Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε για να επηρεάσει εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και να εγκαταστήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση πως όταν κατηγορείται ο μπαμπάς για ασέλγεια, γι’ αυτό φταίνε πάντοτε οι μητέρες που τους εκδικούνται και οι άλλες γυναίκες που τις βοηθούν να βάλουν τα παιδιά να πουν ψέματα.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Στις 17 Μαΐου 2024, ένας άνδρας καταδικάστηκε ομόφωνα από το ΜΟΔ (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο) Αθηνών σε 13 χρόνια κάθειρξη για το κακούργημα της ασέλγειας, με θύμα τον ανήλικο γιο του. Ήταν ένας από τους «16 πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά και που εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου έχουν βρει άπλετο χώρο σε τηλεοπτικές εκπομπές και ιστοσελίδες, όπου ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα πλεκτάνης.
Η μιντιακή αυτή εκστρατεία, με αλλεπάλληλα ρεπορτάζ και δημοσιεύματα που επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό περί πλεκτάνης ωσάν να αποτελεί αποδεδειγμένο γεγονός, κορυφώθηκε προ μηνών εστιάζοντας κυρίως στην περίπτωση μίας ιδιώτη ψυχολόγου, την οποία κατηγορούσαν για «ψευδείς γνωματεύσεις». Οι «ψευδείς γνωματεύσεις» είναι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόμενων ανδρών και των δημοσιογράφων που τους συνεπικουρούν, το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι κατηγορίες εναντίον τους.
Λίγες μέρες πριν την καταδίκη του άνδρα στο ΜΟΔ, η μιντιακή εκστρατεία αναζωπυρώθηκε, ανασύροντας την περίπτωση και μιας δεύτερης ψυχολόγου, η οποία είναι μάλιστα και αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., την οποία κατηγορούν ως συμμέτοχη στην υποτιθέμενη πλεκτάνη, μαζί με διάφορους δικηγόρους.
Η πλεκτάνη, σύμφωνα με κάποιους από τους άνδρες αυτούς, έχει εξυφανθεί από τις πρώην συντρόφους τους, οι οποίες με τη συνέργεια ψυχολόγων και δικηγόρων τους έχουν κατηγορήσει ψευδώς με στόχο να τους αποξενώσουν από τα παιδιά τους. Σύμφωνα με άλλους, για την πλεκτάνη είναι ευθέως υπεύθυνες οι δύο ψυχολόγοι.
Ονομάζουμε τον πυρήνα των καταγγελλόμενων ανδρών «ομάδα των 16» ή «16 πατεράδες», διότι πρόκειται για αυτούς τους 16 που κινήθηκαν αρχικά εναντίον της πρώτης ψυχολόγου. Κοντά σε αυτούς, έχουμε εντοπίσει άλλους 7 «δορυφόρους», οι οποίοι έχουν παρομοίως καταγγελθεί από τα παιδιά τους και συνδέονται με την «επίσημη» ομάδα. Τέλος, υπάρχουν άλλοι 10 που έχουν καταθέσει εναντίον της ψυχολόγου-αστυνομικού, εκ των οποίων ένας είναι και στους «16».
Ας τους ονομάσουμε, χάριν διευκόλυνσης, «16+ πατεράδες», εννοώντας πλέον το σύνολο των καταγγελλομένων για ασέλγεια από τα παιδιά τους, οι οποίοι είτε συμμετέχουν είτε συνδέονται με την εκστρατεία κατά των δύο ψυχολόγων.
Επειδή όλο αυτό το διάστημα στις διάφορες εκπομπές και ιστοσελίδες έχουν ακουστεί μεγάλες ανακρίβειες, θα προσπαθήσουμε εδώ να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει με αυτή την ομολογουμένως πρωτάκουστη ιστορία.
Τα δεδομένα
Όπως έχουμε πει και αλλού, τα στοιχεία για την εκτιμώμενη έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, 1 στα 30 παιδιά έχει ή θα έχει μέχρι να ενηλικιωθεί μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, όλες οι μορφές της σεξουαλικής κακοποίησης — δηλαδή όχι μόνο βιασμοί αλλά ασέλγειες κτλ — αφορούν ακόμη περισσότερα παιδιά: ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1 στα 5.
