύτερον, οι Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, που προέβλεπε εκείνη η υπουργική απόφαση, δεν είναι ομάδες. Είναι μια μετονομασία των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων. Δηλαδή η φαντασία του τότε νομοθέτη ότι θα υπήρχαν ομάδες στις οποίες θα συμμετείχαν επαγγελματίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες, από την εισαγγελία, από τα τοπικά κεντρα ψυχικής υγείας κτλ, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, όπως και αν τις ονομάσουμε, σε πολλές περιπτώσεις και δη μετά από κοντά μια δεκαετία μνημονίων και περιορισμών στις προσλήψεις στο δημόσιο, έχουν φτάσει να είναι μονομελείς. Και αυτός ο ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο για τα θέματα παιδικής προστασίας, αλλά για κάθε κοινωνικό θέμα ανηλίκων, ενηλίκων, υπερηλίκων… Στην πραγματικότητα, λοιπόν, κόβουμε μια φέτα του χρόνου του ενός κοινωνικού λειτουργού σε έναν δήμο και την ονομάζουμε Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων..
Όταν έγιναν οι ΟΠΑ, μου είχαν ζητήσει τότε, η πολιτεία, να πάμε να εκπαιδεύσουμε τους κοινωνικούς λειτουργούς που θα συμμετείχαν στις ομάδες, και τελικά ήταν αυτοί οι ίδιοι, δεν ήταν ομάδα. Και είχαμε πάει τον Γιώργο Μόσχο να κάνουμε εκπαιδεύσεις και λέω, παιδιά, εδώ πόσοι είστε μόνιμοι και πόσοι συμβασιούχοι; Πάνω από τους μισούς ήταν συμβασιούχοι. Λέω, πότε θα λήξει εσένα η θητεία σου; Σε τρεις μήνες. Εσένα; Σε πέντε μήνες. Γύρισα και τους λέω -ήταν ο Παναγιώτης Αλτάνης τότε πρόεδρος του ΕΚΚΑ που συντόνιζε αυτό το πράγμα- τί κάνουμε τώρα; Λέμε ότι θα εκπαιδεύσουμε σε κάποιες δεξιότητες ανθρώπους, οι οποίοι σε τρεις μήνες θα είναι εκτός συστήματος;
Εδώ και κάποια χρόνια, για παράδειγμα, υπάρχουν αυτά τα προγράμματα του ΕΣΠΑ με βάση τα οποία διορίζονται ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στην εκπαίδευση. Ποια είναι η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου, πέραν από την ενίσχυση της απασχόλησης; Καταλαβαίνω, η ενίσχυση της απασχόλησης δεν είναι ένα αμελητέο πράγμα, αλλά πάει ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας ψυχολόγος, σε τρία σχολεία, έχει 15-20 τμήματα, ώσπου να πάει να τα γνωρίσει, μέσα σε τρεις μήνες θα πρέπει να φύγει γιατί λήγει η σύμβασή του και θα πρέπει να μείνει κενό το σύστημα και να έρθει την επόμενη χρονιά κάποιος άλλος...
Με τέτοια πράγματα δεν βελτιώνεται ουσιαστικά το σύστημα, θα ήταν από την άποψη της ενίσχυσης της λειτουργικότητας προτιμότερο να πούμε ότι με τους πόρους που έχουμε βάζουμε τους μισούς, αλλά μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα.
Εντάξει, καταλαβαίνω ότι στα πλαίσια πανευρωπαϊκά της κυριαρχίας των πιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την δήμοσια διοίκηση, είναι εδώ και καμία εικοσαριά χρόνια της μόδας οι αντιλήψεις που μιλάνε για δικτύωση υπηρεσιών, για συμπληρωματικότητα των υπηρεσιών, για στοχευμένα προγράμματα και όλα αυτά. Εγώ ό,τι αρχίζει με τη λέξη «δικτύωση» το θεωρώ απατεωνιά. Συγνώμη που είμαι τόσο κάθετος. Δεν θέλουμε τώρα δίκτυα εδώ, θέλουμε θεσμούς. Θέλουμε υπηρεσία. Εδώ δεν έχουμε υπηρεσία, τι να λέμε, να κάνουμε δίκτυο από την ανύπαρκτη υπηρεσία;
Σε μια πραγματικότητα όπως στην Ελλάδα που δεν έχει ήδη μια δομή κοινωνικών υπηρεσιών, όπως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αυτό που νομίζω ότι είναι το ζητούμενο είναι να συγκροτηθεί ο τομέας με αυτοτέλεια. Και μετά ας τσακωθούμε όσο θελουμε για το πως μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα.
[post_title] => «Δεν θέλουμε δίκτυα, θέλουμε θεσμούς» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => nikolaidis-int-gr [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-01-18 19:04:11 [post_modified_gmt] => 2024-01-18 16:04:11 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7590 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6730 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 08:05:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 05:05:00 [post_content] =>Η Μονάδα στέκεται στην έξοδο από την πόλη των Λεχαινών με κατεύθυνση προς το χωριό Μυρσίνη, με θέα τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο, που ανήκει στη Μητρόπολη Ηλείας, είναι μια τετραώροφη, σταυροειδής κατασκευή που στεφανώνεται από τρούλο. Ο σχεδιασμός του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάλληλος για την προβλεπόμενη χρήση του.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε απαραίτητο να περιοριστεί η κίνηση του επτάχρονου τυφλού κοριτσιού που είχε εισαχθεί στο ίδρυμα σε ηλικία τριών ετών. Πλήρως ικανή να κινηθεί, αλλά τυφλή, γεμάτη με την ενέργεια της παιδικής ηλικίας, θα χρειαζόταν κάποιον να την προσέχει συνεχώς. «Για το καλό της», λοιπόν, κάποιος αποφάσισε να την κλείσουν σε ένα κλουβί — όλη μέρα, κάθε μέρα. Όταν έφτασε πλέον δεκαέξι χρόνων, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει το όνομά της.
Η Μονάδα Λεχαινών ιδρύθηκε το 1987 ως «Κέντρο Περίθαλψης Παίδων», ή ΚΕΠΕΠ, και άρχισε να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα, με αποστολή τη φροντίδα παιδιών με αναπηρία ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Στην αρχική του σύλληψη προοριζόταν για τα παιδιά της Ηλείας και της ευρύτερης Πελοποννήσου. Σταδιακά, εισήχθησαν παιδιά με αναπηρία από όλη την Ελλάδα, είτε κατόπιν αιτήματος των γονιών τους είτε κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Παλαιότερα ανεξάρτητο ίδρυμα, από το 2013 αποτελεί ένα από τα παραρτήματα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας. Κατά κανόνα, οι νοσηλευτές στη Μονάδα ήταν δίχως εξειδίκευση και ο αριθμός τους ανεπαρκής: ενδεικτικά, το 2018, πέντε εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, επτά βοηθοί και πέντε επικουρικοί συμβασιούχοι για 44 κατοίκους. Ο ξυλουργός που έφτιαξε τα κλουβιά θεωρείται επίσης προσωπικό του ιδρύματος.
Στη Μονάδα Λεχαινών, παιδιά με αναπηρία ήταν δεμένα στα κρεβάτια τους ή κρατήθηκαν μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να σηκωθούν ή να περπατήσουν, ούτε για μια ώρα μέσα στην ημέρα. Κάποια παιδιά μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν δεμένα. Κάποια πέθαναν δεμένα.
Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούσαν μυστικό. Το 2008, μια ομάδα Ευρωπαίων εθελοντών που πέρασαν λίγο χρόνο στο Κέντρο Λεχαινών, σοκαρισμένη από τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μεταχειριζόταν τα παιδιά με αναπηρία, συνέταξε μια έκθεση την οποία διένειμε σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, αντιπροσωπεία του Συνηγόρου του Πολίτη, αποτελούμενη από τον Βοηθό Συνήγορο για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, Γιώργο Μόσχο, τον Βοηθό Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, Γιάννη Σακέλλη και τις ειδικές επιστήµονες Ιωάννα Κουβαριτάκη και Ειρήνη Κυριακάκη, καθώς και την Μαίη Παπούλια, ψυχολόγο και σύζυγο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, επισκέφτηκε το ίδρυμα για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις.
Λίγο πριν από τη δημοσίευση του πορίσματος του Συνηγόρου, τον Φεβρουάριο του 2011, με την οικονομική κρίση να βαθαίνει ολοένα, οι κάμερες της ΕΡΤ μπήκαν στο ίδρυμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε στις κεντρικές απογευματινές ειδήσεις, δείχνοντας τα δεμένα παιδιά και φιλοξενώντας συνέντευξη της τότε διευθύντριας του ιδρύματος, Άννας Μαζαράκη, η οποία υποστήριξε πως είχε κάνει ό,τι είναι δυνατόν με τα διαθέσιμα μέσα για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά πως τα παιδιά παρέμεναν δεμένα πρωτίστως για τη δική τους ασφάλεια.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, τότε υπουργός Υγείας, παρενέβη στον αέρα και αφού εξήρε το έργο της διευθύντριας, δήλωσε ότι «έχει δώσει εντολή» να επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να καταγράφουν τις συνθήκες σε όλα τα ιδρύματα της χώρας και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων να μιλούν στα ΜΜΕ για τα κακώς κείμενα. Όταν η παρουσιάστρια παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ρίξουν φως στα προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έπρεπε και να λυθούν, ο Λοβέρδος υποσχέθηκε ότι θα προσληφθούν εντός λίγων ημερών πέντε ακόμη άτομα στο υγειονομικό προσωπικό και άλλοι τρεις εργαζόμενοι μέχρι το τέλος του έτους, αποδίδοντας τα βασανιστήρια που ήρθαν στο φως στο δελτίο ειδήσεων στην υποστελέχωση. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα εξασφαλιστούν νέοι χώροι, ώστε οι ανήλικοι να χωριστούν από τους ενήλικους.
Ερωτώμενη από την παρουσιάστρια αν οι νέες προσλήψεις που υποσχόταν ο υπουργός θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η διευθύντρια απάντησε ότι «τη λύση θα δώσει η επιστημονική κοινότητα» και ότι «το αν θα πρέπει να λυθούν ή όχι είναι θέμα των ειδικών».
Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού, έγινε σαφές ότι οι απάνθρωπες συνθήκες στη Μονάδα Λεχαινών ήταν απολύτως γνωστές σε διάφορα επίπεδα της διοίκησης του ελληνικού κράτους. Από την έκθεση του Συνηγόρου προέκυπτε ότι το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας) είχε πραγματοποιήσει ελέγχους στη Μονάδα το 2007 και το 2009, και είχε διαπιστώσει τα προβλήματα, για τα οποία είχε διατυπώσει προτάσεις προς τη διοίκηση — προτάσεις που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Από την έκθεση προέκυπτε επίσης ότι o Συνήγορος, μετά την αρχική του επίσκεψη στο ίδρυμα τον Σεπτέμβριο του 2009, είχε προβεί σε μια σειρά κινήσεων, προσπαθώντας να παροτρύνει τις αρμόδιες αρχές να δράσουν. Μεταξύ άλλων, είχε αποστείλει έγγραφο προς την υφυπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Φώφη Γεννηµατά, περιγράφοντας την κατάσταση στα Λεχαινά και είχε επίσης ενημερώσει τη Βουλή στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του.
Μετά την επικοινωνία του Συνηγόρου προς την υφυπουργό, ο Γενικός Γραµµατέας Πρόνοιας Γιώργος Κατριβάνος απέστειλε έγγραφο προς όλες τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, ζητώντας «άµεση εφαρµογή των οδηγιών του Συνηγόρου και ιδιαίτερα όσων αφορούν την καταστρατήγηση των δικαιωµάτων ή την παραµέληση των αναγκών των παιδιών, όπως η χρήση ξύλινων κουβουκλίων, η κατάχρηση της κατασταλτικής φαρµακευτικής αγωγής χωρίς γραπτή οδηγία ιατρού και η χρήση καµερών».
Η Μαζαράκη με τη σειρά της διατύπωσε αίτημα προς τον ψυχίατρο ∆ιονύσιο Τσάγκο, ο οποίος παρακολουθούσε τότε το ίδρυμα, ζητώντας του να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης για να αλλάξουν οι πρακτικές της καθήλωσης των παιδιών. Ο Τσάγκος απάντησε το εξής:
«Αναγνωρίζω σαφώς ότι η καθήλωση ενός περιθαλπόµενου µε ιµάντες καταστρατηγεί σε µεγάλο βαθµό τα ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα όµως πάνω από αυτά είναι το δικαίωµα της ίδιας της ζωής. Με δεδοµένο τη βαριά νοητική υστέρηση των περιθαλπόµενων, είναι απολύτως αναγκαία η καθήλωσή τους µε ιµάντες για να µην υπάρξει αυτοκαταστροφική ενέργεια την οποία βέβαια δεν θα έχει καταλάβει λόγω της πάθησης ο περιθαλπόµενος. Οι ιµάντες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υφίστανται τόσο βαριά και µε υψηλού βαθµού επικινδυνότητα περιστατικά».
«Η Αρχή πιστεύει ότι οι πρακτικές που επιλέχθηκαν ξεκάθαρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές νοητικές αναπηρίες».
Ο Συνήγορος στην έκθεσή του σημείωσε ότι ο ψυχίατρος της Μονάδας είχε απαντήσει χωρίς να υποβάλει «ιατρικές γνωματεύσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ούτε επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την ανάγκη περιορισμού». Επισήμανε επίσης ότι «οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων στο πλαίσιο της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας δεν φαίνεται να δικαιολογούν τον σωματικό περιορισμό, με εξαίρεση τις ψυχιατρικές μονάδες για ενήλικες ασθενείς και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα ο περιορισμός σε κρεβάτια/περιβλήματα, θεωρείται ακατάλληλη ψυχιατρική πρακτική και συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση». Όσον αφορά την απόφαση να «χρησιμοποιηθούν μέσα "μηχανικού περιορισμού", όπως ιμάντες, η καταλληλότητά του αποφασίζεται κατά περίπτωση, τηρουμένων των αναλογιών, και χρησιμοποιείται σπάνια και μόνο όταν συνταγογραφείται από γιατρό (ή μετά από άμεση συμβουλή γιατρού κοινοποίηση και παραλαβή έγκρισης). Η προσφυγή σε αυτό θα πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση, ως έσχατη λύση και για την ελάχιστη αναγκαία διάρκεια, ενώ η μακροχρόνια χρήση του δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες και θεωρείται κατάχρηση με θεραπευτικούς όρους. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται από ελλείψεις προσωπικού, καθώς κάθε περίπτωση περιορισμού απαιτεί από ένα μέλος του προσωπικού να παρέχει άμεση προσωπική βοήθεια και συνεχή επίβλεψη, ενώ η ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνεχή φυσική παρουσία που απαιτείται. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοιο περιστατικό θα πρέπει να καταγράφεται σε ειδικό μητρώο και στον προσωπικό ιατρικό φάκελο του ασθενούς με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η ώρα έναρξης και λήξης του περιορισμού, το όνομα του γιατρού κ.λπ. μεθόδων ελέγχου του ασθενούς και να εκπαιδεύονται στις επιπτώσεις που έχει η πρακτική του σωματικού περιορισμού στον ασθενή».
Ο Συνήγορος κατέληξε ότι «οι πρακτικές που επιλέχθηκαν σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές ψυχικές αναπηρίες».
Τον Νοέμβριο του 2014, φωτογραφίες από τα Λεχαινά διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο Τα ανάπηρα παιδιά κλεισμένα σε κλουβιά. Λίγες μέρες αργότερα, η Κατερίνα Παπακώστα, η οποία τότε είχε γίνει υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, επισκέφτηκε το ίδρυμα σε μια κίνηση που φαινόταν μάλλον αναγκαστική, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου.
Σε δηλώσεις της στα ΜΜΕ υποστήριξε ότι η Μονάδα δεν εμπίπτει στην ευθύνη της αλλά του Υπουργείου Πρόνοιας και ανέφερε: «Ήρθα και μόνη μου να δω, διότι αυτό που μου είπαν οι επιστήμονες, τα πάρκα, όπου μια μερίδα παιδιών για λόγους προστασίας δικής τους πρέπει να βρίσκονται, κάποιοι τα παρουσίασαν τελείως διαφορετικά. Ρώτησα τους επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και μου είπαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι γίνεται η προστασία των παιδιών, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Με διαβεβαιώνουν εδώ και ο εθελοντής γιατρός που βρίσκεται εδώ και τον ευχαριστώ θερμά και οι δικές μου υπηρεσίες ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους για να μην είναι σε βάρος και των ίδιων των παιδιών όλη αυτή η ιστορία. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα εδώ επ’ ωφελεία των παιδιών και για να ξέρουν οι ευαίσθητοι και οι ευάλωτοι πολίτες ότι είμαστε παρόντες να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους».
Τρία χρόνια μετά την έκθεση του Συνηγόρου που διαπίστωνε ότι οι συνθήκες στα Λεχαινά όχι μόνο παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με εξόχως βάναυσο τρόπο, αλλά ήταν και παράνομες, στο ίδρυμα δεν είχε αλλάξει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει εκθέσεις, αλληλογραφία, εγκύκλιοι, εντολές της Γενικής Γραμματείας κτλ, η νέα υφυπουργός αποφάσιζε να χαρίσει νομιμοποίηση στα κλουβιά αποκαλώντας τα «πάρκα», και να κρυφτεί πίσω από κάποιους υποτιθέμενους «ειδικούς» που γνωμοδοτούσαν ενάντια στον νόμο, στην ηθική και στις διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές πρακτικές.
Ένα χρόνο περίπου μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Παπακώστα, Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» διοργάνωσε συμβολική κατάληψη στις εγκαταστάσεις των Λεχαινών. Είχαν μεσολαβήσει οι διπλές εκλογές του 2015, το εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορίστηκε η Θεανώ Φωτίου.
Η κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου 2015 και διήρκεσε τέσσερις ημέρες. «Είχαμε κάνει την έρευνά μας, παρατηρήσαμε τι είχαν κάνει οι συνάδελφοί μας με αναπηρία στο εξωτερικό», μας είπε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής και μέλος της «Μηδενικής Ανοχής». «Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει από τους ίδιους τους ανάπηρους. Βασίσαμε τις ενέργειές μας σε αυτό το προϋπάρχον μοντέλο. Είπαμε, "Πάμε να το κάνουμε αυτό, όπως όλοι οι άλλοι." Εμείς, που είμαστε απ' έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τις ζωές εκείνων που βρίσκονται μέσα. Τα ιδρύματα είναι εκεί που φυλάσσονται τα πιο ευάλωτα από τα ευάλωτα άτομα με αναπηρία, αυτά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δεν έχουν κανέναν άλλον να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, ούτε το προσωπικό που εργάζεται σε αυτόν τον τομέα ούτε τους γονείς τους, αν εξακολουθούν να είναι παρόντες».
«Φτάσαμε στα Λεχαινά την ώρα του φαγητού», είπε, «εννιά άτομα σε τέσσερα αυτοκίνητα, με δύο κάμερες. Θέλαμε να καταγράψουμε τι συνέβαινε και να αναδείξουμε εκείνα που η κοινωνία απορρίπτει, μεταφέροντάς τα σε ένα απομονωμένο κτίριο κάπου μακριά, κλείνοντας τα μάτια σε αυτές τις εικόνες. Θέλαμε να επισημάνουμε τη φρίκη στον πυρήνα της αναπηρίας, που δεν είναι άλλος από τη θεσμοθετημένη ζωή. Για εμάς τους ανάπηρους ακτιβιστές, δεν υπάρχει καλό ίδρυμα. Ακόμα κι αν τα Λεχαινά ήταν το Χίλτον, θα παρέμενε ένα ίδρυμα ασφαλούς τύπου που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έχω δει ανθρώπους να συγκρατούνται με σχοινιά και σε άλλα ιδρύματα, όχι μόνο στα Λεχαινά. Παρόλα αυτά, τα Λεχαινά είναι μια μελέτη περίπτωσης στην αναπηρία. Όσο προετοιμασμένοι κι αν ήμασταν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες μας…»
«Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη χημική καταστολή; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάνε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν είναι άξιοι να ζήσουν.»
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τέσσερα μέλη της Μηδενικής Ανοχής κατέθεσαν μήνυση στην Εισαγγελία Αμαλιάδας, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των ανάπηρων παιδιών και νέων που κρατούνται στο ίδρυμα.
«Μέχρι σήμερα, από το 2015, δεν έχουμε κληθεί να καταθέσουμε», μας είπε ο Ρέλλας. Μάλιστα, η Εισαγγελία αρχειοθέτησε την καταγγελία το 2016.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες» είπε ο Ρέλλας. «Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη καταστολή με χημικά; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάτε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν αξίζουν να ζήσουν και επομένως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες. Ο ΟΗΕ, που είδε το υλικό που συγκεντρώσαμε κατά τη διάρκεια της κατάληψης, λέει ότι αυτά είναι βασανιστήρια. Όπως και εμείς. Αυτό είδαμε. Βασανιστήρια είναι αυτά που είδαμε."
Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δημοσίευσε τις τελικές της παρατηρήσεις αφού εξέτασε την εφαρμογή από την Ελλάδα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο η χώρα μας έχει κυρώσει το 1997. Όσον αφορά την κατάσταση στα Λεχαινά, η Επιτροπή δήλωσε ότι το κράτος «θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάργηση της χρήσης κλειστών κρεβατιών καθήλωσης και της συστηματικής καταστολής σε ψυχιατρικά και συναφή ιδρύματα. Το κράτος θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι καταχρήσεις διερευνώνται αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικά και παρέχεται αποκατάσταση στα θύματα και τις οικογένειές τους». Παρόμοιες συστάσεις είχαν γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, με συγκεκριμένη αναφορά στο ίδρυμα των Λεχαινών.
Στις 13 Νοεμβρίου 2015, λίγες μέρες μετά την κατάληψη που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, μια ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατέθεσε αναφορά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην οποία σημείωνε: «Λόγω του γεγονότος ότι τα μακροχρόνια βασανιστήρια παιδιών έγιναν εν γνώσει όλων των αρχών, από το Υπουργείο μέχρι την τοπική εισαγγελία, ενώ η έκθεση της Επιτροπής του Υπουργείου (σ.σ.: ενν. η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές) επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική σε ψυχιατρικές μονάδες σε όλη τη χώρα, ζητείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει τη δικαστική διερεύνηση των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, δίνοντας εντολή σε εισαγγελέα στην Αθήνα προς τούτο και απαιτώντας από το Υπουργείο Εργασίας να σταματήσει αμέσως τη χρήση αυτών απάνθρωπες μεθόδους που ισοδυναμούν με βασανιστήρια».
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη για να αναζητήσει τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι τα παιδιά και οι νέοι με αναπηρία κρατούνταν καθηλωμένα με ιμάντες, έγκλειστα σε κλουβιά διαστάσεων 2 x 1 x 2, δεν τους αφήνουν να βγουν ούτε για μια ώρα, λάμβαναν τεράστιες ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων για ψυχιατρικές και άλλες ασθένειες — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από τα 78 άτομα που έχουν διαμείνει στη μονάδα Λεχαινών για χρόνια, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχιατρικές διαταραχές.
«Στην Ελλάδα σήμερα», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, «κανένα δικαστήριο δεν έχει τη νομική ικανότητα να επιβάλει τέτοια ποινή σε κανέναν. Πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί κάποιος να υποβληθεί ένα άτομο σε αυτόν τον εγκλεισμό και να μην ρωτήσει ποιος το διέταξε και γιατί; Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ποιοι από τους συναδέλφους μου έδωσαν οδηγίες να καθηλωθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος επέβαλε αυτή τη στέρηση των δικαιωμάτων τους;».
Λίγο μετά την κατάληψη από Μηδενική Ανοχή, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού υπέβαλε σχέδιο παρέμβασης στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν πλέον η Μονάδα Λεχαινών. Τον Μάρτιο του 2016, το Ινστιτούτο, μαζί με μέλη της Lumos, της βρετανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη συγγραφέα του Χάρι Πότερ J. K. Rowling για την προώθηση και την υποστήριξη της αποϊδρυματοποίησης, επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Υπουργείο Εργασίας, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση έκτακτης παρέμβασης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, από τη Lumos. Η ομάδα παρέμβασης θα απελευθέρωνε τους ασθενείς από τα δεσμά τους, θα επανεξέταζε τη χρήση φαρμάκων και θα τους προετοίμαζε μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν είτε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν ακόμη δυνατόν, είτε με άλλο τρόπο να μετακομίσουν σε μικρότερους ξενώνες, τις λεγόμενες ΣΥΔ (Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης), όπου οι επιπτώσεις από την ιδρυματοποίηση θα αμβλύνονταν. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ανέλαβε να διαμορφώσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης των ιδρυμάτων συνολικά, με απώτερο στόχο την αποϊδρυματοποίηση.
Η επείγουσα παρέμβαση ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Νικολαΐδη. Είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι μήνες, γιατί, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «μάλλον αισιόδοξα πιστεύαμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για να αναδιαρθρώσει ριζικά αυτές τις υπηρεσίες, να αναπτύξει νέες εγκαταστάσεις και να κλείσει οριστικά αυτό το ίδρυμα — πώς να μην το έκανε;».
«Δυστυχώς» μας είπε «το γεγονός είναι ότι μετά από πολλές πιέσεις, απλώς έδωσαν έγκριση για να υλοποιηθεί μια πρωτοβουλία άλλων ανθρώπων και φορέων, με τη χρηματοδότηση άλλων. Ένα πρόγραμμα που δεν απολάμβανε καμία δικαιοδοτική υποστήριξη έναντι της εν λόγω μονάδας, του προσωπικού της, του τρόπου λειτουργίας της. Η πολιτική ηγεσία απλώς είπε, "τέλεια, μπορείτε να πάτε στη Μονάδα και να κάνετε ό,τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο"».
Δύο καλοκαίρια αργότερα, το 2018, όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, η παρέμβαση διαρκούσε ακόμη. Ο Γιώργος Νικολαΐδης μόλις είχε μπει στο γραφείο του και βρισκόταν σε διαδικασία μεταφοράς βίντεο από το τηλέφωνό του στον υπολογιστή του. Μας κάλεσε να δούμε μέρος του υλικού.
Το πρώτο βίντεο είχε γυριστεί την ώρα που ο ξυλουργός της Μονάδας Λεχαινών ξήλωνε το κλουβί ενός εικοσάχρονου, στο οποίο περάσει πολλά χρόνια κλεισμένος. Η αρχική δυσπιστία του άντρα υποχωρεί, καθώς η χαρά και η ανακούφιση ξεσπούν σε ένα σχεδόν εκστατικό γέλιο. Η κάμερα γυρίζει πίσω στον ξυλουργό και σβήνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατά το τηλέφωνο του ψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο Νικολαΐδης κρατά ένα «μακαρόνι», τον σωλήνα αφρού που χρησιμοποιείται για να μάθουν κολύμπι τα μικρά παιδιά. Έχει περάσει το «μακαρόνι» κάτω από τη μέση ενός άλλου κατοίκου των Λεχαινών, τον έχει τεντώσει ανάσκελα και τον κουνάει απαλά από άκρη σε άκρη. Άλλο ένα ξέσπασμα χαράς ακούγεται, καθώς ένα πολύπαθο κορμί βρίσκει ανακούφιση στο νερό.
Παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν ελήφθη ποτέ επίσημα απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών.
Ο Αντώνης Ρέλλας αποφάσισε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων από την κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής μέχρι το υποσχόμενο κλείσιμο του ιδρύματος όχι απλώς ως ακτιβιστής, αλλά ως σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά. Έχοντας επισκεφτεί τη Μονάδα πάνω από τριάντα φορές τα τελευταία χρόνια, εξήγησε: «Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές. Το πώς οι κάτοικοι που συνάντησα για πρώτη φορά, οι οποίοι ήταν μη επικοινωνιακοί, με τα μάτια άδεια καθώς ήταν δεμένοι σε κρεβάτια ή κλειδωμένοι μέσα σε κλουβιά, χημικά κατεσταλμένοι σε σημείο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους, άρχισαν να ανθίζουν. Να τους δω να εγκαταλείπουν τα στενά όρια της κρεβατοκάμαρας και να μπαίνουν στην τραπεζαρία, να πηγαίνουν στον επάνω όροφο για μια δραστηριότητα, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Τους ακούσαμε να μιλούν, να λένε λόγια. Κάποιοι άρχισαν να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα, "θέλω κομοδίνο", "θέλω τηλεχειριστήριο", "θέλω τα δικά μου ρούχα". Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για κάποιον που έχει απανθρωποποιηθεί εντελώς, που έχει μετατραπεί σε ζόμπι λαμβάνοντας "την προβλεπόμενη θεραπεία για το καλό του"».
«Έχω δει τους φόβους και τις αναστολές τους» συνέχισε. «Για αυτούς, η κανονικότητα ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι ιμάντες. Ακόμα και αφού η ομάδα παρέμβασης αφαίρεσε τους περιορισμούς της, ξέρετε πώς κοιμόντουσαν τη νύχτα; Στη θέση ύπνου που κρατούσαν χρόνια. Για αυτούς, η πιο άνετη θέση ήταν η θέση του βασανισμού. Με άλλα λόγια, κάναμε τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα όταν βασανίζονται».
Ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της ιστορίας είναι ότι, παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και πιο συγκεκριμένα ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν πάρθηκε ποτέ επίσημα απόφαση απαγόρευσης νέων εισαγωγών στο ίδρυμα.
Ο Ρέλλας θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό: «Μια γυναίκα ήρθε να αφήσει το παιδί της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και μια φίλη της. Το παιδί ήταν περίπου δώδεκα ετών και είχε υψηλή λειτουργικότητα. Προφανώς δεχόταν πίεση να εγκαταλείψει το παιδί με αναπηρία και να επικεντρωθεί στα "κανονικά" παιδιά της. Η μητέρα της ήταν ακόμη πιο ανένδοτη, λέγοντας ότι το μέρος φαινόταν υπέροχο και το παιδί θα περνούσε υπέροχα εκεί. Ο Νικολαΐδης πήρε τη μητέρα στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και μίλησαν. Της εξήγησε ότι σε έξι μήνες, το παιδί δεν θα ήταν πλέον στην ίδια κατάσταση. Έφυγε από το γραφείο του δακρυσμένη. Πήρε το παιδί της και έφυγε».
«Δεν ήταν το μόνο περιστατικό στο οποίο αποφεύχθηκε η εισαγωγή», εξήγησε ο Νικολαΐδης. «Είχαμε ζητήσει να απαγορευτούν οι εισαγωγές, όλοι συμφώνησαν, αλλά αυτή η συμφωνία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε νομική πράξη. Ερχόμουν στα Λεχαινά και μου έλεγαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δεχτεί νέο παιδί. Κάθε φορά έπρεπε να τρέχουμε να διορθώσουμε τα πράγματα κατόπιν εορτής. Θα συναντούσα τους γονείς, θα εξηγούσα τις συνέπειες μιας τέτοιας εισαγωγής, θα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η οικογένεια το ζητούσε αυτό. Συνήθως, υπήρχε πολύς κρυφός πόνος, η απόφαση να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα δεν ήταν ξαφνική».
Η επείγουσα παρέμβαση που προοριζόταν να διαρκέσει έξι μήνες κατέληξε να διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις. Οι ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η επανεισαγωγή σε ανθρώπινες συνθήκες ατόμων που είχαν υποστεί ακραία και παρατεταμένη κακοποίηση, αναμενόταν να είναι πολύ δύσκολη, αλλά το έργο τους περιπλεκόταν συνεχώς από την αντίσταση που συναντούσαν.
«Αν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδέχονται πολύ πρόθυμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σε μία από τις επισκέψεις μας στη Μονάδα Λεχαινών, συναντήσαμε την Πάττυ Σωτηροπούλου, ειδική παιδαγωγό και μέλος της ομάδας επείγουσας επέμβασης. Καθώς γίνονταν οι συστάσεις, γίναμε μάρτυρες του εξής περιστατικού: ένας από τους κατοίκους της Μονάδας είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μετά από αυτοτραυματισμό στο μάτι του. Ο χειρουργός είχε συστήσει σαράντα πέντε ημέρες καθήλωσης στο κρεβάτι για την προστασία της πληγής. Η άφιξή μας στο κέντρο συνέπεσε με το τέλος του εγκλεισμού του και η ομάδα παρέμβασης ζητούσε από το προσωπικό να τον μεταφέρει σε κρεβάτι. Το προσωπικό αντιστάθηκε σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη επειδή ο κάτοικος είχε μασήσει το στρώμα του… πριν από δέκα χρόνια!
«Μια μέρα, μέλη της ομάδας έβγαλαν μια κοπέλα έξω για μια βόλτα στην αυλή», μας είπε εξοργισμένη η Σωτηροπούλου. «Η κοπέλα έπεσε κάτω και χρειάστηκε δύο ράμματα στο πηγούνι της. Όχι μόνο το προσωπικό αντέδρασε υπερβολικά λόγω του φόβου του για απόδοση ευθυνών, αλλά ο γιατρός που έβαλε τα ράμματα έδωσε επίσης οδηγίες να την κρατήσουν μέσα σε ένα κλουβί για δέκα ημέρες. Δεκαήμερος περιορισμός για δύο ράμματα! Και όταν επισημαίνεις τον παραλογισμό, απλά σου λένε: "εντολή γιατρού"».
Η Σωτηροπούλου είπε ότι είχε εξαντληθεί από τη συνεχή μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. «Καμία κουλτούρα δεν έχει καλλιεργηθεί» μας είπε «ότι είναι απαράδεκτο να κρατάμε παιδιά μέσα σε κλουβιά σε ένα ίδρυμα. Εάν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δέχεται με μεγάλη προθυμία ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική", ότι "οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να περιορίζονται σωματικά, επομένως πρέπει να έχουν δίκιο" και "δόξα τω Θεώ υπάρχει ένα ίδρυμα για να τους στεγάσει"».
