Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Μελέτη περίπτωσης

Το «τέρας» της Λέρου

test

The Manifold

Μια διαβόητη υπόθεση κακοποιημένων παιδιών σε ένα απομακρυσμένο νησί δείχνει πώς οι αρχές, οι υπηρεσίες πρόνοιας και οι τοπικές κοινωνίες αποτυγχάνουν να παράσχουν ένα δίχτυ ασφαλείας — ακόμη και όταν έχουν υπάρξει καταγγελίες και οι επαγγελματίες έχουν ήδη τα παιδιά υπό τη φροντίδα τους.

Αθήνα, Λέρος

Του Αυγουστίνου Ζενάκου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου

Μια Τρίτη στα τέλη Μαΐου του 2018, ο Παναγιώτης Αβρίθης, δικηγόρος το επάγγελμα και δραστήριο μέλος της κοινωνίας της Κω, δέχθηκε μία απρόσμενη επίσκεψη ενός πελάτη του από τη γειτονική Λέρο. Ο ηλικιωμένος εμφανίστηκε χωρίς προγραμματισμένο ραντεβού ή κάποια νομική εκκρεμότητα. Σκοπός της επίσκεψής του, όπως δήλωσε ανήσυχα ο ίδιος, ήταν να «αποχαιρετήσει» τους παλιούς του φίλους. Η στάση του άφησε τους οικοδεσπότες του απορημένους, ακόμα και μετά την αποχώρησή του από το γραφείο.

Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο ο κ. Αβρίθης αλλά και όλη η Ελλάδα θα ανακάλυπταν τον λόγο της ανησυχίας του ηλικιωμένου πελάτη. Το βράδυ της Κυριακής, ο γιος του και η σύζυγος του γιου του είχαν συλληφθεί, έχοντας ομολογήσει σειρά πράξεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους. Ο κ. Αβρίθης άλλαξε ευθύς αμέσως ιδιότητα και από οικογενειακός φίλος μετατράπηκε σε δικηγόρο της πολιτικής αγωγής.

Η είδηση απασχόλησε μια σειρά μεσημεριανών εκπομπών και οδήγησε σε απανωτές ενημερώσεις των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων. Τα τηλέφωνα της αστυνομίας, της Εισαγγελίας, του Δήμου, του νοσοκομείου, του Κέντρου Κοινότητας και όλων όσων μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες για την υπόθεση πήραν φωτιά το επόμενο πρωί. Ο ίδιος ο δικηγόρος απαντούσε «σε έναν στους είκοσι, όποιος ήταν ο τυχερός». Τίτλοι όπως «Φρίκη χωρίς τέλος στη Λέρο»,  «Λέρος: αποκαλύψεις για γονείς τέρατα», «Φρικιαστικές λεπτομέρειες για τους γονείς-τέρατα της Λέρου», έφτιαξαν το λεξιλόγιο της αφήγησης της υπόθεσης για το ευρύ κοινό. Τα δημοσιεύματα ενημερώνονταν συνεχώς με «νέες αποκαλύψεις», «ανατροπές» και απόψεις απ’ όποιον ήταν πρόθυμος να σχολιάσει οτιδήποτε για το περιστατικό.

Τη λέξη «τέρας» τη χρησιμοποίησε και ο κ. Αβρίθης σε συνέντευξή του. Όμως, δεν ήταν δικός του όρος. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ο χαρακτηρισμός με τον οποίον ο παππούς των παιδιών περιέγραψε τον γιο του σε τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο, μετά την αποκάλυψη του περιστατικού. Οι μαρτυρίες που περιλήφθηκαν στη δικογραφία αναφέρουν ότι ο δράστης ασελγούσε κατ’ εξακολούθηση στα παιδιά του, τα ξυλοκοπούσε, ενώ τα εξανάγκαζε και σε αγροτικές εργασίες σε δύσκολες συνθήκες και ακατάλληλα ωράρια. Ως εκ τούτου, ο κ. Αβρίθης φαίνεται να βρίσκει δίκαιο τον χαρακτηρισμό.