Επιπλέον, σύμφωνα με όλους τους έγκυρους ειδικούς, στην συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, δράστης είναι κάποιος οικείος του παιδιού — γονέας, συγγενής, οικογενειακός φίλος, δάσκαλος, προπονητής, ιερέας κτλ.
Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός ότι δύο παιδοψυχολόγοι ειδικευμένες στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση έχουν γνωμοδοτήσει για μερικές δεκάδες υποθέσεις που αφορούν καταγγελλόμενους πατεράδες είναι απολύτως μέσα στο όριο της στατιστικής πρόβλεψης.
Αντιθέτως, εύλογη απορία προκαλεί το πώς 30 περίπου άτομα που καταγγέλλονται ή κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα, πλην όμως σε ασύνδετες μεταξύ τους υποθέσεις, βρίσκονται να συνασπίζονται και να συμπορεύονται, δίχως καμία αντικειμενική διασφάλιση ότι η ενδεχόμενη ενοχή ενός δεν θα επηρεάσει την υπερασπιστική γραμμή ενός άλλου.
Οι υποθέσεις
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, έχουν έρθει σε γνώση μας οι υποθέσεις των «16+ πατεράδων» μία προς μία. Έχουμε ασφαλώς τη δεοντολογική υποχρέωση να μην αποκαλύψουμε την ταυτότητα οποιουδήποτε από αυτούς, είτε καταγγελλόμενου, είτε υπόδικου, είτε καταδικασμένου με καταδίκη που δεν είναι ακόμη αμετάκλητη, είτε ακόμη και κάποιου που έχει απαλλαγεί. Όχι μόνο για την προστασία της δικής τους ιδιωτικής σφαίρας, από τη στιγμή που δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα, αλλά και για την προστασία των παιδιών τους που σε πολλές περιπτώσεις φέρουν τα επώνυμά τους.
Είμαστε σε θέση, ωστόσο, να διαπιστώσουμε — όπως έχουμε ήδη καταγράψει με προηγούμενο ρεπορτάζ μας αλλά και με σειρά ενημερωτικών βίντεο — ότι ο ισχυρισμός πως οι περισσότεροι από τους «16» έχουν αθωωθεί δεν ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους «16+». Οι περισσότερες από τις υποθέσεις των ανδρών αυτών είναι ανοιχτές: κάποιες βρίσκονται στην προανάκριση, κάποιες στην κύρια ανάκριση, κάποιες στο δικαστικό συμβούλιο, και κάποιες έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν στο ΜΟΔ.
Ο πρώτος άνδρας, λόγου χάρη, ο οποίος έστειλε «αναφορά» στην αστυνομία πριν από έναν χρόνο περίπου εναντίον της 2ης ψυχολόγου, της αξιωματικού, έχει παραπεμφθεί να δικαστεί στο ΜΟΔ τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 2024.
Άλλος άνδρας, από τους «δορυφόρους» αυτός, έχει πάρει αναβολή για τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε άλλη δίκη προ ημερών για χωριστή δικογραφία, κατηγορούμενος για τον ξυλοδαρμό της κόρης του, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για την οποία ζήτησε και πήρε αναβολή. Το αποτέλεσμα είναι, πρώτον, ανέβαλε για μεγάλο διάστημα την εκδίκαση της σωματικής βλάβης, καθότι βάσει πρόσφατης νομοθεσίας όλες αυτές οι υποθέσεις μεταφέρονται από το Τριμελές στο Μονομελές, γεγονός που έχει προκαλέσει τεράστια αναταραχή και οι υποθέσεις που αναβάλλονται δεν παίρνουν δικάσιμο αλλά πρέπει να επανακληθούν· και, δεύτερον, ο κατηγορούμενος θα προσέλθει στο ΜΟΔ τον Σεπτέμβριο για την εκδίκαση της ασέλγειας κατά της κόρης του, δίχως την ενδεχόμενη καταδίκη του για σωματική βλάβη, την οποία διακινδύνευε αν είχε δικαστεί τώρα.