Η μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, όπως είπε η Σωτηροπούλου, μαινόταν στη Μονάδα Λεχαινών ακόμα κι όταν οι προτεινόμενες αλλαγές είχαν σκοπό να ωφελήσουν και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης», μας είπε η Σωτηροπούλου, «εκπαιδεύσαμε το προσωπικό στη χρήση ενός μικρού γερανού για να σηκώνει ανθρώπους από το κρεβάτι. Είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να αλλάζουν θέση. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σπουδαίο, αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του να περνάς είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα περιορισμένος σε ένα κρεβάτι και να σηκώνεσαι, τόσο σωματικά όσο και από την άποψη της λήψης κάποιων ερεθισμάτων. Τελικά, μόνο η ομάδα μας και οι εθελοντές χρησιμοποιούν τον γερανό».
«Είναι ένα μικρό παράδειγμα της αντίστασης εδώ», είπε. «Έχεις έναν στόχο, να σηκώσεις τους ανθρώπους από το κρεβάτι. Και δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τους δίνεις ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει και τους φροντιστές. Και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση ότι απλώς να αλλάζεις τα σεντόνια και τις πάνες τόσο πολλών ανθρώπων είναι εξαιρετικά επιβαρρυντικό σωματικά. Κι όμως, δεν θα το χρησιμοποιήσουν. Άρα, από τη μια πλευρά, βλέπεις μια αντίσταση στην αλλαγή, ακόμα και όταν η αλλαγή είναι ευεργετική για αυτούς, και από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του να σηκώνονται οι άνθρωποι από το κρεβάτι».
Τον Δεκέμβριο του 2017, η ελληνική υβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ από το υπερπλεόνασμα που θα μοιραστεί μεταξύ της αποϊδρυματοποίησης της Μονάδας Λεχαινών και του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει αναλυτικό σχέδιο στο άμεσο μέλλον, καθορίζοντας τη διαδικασία μετάβασης, τις εγκαταστάσεις που θα αναπτυχθούν, το χρονοδιάγραμμα κλπ.
«Παρεμπιπτόντως», μας είπε ο Νικολαΐδης, «να αναφέρω ότι είχαμε ήδη εκπονήσει ένα τέτοιο λεπτομερές σχέδιο και το είχαμε υποβάλει στην κυβέρνηση, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλους φορείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το είχαμε συζητήσει και με το μόνιμο προσωπικό της Μονάδας. Δεν λέω ότι αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πρέπει να υιοθετηθεί ως το τελικό λεπτομερές σχέδιο. Απλώς λέω ότι η δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πιο αποκαρδιωτική πτυχή είναι ότι αυτή τη φορά τα κεφάλαια υπήρχαν, οπότε δεν ήταν αυτό το εμπόδιο».
«Έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η επείγουσα παρέμβαση έληξε τον Φεβρουάριο του 2019. Όταν ρωτήσαμε τον Νικολαΐδη γιατί το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δεν συνέχισε την παρέμβαση, καθώς και γιατί δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Ινστιτούτου με τη Lumos, απάντησε: «Επειδή τον Φεβρουάριο του 2019, οι εκπρόσωποι της Lumos που επισκέφθηκαν την Ελλάδα συναντήθηκαν με την υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου και ενημερώθηκαν ότι για όσο διάστημα συνεργάζονταν μαζί μας αποκλείεται οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι η Lumos διέκοψε τη συνεργασία της μαζί μας και άρχισε να συνεργάζεται με τη Παιδικά Χωριά SOS, όπως τους συστήθηκε».
Συνεχίσαμε να ρωτάμε γιατί κατά τη γνώμη του Νικολαΐδη η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού της, θα το έκανε αυτό.
«Νομίζω», μας είπε ο Νικολαΐδης, «είναι επειδή συνεχίζαμε να τονίζουμε την ανάγκη να κλείσει η μονάδα και να πιέζουμε για μια σειρά πραγματικών ενεργειών, όχι δημοσίων σχέσεων, που να οδηγήσουν στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και αποϊδρυματοποίηση των κατοίκων. Η κυρία Φωτίου μάλλον είχε αποφασίσει ότι ήθελε φαινομενικές και όχι αληθινές πράξεις. Το χρονοδιάγραμμα συνέπεσε και με την ολοκλήρωση μιας φάσης των δράσεών μας στα Λεχαινά, με τη σταδιακή και προοδευτική μεταφορά όλων των κατοίκων εκτός εγκλεισμού, είτε πρόκειται για κλουβιά, είτε για ιμάντες ή για οποιαδήποτε άλλη εφευρετική μέθοδο που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα. Το καθήκον μας ήταν να παρέχουμε προσωρινή βοήθεια έκτακτης ανάγκης με στόχο την κατάργηση της καθήλωσης, εν αναμονή της εφαρμογής ενός προγράμματος αποϊδρυματοποίησης. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό το έργο, έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και έχοντας εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν γινόταν κανένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η πρώην υπουργός δεν σχολίασε αυτές τις δηλώσεις του Νικολαΐδη, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας. Η Lumos επίσης δεν απάντησε στο αίτημά μας για σχολιασμό. Τα Παιδικά Χωριά SOS, τα οποία υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τη Lumos τον Μάιο του 2019, απάντησαν ότι «μετά από αίτημα της Lumos και του Υπουργείου, συμφωνήσαμε να γίνουμε ο οργανισμός αρμόδιος για τη διανομή μισθών στο προσωπικό που προσλήφθηκε για τρεις μήνες, χωρίς να συμμετέχουμε με κανέναν τρόπο στην επιστημονική εργασία, ή στην παρατήρηση της υλοποίησής της επί τόπου».
Τον Ιούνιο του 2019 προσελήφθη προσωπικό για τη στελέχωση της ομάδας δράσης που θα υλοποιούσε ένα τριετές πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης με δωδεκάμηνες συμβάσεις. Επιλεγμένα με διαγωνισμό, τα μέλη της ομάδας δεν είχαν εργασιακή εμπειρία σε θέματα αποϊδρυματοποίησης. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προσωπικού του ιδρύματος, που επανέλαβε για άλλη μια φορά το μακροχρόνιο αίτημά του για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Ενώ στα Λεχαινά ο καιρός σταματούσε ξανά, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δέχτηκε αυξανόμενες πιέσεις να υποβάλει μια μακροπρόθεσμη γενική πρόταση στρατηγικής αποϊδρυματοποίησης, η οποία ήταν υποχρέωση βάσει των όρων της χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει υποβληθεί από το 2014. Το Υπουργείο ζήτησε συνδρομή από την EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), μια ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
Όταν, τον Μάρτιο του 2020, μας παραχώρησε συνέντευξη η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, υπεραμύνθηκε του έργου της κυβέρνησής της εστιάζοντας στη νομοθεσία του 2018 και του 2019, βάσει της οποίας ο πληθυσμός των ιδρυμάτων θα καταγραφόταν σε ένα Εθνικό Μητρώο και, ταυτόχρονα, θα μεταρρυθμιζόταν το σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών.
Κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας, οι νόμοι αυτοί ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθότι συν τοις άλλοις ένα σωστό σύστημα αναδοχής είναι προϋπόθεση για την αποϊδρυματοποίηση. Πρακτικά, ωστόσο, η εφαρμογή των νόμων καθυστερούσε, ώσπου, τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία και η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην κυβέρνηση.
Η Φωτίου υποστήριξε ότι η EASPD παρείχε μόνο «τεχνική βοήθεια» και ότι «την εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση την κάναμε εμείς in house στο Υπουργείο». «Τη στείλαμε εμείς στην ESPD σαν πρόταση ολοκληρωμένη για να την επεξεργαστεί» μάς είπε «και με τον τρόπο που εκφράζονται εν πάση περιπτώσει αυτές οι στρατηγικές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μπορέσουν να είναι και πιο εύκολες οι χρηματοδοτήσεις και τα λοιπά».
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός υποστήριξε, επίσης, ότι είχε δώσει αυτό το σχέδιο στη νέα υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και εξέφρασε την ανησυχία της ότι η νέα κυβέρνηση θα το «πετάξει στα σκουπίδια».
Η Στρατηγική για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, όπως τη διαμόρφωσε η EASPD, με χρηματοδότηση 200.000 ευρώ από την Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, με πρόλογο της Δόμνας Μιχαηλίδου.
Σε πείσμα των ανησυχιών της Φωτίου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στους τομείς του Εθνικού Μητρώου και της αναδοχής/παιδοθεσίας. Η πρόοδος των αναδοχών/παιδοθεσιών ήταν και το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο η νέα υφυπουργός προσέγγισε το ζητούμενο της αποϊδρυματοποίησης, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριο του 2021. Τόνισε ότι επιτέλους καταμετρήθηκαν τα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και υποστήριξε, λίγο-πολύ στο πνεύμα της προκατόχου της, ότι η λύση για την αποϊδρυματοποίηση είναι ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχής και παιδοθεσίας και ότι αυτό ήδη μείωνε τον πληθυσμό των ιδρυμάτων.
Όταν ρωτήσαμε ευθέως πόσα άτομα έχουν φύγει από τα Λεχαινά, η Μιχαηλίδου απάντησε επίσης ευθέως: «Κανένα. Δεν έχει φύγει κανένα».
Μας ενημέρωσε, ωστόσο, ότι το μερίδιο των Λεχαινών από τα 15 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από το υπερπλεόνασμα ήταν «κλειδωμένο» και στη διάθεση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο είχε ήδη βρει δύο κτήρια που θα μετατρέψει σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για τη μετεγκατάσταση κάποιων από τους έγκλειστους του ιδρύματος. Παράλληλα, είχαν εγκριθεί 35 θέσεις προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Πιθανώς, κάπου στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση που δόθηκε στους κατοίκους των Λεχαινών μέσω της επείγουσας παρέμβασης, ότι μπορεί να έχουν μια ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον ιδρυματικό εγκλεισμό, μπορεί τελικά να εκπληρωθεί. Για την ώρα, όμως, έπρεπε να περιμένουν — και πάλι.
Όταν ρωτήσαμε τον Αντώνη Ρέλλα τι ήλπιζε ότι θα συμβεί, όταν το 2016 ξεκινούσε τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του στα Λεχαινά, μάς απάντησε: «Ήλπιζα ότι το τελικό καρέ θα ήταν το κλείσιμο των Λεχαινών. Νιώθω απογοήτευση. Μετά, ήλπιζα ότι η ανακοίνωση του σχεδίου αποϊδρυματοποίησης θα ήταν το σημείο καμπής, ότι επιτέλους έφτασε η στιγμή. Ότι θα ξεκινούσε από τα Λεχαινά και θα πυροδοτούσε την επιθυμία να γίνει το ίδιο παντού. Ότι όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και ότι κανένα απροστάτευτο παιδί δεν θα έπρεπε να το ξαναπεράσει αυτό. Ότι ακόμη και η παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο θα ήταν βραχυπρόθεσμη και θα μεταφερόταν γρήγορα στην ανάδοχη φροντίδα. Ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν στη βιολογική οικογένεια να φροντίζει το παιδί με τη βοήθεια ενός κράτους πρόνοιας. Ότι κάποιος θα εξηγούσε ότι το να έχεις ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι το τέλος του κόσμου».
«Για εμάς», μάς είπε ο Ρέλλας, «οι κάτοικοι των Λεχαινών έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία. Τους γνωρίσαμε. γίναμε φίλοι. Νιώθω λυπημένος γιατί δεν προλάβαμε να τους δούμε ζωντανά σε διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών για να συμβεί αυτό και, δυστυχώς, δεν κινητοποιείται. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το κοινωνικό σύνολο αν απελευθερώναμε τα άτομα με αναπηρία από τα ιδρύματα».
Τον Νοέμβριο του 2022 ακολουθήσαμε ξανά τα μέλη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά. Διαπιστώσαμε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του ενδιάμεσου προγράμματος, από τις πέντε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης που είχαν προβλεφθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων, είχαν πρόσφατα τεθεί σε λειτουργία μόλις οι δύο.
[post_title] => Η κόλαση ως ίδρυμα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => i-kolasi-osidryma [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-28 13:50:19 [post_modified_gmt] => 2023-10-28 10:50:19 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6730 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )
Είχαμε φτιάξει το εθνικό πρωτόκολλο για τη διάγνωση και την πιστοποίηση των αναφορών ή των υπονοιών κρουσμάτων κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών. Η αναγκαιότητα γι’ αυτό το εργαλείο προέκυψε από προηγούμενες ερευνητικές δουλειές αλλά και από την πανθομολογούμενη εμπειρία των επαγγελματιών πρώτης γραμμής ότι στην Ελλάδα από την στιγμή που εγείρεται μια υπόνοια ότι ένα παιδί κακοποιείται, συνήθως εμπλέκονται διαφορετικοί επαγγελματίες, διαφορετικές ειδικότητες, που κοιτούν και κάνουνε διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς χρόνους, ανάλογως με διάφορους τυχαίους παράγοντες, όπως το πού πρωτοκατατίθεται η υπόνοια ή η καταγγελία. Αυτό δεν είναι αποδεκτό γιατί δεν μπορεί το πώς κρίνεται η αξιοπιστία μιας αναφοράς τέτοιας να επαφιεται σε υποκειμενικούς ή τυχαίους παράγοντες.
Έτσι, φτιάξαμε, και μάλιστα με μια διαδικασία που ήτανε όσο το δυνατόν μπορούσαμε πιο πλατιά και συναινετικη, συνομιλώντας δηλαδή με φορείς και επαγγελματίες από το μεγαλύτερο εύρος και του κρατικού και του μη-κυβερνητικού τομέα, που εμπλέκονται στην πράξη σε αυτές τις διαδικασίες, το εθνικό πρωτόκολλο. Έχει τη μορφή ενός αλγορίθμου βημάτων για κάθε τύπο υποψιαζόμενης κακοποίησης, σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής, παραμέλησης, και για το ποια επαγγέλματα πρέπει να παρέμβουν και τι πρέπει να κοιτάνε για να μπορεί να βγει ένα αξιόπιστο συμπέρασμα. Εκπαίδευσαμε 400 επαγγελματίες και στις 13 περιφέρειες της χώρας τότε στη χρήση του πρωτοκόλλου και έχουμε κανει και έκτοτε κι αλλά εκπαιδευτικά γιατί μας το ζητάνε διάφοροι φορείς και μάλλον θεωρήθηκε ένα χρήσιμο και σχετικά ολοκληρωμένο έργο.
Το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία, στα συναρμόδια υπουργεία, γιατί το πρώτοκολλο ήτανε εγγενώς διατομεακό, δηλαδή ήτανε για να μπορούν να το χρησιμοποιούν επαγγελματίες των τομέων της πρόνοιας, της υγείας, της δικαιοσύνης, της προστασίας του πολίτη και της εκπαίδευσης.
Το 2014, όταν ολοκληρώθηκε η δουλειά. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια του ίδιου έργου, είχαμε φτιάξει κι ένα ηλεκτρονικό εργαλείο επιτήρησης κρουσμάτων, όπου κάθε αναφορά κρούσματος θα μπορούσε να καταγράφεται και οι διάφοροι επαγγελματίες των διαφόρων φορέων, τομέων και ειδικοτήτων θα μπορούσαν να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτό το ηλεκτρονικό σύστημα, με δικαιώματα που θα ήταν διαβαθμισμένα αναλόγως με το τι επιτρέπει η νομοθεσία. Θέλω να πω, σύμφωνα με το ελληνικό νομικό σύστημα, για παράδειγμα, ενώ οι εισαγγελείς μπορούν να έχουνε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία, άλλοι επαγγελματίες μπορούν να εχουνε σε περιορισμένα στοιχεία, για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων. Το σύστημα λοιπόν που φτιάξαμε είχε την δυνατότητα να παρέχει διαφορετικής διαβάθμισης πρόσβαση στους διαφορετικής κατηγορίας επαγγελματίες. Φτιάξαμε επίσης τα υλικά, τους οδηγούς εκπαίδευσης, τους οδηγούς χρήσης. Και εκπαιδευσαμε ξανά 400 ανθρώπους από όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην χρήση τους. Και αυτό το κοινοποιήσαμε στην πολιτεία το 2014.
Παραμένουν ανενεργά. Η πολιτεία δεν τα υιοθέτησε. Δεν έχουν πάρει καμία θεσμική μορφή. Και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στον ίδιο χρόνο η διεύθυνσή μας, ως επικεφαλής ενός εταιρικού σχήματος ακαδημαϊκών φορέων από άλλες χώρες της Ευρώπης, ανέπτυξε με ανάθεση από την γενική διεύθυνση δικαιοσύνης της ευρωπαϊκής επιτροπής, ένα αντίστοιχο σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να εγκατασταθεί και στις 28 χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης. Και πήραμε κι ένα κονδύλιο από την ευρωπαϊκή επιτροπή, από την ίδια γενική διεύθυνση, για να εγκαταστήσουμε αυτό το σύστημα που έχουμε φτιάξει για την πανευρωπαϊκή επιδημιολογική επιτήρηση σε 6 από τις χώρες μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, με στόχο να γενικευτεί η χρήση του σε όλες. Και στην Ελλάδα το έχουμε δώσει έτοιμο και δεν αξιοποιείται.
Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια διοικητική πράξη ή νομοθετική που να του δίνει μία υπόσταση. Γιατί στην ελληνική πραγματικότητα αυτό παραμένει τώρα απλώς παραμένει μία πρωτοβουλία. Θα πρέπει κάπως οι φορείς να πάρουν ένα σήμα από την πολιτεία ότι πρέπει να το χρησιμοποιούν και ότι τα στοιχεία αυτά κάπως θα αξιοποιούνται.
Σίγουρα, η παράδοση της διατομεακής συνεργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Και οι εμπειρίες είναι συχνά τραυματικές στο πεδίο της προστασίας του παιδιού, διότι πάντα χρειάζεται διατομεακή συνεργασία, δεν υπάρχει περίπτωση κανένας τομέας ή κανένα επάγγελμα μόνο του να αντιμετωπίσει επαρκώς ένα περιστατικό.
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι και σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν καθόλου εύκολο, η αγκύλωση του εγκλεισμού στο δικό σου χώρο δεν είναι μοναδική ελληνική ιδιαιτερότητα, υπήρχε κι αλλού. Χρειάστηκαν συστηματικές προσπάθειες για να σπάσουν ή να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις, να σπάσουν δεδομένες αντιλήψεις και πρακτικές και να αναδιατυπωθούν οι πρακτικές με βάση το παιδί που θυματοποιείται. Χρειάστηκε να ξανασκεφτούμε τις διαδικασίες μας, όχι με βάση τι μας βολεύει εμάς, τους επαγγελματίες, τους ενηλίκους, τι μας έρχεται πιο φυσικό με βάση τη λειτουργία της υπηρεσίας μας ή την παράδοση της πρακτικής μας, αλλά με βάση το πώς θα πρέπει να δουλεύουμε όλοι μαζί, έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο επωφελούμενος πληθυσμός, το παιδί θύμα.
Κοιτάξτε τώρα, ένδεια πόρων υπάρχει, αν και υπήρχε και πριν την κρίση στον χώρο της κοινωνικής προστασία και της προστασίας του παιδιού. Παρόλα αυτά, έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε 4-5 παράλληλα δίκτυα υπηρεσιών κατακερματισμένα και ανεπαρκή. Υπάρχει ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών που είναι κάτω απο τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, ένα άλλο κάτω απο τις περιφέρειες που επίσης έχει άλλες αρμοδιότητες κατά νόμο, ένα άλλο δίκτυο που είναι κάτω από την γενική γραμματεία πρόνοιας του υπουργείου εργασίας, ένα άλλο που είναι κάτω από το υπουργείο δικαιοσύνης και τα νομικά του πρόσωπα, ένα άλλο δίκτυο υγείας από το υπουργείο παιδείας και τις δομές υποστήριξης της νεότητας, ένα άλλο κάτω από το υπουργείο υγείας και τις κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας, παίδων και εφήβων, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα πράγματα έχουμε την πολυτέλεια να τα διατηρούμε ως παράλληλα χωριστά δίκτυα, παρά την ένδεια πόρων και τα συνεχίζουμε παρά την κρίση και την ακόμα μεγαλύτερη ένδεια πόρων. Οπότε καταλαβαίνετε ότι, πράγματι υπάρχει ένα θέμα χρηματοδότησης αλλά υπάρχει κι ένα θέμα τι κάνουμε τους όποιους πόρους έχουμε.
Στην Ελλάδα δεν συγκροτήθηκε πότε κοινωνική πρόνοια ως αυτοτελής τομέας της δημόσιας διοίκησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλα αυτά τα δίκτυα των ψυχοκοινωνικών ή κοινωνικών υπηρεσιών για τα παιδιά να υφίστανται υποτελώς σε άλλους τομείς και άρα οι ιεραρχήσεις και οι προτεραιότητες τους να υπάγονται στις ιεραρχήσεις και στις προτεραιότητες του τομέα τον οποίου εξυπηρετούν. Πάρτε για παράδειγμα την τοπική αυτοδιοίκηση, πηγαίνετε στις κοινωνικές υπηρεσίες ενός δήμου και ρωτήστε τους ανθρώπους πόσες φορές επεμβαίνουν οι δημοτικοί άρχοντες στο τι κάνουν και στις προτεραιότητες και τον προγραμματισμό της δουλειάς τους. Μερικές φορές, σε ακραίες περιπτώσεις, ειδικά σε πιο μικρά μέρη, επεμβαίνουν και στην ίδια την δουλειά. Ή σκεφτείτε τη δικαιοσύνη. Προφανώς εκεί οι υπηρεσίες υπάγονται στις προτεραιότητες του εισαγγελικού μηχανισμού ή του δικαστικού. Θέλω να πω, ο καθένας έφτιαχνε ένα πράγμα, με την εμπλοκή και πολιτικών από διάφορες θέσεις, μπορεί να είχε ο καθένας ένα όραμα που το καταλάβαινε με τον δικό του τρόπο, αλλά το κάθε πράγμα άρχισε να έχει τη δική του αυτόνομη ζωή και ο καθένας άρχισε να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητά του και την αυθυπαρξία του. Το γεγονός είναι ότι όλα αυτά δεν συνιστούν σύστημα.
Είπα ήδη ότι το ποια υπηρεσία επιλαμβάνεται, ποιοι επαγγελματίες, τι κοιτάνε, με ποιο τρόπο, σε τι χρόνο, αυτό δυστυχώς ακόμα ποικίλει αναλόγως με το σε ποια υπηρεσία ή σε ποια γεωγραφική περιοχή πρωτοδιατυπώνεται μια μια καταγγελία ή μια υπόνοια. Δηλαδή υπάρχουν παιδιά τα οποία μπορεί να θυματοποιηθούν πάρα πολλές φορές επειδή τόλμησαν να αποκαλύψουν ότι θυματοποιούνται. Είναι γνωστό ότι ειδικά στη σεξουαλική παραβίαση των παιδιών, όπου δεν υπάρχουν συνήθως αντικειμενικά ιατροδικαστικά ευρήματα, έχουμε πάρα πολλά τέτοια περιστατικά, τα οποία όταν έφτασαν εδώ είχαν ήδη μια προϊστορία με πολλαπλές εκτιμήσεις, καταθέσεις από σχετικούς και ασχέτους, που ρωτάγαν και κάνανε σχετικά η άσχετα πράγματα. Δεν σας κρύβω ότι όταν ήρθα σε αυτή τη διεύθυνση βρήκα ανοιχτές υποθέσεις, στις οποίες η αποκάλυψη είχε γίνει το 2002 και εντέλει οι υποθέσεις αυτές τελεσιδείξαν το 201. Ένα παιδί δηλαδή τόλμησε να αποκαλύψει κάτι όταν ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών και η δικαιοσύνη αποδόθηκε όταν το παιδί αυτό ήταν στα πρόθυρα της ενηλικίωσης.
Καταλαβαίνετε ότι αυτό φτάνει τα όρια μιας τιμωρητικής στάσης της πολιτείας απέναντι στο παιδί που έχει το κουράγιο να καταγγείλει. Μπορώ να σας πω κι αλλά παραδείγματα τέτοια, για το ποσό βλαπτική μπορεί να είναι μια τέτοια αναρχία. Έχω δει σε αυτά τα χρόνια περιστατικά με περιπρωκτικα κονδυλώματα σε παιδιά 4-5 χρόνων, τα οποία όταν τέλος πάντων ήρθε σε γνώση μας ήδη θεραπεύονταν σε δημόσια νοσηλευτήρια για 1 με 2 χρόνια, χωρίς να υπάρχει μια εύλογη διερεύνηση του πώς έγινε και αυτά τα παιδιά νοσησαν. Γιατί ο καθένας μέσα σε αυτήν την αναρχία μπορεί να περιχαρακωθεί σε έναν ρολο που ο ίδιος προσδιορίζει. Λέει ο άλλος εγώ είμαι δερματολόγος, θεραπεύω την βλάβη που βλέπω, δεν ασχολούμαι με τα υπόλοιπα. Δεν είναι έτσι όμως...
Ναι, υπάρχει και ήταν θετικό το ότι νομοθετήθηκε και για τις κοινωνικές υπηρεσίες και επεκτάθηκε η ασυλία των επαγγελματιών. Γιατί για αρκετά χρόνια κι εγώ και άλλοι πηγαίναμε συνεχώς μάρτυρες υπεράσπισης συναδέλφων, στους οποίους κανανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση ή για παράβαση καθήκοντος οι κατονομαζόμενοι ως δράστες εγκληματων κατά των παιδιών.
Έχει, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Συχνά συμβαίνει τα νομοθετήματα να προβλέπουν απλώς κυρώσεις χωρίς καμία υποστήριξη. Δηλαδή σου λένε κάντο και αν δεν το κανεις, θα πας κατηγορούμενος, θα φας τόσα χρόνια φυλακή, χωρίς όμως να σε υποστηρίζει, να σε πλαισιώνει για να κανεις αυτό που πρέπει να κανεις, πρέπει να κόψεις τον λαιμό σου για να το κανεις ας πούμε. Αν ένας εκπαιδευτικός κάνει καταγγελία και ο φερόμενος ως δράστης κανει μετά μήνυση, ποιος θα υποστηρίξει τον εκπαιδευτικό θεσμικά στην Ελλάδα; Εγώ σας λέω ότι και η εμπειρία από τους ανθρώπους που δουλεύουνε, είτε γιατροί, είτε ψυχολόγοι, είτε κοινωνικοί λειτουργοί, είτε άλλοι επαγγελματίες στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας η κοινωνικής πρόνοιας, είναι ότι τουλάχιστον μέχρι την τελευταία νομοθεσία που θα δούμε πως θα τρέξει ακριβώς, υπήρχαν άνθρωποι οι όποιοι ταλαιπωριοντουσαν 6-7-8 χρόνια στα δικαςτηρια ως κατηγορούμενοι. Δεν τους πλήρωνε κανένας δικηγόρο, δεν τους πλήρωνε κανένας το ότι έπρεπε ανα 6-8 μήνες να ξαναπαρουσιάζονται σε δίκη, ούτε κανένας τους πλαισίωσε στο πως να κάνουν αυτό που εντέλλονται να κάνουν.
Μόνο και μόνο η νομοθέτηση δεν λύνει όλα τα προβλήματα, το ξέρουμε αυτό από παρά πολλές περιστάσεις. Το θέμα είναι με ποιον μηχανισμό μπορούμε όντως να συμφωνήσουμε σε αυτήν την χώρα ότι αυτός ο επαγγελματίας έκανε λεγκε αρτις και καλόπιστα την δουλειά του. Γιατί και το δικαίωμα του φερόμενου ως δράστη να προσφύγει στη δικαιοσύνη, γιατί για παράδειγμα πληγώθηκε η υπόληψη του, είναι κατανοητό και απαραβίαστο. Επίσης, σε μικρότερη προφανώς συχνότητα, υπάρχουν και καταγγελίες που διατυπώνονται επιπόλαια. Λοιπόν κάποιο μέσο πρέπει να έχει και ο καταγγελλόμενος να μπορεί να διεκδικήσει την αποκατάστασή του.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κανένα αξιόπιστο σύστημα για να πούμε ότι εάν για παράδειγμα ο Νικολαΐδης στέλνει στην δικαιοσύνη 100 καταγγελίες και από αυτές δεν καταδικάζεται κανένας, κάποιο όργανο θα κρίνει αυτήν την πρακτική ως μη αποδεκτή. Θα πρέπει να υπάρχει ένας αξιόπιστος τρόπος ώστε οι φορείς να μπορούν να με ελέγχουν, αν δεν κάνω όπως πρέπει την δουλειά μου. Και αυτό στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένο γιατί τα παραδοσιακά όργανα ελέγχου στερούνται γενικής αποδοχής, γιατί μπλέκουν και τα κομματικά, μπλέκουν και τα προσωπικά, όλα αυτά.
Ναι. Και υπήρχαν αρκετές συζητήσεις και αποριες για την χρονική απόσταση ανάμεσα στην πρώτη καταγγελία και την σύλληψη.
Κοιτάξτε, δεν μπορώ να σας πω αν ήταν ικανοποιητικές οι απαντήσεις ή όχι. Στο πρώτο δελτίο τύπου της ελληνικής αστυνομίας υπήρχε ένας θριαμβευτικός τόνος για την συστηματική παρακολούθηση που οδήγησε στην σύλληψη του δράστη. Βεβαίως ο αντίλογος είναι ότι σε μια πόλη σαν το Ρέθυμνο, που είναι μικρός ο τόπος και όλοι ξέρουν όλα, ας πούμε δεν είναι και τόσο δύσκολο να παρακολουθήσεις κάποιον ώστε να χρειάζεται τόσος χρόνος. Ωστόσο αυτό είναι μια ανοιχτή συζήτηση...
Την άνοιξη του 2011 κάναμε την έρευνα BECAN για την παιδική κακοποίηση και παραμέληση. Ανάμεσα στις περιοχές της Ελλάδας, όπου κάναμε τυχαία δειγματοληψία σε 15.000 παιδιά, ήταν και η Κρήτη. Το καλοκαίρι, όπως κάναμε την επεξεργασία των πρώτων αποτελεσμάτων, είδαμε ότι στο νομό Ρεθύμνης είχαμε μια παραδοξότητα, μια ανωμαλία στα αποτελέσματα: είχαμε πολύ υψηλό rate αυτοαναφερόμενης σεξουαλικης θυματοποίησης των αγοριών και σχεδόν πλήρη αντιστροφή της αναλογίας θυμάτων αγοριών προς κορίτσια, από ότι περιμέναμε. Δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε αυτό. Πιθανολογούσαμε ότι κάποιο λάθος τεχνικό είχε γίνει.
Ύστερα, 1η Δεκεμβρίου του 2011, γίνεται η σύλληψη του προπονητή Νίκου Σειραγάκη και αποκαλύπτεται η μεγαλύτερη υπόθεση παιδοφιλίας στην Ελλάδα. Τυχαία, είχαμε ήδη προγραμματίσει λίγες μέρες μετά μια ημερίδα στο Ηράκλειο της Κρήτης, με θέμα την προστασία των παιδιών από την σεξουαλικη θυματοποίηση, υλοποιώντας την καμπάνια «Ένα στα πέντε» της Επιτροπής Lanzarote και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατεβαίνω λοιπόν στο Ηράκλειο και, όπως καταλαβαίνετε, το μόνο που συζητιόταν ήταν η υπόθεση του Ρεθύμνου. Την επόμενη μέρα πήγα στο Ρέθυμνο και, δεδομένης της ενασχόλησής μου, πήγα σε μια σύσκεψη με τον δήμο, την περιφέρεια και τους τοπικούς φορείς. Μου ζητήθηκε τότε να φτιάξω μια πρόταση, την οποία και υπέβαλα στο τέλος Δεκέμβρη του 2011 και στους τοπικούς φορείς και στα αρμόδια υπουργεία. Ήταν μια πρόταση για το τι ενέργειες θα έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης που δεν ξέραμε ποσό μεγάλη ήταν αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική. Είπαμε όμως ότι εμείς ως φορέας δεν μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε, δεν είχαμε τους πόρους - σας θυμίζω ότι ήταν τέλος του 2011. Και τότε, μετά από σύσκεψη των συναρμόδιων υπουργείων και των τοπικών φορέων, μας ανακοινώνεται ότι θέλουν εμείς να υλοποιήσουμε τις δράσεις που προτείναμε. Και βρήκαν χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ για να ξεκινήσουμε.
Έναν χρόνο αργότερα. Είναι ενδεικτικό για το πόσο δυσκίνητο είναι το ελληνικό δημόσιο ακόμα και στα χρηματοδοτούμενα έργα του - και παρά την πολιτική απόφαση. Ήταν κι άλλα πράγματα αργότερα, βέβαια, υπήρχαν ας πούμε εγγενείς αντιστάσεις...
Μια κριτική που δεχτήκαμε ήταν ότι το προσωπικό που είχαμε στην παρέμβαση μας δεν ήταν από την τοπική κοινωνία, δεν ήταν Ρεθυμνιώτες. Εγώ όμως πιστεύω ότι αυτό ήταν μια παρά πολύ ευφυής επιλογή, αν κανένας από αυτούς που ζήσανε τα γεγονότα τότε ανακαλέσει το κλίμα στην τοπική κοινωνία. Σε κάθε καινούργιο περιστατικό που βλέπανε οι άνθρωποι, οι ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι που δουλέψανε μαζι μας, η πρώτη ερώτηση των προσερχόμενων ήταν αν είσαι από εδώ. Και με το που παίρνανε την απάντηση ότι όχι είμαι από αλλού, υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και άρχιζε ο άλλος να εκμυστηρεύεται τον πόνο του, κάτι που μάλλον δεν θα έκανε με την ίδια ευκολία αν ήτανε ντόπιοι. Υπήρχε λοιπόν μια, ας πούμε, δυσφορία για το ότι δεν τονώσαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά προτιμήσαμε να κάνουμε την επικοινωνία των επωφελούμενων πιο εύκολη και πιο ουσιαστική.