Ο γιός του ηλικιωμένου πελάτη του κ. Αβρίθη έχει τέσσερα παιδιά. Το μεγαλύτερο εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία με την ενηλικίωσή του. Σύμφωνα με ύστερες μαρτυρίες του, είχε υποστεί κι αυτός συστηματικό ξυλοδαρμό. Υπάρχουν τρία μικρότερα αδέλφια: δύο αγόρια — 21 και 8 χρονών — και ένα κορίτσι 13 ετών (το 2018). Στις ομολογίες των γονέων, τα «μεσαία» παιδιά, 21 και 13, ήταν που υπέστησαν την σεξουαλική κακοποίηση. Το μικρό παιδί φαίνεται να απέφυγε την ασέλγεια — «ακόμα», προσθέτει ο κ. Αβρίθης.

Και οι δύο γονείς καταδικάστηκαν για πολλαπλές κατηγορίες κακοποίησης, τον Οκτώβριο του 2019. Ο πατέρας καταδικάστηκε σε 24 και η μητέρα σε 13 χρόνια κάθειρξη.

Το «συμφέρον των ανηλίκων»

Αφού έγινε γνωστή η υπόθεση της Λέρου, προέκυψε ότι περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, δηλαδή την περίοδο που γινόταν η κακοποίηση, το κορίτσι είχε νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» στην Αθήνα. Το νοσοκομείο εξέδωσε ανακοίνωση, όπου υποστήριξε ότι η κοπέλα εισήχθη με βάση εισαγγελική εντολή για «ψυχιατρική αξιολόγηση» και έκθεση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Κρατικού Νοσοκομείου Λέρου για «πλήρη ιατρική αξιολόγηση». 

Η ιατρική αξιολόγηση δεν βρήκε τίποτα παθολογικό. Η ψυχιατρική αξιολόγηση, σύμφωνα με το νοσοκομείο, διαπίστωσε «συνθήκες οικογενειακής δυσλειτουργίας, άσχετες με ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης». Ως εκ τούτου, το παιδί επιστράφηκε στην οικογένειά του, με την προϋπόθεση να παρακολουθείται τακτικά από ψυχολόγο και η οικογένεια να βρίσκεται υπό την επίβλεψη των Κοινωνικών Υπηρεσιών Λέρου. Στην ανακοίνωση του νοσοκομείου τονίζεται ότι αυτό έγινε «με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κω».

Η δήλωση δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός ότι το κορίτσι είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο συνοδεία των γονιών του. Επίσης, σύμφωνα με αρκετές πηγές, που μας μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, οι δύο γονείς είχαν φέρει μαζί και τον μικρότερο γιο τους, ο οποίος επρόκειτο να υποβληθεί σε «προληπτική εξέταση».

Η παρουσία του αγοριού στο νοσοκομείο αναφέρθηκε επίσης σε δήλωση που εξέδωσε το Χαμόγελο του Παιδιού, η πιο σημαντική ΜΚΟ για την προστασία των παιδιών στην Ελλάδα. Το Χαμόγελο του Παιδιού παραδέχτηκε ότι είχε λάβει καταγγελίες, τον Μάιο του 2017, ότι τα παιδιά κακοποιούνταν και ενημέρωσε αμέσως τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Η ΜΚΟ παραδέχτηκε περαιτέρω ότι είχε ειδοποιηθεί από συγγενή της οικογένειας, τον Ιούλιο του 2017, ότι τόσο το κορίτσι όσο και το αγόρι βρίσκονταν στο νοσοκομείο «Αγία Σοφία» και ότι το κορίτσι είχε αποδράσει, φοβούμενο ότι θα επέστρεφε στην οικογένειά της, προτού εντοπιστεί και οδηγηθεί εκ νέου στο νοσοκομείο.

Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες πηγές, των οποίων την ταυτότητα έχουμε δεσμευτεί να προστατεύσουμε, ήταν το αγόρι που επέστρεψε αμέσως στη Λέρο με την οικογένειά του. Το κορίτσι, αντίθετα με τη δήλωση του νοσοκομείου, παρέμεινε στο «Αγία Σοφία» για διάστημα δύο μηνών και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε εκκλησιαστικό ίδρυμα, στην κεντρική Ελλάδα.

Το σκεπτικό πίσω από τις αποφάσεις να επιστρέψει το αγόρι στην οικογένειά του, αλλά όχι το κορίτσι, η επιμέλεια του οποίου αφαιρέθηκε από τους γονείς — κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο με εισαγγελική εντολή ή δικαστική απόφαση — δεν έχει εξηγηθεί από καμία αρμόδια αρχή. Λίγους μήνες αργότερα όμως, το φθινόπωρο του 2017, το κορίτσι ανεξήγητα εμφανίστηκε ξανά στη Λέρο. Το πώς έφυγε από το ίδρυμα και πώς επεστράφη η επιμέλεια στην οικογένεια — κάτι που, πάλι, μπορεί να συμβεί μόνο με εισαγγελική εντολή ή με δικαστική απόφαση — επίσης δεν έχει διευκρινιστεί.

«Η επιστροφή των παιδιών στη Λέρο αποδείχθηκε λάθος», μας είπε ο Δήμαρχος Λέρου Μιχάλης Κόλλιας. «Οι ψυχολόγοι, οι γιατροί εκεί που την εξέτασαν θα έπρεπε να γνωρίζουν τι συμβαίνει».

Στην ερώτησή μας αν αυτό σημαίνει ότι ο εισαγγελέας ευθύνεται για το λάθος, ο δήμαρχος απάντησε: «Ο εισαγγελέας δεν είναι ψυχολόγος. Έπρεπε να το ξέρουν στο νοσοκομείο της Αθήνας. Ο Εισαγγελέας ενήργησε με βάση την αναφορά του γιατρού».

Ρωτήσαμε την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κω με ποιο σκεπτικό αποφάσισαν να επιστρέψουν τα παιδιά στη Λέρο και συγκεκριμένα γιατί δεν είχαν διατάξει κοινωνική έρευνα για την οικογένεια. Μας απάντησαν ότι «οι φάκελοι των ανηλίκων είναι εμπιστευτικοί» και «σε κάθε περίπτωση ο Εισαγγελέας ενεργεί προς το συμφέρον των ανηλίκων».

Άγχος για τις εξετάσεις

Τον Δεκέμβριο του 2017, το κορίτσι άρχισε να επισκέπτεται ψυχολόγο μία φορά την εβδομάδα στο Δημοτικό Κέντρο Κοινότητας. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες.

«Δεν είχα καμία επαφή μαζί της, εκτός από το σύντομο διάστημα που την είδα στην αίθουσα αναμονής», μας είπε η Βάσω Ευαγγέλου, κοινωνική λειτουργός στο Κέντρο Κοινότητας, όταν επισκεφτήκαμε το νησί. «Ήξερα ότι έβγαινε από μια υπόθεση που χειριζόταν ο Εισαγγελέας της Κω. Ακόμα κι αν υπήρχε υποψία ότι κάτι συμβαίνει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να προσεγγίσει τον Εισαγγελέα, αφού η υπόθεση είχε ήδη εξεταστεί και είχαν αποφασίσει να στείλουν το παιδί πίσω στη Λέρο».

Στη συνέχεια, μια μέρα του Μαΐου του 2018, ο πατέρας εμφανίστηκε ξαφνικά στο Κέντρο Κοινότητας. Ζήτησε τον ψυχολόγο που είχε δει η κόρη του, αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε στην Ευαγγέλου και της είπε ότι η κόρη του, που ήταν έξω, στο αυτοκίνητό του, δεν αισθάνεται καλά.

«Το κορίτσι είχε σχεδόν λιποθυμήσει στο πίσω κάθισμα», μας είπε η Ευαγγέλου. «Τη βοήθησα να σταθεί όρθια για να μιλήσουμε και τη ρώτησα τι συμβαίνει, αν συνέβαινε κάτι στο σπίτι. Έρχονταν εξετάσεις στο σχολείο και ξέραμε ότι είχε άγχος. Είπε ότι δεν έγινε τίποτα».

