Η μεγαλύτερη υπόθεση παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα, που αφορά δεκάδες παιδιά που κακοποιήθηκαν από τον προπονητή τους για μια περίοδο ετών, υπογραμμίζει την αποτυχία του κράτους να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τέτοια συμβάντα, ακόμη και όταν υπάρχει εξειδικευμένη γνώση και διαθέσιμη χρηματοδότηση.
Την άνοιξη του 2011, η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο: στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, επικεφαλής της Διεύθυνσης. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στον συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στον «συντομότερο δυνατό χρόνο» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποια βάση. Όταν διαπίστωσαν ότι είχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστο αποδεικτικό υλικό».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από τη φημισμένη Κρήνη Ριμόντι, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν είχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά – μια διαδικασία γνωστή ως “grooming” – ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θεμελή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε “μαθημένη αδυναμία”. Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. 1 Όταν ο Γιώργος Νικολαΐδης έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, την οποία δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η Μονάδα Συνολικής Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». (Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.)
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε “δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να τα προπονούμε και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε”. Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι εφικτό να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια διαβούλευση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος του Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Ουρανοκατέβατη παρέμβαση
Στον λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο κατά τον χρόνο της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, το οποίο υπάγεται στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο διευθυντής του, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθυμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν “όχι, είμαι από αλλού”, υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό σε επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια για ιατροπαιδαγωγικό κέντρο. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2019 ως Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Υπάγεται και αυτό στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του. Στις 20 Ιουνίου 2023, ο Σειραγάκης συνελήφθη εκ νέου, μετά από εισαγγελική παραγγελία.
- “Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.[↩]