Λάβετε υπόψη ότι στην δυτική Κρήτη δεν υπήρχανε συγκροτημένες τότε -και ακόμα παρά πολύ ελάχιστα πράγματα υπάρχουν- δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους. Ανοίξαμε λοιπόν την μονάδα αυτή στο Ρέθυμνο και είδαμε γύρω στα 450 παιδιά, όχι κατ’ ανάγκη όλα θύματα, καλύπτοντας και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας. Ταυτοχρόνως κάναμε ένα μαζικό προγραμμα προαγωγής υγείας με θέμα την κακοποίηση του παιδιού, την σεξουαλικότητα του παιδιού, το δικαίωμα στο σώμα του, και πάει λέγοντας, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλον τον νόμο Ρεθύμνης, δηλαδή δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, κάναμε εκπαιδεύσεις προσωπικού σε υπηρεσίες, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις σε γυμναστές και ανθρώπους του αθλητισμού. Γιατί, καταλαβαίνετε, αμέσως μετά ήρθε ο σύλλογος των γυμναστών και μας είπε: δεν τολμάμε να ακουμπήσουμε τα παιδιά, δεν μπορείς να γυμνάσεις ένα παιδί και να φοβάσαι να το ακουμπήσεις. Άρα χρειάστηκε να επικοινωνήσουμε όλη την διεθνή τεχνογνωσία για το πώς είναι δυνατόν να έχεις και διαδικασίες προστασίας του παιδιού αλλά και ο χώρος του αθλητισμού να λειτουργεί. Ακόμη, κάναμε εκπαιδευτικές δράσεις για την προστασία των παιδιών και την ενδοοικογενειακή βία σε ιερωμενους, με πολύ μεγάλη υποστήριξη από τον μητροπολίτη Ρεθύμνης. Αυτός και η αντιπεφερειάρχης, η κ. Λιονή, μας στήριξαν πολύ τότε, με πλήρη κατανόηση του τι διακυβευόταν.
Ως το τέλος του 2014, όταν εξαντλήθηκαν οι πόροι που είχαμε στην διάθεση μας. Το προγραμμα αυτό κανονικά θα κράταγε δώδεκα μήνες, εμείς κάπως καταφέραμε να το κρατήσουμε ως τους 22, κάνοντας μια εξοικονόμηση στους πόρους, με την σύμφωνη γνώμη βέβαια των διαχειριστικών αρχών.
Η απόφαση της τότε πολιτικής ηγεσίας ήτανε να μην παραταθεί η λειτουργία της μονάδας εκεί, παρότι υπήρξε ένα αίτημα για παράταση και από την πλευρά μας και από άλλους φορείς της κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχανε μονάδες, δεν υπήρχανε δομές για παιδιά και εφήβους στην περιοχή. Νομίζω ότι ένα κομμάτι τουλάχιστον των τοπικών παραγόντων, μιλώντας για αντιστάσεις, προτιμούσε να ξεχάσει ότι συνέβη ποτέ αυτό το συμβάν, παρά να δουλέψει για να μπορέσει να το ξεπεράσει η τοπική κοινωνία. Η τακτική του να το βάλουμε κάτω από το χαλι ήταν αρκετά έντονη.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας που μας ανακοινώθηκε ήτανε να κλείσει οριστικά η μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της δίκης μου παρουσίας σε αυτόν τον χώρο. Υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά και οικογένειες που έκαναν πια συστηματική θεραπεία και οι οποίοι πρακτικά δεν είχαν καμία επιλογή, δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Αναγκαζόμασταν να τους ανακοινώνουμε ότι θα κλείναμε και κλαίγανε οι άνθρωποι κυριολεκτικά.
Όχι, τίποτα, τίποτα. Δεν μίλησαμε με κανέναν, δεν μας ζητήθηκε ούτε καν η γνώμη μας για οτιδήποτε.
Πολλά από αυτά προφανώς δεν μπορέσανε να συνεχίσουν την λήψη θεραπευτικών υπηρεσιών πουθενά. Και φαντάζομαι ότι για κάποια τουλάχιστον θα ήταν και πολύ δύσκολο να αποφασίσουν να ξαναχρησιμοποιήσουν τέτοιες υπηρεσίες, έτσι όπως έγινε το πραγμα...
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ημέρα, μεσημέρι της Κυριακής, νομίζω, 24 Σεπτεμβρίου του 2014, όταν σε μια ευρεία σύσκεψη παραγόντων η τότε αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Κατερίνα Παπακώστα μας ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο της δομής, εκπλαγήκαμε. Γιατί μέχρι και την προηγούμενη νύχτα, ας πούμε, οι άνθρωποι που ήτανε κοντά στην τότε πολιτική ηγεσία, οι πολιτικοί παράγοντες του Ρεθύμνου, μας διαβεβαίωναν ότι θα υπάρξει παράταση, διότι προφανώς δεν υπήρχε καμία άλλη λύση. Τι συνέβη overnight και άλλαξε η απόφαση δεν είμαι σίγουρος. Αλλά ότι υπήρχε ένα κλίμα, και όπως σωστά λέτε αυτό είχε συμπεριληφθεί και σε έντυπα, ότι η πολιτεία θα συνέχιζε αυτήν την δράση είναι αλήθεια, γιατί ήταν βέβαιο ότι δεν έφτανε αυτό που κάναμε.
Προφανώς, οι επιπτώσεις μιας τόσο μαζικής υπόθεσης παιδοφιλίας σε ένα τόσο μικρό μέρος έχουν ένα διαρκές, δυσμενές αποτέλεσμα στην ψυχοκοινωνική ζωή των οικογενειών των παιδιών. Δεν αντιμετωπίζεται με έναν χρόνο και ενάμιση αυτό έτσι;
Αυτό που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να κατατεθούν κάποιες σχετικές ερωτήσεις στην Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση, τελικά δεν τελεσφόρησαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο μετέπειτα υπουργός Υγείας στην κυβέρνηση, ο Ανδρέας Ξανθός, που είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνης.
Αυτό δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Σας είπα αυτά που ξέρω.
Το καλοκαίρι του 2015, μετά από κάποια αναφορά και κάποια δημοσιεύματα που είχαν υπάρξει στον διεθνή τύπο αλλά και στην ΕΡΤ, έγινε μια επιτόπια επίσκεψη με επικεφαλής τον Γιώργο Μόσχο, τότε Συνήγορο του Παιδιού, και με συμμετοχή της Ιωάννας Κουβαριτάκη από τον Κύκλο Δικαιωμάτων του Παιδιού και της Αιμιλίας Πανάγου από την Κοινωνική Προστασία, και μου ζητήθηκε να πάω και εγώ. Αυτό που είδα ήταν σοκαριστικό. Είδα ανθρώπους σε ξύλινα κλουβιά, διαστάσεων 2 επί 2 μέτρα. Κλεισμένους μόνιμα. Είδα ανθρώπους δεμένους στα τέσσερα άκρα. Μόνιμα. Μετά από αυτό, ναι, υποβάλαμε ένα σχέδιο...
Ναι. Ξεκινούσαμε τότε στο Ινστιτούτο μια συνεργασία με τον βρετανικό φιλανθρωπικό οργανισμό Lumos, ο οποίος κάνει δράσεις αποϊδρυματοποίησης της παιδικής προστασίας σε όλον τον κόσμο. Σας θυμίζω, όμως, ότι το καλοκαίρι του 2015 ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος. Ταυτόχρονα άλλαξε και η διοίκηση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας. Υποβάλαμε ξανά πρόταση. Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου έγινε μια τετραήμερη κατάληψη του χώρου από την κίνηση χειραφέτησης «Μηδενική Ανοχή», που έδωσε επίσης δημοσιότητα στην κατάσταση. Κάποια στιγμή στις αρχές του επόμενου χρόνου οριστικοποιήθηκε η συνεργασία μας με την οργάνωση Lumos ως προς την ανάπτυξη ενός προγράμματος επείγουσας ανακουφιστικής παρέμβασης στο συγκεκριμένο ίδρυμα για να σταματήσουν αυτές οι ακραίες μορφές καθήλωσης και περιορισμού των φιλοξενούμενων. Kαι την άνοιξη του επόμενου χρόνου μας δόθηκε η έγκριση από τη διοίκηση και το υπουργείο Εργασίας να υλοποιήσουμε το προγραμμα μας.
Ακούω συχνά και βλέπω να γράφεται ότι η τότε ηγεσία ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαφοροποιήσει την κατάσταση στο ίδρυμα των Λεχαινών. Στην πραγματικότητα, απλώς δόθηκε μετά από αρκετές πιέσεις μια έγκριση για να υλοποιηθεί αυτό που κάποιοι άνθρωποι και φορείς πρωτοβουλιακά προβάλανε, με χρηματοδότηςη άλλων. Αν λοιπόν μπορεί να υποστηρίξει κάτι η τότε πολιτική ηγεσία είναι ότι με τα πολλά μας έδωσε ένα οκ να κάνουμε το προγραμμα μας, ένα προγραμμα χωρίς καμία θωράκιση αρμοδιότητας απέναντι στο υφιστάμενο ίδρυμα, το προσωπικό του, τους τρόπους λειτουργίας του. Απλώς μας είπανε ωραία, μπορείτε να πατε στο ίδρυμα και να κάνετε ό,τι νομίζετε…
Η εμπειρία της δουλειάς αυτής, βέβαια, ήταν συγκλονιστική για μένα προσωπικά. Είναι πραγματικά συνταρακτικό να βλέπει κανείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υπάρξει μόνο ως αντικείμενα, να ανακτούν την υποκειμενικότητα τους. Το να απλώσει ένας άνθρωπος το χέρι και να διαλέξει ποιον θέλει να χαϊδέψει, το να διαλέξει τι μπλούζα θέλει να βάλει, ή το να εκφέρει για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια λέξεις, είναι έμπρακτες ενδείξεις δικής του υποκειμενικής επιθυμίας και επιλογής.
Δυστυχώς, όπως σε πάρα πολλά προνοιακά ιδρύματα και του κράτους και κάποιων μη κυβερνητικών φορέων, οι αποφάσεις εισαγωγής γίνονται με ντοσιέ, χωρίς κανένας να έχει άμεση, δια ζώσης κλινική επαφή είτε με τον επωφελούμενο είτε με την οικογένεια του. Μια μέρα, ας πούμε, που πήγαινα να δω τι κάνουν οι δικοί μας άνθρωποι στα Λεχαινά, μου είπανε ότι το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε μια νέα εισαγωγή. Λέω, ποιος το είδε αυτό το παιδί που είναι να μπει; Και ανακαλύπτω ότι δεν το είδε κανένας. Είδαν μόνο τα δικαιολογητικά.
Ναι, γιατί εν πολλοίς ακόμα στην Ελλάδα η εισαγωγή ενός παιδιού με αναπηρία σε ίδρυμα αντιμετωπίζεται, από κάποιους τουλάχιστον, ως οφέλημα προς την οικογένεια. Και ενίοτε το διαχειρίζονται και ως ρουσφέτι προς την οικογένεια. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο στα Λεχαινά, είναι και σε άλλα ιδρύματα και κρατικά και μη κυβερνητικών ή εκκλησιαστικών και φορέων.
Όχι ακριβώς η ίδια, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει μια χώρα μέσα στη χώρα, πώς να το πω, όπου ισχύουν άλλοι κανόνες ή δεν ισχύουν κανόνες δικαίου. Για παράδειγμα, βρήκαμε στα Λεχαινά έναν ενήλικο πια, που είχε εισαχθεί στο ιδρυματικό σύστημα ως παιδί. Για πάρα πολλά χρόνια τόσο στα Λεχαινά όσο και σε προηγούμενο κρατικό ίδρυμα στο οποίο φιλοξενούνταν, γινόταν σεβαστή η επιθυμία του πατέρα του, η επικοινωνία γι'αυτό το παιδί να γίνεται μόνο στα τηλέφωνα του δικού του επαγγελματικού χώρου. Κι αυτό επειδή ο πατέρας είχε πει ψέματα στη μητέρα του παιδιού, ότι το παιδί μπήκε δυο μέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας μετά τη γέννα και μετά πέθανε. Επί 17-18 χρόνια συναπτά, δύο κρατικά ιδρύματα απέκρυπταν από τη μάνα αυτή ότι είχε ένα παιδί με σύνδρομο Down, το οποίο ζούσε στα ιδρύματα αυτά. Kαταλαβαίνετε ότι τέτοια πράγματα είναι έξω από κάθε λογική δικαίου και ηθικού κανόνα.
Όταν έκανε η «Μηδενική Ανοχή» την κατάληψη, τους φέρανε την αστυνομία. Και πήγανε οι άνθρωποι στην εισαγγελία και λένε θελουμε να καταγγείλουμε ότι εδώ υπάρχουν άνθρωποι των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται κατάφωρα. Είδατε να γίνει καμία δίωξη για τους διοικητές; Τους υπουργούς; Τους γενικούς γραμματείς; Κάποια δίωξη για το ότι συνεχίζεται να είναι καθηλωμένοι άνθρωποι, εναντίον αυτών που έδιναν τις εντολές να καθηλωθούν;
Τίποτα. Ο εισαγγελέας στο ελληνικό νομικό σύστημα μπορεί να ασκήσει δίωξη. Κι εδώ υπάρχουν επανειλημμένα δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει κανένας που να κριθεί υπόλογος για το ότι άνθρωπος ήταν 21 συναπτά έτη σε κλουβί, χωρίς να βγαίνει ούτε μια ώρα; Αναρωτιέμαι, στην Ελλάδα σήμερα κανένα δικαστήριο δεν έχει νομικά αρμοδιότητα να επιβάλλει τέτοιου είδους ποινή σε άνθρωπο. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να γίνεται ανεκτό ένας άνθρωπος να υποβάλλεται σε μια τέτοια στέρηση δικαιωμάτων και αυτό να μην εγείρει το ερώτημα: ποιος την επέβαλε; Γιατί την επέβαλε;
Το πιο απογοητευτικό πραγμα σε αυτήν την ιστορία είναι το εξής: από τον Δεκέμβριο του 2017, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από το υπέρ-πλεόνασμα θα διαθέσει ένα ποσό, στα πλαίσια ενός προγράμματος 15 εκατομμυρίων ευρώ που θα μοιράζονταν τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής και Δυτικής Ελλάδας, για την αποϊδρυματοποίηση της μονάδας των Λεχαινών. Αυτό αναφέρεται και στην κοινή υπουργική απόφαση που υπογράφτηκε στο τέλος του 2018. Στην ίδια απόφαση αναγράφεται ότι θα εκδιδόταν άμεσα ένα αναλυτικό σχέδιο για το πώς ακριβώς θα ήταν η πορεία μετάβασης, τι δομές θα αναπτύσσονταν, με ποιο χρονοδιάγραμμα κτλ.
Ήδη δύο χρόνια πριν, σε συνεργασία με την Lumos, είχαμε φτιάξει ένα τέτοιο αναλυτικό σχέδιο και το είχαμε υποβάλει και στην κυβέρνηση και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν και σε άλλους φορείς εκτός Ελλάδας και εντός Ελλάδας και το είχαμε συζητήσει και με τους μόνιμους εργαζόμενους του ιδρύματος. Στον τοπικό δήμο, το είχαμε δημοσιοποιήσει όσο ευρέως μπορούσαμε. Ήταν πολύ αναλυτικό, με προϋπολογισμό, με χρόνοδιαγραμματα και πάει λέγοντας.
Δεν λέω ότι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο και ότι πρέπει αυτό να είναι το αναλυτικό σχέδιο. Απλώς λέω ότι δεν έχει γίνει από τότε τίποτα απολύτως. Και το πιο αποθαρρυντικό είναι ότι τα λεφτά υπάρχουν αυτή την φορά. Άρα δεν είναι το θέμα μόνο η χρήματοδοτηση, οι πόροι που λέγαμε, είναι πως κι όταν υπάρχουν οι πόροι για κάποιους λόγους δεν γίνεται τίποτε άλλο εκτός από μια γενική ρητορική υπέρ της αποϊδρυματοποίησης.
Ναι. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που κύρωσε τη Σύμβαση Lanzarote, γεγονός που εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση της ελληνικής πολιτείας, από την εποχή που κύρωνε, από τις πρώτες πάλι χώρες, τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1992, να ψηφίζει νομοθετήματα χωρίς να έχει καμία πρόνοια για το πώς θα εφαρμοστούν και αν θα εφαρμοστούν. Δηλαδή εμείς το ψηφίσαμε και το αφήσαμε, καθαρίσαμε με το δημόσιο πρόσωπό μας διεθνώς, ήμασταν και οι πρώτοι και μετά δεν είχαμε προβλέψει τίποτα.
Ξέρετε πόσα πράγματα θα έπρεπε να υπάρχουν; Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση σε όλες τις βαθμίδες τυπικής ή άτυπης εκπαίδευσης. Έχετε δει τέτοιο πράγμα στην ελληνική εκπαίδευση; Να μη συζητήσω για την παροχή υπηρεσιών στα παιδιά θύματα...
Ναι, θα έπρεπε. Όπως επίσης και για τους εισαγγελείς και τους δικαστές που δικάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί σας θυμίζω ότι στην Ελλάδα επίσης δεν υπάρχει οικογενειακό δικαστήριο, δεν υπάρχει ειδικός θεσμός ώστε να έχει κάποια εξειδίκευση και την αναγκαία ευαισθησία για να προσεγγίζει παιδιά. Οπότε ο άλλος μαζί με τις κτηματικές διαφορές και τις ανθρωποκτονίες, δικάζει και ασέλγεια κατά ανηλίκων, όπως μπορεί ο καθένας.
Λοιπόν διαχρονικά η Ελλάδα απλώς σπεκουλάρει σε διάφορες πρωτοβουλίες φορέων, ένας από τους οποίους ενίοτε είμαστε και εμείς, και λέει, ας πούμε, «κάναμε εκπαίδευση», επειδή κάποιος έκανε ένα πρόγραμμα. Δεν έχει γίνει καμία συστηματική προσπάθεια να συμμορφωθούμε στην υλοποίηση των συμβάσεων που ψηφίσαμε ως χώρα. Αυτό που έγινε είναι ότι διάφοροι άνθρωποι που έτσι κι αλλιώς ασχολούμασταν και είχαμε το μεράκι να στήσουμε διαφορά πράγματα, να βρούμε πόρους (συνήθως από το εξωτερικό ) για να το κάνουμε, απλώς το κάναμε και η πολιτεία έλεγε: να, έχουμε κάνει τόσα πράγματα!
Ναι, αλλά δεν συνιστούν καμία στρατηγική να καλυφθεί ο κλάδος. Παίρνει ο ένας φορέας μια πρωτοβουλία και λέει θα εκπαίδευσω τριάντα, θα εκπαιδευσω τριακόσιους, θα εκπαιδευσω τρεις χιλιάδες. Πόσο μπορεί να κρατηθεί ένα τέτοιο πράγμα χωρίς θεσμική κάλυψη; Θα φύγει ο άλλος που είναι κοινωνικός λειτουργός στην περιφέρεια, ας πούμε, και θα πάει στα γραφεία του Συνηγόρου του Παιδιού για εκπαίδευση. Εντάξει, όμως ο προϊστάμενός του δεν είναι ο Συνήγορος, ο προϊστάμενός του είναι συνήθως ένας γιατρός, γιατί στις περιφέρειες ακόμα την διοικητική δομή στις κοινωνικές υπηρεσίες τις έχει στην ενιαία διεύθυνση υγείας και πρόνοιας. Αν τύχει, και έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους που είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι σε κοινωνικά θέματα, μπορεί να του δώσουν ελευθερία και στήριξη. Αν δεν τύχει όμως, αν ο περιφερειάρχης ή ο δήμαρχος κάνει bazaar και θέλει να κάνει μια γιορτή στον δήμο, θα του πει, έχουμε εδώ δουλειές.
Κοιτάξτε, από την αρχή που ιδρύθηκε αυτός ο θεσμός ήμουν πολύ επιφυλακτικός στο αν τελικά θα έδινε τίποτα η εισαγωγή αυτής της διοικητικής ονοματοδοσίας. Νομίζω ότι η εμπειρία μέχρι τώρα είναι ότι, πρώτον, το ΚΕΣΑΘΕΑ, που έλεγε η υπουργική απόφαση ότι θα συντόνιζε τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, δεν τις συντονίζει. Τις συντονίζει το ΕΚΚΑ, γιατί το ΚΕΣΑΘΕΑ στερείται των πόρων να μπορεί να το κάνει. Δεύτερον, οι Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, που προέβλεπε εκείνη η υπουργική απόφαση, δεν είναι ομάδες. Είναι μια μετονομασία των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων. Δηλαδή η φαντασία του τότε νομοθέτη ότι θα υπήρχαν ομάδες στις οποίες θα συμμετείχαν επαγγελματίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες, από την εισαγγελία, από τα τοπικά κεντρα ψυχικής υγείας κτλ, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, όπως και αν τις ονομάσουμε, σε πολλές περιπτώσεις και δη μετά από κοντά μια δεκαετία μνημονίων και περιορισμών στις προσλήψεις στο δημόσιο, έχουν φτάσει να είναι μονομελείς. Και αυτός ο ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο για τα θέματα παιδικής προστασίας, αλλά για κάθε κοινωνικό θέμα ανηλίκων, ενηλίκων, υπερηλίκων… Στην πραγματικότητα, λοιπόν, κόβουμε μια φέτα του χρόνου του ενός κοινωνικού λειτουργού σε έναν δήμο και την ονομάζουμε Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων..
Όταν έγιναν οι ΟΠΑ, μου είχαν ζητήσει τότε, η πολιτεία, να πάμε να εκπαιδεύσουμε τους κοινωνικούς λειτουργούς που θα συμμετείχαν στις ομάδες, και τελικά ήταν αυτοί οι ίδιοι, δεν ήταν ομάδα. Και είχαμε πάει τον Γιώργο Μόσχο να κάνουμε εκπαιδεύσεις και λέω, παιδιά, εδώ πόσοι είστε μόνιμοι και πόσοι συμβασιούχοι; Πάνω από τους μισούς ήταν συμβασιούχοι. Λέω, πότε θα λήξει εσένα η θητεία σου; Σε τρεις μήνες. Εσένα; Σε πέντε μήνες. Γύρισα και τους λέω -ήταν ο Παναγιώτης Αλτάνης τότε πρόεδρος του ΕΚΚΑ που συντόνιζε αυτό το πράγμα- τί κάνουμε τώρα; Λέμε ότι θα εκπαιδεύσουμε σε κάποιες δεξιότητες ανθρώπους, οι οποίοι σε τρεις μήνες θα είναι εκτός συστήματος;
Εδώ και κάποια χρόνια, για παράδειγμα, υπάρχουν αυτά τα προγράμματα του ΕΣΠΑ με βάση τα οποία διορίζονται ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στην εκπαίδευση. Ποια είναι η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου, πέραν από την ενίσχυση της απασχόλησης; Καταλαβαίνω, η ενίσχυση της απασχόλησης δεν είναι ένα αμελητέο πράγμα, αλλά πάει ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας ψυχολόγος, σε τρία σχολεία, έχει 15-20 τμήματα, ώσπου να πάει να τα γνωρίσει, μέσα σε τρεις μήνες θα πρέπει να φύγει γιατί λήγει η σύμβασή του και θα πρέπει να μείνει κενό το σύστημα και να έρθει την επόμενη χρονιά κάποιος άλλος...
Με τέτοια πράγματα δεν βελτιώνεται ουσιαστικά το σύστημα, θα ήταν από την άποψη της ενίσχυσης της λειτουργικότητας προτιμότερο να πούμε ότι με τους πόρους που έχουμε βάζουμε τους μισούς, αλλά μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα.
Εντάξει, καταλαβαίνω ότι στα πλαίσια πανευρωπαϊκά της κυριαρχίας των πιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την δήμοσια διοίκηση, είναι εδώ και καμία εικοσαριά χρόνια της μόδας οι αντιλήψεις που μιλάνε για δικτύωση υπηρεσιών, για συμπληρωματικότητα των υπηρεσιών, για στοχευμένα προγράμματα και όλα αυτά. Εγώ ό,τι αρχίζει με τη λέξη «δικτύωση» το θεωρώ απατεωνιά. Συγνώμη που είμαι τόσο κάθετος. Δεν θέλουμε τώρα δίκτυα εδώ, θέλουμε θεσμούς. Θέλουμε υπηρεσία. Εδώ δεν έχουμε υπηρεσία, τι να λέμε, να κάνουμε δίκτυο από την ανύπαρκτη υπηρεσία;
Σε μια πραγματικότητα όπως στην Ελλάδα που δεν έχει ήδη μια δομή κοινωνικών υπηρεσιών, όπως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αυτό που νομίζω ότι είναι το ζητούμενο είναι να συγκροτηθεί ο τομέας με αυτοτέλεια. Και μετά ας τσακωθούμε όσο θελουμε για το πως μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα.
[post_title] => «Δεν θέλουμε δίκτυα, θέλουμε θεσμούς» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => nikolaidis-int-gr [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-01-18 19:04:11 [post_modified_gmt] => 2024-01-18 16:04:11 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7590 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 7605 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 08:00:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 05:00:00 [post_content] =>Η Μηδενική Ανοχή συγκροτήθηκε το '10 με σκοπό τη δημιουργία ακτιβιστικού κινήματος για την αναπηρία, για την χειραφέτηση των ανάπηρων υποκειμένων, μαζί με την κίνηση ανάπηρων καλλιτεχνών. Ξεκινήσαμε να κάνουμε δράσεις, να δημοσιεύουμε κείμενα, να προχωράμε σε καταλήψεις, να κάνουμε διαφόρων ειδών παρεμβάσεις. Και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα της δικιάς μας χειραφέτησης για να ασχοληθούμε με ένα πολύ δύσκολο ζήτημα, όπως είναι αυτό της ιδρυματικής ζωής και της αποιδρυματοποίησης. Στα ιδρύματα βρίσκονται οι πλέον ευάλωτοι των ευάλωτων ανάπηρων, γιατί δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους, δεν εκπροσωπεί κανένας τα δικαιώματά τους, ούτε οι εργαζόμενοι του πεδίου, ούτε οι γονείς τους - αν υπάρχουν- οπότε ξεκινήσαμε εμείς οι συνανάπηροί τους να διεκδικούμε τα δικαιώματά τους.
Λίγο πριν την κατάληψη προηγήθηκε ένα διήμερο φεστιβάλ στο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο «ΕΜΠΡΟΣ», ένα φεστιβάλ αλληλεγγύης στα παιδιά και στους ενήλικες των Λεχαινών αλλά και όλων των ιδρυμάτων. Έγιναν συζητήσεις, προβολές ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις. Εκεί έγιναν και οι προεργασίες για την κατάληψη.
Να αναδείξουμε τη φρικαλεότητα του πυρήνα της αναπηροποίησης που είναι η ιδρυματική ζωή.
Να καταλάβουμε τον συγκεκριμένο χώρο και να προσκαλέσουμε την κοινωνία των πολιτών για να γίνουμε πολλοί και πολλές. Κάτι που δεν έγινε. Δεν υπήρχε ανταπόκριση. Τηλεοπτικά υπήρχε, δηλαδή έγινε θέμα στα media εκείνες τις ημέρες. Όλοι οι σταθμοί και η ΕΡΤ και οι ιδιωτικοί βγάλανε το θέμα - ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αρκετοί με αντιπολιτευτικό τόνο. Εμάς δεν μας ενδιέφερε καθόλου το κομμάτι αυτό εκείνη τη στιγμή - έτσι κι αλλιώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ ήταν δύο μήνες στην εξουσία. Μας ενδιέφερε να αναδείξουμε κάτι διαχρονικό. Τα Λεχαινά δεν ήταν υπόθεση δύο μηνών, υπάρχουν 37 συναπτά έτη.
Διαβάσαμε, είδαμε και τι έχουν κάνει συνανάπηροί μας στο εξωτερικό. Στη Μεγάλη Βρετανία οι ίδιοι οι ανάπηροι ξεκίνησαν την διαδικασία - δηλαδή δεν κάναμε και κάτι πρωτότυπο, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Προετοιμαστήκαμε πάνω σ’ αυτό το μοντέλο. Είπαμε “πάμε να το κάνουμε όπως το κάνουν και οι άλλοι”. Εμείς που είμαστε έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τη ζωή αυτών που βρίσκονται μέσα.
Όχι, όχι, όχι. Καθόλου. Είχαμε δίκιο, τι να φοβόμουνα; Κανείς μας δεν φοβότανε. Είχαμε ξανακάνει μια κατάληψη στο ΙΚΑ το ‘11, όταν στην πλατεία είχε μισό εκατομμύριο κόσμο, εμείς πήγαμε και κάναμε κατάληψη στα κεντρικά του ΙΚΑ για τέσσερις μέρες - και στα Λεχαινά τόσο καθίσαμε, τόσο αντέχουν τα σώματά μας να εκτίθενται σε τέτοιες συνθήκες φαίνεται...
Στα Λεχαινά μπήκαμε την ώρα της τροφοδοσίας εννέα άνθρωποι, οι περισσότεροι ανάπηροι, με τέσσερα αυτοκίνητα. Εξηγήσαμε ποιοι είμαστε. Ο πρόεδρος είπε ότι έπρεπε να έχουμε άδεια για να μπούμε μέσα - μας μετέφερε το αίτημα της διοίκησης η αστυνομία. Ήμασταν με τις ταυτότητες στις τσέπες. Απαντήσαμε στον αστυνομικό ότι η παραβίαση που συντελείται εδώ είναι μεγαλύτερη από την παραβίαση που ενδεχομένως κάνουμε εμείς, ότι δεν έχουμε σκοπό να παρεμποδίσουμε το προσωπικό αλλά δεν σκοπεύουμε να αποχωρήσουμε.
Μπήκαμε γνωρίζοντας τι θα συναντήσουμε αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σκληρή από αυτό που μπορεί να φαντάζεσαι.
Εμείς πήγαμε στον εισαγγελέα. Έφυγαν τέσσερα άτομα από εμάς και πήγαν στον εισαγγελέα στην Αμαλιάδα και κατέθεσαν μήνυση. Δεν μας έχουν καλέσει ακόμα. Από το ‘15 μέχρι σήμερα.
Στην Εισαγγελία Αμαλιάδας κατατέθηκε, επώνυμα. Και υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες. Ποιος συνταγογραφούσε τη μηχανική καθήλωση; Ποιος συνταγογραφούσε τα φάρμακα; Υπάρχουν συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες και μέχρι σήμερα δεν έχουν αναζητηθεί. Εκτός κι αν αποδεχτούμε ότι είναι ανάξιοι για ζωή οι ανάπηροι που ζουν εκεί, οπότε δεν υπάρχουν και ποινικές ευθύνες.
Το ότι δεν αποδίδεται καμία ευθύνη, το ότι είναι σαν να μην αναρωτιέται κανείς για το ποιος- ποιοι φταίνε για τον βασανισμό αυτών των ανθρώπων, γιατί δεν γίνεται να μην φταίει κανένας, είναι ενδεικτικό της αντιμετώπισης των ανάπηρων υποκειμένων που ζουν στα ιδρύματα. Φταίει η ψυχίατρος; Συνταγογραφούσε με φαξ; Την έπαιρναν στις 2 τη νύχτα και της έλεγαν «ο τάδε χτυπιέται» και απαντούσε «σου στέλνω συνταγή με φαξ»; Το έκανε; Αν ναι, επιτρέπεται; Έχει ποινικές κυρώσεις γι’ αυτό; Η παρατεταμένη καθήλωση ή/και η παρατεταμένη χημική καταστολή είναι επιστημονικά αποδεκτές; Είναι βασανισμός; Ο ΟΗΕ λέει ότι είναι. Κι εμείς το λέμε. Είναι. Αυτό είδαμε. Βασανισμό είδαμε.
Είδαμε και την ψυχίατρο, ήρθε στον χώρο όταν ήμασταν μέσα. Θελήσαμε να της μιλήσουμε. Εκείνη όχι.
Με τους γιατρούς ιδεολογικά είμαστε απέναντι. Προφανώς δεν αρνούμαστε την επέμβαση της ιατρικής επιστήμης. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζουμε πώς έχει συντελέσει η ιατρική επιστήμη για να είμαστε εμείς ανάπηροι. Εννοώ καταπιεσμένοι χρησιμοποιώντας τον όρο «ανάπηροι» εδώ, δεν αναφέρομαι στη βλάβη. Είναι άλλο πράγμα η αρχική βλάβη. Αν δεις όμως τον φάκελο ενός ανθρώπου που έχει ζήσει 20 χρόνια μέσα σε ένα ίδρυμα, η εικόνα του με την περιγραφή της αρχικής βλάβης δεν έχει καμία σχέση. Γιατί έχει προστεθεί η ιδρυματική βλάβη.
Ρωτάς γιατί το αφήσαμε τόσο χρόνια;
Θέλω όμως να το απαντήσω αυτό. Εμείς την κάναμε αυτή την αυτοκριτική. Γιατί το αφήσαμε τόσα χρόνια. Εννέα άνθρωποι πήγαμε και κάναμε κάτι. Γιατί αργήσαμε, γιατί δεν το κάναμε νωρίτερα; Θα είχαμε κερδίσει κι άλλους ανθρώπους. Γυρίζαμε το κεφάλι μας, δεν θέλαμε να το αντιμετωπίσουμε, δεν αντέχαμε.