Η Ευαγγέλου είπε στους γονείς να μην την πιέσουν για το σχολείο και τους έστειλε σπίτι. Την επόμενη μέρα όμως επέστρεψαν. Ο πατέρας είπε ότι η κόρη του δεν έτρωγε ούτε έπινε νερό.

«Δεν πήγα ούτε μέχρι το αυτοκίνητο αυτή τη φορά», είπε ο Ευαγγέλου. «Έφυγαν βιαστικά και κατέληξαν στο Κρατικό Θεραπευτήριο».

Ενώ το κορίτσι βρισκόταν στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, η θεία των παιδιών εμφανίστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα και έδωσε κατάθεση κατά των γονιών. Αμέσως μετά, το κορίτσι πήγε στην αστυνομία και έκανε δήλωση και αυτή.

Ένας τοπικός δημοσιογράφος, ο Νίκος Ιγνατίδης, που παρακολούθησε στενά την υπόθεση εκείνη την εποχή, επαίνεσε έναν τοπικό αξιωματικό, τον Πάνο Αλεξίου, ως αυτόν που «έσπασε τελικά την υπόθεση». «Είναι νέος στη δουλειά», μας είπε ο Ιγνατίδης, «πολύ πρόθυμος και δεν έχει καμία σχέση με την τοπική κοινωνία».

Παράλληλα, ο Ιγνατίδης είναι πολύ επικριτικός απέναντι στον Εισαγγελέα. «Η κόρη είχε αφαιρεθεί από την επιμέλεια των γονιών πριν από ένα χρόνο», είπε, «και μετά την έφεραν πίσω στη φωλιά του λύκου… Δεν υπάρχει κάποιος που θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη για αυτό;»

Αμέσως μετά τη σύλληψη των γονέων, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, που στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως Εισαγγελέας Ανηλίκων για πολλά χρόνια, διέταξε τον Εισαγγελέα της Κω να απομακρύνει αμέσως τα παιδιά από τη Λέρο και να τα εξετάσει ειδικευμένος παιδοψυχίατρος.

Τον Σεπτέμβριο, η θεία υπέβαλε αίτηση για την επιμέλεια των παιδιών, αλλά δεν έγινε δεκτή. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν αρχικά σε ξενοδοχείο της Κω, και στη συνέχεια σε ιδιωτικό ίδρυμα, όπου μένουν μέχρι σήμερα.

Σιωπή

Ενώ βρισκόμασταν στη Λέρο, προσπαθήσαμε να συλλέξουμε κάποιες απόψεις σχετικά με το πώς ήταν δυνατόν όλοι όσοι είχαν την ευθύνη να προστατεύσουν αυτά τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένου του Εισαγγελέα, των κοινωνικών υπηρεσιών, των νοσοκομείων και των ψυχιάτρων τόσο στη Λέρο όσο και στην Αθήνα, καθώς και μίας από τις τις μεγαλύτερες ΜΚΟ παιδικής προστασίας στη χώρα, να έχουν αποτύχει τόσο ολοκληρωτικά, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν καταγγελίες και ότι οι επαγγελματίες είχαν ήδη τα παιδιά υπό τη φροντίδα τους.

Οι προσπάθειές μας αντιμετωπίστηκαν κυρίως με σιωπή. Δεν δόθηκε άδεια για συνέντευξη με τον αστυνομικό που χειρίστηκε την αρχική προανάκριση. Επίσης, σύμφωνα, με τον ισχυρισμό της διευθύντριας του τοπικού Γυμνασίου, η ΕΛΜΕ Δωδεκανήσου έχει απαγορεύσει κάθε συζήτηση με δημοσιογράφους για το περιστατικό.