Άλλος πατέρας, ο οποίος παρεμπιπτόντως τυγχάνει αστυνομικός και ανήκει στους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου, βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Γι’ αυτόν, μόλις διατάχθηκε η κόρη του να υποστεί την πολλοστή πραγματογνωμοσύνη και ορκίστηκαν οι πραγματογνώμονες — δυστυχώς, με μια διαδικασία που έχει πολλά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σε εξέλιξη.
Στην υπόθεση άλλου πατέρα, πάλι, από τους καταγγέλλοντες της πρώτης ψυχολόγου και αυτός, έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση, και εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, το βούλευμα αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο και ο πατέρας παραπέμπεται εκ νέου στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα συνεδριάσει με άλλη σύνθεση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, μακράν του να έχουν αθωωθεί όλοι αυτοί οι καταγγελλόμενοι πατεράδες, οι περισσότερες υποθέσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους συνήθεις αργούς, επίπονους και ενίοτε αλλοπρόσαλλους ρυθμούς της δικαιοσύνης και του ελληνικού συστήματος παιδικής προστασίας — κάτι που, οφείλουμε να τονίσουμε, πλήττει πρωτίστως τα παιδιά.
Από την αναλυτική εξέταση των υποθέσεων, βλέπουμε επίσης ότι δεν αληθεύει πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί αποκλειστικά επί τη βάσει των γνωμοδοτήσεων των ψυχολόγων που έχουν στοχοποιήσει οι ίδιοι και τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους. Ποιος, άλλωστε, παραπέμπεται ποτέ να δικαστεί για κακούργημα με μόνο αποδεικτικό στοιχείο τη γνωμοδότηση μιας ιδιώτη ψυχολόγου;
Αντιθέτως, στις δικογραφίες αυτές συγκεντρώνονται πολλαπλά αποδεικτικά μέσα, όπως — και κυρίως — οι καταθέσεις των παιδιών στις αρχές, δημόσιες πραγματογνωμοσύνες, ένορκες βεβαιώσεις άλλων μαρτύρων και βέβαια οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων-ψυχιάτρων που προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι καταγγελλόμενοι, οι οποίοι γνωματεύουν υπέρ τους.
Το αν τα αποδεικτικά μέσα αυτά είναι επαρκή σε κάθε υπόθεση θα το κρίνει το κάθε δικαστήριο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι «16+» έχουν εξαπολύσει επίθεση εναντίον των δύο ψυχολόγων όχι έχοντας αθωωθεί στην πλειονότητά τους, αλλά με τις υποθέσεις τους ανοιχτές, γεγονός που λογικά συνεπάγεται ότι την πορεία αυτών ακριβώς των υποθέσεων προσπαθούν να επηρεάσουν.
Οι αθωώσεις
Εντούτοις, υπάρχουν κάποιοι, τόσο από τους αρχικούς «16» όσο και από τη διευρυμένη ομάδα των «16+» που είτε έχουν απαλλαγεί με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε έχουν αθωωθεί στο ακροατήριο.
Ας κάνουμε μια προκαταρκτική παρατήρηση: λέμε συχνά ότι «καλύτερα να αθωωθούν εκατό ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος». Γι’ αυτό και στην ποινική δίκη το δικαστήριο πρέπει να πειστεί πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ακριβώς όπως του αποδίδεται. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν πειστεί απολύτως, είναι υποχρεωμένο να αθωώσει. Δεν γίνεται, λόγου χάρη, ένα ποινικό δικαστήριο να πει «υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να το έκανε από ό,τι όχι, άρα καταδικάζω». Αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην το έκανε, οφείλει να αθωώσει.
Όλα αυτά είναι πολύ σωστά και κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου δεν ισχύουν. Σημαίνουν όμως και ότι κάποιες φορές το δικαστικό σύστημα είναι αδύνατο να αγγίξει την αλήθεια.