Οι μισοί μπαίνουν σε projection. Ένας συνανάπηρός μας που έχει σπαστική τετραπληγία, είχε έρθει αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της ιδρυματικής ζωής. Ειπώθηκε αυτό το «έλα τώρα, μην βασανίζεσαι» στη μάνα του. «Πήγαινέ τον σε ένα ίδρυμα να μεγαλώσεις την κόρη σου». Ήταν δύσκολο. Εγώ που είμαι επίκτητος δεν το ένιωσα. Δεν πίστευα ότι στα 21 μου η μάνα μου και ο πατέρας μου θα με έκλειναν σε ίδρυμα. Ήμουν ήδη σκηνοθέτης, δούλευα στην τηλεόραση. Αλλά για άλλους από την ομάδα που γεννήθηκαν ανάπηροι αυτό ήταν ένα από τα ενδεχόμενα της ζωής τους. Ωριμάσαμε…
Και η ομάδα μας αυτό είναι, χειραφέτηση των αναπήρων. Οι πρώτοι που χειραφετούνται είναι οι ίδιοι οι οποίοι μπαίνουν στη διαδικασία αυτή. Δεν θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή αυτή εικόνα της πραγματικότητας, του ενδεχόμενου για τις δικές μας ζωές. Από την άλλη όμως, όταν βγήκαμε από την εξατομικευμένη αντίληψη της αναπηρίας, όταν το προσωπικό έγινε κοινωνικό, τότε αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε εμείς οι λίγοι να μπούμε και να κάνουμε κάτι ουσιαστικό; Όχι να βγάλουμε πέντε φωτογραφίες και να σηκωθούμε να φύγουμε. Θα μας πάρουν στα σοβαρά; Θα το πουν οι ειδήσεις; Θα ασχοληθεί το υπουργείο; Και η ματαίωση παίζει ρόλο. Όταν έχεις ματαιωθεί τόσες φορές, ξανά και ξανά, το βλέπεις και λες «να ασχοληθώ μ’ αυτό τώρα ή θα υποστώ ακόμα μια ματαίωση;». Μπουκάραμε και τελικά κάποια βήματα ξεκίνησαν.
Άρα λοιπόν, ως ένα κομμάτι της κοινωνίας που παρεμβαίνει, αξίζει που το κάναμε. Αλλά και η αυτοκριτική για την καθυστέρηση παραμένει. Έπρεπε να παλέψουμε και με τα δικά μας ταμπού. Δεν είναι λίγο πράμα αυτό. Και στα μέλη μας που ήρθαν κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο, στοίχισε περισσότερο απ’ ότι σε εμάς. Ήταν πιο δύσκολο να ανταπεξέλθουν. Μέρες μετά βρισκόμασταν, όχι με την ανάγκη για πολιτική κουβέντα ή οργάνωση αλλά για να μιλήσουμε μεταξύ μας. Να κλάψουμε, να πιούμε, να ξανακλάψουμε… να αναρωτηθούμε τι σκατά θα κάνουμε. Και κυρίως να σταθούμε σε εκείνους που πόνεσαν περισσότερο. Αν μιλήσεις με τον συνανάπηρό μας θα στο πει αυτό: «Όπου και να βρίσκομαι έχω δίπλα μου ένα κλουβί. Το μεταφέρω». Έχει σημαδέψει ανθρώπους αυτό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη «Μηδενική Ανοχή». Αλλά δεν αρκούμε εμείς. Για να γίνει απαίτηση η αποϊδρυματοποίηση, για να σταματήσει αυτό το έκτρωμα να είναι αποδεκτό και κανονικοποιημένο, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που σκέφτεται η κοινωνία για την αναπηρία. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου η ευαισθησία του καθενός. Μας ενδιαφέρει η ενεργοποίηση της κοινωνίας των ανθρώπων.
Και αυτό το λέμε για όλα τα ιδρύματα. Τα Λεχαινά ωστόσο είναι το case study του μισαναπηρισμού, της διαβίωσης χωρίς ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε μια δύσκολη περιοχή της χώρας όπου οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αναπηρία όπως μας είπε προ καιρού και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκης Βορίδης, ότι δηλαδή υπάρχουν ανάπηροι που καταλαβαίνουν και ανάπηροι που δεν καταλαβαίνουν. Ε, αυτοί που είναι στα Λεχαινά, ως κοινωνία θεωρούμε ότι δεν καταλαβαίνουν.
Πρέπει να κλείσει αυτό το ίδρυμα, πρέπει να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι από εκεί. Ακριβώς τέσσερα χρόνια όμως μετά συζητάμε ακόμα αυτό το «πρέπει».
Το πράγμα βρωμάει από την αρχή. Γιατί όταν ένα παιδί γεννιέται, το πρώτο πράγμα που θα ακούσουν οι γονείς του, όταν αυτοί υπάρχουν είναι η ιατρική άποψη.
Από τη στιγμή που θα μπει ο μαιευτήρας μέσα στο δωμάτιο και θα πει στη νεομάνα «το παιδί σου γεννήθηκε χαλασμένο». Δεν θα της πει «κοίτα, υπάρχουν δυσκολίες αλλά μπορείς να κάνει ένα, δύο, τρία, πέντε», θα της μιλήσει μόνο για τη δυσκολία. Δεν θα την ανακουφίσει αλλά θα αρχίσει με το ιατρικό σενάριο «δεν θα έχει μυαλό, δεν θα βλέπει, δεν θα ακούει, δεν θα...» Ότι αυτό θα κάνει κακό στα άλλα της παιδιά, θα χαλάσει τη σχέση της με τον άντρα της, οπότε «μην το θηλάσεις, θα σου κόψω το γάλα και θα το στείλουμε σε ένα ίδρυμα. Δεν θα έχεις καμιά ευθύνη εσύ από κει και πέρα και δεν σε ενδιαφέρει για την πορεία αυτού του παιδιού». Αυτό είναι το κλασικό σενάριο. Δεν μιλάμε τώρα για διαλυμένες οικογένειες, για τους παραβατικούς που είναι μέσα στις φυλακές και τα παιδιά καταλήγουν σε ιδρύματα. Και να σημειώσουμε εδώ ότι ένα 14% με 15% μονάχα δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς, δηλαδή έναν από τους δύο γονείς που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναλάβουν κάποιες ευθύνες. Μιλάμε λοιπόν, για την εγκατάλειψη, για το πως ένα ζευγάρι που έχει στο μυαλό του ότι ο πελαργός φέρνει «κανονικά παιδάκια» με πράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά και επειδή έρχεται ένα «χαλασμένο» παιδάκι αποφασίζουμε και το πετάμε. Εκεί υπάρχει η παρέμβαση του γιατρού που κάνει την πρώτη ζημιά. Και επειδή έχουμε αυτό το υπόβαθρο ως κοινωνία, η γυναίκα και ο άντρας φρικάρουν. Βασανίζονται και αυτοί οι άνθρωποι βέβαια, αλλά αυτό είναι το αποτέλεσμα.
Και το έχουμε συναντήσει στην περίπτωση της Μαρίας στα Λεχαινά, μιλώντας με τη μαμά της. Με το που γεννήθηκε το κορίτσι άρχισαν να απαριθμούν στη μητέρα της το τι μπορεί να συμβεί ιατρικά. Ένας άνθρωπος όμως δεν είναι ιατρική διάγνωση. Είναι άνθρωπος. Και το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ξεκινάς να απαριθμείς τις ιατρικού τύπου δυσκολίες και όχι το πώς αυτές μπορούν μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία να αντιμετωπιστούν.
Υπάρχουν σίγουρα πάντως κάποιοι άνθρωποι που επιλέγουν μέσα σε αυτές τις δυσκολίες, κόντρα στην ιατρικοποιημένη πεποίθηση της κανονικοποίησης ενός ανθρώπου που σκέφτεται διαφορετικά. Που δεν προσπαθούν στην περίπτωση των αυτιστικών παιδιών λ.χ, τα οποία δεν έχουν νευροτυπικό εγκέφαλο αλλά αυτιστικό εγκέφαλο, να τους κανονικοποιήσουν, να τους κάνουμε να μοιάζουν με εμάς. Γιατί αυτή είναι και η αρχή του ναζισμού.
Ο Βιγκότσκι έλεγε ότι υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ανάπηροι είναι a priori δυστυχισμένοι. Αυτοί είναι μια ρατσιστική αντίληψη. Η αντίληψη που θεωρεί ότι οι ζωές μας είναι ζωές βασανισμένες, ζωές οι οποίες μερικές φορές είναι ανάξιες να βιωθούν.
Η Ανδριάνα που πέθανε τώρα τελευταία ήταν 19 χρονών. Η αρχική διάγνωση της Ανδριάνας, νομίζω ότι ήταν για γλαύκωμα, δηλαδή ήταν τυφλή. Η Ανδριάνα όταν την βρήκαμε εμείς δεν μιλούσε, δεν περπατούσε γιατί ζούσε μέσα σε ένα κλουβί. Την έδεσαν γύρω στα 7 της χρόνια επειδή δεν είχαν τρόπο να την περιορίσουν και επειδή δεν μπορούσαν να την «περιθάλψουν». Έτσι την έβαλαν μέσα σε κλουβί επειδή ήταν κινητική και δεν υπήρχε προσωπικό να την προσέχει. Το κλασικό ερώτημα εκεί μέσα είναι «γατί είσαι εσύ όρθιος τώρα;». Αυτό είναι κανονικός στρατωνισμός. Γιατί πρέπει να είσαι ξαπλωμένος όλη μέρα; Γιατί πρέπει να είσαι στο κρεβάτι σου; Γιατί δεν μπορείς να βγεις έξω να κάνεις κούνιες;
Η απάντηση που παίρνεις είναι ότι δεν επαρκεί το προσωπικό. Το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό; Γιατί δεν επαρκεί το προσωπικό; Γιατί όλοι οι ωφελούμενοι φοράνε πάνες, κανένας δεν ξέρει να αυτοεξυπηρετείται, κανένας δεν πάει στην τουαλέτα μονος του, κανένας δεν τρώει μόνος του, όποτε όλα τα άτομα εξαιτίας της ιδρυματικής ζωής και της απόλυτης αποστέρησης κάθε κοινωνικού δικαιώματος, έχουν απολέσει και κάθε δεξιότητα. Το προσωπικό λοιπόν δεν επαρκεί γιατί έχουμε καταστήσει ανίκανους όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Ισχύει. Από ποιο σημείο και μετά το εξετάζεις όμως; Εξετάζεις το γιατί συμβαίνει αυτό ή σε ενδιαφέρει να το δεις παγωμένα από τη στιγμή που το αντιμετωπίζεις; Προφανώς και δεν φτάνουν δύο άτομα σε κάθε βάρδια για κάθε όροφο. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Μα, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με σπαστική τετραπληγία να μην μπορεί να έχει αυτονομία; Να μην μπορεί να φάει μόνος του, να πιει μόνος του, να πάει στην τουαλέτα; Εμείς όλοι οι υπόλοιποι γιατί τα κάνουμε αυτά; Δεν τους άφησαν ποτέ να αναπτυχθούν.
Ποια πάπια; Πάνω τους και καθαρίζονται με ένα πανάκι. Δεν κάνουν μπάνιο, παρά σπάνια. Αν είναι να έρθει κανένας υπουργός θα κάνουν μπάνιο. Να μην βρωμάνε. Επίσης αν κάνει κανείς το λάθος να λερωθεί μετά το άλλαγμα, παραμένει έτσι μέχρι την επόμενη αλλαξιά. Δεν εξατομικεύεται αυτό. Δηλαδή μπορεί να μείνει κάποιος ακόμα και για ώρες λερωμένος. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η μυρωδιά στα ιδρύματα η οποία δεν φεύγει ότι και να κάνουν.
Τα σώματά τους τα είδατε; Είδατε πόσες λειτουργικές παραμορφώσεις έχουν κάνει γιατί έχουν βολευτεί σε συγκεκριμένες στάσεις; Να σας πω ένα περίεργο που δείχνει και πόσο καταπιεστικό είναι όλο αυτό που έχει συμβεί και πόσο βασανιστικό; Τα άτομα που απελευθέρωσε η ομάδα του Νικολαϊδη, αφού λύθηκαν, εξακολουθούσαν να κοιμούνται το βράδυ στις θέσεις που ήταν δεμένα επί χρόνια. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Η βολική θέση είναι η θέση του βασανισμού. Έχουμε μετατρέψει δηλαδή ανθρώπους να αισθάνονται βολικά μέσα στον βασανισμό. Και γι’ αυτό στην αρχή σχεδόν κανένας δεν δεχόταν την παρέμβαση. Και γι’ αυτό ήταν μια μεγάλη και δύσκολη δουλειά για την ομάδα αυτή.
Μια άλλη σκηνή που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι με τα δυο κορίτσια, την Έλλη και τη Μαρία, ήταν 11 ετών και όταν μπήκε η ομάδα παρέμβασης στα Λεχαινά τα δυο αυτά κορίτσια, ως μικρότερα, έφυγαν και πήγαν στο ΠΙΚΠΑ της Βούλας. Πηγαίναμε και τα βλέπαμε αυτά τα παιδιά. Μια φορά λοιπόν, ήρθαν στο σπίτι μας επίσκεψη για λίγες ώρες με εθελοντές του ΠΙΚΠΑ. Θυμάμαι ειδικά την Έλλη που έψαχνε να βρει σημεία να κρυφτεί. Κάτω από το τραπέζι… πάντα σε σημείο προφυλαγμένο, μακριά από ανθρώπους και ζώα. Και στο τέλος δεν ήθελαν να φύγουν, έκλαιγαν. Απ’ ότι καταλάβαμε ήταν η πρώτη φορά που μπήκαν σε σπίτι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μας, ήθελε να την σκεπάσουμε να κοιμηθεί εκεί. Είδε για πρώτη φορά σκύλο, δεν είχε ξαναδεί. Τον κοιτούσε, τον επεξεργαζόταν σαν να λέει «τι είναι αυτό το περίεργο πλάσμα;». Φάγαμε, έφαγαν γλυκό, χορέψαμε… ότι θα κάναμε με οποιοδήποτε παιδί. Μόνο που τα συγκεκριμένα είχαν στερηθεί όλη αυτή την φροντίδα και την αγάπη. Την πραγματική αγάπη, όχι την φροντίδα που μπορεί να δώσει το προσωπικό ενός ιδρύματος. Γιατί δεν αρνούμαι ότι ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι από το προσωπικό δένονται συναισθηματικά με τους ανάπηρους εκεί, ο τρόπος όμως της ζωής που έχουν μέσα σε αυτό είναι το αντίθετο της ουσιαστικής φροντίδας. Σ’ όλη σου τη ζωή να έχεις κάποιον που έρχεται από πάνω σου με μια λευκή ποδιά; Για ποιον λόγο; Ούτε αυτό το βασικό δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Το «μπες με τα ρούχα σου». Και γάντια. Τάισμα με γάντια. Γιατί; Τι θα κολλήσεις; Όλο το ιδρυματικό πλαίσιο είναι ιατροκεντρικό.
Αυτοί οι ρόλοι έτσι κι αλλιώς συνομιλούν.
Δεν την κρατούσα εγώ, αλλά ναι. Με δύο. Πήγαμε να καταγράψουμε αυτό που συνέβαινε. Αυτή ήταν η αρχή.
Από τη μία ήταν το να προστατευτούμε απέναντι σε ότι συνέβαινε από την άλλη να καταγράψουμε αυτή τη στιγμή. Να καταγράψουμε και να δούμε τι γίνεται. Αυτό που συναντήσαμε ήταν πέρα από τη φαντασία μας.
Ναι, πάλι μικρές κάμερες για καταγραφή. Το κάνουμε, πέρα από την προστασία, και για να έχουμε υλικό να ανεβάσουμε στις σελίδες της «Μηδενικής Ανοχής» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Με το που δώσαμε τη συνέντευξη τύπου στο ΚΕΠΕΠ Λεχαινών την τρίτη μέρα και αποχωρήσαμε την τέταρτη, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να μοντάρω ένα πρώτο υλικό - αυτό που υπάρχει μέχρι και σήμερα - για να δώσουμε τη συνέντευξη τύπου στην Αθήνα, προς τους δημοσιογράφους για να ανοίξουμε τη συζήτηση.
Μέσα στην κατάληψη το αποφάσισα. Κατάλαβα ότι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να το ακολουθήσω. Έτσι επέστρεφα ανά διαστήματα, πλέον όχι ως «καταληψίας» αλλά καταρχήν με την ιδιότητα του ανάπηρου. Και κατέγραφα. Έμεινα μέσα τριήμερα και τετραήμερα κάποιες φορές, γύριζα, επέστρεφα ξανά και ξανά. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια έχω κάνει 34 ταξίδια στα Λεχαινά, αν θυμάμαι καλά. Κρατάω ένα ημερολόγιο.
Αυτό μας έδωσε την ευκαιρία…
Όχι από ευγένεια αλλά γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι ομαδικό και όχι αποκλειστικά δική μου δουλειά.
Μας έδωσε λοιπόν την ευκαιρία να δούμε αφενός το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα μέσα στα Λεχαινά γιατί έναν χρόνο μετά μπήκε η ομάδα του Νικολαϊδη να κάνει την ενδιάμεση παρέμβαση, κατατέθηκε το ανακουφιστικό πρόγραμμα για τους - τις ωφελούμενους- ες, και αρχίσαμε να παρατηρούμε τις αλλαγές των ίδιων ανθρώπων με μια παρέμβαση. Πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές, πώς εκείνα τα πρόσωπα που πρωτοσυναντήσαμε και δεν εκφραζόντουσαν, δεμένοι, μέσα σε κλουβιά, σε χημική καταστολή σε σημείο να μην μπορούν να κρατήσουν ούτε το κεφάλι τους, με απλανή βλέμματα, πώς άρχισαν μέσα σε 1,5 χρόνο από την εκκίνηση της παρέμβασης να ανθίζουν. Να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους, τους ακούσαμε να μιλάνε, να λένε λεξεις, κάποιοι άλλοι να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα «θέλω κομοδίνο», «θέλω δικά μου ρούχα», «θέλω τηλεόραση», «θέλω τηλεκοντρόλ». Αυτό είναι φοβερή εξέλιξη για έναν άνθρωπο που έχεις αποανθρωποιήσει πλήρως, που τον έχεις κάνει ένα φυτό, δίνοντάς του την «απαραίτητη αγωγή για το καλό του».
Τους είδαμε να βγαίνουν έξω. Να βγαίνουν από τα στενά όρια του δωματίου και να πηγαίνουν μέχρι την τραπεζαρία, για μια δραστηριότητα στον πάνω όροφο, ή η μεγάλη στιγμή που αντίκρισαν την εξωτερική πόρτα, βγήκαν στη φύση. Είδαμε τους φόβους και τις αναστολές τους. Δεν ήθελαν να ξεβολευτούν. Το κανονικό για εκείνους ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι δέστρες - ο «κλινοστατικός προστατευτισμός» ή «μηχανική καθήλωση», όπως λένε. Και ναι, κάποιοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Αλλά είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό. Ο φόβος ήταν η αιτία.
Είδαμε όμως και ανθρώπους να χρησιμοποιούν ξαφνικά κουτάλι και να τρώνε, φοβερό! Γιατί μέχρι τότε έτρωγαν με μπιμπερό ξαπλωμένοι σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πολτοποιημένη τροφή. Δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν το στόμα τους για να φάνε. Γι’ αυτό και τα δόντια τους σχεδόν στο 100% είναι σε άθλια κατάσταση. Αυτή η αλλαγή μέσα στο ίδρυμα - δεν πήγαμε σε κάποιον άλλο χώρο ώστε να αλλάξουν τα δεδομένα - μέσα εκεί, σε αυτόν τον χώρο βασανισμού, η κατάσταση άλλαξε.
Αυτό που δεν είχα σκεφτεί ότι θα συνέβαινε ήταν η καταγραφή μέσα στο ντοκιμαντέρ νεκρών. Άνθρωποι που γνωρίσαμε, που έγιναν προσπάθειες να βγουν από το ίδρυμα αλλά πέθαναν στην πορεία. Και δεν μιλάμε για υπερήλικες. Μιλάμε για νέα παιδιά.
Ο Παναγιώτης για παράδειγμα που είναι 50 ετών, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, είναι θαύμα το πώς έχει καταφέρει να επιβιώσει έτσι κοιτώντας το ταβάνι. Τα άτομα που πέθαναν ήταν πολύ μικρότερα σε ηλικία. Και ο Χρήστος και η Έλλη και η Ανδριάνα και η Μαρία. Η Έλλη ήταν 15 ετών. Η Ανδριάνα ήταν 19, μόλις τα είχε κλείσει. Ήταν το τυφλό κορίτσι.
Δεν θέλανε. Τώρα που έμαθαν ότι δεν γυρίζω για πλάκα αλλά ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο, μπορεί να αλλάξουν γνώμη. Ποτέ δεν γυρίζω με επισημότητες και «τώρα πάμε πλάνο», αλλά σε ένα πλαίσιο αυθορμητισμού και καταγραφής μιας πραγματικότητας χωρίς να αλλάζει το περιβάλλον, για να μην αλλάζει η συνθήκη. Οπότε αυτό απαιτεί τα μέσα σου να είναι λίγα. Μικρές κάμερες για να μην δημιουργούν την αίσθηση της σοβαρότητας, χωρίς μπουμ, φώτα, άτομα πολλά από πίσω με ακουστικά.
Τους γνώρισα λοιπόν, πρωτίστως ως ανθρώπους, έμαθα για τις ζωές τους, για τις ιστορίες τους, το πώς βρέθηκαν να δουλεύουν εκεί ενώ οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο, δεν είναι του πεδίου - που δεν μας κάνει εντύπωση αυτό, είναι από την περιοχή και φρόντισαν να βρουν δουλειά - πώς τους πέταξαν μέσα σε αυτόν τον χώρο όταν άνοιξε - γιατί υπάρχουν άτομα που εργάζονται από την πρώτη μέρα λειτουργίας του- χωρίς καμία οργάνωση, πώς έφερναν τους ανθρώπους χωρίς να ξέρουν πώς να τους αντιμετωπίσουν, και πώς κατέληξαν να οργανωθούν και να δημιουργήσουν αυτές τις συνθήκες, δηλαδή κρεβάτια στα οποία πρόσθεσαν κάγκελα κλειστού τύπου και τα έκαναν κλουβιά.
Ναι. Βέβαια ο όρος προέρχεται από την πρώην υπουργό Υγείας Κατερίνα Παπακώστα. «Παρκοκρέβατα» λοιπόν και «το δέσιμο γίνεται για το καλό τους», γίνεται «για να μην αυτοτραυματίζονται. Και πάλι: Το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό; Όταν μένεις παρατεταμένα σε ένα κλειστό περιβάλλον χωρίς καμία προσλαμβάνουσα, οπικοακουστικά και ψυχοσυναισθηματικό ερέθισμα, αρχίζεις και να κοπανιέσαι, και να καταπίνεις τα ούρα σου, και να τρως τα κακά σου και όλα όσα λένε. Αυτό όμως ισχύει για τον οποιονδήποτε άνθρωπο σε αυτές τις συνθήκες, δεν χρειάζεται να έχεις βλάβη για να φτάσεις σε αυτό το σημείο. Αποκτάς ιδρυματικού τύπου βλάβη. Βέβαια όλα αποδίδονται στις βλάβες τους, το εύκολο αφήγημα. Σου λένε «μα, δεν βλέπετε πώς είναι;».
Τουλάχιστον από τις αφηγήσεις τους ξέρω ότι δυσκολεύτηκαν στην αρχή…
Ηθικά μαλλον, ναι, δυσκολεύτηκαν να δένουν ανθρώπους ηθικά. Είναι έτσι στημένο το σύστημα ώστε να φέρουν ευθύνη για κάποιους ανθρώπους. Επειδή όμως αναπαράγεται ξανά και ξανά η ίδια συζήτηση, το ζήτημα δεν είναι να φέρουμε περισσότερο προσωπικό για να συνεχιστεί το βασανιστήριο, για να υπάρχει «καλύτερη επιτήρηση» και να συνεχιστεί η χορήγηση φαρμακευτικων δόσεων για ελέφαντες. Το ζήτημα είναι ότι όσο προσωπικό και να βάλεις πάλι ένα ίδρυμα θα συντηρείς. Και η έννοια του ιδρύματος δεν απέχει από την έννοια του στρατώνα ή της φυλακής. Ξυπνάμε συγκεκριμένη ώρα, τρώμε συγκεκριμένη ώρα, κοιμόμαστε συγκεκριμένη ώρα.
Οι επιστήμονες συνταγογραφούσαν και τη «μηχανική καθήλωση» και τις δόσεις των φαρμάκων. Χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, έβαζαν καινούργια φάρμακα από πάνω χωρίς να σταματούν τα προηγούμενα. Χωρίς κανείς να ελέγξει ποτέ αν είναι συμβατά ή τι παρενέργειες μπορεί να δημιουργήσουν. Το αποτέλεσμα το είδαμε. Φυτά. Αυτό.
Το προσωπικό για χρόνια δεν ήθελε να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση, δεν ήθελε να αποδεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος φροντίδας.
Νομίζω ότι δεν ήθελαν να αποδεχτούν ότι κάνουν κάτι λάθος. Η στάση ήταν «ήρθες να μου πεις ότι κάτι που κάνω 25-30 χρόνια δεν είναι σωστό; Με ποιο δικαίωμα;».
«Εμείς τα αγαπάμε πάρα πολύ αυτά τα παιδιά αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα κάνουμε καλά. Είναι τέρατα. Είναι απρόβλεπτα. Αν δεν τα δέσουμε μπορεί να σκαρφαλώσουν στα ταβάνια. Μπορεί να φάνε τους τοίχους. Μπορεί να φάνε τα κακά τους. Μπορεί να καταπιούν ένα μεγάλο αντικείμενο, να φράξει τον λαιμό τους και να πεθάνουν». Τα έχουμε ακούσει αυτά. Γι’ αυτό και η άποψή μας είναι ότι κανένας από αυτούς δεν πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Δεν εννοώ ότι πρέπει να χάσουν τη δουλειά τους. Εννοώ ότι θα πρέπει να πάνε να εργαστούν σε άλλα πλαίσια. Πάντως όχι σε ιδρυματικές δομές.
Με τις κουβέντες που κάναμε, με παραδείγματα που φέραμε από άλλες χώρες, κάποιοι, ελάχιστοι, πείστηκαν Σκεφτόμασταν να οργανώσουμε προβολές ξένων ντοκιμαντέρ για την αποϊδρυματοποίηση στα οποία μιλούν οι ίδιοι οι ωφελούμενοι για το πώς ήταν πριν και μετά το κλείσιμο του ιδρύματος. Όταν έζησαν πια στην κοινότητα και ανέπτυξαν τις δυνατότητές τους. Η αντίδραση ήταν ότι «εδώ είμαστε Βαλκάνια, αυτά είναι πολύ ευρωπαϊκά, ποιος θα τα χρηματοδοτήσει αυτά, ότι θα τα κάνουν για μισό χρόνο και μετά ξανά τα ίδια».
Η αλήθεια είναι ότι εμείς πήγαμε πολύ συνειδητοποιημένοι ότι δεν θα κάνουμε αυτό που συνήθως γίνεται. Το να τα βάζεις με το προσωπικό είναι το πιο εύκολο πράγμα. Προφανώς υπάρχει και προσωπική ευθύνη. Αλλά η μεγάλη ευθύνη όμως είναι του λεγόμενου - κατά τη γνώμη μας ανύπαρκτου - κράτους πρόνοιας. Οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη. Οι πολιτικοί που όλα αυτά τα χρόνια πάγωσαν τον χρόνο.
Και όταν γινόταν θέμα στις τηλεοράσεις έβγαιναν και έκαναν δηλώσεις όπως αυτή του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου το ‘11 ότι δίνει άδεια σε όποιον δημοσιογράφο θέλει να μπει σε ίδρυμα για να δείξουμε την κατάσταση. Την επίσης πρώην υφυπουργό Υγείας Κατερίνα Παπακώστα που το ‘14 επισκέφτηκε τα Λεχαινά μετά το δημοσίευμα του BBC και μας είπε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παρουσιάστηκαν, ότι «τα πάρκα», την διαβεβαίωσαν οι επιστήμονες, είναι για την προστασία των παιδιών κι ότι έτσι γίνεται. Και έρχονται η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου και η υφυπουργός Θεανώ Φωτίου και ανακοινώνουν ένα πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης. Είναι η πρώτη φορά που ακούγεται στην Ελλάδα η λέξη από επίσημα χείλη.
Η πρώτη τους αντίδραση όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα και πήγα στα Λεχαινά ήταν «θα γίνει αυτό που έγινε και στην ΕΡΤ. Θα το κλείσουν και θα μας απολύσουν όλους. Χρειαζόντουσαν τις εγγυήσεις του υπουργείου ότι δεν θα χάσουν τη δουλειά τους. Λίγοι ήταν αυτοί η οποίοι είπαν «οκ, καταλαβαίνω τους λόγους, πρέπει να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Στο παρακάτω εμείς τι ρόλο θα έχουμε; Πώς είναι αυτό το πράγμα; Τι θα συμβεί;». Τους έλεγα «καλύτερα θα είναι να πας σε ένα σπιτάκι μέσα στην πόλη των Λεχαινών ή σε μια άλλη κοντινή πόλη και να εργάζεσαι σε ανθρώπινες συνθήκες». Επίσης, επειδή ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της επαγγελματικής αναδοχής, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσαν να πάρουν κάποιες από τις εργαζόμενες κάποιο άτομο στο σπίτι τους, κάποιες οι οποίες, όντως είχαν αναπτύξει δεσμούς με συγκεκριμένα άτομα, τα λεγόμενα «παιδιά» - όλοι «παιδιά» είναι εκεί, έτσι τους ονομάζουν ακόμα κι αν είναι 50 ετών- θα μπορούσαν λοιπόν να επιλέξουν αυτό, να είναι η δουλειά τους μέσα στο σπίτι τους.
Το συζήτησα με μία εργαζόμενη η οποία αποκαλεί μια ωφελούμενη «κόρη της». Της είπα λοιπόν, «πάρε την κόρη σου στο σπίτι σου με επαγγελματική αναδοχή». Δεν απάντησε τίποτα. Με κοιτούσε. Είναι άλλο το να είσαι μέσα στον χώρο εργασίας και να έχεις δημιουργήσει μια συνθήκη και άλλο το να σου δίνει η νομοθεσία την ευκαιρία αυτή τη σχέση που έχεις αναπτύξει να την μεταφέρεις στο σπίτι σου. Φαντάζομαι ότι θα χρειαζόντουσαν συζητήσεις με τον άντρα της, τα παιδιά της, τον περίγυρό της. Πάντως και χωρίς να είναι ενεργοποιημένη η επαγγελματική αναδοχή, κάποιοι θα μπορούσαν να πάρουν κάποιον ή κάποια στο σπίτι τους το Σαββατοκύριακο με μια απλή έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Δεν το έχει κάνει ποτέ κανείς.
Τα Χριστούγεννα κάνουν γιορτή για τα «κανονικά» παιδιά τα οποία φτάνουν μέχρι τον προθάλαμο, δεν μπαίνουν μέσα, και λένε τα κάλαντα.
Ναι, από το σχολείο ACS για να γίνει λίγο πιο φανταχτερός ο βασανισμός των ανθρώπων που ήταν μέσα στα κλουβιά. Δεν ήταν βέβαια μέσα οι άνθρωποι όταν ζωγράφιζαν τα κλουβιά οι μαθητές.
Αυτή ήταν από τις πιο δυνατές αντιφάσεις που εισέπραξα μπαίνοντας στο ίδρυμα. Δυστοπικό τοπίο. Η μυρωδιά από κόπρανα, οι δεμένοι άνθρωποι να μουγκρίζουν και οι ζωγραφισμένοι τοίχοι με τα “I love you” και την υπογραφή ACS. Πραγματικά θα ήθελα να ήξερα αυτος ο εκπαιδευτικός τι ακριβώς είχε στο μυαλό του.
Επιστρέφοντας στους εργαζόμενους, το πόσο έχουν δεχτεί τη δουλειά και τον τρόπο διαβίωσης των αναπήρων εντός αυτού του πλαισίου, τον έχω δει και μου κάνει σταθερά εντύπωση σε όσα ιδρύματα έχω επισκεφτεί. Και στην Κρήτη, και στο ΠΙΚΠΑ της Βούλας, και στη Θεσσαλονίκη, και στην Κομοτηνή, και στη Ρόδο… Κανονικοποιείται αυτή η κατάσταση. Για εμάς που πηγαίνουμε πρώτη φορά μπορεί να μας φρικάρει αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα για αυτούς. Και με εξεπληξε το γεγονός ότι οι ελάχιστοι συγγενείς που έρχονταν δεν εντυπωσιάζονται από την κατάσταση. Φαινόταν και σε αυτούς φυσιολογικό.
Έχουμε δει και αποτροπή εισαγωγής. Ήρθε μια κοπέλα μαζί με τη μητέρα και την κουμπάρα της να αφήσει το παιδί της. Το παιδί της ήταν κοντά στα 12 και πλήρως λειτουργικό. Η λογική ήταν να σώσει τον γάμο της και τα άλλα της παιδιά. Προφανώς είχε πίεση από τον άντρα της να αφήσουν το ανάπηρο για να επικεντρωθούν στα «κανονικά». Η μαμά της πιο σκληρή: «Μια χαρά είναι εδώ, θα περάσει τέλεια». Την έβαλε στο γραφείο ο Νικολαϊδης, έκλεισε την πόρτα, συζήτησαν οι δυο τους, της εξήγησε ότι σε 6 μήνες δεν θα είναι όπως το έφερε το παιδί. Βγήκε έξω κλαίγοντας.
Ναι.
Ίσως να χώρισε με τον άντρα της. Ποιος ξέρει τι πίεση της ασκούσαν. Και τι ενοχή θα είχε επειδή γέννησε ένα ανάπηρο παιδί. Κι ότι την τιμωρεί ο Θεός γιατί κάτι θα είχε κάνει στο παρελθόν.. Πάντως, ναι, το ότι αποτράπηκε αυτό το χαρήκαμε. Έκαναν βέβαια νέα εισαγωγή τώρα. Κινητοποιηθήκαμε από διάφορους χώρους και αντιδράσαμε δημόσια, παρενέβη το υπουργείο, το έφεραν στην Αθήνα, η εισαγγελέας δεν άλλαζε τη εντολή της. Κι αυτό είναι ένα θέμα. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει επίσημη απόφαση για απαγόρευση των νέων εισαγωγών στα Λεχαινά.
