Η θεωρία ότι στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων τα παιδιά προβαίνουν σε ψευδείς καταγγελίες κακοποίησης εναντίον των μπαμπάδων τους, τις οποίες τους έχουν υποβάλει οι μαμάδες τους για να τα «αποξενώσουν», είναι ανυπόστατη. Και η υιοθέτησή της από τα δικαστήρια οδηγεί σε κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των παιδιών.
Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Τα ψεύδη και οι καταγγελίες
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Επικερδή στρατόπεδα
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η αποτυχία του συστήματος
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Επικοινωνία με κάθε κόστος;
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Στις 14 Νοεμβρίου 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας.
Η επιτροπή επισήμανε ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που κατέληξε στον «Νόμο Τσιάρα» υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».
Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.
Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει ήδη κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira’s Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
Μια διεξοδική αποδόμηση της θεωρίας και παράθεση πολλών επιστημονικών μελετών που ανατρέπουν επιμέρους υποθέσεις, από όπου και το παρόν κείμενο άντλησε πολλά στοιχεία, περιλαμβάνει το άρθρο της Stephanie J. Dallam, Parental Alienation Syndrome: Is it scientific?. Στο τέλος του άρθρου παρατίθεται εκτενής επιστημονική βιβλιογραφία.
Για μια πιο πλήρη παρουσίαση των απόψεων του Richard Gardner για την παιδοφιλία, την παιδική σεξουαλική κακοποίηση και την προτεινόμενη αντιμετώπισή τους, δείτε το άρθρο Overview of Dr. Richard Gardner’s Opinions on Pedophilia and Child Sexual Abuse.
Για το ζήτημα των «ψευδών» καταγγελιών, δείτε ενδεικτικά: How often do children’s reports of abuse turn out to be false? και Are allegations of sexual abuse that arise during custody disputes less likely to be valid?
Για το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ μη αποδεδειγμένων και ψευδών καταγγελιών (σε υποθέσεις κακοποίησης γενικώς, όχι συγκεκριμένα για παιδιά) δείτε το άρθρο του Michael Flood, False allegations of sexual and domestic violence: the facts.
Για μια πρόσφατη (2018) αξιολόγηση πολλών μελετών για το ζήτημα των «ψευδών» καταγγελιών, δείτε το άρθρο των William O’Donohue, Caroline Cummings & Brendan Willis, The Frequency of False Allegations of Child Sexual Abuse: A Critical Review.
Για το ζήτημα της «υποβολής ψευδών αναμνήσεων» και τη σχέση του με την υπεράσπιση κατηγορούμενων για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, δείτε το άρθρο των Kate McMaugh και Warwick Middleton, The Rise and Fall of the False Memory Syndrome Foundation.
Πολλά στοιχεία για τη χρήση της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» σε διάφορες χώρες περιλαμβάνονται στην έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών, Custody, violence against women and violence against children.