Αν αυτό ακούγεται παράξενο, ας αναλογιστούμε το εξής: γιατί κάθε φορά που αθωώνεται ένας κατηγορούμενος, δεν καταδικάζονται αμέσως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας για ψευδομαρτυρία; Γιατί δεν θεωρούμε ότι αφού είναι αθώος, όποιος τον κατηγόρησε είπε απαραιτήτως ψέματα; Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν διώκεται αμέσως ο εισαγγελέας, αν υποστήριξε την ενοχή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο; Ψέματα δεν είπε; Αν κάποιος καταδικαστεί πρωτόδικα αλλά αθωωθεί στο Εφετείο, γιατί δεν διώκονται οι δικαστές και οι ένορκοι του Α’ βαθμού; Αυτοί δεν συνήργησαν με τους ψευδομάρτυρες για να καταδικαστεί ένας αθώος;
Προφανώς, αυτά δεν συμβαίνουν. Αντιθέτως, το δικαστικό μας σύστημα δέχεται ότι μπορεί και οι μάρτυρες και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορουμένου να ήταν αληθή, αλλά και να μην επαρκούσαν για να καταδικαστεί.
Έτσι και στις υποθέσεις στις οποίες κάποιοι από αυτούς τους άνδρες έχουν απαλλαγεί. Σε μία, λόγου χάρη, υπάρχουν ιατροδικαστικά ευρήματα στον πρωκτό του παιδιού. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι το παιδί κακοποιήθηκε και μάλιστα όταν εκτελούσε επικοινωνία με τον πατέρα του. Αλλά δεν πείστηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ήταν ο πατέρας του που το κακοποίησε.
Σε άλλη υπόθεση, που αφορά δύο παιδιά, διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της αστικής αντιδικίας, που αφορούσε την επικοινωνία. Παράλληλα, στο ποινικό σκέλος, το ένα παιδί κατέθεσε στην αστυνομία, η ανακρίτρια, όμως, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, αφού είχε ήδη διαταχθεί στο αστικό σκέλος. Μάλιστα, πήρε το παιδί, το κάθισε σε ένα παγκάκι και το ρώτησε: «Αγαπάς τον μπαμπά σου;». Η διαφορά, όμως, μεταξύ της πραγματογνωμοσύνης στο αστικό και αυτής στο ποινικό είναι ότι η πρώτη γίνεται με ευθύνη του ενάγοντος. Μετά από την άρνηση δύο ψυχιάτρων να αναλάβουν την πραγματογνωμοσύνη στο αστικό σκέλος – και τη δυσκολία της μητέρας να διαθέσει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται – η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε. Δεν έγινε όμως ούτε στο ποινικό σκέλος, αφού δεν είχε διαταχθεί ποτέ από την ανακρίτρια. Ο άνδρας δικάστηκε, η εισαγγελική πρόταση ήταν καταδικαστική, αλλά ο εισαγγελέας είπε: «Διατηρώ ελάχιστες αμφιβολίες». Το δικαστήριο αθώωσε. Ο άνδρας, βέβαια, εξακολουθεί να μην μπορεί να πλησιάσει την πρώην σύντροφό του, λόγω δικαστικής απόφασης που εδράζεται σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Από τα πραγματικά χαρακτηριστικά των υποθέσεων, λοιπόν, και όχι τα πλασματικά που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, φαίνεται πως πρόκειται για μια απόπειρα να χρησιμοποιηθούν λιγοστές απαλλαγές κατηγορούμενων ανδρών, οι οποίες έχουν ούτως ή άλλως τις ιδιαιτερότητες που αναφέραμε, για να κατασκευαστεί ένα ψευδές κλίμα αμφισβήτησης των πολύ περισσότερων υποθέσεων που αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Τα ερωτήματα
Οι υποθέσεις αυτές έχουν προφανώς διαφορές μεταξύ τους, ειδικά όσον αφορά την διερεύνησή τους από τις αρχές, η οποία έχει γίνει σε πολλές από αυτές με τρόπους που αποκλίνουν τόσο πολύ από οποιαδήποτε σύγχρονη μέθοδο, ώστε να μοιάζουν σχεδόν με απλά καπρίτσια των εισαγγελέων και των δικαστών. Χαρακτηριστική η υπόθεση που αναφέραμε, στην οποία η ανακρίτρια ρώτησε το παιδί αν αγαπάει τον μπαμπά του.