Αυτό. Η Φωτίου, η Αχτσιόγλου ή ο πρώην γενικός γραμματέας πρόνοιας, δεν νομίζω ότι έβγαλαν ποτέ μια απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών, όταν αποφάσισαν ότι τα Λεχαινά πάνε για κλείσιμο. Βεβαίως όπου και να πας στην Ελλάδα, δεν είναι πουθενά καλύτερα τα πράγματα. Το εξαιρετικό με τα Λεχαινά είναι τα κλουβιά. Έχω δει όμως σε άλλα ιδρύματα άνθρωπο δεμένο με τριχιά, έχω δει αυτά τα ψηλά «πάρκα» για να μην μπορεί αν σηκωθεί να πέσει απ’ έξω… Τα ιδρύματα λειτουργούν με την ίδια λογική. Ούτε καν η μυρωδιά δεν είναι διαφορετική. Μυρίζουν όλα με τον ίδιο τρόπο.
Κοίτα, όταν ξεκινάς ένα ντοκιμαντέρ δεν είσαι εσύ ο οδηγός, είναι η πραγματικότητα. Μπαίνοντας εκεί μέσα, αποφάσισα να κάνω αυτό που λέει και ο τίτλος του:από το ασυλο, στην κοινωνία. Δηλαδή, αυτό που η κοινωνία απορρίπτει περιθωριοποιώντας το σε κτίρια κάπου μακριά της, εμείς αποφασίσαμε να το καταγράψουμε και να το φέρουμε μπροστά στα μάτια της. Ήθελα να το βιώσω, να κάνω όλη αυτή τη διαδρομή που νομίζω ότι σιγά- σιγά κλείνει. Δεν μπορώ να περιμένω τι θα κάνει αυτή εδώ η κυβέρνηση. Αν ότι έγινε πριν θέλει να το ισοπεδώσει και να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί ακούγονται διάφορα σενάρια, κάποια επιστημονικής φαντασίας και κάποια με τα οποία ενδεχομένως και να συμφωνήσουμε. Ήθελα λοιπόν να καταγράψω αυτή την αβίωτη κατάσταση, η οποία μάλιστα είναι απόλυτα νομιμοποιημένη και επιβάλλεται από το ίδιο το κράτος. Και σχετίζεται με τις αντιλήψεις που έχουμε όλοι και όλες - μεταξύ αυτών και όσοι αποτελούν το πολιτικό προσωπικό της χώρας- αναφορικά με τις ζωές των αναπήρων, οι οποίοι για κάποιους λόγους βρίσκονται εκτός οικογενειακού πλαισίου και η μόνη προστασία που τους προσφέρουμε είναι αυτή.
Δυστυχώς σε ενα ντοκιμαντέρ δεν μπορείς να περάσεις ούτε τις μυρωδιές, ούτε αυτό που σου δημιουργεί εσένα, εμένα, παραμένοντας εκεί. Αλλά οι συνθήκες… οι συνθήκες μέσα σε ένα ίδρυμα. Όσο και καλές να είναι, το ίδρυμα παραμένει ένας χώρος βασανισμού. Ένας βασανισμός που έχει κανονικοποιηθεί με αφορμή τις βλάβες στα σώματα των ανθρώπων που είναι κλεισμένοι εκεί.
Ναι, ήλπιζα ότι το τελευταίο μου πλάνο θα είναι το κλείσιμο των Λεχαινών. Ναι…
Έχουμε μάθει στις ματαιώσεις… Ναι, νιώθω ματαιωμένος. Περίμενα ότι εκείνη την ημέρα που ανακοίνωσε η Αχτσιόγλου το πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης ότι ήταν το momentum, ότι τώρα ήρθε η ώρα. Ότι θα ξεκινήσει από τα Λεχαινά και μετα θα ανοίξει η όρεξη να το κάνουμε παντού. Να κλείσουν όλα τα ιδρύματα, να μην περάσει κανένα άλλο παιδί αυτή τη διαδικασία από τη στιγμή που θα βρεθεί απροστάτευτο. Ακόμα και η παραμονή του σε ένα νοσοκομείο να είναι μικρή και να πηγαίνει κατευθείαν σε αναδοχή. Να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε η βιολογική οικογένεια να αναλάβει με τη βοήθεια του κράτους πρόνοιας. Να εξηγήσουν ότι ένα ανάπηρο παιδί δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Στις τέσσερις μέρες της κατάληψης υπήρχε ένταση, οι σχέσεις μας ήταν διεκπαιρεωτικές, έρχονταν πληροφορίες, απάντησε η Φωτίου, απαντήσαμε στη Φωτίου. Τελικά αποφασίσαμε ότι μετακινούμε την ομάδα πίεσης από μέσα από το ίδρυμα στα κεντρικά, είπαμε ότι περιμένουμε συνάντηση με το υπουργείο για να συζητήσουμε αυτά τα οποία έχουμε καταγράψει. Ταυτόχρονα όλο μας το υλικό το είχαμε στείλει έξω για να υπάρχει και μια αντίδραση από την ευρώπη, από τους θεσμούς προστασίας. Το στείλαμε και στον ΟΗΕ, και υπάρχει και μια σύσταση την οποία διαβάσαμε στη συνέντευξη Τύπου που δώσαμε στα Λεχαινά το απόγευμα της τρίτης μέρας στους τοπικούς δημοσιογράφους. Ήρθε και ο δήμαρχος και διάφοροι.
Την ημέρα της αποχώρησης σπάσαμε. Σπάσαμε γιατί αποχαιρετούσαμε τους συνανάπηρούς μας, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μας ότι εμείς θα φύγουμε από κει μέσα κι αυτοί θα μείνουν. Σπάσαμε. Βάλαμε τα κλάματα. Κλαίγαμε γοερά. Τους αποχαιρετήσαμε και μαζευτήκαμε έξω γύρω από ένα παγκάκι, μπροστά από τις ελιές και ξεσπάσαμε σε κλάματα. Οι ελιές φυτεύονται κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος. Όλα αυτά τα παιδιά, μπήκαν παιδιά και φεύγουν ενήλικες… πεθαίνοντας. Η «αποΪδρυματοποίηση» γίνεται προς τα πάνω - για τους ένθεους. Κλαίγαμε γιατί ξέραμε ότι εμείς επιστρέφαμε στα σπίτια μας κι ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά θα έπρεπε πάση θυσία να βρούμε τρόπο να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα που είχαμε ζήσει.
Νιώθω και στενοχώρια. Γιατί για εμάς οι άνθρωποι στα Λεχαινά έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία, γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι. Εδώ και έναν χρόνο είναι έτοιμοι για να φύγουν. Αυτό που σωστά έλεγε ο Νικολαϊδης στην αρχή, ότι δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις ανθρωπους από τα κλουβιά και απλώς να τους πας σε ένα άλλο χώρο, ότι χρειάζεται δηλαδή ένα στάδιο επανεκπαίδευσης, αυτό έγινε.
Στεναχώρια λοιπόν γιατί δεν καταφέραμε να τους δούμε σε μια άλλη κατάσταση. Ή τουλάχιστον ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε κάποια στιγμή. Αλλά εκεί χρειαζόμαστε και τη βοήθεια της κοινωνίας των ανθρώπων. Η οποία δυστυχώς δεν ενεργοποιείται. Και αυτό είναι το μεγάλο μου ζήτημα. Το θέμα της αποΪδρυματοποίησης είναι μεγάλο και αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους. Από την καταγραφή που έχουμε από τις Ρίζες το ‘14 προκύπτει ότι περίπου 900 ανάπηροι άνθρωποι βρίσκονται σε ιδρύματα. Μπαίνουν παιδιά και βγαίνουν ελιές. Είναι η ελληνική πατέντα αποϊδρυματοποίησης. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Και θα είναι τεράστια πρόοδος για την κοινωνία να βγάλουμε τους ανάπηρους από τα ιδρύματα.
[post_title] => «Μπαίνουν παιδιά και βγαίνουν ελιές» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => rellas-int-gr [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-01-18 19:57:23 [post_modified_gmt] => 2024-01-18 16:57:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7605 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 6368 [post_author] => 4 [post_date] => 2021-07-12 17:36:00 [post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00 [post_content] =>Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου, του Αυγουστίνου Ζενάκου
και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη. Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-03-05 11:29:23 [post_modified_gmt] => 2024-03-05 08:29:23 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [3] => WP_Post Object ( [ID] => 6730 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 08:05:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 05:05:00 [post_content] =>Η Μονάδα στέκεται στην έξοδο από την πόλη των Λεχαινών με κατεύθυνση προς το χωριό Μυρσίνη, με θέα τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτήριο, που ανήκει στη Μητρόπολη Ηλείας, είναι μια τετραώροφη, σταυροειδής κατασκευή που στεφανώνεται από τρούλο. Ο σχεδιασμός του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάλληλος για την προβλεπόμενη χρήση του.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε απαραίτητο να περιοριστεί η κίνηση του επτάχρονου τυφλού κοριτσιού που είχε εισαχθεί στο ίδρυμα σε ηλικία τριών ετών. Πλήρως ικανή να κινηθεί, αλλά τυφλή, γεμάτη με την ενέργεια της παιδικής ηλικίας, θα χρειαζόταν κάποιον να την προσέχει συνεχώς. «Για το καλό της», λοιπόν, κάποιος αποφάσισε να την κλείσουν σε ένα κλουβί — όλη μέρα, κάθε μέρα. Όταν έφτασε πλέον δεκαέξι χρόνων, δεν μπορούσε καν να αρθρώσει το όνομά της.
Η Μονάδα Λεχαινών ιδρύθηκε το 1987 ως «Κέντρο Περίθαλψης Παίδων», ή ΚΕΠΕΠ, και άρχισε να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα, με αποστολή τη φροντίδα παιδιών με αναπηρία ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Στην αρχική του σύλληψη προοριζόταν για τα παιδιά της Ηλείας και της ευρύτερης Πελοποννήσου. Σταδιακά, εισήχθησαν παιδιά με αναπηρία από όλη την Ελλάδα, είτε κατόπιν αιτήματος των γονιών τους είτε κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Παλαιότερα ανεξάρτητο ίδρυμα, από το 2013 αποτελεί ένα από τα παραρτήματα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας. Κατά κανόνα, οι νοσηλευτές στη Μονάδα ήταν δίχως εξειδίκευση και ο αριθμός τους ανεπαρκής: ενδεικτικά, το 2018, πέντε εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, επτά βοηθοί και πέντε επικουρικοί συμβασιούχοι για 44 κατοίκους. Ο ξυλουργός που έφτιαξε τα κλουβιά θεωρείται επίσης προσωπικό του ιδρύματος.
Στη Μονάδα Λεχαινών, παιδιά με αναπηρία ήταν δεμένα στα κρεβάτια τους ή κρατήθηκαν μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να σηκωθούν ή να περπατήσουν, ούτε για μια ώρα μέσα στην ημέρα. Κάποια παιδιά μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν δεμένα. Κάποια πέθαναν δεμένα.
Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούσαν μυστικό. Το 2008, μια ομάδα Ευρωπαίων εθελοντών που πέρασαν λίγο χρόνο στο Κέντρο Λεχαινών, σοκαρισμένη από τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μεταχειριζόταν τα παιδιά με αναπηρία, συνέταξε μια έκθεση την οποία διένειμε σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, αντιπροσωπεία του Συνηγόρου του Πολίτη, αποτελούμενη από τον Βοηθό Συνήγορο για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, Γιώργο Μόσχο, τον Βοηθό Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, Γιάννη Σακέλλη και τις ειδικές επιστήµονες Ιωάννα Κουβαριτάκη και Ειρήνη Κυριακάκη, καθώς και την Μαίη Παπούλια, ψυχολόγο και σύζυγο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, επισκέφτηκε το ίδρυμα για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν κι άλλες επισκέψεις.
Λίγο πριν από τη δημοσίευση του πορίσματος του Συνηγόρου, τον Φεβρουάριο του 2011, με την οικονομική κρίση να βαθαίνει ολοένα, οι κάμερες της ΕΡΤ μπήκαν στο ίδρυμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε στις κεντρικές απογευματινές ειδήσεις, δείχνοντας τα δεμένα παιδιά και φιλοξενώντας συνέντευξη της τότε διευθύντριας του ιδρύματος, Άννας Μαζαράκη, η οποία υποστήριξε πως είχε κάνει ό,τι είναι δυνατόν με τα διαθέσιμα μέσα για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά πως τα παιδιά παρέμεναν δεμένα πρωτίστως για τη δική τους ασφάλεια.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, τότε υπουργός Υγείας, παρενέβη στον αέρα και αφού εξήρε το έργο της διευθύντριας, δήλωσε ότι «έχει δώσει εντολή» να επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να καταγράφουν τις συνθήκες σε όλα τα ιδρύματα της χώρας και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων να μιλούν στα ΜΜΕ για τα κακώς κείμενα. Όταν η παρουσιάστρια παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ρίξουν φως στα προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έπρεπε και να λυθούν, ο Λοβέρδος υποσχέθηκε ότι θα προσληφθούν εντός λίγων ημερών πέντε ακόμη άτομα στο υγειονομικό προσωπικό και άλλοι τρεις εργαζόμενοι μέχρι το τέλος του έτους, αποδίδοντας τα βασανιστήρια που ήρθαν στο φως στο δελτίο ειδήσεων στην υποστελέχωση. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα εξασφαλιστούν νέοι χώροι, ώστε οι ανήλικοι να χωριστούν από τους ενήλικους.
Ερωτώμενη από την παρουσιάστρια αν οι νέες προσλήψεις που υποσχόταν ο υπουργός θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, η διευθύντρια απάντησε ότι «τη λύση θα δώσει η επιστημονική κοινότητα» και ότι «το αν θα πρέπει να λυθούν ή όχι είναι θέμα των ειδικών».
Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού, έγινε σαφές ότι οι απάνθρωπες συνθήκες στη Μονάδα Λεχαινών ήταν απολύτως γνωστές σε διάφορα επίπεδα της διοίκησης του ελληνικού κράτους. Από την έκθεση του Συνηγόρου προέκυπτε ότι το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας) είχε πραγματοποιήσει ελέγχους στη Μονάδα το 2007 και το 2009, και είχε διαπιστώσει τα προβλήματα, για τα οποία είχε διατυπώσει προτάσεις προς τη διοίκηση — προτάσεις που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Από την έκθεση προέκυπτε επίσης ότι o Συνήγορος, μετά την αρχική του επίσκεψη στο ίδρυμα τον Σεπτέμβριο του 2009, είχε προβεί σε μια σειρά κινήσεων, προσπαθώντας να παροτρύνει τις αρμόδιες αρχές να δράσουν. Μεταξύ άλλων, είχε αποστείλει έγγραφο προς την υφυπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Φώφη Γεννηµατά, περιγράφοντας την κατάσταση στα Λεχαινά και είχε επίσης ενημερώσει τη Βουλή στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του.
Μετά την επικοινωνία του Συνηγόρου προς την υφυπουργό, ο Γενικός Γραµµατέας Πρόνοιας Γιώργος Κατριβάνος απέστειλε έγγραφο προς όλες τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, ζητώντας «άµεση εφαρµογή των οδηγιών του Συνηγόρου και ιδιαίτερα όσων αφορούν την καταστρατήγηση των δικαιωµάτων ή την παραµέληση των αναγκών των παιδιών, όπως η χρήση ξύλινων κουβουκλίων, η κατάχρηση της κατασταλτικής φαρµακευτικής αγωγής χωρίς γραπτή οδηγία ιατρού και η χρήση καµερών».
Η Μαζαράκη με τη σειρά της διατύπωσε αίτημα προς τον ψυχίατρο ∆ιονύσιο Τσάγκο, ο οποίος παρακολουθούσε τότε το ίδρυμα, ζητώντας του να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης για να αλλάξουν οι πρακτικές της καθήλωσης των παιδιών. Ο Τσάγκος απάντησε το εξής:
«Αναγνωρίζω σαφώς ότι η καθήλωση ενός περιθαλπόµενου µε ιµάντες καταστρατηγεί σε µεγάλο βαθµό τα ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα όµως πάνω από αυτά είναι το δικαίωµα της ίδιας της ζωής. Με δεδοµένο τη βαριά νοητική υστέρηση των περιθαλπόµενων, είναι απολύτως αναγκαία η καθήλωσή τους µε ιµάντες για να µην υπάρξει αυτοκαταστροφική ενέργεια την οποία βέβαια δεν θα έχει καταλάβει λόγω της πάθησης ο περιθαλπόµενος. Οι ιµάντες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υφίστανται τόσο βαριά και µε υψηλού βαθµού επικινδυνότητα περιστατικά».
«Η Αρχή πιστεύει ότι οι πρακτικές που επιλέχθηκαν ξεκάθαρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές νοητικές αναπηρίες».
Ο Συνήγορος στην έκθεσή του σημείωσε ότι ο ψυχίατρος της Μονάδας είχε απαντήσει χωρίς να υποβάλει «ιατρικές γνωματεύσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ούτε επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την ανάγκη περιορισμού». Επισήμανε επίσης ότι «οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων στο πλαίσιο της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας δεν φαίνεται να δικαιολογούν τον σωματικό περιορισμό, με εξαίρεση τις ψυχιατρικές μονάδες για ενήλικες ασθενείς και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα ο περιορισμός σε κρεβάτια/περιβλήματα, θεωρείται ακατάλληλη ψυχιατρική πρακτική και συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση». Όσον αφορά την απόφαση να «χρησιμοποιηθούν μέσα "μηχανικού περιορισμού", όπως ιμάντες, η καταλληλότητά του αποφασίζεται κατά περίπτωση, τηρουμένων των αναλογιών, και χρησιμοποιείται σπάνια και μόνο όταν συνταγογραφείται από γιατρό (ή μετά από άμεση συμβουλή γιατρού κοινοποίηση και παραλαβή έγκρισης). Η προσφυγή σε αυτό θα πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση, ως έσχατη λύση και για την ελάχιστη αναγκαία διάρκεια, ενώ η μακροχρόνια χρήση του δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες και θεωρείται κατάχρηση με θεραπευτικούς όρους. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται από ελλείψεις προσωπικού, καθώς κάθε περίπτωση περιορισμού απαιτεί από ένα μέλος του προσωπικού να παρέχει άμεση προσωπική βοήθεια και συνεχή επίβλεψη, ενώ η ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνεχή φυσική παρουσία που απαιτείται. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοιο περιστατικό θα πρέπει να καταγράφεται σε ειδικό μητρώο και στον προσωπικό ιατρικό φάκελο του ασθενούς με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η ώρα έναρξης και λήξης του περιορισμού, το όνομα του γιατρού κ.λπ. μεθόδων ελέγχου του ασθενούς και να εκπαιδεύονται στις επιπτώσεις που έχει η πρακτική του σωματικού περιορισμού στον ασθενή».
Ο Συνήγορος κατέληξε ότι «οι πρακτικές που επιλέχθηκαν σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομιμότητας και παραβιάζουν σοβαρά το καθήκον σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κατοίκων με σοβαρές ψυχικές αναπηρίες».
Τον Νοέμβριο του 2014, φωτογραφίες από τα Λεχαινά διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο Τα ανάπηρα παιδιά κλεισμένα σε κλουβιά. Λίγες μέρες αργότερα, η Κατερίνα Παπακώστα, η οποία τότε είχε γίνει υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, επισκέφτηκε το ίδρυμα σε μια κίνηση που φαινόταν μάλλον αναγκαστική, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου.
Σε δηλώσεις της στα ΜΜΕ υποστήριξε ότι η Μονάδα δεν εμπίπτει στην ευθύνη της αλλά του Υπουργείου Πρόνοιας και ανέφερε: «Ήρθα και μόνη μου να δω, διότι αυτό που μου είπαν οι επιστήμονες, τα πάρκα, όπου μια μερίδα παιδιών για λόγους προστασίας δικής τους πρέπει να βρίσκονται, κάποιοι τα παρουσίασαν τελείως διαφορετικά. Ρώτησα τους επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και μου είπαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι γίνεται η προστασία των παιδιών, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Με διαβεβαιώνουν εδώ και ο εθελοντής γιατρός που βρίσκεται εδώ και τον ευχαριστώ θερμά και οι δικές μου υπηρεσίες ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να μπαίνουν και κάποια πράγματα στη θέση τους για να μην είναι σε βάρος και των ίδιων των παιδιών όλη αυτή η ιστορία. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα εδώ επ’ ωφελεία των παιδιών και για να ξέρουν οι ευαίσθητοι και οι ευάλωτοι πολίτες ότι είμαστε παρόντες να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους».
Τρία χρόνια μετά την έκθεση του Συνηγόρου που διαπίστωνε ότι οι συνθήκες στα Λεχαινά όχι μόνο παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με εξόχως βάναυσο τρόπο, αλλά ήταν και παράνομες, στο ίδρυμα δεν είχε αλλάξει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως, σαν να μην είχαν μεσολαβήσει εκθέσεις, αλληλογραφία, εγκύκλιοι, εντολές της Γενικής Γραμματείας κτλ, η νέα υφυπουργός αποφάσιζε να χαρίσει νομιμοποίηση στα κλουβιά αποκαλώντας τα «πάρκα», και να κρυφτεί πίσω από κάποιους υποτιθέμενους «ειδικούς» που γνωμοδοτούσαν ενάντια στον νόμο, στην ηθική και στις διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές πρακτικές.
Ένα χρόνο περίπου μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Παπακώστα, Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» διοργάνωσε συμβολική κατάληψη στις εγκαταστάσεις των Λεχαινών. Είχαν μεσολαβήσει οι διπλές εκλογές του 2015, το εξάμηνο της «διαπραγμάτευσης» και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορίστηκε η Θεανώ Φωτίου.
Η κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου 2015 και διήρκεσε τέσσερις ημέρες. «Είχαμε κάνει την έρευνά μας, παρατηρήσαμε τι είχαν κάνει οι συνάδελφοί μας με αναπηρία στο εξωτερικό», μας είπε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής και μέλος της «Μηδενικής Ανοχής». «Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει από τους ίδιους τους ανάπηρους. Βασίσαμε τις ενέργειές μας σε αυτό το προϋπάρχον μοντέλο. Είπαμε, "Πάμε να το κάνουμε αυτό, όπως όλοι οι άλλοι." Εμείς, που είμαστε απ' έξω, πρέπει να πάρουμε θέση για τις ζωές εκείνων που βρίσκονται μέσα. Τα ιδρύματα είναι εκεί που φυλάσσονται τα πιο ευάλωτα από τα ευάλωτα άτομα με αναπηρία, αυτά που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δεν έχουν κανέναν άλλον να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους, ούτε το προσωπικό που εργάζεται σε αυτόν τον τομέα ούτε τους γονείς τους, αν εξακολουθούν να είναι παρόντες».
«Φτάσαμε στα Λεχαινά την ώρα του φαγητού», είπε, «εννιά άτομα σε τέσσερα αυτοκίνητα, με δύο κάμερες. Θέλαμε να καταγράψουμε τι συνέβαινε και να αναδείξουμε εκείνα που η κοινωνία απορρίπτει, μεταφέροντάς τα σε ένα απομονωμένο κτίριο κάπου μακριά, κλείνοντας τα μάτια σε αυτές τις εικόνες. Θέλαμε να επισημάνουμε τη φρίκη στον πυρήνα της αναπηρίας, που δεν είναι άλλος από τη θεσμοθετημένη ζωή. Για εμάς τους ανάπηρους ακτιβιστές, δεν υπάρχει καλό ίδρυμα. Ακόμα κι αν τα Λεχαινά ήταν το Χίλτον, θα παρέμενε ένα ίδρυμα ασφαλούς τύπου που παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έχω δει ανθρώπους να συγκρατούνται με σχοινιά και σε άλλα ιδρύματα, όχι μόνο στα Λεχαινά. Παρόλα αυτά, τα Λεχαινά είναι μια μελέτη περίπτωσης στην αναπηρία. Όσο προετοιμασμένοι κι αν ήμασταν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους εφιάλτες μας…»
«Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη χημική καταστολή; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάνε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν είναι άξιοι να ζήσουν.»
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τέσσερα μέλη της Μηδενικής Ανοχής κατέθεσαν μήνυση στην Εισαγγελία Αμαλιάδας, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των ανάπηρων παιδιών και νέων που κρατούνται στο ίδρυμα.
«Μέχρι σήμερα, από το 2015, δεν έχουμε κληθεί να καταθέσουμε», μας είπε ο Ρέλλας. Μάλιστα, η Εισαγγελία αρχειοθέτησε την καταγγελία το 2016.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες» είπε ο Ρέλλας. «Ποιος διέταξε τον σωματικό περιορισμό; Ποιος διέταξε την παρατεταμένη καταστολή με χημικά; Το να μην λογοδοτεί κανείς είναι σαν να μας ζητάτε να αποδεχτούμε ότι οι κάτοικοι με αναπηρία δεν αξίζουν να ζήσουν και επομένως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες. Ο ΟΗΕ, που είδε το υλικό που συγκεντρώσαμε κατά τη διάρκεια της κατάληψης, λέει ότι αυτά είναι βασανιστήρια. Όπως και εμείς. Αυτό είδαμε. Βασανιστήρια είναι αυτά που είδαμε."
Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δημοσίευσε τις τελικές της παρατηρήσεις αφού εξέτασε την εφαρμογή από την Ελλάδα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο η χώρα μας έχει κυρώσει το 1997. Όσον αφορά την κατάσταση στα Λεχαινά, η Επιτροπή δήλωσε ότι το κράτος «θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάργηση της χρήσης κλειστών κρεβατιών καθήλωσης και της συστηματικής καταστολής σε ψυχιατρικά και συναφή ιδρύματα. Το κράτος θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο σύστημα παρακολούθησης και αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι καταχρήσεις διερευνώνται αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικά και παρέχεται αποκατάσταση στα θύματα και τις οικογένειές τους». Παρόμοιες συστάσεις είχαν γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, με συγκεκριμένη αναφορά στο ίδρυμα των Λεχαινών.
Στις 13 Νοεμβρίου 2015, λίγες μέρες μετά την κατάληψη που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, μια ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατέθεσε αναφορά στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην οποία σημείωνε: «Λόγω του γεγονότος ότι τα μακροχρόνια βασανιστήρια παιδιών έγιναν εν γνώσει όλων των αρχών, από το Υπουργείο μέχρι την τοπική εισαγγελία, ενώ η έκθεση της Επιτροπής του Υπουργείου (σ.σ.: ενν. η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές) επιβεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί πάγια πρακτική σε ψυχιατρικές μονάδες σε όλη τη χώρα, ζητείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει τη δικαστική διερεύνηση των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, δίνοντας εντολή σε εισαγγελέα στην Αθήνα προς τούτο και απαιτώντας από το Υπουργείο Εργασίας να σταματήσει αμέσως τη χρήση αυτών απάνθρωπες μεθόδους που ισοδυναμούν με βασανιστήρια».
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη για να αναζητήσει τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι τα παιδιά και οι νέοι με αναπηρία κρατούνταν καθηλωμένα με ιμάντες, έγκλειστα σε κλουβιά διαστάσεων 2 x 1 x 2, δεν τους αφήνουν να βγουν ούτε για μια ώρα, λάμβαναν τεράστιες ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων για ψυχιατρικές και άλλες ασθένειες — παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, από τα 78 άτομα που έχουν διαμείνει στη μονάδα Λεχαινών για χρόνια, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχιατρικές διαταραχές.
«Στην Ελλάδα σήμερα», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, «κανένα δικαστήριο δεν έχει τη νομική ικανότητα να επιβάλει τέτοια ποινή σε κανέναν. Πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί κάποιος να υποβληθεί ένα άτομο σε αυτόν τον εγκλεισμό και να μην ρωτήσει ποιος το διέταξε και γιατί; Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ποιοι από τους συναδέλφους μου έδωσαν οδηγίες να καθηλωθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος επέβαλε αυτή τη στέρηση των δικαιωμάτων τους;».
Λίγο μετά την κατάληψη από Μηδενική Ανοχή, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού υπέβαλε σχέδιο παρέμβασης στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν πλέον η Μονάδα Λεχαινών. Τον Μάρτιο του 2016, το Ινστιτούτο, μαζί με μέλη της Lumos, της βρετανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από τη συγγραφέα του Χάρι Πότερ J. K. Rowling για την προώθηση και την υποστήριξη της αποϊδρυματοποίησης, επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε στο Υπουργείο Εργασίας, αποφασίστηκε η χρηματοδότηση έκτακτης παρέμβασης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, από τη Lumos. Η ομάδα παρέμβασης θα απελευθέρωνε τους ασθενείς από τα δεσμά τους, θα επανεξέταζε τη χρήση φαρμάκων και θα τους προετοίμαζε μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν είτε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν ακόμη δυνατόν, είτε με άλλο τρόπο να μετακομίσουν σε μικρότερους ξενώνες, τις λεγόμενες ΣΥΔ (Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης), όπου οι επιπτώσεις από την ιδρυματοποίηση θα αμβλύνονταν. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ανέλαβε να διαμορφώσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης των ιδρυμάτων συνολικά, με απώτερο στόχο την αποϊδρυματοποίηση.
Η επείγουσα παρέμβαση ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Νικολαΐδη. Είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι μήνες, γιατί, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «μάλλον αισιόδοξα πιστεύαμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για να αναδιαρθρώσει ριζικά αυτές τις υπηρεσίες, να αναπτύξει νέες εγκαταστάσεις και να κλείσει οριστικά αυτό το ίδρυμα — πώς να μην το έκανε;».
«Δυστυχώς» μας είπε «το γεγονός είναι ότι μετά από πολλές πιέσεις, απλώς έδωσαν έγκριση για να υλοποιηθεί μια πρωτοβουλία άλλων ανθρώπων και φορέων, με τη χρηματοδότηση άλλων. Ένα πρόγραμμα που δεν απολάμβανε καμία δικαιοδοτική υποστήριξη έναντι της εν λόγω μονάδας, του προσωπικού της, του τρόπου λειτουργίας της. Η πολιτική ηγεσία απλώς είπε, "τέλεια, μπορείτε να πάτε στη Μονάδα και να κάνετε ό,τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο"».
Δύο καλοκαίρια αργότερα, το 2018, όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, η παρέμβαση διαρκούσε ακόμη. Ο Γιώργος Νικολαΐδης μόλις είχε μπει στο γραφείο του και βρισκόταν σε διαδικασία μεταφοράς βίντεο από το τηλέφωνό του στον υπολογιστή του. Μας κάλεσε να δούμε μέρος του υλικού.
Το πρώτο βίντεο είχε γυριστεί την ώρα που ο ξυλουργός της Μονάδας Λεχαινών ξήλωνε το κλουβί ενός εικοσάχρονου, στο οποίο περάσει πολλά χρόνια κλεισμένος. Η αρχική δυσπιστία του άντρα υποχωρεί, καθώς η χαρά και η ανακούφιση ξεσπούν σε ένα σχεδόν εκστατικό γέλιο. Η κάμερα γυρίζει πίσω στον ξυλουργό και σβήνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατά το τηλέφωνο του ψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο Νικολαΐδης κρατά ένα «μακαρόνι», τον σωλήνα αφρού που χρησιμοποιείται για να μάθουν κολύμπι τα μικρά παιδιά. Έχει περάσει το «μακαρόνι» κάτω από τη μέση ενός άλλου κατοίκου των Λεχαινών, τον έχει τεντώσει ανάσκελα και τον κουνάει απαλά από άκρη σε άκρη. Άλλο ένα ξέσπασμα χαράς ακούγεται, καθώς ένα πολύπαθο κορμί βρίσκει ανακούφιση στο νερό.
Παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν ελήφθη ποτέ επίσημα απόφαση για απαγόρευση νέων εισαγωγών.
Ο Αντώνης Ρέλλας αποφάσισε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων από την κατάληψη της Μηδενικής Ανοχής μέχρι το υποσχόμενο κλείσιμο του ιδρύματος όχι απλώς ως ακτιβιστής, αλλά ως σκηνοθέτης ενός ντοκιμαντέρ για τα Λεχαινά. Έχοντας επισκεφτεί τη Μονάδα πάνω από τριάντα φορές τα τελευταία χρόνια, εξήγησε: «Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς άλλαξαν οι συμπεριφορές. Το πώς οι κάτοικοι που συνάντησα για πρώτη φορά, οι οποίοι ήταν μη επικοινωνιακοί, με τα μάτια άδεια καθώς ήταν δεμένοι σε κρεβάτια ή κλειδωμένοι μέσα σε κλουβιά, χημικά κατεσταλμένοι σε σημείο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους, άρχισαν να ανθίζουν. Να τους δω να εγκαταλείπουν τα στενά όρια της κρεβατοκάμαρας και να μπαίνουν στην τραπεζαρία, να πηγαίνουν στον επάνω όροφο για μια δραστηριότητα, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Τους ακούσαμε να μιλούν, να λένε λόγια. Κάποιοι άρχισαν να εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα, "θέλω κομοδίνο", "θέλω τηλεχειριστήριο", "θέλω τα δικά μου ρούχα". Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για κάποιον που έχει απανθρωποποιηθεί εντελώς, που έχει μετατραπεί σε ζόμπι λαμβάνοντας "την προβλεπόμενη θεραπεία για το καλό του"».