Κατά την επίσκεψή μας, ενημερωθήκαμε ότι η Πόπη Εμμανουήλ, κοινωνική λειτουργός στο Κρατικό Αναρρωτήριο Λέρου, είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση των κακοποιημένων παιδιών. Η Εμμανουήλ είναι το μόνο μέλος της Κοινωνικής Υπηρεσίας του νησιού, που σημαίνει ότι είναι το μόνο άτομο που μπορεί να λάβει εντολή από τον Εισαγγελέα, να διεξαγάγει κοινωνική έρευνα για ένα ζήτημα, όπως η υποψία κακοποίησης, και να υποβάλει αναφορά. Συχνά καλείται να κάνει το ίδιο και για τα γειτονικά νησιά.

Μας εμπόδισαν όμως να συζητήσουμε τη συγκεκριμένη υπόθεση μαζί της. Το Κρατικό Θεραπευτήριο δεν απάντησε ποτέ στα επανειλημμένα αιτήματά μας για επίσημη άδεια να μιλήσουμε με την Εμμανουήλ και έτσι μπορέσαμε να μιλήσουμε μαζί της μόνο για τις προκλήσεις του επαγγέλματός της γενικότερα.

«Μας λείπει ένας παιδοψυχίατρος», μας είπε. «Η περιοχή δεν είχε ποτέ, ούτε το νησί της Ρόδου. Υπάρχουν μόνο στο Νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία”, στην Αθήνα. Παρά τις αποτυχίες του, το “Αγία Σοφία” εξακολουθεί να είναι το μοναδικό νοσοκομείο που καλύπτει ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, τους δικαιολογώ ακόμα κι αν κάνουν λάθη, ακόμα κι αν αυτά τα λάθη επηρεάζουν ζωές. Δεν είναι Θεοί. Άνθρωποι είναι και οι γιατροί. Αντιμέτωποι με τόσα πολλά περιστατικά, είναι αναμενόμενο…»

Κατά τη συνομιλία μας με την Εμμανουήλ, έγινε σαφές ότι η επίδραση που έχει η έλλειψη παιδοψυχιάτρου στην ευημερία των παιδιών επιδεινώνεται από τις δυσκολίες μεταφοράς παιδιών στην Αθήνα για εξέταση. Οι δυσκολίες πηγάζουν από το γεγονός ότι το Κρατικό Θεραπευτήριο είναι το όργανο που έχει την ευθύνη να εκτελεί τις εντολές του Εισαγγελέα, αλλά ο Δήμος είναι αυτός που έχει τα κονδύλια.

«Κατέληξα να μαλώνω με τον δήμαρχο για πράγματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα», μας είπε.

Στο παρελθόν, η Εμμανουήλ είχε ζητήσει δωρεάν εισιτήρια από την Blue Star Ferries, την ακτοπλοϊκή εταιρεία που συνδέει το νησί, αλλά η εταιρεία αρνήθηκε. Μια άλλη φορά, ένας Εισαγγελέας έπρεπε να ζητήσει από την Εκκλησία να καλύψει τα έξοδα. Η Εκκλησία ανταποκρίθηκε.

«Λοιπόν, στις περισσότερες περιπτώσεις», είπε η Εμμανουήλ, «αν έχουμε ένα ανήλικο που πηγαίνει μόνο για παιδοψυχιατρική αξιολόγηση, ταξιδεύουν συνοδευόμενοι από τους γονείς. Ο πατέρας δεν έχει κριθεί ακατάλληλος, οπότε γιατί να μην συνοδεύσει το παιδί;»

«Ωστόσο», πρόσθεσε, «όταν προχωρήσουμε στην άμεση και κάπως απότομη απομάκρυνση του παιδιού και αφαιρέσουμε τον ανήλικο από την οικογένεια, επειδή το παιδί δεν μπορεί να είναι με κανέναν γονέα, τότε το παιδί πρέπει να συνοδεύεται από κοινωνική λειτουργό και την αστυνομία, βάσει νόμου».