Έχουν όμως και μια κεντρική ομοιότητα: την επίκληση της «γονεϊκής αποξένωσης» ως απάντησης στο ερώτημα γιατί αυτές οι μητέρες να θέλουν να εκδικηθούν τους πρώην συντρόφους τους, βάζοντας τα παιδιά τους να τους κατηγορήσουν ψευδώς.
Διότι, αν το αναλογιστούμε λίγο, αυτό θα έπρεπε εξαρχής να είναι το κρίσιμο ερώτημα: γιατί οι μητέρες αυτές να θέλουν να κατηγορήσουν ψευδώς τον πατέρα των παιδιών τους; Ποιο είναι το κίνητρο;
Ακόμη περισσότερο, γιατί να το κάνουν οι δύο ψυχολόγοι; Τι έχουν να κερδίσουν;
Αποκαλυπτικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνουν οι τοποθετήσεις των «16+», όπως αποτυπώνονται στις νομικές κινήσεις που έχουν κάνει, προκειμένου να στοχοποιήσουν τις δύο ψυχολόγους.
Οι αρχικοί 16 καταγγελλόμενοι πατεράδες στράφηκαν κατά της 1ης ψυχολόγου με δύο αιτήσεις προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου — μία τον Ιούλιο και μία τον Δεκέμβριο του 2022, με τις υπογραφές 7 και 9 καταγγελλομένων αντίστοιχα.
Με αυτές, ζητούν από την Εισαγγελία να διερευνήσει το «ζήτημα», το οποίο περιγράφουν ως εξής:
[Το] «να κατηγορούνται άδικα γονείς για κακοποίηση των τέκνων τους προκειμένου να επιτευχθεί από την άλλη πλευρά η πλήρης αποξένωσή τους και η ηθική και οικονομική τους εξόντωση, με χρήση του δικαστικού συστήματος» έχει πλέον «λάβει διαστάσεις επιδημίας στην ελληνική κοινωνία». […] «Υφίστανται συγκεκριμένοι/ες “παιδοψυχίατροι” και “παιδοψυχολόγοι” και τεχνοκράτες, οι ίδιοι/ες κάθε φορά, που αναλαμβάνουν τη στήριξη των ως άνω σκευωριών κατά αθώων, ενδύοντας με δικαστικό ένδυμα και ψευδοεπιστημονικότητα τις ως άνω κατηγορίες».
Αντιστοίχως, στις καταθέσεις διαφόρων καταγγελλομένων που προσήλθαν στις δύο διαδικασίες (την ΕΔΕ και την προανάκριση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων) για την 2η ψυχολόγο, την αξιωματικό, το μοτίβο είναι πανομοιότυπο. Ενδεικτικά:
«Η συγκεκριμένη Αξιωματικός ψυχολόγος εκδίδει γνωματεύσεις αμφιβόλου αξιοπιστίας, βάσει των πηγών μου, τις οποίες εμφανίζει σε διαδικασία δικαστικών διενέξεων σχετικά με υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατηγορηθεί ο ένας γονέας για βαρύ αδίκημα σεξουαλικής φύσεως ή ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να παραπλανηθούν οι δικαστικοί λειτουργοί και [να] εκδώσουν αποφάσεις είτε μηδαμινής επικοινωνίας είτε τραγικά περιορισμένης επικοινωνίας μεταξύ του γονέα και του τέκνου, με μοιραίο αποτέλεσμα να προκαλείται γονεϊκή αποξένωση που είναι και ο τελικός στόχος του γονέα αποξενωτή».
Τόσο στις αιτήσεις των αρχικών «16» όσο και στις πολλαπλές καταθέσεις των «16+» δεν αποδίδεται ούτε στις μητέρες ούτε και στις ψυχολόγους κάποιο κίνητρο για την «αποξένωση» και την «εξόντωση» των πατεράδων.
Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, κάποια κατηγορία για οικονομικό όφελος. Και είναι λογικό: για τις μεν μητέρες ισχύει και γι’ αυτές ότι «εξοντώνονται» οικονομικά όσο και οι πρώην σύντροφοι και αντίδικοί τους. Αν, μάλιστα, οι πρώην σύντροφοι καταδικαστούν για κακούργημα με μεγάλες ποινές κάθειρξης, υπάρχει πιθανότητα να μην έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν διατροφή.