«Έχω δει τους φόβους και τις αναστολές τους» συνέχισε. «Για αυτούς, η κανονικότητα ήταν το κρεβάτι, το κλουβί, οι ιμάντες. Ακόμα και αφού η ομάδα παρέμβασης αφαίρεσε τους περιορισμούς της, ξέρετε πώς κοιμόντουσαν τη νύχτα; Στη θέση ύπνου που κρατούσαν χρόνια. Για αυτούς, η πιο άνετη θέση ήταν η θέση του βασανισμού. Με άλλα λόγια, κάναμε τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα όταν βασανίζονται».
Ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της ιστορίας είναι ότι, παρά την παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας ότι πρέπει να σταματήσει η ιδρυματοποίηση και πιο συγκεκριμένα ότι πρέπει να κλείσει η Μονάδα Λεχαινών, δεν πάρθηκε ποτέ επίσημα απόφαση απαγόρευσης νέων εισαγωγών στο ίδρυμα.
Ο Ρέλλας θυμήθηκε ένα τέτοιο περιστατικό: «Μια γυναίκα ήρθε να αφήσει το παιδί της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και μια φίλη της. Το παιδί ήταν περίπου δώδεκα ετών και είχε υψηλή λειτουργικότητα. Προφανώς δεχόταν πίεση να εγκαταλείψει το παιδί με αναπηρία και να επικεντρωθεί στα "κανονικά" παιδιά της. Η μητέρα της ήταν ακόμη πιο ανένδοτη, λέγοντας ότι το μέρος φαινόταν υπέροχο και το παιδί θα περνούσε υπέροχα εκεί. Ο Νικολαΐδης πήρε τη μητέρα στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και μίλησαν. Της εξήγησε ότι σε έξι μήνες, το παιδί δεν θα ήταν πλέον στην ίδια κατάσταση. Έφυγε από το γραφείο του δακρυσμένη. Πήρε το παιδί της και έφυγε».
«Δεν ήταν το μόνο περιστατικό στο οποίο αποφεύχθηκε η εισαγωγή», εξήγησε ο Νικολαΐδης. «Είχαμε ζητήσει να απαγορευτούν οι εισαγωγές, όλοι συμφώνησαν, αλλά αυτή η συμφωνία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε νομική πράξη. Ερχόμουν στα Λεχαινά και μου έλεγαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δεχτεί νέο παιδί. Κάθε φορά έπρεπε να τρέχουμε να διορθώσουμε τα πράγματα κατόπιν εορτής. Θα συναντούσα τους γονείς, θα εξηγούσα τις συνέπειες μιας τέτοιας εισαγωγής, θα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η οικογένεια το ζητούσε αυτό. Συνήθως, υπήρχε πολύς κρυφός πόνος, η απόφαση να αφήσουν το παιδί τους σε κάποιο ίδρυμα δεν ήταν ξαφνική».
Η επείγουσα παρέμβαση που προοριζόταν να διαρκέσει έξι μήνες κατέληξε να διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις. Οι ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η επανεισαγωγή σε ανθρώπινες συνθήκες ατόμων που είχαν υποστεί ακραία και παρατεταμένη κακοποίηση, αναμενόταν να είναι πολύ δύσκολη, αλλά το έργο τους περιπλεκόταν συνεχώς από την αντίσταση που συναντούσαν.
«Αν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδέχονται πολύ πρόθυμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σε μία από τις επισκέψεις μας στη Μονάδα Λεχαινών, συναντήσαμε την Πάττυ Σωτηροπούλου, ειδική παιδαγωγό και μέλος της ομάδας επείγουσας επέμβασης. Καθώς γίνονταν οι συστάσεις, γίναμε μάρτυρες του εξής περιστατικού: ένας από τους κατοίκους της Μονάδας είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μετά από αυτοτραυματισμό στο μάτι του. Ο χειρουργός είχε συστήσει σαράντα πέντε ημέρες καθήλωσης στο κρεβάτι για την προστασία της πληγής. Η άφιξή μας στο κέντρο συνέπεσε με το τέλος του εγκλεισμού του και η ομάδα παρέμβασης ζητούσε από το προσωπικό να τον μεταφέρει σε κρεβάτι. Το προσωπικό αντιστάθηκε σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη επειδή ο κάτοικος είχε μασήσει το στρώμα του… πριν από δέκα χρόνια!
«Μια μέρα, μέλη της ομάδας έβγαλαν μια κοπέλα έξω για μια βόλτα στην αυλή», μας είπε εξοργισμένη η Σωτηροπούλου. «Η κοπέλα έπεσε κάτω και χρειάστηκε δύο ράμματα στο πηγούνι της. Όχι μόνο το προσωπικό αντέδρασε υπερβολικά λόγω του φόβου του για απόδοση ευθυνών, αλλά ο γιατρός που έβαλε τα ράμματα έδωσε επίσης οδηγίες να την κρατήσουν μέσα σε ένα κλουβί για δέκα ημέρες. Δεκαήμερος περιορισμός για δύο ράμματα! Και όταν επισημαίνεις τον παραλογισμό, απλά σου λένε: "εντολή γιατρού"».
Η Σωτηροπούλου είπε ότι είχε εξαντληθεί από τη συνεχή μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. «Καμία κουλτούρα δεν έχει καλλιεργηθεί» μας είπε «ότι είναι απαράδεκτο να κρατάμε παιδιά μέσα σε κλουβιά σε ένα ίδρυμα. Εάν βλέπαμε στις ειδήσεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη μέσα σε ένα κλουβί, η αντίδραση θα ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση των παιδιών με αναπηρία, τόσο το ίδιο το σύστημα όσο και, δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δέχεται με μεγάλη προθυμία ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική", ότι "οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να περιορίζονται σωματικά, επομένως πρέπει να έχουν δίκιο" και "δόξα τω Θεώ υπάρχει ένα ίδρυμα για να τους στεγάσει"».
Η μάχη για θέματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, όπως είπε η Σωτηροπούλου, μαινόταν στη Μονάδα Λεχαινών ακόμα κι όταν οι προτεινόμενες αλλαγές είχαν σκοπό να ωφελήσουν και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης», μας είπε η Σωτηροπούλου, «εκπαιδεύσαμε το προσωπικό στη χρήση ενός μικρού γερανού για να σηκώνει ανθρώπους από το κρεβάτι. Είναι απαραίτητο οι κάτοικοι να αλλάζουν θέση. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σπουδαίο, αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του να περνάς είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα περιορισμένος σε ένα κρεβάτι και να σηκώνεσαι, τόσο σωματικά όσο και από την άποψη της λήψης κάποιων ερεθισμάτων. Τελικά, μόνο η ομάδα μας και οι εθελοντές χρησιμοποιούν τον γερανό».
«Είναι ένα μικρό παράδειγμα της αντίστασης εδώ», είπε. «Έχεις έναν στόχο, να σηκώσεις τους ανθρώπους από το κρεβάτι. Και δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τους δίνεις ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει και τους φροντιστές. Και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση ότι απλώς να αλλάζεις τα σεντόνια και τις πάνες τόσο πολλών ανθρώπων είναι εξαιρετικά επιβαρρυντικό σωματικά. Κι όμως, δεν θα το χρησιμοποιήσουν. Άρα, από τη μια πλευρά, βλέπεις μια αντίσταση στην αλλαγή, ακόμα και όταν η αλλαγή είναι ευεργετική για αυτούς, και από την άλλη, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του να σηκώνονται οι άνθρωποι από το κρεβάτι».
Τον Δεκέμβριο του 2017, η ελληνική υβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ από το υπερπλεόνασμα που θα μοιραστεί μεταξύ της αποϊδρυματοποίησης της Μονάδας Λεχαινών και του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει αναλυτικό σχέδιο στο άμεσο μέλλον, καθορίζοντας τη διαδικασία μετάβασης, τις εγκαταστάσεις που θα αναπτυχθούν, το χρονοδιάγραμμα κλπ.
«Παρεμπιπτόντως», μας είπε ο Νικολαΐδης, «να αναφέρω ότι είχαμε ήδη εκπονήσει ένα τέτοιο λεπτομερές σχέδιο και το είχαμε υποβάλει στην κυβέρνηση, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλους φορείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το είχαμε συζητήσει και με το μόνιμο προσωπικό της Μονάδας. Δεν λέω ότι αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πρέπει να υιοθετηθεί ως το τελικό λεπτομερές σχέδιο. Απλώς λέω ότι η δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πιο αποκαρδιωτική πτυχή είναι ότι αυτή τη φορά τα κεφάλαια υπήρχαν, οπότε δεν ήταν αυτό το εμπόδιο».
«Έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η επείγουσα παρέμβαση έληξε τον Φεβρουάριο του 2019. Όταν ρωτήσαμε τον Νικολαΐδη γιατί το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δεν συνέχισε την παρέμβαση, καθώς και γιατί δεν ανανεώθηκε η συνεργασία του Ινστιτούτου με τη Lumos, απάντησε: «Επειδή τον Φεβρουάριο του 2019, οι εκπρόσωποι της Lumos που επισκέφθηκαν την Ελλάδα συναντήθηκαν με την υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου και ενημερώθηκαν ότι για όσο διάστημα συνεργάζονταν μαζί μας αποκλείεται οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι η Lumos διέκοψε τη συνεργασία της μαζί μας και άρχισε να συνεργάζεται με τη Παιδικά Χωριά SOS, όπως τους συστήθηκε».
Συνεχίσαμε να ρωτάμε γιατί κατά τη γνώμη του Νικολαΐδη η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού της, θα το έκανε αυτό.
«Νομίζω», μας είπε ο Νικολαΐδης, «είναι επειδή συνεχίζαμε να τονίζουμε την ανάγκη να κλείσει η μονάδα και να πιέζουμε για μια σειρά πραγματικών ενεργειών, όχι δημοσίων σχέσεων, που να οδηγήσουν στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και αποϊδρυματοποίηση των κατοίκων. Η κυρία Φωτίου μάλλον είχε αποφασίσει ότι ήθελε φαινομενικές και όχι αληθινές πράξεις. Το χρονοδιάγραμμα συνέπεσε και με την ολοκλήρωση μιας φάσης των δράσεών μας στα Λεχαινά, με τη σταδιακή και προοδευτική μεταφορά όλων των κατοίκων εκτός εγκλεισμού, είτε πρόκειται για κλουβιά, είτε για ιμάντες ή για οποιαδήποτε άλλη εφευρετική μέθοδο που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα. Το καθήκον μας ήταν να παρέχουμε προσωρινή βοήθεια έκτακτης ανάγκης με στόχο την κατάργηση της καθήλωσης, εν αναμονή της εφαρμογής ενός προγράμματος αποϊδρυματοποίησης. Έχοντας ολοκληρώσει αυτό το έργο, έχοντας καταρτίσει ένα σχέδιο αποϊδρυματοποίησης και έχοντας εξασφαλίσει έναν προϋπολογισμό για αυτόν τον σκοπό, και βλέποντας ότι δεν γινόταν κανένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είχαμε σκοπό να παραμείνουμε στα Λεχαινά για να είμαστε η στολισμένη βιτρίνα που κρύβει τη διαιώνιση της ιδρυματοποίησης».
Η πρώην υπουργός δεν σχολίασε αυτές τις δηλώσεις του Νικολαΐδη, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας. Η Lumos επίσης δεν απάντησε στο αίτημά μας για σχολιασμό. Τα Παιδικά Χωριά SOS, τα οποία υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τη Lumos τον Μάιο του 2019, απάντησαν ότι «μετά από αίτημα της Lumos και του Υπουργείου, συμφωνήσαμε να γίνουμε ο οργανισμός αρμόδιος για τη διανομή μισθών στο προσωπικό που προσλήφθηκε για τρεις μήνες, χωρίς να συμμετέχουμε με κανέναν τρόπο στην επιστημονική εργασία, ή στην παρατήρηση της υλοποίησής της επί τόπου».
Τον Ιούνιο του 2019 προσελήφθη προσωπικό για τη στελέχωση της ομάδας δράσης που θα υλοποιούσε ένα τριετές πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης με δωδεκάμηνες συμβάσεις. Επιλεγμένα με διαγωνισμό, τα μέλη της ομάδας δεν είχαν εργασιακή εμπειρία σε θέματα αποϊδρυματοποίησης. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προσωπικού του ιδρύματος, που επανέλαβε για άλλη μια φορά το μακροχρόνιο αίτημά του για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Ενώ στα Λεχαινά ο καιρός σταματούσε ξανά, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δέχτηκε αυξανόμενες πιέσεις να υποβάλει μια μακροπρόθεσμη γενική πρόταση στρατηγικής αποϊδρυματοποίησης, η οποία ήταν υποχρέωση βάσει των όρων της χρηματοδότησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα έπρεπε στην πραγματικότητα να έχει υποβληθεί από το 2014. Το Υπουργείο ζήτησε συνδρομή από την EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), μια ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
Όταν, τον Μάρτιο του 2020, μας παραχώρησε συνέντευξη η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, υπεραμύνθηκε του έργου της κυβέρνησής της εστιάζοντας στη νομοθεσία του 2018 και του 2019, βάσει της οποίας ο πληθυσμός των ιδρυμάτων θα καταγραφόταν σε ένα Εθνικό Μητρώο και, ταυτόχρονα, θα μεταρρυθμιζόταν το σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών.
Κατά γενική ομολογία της επιστημονικής κοινότητας, οι νόμοι αυτοί ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, καθότι συν τοις άλλοις ένα σωστό σύστημα αναδοχής είναι προϋπόθεση για την αποϊδρυματοποίηση. Πρακτικά, ωστόσο, η εφαρμογή των νόμων καθυστερούσε, ώσπου, τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία και η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στην κυβέρνηση.
Η Φωτίου υποστήριξε ότι η EASPD παρείχε μόνο «τεχνική βοήθεια» και ότι «την εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση την κάναμε εμείς in house στο Υπουργείο». «Τη στείλαμε εμείς στην ESPD σαν πρόταση ολοκληρωμένη για να την επεξεργαστεί» μάς είπε «και με τον τρόπο που εκφράζονται εν πάση περιπτώσει αυτές οι στρατηγικές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μπορέσουν να είναι και πιο εύκολες οι χρηματοδοτήσεις και τα λοιπά».
Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός υποστήριξε, επίσης, ότι είχε δώσει αυτό το σχέδιο στη νέα υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και εξέφρασε την ανησυχία της ότι η νέα κυβέρνηση θα το «πετάξει στα σκουπίδια».
Η Στρατηγική για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, όπως τη διαμόρφωσε η EASPD, με χρηματοδότηση 200.000 ευρώ από την Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, με πρόλογο της Δόμνας Μιχαηλίδου.
Σε πείσμα των ανησυχιών της Φωτίου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στους τομείς του Εθνικού Μητρώου και της αναδοχής/παιδοθεσίας. Η πρόοδος των αναδοχών/παιδοθεσιών ήταν και το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο η νέα υφυπουργός προσέγγισε το ζητούμενο της αποϊδρυματοποίησης, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριο του 2021. Τόνισε ότι επιτέλους καταμετρήθηκαν τα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και υποστήριξε, λίγο-πολύ στο πνεύμα της προκατόχου της, ότι η λύση για την αποϊδρυματοποίηση είναι ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχής και παιδοθεσίας και ότι αυτό ήδη μείωνε τον πληθυσμό των ιδρυμάτων.
Όταν ρωτήσαμε ευθέως πόσα άτομα έχουν φύγει από τα Λεχαινά, η Μιχαηλίδου απάντησε επίσης ευθέως: «Κανένα. Δεν έχει φύγει κανένα».
Μας ενημέρωσε, ωστόσο, ότι το μερίδιο των Λεχαινών από τα 15 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από το υπερπλεόνασμα ήταν «κλειδωμένο» και στη διάθεση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο είχε ήδη βρει δύο κτήρια που θα μετατρέψει σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για τη μετεγκατάσταση κάποιων από τους έγκλειστους του ιδρύματος. Παράλληλα, είχαν εγκριθεί 35 θέσεις προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Πιθανώς, κάπου στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση που δόθηκε στους κατοίκους των Λεχαινών μέσω της επείγουσας παρέμβασης, ότι μπορεί να έχουν μια ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον ιδρυματικό εγκλεισμό, μπορεί τελικά να εκπληρωθεί. Για την ώρα, όμως, έπρεπε να περιμένουν — και πάλι.
Όταν ρωτήσαμε τον Αντώνη Ρέλλα τι ήλπιζε ότι θα συμβεί, όταν το 2016 ξεκινούσε τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ του στα Λεχαινά, μάς απάντησε: «Ήλπιζα ότι το τελικό καρέ θα ήταν το κλείσιμο των Λεχαινών. Νιώθω απογοήτευση. Μετά, ήλπιζα ότι η ανακοίνωση του σχεδίου αποϊδρυματοποίησης θα ήταν το σημείο καμπής, ότι επιτέλους έφτασε η στιγμή. Ότι θα ξεκινούσε από τα Λεχαινά και θα πυροδοτούσε την επιθυμία να γίνει το ίδιο παντού. Ότι όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και ότι κανένα απροστάτευτο παιδί δεν θα έπρεπε να το ξαναπεράσει αυτό. Ότι ακόμη και η παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο θα ήταν βραχυπρόθεσμη και θα μεταφερόταν γρήγορα στην ανάδοχη φροντίδα. Ότι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν στη βιολογική οικογένεια να φροντίζει το παιδί με τη βοήθεια ενός κράτους πρόνοιας. Ότι κάποιος θα εξηγούσε ότι το να έχεις ένα παιδί με αναπηρία δεν είναι το τέλος του κόσμου».
«Για εμάς», μάς είπε ο Ρέλλας, «οι κάτοικοι των Λεχαινών έχουν πρόσωπο, όνομα, ιστορία. Τους γνωρίσαμε. γίναμε φίλοι. Νιώθω λυπημένος γιατί δεν προλάβαμε να τους δούμε ζωντανά σε διαφορετικές συνθήκες. Τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών για να συμβεί αυτό και, δυστυχώς, δεν κινητοποιείται. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το κοινωνικό σύνολο αν απελευθερώναμε τα άτομα με αναπηρία από τα ιδρύματα».
Τον Νοέμβριο του 2022 ακολουθήσαμε ξανά τα μέλη της Μηδενικής Ανοχής στα Λεχαινά. Διαπιστώσαμε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του ενδιάμεσου προγράμματος, από τις πέντε στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης που είχαν προβλεφθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων, είχαν πρόσφατα τεθεί σε λειτουργία μόλις οι δύο.
[post_title] => Η κόλαση ως ίδρυμα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => i-kolasi-osidryma [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-28 13:50:19 [post_modified_gmt] => 2023-10-28 10:50:19 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6730 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [4] => WP_Post Object ( [ID] => 6630 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 10:27:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00 [post_content] =>
Την άνοιξη του 2011, η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο: στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, επικεφαλής της Διεύθυνσης. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στον συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στον «συντομότερο δυνατό χρόνο» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποια βάση. Όταν διαπίστωσαν ότι είχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστο αποδεικτικό υλικό».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από τη φημισμένη Κρήνη Ριμόντι, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν είχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θεμελή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν ο Γιώργος Νικολαΐδης έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, την οποία δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η Μονάδα Συνολικής Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». (Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.)
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε "δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να τα προπονούμε και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε". Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι εφικτό να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια διαβούλευση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος του Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Στον λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο κατά τον χρόνο της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, το οποίο υπάγεται στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο διευθυντής του, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθυμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν "όχι, είμαι από αλλού", υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό σε επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια για ιατροπαιδαγωγικό κέντρο. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2019 ως Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Υπάγεται και αυτό στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του. Στις 20 Ιουνίου 2023, ο Σειραγάκης συνελήφθη εκ νέου, μετά από εισαγγελική παραγγελία.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-23 13:18:32 [post_modified_gmt] => 2023-06-23 10:18:32 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [5] => WP_Post Object ( [ID] => 7351 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-10-10 13:03:03 [post_date_gmt] => 2023-10-10 10:03:03 [post_content] => [post_title] => Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sexoualiki-kakopoiisi-doc [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-11 11:17:09 [post_modified_gmt] => 2023-10-11 08:17:09 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7351 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [6] => WP_Post Object ( [ID] => 7422 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-10-13 13:03:03 [post_date_gmt] => 2023-10-13 10:03:03 [post_content] => [post_title] => Τα κρυμμένα παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sexoualiki-kakopoiisi-doc-2 [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-21 18:21:53 [post_modified_gmt] => 2023-10-21 15:21:53 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/children-and-state/sexoualiki-kakopoiisi-doc-2/ [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [7] => WP_Post Object ( [ID] => 6409 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-07-24 18:12:00 [post_date_gmt] => 2020-07-24 15:12:00 [post_content] =>Η καραντίνα εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 υπήρξε δύσκολη για όλους. Τι μπορεί όμως να σήμανε για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν συνθήκες κακοποίησης ή παραμέλησης; Σε μια χώρα όπου το σύστημα παιδικής προστασίας είναι ούτως ή άλλως ελλιπές, υποστελεχωμένο και ανοργάνωτο, πώς μπορεί να επηρέασε ο εγκλεισμός τα παιδιά που δεν είχαν δυνατότητα επαφής με κανέναν άλλο παρά μόνο με αυτούς που τα κακοποιούν; Πώς αντέδρασαν οι υπηρεσίες της πολιτείας σε μια τόσο επιβαρυντική περίοδο για τα παιδιά; Έστω αφότου έληξε η καραντίνα, εφαρμόστηκαν κάποια μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού; Υπάρχει κάποιο σχέδιο σε περίπτωση που μια αύξηση κρουσμάτων οδηγήσει εκ νέου σε καραντίνα το επόμενο διάστημα;
Αναζητήσαμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσω πέντε διαδικτυακών συνεντεύξεων με ειδικούς της παιδικής προστασίας, οι οποίες μεταδόθηκαν ζωντανά, από τις 16 ως τις 23 Ιουλίου,στη σελίδα του Τhe Manifold στο Facebook.
Η Θεώνη Κουφονικολάκου είναι Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώματα του παιδιού.
Ο Αντώνης Ρέλλας είναι κινηματογραφικός και θεατρικός σκηνοθέτης, ανάπηρος ακτιβιστής με την Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, μέλος και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote.
Η Τριανταφυλλιά Αθανασίου είναι κοινωνική λειτουργός, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας.
Ο Στέφανος Αλεβίζος είναι ψυχολόγος στη ΜΚΟ «Το Χαμόγελο του Παιδιού».
Η σειρά συνεντεύξεων Τα παιδιά στην καραντίνα πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση του European Journalism Covid-19 Support Fund και την υποστήριξη του Reporters United.
Την άνοιξη του 2011, η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο: στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, επικεφαλής της Διεύθυνσης. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στον συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στον «συντομότερο δυνατό χρόνο» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποια βάση. Όταν διαπίστωσαν ότι είχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστο αποδεικτικό υλικό».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από τη φημισμένη Κρήνη Ριμόντι, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν είχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θεμελή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν ο Γιώργος Νικολαΐδης έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, την οποία δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η Μονάδα Συνολικής Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». (Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.)
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε "δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να τα προπονούμε και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε". Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι εφικτό να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια διαβούλευση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος του Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Στον λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο κατά τον χρόνο της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, το οποίο υπάγεται στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο διευθυντής του, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθυμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν "όχι, είμαι από αλλού", υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό σε επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια για ιατροπαιδαγωγικό κέντρο. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2019 ως Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Υπάγεται και αυτό στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του. Στις 20 Ιουνίου 2023, ο Σειραγάκης συνελήφθη εκ νέου, μετά από εισαγγελική παραγγελία.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-23 13:18:32 [post_modified_gmt] => 2023-06-23 10:18:32 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει δει αρκετές βαναυσότητες, αλλά λίγες από αυτές έχουν συζητηθεί τόσο λίγο όσο οι τρόποι με τους οποίους το κράτος έχει παραμελήσει, κακομεταχειριστεί και κακοποιήσει τα παιδιά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ένα οιονεί προνοιακό σύστημα τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά υπό την ελληνική βασιλική οικογένεια, μέχρι την εθνικοποίηση της πρόνοιας από τη δεκαετία του 1970 και μετά, τα παιδιά απασχολούσαν το κράτος είτε ως εργαλεία στο πολιτικό παιχνίδι είτε ως δυνητικοί ή πραγματικοί εγκληματίες — συχνά και τα δύο. Αυτή η χρόνια υπονόμευση των δικαιωμάτων των παιδιών καθόρισε τις περισσότερες πτυχές του δημόσιου προνοιακού τομέα και τα ίχνη της είναι ορατά ως και σήμερα. Για την ακρίβεια, οι ιστορικές πρακτικές που έχουν διαμορφώσει τη στάση των ελληνικών αρχών απέναντι στους ανηλίκους δεν μπορεί παρά να αποτελούν μέρος της εξήγησης για την διασπασμένη, αναποτελεσματική και συχνά κακοποιητική κατάσταση του σύγχρονου ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας.
Η ιδρυματοποίηση των παιδιών θεσπίστηκε πολύ σύντομα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με τον Δήμο Αθηναίων να λειτουργεί από το 1838 ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλελειμμένα βρέφη. Καθώς ήδη υπήρχε ένα ανεπίσημο «σύστημα αναδοχής», όπου ανάδοχες οικογένειες λάμβαναν πενιχρές αμοιβές για να φιλοξενούν εγκαταλελειμμένα παιδιά, η ιδρυματοποίηση θεωρήθηκε εν μέρει ως λύση για την κακοποίηση και την παραμέληση που ενδημούσε σε αυτό το ανεξέλεγκτο πλαίσιο.
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε από τον δήμαρχο της πόλης το 1859 και τέθηκε υπό την αιγίδα της βασιλικής οικογένειας τη δεκαετία του 1870. Σύμφωνα με δικά του στοιχεία, από την ίδρυσή του ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, φιλοξένησε πάνω από 50.000 παιδιά. Κατά τη διάρκεια της ακμής του, φιλοξενούσε περίπου 600 ταυτόχρονα. Όπως γράφουν η Μαρία Αθανασοπούλου και η Μαριάννα Δρακοπούλου, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής καταγραφής παιδικών παθήσεων και στατιστικής μελέτης της βρεφικής θνησιμότητας. ((Βλ. Μαρία Αθανασοπούλου, Μαριάννα Δρακοπούλου, Ιστορική αναφορά εγκαταλελειμμένων νηπίων στην Ελλάδα (Ιστορική ανάδρομη για τα εκθέματα στην Ελλάδα), Το Βήμα του Ασκληπιού, τόμος 9, τεύχος 1, Ιαν-Μάρτιος 2010, διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ.))
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο εισήγαγε επίσης τη «βρεφοδόχο», ή βρεφική θυρίδα, όπου κάποιος ή κάποια μπορούσε να εγκαταλείψει ένα μωρό ανώνυμα. Εξωτερικά, πάνω στη βρεφοδόχο υπήρχε μια επιγραφή από τον Ψαλμό 27: «ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με» («διότι ενώ ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν, ο Κύριος με ανέλαβε»).
Επίσης με πρωτοβουλία της βασιλικής οικογένειας ιδρύθηκε το 1914 ο «Πατριωτικός Σύλλογος Ελληνίδων», ο οποίος είχε αρχική αποστολή την περίθαλψη των απόρων οικογενειών των οποίων οι προστάτες υπηρετούσαν στον στρατό, αλλά μετά τη δεκαετία του 1920 σταδιακά μετατοπίστηκε στη στέγαση ορφανών και εκτοπισμένων παιδιών. Το 1939, μετά από διάφορες νομοθετικές μεταβολές και ενδιάμεσες ονομασίες, μετονομάστηκε σε Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, το γνωστό ΠΙΚΠΑ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακόμη και οι λίγες προοδευτικές ιδέες για την κυβέρνηση και τη νομοθεσία που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου είχαν εξαφανιστεί — πρώτα από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μετά από τον πόλεμο και την κατοχή. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος, στη συνέχεια δύο δεκαετίες «ασθενούς δημοκρατίας» και στρατιωτικής δικτατορίας, μέχρι που μια ταραχώδης επιστροφή στη δημοκρατική πολιτική οδήγησε τελικά στη σταθερότητα και τη σχετική ενίσχυση των δημόσιων θεσμών. Μόνο τότε, κοντά στο τέλος μιας περιόδου εβδομήντα ετών, εμφανίστηκε μια πολιτική συναίνεση ότι το κράτος έπρεπε να παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας για τα παιδιά που είτε είχαν παραβιάσει τον νόμο είτε είχαν παραμεληθεί ή κακοποιηθεί.
Αν και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ήταν με την αυστηρή έννοια φασιστικό, και ο ίδιος ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς προσωπικά επηρεάστηκε περισσότερο από τον πορτογάλο δικτάτορα Αντόνιο Σαλαζάρ, είχε κοινά χαρακτηριστικά με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης της νεολαίας. Το 1936, ο Μεταξάς δημιούργησε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας ή ΕΟΝ, την ελληνική εκδοχή της Gioventù Italiana del Littorio και της Hitlerjugend, που προσπαθούσε να διαμορφώσει τους ανηλίκους σε μελλοντικούς υποστηρικτές — αν όχι σε λειτουργούς — του καθεστώτος.
Όπως συνέβαινε και με κάθε άλλη φασιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη, οι πολιτικές επιλογές του Μεταξά προσπαθούσαν συχνά να αντιμετωπίσουν τις φωνές που πίεζαν για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, εμπνευσμένες από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που είχε ανθίσει στις αρχές του αιώνα. Στο βιβλίο της «Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, η Έφη Αβδελά, καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έχει γράψει για μια σειρά προοδευτικών κοινωνιολόγων, νομικών θεωρητικών, φεμινιστών και σοσιαλιστών στον Μεσοπόλεμο, που υποστήριξαν μεταξύ άλλων την καθιέρωση πρόνοιας αντί κυρώσεων για τους ανηλίκους. Σύμφωνα με την αφήγηση της Αβδελά, διάλογος περί «ποινικοποίησης εναντίον πρόνοιας» θα συνεχιζόταν για δεκαετίες μετά τον πόλεμο, αν και η ζυγαριά πάντα έγερνε βαριά προς την πρώτη.((«Νέοι εν κινδύνω»: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, εκδόσεις Πόλις, 2013))
Ως και την πτώση της χούντας, το 1974, όταν οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί σταδιακά θα φιλελευθεροποιούνταν, οι Επιμελητές Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων θα διαχειρίζονταν κάθε είδους «ηθικούς πανικούς»...
Δύο νόμοι της κυβέρνησης Μεταξά θα παγίωναν την ιδέα ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες (με όλες τις συνέπειες που συνεπαγόταν αυτή η λέξη εκείνη την εποχή) που χρειαζόταν να αναμορφωθούν, αντί για πιο προοδευτικές προσεγγίσεις για το προνοιακό σύστημα. Τον Δεκέμβριο του 1939, με νόμο θεσπίστηκαν οι δικαστές και οι εισαγγελείς ανηλίκων. Έναν χρόνο αργότερα, αφότου η Ελλάδα είχε μπει στον πόλεμο κατά του Άξονα, νομοθετήθηκε ένα συνοπτικό σχέδιο για τη λειτουργία των αναμορφωτικών θεσμών, εισάγοντας δύο νέες οντότητες που υπάγονταν στον εισαγγελέα: τον επιμελητή ανηλίκων και τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων. Και οι δύο υπηρεσίες επιφορτίστηκαν κυρίως με την καθοδήγηση των ανηλίκων μέσα στο σύστημα της δικαιοσύνης, είτε αυτό σήμαινε τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας για το παρελθόν του ανήλικου είτε την παροχή υποστήριξης στον ανήλικο που αντιμετώπιζε το δικαστικό σύστημα. Στελεχώθηκαν κυρίως από εθελοντές.
Έναν μήνα μετά την ψήφιση του νόμου του 1940, με την Ελλάδα στα πρόθυρα της κατοχής του Άξονα, ο Μεταξάς πέθανε. Αλλά οι συντηρητικές αντιλήψεις για την νεανική εγκληματικότητα αποκρυσταλλώθηκαν στους νόμους του και οι νεοϊδρυθείσες υπηρεσίες άρχισαν να εργάζονται με ανηλίκους, αν και οι πρακτικές τους τροποποιήθηκαν για να αντιμετωπίσουν επίσης την ανθρωπιστική κρίση που προκλήθηκε από την κατοχή. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Αβδελά, 4.600 ανήλικοι πέρασαν από το σύστημα δικαιοσύνης μόνο το 1941, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας των εθελοντών επικεντρώθηκε στη συλλογή και διανομή τροφίμων και ρουχισμού.
Από το 1947 και μετά, ορισμένες Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων άρχισαν να λειτουργούν τα δικά τους ιδρύματα, τα οποία παρείχαν ένα προσωρινό καταφύγιο για αποκατάσταση μεταξύ της στιγμής που ένας ανήλικος αποφυλακιζόταν από ένα κέντρο αναμόρφωσης και του χρόνου που επέστρεφε ελεύθερος στην κοινωνία. Ως και την πτώση της χούντας, το 1974, όταν οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί σταδιακά θα φιλελευθεροποιούνταν, οι Επιμελητές Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων θα διαχειρίζονταν κάθε είδους «ηθικούς πανικούς» που επικεντρώνονταν στις νεανικές κουλτούρες: τεντιμποϊσμός, ροκ εν ρολ, σεξουαλική απελευθέρωση και αριστερισμός — όλα καταχωρήθηκαν στην κατηγορία «αντικοινωνική συμπεριφορά».
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το θέμα της παιδικής προστασίας πήρε μια πιο σκοτεινή τροπή και για τις δύο ανταγωνιστικές πλευρές και τα πραγματικά γεγονότα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και διαξιφισμών μέχρι σήμερα. Το 1947, οι ΗΠΑ άρχισαν να παρέχουν στρατιωτική, τεχνική και οικονομική βοήθεια στην ελληνική κυβέρνηση και τον Εθνικό Στρατό της κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που είχε συσταθεί από το ΚΚΕ και πρώην αντάρτες της αντίστασης. Το μέγεθος της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε τώρα να εξαπολύσει αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών των ανταρτών, οι οποίες περιέλαβαν και την πρώτη τεκμηριωμένη χρήση βομβών ναπάλμ.