Σωτηρία

«Η μεγαλύτερη πηγή θυμού», μας είπε ο Δήμαρχος Κόλλιας, «είναι ότι δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Γιατί αν είχαν μιλήσει πριν όλοι οι συγγενείς που τελικά μίλησαν, τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα. Δεν μπορώ να ξέρω τι συμβαίνει στο σπίτι σου ή εσύ στο δικό μου. Δεν είναι δυνατόν κανείς να μην ήξερε τίποτα ή το παιδί να μην είχε πει κάτι που συζητήθηκε σε κάποιους κύκλους».

Οι λίγοι κάτοικοι της Λέρου πρόθυμοι να σχολιάσουν την υπόθεση συμφώνησαν ότι τα παιδιά «σώθηκαν». Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τέλος αυτής της δοκιμασίας των συγκεκριμένων παιδιών ήταν κάποιου είδους «σωτηρία», οι προοπτικές του συστήματος να «σώσει» άλλα παιδιά λίγο πιο αποτελεσματικά στο μέλλον παραμένουν χαμηλές. Δεν υπάρχει ακόμα δημοτική κοινωνική υπηρεσία, ούτε εκπαιδευμένο ή εξειδικευμένο προσωπικό στα σχολεία, ούτε παιδοψυχίατρος.

Ο Ιγνατίδης δεν μάσησε τα λόγια του: «Οι μικρές κοινότητες είναι λίγο υποκριτικές όταν μια οικογένεια είναι κάπως μεγάλη και μπορεί να φέρει πολλές ψήφους στις τοπικές εκλογές», είπε. «Οι αρχές τείνουν πάντα να κάνουν τα στραβά μάτια. Η στάση τους είναι “έλα, μπορούμε να τον βοηθήσουμε”, “ας μην τον πάμε στον εισαγγελέα, είναι καλός άνθρωπος”, “δεν θα το ξανακάνει” και ούτω καθεξής».

Μετά το περιστατικό, σύμφωνα με την Ευαγγέλου, η Επιθεώρηση Εργασίας άρχισε έρευνα για όλες τις υπηρεσίες που εμπλέκονται στην υπόθεση, αλλά έστειλαν και κάποιον να μας «ενημερώσει για πιθανές ενδείξεις κακοποίησης».

«Αν γνωρίζαμε νωρίτερα για τα πράγματα που μας δίδαξε», είπε «υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να είχαμε πιάσει κάτι νωρίτερα. Πρέπει να σας πω, όμως, ότι αν με ρωτήσετε τώρα ποια είναι αυτά τα σημάδια, δεν θα θυμηθώ. Διάβασα τον Οδηγό που μας έδωσε για την κακοποίηση παιδιών μια φορά και δεν το ξανασχολήθηκα ποτέ. Θα ήθελα να έχω εμβαθύνει σε αυτά, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να κάνω κάτι για να μετατρέψω τις οδηγίες σε δράση. Δεν έχουμε εκπαίδευση».

Το σπίτι της οικογένειας, άδειο όταν πια επισκεφτήκαμε το νησί, φαίνεται σαν μια ερμητικά κλειστή ακρόπολη στην κορυφή ενός ορεινού χωριού. Δεν υπάρχουν πλατείες ή καφετέριες. Δύο ηλικιωμένες κυρίες που κάθονται στο μπαλκόνι πάνω από το μοναδικό μαγαζί του χωριού, ένα κομμωτήριο, είναι το σύνολο της ζωής στον δρόμο. Παρά τον καλό καιρό, όλοι οι άλλοι κάτοικοι του χωριού είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Τα αυτοκίνητα και τα τρέιλερ είναι σταθμευμένα έξω, αλλά κανένα πατζούρι δεν είναι ανοιχτό.

Ξαφνικά, η υποψία ότι αν συνέβαινε κάτι κακό, η τοπική κοινωνία δεν θα ήθελε να το μάθει, φαίνεται ανατριχιαστικά πειστική.

Μια αρχική μορφή αυτού του κειμένου αποτελεί μέρος του ρεπορτάζ «Τα παιδιά και το κράτος», το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δημοσιογραφία και αποτέλεσε το πρόπλασμα του Φακέλου 01.