Για τις δε ψυχολόγους, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε κάποια κατηγορία ή υποψία χρηματισμού. Ωστόσο, η διερεύνηση των αδικημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας έχει πέσει στο κενό σε όλες τις περιπτώσεις. Παρά τα ξεκάθαρα ψευδή στοιχεία που παρουσίασαν διάφορες εκπομπές, ότι δήθεν οι ψυχολόγοι χρέωναν μεγάλα ποσά, δεν βρέθηκε το παραμικρό επιλήψιμο στοιχείο ούτε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ούτε στην ΕΔΕ, ούτε από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι δύο ψυχολόγοι λειτουργούν δύο μικρά και ουδόλως πολυτελή γραφεία, ενώ χρεώνουν μέσες προς χαμηλές τιμές σε σχέση με την αγορά — και πάντως χαμηλότερες από αυτές που χρεώνουν οι ειδικοί ψυχικής υγείας που έχουν χρησιμοποιήσει οι «16+» ως τεχνικούς συμβούλους.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που προκύπτει από τους ισχυρισμούς των «16+» είναι ότι οι μητέρες τα κάνουν όλα αυτά από μίσος ή για εκδίκηση, δηλαδή «αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» επειδή έτσι θέλουν. Επινοούν αυτές τις ειδεχθείς κατηγορίες εναντίον αθώων επειδή δεν θέλουν τα παιδιά τους να έχουν πατέρα. Γιατί; Γιατί έτσι.
Ακόμη κι αυτή η ούτως ή άλλως αόριστη και αναπόδεικτη κατηγορία, όμως, καταρρίπτεται από τα γεγονότα: ο ισχυρισμός των «16+» ότι οι καταγγελίες εναντίον τους για ασέλγεια συμπίπτουν χρονικά με τη διεκδίκηση από μέρους τους της επικοινωνίας με τα παιδιά τους, σε πολλές περιπτώσεις είναι ανακριβής. Τουναντίον, η επικοινωνία τους με τα παιδιά τους εκτελούνταν κανονικά, μέχρι το σημείο όπου τα παιδιά τούς κατήγγειλαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ο άνδρας που καταδικάστηκε στις 17 Μαΐου σε 13 χρόνια κάθειρξη εκτελούσε κανονικά επί χρόνια την επικοινωνία με τον γιο του, ωσότου μία παιδοψυχίατρος — άλλη, εντελώς ασύνδετη με τις δύο ψυχολόγους που στοχοποιούνται — διαπίστωσε την πιθανότητα της ασέλγειας.
Και για τις δύο ψυχολόγους, βέβαια, απομένει το τεράστιο ερώτημα γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Εκδικούνται και αυτές; «Αποξενώνουν» και «εξοντώνουν» ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους για λίγα ευρώ το ραντεβού;
Η ψευδοθεωρία
Όσον αφορά την πρώτη ψυχολόγο, διάφορες μητέρες παιδιών που έχουν καταγγείλει τους πατεράδες τους για ασέλγεια (αλλά και κάποιων που έχουν καταγγείλει σωματική βία) εξακολουθούν να καλούνται να παράσχουν εξηγήσεις για το πλημμέλημα της ψευδούς καταμήνυσης — η δε ψυχολόγος για συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Η προκαταρκτική εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Όσον αφορά τη δεύτερη ψυχολόγο, την αξιωματικό (στη μεθόδευση της δίωξης της οποίας θα επανέλθουμε με επόμενο ρεπορτάζ), η ΕΛ.ΑΣ. έχει διατάξει το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας, η ΕΔΕ εκκρεμεί, ενώ η έρευνα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων αρχειοθετήθηκε για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ωστόσο, άσκησε δίωξη για τα πλημμελήματα της ψευδούς κατάθεσης (για την ψυχολόγο) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση (για τις μητέρες) σε σχέση με τέσσερις υποθέσεις.
Δεδομένων όσων εκθέσαμε πιο πάνω, δικαιούται κανείς να ρωτήσει με ποιο σκεπτικό οι αρχές εξακολουθούν να εξετάζουν — στον βαθμό, έστω, που το κάνουν — τις καταγγελίες των «16+».
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε μια αποστροφή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος στη διάταξη με την οποία ασκεί δίωξη στην ψυχολόγο-αστυνομικό και στις τέσσερις μητέρες δηλώνει την πρόθεσή του να διατάξει προανάκριση για το αδίκημα της σωματικής βλάβης σε ανήλικους. Όποιος δεν γνωρίζει, φυσικά, μπορεί να εκπλαγεί, διότι σε κανέναν σημείο όλης αυτής της ιστορίας δεν έχει τεθεί ζήτημα σωματικής βλάβης από ψυχολόγους ή μητέρες. Ωστόσο, πρόκειται για άρθρο του Ποινικού Κώδικα στο οποίο υπάγεται και η ψυχική βλάβη.
Η «ψυχική βλάβη» εδώ είναι ξεκάθαρα μια μετωνυμία για την υποβολιμότητα των παιδιών, για την πιθανότητα δηλαδή να τους έχουν υπαγορευτεί ή «εμφυτευτεί» οι καταγγελίες εναντίον των πατεράδων τους, όπως ακριβώς περιγράφει η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».
Η «γονεϊκή αποξένωση», όπως έχουμε τεκμηριώσει με αναλυτικό ρεπορτάζ, είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, η οποία επινοήθηκε με τον ειδικό στόχο να χρησιμοποιείται στην νομική υπεράσπιση πατεράδων που κατηγορούνται ότι κακοποίησαν σεξουαλικά τα παιδιά τους.
Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει απορρίψει την ψευδοθεωρία αυτή, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από την μελέτη Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation: A Research Review της πανεπιστημιακού διεθνούς κύρους Joan S. Meier (καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington), η οποία συνθέτει τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις για τη «γονεϊκή αποξένωση».
Δυστυχώς στη χώρα μας, όπως και σε άλλες, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να γίνεται δεκτή στη δικαστική διαδικασία ως ισχυρισμός που οι δικαστικές αρχές δέχονται να λάβουν υπόψη τους — όπως φαίνεται και από τη διάταξη του Εισαγγελέα που προαναφέραμε. Το γεγονός αυτό συχνά οδηγεί σε υποτίμηση και λανθασμένη ερμηνεία των αποκαλύψεων των θυμάτων (κακοποιημένων παιδιών αλλά και γυναικών εκεί όπου συντρέχει ενδοοικογενειακή βία), με αποτέλεσμα αφενός να μην αποδίδεται δικαιοσύνη, αφετέρου να επανατραυματίζονται και εν τέλει να ενοχοποιούνται τα θύματα.
Γι’ αυτό ακριβώς, το τελευταίο διάστημα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Επιτροπή GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης δημοσίευσαν εκθέσεις, στις οποίες εφιστούν την προσοχή των κρατών στους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι δικαστικές αρχές δεν απορρίπτουν την ψευδοθεωρία αυτή. Επειδή, μάλιστα, συχνά η «γονεϊκή αποξένωση» δεν ονοματίζεται ρητά αλλά μεταμφιέζεται σε πιο περιφραστικούς ισχυρισμούς, οι διεθνείς οργανισμοί καλούν τα κράτη να εκπαιδεύσουν τους δικαστές τους, ώστε να μάθουν να αναγνωρίζουν την ψευδοθεωρία και να την απορρίπτουν. Η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ, επιπλέον, καλεί τα κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία.
Το λόμπι
Στην Ελλάδα, διαπρύσιοι υποστηρικτές της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι διάφορες ομάδες «ανδρικών δικαιωμάτων», όπως ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια», ο σύλλογος «ΓΟΝ.ΙΣ», η «Δράση για τη Γονεϊκή Αποξένωση» και ο σύλλογος «Ενεργοί Μπαμπάδες», μεταξύ άλλων. Όπως έχουμε καταγράψει σε αναλυτικό ρεπορτάζ, οι ομάδες αυτές, μετά το 2020, συγκρότησαν ένα λόμπι, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στο να διεισδύσει στο κυβερνών κόμμα και στην κυβέρνηση, ενόψει τότε της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου που αποτυπώθηκε το 2021 στον λεγόμενο «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια».
Μολονότι ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» δεν περιλήφθηκε ρητά στον νόμο του 2021, το πνεύμα της ψευδοθεωρίας αποτυπώθηκε σε κάποιες διατάξεις. Το λόμπι έχει έκτοτε συνεχίσει τις προσπάθειες να εντάξει τη «γονεϊκή αποξένωση» στη νομοθεσία, με πιο πρόσφατη απόπειρα την ψήφιση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία.
Τροποποίηση του νόμου είχε εξαγγείλει ο Κώστας Τσιάρας μετά τις τρεις γυναικοκτονίες του Αυγούστου 2022 και είχε συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Η επιτροπή, ωστόσο, διαλύθηκε δίχως να ολοκληρώσει την πρότασή της, ακριβώς επειδή πολλά μέλη αντέδρασαν στις έντονες πιέσεις να περιλάβουν στο νομοσχέδιο τη «γονεϊκή αποξένωση» ως ενδοοικογενειακή βία.
Όταν, ακολούθως, τα ηνία του υπουργείου Δικαιοσύνης πήρε ο Γιώργος Φλωρίδης, και τροποποίησε τον ποινικό κώδικα, ο όρος και πάλι δεν περιλήφθηκε με ρητό τρόπο. Ωστόσο, η διάταξη περί «ψυχολογικής βίας» που προστέθηκε στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας δέχτηκε δικαιολογημένη κριτική, καθώς αφενός είναι αόριστη και αφετέρου αφορά μόνο τους ανηλίκους, αφήνοντας έτσι δυνατότητα να παρεισφρήσει η «γονεϊκή αποξένωση» δια της πλαγίας οδού.
Την ίδια στιγμή, το λόμπι ενέτεινε την προσπάθειά του να επηρεάσει εισαγγελείς και δικαστές. Χαρακτηριστικά, στις διαδικτυακές σελίδες των συλλόγων γράφονται απειλές, όπως: «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!»
Αρωγοί στην διείσδυση της ψευδοθεωρίας στη δικαστική διαδικασία έχουν σταθεί και στέκονται, επίσης, λιγοστοί ειδικοί ψυχικής υγείας. Φυσικά, η έκθεση του ΟΗΕ συστήνει στα κράτη να νομοθετήσουν και κατά της χρήσης «των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.» Ωστόσο, αντί οι επαγγελματίες αυτοί να έχουν απαξιωθεί όπως οι «ειδικοί» που κάποτε παραπλανούσαν τους γονείς ότι τα εμβόλια ευθύνονται για τον αυτισμό, εξακολουθούν να γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες κύρους στα ακροατήρια, να προσφέρουν υπηρεσίες ως τεχνικοί σύμβουλοι και να συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες τα δικαστήρια εξετάζουν, ή να ορκίζονται πραγματογνώμονες.
Κάθε στοιχείο της υπόθεσης των «16+ πατεράδων» δείχνει ότι η εκστρατεία αυτή που μαίνεται τόσο στους κόλπους των αρχών όσο και στη δημοσιότητα που αφειδώς προσφέρουν γνωστά ΜΜΕ, ξεπηδά από ένα «κίνημα ανδρικών δικαιωμάτων» που συσπειρώθηκε για να επηρεάσει εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και να εγκαταστήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι όταν κατηγορείται ο μπαμπάς για ασέλγεια, γι’ αυτό φταίνε πάντοτε οι μητέρες που τους εκδικούνται και οι άλλες γυναίκες που τις βοηθούν να βάλουν τα παιδιά να πουν ψέματα.
Δυστυχώς, η απόπειρα αυτή υποβοηθείται από τη δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας στη χώρα μας, τις προκαταλήψεις των αρχών, αλλά και την ιδεολογική στράτευση κρίσιμων για τις υποθέσεις αυτές προσώπων, όπως συγκεκριμένων αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών, ψυχιάτρων/πραγματογνωμόνων, δικηγόρων και δημοσιογράφων.