Από το 1948, όταν η ζυγαριά του πολέμου άρχισε να γέρνει υπέρ της κυβέρνησης, οι αντάρτες άρχισαν να μεταφέρουν παιδιά μακριά από τις ζώνες συγκρούσεων της βόρειας Ελλάδας που βομβαρδίζονταν, σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Οι φιλοκυβερνητικές φωνές το ονόμασαν αυτό «παιδομάζωμα». Φωνές υποστηρικτικές προς τον Δημοκρατικού Στρατό, με τη σειρά τους, αντέδρασαν αποκαλώντας την πρακτική «παιδοσώσιμο» ή «σωτηρία». Μέχρι σήμερα, αριστεροί και προοδευτικοί ιστορικοί αντιδικούν με δεξιούς και συντηρητικούς για το αν επρόκειτο για ανθρωπιστική επιχείρηση ή για στρατολόγηση.
Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Παύλος Α' είχε ανέβει στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας και η σύζυγός του, Φρειδερίκη του Ανοβέρου, είχε γίνει βασίλισσα. Η βασιλική οικογένεια είχε θέσει υπό την αιγίδα της κάθε είδους φιλανθρωπικές εταιρείες της υψηλής κοινωνίας από τον 19ο αιώνα, μεταξύ των οποίων αρκετές αφιερωμένες στα παιδιά, με ιδιαίτερη έμφαση στην νεανική παραβατικότητα.
Η Φρειδερίκη συνδύασε την παράδοση της βασιλικής οικογένειας στη φιλανθρωπία με τη δική της κλίση στην πολιτική και ξεκίνησε μια επιχείρηση παράλληλη με το καλούμενο «παιδομάζωμα» των ανταρτών, την οποία η κυβέρνηση αποκάλεσε «παιδοφύλαγμα», απομακρύνοντας παιδιά από τις ζώνες συγκρούσεων και τοποθετώντας τα σε ειδικά ιδρύματα που ονομάστηκαν «Παιδοπόλεις».
Αυτή η επιχείρηση, που θεσπίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα το 1947, ονομάστηκε «Έρανος “Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος” υπό την Υψηλήν Προστασίαν της Αυτής Μεγαλειότητος, της Βασιλίσσης», αν και όλοι θα την αναφέρουν απλώς ως «Έρανο», ή μετά το 1955 ως Βασιλική Πρόνοια. Πραγματοποιήθηκε από τον Εθνικό Στρατό. Πενήντα τρεις τέτοιες Παιδοπόλεις άνοιξαν σε όλη την Ελλάδα, όλες με παρόμοιο μοντέλο: αυστηρή ανατροφή και καθημερινό στρατιωτικό πρόγραμμα που θα ενέπνεε «σωστές αξίες» στα παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της νεότητάς της στο Ανόβερο, η Φρειδερίκη ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας και στην Ελλάδα θεωρούνταν συμπαθούσα προς το ναζιστικό καθεστώς (καθώς και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Στο βιβλίο του για τα παιδιά του εμφυλίου, ο ιστορικός Λουκιανός Χασιώτης υποστηρίζει ότι ο Έρανος διαμορφώθηκε τουλάχιστον εν μέρει στο πρότυπο της Auxilio Social, της προνοιακής οργάνωσης του καθεστώτος Φράνκο στην Ισπανία, που είχε αναλάβει την περίθαλψη και την «αναμόρφωση» των παιδιών των ηττημένων Δημοκρατικών.((Λουκιανός Χασιώτης, Τα Παιδιά του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2013))
Ο Έρανος μπορεί να ήταν προσωπικό έργο της Φρειδερίκης, αλλά η χρηματοδότησή του ήταν δημόσια. Η Βασιλική Πρόνοια χρηματοδοτήθηκε από ειδικούς φόρους εισαγωγής, δασμούς στα τσιγάρα, ποσοστά εισιτηρίων κινηματογράφου, μέρος των μισθών των εργαζομένων και άλλα μέτρα.
Δεδομένου ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος αναγνωρίζεται πλέον ευρέως ως το πρώτο επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η σύγκρουση για τα παιδιά διαδραματίστηκε επίσης σε διεθνές επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση χαρακτήρισε την απομάκρυνση των παιδιών από τις ζώνες συγκρούσεων από τους αντάρτες ως «γενοκτονία», μια θέση που έγινε αποδεκτή από την Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB) στην έκθεσή της του 1948. Η ιδέα προωθήθηκε και από αξιωματούχους με εξέχουσες θέσεις στη διεθνή σκηνή, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών είχε επιφορτιστεί με τη διερεύνηση του τι έκαναν οι αντάρτες — αλλά, φυσικά, όχι τι συνέβαινε στις Παιδοπόλεις.
Όσα έχουν γίνει γνωστά για τη ζωή μέσα στις Παιδοπόλεις προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από προφορικές αφηγήσεις των παιδιών που μεγάλωσαν εκεί. Το 2007, όταν στη δημοφιλή εκπομπή Η μηχανή του χρόνου προβλήθηκαν δύο επεισόδια για τα παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν ζήσει στις Παιδοπόλεις στα παιδικά τους χρόνια διέφεραν ακόμη και μέσα στο ίδιο επεισόδιο. Αυτή η ασυμφωνία στις μαρτυρίες των παιδιών, σήμερα πια σε μεγάλη ηλικία, παρατηρείται στα ΜΜΕ μέχρι σήμερα.((Βλ. για παράδειγμα, Μαρίνα Καρποζήλου, “Μεγαλώνοντας στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης: Τα 'ανταρτόπληκτα' παιδιά της 'Μεγάλης Μητέρας'”), News247.gr, 1/9/2016)) Κάποιοι αναπολούν την παραμονή τους στις Παιδοπόλεις με νοσταλγία και άλλοι με πιο κριτική ματιά, πυροδοτώντας ακόμη και λογοτεχνικές διαμάχες: στο βιβλίο του Ο θολός βυθός, ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς θυμάται τον χρόνο του σε μια Παιδόπολη ως τραύμα που τον στοιχειώνει στη μέση ηλικία του,((Γιάννης Ατζακάς, Ο θολός βυθός, Άγρα, 2009)) ενώ ο Αντώνης Βενέτης, στο βιβλίο του Επιστολές θεωρεί τον Έρανο της Φρειδερίκης ωφέλιμο για τα παιδιά και δηλώνει την πεποίθησή του ότι «ο θολός βυθός» μπορεί να βρεθεί μόνο σε καθηλώσεις, προκαταλήψεις και εμμονές.((Αντώνης Ν. Βενέτης, Επιστολές, Αρμός, 2014))
Επί Φρειδερίκης, το ΠΙΚΠΑ έγινε ο δεύτερος πυλώνας της παιδικής μέριμνας, ένα είδος συμπληρώματος των Παιδοπόλεων, το οποίο στέγαζε παιδιά που είχαν μείνει ορφανά στον πόλεμο. Οι δομές του ΠΙΚΠΑ ακολούθησαν ένα παρόμοιο πρόγραμμα αυστηρής, στρατιωτικού τύπου ανατροφής και πραγματοποίησαν υιοθεσίες, απορροφώντας μερικές από τις εξέχουσες προσωπικότητες που είχαν δραστηριοποιηθεί στον Έρανο. Η Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του πρώην πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, ήταν ένα από τα μέλη της υψηλής κοινωνίας που είχαν ενεργά υποστηρίξει τον Έρανο και το 1950 έγινε Πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ, ενώ αργότερα εξελέγη βουλεύτρια με την ΕΡΕ και διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή — η πρώτη, μάλιστα, γυναίκα υπουργός στην ελληνική ιστορία.
Ο τρίτος πυλώνας των πρωτοβουλιών για τη φροντίδα των παιδιών της Φρειδερίκης ήταν τα λεγόμενα «Σπίτια του Παιδιού». Επρόκειτο για μικρούς παιδικούς σταθμούς σε χωριά της αγροτικής Ελλάδας (κυρίως στη βόρεια) που μετά το 1950 άρχισαν να δέχονται παιδιά, τα οποία είχαν τα προηγούμενα χρόνια φιλοξενηθεί στις Παιδοπόλεις, είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, και εκπαιδεύονταν εκεί όσο οι γονείς τους εργάζονταν. Χωρίς να υπάρχει δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικά σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές, τα Σπίτια του Παιδιού, 140 το 1955 και 260 ως το 1965, λειτουργούσαν ως νηπιαγωγείο ή δημοτικό σχολείο — με κάποιες «ιδιαιτερότητες»: σε αυτά, τα παιδιά διδάσκονταν αγροτικές και τεχνικές δεξιότητες αλλά και «θρησκευτικές και πατριωτικές αξίες».
Ο Έρανος μπορεί να ήταν προσωπικό έργο της Φρειδερίκης, αλλά η χρηματοδότησή του ήταν δημόσια. Η Βασιλική Πρόνοια χρηματοδοτήθηκε από ειδικούς φόρους εισαγωγής, δασμούς στα τσιγάρα (δύο τσιγάρα σε κάθε πακέτο), ποσοστά εισιτηρίων κινηματογράφου, μέρος των μισθών των εργαζομένων και άλλα μέτρα. Ερευνητές έχουν υπολογίσει μεταξύ 1949 και 1956, η Βασιλική Πρόνοια έλαβε παραπάνω από 186 εκατομμύρια δραχμές — και πολύ περισσότερα αργότερα.((Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Ιός, Βασιλικό παρακράτος προνοίας, Ελευθεροτυπία, 15.12.2002.))
Η πλειονότητα των παιδιών που οδηγήθηκαν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, μόλις τη δεκαετία του 1980 με την εκστρατεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το δικαίωμα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, θα έβλεπε ξανά την Ελλάδα.
Αριστεροί και προοδευτικοί υποστηρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι ο Έρανος ήταν το πραγματικό «παιδομάζωμα». Σε κάθε περίπτωση, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και το τέλος του Εμφυλίου, μόνο 14 από τις Παιδοπόλεις συνέχισαν να λειτουργούν. Σήμερα, τέσσερις από αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν ως ιδρύματα για παιδιά.
Εγκαταλελειμμένη ως νεογέννητη στην βρεφοδόχο του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών, η Μαίρη Θεοδωροπούλου διευθύνει σήμερα τη ΜΚΟ «Ρίζες» και έχει εμφανιστεί πολλές φορές στα ΜΜΕ μιλώντας για την προσπάθειά της να βρει τους βιολογικούς της γονείς, αφού ανακάλυψε στα είκοσί της ότι την είχαν παιδοθετήσει. Οι μέχρι σήμερα προσπάθειές της δεν έχουν ευδοκιμήσει. Αυτή και άλλοι επτά, που όλοι είχαν μείνει στο Δημοτικό Βρεφοκομείο ως παιδιά, ίδρυσαν τη ΜΚΟ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αναζητήσουν τους βιολογικούς τους γονείς.
Η Θεοδωροπούλου έχει μελετήσει εκτενώς το ιδρυματικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Όχι μόνο η οργάνωση «Ρίζες» εκπόνησε το 2015 τη μοναδική ολοκληρωμένη μελέτη που εξέτασε την κατάσταση των ελληνικών ιδρυμάτων για παιδιά, αλλά η εργασία της για τον εντοπισμό των ριζών των παιδοθετημένων παιδιών σημαίνει ότι έχει ακούσει έναν τεράστιο αριθμό προσωπικών ιστοριών για το τι συμβαίνει μέσα σε αυτά τα ιδρύματα.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την Θεοδωροπούλου, υπήρξε μια περαιτέρω μεγάλη στροφή προς την ιδρυματοποίηση. «Η πρακτική των τροφών, ανάδοχων που πληρώνονταν για να θηλάζουν και να φροντίζουν τα μωρά, υπήρχε από τα τέλη του 19ου αιώνα», μας είπε. «Η έλλειψη γάλακτος και η απόλυτη φτώχεια σήμαιναν ότι διαφορετικά τα μωρά θα πέθαιναν». Τα κρατικά ιδρύματα λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως μεταβατικές δομές που θα ανέθεταν ένα νεογέννητο σε μια τροφό μετά από μια σύντομη παραμονή. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, οι τροφοί λειτούργησαν ως μέσο για την ανακούφιση των ιδρυμάτων από την πίεση που προκαλεί ο τεράστιος αριθμός παιδιών.
Η Θεοδωροπούλου μας είπε πώς, μετά το τέλος του πολέμου, το πλαίσιο των τροφών διευρύνθηκε. Το ΠΙΚΠΑ, που φρόντιζε πολλά από τα ορφανά ή εγκαταλειμμένα παιδιά, θα τα παρέδιδε τώρα σε οικογένειες, μερικές από τις οποίες πήραν πολλά παιδιά. «Αλλά δεν υπήρχε πλαίσιο», είπε. «Δεν υπήρχαν κανόνες υγιεινής, καμία επίβλεψη, και η αμοιβή των ανάδοχων γονέων ήταν χαμηλή και όχι σταθερή. Μια τροφός θα έφερνε πίσω το σώμα ενός μωρού που είχε πάρει και θα έλεγε στο προσωπικό του ιδρύματος ότι είναι «παγωμένο» — δηλαδή νεκρό. Σε άλλες περιπτώσεις, ανάδοχες οικογένειες εγκατέλειψαν ξανά τα παιδιά. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις κακοποίησης, ακόμη και βιασμού. Όλα αυτά υπονόμευσαν την ανάδοχη φροντίδα και τα ιδρύματα κέρδισαν έδαφος».
Το ΠΙΚΠΑ Λέρου αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Αποικίας Ψυχοπαθών», που ιδρύθηκε στο νησί το 1957.
Η κακοποίηση των παιδιών που πέρασαν από το σύστημα ανάδοχης φροντίδας χωρίς επίβλεψη μπορούσε να παραταθεί ακόμη και όταν ήταν έξω από αυτό. Η Θεοδωροπούλου μάς είπε την ιστορία ενός αγοριού που προσπάθησε να αναφέρει ότι οι ανάδοχοι γονείς του τον κακοποίησαν σεξουαλικά. Κρίθηκε ψυχικά άρρωστος και βίαια παραδόθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε άλλες περιπτώσεις, παιδιά με αναπηρία και παιδιά με ψυχικές ασθένειες ή αναπτυξιακά προβλήματα, θα κατέληγαν στο ΠΙΚΠΑ Λέρου, που ιδρύθηκε το 1963 για να φιλοξενήσει παιδιά από το Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο «Νταού Πεντέλης», στο πλαίσιο του συνολικού έργου της μεταφοράς — και απομόνωσης — ψυχικά ασθενών από όλη τη χώρα στη Λέρο.
Το ΠΙΚΠΑ Λέρου αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Αποικίας Ψυχοπαθών», που ιδρύθηκε στο νησί το 1957 και σήμερα είναι γνωστή ως το διαβόητο «κολαστήριο». Πολλοί από αυτούς που είχαν εγκλειστεί στο «κολαστήριο» δεν θα έφευγαν ωσότου μια διεθνής πρωτοβουλία αποϊδρυματοποίησης τη δεκαετία του 1990, που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ, ακολούθησε μια σειρά από δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο και ένα ντοκιμαντέρ που είχαν αποκαλύψει τις φρικτές συνθήκες στις οποίες είχαν υποβληθεί οι ασθενείς. ((Η αποϊδρυματοποίηση στη Λέρο έχει τεκμηριωθεί σε διάφορες πηγές. Ψυχίατροι που συμμετείχαν στη διαδικασία όπως ο Ιωάννης Λουκάς, ο Ιωάννης Τσιάντης, ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου και ο Felix Guattari, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει όλοι τους δικούς τους αφηγήσεις και σχόλια γι’ αυτήν.))
Από το 1939, όταν περιήλθε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Υγείας, το ΠΙΚΠΑ έχει υποστεί πολλές αλλαγές στη διοικητική δομή και την εποπτεία, αλλά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επεκτάθηκε σχεδόν στο μέγεθος ενός πλήρους συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και πρόνοιας για ανηλίκους. Στο απόγειό του, οι υπηρεσίες του περιλάμβαναν τα πάντα, από σχολεία για ιατρικό προσωπικό και κινητές ιατρικές μονάδες μέχρι κλινικές, νοσοκομεία και νηπιαγωγεία. Από το 1925 λειτουργούσε επίσης καλοκαιρινές κατασκηνώσεις από τον Ιούνιο ως τα τέλη Σεπτεμβρίου για ποιοτικό χρόνο και θεραπεία για παιδιά που πάσχουν από φυματίωση. Οι «Εξοχές», όπως ονομάζονταν, σταμάτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά άρχισαν να λειτουργούν ξανά μετά το 1945. Το 1948, η εντολή του επεκτάθηκε για να δεχτεί άπορα παιδιά με προβλήματα στην ανάπτυξη ή οποιαδήποτε χρόνια ασθένεια, και το 1951 για να συμπεριλάβει και εργαζόμενα παιδιά, καθώς και όλα τα παιδιά που παρακολουθούνταν από γιατρούς. Το 1956 το ΠΙΚΠΑ δημιούργησε την πρώτη του δομή για ανάπηρα παιδιά. Σταδιακά, θα κατέληγε να διευθύνει τα περισσότερα ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία στην Ελλάδα.
Η ιδρυματοποίηση στις Παιδοπόλεις, στα ορφανοτροφεία και στους παιδικούς σταθμούς δημιούργησε κι ένα πρόσθετο πρόβλημα που στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις οικογένειες: τις παράνομες παιδοθεσίες. Στα απομνημονεύματά της, η Φρειδερίκη είχε υποστηρίξει ότι οι κομμουνίστριες είχαν εγκαταλείψει τα παιδιά τους και ακόμη και ότι είδε μια γυναίκα να πετάει κυριολεκτικά το μωρό της, το οποίο υποτίθεται ότι το πήρε ένας αξιωματικός του στρατού και της το παρέδωσε. Μετά την πτώση της χούντας του 1967-1974, κομμουνιστές αντάρτες που είχαν εξοριστεί σε στρατόπεδα στα νησιά ανέφεραν ότι τα παιδιά τους απήχθησαν από εκεί. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά μεταφέρθηκαν στις Παιδοπόλεις ή στο ΠΙΚΠΑ και στη συνέχεια δόθηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες, με εξαπάτηση των βιολογικών γονέων στους οποίους ειπώθηκε ότι τα παιδιά είχαν πεθάνει, ή και με χρηματικό αντάλλαγμα, σε ανάδοχους γονείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά με τη βοήθεια αξιωματούχων στις κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ, καθώς και ελληνοαμερικανικών οργανώσεων, όπως η AHEPA (American Hellenic Educational Progressive Association). Παρόλο που ο ελληνικός Τύπος είχε δημοσιεύσει άρθρα για το θέμα από τη δεκαετία του 1960, μόλις το 1996 τα αμερικανικά ΜΜΕ άρχισαν να ξεθάβουν την ιστορία για να φτάσουν στο βάθος της. Η πλήρης έκταση αυτού που είχε συμβεί αποκαλύφθηκε το 2019, με το βιβλίο Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo? της Gonda Van Steen, καθηγήτριας Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου.((Gonda Van Steen, Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo?, University of Michigan Press, 2019· Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα: Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, Εκδόσεις Ποταμός, 2021.))
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Βασιλιά Κωνσταντίνου κατά της χούντας, τον Δεκέμβριο του 1967, η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι, σε μια περίεργη ανατροπή της μοίρας, ήταν οι δικτάτορες που έφεραν την πρόνοια, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των παιδιών, υπό την αρμοδιότητα του κράτους. Με Νομικό Διάταγμα, το 1970, όλα τα βασιλικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά ιδρύματα — μαζί με τις χρηματοδοτικές τους διατάξεις — απορροφήθηκαν από τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας. Ο ρόλος τους δεν άλλαξε σημαντικά την επόμενη δεκαετία, αν και η εξέλιξη της Ελλάδας σε μια πιο προηγμένη οικονομία, μετά τη μακρά και ταραχώδη διαδικασία της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, σήμαινε ότι ο αριθμός των παιδιών που κινδύνευαν σταδιακά θα άρχιζε να μειώνεται.
Η ιδέα της πρόληψης της θυματοποίησης και της κακοποίησης παιδιών, αν και κέρδιζε έδαφος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε σε κανέναν τομέα του ελληνικού κράτους.
Μόλις το 1981, όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το σύστημα πρόνοιας θα προχωρούσε στην επόμενη φάση. Ένα από τα πιο σημαντικά και με διάρκεια επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ ήταν η δημιουργία του ΕΣΥ (Εθνικού Συστήματος Υγείας), το 1983, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα συνοπτικό πλαίσιο για την υγειονομική περίθαλψη που περιλάμβανε και πτυχές της πρόνοιας. Το Υπουργείο που την επέβλεπε μετονομάστηκε πλέον σε Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
Τα πρώτα οκτώ χρόνια της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, από το 1981 έως το 1989, περιελάμβαναν πολλές αποφασιστικές, προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, τα πολιτικά δικαιώματα και την εκπαίδευση, αλλά η πρόνοια εξακολουθούσε να υστερεί. Όχι μόνο ο Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας δεν γνώρισε καμία σημαντική αλλαγή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αλλά ειδικά όσον αφορά την προστασία των παιδιών, η ιδέα της πρόληψης της θυματοποίησης και της κακοποίησης, αν και κέρδιζε έδαφος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε σε κανέναν τομέα του ελληνικού κράτους.
Η Ξένη Δημητρίου, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχει υπηρετήσει τρεις θητείες ως εισαγγελέας ανηλίκων σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες. Έχει διαβάσει χιλιάδες σελίδες νομικής θεωρίας για τα παιδιά, έχει παρακολουθήσει εκατοντάδες συνέδρια και έχει ανταλλάξει απόψεις με δεκάδες άλλους εισαγγελείς σε όλο τον κόσμο. Όταν τη συναντήσαμε, λίγο μετά την αφυπηρέτησή της, μάς μίλησε για την εμπειρία της για το πού είχε οδηγήσει η μακρά άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τη θυματοποίηση των παιδιών.
Στις πρώτες μέρες της ως εισαγγελέας ανηλίκων στη δεκαετία του 1980 — «μια μη προνομιακή θέση, σχεδόν τιμωρία τότε» — είδε ξανά και ξανά αστυνομικούς να μπαίνουν στο γραφείο της με παιδιά που είχαν συλληφθεί βάναυσα. Ένα αγόρι μπήκε με πολύ πρησμένα αυτιά. Της είπε ότι του είχαν βάλει μανταλάκια στα αυτιά για να τον ανακρίνουν και τον είχαν κρεμάσει ανάποδα από το μπαλκόνι για να τον τρομάξουν να ομολογήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, ακολουθώντας το γράμμα του νόμου, αναγκάστηκε να ασκήσει δίωξη σε παιδιά έξι και επτά ετών ή να στείλει ανήλικους παραβάτες του νόμου σε ιδρύματα που ήταν στην πραγματικότητα φυλακές.
Η Δημητρίου αναφέρθηκε στην Καλλιόπη Σπινέλλη, γνωστή ποινικολόγο ως «δάσκαλό της, δάσκαλο όλων μας». Η Σπινέλλη πιστώνεται, μεταξύ πολλών άλλων, ότι πρότεινε την αντικατάσταση του όρου «ανήλικοι εγκληματίες» με «ανήλικους παραβάτες» και ότι υποστήριξε μια παιδαγωγική αντί για μια ποινική προσέγγιση της δικαιοσύνης για τους ανηλίκους. Κάποιοι άλλοι εξέχοντες θεωρητικοί και επαγγελματίες του δικαίου άρχισαν σταδιακά να υποστηρίζουν μια διαφορετική σχέση μεταξύ των παιδιών και του κράτους.
Οι σύγχρονες διεθνείς ιδέες για τα δικαιώματα των παιδιών μιλούν μόνο για «θύματα», επέμεινε η Δημητρίου. «Δεν το γνωρίζαμε στην Ελλάδα, αλλά η προστασία των θυμάτων δεν ήταν νέο θέμα διεθνώς», μάς είπε. «Αν και στις ΗΠΑ, η προστασία των θυμάτων άρχισε να γίνεται συστηματική περίπου εκείνη την εποχή, το 1985, με τη δημιουργία Μονάδων Υπηρεσιών Θυμάτων που λειτουργούν σε δικαστήρια ανηλίκων εκεί. Ήταν ένας Εισαγγελέας που ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία το 1985. Έτσι, το 1983, αυτές οι ιδέες είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η καθηγήτρια Σπινέλλη μάς είχε μιλήσει και για τα θύματα, στο πλαίσιο της προστασίας των ανηλίκων. Απλώς δεν ήξερα ότι η Εισαγγελία δεν κάλυπτε και αυτόν τον τομέα. Έτσι, όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί, είπα ότι η Εισαγγελία θα έχει διπλή πτυχή. Στη συνέχεια, ζητήσαμε να ακολουθήσει η αστυνομία και το έκανε. Όλα όσα περνούν μέσα από το δικαστικό σώμα και τις αστυνομικές υπηρεσίες θα πρέπει να έχουν διπλή πτυχή. Η μία πτυχή είναι ο ανήλικος δράστης και η άλλη πτυχή το ανήλικο θύμα. Τόσο επειδή οι ανήλικοι συχνά αλλάζουν μεταξύ αυτών των δύο ρόλων όσο και επειδή, εκείνη την εποχή, τα πράγματα δεν γίνονταν αντιληπτά υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη και οι ΗΠΑ ήταν ακόμα στα πρώτα στάδια».
Σε μια ομιλία της που έδωσε το 1991, μεταξύ των θητειών της ως εισαγγελέα ανηλίκων, η Δημητρίου είπε ότι είχε συνταχθεί νομοσχέδιο για «Μονάδες Φροντίδας Ανηλίκων» από το 1984. Σκοπός του σχεδίου ήταν η δημιουργία μιας δομής, έτσι ώστε «οι ανήλικοι παραβάτες ως 12 ετών να μην εμπλέκονται με κανένα τρόπο με μηχανισμούς καταστολής, όπως η αστυνομία, ο εισαγγελέας και το Δικαστήριο Ανηλίκων, αλλά να φροντίζονται από τις υπηρεσίες πρόνοιας». Στη συνέχεια, περιέγραψε τις βέλτιστες πρακτικές που βρέθηκαν σε υπάρχοντα ιδρύματα — σταματώντας σε ένα σημείο για να αναρωτηθεί αν «ήρθε η ώρα να νομοθετηθεί ότι οι ανήλικοι παραβάτες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες. Η κοινωνία ανταποκρίνεται θετικά. Γιατί να καθυστερήσουμε άλλο;»
Η ομιλία της Δημητρίου το 1991 απηχούσε τις ιδέες που θα άρχιζαν να διαμορφώνουν νέες έννοιες για την παιδική προστασία. Το 1985 και το 1990, ο ΟΗΕ είχε δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές για την απόδοση δικαιοσύνης στους ανήλικους παραβάτες και την πρόληψη της παραβατικότητας σε ανηλίκους αντίστοιχα. Την ίδια περίοδο είχε ψηφιστεί και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Τα πράγματα άλλαζαν, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας ο ρυθμός ήταν και παραμένει αργός. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990 έκαναν μερικές προσπάθειες να εκσυγχρονίσουν το σύστημα πρόνοιας ή μάλλον να το δημιουργήσουν, αφού σε όλη την εξέλιξή τους οι διάφορες υπηρεσίες λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Το 1992, ένας νόμος ουσιαστικά διέλυσε τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας και το ΠΙΚΠΑ, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύστημα που τέθηκε υπό την εξουσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.
Ένας άλλος νόμος, το ίδιο έτος, εισήγαγε νομικές διαδικασίες για την ανάδοχη μέριμνα και τροποποιήθηκε το 1996, προσθέτοντας ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τον ρόλο των κοινωνικών ερευνών στις διαδικασίες παιδοθεσίας και αναδοχής. Αυτός ο νόμος έκανε επίσης ένα σημαντικό βήμα αλλάζοντας τους νόμους του Μεταξά για την εισαγωγή κοινωνικών υπηρεσιών στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, αν και η εντολή τους παρέμεινε να χειρίζονται την παραβατικότητα των ανηλίκων.
Το νέο σύστημα ξεκαθάρισε τους όρους με τους οποίους οι ιδιωτικές ΜΚΟ μπορούσαν να πραγματοποιήσουν προγράμματα πρόνοιας. Έτσι, η δεκαετία του 1990 ήταν η δεκαετία κατά την οποία οι ΜΚΟ θα άρχιζαν όλο και περισσότερο να παρεμβαίνουν και να καλύπτουν τις ελλείψεις στην προστασία των παιδιών.
Το σημαντικότερο ίσως τότε βήμα έγινε το 1998 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτή τη φορά επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, όταν επιχειρήθηκε η δημιουργία Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας. Τα επόμενα χρόνια, οι μονάδες του πρώην ΠΙΚΠΑ συγκεντρώθηκαν διαδοχικά και στη συνέχεια αποκεντρώθηκαν ξανά. Γενικά υπό την εποπτεία της περιφερειακής διοίκησης, αυτές οι μονάδες ακολούθησαν διαφορετικές πορείες. Μια ενσάρκωση μετά το ΠΙΚΠΑ, η μονάδα Λεχαινών για παιδιά με ειδικές ανάγκες, έγινε παγκοσμίως γνωστή για τις φρικτές συνθήκες της.
Το νέο σύστημα έδωσε σαφείς ρόλους στις περιφερειακές διοικήσεις, αλλά επίσης ξεκαθάρισε τους όρους υπό τους οποίους οι ιδιωτικές ΜΚΟ θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν προγράμματα πρόνοιας. Έτσι, η δεκαετία του 1990 ήταν επίσης η δεκαετία κατά την οποία οι ΜΚΟ θα άρχιζαν όλο και περισσότερο να παρεμβαίνουν και να καλύπτουν τις ελλείψεις στην προστασία των παιδιών. Το ελληνικό παράρτημα των Παιδικών Χωριών SOS ήταν ενεργό από το 1975, αλλά τώρα η μη κυβερνητική φροντίδα για τα παιδιά θα γίνει πιο πολυσχιδής. Το Χαμόγελο του Παιδιού δημιουργήθηκε το 1995 και η Κιβωτός του Κόσμου θα ακολουθούσε το 1998. Και οι τρεις αυτοί οργανισμοί θα αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια και θα καλύπτουν ενεργά τα κενά της κρατικής πρόνοιας.
Η δεκαετία έκλεισε με ένα προεδρικό διάταγμα το 1999 που προσπάθησε να περιορίσει τις παράνομες παιδοθεσίες, αναθέτοντας όλες τις ευθύνες επίβλεψης στις περιφερειακές υπηρεσίες πρόνοιας — περιφερειακά ιδρύματα και Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας. Με μια τροπολογία του 2003, ακόμη περισσότερες ευθύνες πρόνοιας θα κατευθυνθούν στις περιφερειακές υπηρεσίες υγείας που είχαν δημιουργηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση που συνοδεύει το προσχέδιο του νομοσχεδίου, αυτό θα επιτρέψει «καλύτερο συντονισμό, παρακολούθηση και αξιολόγηση» των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών που επιβλέπει την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σημείωσε αυτή την προσπάθεια, αλλά διαπίστωσε ότι δεν αποτελούσε ένα συνεκτικό σύστημα παιδικής προστασίας. Μερικά από τα προβλήματα που τόνισε η επιτροπή περιελάμβαναν την έλλειψη σαφούς εντολής μεταξύ των αρχών και ενός κεντρικού φορέα που θα συντόνιζε όλες τις υπηρεσίες, προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Η ομιλία της Ξένης Δημητρίου το 1991 τελείωσε λέγοντας ότι «ίσως είναι καιρός να μεγαλώσει το δίκαιο των ανηλίκων». Σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου έντονων πιέσεων από επαγγελματίες παιδικής προστασίας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός κατάλληλου συστήματος πρόνοιας για τα παιδιά. Αλλά στη δεκαετία του 1990, ένα σύστημα πρόνοιας που θα αντιμετώπιζε προβλήματα που δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν με επιδόματα ήταν ακόμα μια πρόκληση. Η λέξη αποϊδρυματοποίηση είχε πολύ πρόσφατα διαδοθεί για πρώτη φορά μετά τις προσπάθειες αλλαγής των συνθηκών στη Λέρο. Και μόλις είχαν αρχίσει να ακούγονται φωνές ειδικών που μιλούσαν για το πώς η ιδρυματοποίηση των παιδιών είναι συνολικά επιβλαβής.
Εν τέλει, το 2010, μια τροποποίηση νόμου του καθεστώτος Μεταξά, η οποία εξουσιοδοτούσε τις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων να ασχολούνται όχι μόνο με την «παραβατικότητα» αλλά επίσης και με την «θυματοποίηση» των ανηλίκων, σηματοδότησε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του οπισθοδρομικού χαρακτήρα της παιδικής προστασίας — αν και, ως επί το πλείστον, συμβολικά.
Ωστόσο, τη στιγμή που η ανάγκη να μετατοπιστεί το επίκεντρο του συστήματος προστασίας των παιδιών γινόταν εμφανής στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη μιας τρομερής οικονομικής κρίσης. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν εισαγάγει από τότε μια σειρά «σχεδίων» για την προστασία των παιδιών, τα οποία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ελάχιστες από τις διατάξεις τους έχουν εφαρμοστεί.
[post_title] => Τιμωρώντας τα θύματα [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => timorontas-ta-thymata [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2025-01-31 16:16:37 [post_modified_gmt] => 2025-01-31 13:16:37 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6728 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η μητέρα συνελήφθη, πέρασε αυτόφωρο, δικάστηκε και καταδικάστηκε με αναστολή.
