Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Μελέτη περίπτωσης

Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της «γονεϊκής αποξένωσης»

test

The Manifold

Καταγράφουμε μια υπόθεση σε εξέλιξη, στην οποία ένα δεκάχρονο κορίτσι που έχει καταγγείλει τον πατέρα του ότι το κακοποιούσε σεξουαλικά έχει έρθει αντιμέτωπο με ένα δικαστικό σύστημα που αποτυγχάνει να το προστατέψει από τον επανατραυματισμό, υπό την πίεση ενός λόμπι με προνομιακή πρόσβαση στα ΜΜΕ που πασχίζει να πείσει την κοινή γνώμη πως μητέρες βάζουν τα παιδιά τους να κατηγορήσουν ψευδώς τους πατέρες τους για να τα «αποξενώσουν».

Αθήνα

Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

Ήταν τέλη Νοεμβρίου του 2022 και η Φ. ήταν σχεδόν δέκα χρόνων. Ο βήχας της κρατούσε κάποιες μέρες κι έτσι η μητέρα της την πήγε στην παιδίατρο. Εκεί μίλησε η Φ. για πρώτη φορά. Είπε ότι, κάποιους μήνες πριν, όσο η μητέρα της ήταν για ένα μεγάλο διάστημα στο νοσοκομείο, ο μπαμπάς της την έπιανε σε σημεία του σώματός της που την ενοχλούσαν.

Ο πατέρας της Φ. είχε εγκαταλείψει το κοινό τους σπίτι ενάμιση μήνα νωρίτερα περίπου. Η μητέρα της Φ. καταγγέλλει ότι, προτού φύγει, την είχε χτυπήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Η ψυχολογική και σωματική βία εναντίον της είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο της εγκυμοσύνης της. 

Η μητέρα της Φ. υποστηρίζει ότι είχε προσπαθήσει να χωρίσει πολλές φορές στο παρελθόν εξαιτίας της σωματικής και ψυχολογικής βίας που είχε υποστεί από τον σύζυγό της. Πολλές γυναίκες-επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας έχουν περιγράψει την ιδιαίτερη συνθήκη φόβου και αυτοπαγίδευσης — όπως λόγου χάρη το να πιστεύουν ότι, παρά τη βία που υφίστανται, το «λάθος» είναι δικό τους — που ακυρώνει τις επανειλημμένες προσπάθειές τους να διαφύγουν. Όμως στην περίπτωση της μητέρας της Φ. συνέτρεχε κι ένας ακόμη λόγος:

Η μητέρα της Φ. πάσχει από σοβαρή μορφή καρκίνου. Πάσχιζε λοιπόν, όπως λέει, να βελτιώσει τη σχέση της κόρης της με τον πατέρα της, επειδή φοβόταν πως θα πεθάνει και η κόρη της θα αναγκαστεί να ζήσει μαζί του.

Η Φ. εμφάνιζε αποστροφή για τον πατέρα της, σύμφωνα με όσα αφηγείται η μητέρα της, από όταν ήταν μωρό και, καθώς μεγάλωνε, αρνιόταν να μένει μαζί του. Όταν ο καρκίνος, ο οποίος είχε φαινομενικά αντιμετωπιστεί, επανεμφανίστηκε επιθετικά, η μητέρα της Φ. αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο διάστημα. Η Φ. έκλαιγε κάθε μέρα όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο, λέγοντας πως ο μπαμπάς είναι «κακός». 

Η μητέρα της Φ. ωστόσο υπέθετε, όπως λέει, ότι η άρνηση της κόρης της οφειλόταν στο ότι ο πατέρας της δεν είχε ποτέ χτίσει σχέση μαζί της και στο ότι ήταν απότομος, ενώ το παιδί είχε πλειστάκις γίνει μάρτυρας της βίας που αυτός ασκούσε εναντίον της μητέρας της.

Έτσι και όταν άκουσε την εξομολόγηση της Φ. στην παιδίατρο, η αυθόρμητη αντίδρασή της ήταν να σκεφτεί ότι πρόκειται για παρεξήγηση, ότι ο πατέρας της μάλλον είχε, με τον απότομο και βίαιο τρόπο του, άθελά του κάνει κάτι στην Φ.

«Είχα άρνηση» μας λέει. «Το ξέρω ότι είναι άγαρμπος και το ξέρω ότι είναι παρεμβατικός. Το ξέρω ότι μπαίνει στο μπάνιο χωρίς να τη ρωτάει, το οποίο το έχουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές ότι είναι μεγάλο παιδί, δηλαδή μη μπαίνεις όταν είναι τουαλέτα, μην ανοίγεις την πόρτα όταν κάνει μπάνιο… Δεν μπαίνω ούτε εγώ πια. Σκεφτόμουν μήπως είναι παρεξήγηση…» 

Το κορίτσι μιλάει

Όταν η μητέρα της Φ. επισκέφτηκε την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2022, οι αστυνομικοί την ρώτησαν αν θέλει να κάνει καταγγελία. Η μητέρα της Φ. απάντησε πως αυτό θα εξαρτιόταν από το αποτέλεσμα της διερεύνησης και πως για την ώρα αυτό που ήθελε ήταν να μάθει την αλήθεια για ό,τι συνέβη στην κόρη της. 

Λίγες ημέρες αργότερα, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα στο οποίο της είπαν την επομένη να φέρει το παιδί στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων για εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου 2022. Μετά την εξέταση, σύμφωνα με τη μητέρα, οι αστυνομικοί της επιβεβαίωσαν ότι η Φ. έχει κακοποιηθεί και τη συμβούλεψαν να αναζητήσει ψυχολόγο για την κόρη της αλλά και για την ίδια. Προτού φύγει αυτή και η κόρη της από τη ΓΑΔΑ, οι αστυνομικοί της ζήτησαν να φροντίσει να μην μάθει τίποτα ο πατέρας της Φ. όσο διαρκούσε η διερεύνηση. Της είπαν επίσης να τους τηλεφωνήσει αμέσως σε περίπτωση που το παιδί έχει πρόσθετα πράγματα να αναφέρει ή αν συμβεί οτιδήποτε άλλο σχετικό με τη διερεύνηση. Την παρότρυναν, τέλος, να καταθέσει μήνυση για την ενδοοικογενειακή βία εναντίον της, κάτι που έκανε τον Ιανουάριο.

Η μητέρα της Φ. απευθύνθηκε σε ιατροδικαστική παιδοψυχολόγο (το όνομά της είναι στη διάθεση του Manifold, επειδή όμως έχουμε λάβει γνώση στοχοποίησης και απειλών εναντίον της, επιλέγουμε να μην το αναφέρουμε), η οποία αφενός ανήκει στον κατάλογο των διαπιστευμένων δικαστικών πραγματογνωμόνων, αφετέρου είναι εκπαιδευμένη στα ειδικά πρωτόκολλα για τη διάγνωση της παιδικής κακοποίησης σύμφωνα με τα σύγχρονα διεθνή πρότυπα. Η παιδοψυχολόγος πραγματοποίησε το επόμενο διάστημα δεκαέξι συνεδρίες με την Φ. και βεβαίωσε στην πραγματογνωμοσύνη της ότι κατά την επιστημονική της άποψη, το παιδί έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα του.

Παράλληλα, η Φ. συνέχισε να εξομολογείται πλευρές της σεξουαλικής κακοποίησης που, όπως λέει, υπέστη από τον πατέρα της. Σταδιακά μίλησε στη δασκάλα της, στην κολλητή της φίλη στο σχολείο, η οποία ενημέρωσε τη μητέρα της, στη νονά της και στην παιδίατρό της για δεύτερη φορά. Το σχολείο του παιδιού έκανε τρεις αναφορές στην εισαγγελία ανηλίκων. Η μητέρα της Φ. κατέθεσε όσα αφηγούνταν το παιδί της σε τρεις συμπληρωματικές καταθέσεις στη ΓΑΔΑ. (Οι λεπτομερειακές αφηγήσεις της Φ. για όσα υποστηρίζει ότι υπέστη από τον πατέρα της είναι σε γνώση του Manifold, ωστόσο για προφανείς λόγους αποφεύγουμε να τις παραθέσουμε.)  

Δεκαέξι πατεράδες

Ο πατέρας της Φ., κατά το διάστημα που ακολούθησε την αποχώρησή του από το σπίτι τους, τον Οκτώβριο του 2022, είχε προσπαθήσει να την προσεγγίσει κάποιες φορές, όμως η Φ. κάθε φορά αρνιόταν να τον συναντήσει και εκδήλωνε, σύμφωνα με τη μητέρα της, φόβο γι΄αυτόν. 

Εξαιτίας της προειδοποίησης της αστυνομίας να μην μάθει ο πατέρας της Φ. για τη διερεύνηση των καταγγελιών του κοριτσιού, δεν ήταν εφικτό να κατατεθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την επιμέλεια του παιδιού, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την άμεση ειδοποίηση του πατέρα. Γι’ αυτό, όσο ακόμη η ποινική δικογραφία εκκρεμούσε μεταξύ εισαγγελίας ανηλίκων και ασφάλειας, η μητέρα είχε κάνει επανειλημμένες κρούσεις προς την εισαγγελία ανηλίκων να εξασφαλίσουν την προστασία της Φ. αποκλείοντας την επικοινωνία με τον πατέρα της.      

Η εισαγγελία δεν πήρε κανένα μέτρο, με αποτέλεσμα τελικά, τον Απρίλιο του 2023, να επιδοθεί στη μητέρα της Φ. αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του πατέρα, με την οποία ζητούσε την από κοινού επιμέλεια του παιδιού ή/και δικαιώματα επικοινωνίας. Η μητέρα της Φ. απάντησε με δική της αίτηση, στην οποία ζητούσε αποκλειστική επιμέλεια, καθώς και να απαγορευτεί στον πατέρα να προσεγγίζει αυτήν και την κόρη τους.

Στη συζήτηση της προσωρινής διαταγής επί των αιτήσεων, τον Μάιο του 2023, πέραν της αναμενόμενης άρνησης του πατέρα κάθε πράξης που έχει καταγγείλει η Φ., οι συνήγοροί του, Σταυρούλα Παπαδέα, που χειρίζεται το αστικό σκέλος, και Φιλοθέη Βαρσάμη από τη δικηγορική εταιρεία «Στεφανάκης – Γκαβέλας και συνεργάτες», που χειρίζεται το ποινικό, υποστήριξαν ότι οι κατηγορίες είναι κατασκευασμένες από την ιατροδικαστική παιδοψυχολόγο. Ανέφεραν μάλιστα στο δικαστήριο ότι η παιδοψυχολόγος ελέγχεται από τη δικαιοσύνη για ψευδείς γνωματεύσεις, βάσει των αναφορών που έχουν καταθέσει στον Άρειο Πάγο «δεκαέξι πατεράδες» που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.

Η συνήγορος Βαρσάμη, λόγου χάρη, υποστήριξε κατά τη συζήτηση ότι «υπάρχουν πατεράδες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κ. […] έχει δώσει βεβαιώσεις ότι ασελγούσαν οι πατεράδες, ότι κακοποιούσαν τα παιδιά τους, κι αποδείχθηκε όταν τα παιδιά ελέγχθηκαν από πραγματικά επιστήμονες αντικειμενικούς και ανεξάρτητους είτε ότι τα παιδιά έλεγαν ψέμματα είτε ότι τα παιδιά δεν είχαν πει ποτέ αυτά τα πράγματα για τους γονείς τους», συνεπώς η παιδοψυχολόγος είναι αποδεδειγμένα «αναξιόπιστη».

Πού είναι η «φάμπρικα»;

Η υπόθεση των «δεκαέξι πατεράδων» εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με αυτή της Φ. και έχει επανειλημμένα και εκτενώς παρουσιαστεί σε κάποια από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας. Συγκεκριμένα, πάρα πολλά δημοφιλή ΜΜΕ, όπως το MEGA, ο ANT1, το Star και το Πρώτο Θέμα, αλλά και πολλές μικρότερες ιστοσελίδες, έχουν δώσει πολύ μεγάλη έκταση στο θέμα προσφέροντας σχεδόν απεριόριστο και δίχως αντίλογο βήμα στους καταγγελλόμενους και στους συνηγόρους τους, Χριστίνα Φλώρου και Όθωνα Παπαδόπουλο, καθώς και στην ψυχολόγο Χριστίνα Αντωνοπούλου, η οποία κατά δήλωσή της «έχει δει» τους «δεκαέξι», ενώ έχει γνωματεύσει και για τον πατέρα της Φ. Τα «ρεπορτάζ» αυτά κάνουν λόγο για «φάμπρικα ψευδών ιατρικών γνωματεύσεων» και αναπαράγουν ωσάν να είναι γεγονός πως οι άνδρες αυτοί έχουν κατηγορηθεί άδικα με βάση αποκλειστικά τις γνωματεύσεις της συγκεκριμένης ψυχολόγου, κατά παραγγελία των πρώην γυναικών τους, οι οποίες θέλουν να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. 

Δεν γνωρίζουμε για ποιον λόγο τόσα ΜΜΕ έχουν λειτουργήσει ως επί της ουσίας «διαφημιστική εκστρατεία» των συγκεκριμένων καταγγελόμενων πατεράδων και των συνηγόρων τους, σε έρευνα που πραγματοποιήσαμε για την υπόθεση των «δεκαέξι», ωστόσο, προέκυψε διαφορετική εικόνα: 

Πρώτον, οι αναφορές στον Άρειο Πάγο είναι ακόμη υπό εξέταση με κάποιες να έχουν ήδη αρχειοθετηθεί, συνεπώς μόνο το γεγονός ότι κάποιοι καταγγελλόμενοι για ειδεχθή εγκλήματα κατέθεσαν αναφορές δεν σημαίνει τίποτε απολύτως πέραν της προσπάθειάς τους να αντικρούσουν τις καταγγελίες και σίγουρα δεν «αποδεικνύει» την αναξιοπιστία της παιδοψυχολόγου. 

Δεύτερον, δεν αληθεύει ότι «τα παιδιά ελέγχθηκαν από επιστήμονες αντικειμενικούς και ανεξάρτητους» και αποδείχτηκε ότι «έλεγαν ψέμματα», τουναντίον αυτό υποστηρίζεται μόνο στις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων που προσλαμβάνουν οι καταγγελλόμενοι. Μάλιστα, σε πολλές από τις υποθέσεις υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, όπως καταθέσεις στη ΓΑΔΑ κτλ, συνεπώς δεν αληθεύει ούτε ότι οι καταγγελίες βασίζονται αποκλειστικά στις γνωματεύσεις της συγκεκριμένης παιδοψυχολόγου. 

Τρίτον, μακράν του να έχουν αθωωθεί ή απαλλαγεί οι «δεκαέξι», οι υποθέσεις τους βρίσκονται σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας, με κάποιους να έχουν απαλλαγεί, κάποιους να βρίσκονται στην ανάκριση, κάποιος να έχουν ήδη παραπεμφθεί να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, και έναν να έχει καταδικαστεί πρωτόδικα σε 13 κάθειρξη για ασέλγεια κατά του παιδιού του.

«Δεν μπορείς να με προστατέψεις»

Κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής, η συνήγορος της μητέρας της Φ., Αντωνία Λεγάκη, αντέτεινε ότι είναι αστείο να συζητάμε για κάποια «συνωμοσία» που εξυφαίνει μια ψυχολόγος, τη στιγμή που το παιδί έχει μιλήσει στην παιδίατρό του, στην νονά του, στη δασκάλα του και στην κολλητή της, όπως προκύπτει από ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, καθώς βέβαια και στην αστυνομία, όπως προκύπτει από τη δικανική εξέταση στη ΓΑΔΑ. Και, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί να δει το βίντεο από την κατάθεση του παιδιού ή και να εξετάσει το ίδιο το παιδί.

Η Πρόεδρος του δικαστηρίου Ευγενία Ζωχιού απάντησε ότι δεν θα δει το βίντεο και ότι «αρκούν αυτά για μια προσωρινή διαταγή» και αποφάσισε να αναθέσει μεν στη μητέρα την προσωρινή επιμέλεια της Φ., να δώσει δε στον πατέρα δικαίωμα συναπόφασης σε θέματα υγείας και εκπαίδευσης, καθώς και δικαίωμα επικοινωνίας με διανυκτέρευση.

«Εγώ έχω πάει να ζητήσω βοήθεια από τη δικαιοσύνη…» μας είπε η μητέρα της Φ. «Η Φ. Ήταν στο σχολείο, ήξερε ότι θα έβγαινε η απόφαση και ρώτησε τη δασκάλα της αν μπορεί να με πάρει τηλέφωνο να δει τι έγινε. Και δεν ήξερα τι να της πω, με πιάσαν τα κλάματα». 

Η μητέρα της Φ. κατέθεσε στη συνέχεια αίτηση ανάκλησης της προσωρινής διαταγής, με το αιτιολογικό ότι η Φ. είναι πλέον τρομοκρατημένη με την πιθανότητα να την πάρει ο πατέρας της και συνεπώς η απόφαση συνιστούσε έναν διαρκή επανατραυματισμό της. Η πλευρά του πατέρα, η οποία εκφράστηκε από τον συνήγορό του Αλέξη Στεφανάκη που χειρίζεται και την ποινική υπόθεση, επανέλαβε τα περί κατασκευής των κατηγοριών από την παιδοψυχολόγο. Η αίτηση απορρίφθηκε.

«Το είπα στην Φ.» μας λέει η μητέρα «και μου είπε: “Δεν μπορείς να με προστατέψεις. Και τώρα θα έρθει να με πάρει”».  

Όταν ο πατέρας προσπάθησε τρεις φορές, στο επόμενο διάστημα, να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας που του έδωσε το δικαστήριο, η Φ. αρνήθηκε να πάει μαζί του, φωνάζοντάς του μάλιστα από το μπαλκόνι πως ήθελε να φύγει.

Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή μια διαταγή για επικοινωνία να μένει ανεφάρμοστη στην πράξη επειδή το παιδί αρνείται να δει αυτόν που καταγγέλλει για την κακοποίησή του είναι συχνό, διότι αναμενόμενα είναι η μόνη καταφυγή απέναντι στην αποτυχία των δικαστικών αρχών να προστατέψουν τα παιδιά. 

Σύμφωνα με την έρευνα του Manifold, βάσει της οποίας έχουμε γυρίσει και το σχετικό ντοκιμαντέρ «Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία», οι αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές συστηματικά παραβιάζουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων και επιπλέον καθυστερούν ασυγχώρητα να τις διερευνήσουν, με αποτέλεσμα συχνότατα να δίνεται επικοινωνία σε καταγγελλόμενους πατεράδες όταν δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Σε γνώση μας είναι ακόμη και υπόθεση στην οποία οι πραγματογνωμοσύνες έχουν διεξαχθεί με το δικαστήριο να έχει ήδη παραδώσει το παιδί στην επιμέλεια του πατέρα, τον οποίο έχει καταγγείλει για την σεξουαλική του κακοποίηση. Και όλα αυτά τη στιγμή που η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η λεγόμενη και Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει, προβλέπει ότι πρέπει να λαμβάνονται «τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επικοινωνίας ή κηδεμονίας δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών». 

Επιτέλους προστασία;

Τον Ιούνιο του 2023, η εισαγγελία παρήγγειλε να διεξαχθεί δικανική εξέταση της Φ. στο Σπίτι του Παιδιού της Αθήνας. Ακολούθως, ο πατέρας κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις στην εισαγγελία, τις οποίες, μετά την παρέλευση προθεσμίας που ζήτησε και πήρε, τελικά κατέθεσε. 

Τον Ιούλιο του 2023, οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. κατέθεσαν νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας αυτή τη φορά την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού. Τον Οκτώβριο, η δικηγόρος Νάντια Κωνστάντου, επικεφαλής του τμήματος οικογενειακού δικαίου της δικηγορικής εταιρείας «Μίνα Καούνη και Συνεργάτες» που ανέλαβε την υπόθεση της Φ. και της μητέρας της, παραιτήθηκε από την εκκρεμή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της μητέρας και κατέθεσε νέα αίτηση, λόγω και των νέων πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από την εξέταση της Φ. στο Σπίτι του Παιδιού, ζητώντας να δοθεί η αποκλειστική επιμέλεια της Φ. στη μητέρα, συμπεριλαμβανομένης κάθε σημαντικής απόφασης που αφορά την υγεία και την εκπαίδευση του παιδιού,  να απαγορευτεί στον πατέρα να προσεγγίζει τη Φ. και την μητέρα της καθώς και συνεισφορά του πατέρα στη διατροφή της ίδιας και της κόρης της, καθότι δεν δύναται να εργαστεί λόγω του σοβαρού προβλήματος της μητέρας. 

Ενόψει της συζήτησης της προσωρινής διαταγής επί της νέας αίτησης της μητέρας, η πλευρά του πατέρα κατέθεσε νέο αίτημα προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούσε την προσωρινή επιμέλεια της Φ. και, επικουρικά, επικοινωνία με διανυκτέρευση. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2023, οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. επανέλαβαν την υπερασπιστική τους γραμμή, με τον Αλέξη Στεφανάκη να φωνάζει ότι η μητέρα της Φ. είναι «εμμονική». Όταν η πρόεδρος, Σταματίνα Λάου, ζήτησε να δει το παιδί, ο συνήγορος φώναξε: «Ποιο παιδί; Αυτό το οποίο καθοδηγείται από μια μητέρα και μία παιδοψυχολόγο ελεγχόμενη από τη δικαιοσύνη; Ποιο παιδί;» και συνέχισε: «Αυτή εδώ είναι μια επικίνδυνη γυναίκα. Έχει κάνει το παιδί γενίτσαρο».

Η πρόεδρος πράγματι συνάντησε τη Φ., εκτός της δικαστικής αίθουσας, και η απόφαση αντιμετώπισε το συμφέρον του παιδιού ως προτεραιότητα: έδωσε προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια της Φ. στη μητέρα της και διατροφή για τη μητέρα και το παιδί. Η αίτηση του πατέρα απορρίφθηκε στο σύνολό της, περιλαμβανομένου και του αιτήματός του για επικοινωνία, ενόψει της εκδίκασης των ασφαλιστικών μέτρων.

«Προϊόντα μυθοπλασίας»

Οι δύο αντίθετες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, της μητέρας και του πατέρα της Φ., εκδικάστηκαν στις 19 Φεβρουαρίου 2024 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Η απόφαση, που εκδόθηκε στις 30 Μαΐου, γεννά σοβαρά ερωτήματα για τη σοβαρότητα με την οποία το δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία, καθώς και για τις γνώσεις του δικαστή όχι μόνο για επιστημονικά αλλά ακόμη και για νομικά θέματα σχετικά με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση.

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Κωνσταντίνος Σπυράκος, εστίασε σχεδόν αποκλειστικά στην έκθεση της ιατροδικαστικής παιδοψυχολόγου, στην οποία είχε απευθυνθεί η μητέρα της Φ., μετά την κατάθεση της Φ. στη ΓΑΔΑ. Ο πρόεδρος αποφάσισε ότι οι καταγγελίες του 12χρονου, πλέον, κοριτσιού είναι «προϊόντα μυθοπλασίας της ανήλικης», τα οποία υιοθέτησε ως αληθή μέσα από τις συνεδρίες της με την ψυχολόγο.

Την κρίση του αυτή ο κ. Σπυράκος βάσισε σε τέσσερα, κατά κύριο λόγο, σημεία:

Πρώτο, ότι η εν λόγω παιδοψυχολόγος έχει δεχτεί καταγγελίες από καταγγελλόμενους για ασέλγεια πατεράδες, δηλαδή τους «δεκαέξι». 

Δεύτερο, ότι η έκθεση της παιδοψυχολόγου δεν αντικρούει τα «μη αμφισβητήσιμα» ιατροδικαστικά ευρήματα, δηλαδή το γεγονός ότι η ιατροδικαστική εξέταση της Φ. δεν είχε κανένα εύρημα που να αποτελεί ένδειξη κακοποίησης.

Τρίτο, ότι η Φ. αποκάλυψε περισσότερα στοιχεία για την κακοποίησή της κατά τη δεύτερη κατάθεσή της σε σχέση με την πρώτη, ενώ είχαν μεσολαβήσει οι συνεδρίες της με την παιδοψυχολόγο, τα οποία αμφισβητούνται επειδή περιέχουν λεπτομέρειες και πρόσθετα περιστατικά που απουσιάζουν από την πρώτη κατάθεση.

Τέταρτο, ότι η έκθεση της παιδοψυχολόγου, από διάφορες απόψεις που διαπιστώνει ο δικαστής, δεν ακολουθεί το «Δομημένο Πρωτόκολλο Εξέτασης ως Μάρτυρα Ανήλικου Θύματος», το οποίο έχει θεσπιστεί με Υπουργική Απόφαση του 2019.   

Και τα τέσσερα αυτά σημεία, ωστόσο, εγείρουν απορίες για την επιμέλεια και την κατάρτιση του δικαστηρίου.

Σχετικά με το πρώτο, όπως προαναφέραμε, τι πιο σύνηθες από κάποιον που κατηγορείται να προσφεύγει στη δικαιοσύνη με τη σειρά του εναντίον των μαρτύρων που ενδέχεται να καταθέσουν εναντίον του; Αποτελεί κοινή γνώση ότι άτομα υπό ποινική δίωξη εξαπολύουν μηνύσεις και αγωγές εναντίον των μαρτύρων κατηγορίας και το δικαστήριο οφείλει να το γνωρίζει. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση που να δέχεται τις αιτιάσεις των «δεκαέξι», αλλά αντιθέτως έχουν αρχειοθετηθεί ορισμένες από τις αιτήσεις τους, πώς θεωρεί το δικαστήριο ότι μόνες οι προσφυγές ατόμων υπό ποινική διερεύνηση αποτελούν ένδειξη αναξιοπιστίας της παιδοψυχολόγου;

Σχετικά με το δεύτερο, το δικαστήριο αγνοεί τις προειδοποιήσεις όλων των έγκυρων ειδικών παιδικής προστασίας ότι η ιατροδικαστική εξέταση εξαιρετικά σπάνια αποδίδει ευρήματα στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης — και σίγουρα όχι όταν γίνεται μήνες μετά τα καταγγελλόμενα περιστατικά, όπως στην περίπτωση της Φ. Μακράν του να αποτελούν «μη αμφισβητήσιμα» ευρήματα, οι ιατροδικαστικές εξετάσεις αποτελούν τα πιο ασθενή αποδεικτικά μέσα σε αυτές τις υποθέσεις, σε βαθμό μάλιστα πολλοί ειδικοί να υποστηρίζουν ότι αν δεν γίνονται αμέσως, δεν πρέπει να γίνονται καθόλου, διότι τραυματίζουν αχρείαστα τα παιδιά.

Σχετικά με το τρίτο, το δικαστήριο φαίνεται να μην γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης — αλλά και τα θύματα άλλων μορφών κακοποίησης και σεξουαλικών επιθέσεων γενικότερα, συνηθέστατα και τα ενήλικα — τα οποία στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αποκαλύπτουν αυτό που τους έχει συμβεί σταδιακά και σε «δόσεις», όσο μεγαλώνει το διάστημα που έχουν απομακρυνθεί από αυτόν που καταγγέλλουν ως θύτη και συνεπώς αισθάνονται πιο ασφαλή. Το να αποκαλύψει ένα θύμα, όπως εδώ η Φ., περισσότερες λεπτομέρειες σε μια δεύτερη κατάθεση, σε μεταγενέστερο διάστημα, σε σχέση με την πρώτη, είναι όχι μόνο φυσιολογικό αλλά αποτελεί τον κανόνα. Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι ένα αδίκημα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία το δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη του. Αντ’ αυτού, επέλεξε να υποβαθμίσει τη δεύτερη κατάθεση, για την οποία μάλιστα κατέγραψε λανθασμένα στην απόφασή του ότι έγινε στη ΓΑΔΑ, όπως και η πρώτη, αντί στο «Σπίτι του Παιδιού», όπου στην πραγματικότητα έγινε και το οποίο βάσει της νομοθεσίας είναι αρμόδιο. 

Όσο για το ότι οι συνεδρίες της Φ. με την παιδοψυχολόγο μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο καταθέσεις, το δικαστήριο φαίνεται να αδιαφορεί για το γεγονός ότι από την πρώτη ως την δεύτερη κατάθεση μεσολάβησαν έξι μήνες — με ευθύνη των εισαγγελικών αρχών, οι οποίες παράλληλα αμέλησαν να λάβουν μέτρα προστασίας του παιδιού. Το γεγονός ότι η μητέρα της Φ. φρόντισε να πλαισιώσει το παιδί της με ψυχολογική υποστήριξη κατά το διάστημα αυτό είναι το λιγότερο παράξενο να εκλαμβάνεται ως στοιχείο αποδυνάμωσης της μαρτυρίας του. Οποιοσδήποτε λογικός παρατηρητής θα περίμενε να συμβεί το αντίθετο.

Σχετικά με το τέταρτο σημείο, δικαιούται δυστυχώς κανείς να αναρωτηθεί αν ο δικαστής γνωρίζει τους νόμους που καλείται να εφαρμόσει. Διότι η Υπουργική Απόφαση του 2019 που επικαλείται θεσπίζει μεν πράγματι το «Δομημένο Πρωτόκολλο Εξέτασης ως Μάρτυρα Ανήλικου Θύματος», πλην όμως αυτό αφορά συγκεκριμένα το «Σπίτι του Παιδιού», δηλαδή την αρμόδια δημόσια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και όχι συλλήβδην όλες τις επαφές ψυχολόγων με δυνητικά κακοποιημένα παιδιά. Μ’ άλλα λόγια, το εν λόγω πρωτόκολλο αφορά τις δικανικές εξετάσεις ανηλίκων από τις αρχές, δηλαδή τις καταθέσεις τους, και δεν έχει καμία σχέση με τις συνεδρίες τις οποίες μπορεί να έχει ένα παιδί με μια ιδιώτη ψυχολόγο. Αν στις συνεδρίες αυτές, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ψυχολόγος κρίνει ότι προκύπτουν ενδείξεις κακοποίησης, τότε αυτές μπορούν να εισφερθούν στο δικαστήριο, όπως και έγινε. Το δικαστήριο είναι ελεύθερο να τις αξιολογήσει. Αλλά ποια λογική — νομική ή άλλη — διέπει το επιχείρημα του δικαστηρίου ότι οι ενδείξεις από τις ιδιωτικές συνεδρίες είναι αναξιόπιστες επειδή η ψυχολόγος δεν ακολούθησε το πρωτόκολλο δημόσιου φορέα που δεν όφειλε να ακολουθήσει, διότι κάνει άλλη δουλειά και δεν λαμβάνει κατάθεση του παιδιού, ενώ ταυτόχρονα αναξιόπιστη είναι και η κατάθεση του παιδιού στον δημόσιο φορέα, ο οποίος ακολούθησε επακριβώς το πρωτόκολλο;

Δεν θα κάνουμε εικασίες για τον λόγο για τον οποίο το δικαστήριο μοιάζει ουσιαστικά να υιοθέτησε την διαφημιστική εκστρατεία των «δεκαέξι πατεράδων». Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι η απόφαση σταμάτησε ένα βήμα πριν να χαρακτηρίσει την Φ. «υποβόλιμη» από τη μητέρα της, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την «μυθοπλασία» της στην παιδοψυχολόγο. 

Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο δέχτηκε ότι η Φ., αν και όχι με ευθύνη της μητέρας της, είναι ντε φάκτο «αποξενωμένη» και η καταγγελία της ψευδής, αναπαράγοντας την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης». Σε αυτή τη βάση, διέταξε η επιμέλεια να παραμείνει στη μητέρα, με το σκεπτικό ότι διαφορετικά θα διαταραχθεί ο ψυχισμός της Φ., αλλά έδωσε επιμέλεια για θέματα υγείας και εκπαίδευσης και στον πατέρα. Παράλληλα, δεν έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του πατέρα για τα χαμηλά εισοδήματά του, δεδομένου ότι τυγχάνει υψηλόβαθμο στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας, και επιδίκασε σχετικά υψηλή διατροφή.

Κυρίως, όμως, η απόφαση του δικαστηρίου είχε τις εξής δύο επιπτώσεις, οι οποίες αν και αποτελούν μόνο εν μέρει δική του ευθύνη, είναι χαρακτηριστικές για τον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό δικαστικό σύστημα χειρίζεται τέτοιες υποθέσεις:

Αφενός, ένα αστικό δικαστήριο, κληθέν να αποφασίσει επί της ουσίας της προστασίας του παιδιού, ρυθμίζοντας την επιμέλειά του, εν τέλει αποφάσισε επί της ουσίας της ποινικής υπόθεσης, την οποία δεν είναι αρμόδιο να δικάσει. 

Αφετέρου, προκαταλαμβάνοντας τόσο την ποινική δικαιοσύνη όσο και όσες υπηρεσίες έχουν αποστολή την παιδική προστασία, διέταξε να παρακολουθήσει το παιδί συνεδρίες με ψυχολόγο, με τον στόχο να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον πατέρα του — ο οποίος εξακολουθεί να είναι υπό ποινική δίωξη.

Aλλά τα παράδοξα της ελληνικής δικαιοσύνης δεν τελειώνουν εδώ.

Δικαιοσύνη εναντίον παιδιού

Στις 28 Οκτωβρίου 2024, η μητέρα της Φ. πέθανε. Το αμέσως προηγούμενο διάστημα, και όσο η μητέρα της βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο του μεταστατικού καρκίνου από τον οποίο υπέφερε, τη φροντίδα της Φ. ανέλαβε η μητρική γιαγιά της. 

Ωστόσο, μετά τον θάνατο της μητέρας της και βάσει της δικαστικής απόφασης που είχε προηγηθεί, ο μόνος που απέμεινε να έχει την επιμέλεια της Φ. είναι ο πατέρας της.

Η γιαγιά κατέθεσε αίτηση προς την εισαγγελία ανηλίκων να της ανατεθεί η προσωρινή επιμέλεια της εγγονής της. Η εισαγγελέας ανηλίκων, Αικατερίνη Μήτρου, έκανε δεκτό το αίτημα, με το σκεπτικό ότι διαφορετικά κινδυνεύει η ψυχική ισορροπία του παιδιού, το οποίο αρνείται σθεναρά να δει τον πατέρα του. Ωστόσο, και αυτή διατυπώνει την άποψη ότι η σχέση της Φ. με τον πατέρα της «πρέπει να αποκατασταθεί», πλην όμως σε μεταγενέστερο χρόνο. Η διαταγή της είχε διάρκεια ενενήντα ημερών.

Εν όψει της εκπνοής αυτής της περιόδου, η γιαγιά έκανε αίτηση στο δικαστήριο να της δοθεί εκ νέου η επιμέλεια της Φ. και να αφαιρεθεί από τον πατέρα της. Στη διαδικασία της προσωρινής διαταγής, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, με το αιτιολογικό ότι «δεν έχει προκύψει κάποιο νέο στοιχείο» σε σχέση με την προηγούμενη απόφαση.

Η αίτηση εκδικάστηκε στις 6 Μαΐου 2025. Η απόφαση αναμένεται εντός οκταμήνου.

Ο πατέρας της Φ. με τη σειρά του κατέθεσε αίτηση ζητώντας να του παραδώσει η γιαγιά την Φ., εφόσον αυτός εξακολουθεί να έχει την επιμέλεια, ειδάλλως να τιμωρηθεί η γιαγιά με έναν χρόνο φυλάκιση και χρηματική ποινή. Η αίτηση αυτή έχει πάρει δικάσιμο για τον επόμενο Σεπτέμβριο.

Στο μεταξύ, η εισαγγελέας ανηλίκων διέταξε η Φ. να παρακολουθήσει συνεδρίες σε ιδιωτικό κέντρο ψυχικής υγείας, με στόχο την αποκατάσταση της σχέσης με τον πατέρα της.

Παράλληλα, όσες γυναίκες τόλμησαν να καταθέσουν όσα το ίδιο το παιδί τους είπε — η παιδίατρος, η νονά, η μητέρα της συμμαθήτρίας της, η παιδοψυχολόγος —, καλούνται να αντιμετωπίσουν μηνύσεις και αγωγές εκ μέρους του πατέρα, ύψους περίπου δύο εκατομμυρίων ευρώ συνολικά. 

Όσο για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, δυόμιση χρόνια μετά την καταγγελία του παιδιού, βρίσκεται ακόμη στο στάδιο μετά την κύρια ανάκριση, όπου αναμένεται η πρόταση του εισαγγελέα προς το δικαστικό συμβούλιο που θα αποφασίσει αν ο πατέρας θα παραπεμφθεί ή όχι σε δίκη.

Το συγκλονιστικό με τους χειρισμούς τόσο της εισαγγελίας ανηλίκων όσο και των αστικων δικαστηρίων είναι το εξής:

Η Φ. ως ανήλικη, προκειμένου να υποστηρίξει την κατηγορία εναντίον του πατέρα της, που η ίδια έχει απευθύνει, χρειάζεται τη νόμιμη εκπροσώπηση ενηλίκων. Βάσει της νομοθεσίας, οι ενήλικοι αυτοί πρέπει να είναι αυτοί που έχουν τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια, συνήθως οι γονείς.

Με τον θάνατο της μητέρας της Φ. και τους χειρισμούς των δικαστικών αρχών, ο μόνος που μπορεί να νομιμοποιήσει την Φ. για να υποστηρίξει την κατηγορία εναντίον του είναι ο ίδιος ο πατέρας της, τον οποίον κατηγορεί για τη σεξουαλική κακοποίησή της.

Το ίδιο ισχύει και για την μήνυση που είχε καταθέσει η μητέρα της κατά του πρώην συζύγου της για ενδοοικογενειακή βία, η οποία θα δικαστεί τον ερχόμενο Νοέμβριο, αλλά και για τις αγωγές ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ που ο πατέρας της είχε καταθέσει εναντίον της μητέρας της, που η Φ. ως κληρονόμος καλείται να αντιμετωπίσει.  

Δυόμιση ολόκληρα χρόνια μετά την καταγγελία της, η Φ. εξακολουθεί να είναι έρμαιο δικαστικών αρχών που όχι μόνο αποτυγχάνουν να το προστατέψουν, αλλά μοιάζουν να εργάζονται συστηματικά για να του αφαιρέσουν και κάθε δυνατότητα να προστατέψει τον εαυτό του. 

Υπερασπιστική ψευδοεπιστήμη

Οι συνήγοροι του πατέρα της Φ. έχουν συνενώσει πλήρως την υπερασπιστική τους γραμμή με αυτή των «δεκαέξι», με τους οποίους φαίνεται ότι είναι διασυνδεδεμένοι και άλλοι, κάποιοι από τους οποίους έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη. Για του λόγου το αληθές, η ψυχολόγος Χριστίνα Αντωνοπούλου, που έχει γράψει γνωμάτευση για τον πατέρα της Φ., έχει πει σε τηλεοπτική εκπομπή ότι πρόκειται για περίπου 30 άνδρες, ενώ ο Αλέξης Στεφανάκης σε συνέντευξή του έχει πει ότι «έχω την τύχη να μπαίνω τριακοστός σε αυτήν την ιστορία και να έχω όλο το know how του τι έχει συμβεί».

Η βάση της υπεράσπισης σε όλες αυτές τις υποθέσεις είναι η περίφημη «γονεϊκή αποξένωση», την οποία έχει επικαλεστεί ρητά ο πατέρας της Φ. σε αίτησή του προς την εισαγγελία ανηλίκων, κάνοντας λόγο για «σύνδρομο γονικής αποξένωσης». 

Συνοπτικά, η «γονεϊκή αποξένωση» — για την οποία έχουμε γράψει αναλυτικό ρεπορτάζ — είναι μια ψευδοεπιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», συχνά με τη βοήθεια ψυχολόγων, έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. 

Αυτό, άλλωστε, έχει υποστηρίξει και η Χριστίνα Αντωνοπούλου σε τεχνική έκθεσή της υπέρ του πατέρα της Φ., γράφοντας ότι τα παιδιά οδηγούνται σε ψευδείς μαρτυρίες επειδή είναι επιρρεπή στην υποβολή από τους ενήλικες, θέση την οποία επιχειρεί να στηρίξει παραπέμποντας στον ιδρυτή της θεωρίας, Richard Gardner.

Ο Gardner, ωστόσο, βιοποριζόταν ακριβώς ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους, και ουδέποτε τεκμηρίωσε με επιστημονικό τρόπο τη θεωρία του, ενώ διατηρούσε και μάλλον περιθωριακές αντιλήψεις για την παιδοφιλία, όπως ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά».

Η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», μ’ άλλα λόγια, στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους, όπως προκύπτει από πολλές δημόσιες τοποθετήσεις των «δεκαέξι» ή «τριάντα» και των συνηγόρων τους και όπως το έχει συνοψίσει ο συνήγορος του πατέρα της Φ., Αλέξης Στεφανάκης, σε συνέντευξή του, λέγοντας ότι οι μητέρες «με πρόσχημα το πλέον ατιμωτικό αδίκημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας πατέρας οδηγούν στην πλήρη αποξένωση το παιδί τους, καταστρέφοντας την αθωότητά του, καταστρέφοντας την παιδική του ηλικία, καταστρέφοντας μια ιερή σχέση του πατέρα με το παιδί τους για ένα περίεργο δικό τους μονοπάτι εγωισμού, τύφλωσης, ματαιοδοξίας…»

Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειονότητα της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας απορρίπτει αυτή τη θεωρία, ενώ συμφωνεί ότι οι ψευδείς καταγγελίες παιδιών εναντίον κάποιου γονέα για σεξουαλική κακοποίηση είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Έχει επίσης τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.

Η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτού του λόμπι με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.      

Τον Απρίλιο του 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών».

Τον Νοέμβριο του 2023, η GREVIO, δηλαδή η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών, δημοσίευσε την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας. Η GREVIO εξέφρασε «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί». 

Η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν έχει ανταποκριθεί στις συστάσεις των δύο οργανισμών. Αντιθέτως, η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» εξακολουθεί να εμφανίζεται στα σκεπτικά των αποφάσεων των δικαστικών αρχών.

Το αρχικό «Φ.» δεν παραπέμπει στο αληθινό όνομα του παιδιού, το οποίο είναι στη διάθεση του Manifold. Το κείμενο αυτό ενημερώνεται περιοδικά με την εξέλιξη της υπόθεσης.