Η εισαγγελέας ανηλίκων τον Νοέμβριο του 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με τη μητέρα τους και τη γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου 2022. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί τόσο μεγάλο διάστημα στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
Στο πλαίσιο καταγραφής αυτής της υπόθεσης, καθώς και της παραγωγής του ντοκιμαντέρ «Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία», το Manifold έχει αποστείλει ερωτήματα τόσο στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής όσο και στο Υπουργείο Υγείας. Δεν λάβαμε καμία απάντηση.
Ερωτήματα αποστείλαμε επίσης δύο φορές στο Νοσοκομείο Παίδων Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού. Στη δεύτερη επικοινωνία μας, το νοσοκομείο μάς απάντησε ότι «για τα παιδιά που εισάγονται στο Νοσοκομείο μας κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για ιατρικό έλεγχο, οι συνθήκες εισαγωγής - ιατρικού ελέγχου - παραμονής και φιλοξενίας και οι εν γένει διαδικασίες τελούν εις γνώσιν των αρμοδίων Εισαγγελέων».
Εν τω μεταξύ, η τύχη της ποινικής υπόθεσης του βιασμού — αν δηλαδή ασκείται δίωξη και αν, κυρίως, αναζητούνται οι ευθύνες του νοσοκομείου — είναι άγνωστη. Κανένας αρμόδιος, δηλαδή, δεν έχει ενημερώσει σχετικά ούτε τη Γ. ούτε τη δικηγόρο της.
Ο χωρισμός των αδελφών σε περίπτωση απομάκρυνσής τους από την οικογένεια θεωρείται εκτός από τραυματική, εντελώς παρωχημένη πρακτική. Αυτό αποτυπώθηκε άλλωστε και στο κείμενο της Στρατηγικής για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, την οποία συνέταξε το 2019 η ΜΚΟ EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), κατά παραγγελία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με χρηματοδότηση της Γενικής Διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο τελικό σχέδιο, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, αναφέρεται: «Για τα παιδιά χωρίς γονεϊκή φροντίδα, θα πρέπει να διερευνώνται επιλογές εναλλακτικής φροντίδας, εξετάζοντας αρχικά τη συγγενική φροντίδα και έπειτα τη φροντίδα σε οικογενειακό (ανάδοχη φροντίδα) ή οικογενειακού τύπου περιβάλλον, διασφαλίζοντας ότι τα αδέλφια παραμένουν μαζί». Το ίδιο έχει αναφέρει και η τότε υπουργός, Δόμνα Μιχαηλίδου, σε συνέντευξή της: «Δημιουργήσαμε δομές ξεχωριστές για βρέφη, παιδιά δημοτικού, παιδιά γυμνασίου και λυκείου. Βέβαια, όταν τα παιδιά είναι αδέλφια, δεν χωρίζονται και αποφασίζει ο εισαγγελέας σε ποια δομή ηλικιακά θα πάνε, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι που δεν πρέπει να βρίσκονται μαζί».
To δικαστήριο της Γ. αναβλήθηκε και η ίδια ξεκίνησε να επισκέπτεται τα παιδιά της στα ιδρύματα όπου βρίσκονταν — μία φορά την εβδομάδα το ένα και μία το άλλο.
Στο μεταξύ, βρήκε δουλειά. Όμως, σπίτι δεν στάθηκε δυνατόν να αλλάξει, όπως μας λέει. Ο μισθός δεν επαρκεί. Στο σπίτι όπου μένει, μένει με τη μητέρα της, τη γιαγιά των παιδιών. Κι αυτό είναι μια βοήθεια.
Με το ένα ίδρυμα, αυτό όπου κατέληξε ο μεγάλος γιος, τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά, μέσα στους μήνες, να δείχνουν ενθαρρυντικά: άρχισαν να της δίνουν τον γιο της τα σαββατοκύριακα, μπορούσε να τον φιλοξενεί στο σπίτι τους και να περνάει χρόνο μαζί του. Πριν από λίγο καιρό, του επέτρεψαν να γυρίσει στη μητέρα του.
Με το άλλο ίδρυμα, αυτό στο οποίο οδηγήθηκε ο μικρός της γιος, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Τα επισκεπτήρια έπαψαν να είναι τόσο συχνά. Η δε κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος επέμενε ότι η Γ. πρέπει να πάψει να συγκατοικεί με την μητέρα της και γιαγιά των παιδιών διότι την έκρινε ως πηγή εντάσεων. Αυτό καταγράφηκε και στην έκθεση που παρέδωσαν το καλοκαίρι στην εισαγγελία ανηλίκων, με αποτέλεσμα να προκριθεί ως καταλληλότερη λύση η τοποθέτηση του μικρού σε ανάδοχη οικογένεια.
Ο τρόπος με τον οποίο έμαθε για την τοποθέτηση του παιδιού της σε ανάδοχη οικογένεια είχε κι αυτός την παραδοξότητά του. Ήταν Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2023, ημέρα επισκεπτηρίου. Δύο ημέρες πριν ήταν τα γενέθλια του μικρού. Έτσι η Γ. έφτασε στο ίδρυμα κρατώντας μια τούρτα στο χέρι για να του ευχηθεί. Τον είδε ιδιαίτερα περιποιημένο. Κοίταξε την κοινωνική λειτουργό και ρώτησε αν συμβαίνει αυτό που φοβόταν. Η κοινωνική λειτουργός τής απάντησε να μην κλάψει μπροστά στο παιδί…
Η Γ. λοιπόν κρίθηκε κατάλληλη για το ένα παιδί, το μεγάλο, το οποίο επέστρεψε στο σπίτι — χωρίς ωστόσο να της έχει δοθεί τυπικά η επιμέλειά του. Την ίδια στιγμή, κρίθηκε ακατάλληλο το περιβάλλον της για το άλλο της παιδί. Το πώς μπορεί αυτά τα δύο να ισχύουν ταυτόχρονα κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να το εξηγήσει.
Έτσι τώρα η Γ. πρέπει να παλέψει να πάρει πίσω τον μικρό της γιο. Πώς; Παλεύοντας πρώτα με την γραφειοκρατία. Γιατί όλα αυτά μέχρι τώρα γίνονται προφορικά. Προφορικά πήρε πίσω το μεγάλο παιδί. Προφορικά την ενημέρωσε η εισαγγελέας ανηλίκων για το περιεχόμενο της κοινωνικής έκθεσης του ιδρύματος στο οποίο διέμενε το μικρό της παιδί. Προφορικά έμαθε και για την αναδοχή του. Και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την εισαγγελέα, για να προσβάλει η Γ. την αναδοχή του παιδιού της, θα πρέπει να προκύψουν «νέα στοιχεία».
Ή, τουλάχιστον, έτσι ήξερε μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 2023, οπότε της επιδόθηκε η αίτηση της εισαγγελέως ανηλίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητάει να αφαιρεθεί από την Γ. η γονική μέριμνα του μικρού της γιου. Όχι του μεγάλου, δηλαδή του παιδιού για τη σωματική τιμωρία του οποίου αρχικά της αφαιρέθηκε η επιμέλεια, αλλά του μικρού.
Μέχρι στιγμής, συνεπώς, οι άνθρωποι που τιμωρούνται για όσα έχουν συμβεί είναι κυρίως τα δύο παιδιά, τα οποία συν τοις άλλοις τώρα εξαναγκάζονται να χωριστούν παρατεταμένα εξαιτίας της αυθαίρετης αναδοχής του μικρού, που ακολούθησε τον εγκλεισμό τους σε χωριστά ιδρύματα. Παρά τη γενική συμφωνία που επικρατεί στη σύγχρονη επιστήμη ότι τα αδέλφια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να χωρίζονται, διότι αυτό μπορεί να έχει πρόσθετες τραυματικές συνέπειες, το ελληνικό σύστημα παιδικής προστασίας εξακολουθεί να χαράζει τον δικό του, ανερμάτιστο δρόμο. Στην πιο πρόσφατη, μάλιστα, πράξη του δράματος επιδιώκει να αφαιρέσει μόνιμα από τη μητέρα το ένα παιδί, δίχως καμία απολύτως λογική εξήγηση.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 20:19:13 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 17:19:13 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 7351 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-10-10 13:03:03 [post_date_gmt] => 2023-10-10 10:03:03 [post_content] => [post_title] => Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sexoualiki-kakopoiisi-doc [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-10-11 11:17:09 [post_modified_gmt] => 2023-10-11 08:17:09 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=7351 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 5674 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 09:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00 [post_content] =>Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2024-02-16 19:48:49 [post_modified_gmt] => 2024-02-16 16:48:49 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [3] => WP_Post Object ( [ID] => 7639 [post_author] => 4 [post_date] => 2024-02-16 19:44:23 [post_date_gmt] => 2024-02-16 16:44:23 [post_content] =>Η Δ. είναι σήμερα 22 ετών. Γεννήθηκε κάπου στην Πελοπόννησο. Έχει μια αδελφή έναν χρόνο μικρότερη και έναν αδελφό δύο χρόνια μικρότερό της. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Ο πατέρας της ουσιοεξαρτημένος. Ζούσαν στο ίδιο σπίτι με τον πατέρα, τη μητέρα και την πατρική γιαγιά. Τα έφερναν πολύ δύσκολα πέρα, καθώς το μόνο σταθερό εισόδημα ήταν κάποια επιδόματα. Κοινωνικές υπηρεσίες επισκέπτονταν ανά διαστήματα το σπίτι. Τους έδιναν και κάποια τρόφιμα, θυμάται.
Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα τους βρήκε έναν νέο σύντροφο, έμπλεξε κι αυτή με ναρκωτικά και τους εγκατέλειψε. Τότε ήταν που αποφάσισαν οι κοινωνικές υπηρεσίες ότι τα παιδιά έπρεπε να φύγουν από το σπίτι τους, επειδή οι συνθήκες διαβίωσής τους σε αυτό ήταν ακατάλληλες.
Χειμώνα του 2014, δύο αστυνομικοί με πολιτικά παραλαμβάνουν τα τρία αδέλφια και τα πηγαίνουν με εισαγγελική εντολή στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Τα τρία «εισαγγελικά αδέλφια» μένουν εκεί για τρεις μήνες. Δεν έχουν κανέναν δικό τους άνθρωπο να τα φροντίσει.
«Μας έφερναν έναν δάσκαλο τα πρωινά που μας έκανε κάτι μαθήματα» θυμάται σήμερα η Δ. «Υπήρχαν και κάποιοι εθελοντές που ερχόντουσαν με βάρδιες για να μας κατεβάσουν ως την παιδική χαρά του νοσοκομείου. Υπήρχαν και βάρδιες που δεν ερχόταν κανείς. Το σκάγαμε όμως και κατεβαίναμε μόνα μας κάτω. Δεν είχαμε τι να κάνουμε εκεί μέσα, νοσοκομείο ήταν. Κάποια στιγμή γνωρίσαμε και κάτι άλλα παιδιά. Αυτά μένανε στον 6ο. Κι αυτά για ίδρυμα ήταν».
Θυμάται επίσης ότι, λίγο αργότερα, ο θείος της που ζούσε στην Αθήνα, ταξίδεψε στην Πελοπόννησο και έφερε την γιαγιά τους στην Αθήνα. Έτσι είχαν τουλάχιστον κάποιες επισκέψεις. Τους πήγαινε και σοκολάτες.
Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο νοσοκομείο, η εισαγγελία ανηλίκων κατάφερε να εξασφαλίσει θέσεις σε ιδρύματα για τα τρία παιδιά. Δύο διαφορετικά ιδρύματα, ένα για τα δυο κορίτσια και ένα άλλο για τον αδελφό τους.
Υπάλληλοι της κοινωνικής υπηρεσίας του νοσοκομείου έβαλαν τα τρία παιδιά στο λευκό βαν της πρόνοιας. «Κάναμε πρώτα μια στάση για να αφήσουμε τον αδελφό μας» λέει η Δ. «και μετά μας πήγαν κι εμάς στην Παιδόπολη “Αγία Βαρβάρα”».
Στο ίδρυμα μπαίνουν τελικά τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Τα σχολεία λίγο αργότερα έκλεισαν και ήρθε το καλοκαίρι. Τα παιδιά του ιδρύματος τα στέλνανε τρεις μήνες κατασκήνωση. Η κατασκήνωση βέβαια δεν ήταν μόνο για «ιδρυματικά παιδιά». Τα «άλλα παιδιά» είχαν επισκεπτήρια. Αυτά, όχι.
«Στα επισκεπτήρια, εμείς μέναμε πίσω, στα σπιτάκια» μάς λέει η Δ. «Υπήρχαν και άλλα παιδιά, δεν ήμασταν μόνα. Ακουγόταν απ’ τα μεγάφωνα το όνομα του παιδιού που καλούσαν στην είσοδο να δει τους γονείς του».
Τον Σεπτέμβριο, το ίδρυμα την έγραψε στο σχολείο και η Δ. ξεκίνησε την Α΄ Γυμνασίου. Δεν έλεγε ότι έμενε σε ίδρυμα, ντρεπόταν. Μόνο οι δάσκαλοι το γνώριζαν. Ακόμα ντρέπεται να το πει, σκέφτεται ότι μπορεί να την κοροϊδέψουν. Στο σχολείο δεν είχε φίλες. Επειδή το γυμνάσιο συστεγάζεται με το λύκειο, αν καμιά φορά την φώναζαν δυο άλλα κορίτσια από το ίδρυμα που πήγαιναν στο λύκειο, τότε είχε παρέα.
Την θύμωνε που το ίδρυμα έστελνε βανάκι να την παραλάβει από το σχολείο. «Τους το έλεγα αλλά με έγραφαν. Ποιο παιδί το παραλαμβάνει η μάνα του απ’ το γυμνάσιο; Ντρεπόμουν που έμπαινα στο βανάκι».
Τα χρόνια εκείνα ακόμα την θυμώνουν. «Δεν είχαμε μάθει να ζούμε κλειδωμένα» μάς λέει. «Πηγαίναμε σχολείο αλλά βγαίναμε έξω, παίζαμε. Εκεί ούτε στο περίπτερο δεν μας άφηναν να πάμε».
Μια φορά έσπασε ένα τζάμι βγαίνοντας από το γραφείο της ψυχολόγου. Δεν θυμάται τι της είχε πει. Θυμάται όμως ότι μετά από αυτό της είπαν ότι η ζημιά θα κρατηθεί από τα λεφτά της, από το χαρτζιλίκι δηλαδή που τους έδινε το ίδρυμα. Κι αν δεν θυμάται τι ήταν αυτό που προκάλεσε εκείνη τη μέρα την έκρηξή της, υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξεχνάει: «Νομίζαμε ότι θα φεύγαμε από εκεί γρήγορα. Μας κορόιδευε η μάνα μας στο τηλέφωνο, έλεγε ότι θα έρθει να μας πάρει. Το λέγαμε κι εμείς ώσπου κάποια μέρα μας απάντησε μια υπάλληλος του ιδρύματος “οι γονείς σας δεν ενδιαφέρονται για εσάς. Δεν πρόκειται να έρθουν να σας πάρουν”. Ήταν σαν να μας κάνουν πόλεμο νεύρων».
Κι ο αδελφός τους δεχόταν τέτοια τηλεφωνήματα. Στις αρχές έφτιαχνε τη βαλίτσα του και κατέβαινε στην είσοδο του ιδρύματος να περιμένει τους γονείς του.
Από ένα σημείο και μετά άρχισε να το σκάει. Δεν άντεχε τον εγκλεισμό. «Φυγές» ονομάζεται αυτό στην υπηρεσιακή γλώσσα της πρόνοιας.
«Έκαναν μια δήλωση εξαφάνισης στην αστυνομία αλλά δεν νομίζω ότι μας αναζητούσε κανείς» μας λέει η Δ. Δεν μπορούμε ούτε να το επαληθεύσουμε αυτό, ούτε και να το διαψεύσουμε, το καταγράφουμε, ωστόσο, γιατί έχει σημασία το πώς το βίωνε η ίδια.
Τον Μάρτιο του 2015, το έσκασε για καιρό, ώσπου τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αναζήτησε την επιμελήτρια ανηλίκων που την είχε αναλάβει και παρακάλεσε να την αφήσουν να μείνει στον θείο της γιατί δεν άντεχε να επιστρέψει στο ίδρυμα. Αρχικά, η αντίδραση των υπηρεσιών δεν ήταν θετική.
«Του είπαν ότι η Βικτώρια που έμενε δεν ήταν περιοχή για να μεγαλώνει παιδί» θυμάται η Δ. «Λες και δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στη γειτονιά του».
Τελικά το αίτημά της έγινε δεκτό. Παραχωρήθηκε στον θείο της η προσωρινή της επιμέλεια, ώστε να μπορεί να την γράψει στο σχολείο. Έφυγε, αφήνοντας την αδελφή της πίσω.
Ενδιαμέσως, η πατρική γιαγιά, η οποία είχε μετακομίσει στην Αθήνα — αλλά ως τότε δεν της έδιναν τα παιδιά διότι δεν εργαζόταν — κατάφερε να βρει δουλειά και σπίτι.
«Πρόσεχε έναν παππού» λέει η Δ. «Στην αρχή πήρε εμένα, μετά από λίγο την αδελφή μου, και αργότερα και τον αδελφό μου».
Η Δ. όσο ήταν στο ίδρυμα έμενε διαρκώς στην ίδια τάξη, στην Α΄ Γυμνασίου. Αφού έφυγε, με προτροπή της γιαγιάς της, γράφτηκε σε νυχτερινό γυμνάσιο, το οποίο κατάφερε να τελειώσει στα 18 της.
«Είχα την γιαγιά μου που με έσπρωχνε αλλά και μια πολύ καλή διευθύντρια που με στήριζε» μάς λέει. «Ήμουν τυχερή που έπεσα σ’ αυτή τη γυναίκα».
Η μικρότερη αδελφή της μπλέκει και αυτή με ναρκωτικά. Μένει έγκυος δύο φορές, γεννάει και τα παιδιά της καταλήγουν σε ίδρυμα. Η επιμελήτρια ανηλίκων που παρακολουθεί τα τρία παιδιά — κυρίως λόγω της ανηλικότητας του μικρότερου αδελφού — προσπαθεί να την πείσει να παρακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Η Δ. γνωρίζει έναν νεαρό άντρα με μεταναστευτικό βιογραφικό. Στα 19 της μένει έγκυος. Εξακολουθεί να μένει στο σπίτι με τη γιαγιά της και το μωρό και να διατηρεί σχέση με τον πατέρα του παιδιού της.
«Το θέλαμε και οι δύο. Ονειρευόμασταν να το δούμε να μεγαλώνει, να περπατάει, να μας μιλάει…» λέει η Δ. Είχε επιλέξει να το θηλάσει. «Ήταν και πιο ξεκούραστο τελικά. Απ’ το να σηκώνεσαι μέσα στη νύχτα να ετοιμάζεις μπουκάλια, είναι πιο απλό να την έχεις μαζί σου στο κρεβάτι. Είχε δίκιο η γιαγιά».
Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτό το κεφάλαιο της ζωής της εξελίχθηκε ευθύγραμμα. Το κοριτσάκι της ήταν μόλις επτά μηνών, όταν μια Κυριακή ο σύντροφος της, επιστρέφοντας από το κρίκετ που έπαιζε με φίλους του, έπεσε σε έλεγχο της αστυνομίας.
«Είχε άσπρη κάρτα η οποία είχε λήξει. Πηγαίνοντας να την ανανεώσει έγινε κάποιο λάθος, δεν κατάλαβα ποτέ ακριβως τι είχε συμβεί» μάς λέει η Δ. «Οι αστυνομικοί είδαν όμως ότι ήταν ληγμένη και τον συνέλαβαν. Στην αρχή τον έστειλαν στο καμπ στην Αμυγδαλέζα και μετά στην Κόρινθο».
Λίγο αργότερα, η Δ. γνώρισε έναν άλλο άντρα, επίσης με μεταναστευτικό βιογραφικό. Ο άντρας αυτός άρχισε να της ασκεί λεκτική και ψυχολογική βία, την οποία όμως δεν μπόρεσε να διαγνώσει έγκαιρα εκείνη. Μένει και πάλι έγκυος. Τον Ιούλιο του 2022 γεννάει το δεύτερο παιδί της και εκεί κορυφώνεται η βία του συντρόφου της, η οποία πια γίνεται αντιληπτή από τις κοινωνικές υπηρεσίες του μαιευτηρίου, καθώς η κακοποιητική συμπεριφορά του εκδηλώνεται ακόμα και παρουσία τους, φωνάζοντας ότι δεν θέλει το πρώτο παιδί της Δ.
Το δεύτερο μωρό γεννήθηκε πρόωρα, στους 7,5 μήνες. Στην αρχή το κράτησαν στο μαιευτήριο και αργότερα το έστειλαν στο Νοσοκομείο Παίδων. Η Δ. έβγαζε γάλα, το έβαζε σε ειδικά σακουλάκια και το φύλαγε στην κατάψυξη, όπως της είχε δείξει η γιαγιά της.
«Πήγαινα κάθε δύο με τρεις μέρες και το έδινα στο νοσοκομείο» λέει. Δεν ξέρω καν αν του το έδιναν… Ελπίζω ότι το έδιναν. Δεν με άφηναν να πηγαίνω συχνότερα. Έλεγαν ότι ήθελαν πολλά σακουλάκια μαζεμένα».
Η Δ. εξακολουθεί να μένει με την γιαγιά της και τα δυο της παιδιά. Οι οικονομικές τους δυσκολίες χειροτερεύουν και βρίσκονται σε αδιέξοδο όταν κόβεται ένα επίδομα που έπαιρνε η αδελφή της — η οποία πια δεν έμενε μαζί τους — και απομένει μόνο το δικό της και της γιαγιάς. Χρωστούν ενοίκια και ο ιδιοκτήτης θέλει να τους κάνει έξωση. Η Δ. αναζητά δουλειά αλλά δεν έχει καμιά προϋπηρεσία και διαθέτει μόνο απολυτήριο γυμνασίου. Απευθύνεται σε διάφορες ΜΚΟ και ζητά να την βοηθήσουν με το ενοίκιο. Δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Ενδιαμέσως η κοινωνική υπηρεσία του μαιευτηρίου έχει αποστείλει αίτημα στην εισαγγελία για κοινωνική έρευνα την οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει η κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων.
Τον Οκτώβριο του 2022 εκδίδεται εισαγγελική διάταξη για την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών της Δ. Το μωρό της είναι μόλις τεσσάρων μηνών. Οι εκπρόσωποι των κοινωνικών υπηρεσιών τής εξηγούν ότι αυτό γίνεται για το καλό των παιδιών της και της ίδιας και έτσι εκείνη συναινεί.
«Μου είπαν ότι αμέσως μόλις βρω δουλειά και σπίτι» λέει η Δ. «θα πάρω πίσω τα παιδιά μου».
Η επανάληψη του δράματος είναι αμείλικτη. Και πάλι δύο αστυνομικοί με πολιτικά, όπως όταν ήταν η ίδια παιδί, οδηγούν τα παιδιά της στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού». Τώρα «εισαγγελικά» είναι τα δικά της παιδιά και η ίδια έχει μετατραπεί σε «εισαγγελική μητέρα».
Τα παιδιά της μένουν στο νοσοκομείο για έναν μήνα, μέχρι να εξασφαλίσει μια θέση σε ίδρυμα η εισαγγελία ανηλίκων. Αυτόν τον μήνα, η Δ. βρίσκεται στο πλευρό τους μαζί με τη γιαγιά της. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2022, έρχεται και πάλι το λευκό βαν της πρόνοιας. Αυτή τη φορά για να οδηγήσει τα δικά της παιδιά στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα».
Η Δ. τα επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα, όπως ορίζει η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος. Παράλληλα, την παραπέμπουν σε δομή για θύματα έμφυλης βίας, με στόχο την στήριξή της. Εκεί πραγματοποιεί συνεδρίες με ψυχολόγο και μέσω της δομής καταφέρνει τον Ιούνιο του 2023 να βρει δουλειά σε εταιρεία καθαρισμού, με νόμιμη πρόσληψη και ασφάλεια.
Ο πρώτος της σύντροφος ενδιαμέσως έχει βγει από το καμπ της Κορίνθου. Επανασυνδέονται, νοικιάζουν μαζί ένα σπίτι και πλέον επισκέπτονται μαζί τα παιδιά στο ίδρυμα. Εκείνος δηλώνει απολύτως πρόθυμος να αναλάβει μαζί της τη φροντίδα και των δύο παιδιών.
Ενώ, όμως, η «υπόσχεση» των κοινωνικών υπηρεσιών ήταν ότι θα αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών της αμέσως μόλις βρει δουλειά και σπίτι, τον Νοέμβριο του 2023 τής ανακοινώνουν ότι τα παιδιά της θα δοθούν σε ανάδοχη οικογένεια. Της λένε ότι, ως εκ τούτου, η συχνότητα των συναντήσεών της με τα παιδιά της θα πρέπει να αραιώσει.
Μέσω της δομής για τα θύματα έμφυλης βίας, η Δ. αναζητά δικηγόρο και ξεκινά να διεκδικεί τα παιδιά της. Η διαδικασία δεν είναι απλή.
«Η μητέρα όλο αυτό το διάστημα δεν είχε καμία ενημέρωση για τα παιδιά της, εκτός από το ότι “είναι καλά”, ενώ τα βλέπει μία ώρα το μήνα» μάς λέει η δικηγόρος της Δ., Ιωάννα Στεντούμη. «Δεν είχαμε πρόσβαση στο φάκελο το προηγούμενο διάστημα, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της προς την εισαγγελία ανηλίκων, επομένως δε μπορούσε και η ίδια να γνωρίζει τι θεωρείται για την ίδια επιβαρυντικό, εφόσον είχε ακολουθήσει όλα τα βήματα για τα οποία την είχαν ενημερώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες. Μάλιστα είχε κοινό φάκελο με την αδερφή της από όταν ήταν στην ηλικία των 10 ετών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εικόνα εν γένει παραβατικής οικογένειας και παραβατικών συμπεριφορών, ενώ η ίδια δεν είχε καμία σχέση με αυτό το προφίλ και για το λόγο αυτό είχαμε ζητήσει και διαχωρισμό του φακέλου».
«Εντέλει» συνεχίζει η δικηγόρος της Δ. «φτάσαμε 20 μέρες πριν το δικαστήριο, στο οποίο κατέθεσε η εισαγγελία ανηλίκων αίτημα για αφαίρεση γονικής μέριμνας, ώστε να μπορέσω να ενημερωθώ για κάποια ελάχιστα από τα έγγραφα που βρίσκονται στον φάκελο. Ζήτησα να γίνει νέα κοινωνική έρευνα διότι δεν έχει γίνει από τον Οκτώβριο του 2022, ενώ η ζωή της μητέρας έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό. Ζήτησα επίσης να εξαιρεθεί το Κέντρο Βρεφών “Μητέρα” και να αναλάβει την υπόθεση η τοπική κοινωνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια, μπορεί να την παρακολουθεί σταθερά και συχνά στο φυσικό χώρο της ίδιας και των παιδιών, μπορεί να την καθοδηγήσει σε σχέση με επιδόματα και προνοιακές παροχές, ενώ όλα αυτά είναι επιλογές που το “Μητέρα” δεν έκανε».
«Αντίθετα φαίνεται ότι το “Μητέρα” είχε προαποφασίσει την πορεία αυτής της οικογένειας» λέει η Ι. Στεντούμη. «Από τον Οκτώβριο, όταν τα παιδιά δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια, τα βλέπει μία φορά το μήνα για μία ώρα, γεγονός το οποίο οδηγεί με βεβαιότητα σε ψυχική απομάκρυνση των παιδιών και σε διαταραχή της σχέσης με τους βιολογικούς γονείς. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται μέχρι πρόσφατα έχουν να κάνουν με το χαμηλό μορφωτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο των γονιών της και την δύσκολη παιδική ηλικία της. Αναφέρεται η ευαλωτότητά της εξαιτίας αυτών, το ότι έχει υπάρξει θύμα έμφυλης βίας, η ακραία φτώχεια της και το ότι είχε κινδυνεύσει να μείνει άστεγη».
«Δεν γίνεται όμως καμία νέα κοινωνική έρευνα» καταλήγει η κ. Στεντούμη. «Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση για το ότι βρήκε δουλειά και σπίτι, ότι παρακολούθησε προγράμματα, ότι έχει απευθυνθεί ήδη στον Δήμο Περιστερίου για επιδόματα και για παιδικούς σταθμούς. Επί της ουσίας, ακόμη και όταν το άτομο καταφέρει μόνο του, με τόσες αντιξοότητες, να αποκτήσει κάποια πλαισίωση και υποστήριξη, το κράτος δεν του παρέχει την ευκαιρία να προχωρήσει στη ζωή του».
Η Δ. είχε πράγματι δύσκολη παιδική ηλικία. Πολύ. Το κράτος πρόνοιας της χώρας μας, ωστόσο, δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Και αντί να της αναγνωρίζεται η τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει, στην ουσία μόνη της, όλο αυτό το διάστημα που διεκδικεί να ξαναπάρει την επιμέλεια των παιδιών της, φαίνεται όχι απλώς να μην στηρίζεται αλλά να αγνοείται. Σαν να έχει αποφασιστεί ότι όσες προσπάθειες κι αν κάνει ένας άνθρωπος να διαρρήξει τον κύκλο βίας της ζωής του, το προνοιακό του αρχείο δεν θα αλλάξει ποτέ.
Η ίδια η Δ. παραδέχεται ότι το να βρεθεί στα 21 της με δυο παιδιά, δεν είναι κάποια «επιτυχία». Επαναλαμβάνει όμως συνέχεια κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ότι τα παιδιά της τα θέλει.
«Θέλω να τα μεγαλώσω, να τα φροντίσω. Και θέλω στα 21 τους να είναι στο πανεπιστήμιο. Όχι με δυο και τρία δικά τους παιδιά. Είναι όμως σαν να μου λένε ότι δεν έχω δικαίωμα να γίνω κάτι διαφορετικό από τους δικούς μου γονείς» λέει και κατευθύνεται προς τη μικρή της βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο. «Στο ίδρυμα ξεκίνησα να καπνίζω. Και το κρατάω ακόμα». Κρυώνει έξω. «Δεν καπνίζω μέσα. Θα μου πεις ότι τώρα δεν υπάρχουν παιδιά μέσα. Όταν ξανάρθουν όμως δεν μπορεί να μυρίζει τσιγαρίλα ο χώρος».
Στις αρχές Φεβρουαρίου 2024, η αρμόδια υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση που της έθεσε η βουλεύτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου, μας ενημέρωσε για την πορεία των τεκνοθεσεών και των αναδοχών στη χώρα.
«Εδώ μιλάμε για πραγματικά και απτά αποτελέσματα» είπε. «Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 170 υιοθεσίες, ενώ το 2023 πραγματοποιήθηκαν 194 υιοθεσίες. Αναδοχές: Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 52 αναδοχές. Το 2023, 94 αναδοχές. Μια πολύ σημαντική, αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των παιδιών τα οποία βρίσκονται φιλοξενούμενα σε κέντρα παιδικής προστασίας. Κατά 128 παιδιά μέσα στον τελευταίο χρόνο! Πλέον 1.265 ανήλικα παιδιά βρίσκονται στα κέντρα παιδικής προστασίας, σ’ αυτό το οποίο είναι το σκληρό περιβάλλον του ιδρύματος. Και αυτός ο αριθμός που έχει απομειωθεί είναι πολύ σημαντικός, αφού η αύξηση στις υιοθεσίες κατά 14% και η θεαματική αύξηση στις αναδοχές κατά 80% είναι ενθαρρυντικές και είναι ένα αποτέλεσμα μιας συνεπούς πορείας, η οποία φαίνεται ότι έχει και μια διακυβερνητική και μια διακομματική διάσταση».
Είναι κοινή γνώση πια ότι το ίδρυμα είναι απολύτως ακατάλληλος τόπος για να μεγαλώνουν παιδιά. Ένα παιδί που απομακρύνεται από την οικογένειά του δεν θα πρέπει να περνάει ούτε μια μέρα σε ίδρυμα. Και εδώ η απάντηση είναι πράγματι η αναδοχή. Η αναδοχή όμως θεωρητικά έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια και η οικογενειακή επανένωση, η επιστροφή δηλαδή των παιδιών στην βιολογική οικογένεια, όταν αυτό είναι εφικτό, θα έπρεπε να είναι ο τελικός στόχος.
Ένα ποσοστό που δεν θα ακούσουμε όμως από τα στόματα των αρμόδιων υπουργών είναι ακριβώς το ποσοστό των οικογενειακών επανενώσεων. Και δεν θα το ακούσουμε γιατί οι επανενώσεις δυστυχώς δεν αποτελούν ακόμα στόχο του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Θεωρητικά ένα σύγχρονο προνοιακό σύστημα θα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορεί για να ενδυναμώσει και να στηρίξει τους γονείς ώστε να ασκήσουν τον γονεϊκό τους ρόλο. Η περίπτωση της Δ., λοιπόν, δυστυχώς δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό.
Θα πρέπει να εξεταστεί αν η αύξηση του ποσοστού των αναδοχών, για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση, οφείλεται στο ότι οι αναδοχές γίνονται με τρόπο που συνθλίβει ανθρώπους. Αυτό είναι ντροπή και όχι λόγος για πανηγυρισμούς για ένα σύγχρονο σύστημα πρόνοιας.
Το δικαστήριο της Δ. ορίστηκε για τις 26 Φεβρουαρίου 2024. Οκτώ μήνες αργότερα, βγήκε η δικαστική απόφαση που της αφαιρεί τη γονική μέριμνα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να παραμείνουν σε αναδοχή.
Η Δ. δηλώνει αποφασισμένη να μην σταματήσει να παλεύει για να πάρει πίσω τα παιδιά της. Μέσω της δικηγόρου της, θα καταθέσει αίτηση αναίρεσης της απόφασης στον Άρειο Πάγο.
Δείτε το video της συνέντευξης που μας παραχώρησε η Δ: