Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Αναλύσεις

    Γυναικοκτονία: Οι μη αλήθειες της ΕΛ.ΑΣ στις Αλήθειες με τη Ζήνα

    Μετά την γυναικοκτονία της Γεωργίας στη Σαλαμίνα, σύσσωμα τα ΜΜΕ καλούν εκπροσώπους της ελληνικής αστυνομίας να τοποθετηθούν για το τι πήγε στραβά. Όσο δεν γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι εκπρόσωποι της αστυνομίας θα θολώνουν την αλήθεια και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι θα πανηγυρίζουν για τα κουμπιά πανικού.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Για ακόμα μια φορά εμφανίστηκε η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη, «Αλήθειες με τη Ζήνα», χτες, με αφορμή την τελευταία γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα. Λίγο πριν της δοθεί ο λόγος, προβλήθηκε η συνέντευξη που παραχώρησαν στην εκπομπή η μητέρα και η αδελφή της 43χρονης Γεωργίας, η οποία δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της.

    «Σας είχε εκμυστηρευτεί ότι την χτυπούσε; Ότι την κακοποιούσε;» είναι η τελευταία ερώτηση που απευθύνει η δημοσιογράφος στην αδελφή της Γεωργίας. «Όχι ίσως εγκαίρως…» απαντά εκείνη. 

    Από αυτή την τελευταία κουβέντα πιάνεται η εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας Κωνσταντία Δημογλίδου για να πει αρχικά τα εξής: 

    «Κυρία Κουτσελίνη, να πιαστώ από την τελευταία λέξη που είπε η αδελφή του θύματος, “όχι εγκαίρως”. Και δυστυχώς ακούω — κι εμένα αυτό με εξοργίζει περισσότερο και όχι όλα τα άλλα που άκουσα στο βίντεο — τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ακούει την Παρασκευή να κακοποιείται ένας άνθρωπος, αποχωρεί ο δράστης και επιστρέφει, και δεν ενημερώνεται η ελληνική αστυνομία. Καταλαβαίνετε ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας και να είχε σωθεί, αν έστω ένας άνθρωπος είχε ενδιαφερθεί και είχε ενημερώσει εγκαίρως τις Αρχές;».  

    Οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι η εκπρόσωπος εμφανίστηκε στην εκπομπή χτες, πριν ακόμα δηλαδή αρχίσει σήμερα η αδελφή της Γεωργίας να περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες σε διάφορες συνεντεύξεις της, τις κινήσεις στις οποίες προέβησαν η Γεωργία και η μητέρα της. Είχε ωστόσο ήδη διαρρεύσει, πριν τη συνέντευξη της εκπροσώπου της ΕΛ.ΑΣ., ότι η μητέρα είχε πάει την κόρη της στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας ήδη από την Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023 — και την είχαν διώξει. 

    Θα περίμεναν όσες και όσοι παρακολούθησαν αυτή την εκπομπή να γίνει μια σχετική ερώτηση στην εκπρόσωπο της αστυνομίας. Δεν έγινε και έτσι η εκπρόσωπος συνέχισε: 

    «Προφανώς και δεν κατηγορούμε σε καμία περίπτωση το θύμα. Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας προφανώς και δεν κατηγορείται ποτέ για το πότε επιλέγει να καταγγείλει ένα περιστατικό. Πραγματικά χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Έφτασε Σάββατο μεσημέρι στην αστυνομία, το αυτόφωρο έληγε το βράδυ, αυτός ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Και, επιτρέψτε μου, επειδή γνωρίζω προσωπικά τον διοικητή του τμήματος Σαλαμίνας, με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο αναζητούσε τον δράστη για να μην γίνει αντιληπτός με το περιπολικό, στην οικεία όπου διέμενε και εκεί όπου σύχναζε στη Σαλαμίνα. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα. Γιατί έχω ακούσει πολλά σχόλια από το πρωί σε διάφορες εκπομπές αλλά δεν μπορώ να δεχτώ κανένα σχόλιο για ολιγωρία των αστυνομικών. Η ίδια η μητέρα του θύματος ευχαρίστησε προσωπικά τον διοικητή και δεν το πίστευε ότι η αστυνομία ασχολήθηκε τόσο πολύ μ’ αυτή τη γυναίκα». 

    Αυτά είπε η κ. Δημογλίδου και λίγο αργότερα διέκοψε έναν άλλο συνάδελφό της, που συχνάζει στο πάνελ της συγκεκριμένης εκπομπής, για να προσθέσει: «Δεν θα σχολιάσω καθόλου τους κατοίκους της περιοχής που άκουγαν τόσο καιρό μία γυναίκα να κακοποιείται… ούτε την δικαιολογία του φόβου μπορώ να σχολιάσω, όταν μπορείς να σηκώσεις το τηλέφωνο και να καλέσεις το 100 και να πεις ανώνυμα “δίπλα μου μία γυναίκα αυτή τη στιγμή κακοποιείται”». 

    Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να αναλύουμε τα λεγόμενα της εκπροσώπου της αστυνομίας από αυτό το τελευταίο, το πόσο εύκολο δηλαδή είναι το να βοηθήσεις ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας τηλεφωνώντας απλώς στην αστυνομία.

    Σύμφωνα με τα όσα μετέφερε η αδελφή της Γεωργίας στην ΕΡΤ, η μητέρα τους αμέσως μόλις δέχτηκε το τηλεφώνημα εκείνο από την κόρη της, στο οποίο της είπε ότι ο σύντροφός της την είχε χτυπήσει άγρια, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές. Είπε τι είχε συμβεί στους αστυνομικούς και ζήτησε βοήθεια για το παιδί της, ενημερώνοντάς τους ότι η κόρη της είναι χτυπημένη και μόνη με ένα ανάπηρο παιδί. Η απάντηση που της έδωσαν ήταν ότι δεν είχαν διαθέσιμο περιπολικό και την προέτρεψαν να πάνε μόνες τους στο τμήμα.  

    Η μητέρα πράγματι πήρε την κόρη της από το σπίτι της και φτάνοντας έξω από το τμήμα, άφησε στο αυτοκίνητο την Γεωργία, η οποία δυσκολευόταν να περπατήσει από τα χτυπήματα, μαζί με το παιδί της, και βγήκε να ζητήσει βοήθεια. Η απάντηση που έλαβε από τον αστυνομικό του τμήματος Σαλαμίνας ήταν ότι αν η Γεωργία δεν μπορεί να ανέβει στο τμήμα να δώσει κατάθεση, να πάει πρώτα στο Κέντρο Υγείας για τις πρώτες βοήθειες και να επανέλθει την επομένη. 

    Έτσι και έκαναν. Το επόμενο πρωί (σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής) ή το μεσημέρι (σύμφωνα με τα λεγόμενα της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας) η Γεωργία έφτασε και πάλι στο τμήμα συνοδευόμενη από τη μητέρα της. Εκεί πράγματι συμφωνούν τα όσα μεταφέρει η εκπρόσωπος και η αδελφή της Γεωργίας. 

    Αυτή τη φορά το γεγονός ότι η γυναίκα δυσκολευόταν να βαδίσει δεν στάθηκε εμπόδιο για να δώσει κατάθεση. Μάλιστα, όπως μεταφέρει η αδελφή της Γεωργίας, μια νεαρή αστυνομικός έβγαλε ένα μικρό γραφείο στο πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από το σημείο στο οποίο ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο, και πήρε κατάθεση από τις δύο γυναίκες. Εκεί απ’ ό,τι φαίνεται της εγκατέστησαν της περιβόητη εφαρμογή του «panic button» και κάπου εδώ τελειώνουν οι συμφωνίες στις δύο αφηγήσεις. 

    Διότι όσο κι αν η αστυνομικός Κωνσταντία Δημογλίδου αρνείται να δεχτεί «σχόλια για ολιγωρία των αστυνομικών» και με σχεδόν διατακτικό τόνο διακηρύσσει ότι  «δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ότι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα», θα πρέπει κάποια στιγμή τόσο η ίδια όσο και — κυρίως — ο πολιτικός της προϊστάμενος, Γιάννης Οικονόμου, να απαντήσουν πειστικά στα εξής ερωτήματα που προκύπτουν ως αυτή την ώρα:

    1. Ισχύει ότι το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) τηλεφώνησε η μητέρα της Γεωργίας στο αστυνομικό τμήμα Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές ζητώντας να πάει περιπολικό στο σπίτι στο οποίο βρισκόταν η βαριά χτυπημένη κόρη της, μαζί με το ανάπηρο παιδί της, και έλαβε την απάντηση ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο περιπολικό; 
    2. Ισχύει ότι ο αστυνομικός στο Α.Τ Σαλαμίνας το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) όχι απλώς δεν δέχτηκε να καταγράψει όσα επιχείρησε να καταγγείλει η Γεωργία αλλά την έδιωξε κιόλας από το τμήμα, ενώ θα μπορούσε να λάβει την κατάθεσή της ακόμα και στο Κέντρο Υγείας, στο οποίο φέρεται ότι την έστειλε; 
    3. Ισχύει ότι ουδέποτε εξήγησαν επαρκώς στη Γεωργία και στη μητέρα της τον ενδεχόμενο κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή της αυτοί οι «καλοί αστυνομικοί» που συνάντησαν οι δυο γυναίκες το πρωί (ή το μεσημέρι αν προτιμά η κ. Δημογλίδου) του Σαββάτου, αλλά ούτε και ο διοικητής τον οποίο γνωρίζει προσωπικά η κ. Δημογλίδου και δεν δέχεται κουβέντα γι’ αυτόν; Και το ρωτάμε αυτό, καθώς παρότι οι αστυνομικοί που παρελαύνουν στα κανάλια διαδίδουν ότι της προτάθηκε η μεταφορά σε ξενώνα και εκείνη αρνήθηκε, η αδελφή της υποστηρίζει ότι κανείς δεν τους εξήγησε τους κινδύνους. Και όπως λέει, «αν μας το είχαν πει, έχουμε συγγενείς στην Αθήνα και στον Πειραιά» και άρα δεν θα αποφάσιζαν να καταφύγει η Γεωργία στο μητρικό της σπίτι, το οποίο ήταν γνωστό στον δράστη, αλλά θα την εξαφάνιζαν από την Σαλαμίνα. 
    4. Ισχύει ότι ο καθ’ ομολογία γυναικοκτόνος εντός των ορίων του αυτοφώρου έφυγε από το νησί ανενόχλητος και επέστρεψε αυθημερόν; Και αν ισχύει αυτό, τι έκανε ο διοικητής του τμήματος της Σαλαμίνας, ο οποίος — όπως ισχυρίζεται η κ. Δημογλίδου — είχε βγει με το προσωπικό του αυτοκίνητο και τον αναζητούσε; Και το ρωτάμε αυτό διότι ακόμα και ο διαβόητος για τις συμβουλές του σε υποψήφιους γυναικοκτόνους «ειδικός αστυνομικός αναλυτής», Σταύρος Μπαλάσκας, παραδέχτηκε σήμερα στον ΣΚΑΙ ότι κάποιος θα έπρεπε να βρίσκεται στο λιμάνι με μια φωτογραφία του δράστη στο χέρι ώστε να μην καταφέρει να διαφύγει. 

    Για να είμαστε, ωστόσο, ειλικρινείς, ο χειρισμός των αστυνομικών της Σαλαμίνας δεν είναι τοπικό φαινόμενο ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε η έκθεση της GREVIO, της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τήρηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, της σύμβασης δηλαδή για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η έκθεση είναι καταπέλτης για τη χώρα μας. Θα επιλέξουμε μόνο μία παρατήρηση, η οποία όμως μοιάζει άκρως αποκαλυπτική ως προς τις προβλέψεις της χώρας για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Η επιτροπή λοιπόν επισημαίνει ότι ύστερα από την ψήφιση του «νόμου Τσιάρα», του νόμου που έγινε γνωστός ως «ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια», τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μοιάζουν πιο απροστάτευτα από ποτέ. Ένα από τα εξοργιστικά παραδείγματα που παραθέτει είναι ότι οι μητέρες έχουν την υποχρέωση να λάβουν τη συναίνεση του πατέρα προκειμένου να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ακόμη και όταν έχουν καταφύγει σε μυστικές τοποθεσίες όπου βρίσκονται οι ξενώνες προστασίας κακοποιημένων γυναικών. Για να εγγραφεί δηλαδή στο σχολείο ένα παιδί που έχει φυγαδευτεί μαζί με τη μητέρα του σε μυστική τοποθεσία, θα πρέπει να αποκαλύψουν στον κακοποιητή τους το πού έχουν καταφύγει. 

    Στην περίπτωση της Γεωργίας, βέβαια, ο δράστης γνώριζε ακριβώς πού είχε καταφύγει η γυναίκα. Ήξερε επίσης τι ώρα φεύγει το παιδί της για το σχολείο. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν την είχε ειδοποιήσει να αλλάξει τη ρουτίνα της.   

    Η μόνη λοιπόν αποστροφή της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας. Δεν είναι όμως. Και γι’ αυτό, οι αμέσως επόμενοι υπεύθυνοι μετά τον δράστη είναι οι αστυνομικοί  του τμήματος Σαλαμίνας. Είτε το ανέχεται αυτό ως διατύπωση η κ. Δημογλίδου είτε όχι. 

    Συμβούλιο της Ευρώπης προς κυβέρνηση και δικαστές: Σταματήστε να νομιμοποιείτε την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης»

    Η GREVIO, η επιτροπή που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης».

    Του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Η αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών δημοσίευσε χθες την πρώτη της έκθεση-αξιολόγηση για τα πεπραγμένα της Ελλάδας. 

    Στην αξιολόγησή της, η GREVIO (Group of independent Experts on Action against Violence against Women and Domestic Violence) αναγνωρίζει στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι έχουν ληφθεί κάποια θετικά μέτρα για να εναρμονιστεί η νομοθεσία και να δημιουργηθούν υπηρεσίες που να εφαρμόζουν τις προβλέψεις της σύµβασης, την οποία η Ελλάδα κύρωσε το 2018. Στον αντίποδα, διαπιστώνει πολλές ελλείψεις στην υποστήριξη των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων, στην εκπαίδευση των αρχών, στις υπηρεσίες που έχουν στην ευθύνη τους γυναίκες που αιτούνται άσυλο και στην κάλυψη των γυναικοκτονιών από τα ΜΜΕ.

    Εκεί όμως που η έκθεση ασκεί επίσης ιδιαιτέρως σκληρή κριτική είναι στο ζήτημα της προστασίας των παιδιών. Συγκεκριμένα, επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονεί η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέστηκε με τον νόμο 4800 του 2021, γνωστό και ως «Νόμο Τσιάρα» ή νόμο για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». 

    Όπως είχε επισημανθεί και από πολλούς άλλους αρμόδιους και διεθνείς φορείς την περίοδο που ο νόμος είχε εισαχθεί για συζήτηση στη Βουλή, στον νόμο ορίζεται ως βέλτιστο συμφέρον του παιδιού η ανατροφή του και από τους δύο γονείς, δίχως να προβλέπεται ως εξειδίκευση αυτής της γενικής αρχής ότι το συμφέρον αυτό πρέπει να διαπιστώνεται κατά περίπτωση. Η GREVIO επισημαίνει ότι αυτή η παράλειψη δυσχεραίνει την προστασία του παιδιού όταν αυτό ή η μητέρα του είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμη περισσότερο, η πρόβλεψη του νόμου ότι ο γονέας που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία πρέπει να έχει καταδικαστεί οριστικά για το αδίκημα προκειμένου να παρακαμφθεί η γενική αρχή της ανατροφής και από τους δύο γονείς, οδηγεί στην εξαναγκαστική και τραυματική επικοινωνία μεταξύ θύματος και θύτη, όταν η ποινική διαδικασία εκκρεμεί ή καθυστερεί. Η επιτροπή τονίζει επίσης — σε πείσμα όσων υποστήριζαν και υποστηρίζουν πως η ενδοοικογενειακή βία κατά της γυναίκας/μητέρας είναι άσχετο θέμα με το αν ο θύτης είναι «καλός πατέρας» — ότι το να είναι μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας έχει «ισχυρό αντίκτυπο στα παιδιά» και «γεννά φόβο, προκαλεί τραύμα, επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών και αναγνωρίζεται ως μορφή ψυχολογικής βίας».

    Στη συνέχεια, η επιτροπή επισημαίνει ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου υπήρχε ο όρος «γονεϊκή αποξένωση». Παρότι ο όρος δεν αναφέρεται με ρητό τρόπο στο τελικό κείμενο του νόμου, η GREVIO εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για το ότι οι ελληνικές αρχές νομιμοποιούν την ύποπτη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία «μπορεί να ενισχύσει την επίμονη εικασία εκ μέρους των δικαστών ότι παιδιά που εκφράζουν φόβο για τον πατέρα τους επειδή έχουν γίνει μάρτυρες βίας κατά της μητέρας τους, έχουν χειραγωγηθεί».  

    Ο νόμος προβλέπει, επίσης, ότι η «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» αποτελεί δείγμα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, μια πρόβλεψη που σύμφωνα με την επιτροπή μπορεί να δώσει έδαφος σε «προβληματικές δικαστικές πρακτικές βασισμένες στη γονεϊκή αποξένωση», εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσης του νόμου και της απουσίας ρητής αναφοράς στην ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η GREVIO αναφέρει ακόμη ότι έμαθε με «απόγνωση» ότι υπάρχουν δημόσια εκπαιδευτικά προγράμματα για δικαστές που περιλαμβάνουν τη «γονεϊκή αποξένωση».

    Η επιτροπή εντόπισε, επιπλέον, σειρά δικαστικών αποφάσεων στις οποίες οι ισχυρισμοί των θυμάτων ότι είχαν υποστεί βία από τους συντρόφους τους απορρίφθηκαν με την «ύποπτη» αιτιολογία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» και σχετικών εννοιών, και διαπίστωσε ότι οι δικαστές δεν απαγορεύουν με συνέπεια αυτό το υπερασπιστικό επιχείρημα.     

    Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» ενέχει τον κίνδυνο μη διάγνωσης ή/και άρνησης της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, συστήνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει συνείδηση στους αρμόδιους πως για πολλές γυναίκες-θύματα βίας και τα παιδιά τους το να συμμορφωθούν με διαταγές επικοινωνίας με τους πρώην συντρόφους τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή «σημαίνει να συναντήσουν τον δράστη πρόσωπο με πρόσωπο, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά περιστατικά βίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας της γυναίκας ή/και των παιδιών».

    Γι’ αυτό, μολονότι η επιτροπή υποστηρίζει το δικαίωμα των παιδιών να διατηρούν δεσμούς και με τους δύο γονείς τους, όπως άλλωστε προβλέπει και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τονίζει ότι η έκθεση των παιδιών στη βία, είτε ως θυμάτων είτε ως μαρτύρων, απαιτεί να γίνονται εξαιρέσεις προς το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Και επαναλαμβάνει ότι σε κάθε απόφαση που αφορά την επιμέλεια ή την επικοινωνία, η ασφάλεια των παιδιών και της μητέρας τους πρέπει να είναι η κυρίαρχη προτεραιότητα.

    Διαβάστε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους έχει καταρριφθεί η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης»: «Η απάτη της γονεϊκής αποξένωσης»

    Αξίζει να επισημανθεί ότι στα απαντητικά του σχόλια στην αξιολόγηση της GREVIO, το νεοσύστατο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, παρότι απάντησε σε σειρά επισημάνσεων της επιτροπής παρέχοντας διευκρινίσεις και παραθέτοντας μέτρα που βρίσκονται υπό σχεδιασμό, απέφυγε να απαντήσει έστω και μία λέξη σχετικά με τα προβλήματα του «Νόμου Τσιάρα» και την νομιμοποίηση της ψευδοθεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» από την κυβέρνηση και τις δικαστικές αρχές.

    Διαβάστε μια μελέτη περίπτωσης για το πώς η ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» απειλεί ένα δεκάχρονο κορίτσι που έχει καταγγείλει τη σεξουαλική του κακοποίηση από τον πατέρα του: «Ένα κορίτσι 10 ετών κατήγγειλε τη σεξουαλική του κακοποίηση — απέναντί του βρίσκει το επικίνδυνο λόμπι της “γονεϊκής αποξένωσης”»

    Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ο δεύτερος διακρατικός οργανισμός, μετά τον ΟΗΕ, που ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για την επιμονή της στην ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης». Τον περασμένο Απρίλιο, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών σύστησε στα κράτη-μέλη, σε δική της έκθεση, «να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών». 

    Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη Μαρφίν

    «Χρέος τιμής για την Πολιτεία» αποκάλεσε ο πρωθυπουργός την τιμωρία των ενόχων για τον εμπρησμό της τράπεζας Μαρφίν και τον θάνατο τριών ανθρώπων. Ωστόσο, αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη. Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Δεκατρία χρόνια σήμερα από τη μέρα του εμπρησμού της τράπεζας Μαρφίν και ο πρωθυπουργός έγραψε πως «η τιμωρία των ενόχων παραμένει χρέος τιμής για την Πολιτεία». 

    Πριν από τρία χρόνια, μετά την τελετή τοποθέτησης αναμνηστικής πλακέτας στην οδό Σταδίου, είχαν εμφανιστεί σε κάποια μέσα ενημέρωσης πληροφορίες για «νέα στοιχεία», που οδηγούν μάλιστα σε κατηγορίες για «τρομοκρατική οργάνωση». 

    Πριν από δύο χρόνια, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είχε ανακοινώσει πως «από την Εισαγγελία Αθηνών διετάχθη προκαταρκτική διερεύνηση αδικημάτων για την υπόθεση της Μαρφίν, κατόπιν νέων στοιχείων που προσκομίσθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ.». 

    Έκτοτε, δεν ακούστηκε κάτι. Μέχρι σήμερα που ο πρωθυπουργός θυμήθηκε το «χρέος τιμής» της Πολιτείας.

    Η διατύπωση «χρέος τιμής», ωστόσο, μοιάζει περισσότερο με εμπαιγμό, αν εξετάσει κανείς τους χειρισμούς της αστυνομίας και των αρμοδίων αρχών για την εξιχνίαση της υπόθεσης, οι οποίοι μάλιστα εξακολουθούν να μην είναι ευρέως γνωστοί παρά την ογκωδέστατη αρθρογραφία γύρω από την τραγωδία. Και όσο επιμένει κανείς να εξετάζει ποιες αποφάσεις ελήφθησαν και ποια διαδικασία ακολουθήθηκε από τις αρμόδιες αρχές, ενώ παράλληλα ο εμπρησμός αυτός γινόταν ένα από τα κυριότερα όπλα των δημοσιολόγων και των πολιτικών που ξιφουλκούσαν στη δημόσια σφαίρα, τόσο περισσότερο οι απορίες πληθαίνουν.

    Προσαγωγές, προληπτικές και μη

    Στις 5 Μαΐου 2010, το κέντρο της Αθήνας κατακλύστηκε από διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τα τότε επικείμενα μέτρα που θα λάμβανε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπαγωγής της Ελλάδας σε “πρόγραμμα σταθερότητας”.

    Μολονότι είχε κηρυχθεί γενική απεργία, στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, την ώρα της διαδήλωσης οι υπάλληλοι εργάζονταν. Εξαιτίας της διαδήλωσης, το υποκατάστημα ήταν κλειστό για το κοινό και, όπως έγινε γνωστό αργότερα, οι υπάλληλοι είχε συμβεί και άλλες φορές να εργάζονται σε μέρες απεργιών και διαδηλώσεων – ακόμη και διαδηλώσεων στις οποίες είχαν σημειωθεί ταραχές.

    Εκείνη την ημέρα, δυστυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Άγνωστοι πυρπόλησαν το υποκατάστημα της Marfin, το βιβλιοπωλείο “Ιανός”, καθώς και άλλα κτήρια στη Σταδίου. Οι περισσότεροι υπάλληλοι κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί από τη φωτιά στη τράπεζα, κάποιοι από τα μπαλκόνια, κάποιοι από το διπλανό κτήριο, ένας τουλάχιστον από την κύρια είσοδο. Τρεις, η Παρασκευή Ζούλια, ο Επαμεινώνδας Τσακάλης και η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (η οποία, όπως δημοσιοποιήθηκε, ήταν έγκυος) έχασαν τη ζωή τους από τις αναθυμιάσεις.

    Λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό, η αστυνομία πραγματοποιεί εφόδους σε καταλήψεις και στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου και προσάγει δεκάδες άτομα. Μετά από μια αναμονή περίπου επτά ωρών σε έναν διάδρομο της ΓΑΔΑ (Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής), όλοι οι προσαχθέντες αφήνονται ελεύθεροι. Δεν συλλαμβάνεται κανένας και κανένας δεν παραπέμπεται στον ανακριτή.

    Ύστερα, η αστυνομία μοιάζει να μην κάνει τίποτε άλλο για την υπόθεση, για έναν ολόκληρο χρόνο. Ωστόσο, με αφορμή τον εμπρησμό της Marfin, ενεργοποιείται εκ νέου το περίφημο δόγμα της “προληπτικής προσαγωγής”. Βάσει αυτού, όλα τα επόμενα χρόνια, η αστυνομία θα εγκαταστήσει ομάδες της κυρίως έξω από σταθμούς του μετρό και θα προσάγει όποιον δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται καθ’ οδόν προς μια διαδήλωση. Οι προσαχθέντες κατά κανόνα θα κρατούνται για μερικές ώρες, ως το πέρας της διαδήλωσης, και στη συνέχεια θα αφήνονται ελεύθεροι.

    Ένα ανώνυμο σημείωμα

    Τον Απρίλιο του 2011, λίγο πριν την πρώτη επέτειο του εμπρησμού της Marfin, αστυνομικοί με πολιτικά εμφανίζονται μπροστά στο σπίτι του Θ. και του ζητούν να τους ακολουθήσει. “Μια απλή προσαγωγή” του λένε, δίχως άλλες διευκρινίσεις. Αναγκαστικά, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητό τους και τον οδηγούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Δεν του λένε ποτέ γιατί βρίσκεται εκεί, παρά μόνο του ζητούν να φορέσει διάφορα πράγματα: ένα τζόκεϊ, ένα ζευγάρι γυαλιά. Ο Θ. αντιλαμβάνεται ότι συμμετέχει σε μια διαδικασία αναγνώρισης, όμως ποτέ δεν του αναφέρουν για ποιο θέμα. Δεν του επιτρέπουν να ειδοποιήσει κανέναν ούτε έχει πρόσβαση σε δικηγόρο. Τον κρατούν συνολικά οκτώ ώρες.

    Παράλληλα, η εισαγγελία έχει ήδη ζητήσει προκαταρκτική εξέταση. Προτού φύγει από τη ΓΑΔΑ, ο Θ. παραλαμβάνει κλήση να παράσχει, πλέον, “έγγραφες εξηγήσεις”. Για ποιο πράγμα τις οφείλει αυτές τις εξηγήσεις το μαθαίνει τις αμέσως επόμενες μέρες, όταν ο δικηγόρος του, Δημήτρης Κατσαρής, παραλαμβάνει τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί.

    Ο Θ., μαζί με δύο ακόμη άτομα, τον Λ. και τον Τ., θεωρείται ύποπτος για τον εμπρησμό της Marfin. Ο λόγος για τον οποίον η Ελληνική Αστυνομία έχει καταλήξει σe αυτούς τους υπόπτους είναι ένα ανώνυμο σημείωμα που ισχυρίζεται ότι έχει λάβει λίγες μέρες νωρίτερα, από άγνωστο αποστολέα. Το σημείωμα γράφει επί λέξει τα εξής (παραλείπουμε ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα και διατηρούμε ορθογραφία και στίξη):

    Δεν θέλω να πω όνομα ειμαι ενας πολιτης και θέλω να πω μόνο ότι οι αναρχικοι απ τα εξαρχεια πάνε στην κερατατέα μολότοφ για να πετάνε στους αστυνομικους στις φασαρίες που γινονται για το χυτα

    Τρεις από αυτούς που κάνουν κουμαντό είναι ο […] μένει στην […] και εχει τηλεφωνο […], ο […] ΕΧΕΙ ΈΝΑ […] και […] το τηλεφωνο αυτού είναι […] […] Αυτος μένει […] Αυτοί και άλλοι είναι μπλεγμένοι στα επισοδια στην αθήνα, πάνττα πάνε ήταν και στο κάψιμο στην ΜΑΡΦΙΝ ΤΗΝ 5 ΜΑΗ 2010 μπροσταρηδες.

    Από τη δικογραφία, ο Θ. και η υπεράσπισή του μαθαίνουν ότι, σύμφωνα με την αστυνομία, ο ίδιος μαζί με άλλα άτομα έκαψαν την τράπεζα προκαλώντας τον θάνατο των τριών θυμάτων, ενώ ο ίδιος ο Θ. φέρεται να πέταξε τη μοιραία μολότωφ.

    Ωστόσο, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, για τους δύο άλλους “υπόπτους” που αναφέρονται στο ανώνυμο σημείωμα της αστυνομίας, προκύπτουν στοιχεία πως δεν εμπλέκονται στον εμπρησμό. Για τον μεν Λ. προκύπτει 100% αναγνώριση από αυτόπτη μάρτυρα πως όχι μόνο δεν συμμετείχε στην επίθεση στην τράπεζα, αλλά ότι προσπαθούσε να αποτρέψει την επίθεση στον “Ιανό”. Για τον δε Τ., προκύπτει ότι ακριβώς τη στιγμή του εμπρησμού, μολονότι βρισκόταν κοντά στην τράπεζα, είχε μια άσχετη τηλεφωνική συνομιλία, συνεπώς ήταν αδύνατον ταυτόχρονα να συμμετέχει στην επίθεση.

    Από τους τρεις αναφερόμενους στο σημείωμα, μόνο ο Θ. παραμένει υπό ανάκριση. Όμως, από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι υπάρχει και άλλο ένα άτομο, ο Π., που δεν αναφέρεται στο ανώνυμο σημείωμα, και κατηγορείται για τον εμπρησμό του “Ιανού”, με βάση αναγνώριση μιας φωτογραφίας κατά 70% από αυτόπτη μάρτυρα.

    Η εμφάνιση του Θ. στον ανακριτή ορίζεται για τις 5 Μαΐου 2011, ανήμερα της επετείου του εμπρησμού. Ήδη ορισμένα μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν διαρροές ότι υπήρξαν «συλλήψεις για τη Marfin και τον Ιανό», φωτογραφίζοντας τους προσαχθέντες.

    Στο υπόμνημα που καταθέτει ο δικηγόρος του Θ. επισημαίνονται με σαφήνεια τα προβλήματα της δικογραφίας. Λόγου χάρη, στη δικογραφία περιλαμβάνεται σειρά φωτογραφιών, τις οποίες είχε τραβήξει φωτογράφος πίσω από τη τζαμαρία του “Ιανού”, όπου φαίνεται η ομάδα ατόμων για την οποία αυτόπτες μάρτυρες έχουν υποστηρίξει πως την είδαν να βάζει φωτιά στη Marfin. Σε αυτήν πρωτοστατεί ένας νεαρός με καλυμμένο πρόσωπο, γυαλιά και τζόκεϊ, μαύρη μπλούζα, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια. Οι φωτογραφίες είναι πράγματι τραβηγμένες ακριβώς λίγο πριν και λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, όταν ξέσπασε η φωτιά. Το ίδιο άτομο με την ίδια αμφίεση εμφανίζεται και σε άλλη σειρά φωτογραφιών, από κάμερα κοντά στη Συγγρού, λίγο μετά τον εμπρησμό.

    Ωστόσο, στην ίδια τη δικογραφία, περιλαμβάνονται και φωτογραφίες από κάμερα της τράπεζας Eurobank, στη γωνία Αιόλου και Σταδίου, στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα ο Θ., δεκαπέντε λεπτά περίπου πριν τον εμπρησμό, να ακολουθεί την πορεία. Από τις φωτογραφίες της κάμερας της τράπεζας προκύπτει ότι φορούσε διαφορετικού χρώματος τζόκεϊ και διαφορετικά ρούχα από το άτομο που αυτόπτες αναγνώρισαν ως εμπρηστή της Marfin.

    Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!

    Θα περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από την προκαταρκτική εξέταση και την υποβολή του υπομνήματος, ωσότου να διεξαχθεί η ανάκριση. Μόνοι ύποπτοι πια απομένουν ο Θ. για τον εμπρησμό της Marfin και ο Π. για τον εμπρησμό του Ιανού.

    Όταν ο Θ. καλείται να απολογηθεί στον ανακριτή, η υπεράσπισή του, που πια εκτός από τον Δημήτρη Κατσαρή περιλαμβάνει και την Βούλα Γιαννακοπούλου, ξαναθέτει το ζήτημα ότι από τις ίδιες τις φωτογραφίες της δικογραφίας προκύπτει πως ο Θ. δεν είναι το άτομο στο οποίο οι αυτόπτες αποδίδουν τον εμπρησμό. Ο ανακριτής γνωμοδοτεί ότι ο Θ. δεν πρέπει να προφυλακιστεί. Η εισαγγελέας, όμως, στην οποία ο Θ. και οι δικηγόροι του εμφανίζονται ακολούθως, έχει διαφορετική άποψη. Στην πραγματικότητα, απορρίπτει όλο τον ισχυρισμό του Θ. πως δεν πρόκειται για τον ίδιο, αφού φορούσε διαφορετικά ρούχα, με επιχείρημα την κατάθεση ενός αστυνομικού πως “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”.

    Ο Θ. οδηγείται στο κρατητήριο της Ευελπίδων, ώσπου το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να συνεδριάσει σχετικά με τη διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα. Όσο οι δικηγόροι του περιμένουν, δέχονται τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους μεγάλων μέσων ενημέρωσης: “Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!” “Μα, πού ξέρετε το αποτέλεσμα; Το Συμβούλιο συνεδριάζει ακόμη” αναρωτιούνται οι δικηγόροι. Πράγματι, λίγο αργότερα τους ανακοινώνεται πως το Συμβούλιο αποφασίζει να άρει τη διαφωνία υπέρ του ανακριτή και ο Θ. αφήνεται ελεύθερος, με όρους την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα. Παράλληλα, δεν προφυλακίζεται ούτε ο κατηγορούμενος για τον εμπρησμό του “Ιανού”.

    Λίγους μήνες αργότερα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκδίδει το βούλευμά του και παραπέμπει και τους δύο σε δίκη. Μοιάζει σαν οι μείζονες κινήσεις των διωκτικών και δικαστικών αρχών σε αυτή την υπόθεση να γίνονται, κατά περίεργη σύμπτωση, πάντοτε γύρω από την επέτειο του εμπρησμού.

    Αυτοί έκαψαν τη Marfin

    Μολονότι, ως εκείνη τη στιγμή, είχαν υπάρξει πάμπολλες διαρροές στα μέσα ενημέρωσης που κάνουν λόγο για ακλόνητα στοιχεία της αστυνομίας, αδιαμφισβήτητες αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων από αυτόπτες κ.ο.κ., όλα απολύτως αναληθή, η ταυτότητα των υπόπτων είχε τουλάχιστον παραμείνει εκτός δημοσιότητας. Η εφημερίδα που το αλλάζει αυτό είναι η Real News, στην οποία διαρρέει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το δημοσιεύει στο πρωτοσέλιδό της με τίτλο “Αυτοί έκαψαν τη Marfin”. Μέσω της αναπαραγωγής του δημοσιεύματος, οι δύο κατηγορούμενοι διαπομπεύονται στο πανελλήνιο. Αλλά το δημοσίευμα κάνει και κάτι άλλο: αναφέρει δίχως καμία επιφύλαξη, και μάλιστα σε τονισμένο χωριστό πλαίσιο υπό τον τίτλο “’Σκληροί’ αντιεξουσιαστές με δεκάδες προσαγωγές”, ότι “μέλη του πλέον σκληρού πυρήνα των αντιεξουσιαστών είναι και οι δύο κατηγορούμενοι. Έχουν προσαχθεί δεκάδες φορές στην Κρατική Ασφάλεια κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ ‘μπαχαλάκηδων‘ και δυνάμεων των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας, ως ύποπτοι για εκτόξευση βομβών μολότωφ και άλλων αντικειμένων εναντίον αστυνομικών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου ερευνών σχετικά με τη δράση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τα ονόματά τους κατεγράφησαν σε πληροφοριακό σημείωμα της Αντιτρομοκρατικής, γιατί είχαν στενές σχέσεις με τρεις από τους μετέπειτα προφυλακισμένους για συμμετοχή στην οργάνωση αυτή, όμως ποτέ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό της Marfin είχαν σχέση με τους Πυρήνες της Φωτιάς”.

    Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού που σήμερα πια είναι της μόδας να ονομάζουμε fake news, είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό στοχεύει απλώς να παραθέσει τα ονόματα των κατηγορουμένων δίπλα στη φράση “Πυρήνες της Φωτιάς”. Καμία τέτοια σύνδεση δεν σημειώνεται στην πραγματικότητα.

    Οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται σε δίκη με κατηγορίες για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών και φθορά ξένης περιουσίας.

    Η δίκη του Θ. και του Π. αναβάλλεται πολλές φορές και καταλήγει να ξεκινήσει στις 19 Σεπτεμβρίου του 2016. Η μόνη πολιτική αγωγή που παραστάθηκε ήταν της οικογένειας της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου. Οι άλλες οικογένειες θυμάτων, οι υπάλληλοι της τράπεζας αλλά και η ίδια η τράπεζα, μολονότι κατά την ανάκριση είχαν δηλώσει ότι θα παρασταθούν, δεν παραστάθηκαν.

    Στη δίκη δεν υπάρχει καμία αναγνώριση από κανέναν μάρτυρα για κανέναν από τους δύο κατηγορουμένους. Επιπλέον, η υπεράσπιση του Θ. επαναλαμβάνει το επιχείρημά της ότι ο Θ. εμφανίζεται με διαφορετικά ρούχα σε φωτογραφία σε άλλο σημείο, δεκαπέντε λεπτά πριν τον εμπρησμό. Και φέρνει στο δικαστήριο έναν εμπειρογνώμονα, ο οποίος συγκρίνοντας τις δύο ομάδες φωτογραφιών και εστιάζοντας στα αυτιά του φερόμενου ως δράστη και του κατηγορουμένου, αποδεικνύει πως πρόκειται για αυτιά με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και συνεπώς για δύο διαφορετικούς ανθρώπους.

    Η εισαγγελέας προτείνει στο δικαστήριο να κριθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι. Το δικαστήριο κρίνει τα στοιχεία ανεπαρκή και, αποφεύγοντας στην απόφασή του οποιαδήποτε κρίση για την αστυνομική ή την ανακριτική διαδικασία, αθωώνει ομόφωνα τους κατηγορούμενους. Η απόφαση εκφωνείται στις 31 Οκτωβρίου 2016.

    Αναρχικοί, διαδηλώσεις και τέτοια

    Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί την υπόθεση χειρίζεται εξαρχής και καθόλη τη διάρκειά της η Κρατική Ασφάλεια, της οποίας το αντικείμενο είναι, σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού στο δικαστήριο, “οι αναρχικοί, οι διαδηλώσεις και τέτοια” και όχι οι ανθρωποκτονίες; Γιατί δεν εμπλέκεται ποτέ το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής, το οποίο στο κάτω κάτω είναι το αρμόδιο για την εξιχνίαση ανθρωποκτονιών;

    Δεύτερον, τι ήταν αυτό το περίφημο ανώνυμο σημείωμα, που τόσο βολικά ανέφερε τρία άτομα με το ονοματεπώνυμό τους; Πώς περιήλθε στην κατοχή της αστυνομίας; Ήρθε με το ταχυδρομείο; Αν ναι, πού ήταν ο φάκελος; Γιατί δεν εξετάστηκε ποτέ για αποτυπώματα; Γιατί δεν έγινε καμία απόπειρα να βρεθεί ο αποστολέας του; Αυτά και άλλα ερωτήματα που τέθηκαν επιμόνως και επί μακρόν, ουδέποτε απαντήθηκαν από την αστυνομία στο δικαστήριο. Εντούτοις, παρά το άλυτο μυστήριο της προέλευσής του και παρότι δύο στα τρία ονόματα που ανέφερε αποδείχτηκαν αμέσως άστοχα, γεγονός που προδιέθετε μάλλον αρνητικά για την εγκυρότητά του, αυτό το ουρανοκατέβατο, επιτηδευμένα ανορθόγραφο, παράξενα δακτυλογραφημένο σημείωμα από κάποιον άγνωστο στην “Κερατατέα” συνέχισε να χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως ακράδαντο πειστήριο για την ενοχή του Θ. Η αστυνομία δεν αναφέρει την εξέταση κανενός άλλου ενδεχομένου.

    Τρίτον, παρά τις αιτιάσεις της υπεράσπισης του Θ. ότι φαίνεται σε φωτογραφίες να φορά ρούχα διαφορετικά από αυτά που φορά ο φερόμενος ως δράστης, οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές δίνουν βάση στην κατάθεση αστυνομικού που υποστηρίζει ότι “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”. Η αστυνομία λοιπόν επιχειρηματολογεί ότι ο Θ. είναι ο πρώτος μπαχαλάκιας της Ιστορίας ο οποίος άλλαξε ρούχα προτού προκαλέσει τα επεισόδια αλλά δεν τα άλλαξε μετά. Πώς γίνεται οι εισαγγελικές αρχές να δέχονται αυτό το επιχείρημα ως επαρκές για να παραπεμφθεί σε δίκη;

    Τέταρτον, ο μάρτυρας που είχε αναγνωρίσει από φωτογραφίες κατά 70% τον Π. ως τον δράστη της επίθεσης στον “Ιανό”, στη συνέχεια διαβεβαιώνει ότι κατά 100% δεν τον αναγνωρίζει. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε καν ένα παράξενο, αγνώστου προέλευσης, ανώνυμο σημείωμα. Παρόλα αυτά, ο Π. παραπέμπεται σε δίκη. Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια ισχνή αστυνομική επιχειρηματολογία να περνάει τόσο εύκολα όλα τα στάδια ανακριτικών και εισαγγελικών ελέγχων;

    Πέμπτον, κατά την εξέταση της δικογραφίας προέκυψε, όπως αναφέρθηκε στην ακροαματική διαδικασία, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είχε κατάσχει από τον Θ. ένα κινητό τηλέφωνο. Ο αριθμός, ωστόσο, που ανέφερε η ΕΛ.ΑΣ. στην έκθεσή της, όπως και πάλι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, ότι αντιστοιχούσε στην κάρτα sim που βρέθηκε στο εν λόγω κινητό, δεν αντιστοιχούσε σε αυτή αλλά επρόκειτο για αριθμό που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος δύο χρόνια πριν τα συμβάντα στη Marfin και είχε έκτοτε καταργήσει. Μολονότι ερωτήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, οι μάρτυρες αστυνομικοί ουδέποτε απάντησαν στο εξής προφανές ερώτημα: δεδομένου ότι ο Θ. δεν είχε στο παρελθόν απασχολήσει την ΕΛ.ΑΣ. με τρόπο ώστε να κατασχεθεί το τηλέφωνό του, γιατί ήταν γνωστός ο προγενέστερος και καταργημένος αριθμός του στην ΕΛ.ΑΣ., έτσι ώστε εκ παραδρομής, όπως φαίνεται, να εμφανιστεί αντί για για τον τρέχοντα και ενεργό αριθμό;

    Έκτον, γιατί επί έναν χρόνο μετά τον εμπρησμό δεν έκανε η αστυνομία καμία ενέργεια για τον εντοπισμό των δραστών; Και γιατί επί άλλα έξι χρόνια, παρά την προφανή αδυναμία των στοιχείων που συγκεντρώνονταν κατά του Θ. και του Π., δεν εξέτασε ποτέ κανένα άλλο ενδεχόμενο;

    Προσαγωγές, ξανά

    Από τον χειρισμό της υπόθεσης του εμπρησμού της Marfin δεν προκύπτει η παραμικρή γνώση για την ταυτότητα των πραγματικών δραστών. Προκύπτουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι η αστυνομία κατέφυγε στην, γνωστή σε όσους μελετούν ανάλογες υποθέσεις, τακτική της αναζήτησης βολικών υποψηφίων ανάμεσα σε παλαιότερους προσαχθέντες.

    Αν και η “προσαγωγή” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως, σπάνια γίνεται λόγος για το πόσο ανορθόδοξη πρακτική αποτελεί. Νομικό έρεισμα βρίσκει κατά κύριο λόγο στο άρθρο 74 του Προεδρικού Διατάγματος 141 του 1991. Εκεί περιγράφεται η υποχρέωση του αστυνομικού να “οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας”.

    Η προσαγωγή διαφέρει από τη σύλληψη, βάσει μιας λογικής ακροβασίας που περιγράφεται στις αστυνομικές εγκυκλίους: σύλληψη νοείται η αστυνομική πράξη που έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση, έστω και προσωρινή, της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η προσαγωγή είναι η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ενός “ελέγχου” και συνεπώς δεν περιορίζει, σύμφωνα με την αστυνομία, την “προσωπική ελευθερία”, αλλά μόνο την “ελευθερία κίνησης”. Την ίδια στιγμή, βέβαια, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την προσαγωγή του, διότι τότε απλώς θα τον συλλάβουν για “αντίσταση”. Ουσιαστικά, η προσαγωγή είναι μια σύλληψη δίχως τα δικαιώματα του συλληφθέντα, όπως το να έχει δικηγόρο.

    Σε αντίθεση με τη σύλληψη, ωστόσο, η προσαγωγή υποτίθεται ότι δεν αφήνει “ίχνος”: αν κάποιος προσαχθεί και στη συνέχεια αφεθεί ελεύθερος, δεν πρέπει να υπάρχει καμία καταγραφή του γεγονότος της προσαγωγής του. Μολοντούτο, η αστυνομία τηρεί “αρχεία προσαγωγών”. Το παραδέχτηκε άλλωστε, κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης Μαρφίν, ανθυπαστυνόμος της υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας, ο οποίος, δίχως να αντιλαμβάνεται κάποιο πρόβλημα, είπε στο ακροατήριο: “…συμβαίνει η υπηρεσία να κάνει μαζικές προσαγωγές, κρατάμε αρχείο προσαχθέντων για να αποδεικνύεται ότι κάποιος ήταν εκεί και όχι αλλού”.

    Το αρχείο αυτό στην πράξη συνιστά μια δεξαμενή υπόπτων. Στην πρώτη της μορφή, η δεξαμενή αυτή χρονολογείται από το 1995, όταν περιέλαβε τα στοιχεία όσων προσήχθησαν μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Έκτοτε, επεκτείνεται με τα στοιχεία όσων προσάγονται μαζικά σε επιχειρήσεις της αστυνομίας.

    Υπάρχουν λόγοι να πιστέψει κανείς ότι τόσο ο Θ. όσο και ο Π. είχαν βρεθεί σε τέτοια δεξαμενή. Ο Θ. επειδή είναι αναρχικός και είχε συνδικαλιστική δράση. Ο Π. επειδή πριν από χρόνια είχε προσαχθεί μετά από ένα συλλαλητήριο όπου είχε συμμετάσχει.

    Το ότι αντλήθηκαν από δεξαμενή υπόπτων θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπλοκή της Κρατικής Ασφάλειας αντί του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τόσο το γιατί η αστυνομία γνώριζε τον προ διετίας καταργημένο αριθμό τηλεφώνου του Θ., και τον μπέρδεψε με τον τρέχοντα, όσο και γιατί η κλήση να απολογηθεί ο Π. στον ανακριτή ανέφερε τη διεύθυνση που είχε καταγραφεί στην προ ετών προσαγωγή του και όχι την τρέχουσα.

    Όσο για το ανώνυμο σημείωμα, δεν φαίνεται ότι θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια. Μοιάζει, ωστόσο, εξόχως πρόσφορο μέσο για να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη κάποιος που ήταν οιονεί σεσημασμένος από την αστυνομία, αλλά δεν πρέπει να γίνει δημοσίως γνωστή η διαδικασία με την οποία σημάνθηκε.

    Αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη.

    Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ελαφρώς διαφορετική μορφή στην ιστοσελίδα «Κοσμοδρόμιο» την 1η Απριλίου 2021.

    Νόμος Τσιάρα: Στη Βουλή η ψευδοεπιστήμη και οι εμπνευστές των «στρατοπέδων επανένωσης»

    Κατά την συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής για το νομοσχέδιο Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας προσπάθησε να παρουσιάσει το «Σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης» ως κάτι ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θεωρία περιθωριακή και έντονα αμφισβητούμενη από την πλειονότητα των επιστημόνων, ενώ οι δημιουργοί της ελέγχονται ακόμη και από την ποινική δικαιοσύνη.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Το πρόβλημα με την υπόσχεση μιας επιστήμης που παράγει συμπεράσματα για τον κόσμο δίχως το βάρος πολιτικών προκαταλήψεων είχε εντοπιστεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τα μέσα του, η υπόσχεση αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Είναι λοιπόν αναμφίβολα ενδιαφέρον ότι μια τέτοια αυτάρεσκη εκδοχή της επιστήμης επανεμφανίστηκε στη μαραθώνια συζήτηση που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, όπου ειδικοί και φορείς αντάλλαξαν απόψεις με τους εκπροσώπους των κομμάτων επί του νομοσχεδίου Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο.

    Ήταν μάλιστα η τοποθέτηση που εγκαινίασε τη συζήτηση, αυτή της εκπροσώπου της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ) και επίκουρης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ κ. Μαριέττας Παπαδάτου-Παστού που ύστερα από προσεκτική εξέταση, δείχνει όλες τις προκαταλήψεις τις οποίες οι οπαδοί του νομοσχεδίου Τσιάρα, οργανωμένοι πλέον σε ένα ιδιαίτερα δυνατό και διεισδυτικό λόμπι, επικαλούνται ως «αντικειμενική επιστήμη» για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους.

    Ομολογουμένως, ακόμα και στη δημόσια συζήτηση για το ζήτημα, υπήρξε ιδιαιτέρως πρωτότυπη η άποψη που εξέφρασε κατ’ επανάληψιν η κ. Παπαδάτου-Παστού ότι ο προτεινόμενος χρόνος («τουλάχιστον 35%» – «ιδανικά 50-50») παραμονής με το παιδί μπορεί να μοιράζεται και στους δύο γονείς ήδη από τη βρεφική ηλικία — τονίζοντας μέχρι και τα οφέλη για το παιδί όταν εναλλάσσονται οι τροφοί. Η υπόλοιπη επιχειρηματολογία της αποτελούσε μια υπερ-κατάφαση στο νομοσχέδιο Τσιάρα, διόλου ανόμοια με αυτή που ακούμε από τα χείλη των εκπροσώπων των οργανωμένων ομάδων πίεσης υπέρ της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας, οι οποίες έχουν συχνά φιλοξενήσει τις απόψεις της στους σχετικούς ιστότοπους και τα κοινωνικά δίκτυα.

    Το πρόβλημα όμως με την πρωτολογία και δευτερολογία της κ. Παπαδάτου-Παστού δεν είναι μόνο σε όσα είπε αλλά κυρίως στο πού τα στήριξε. Παρότι εν τέλει αρνήθηκε να εξειδικεύσει τις πηγές από τις οποίες αντλεί τα συμπεράσματά της, οι δύο εξ αυτών που κατονόμασε, μία εγχώρια και μία ξένη, δείχνουν την αποτυχία να αναστοχαστεί επαρκώς για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της και θέτουν εύλογα εν αμφιβόλω και εκείνες τις πηγές που δεν κατονόμασε.

    Η εγχώρια πηγή ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος και ο ίδιος της ΕΛΨΕ, Ηλίας Κουρκούτας, εξίσου δημοφιλής — αν όχι περισσότερο — με την κ. Παπαδάτου-Παστού μεταξύ των ομάδων πίεσης για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια. Οι δυό τους έχουν εκπροσωπήσει την ΕΛΨΕ στον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα, παρότι δεν συγκαταλέγονται στους διοικούντες ή τους συντονιστές των επιμέρους κλάδων της Εταιρείας.

    Δεν είναι μεμπτό φυσικά να παραθέσει κανείς έναν επιστήμονα με ειδίκευση στην Παιδοψυχολογία. Όταν όμως ένα ζήτημα διχάζει την επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως σε τέτοιο βαθμό όσο η εξαναγκαστική συνεπιμέλεια, η επίκληση σε έναν μόνο επιστήμονα έχει νόημα όταν αυτός/-ή εκπροσωπεί το consensus (τη σε γενικές γραμμές κοινή συμφωνία) της επιστημονικής κοινότητας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, στον βαθμό που υφίσταται consensus, σίγουρα δεν αντιπροσωπεύεται από τα συμπεράσματα του κ. Κουρκούτα. Πολλώ δε μάλλον όταν κι ο ίδιος βασίζεται συχνά με τη σειρά του στην έτερη πηγή που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού.

    Αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από την περιβόητη «έκθεση Warshak», ένα κείμενο του αμερικανού ψυχολόγου Richard Warshak από το 2014, το οποίο, όπως μας ενημέρωσε η κ. Παπαδάτου-Παστού, υποστηρίχθηκε από 110 επιστήμονες του κλάδου και την Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία. Ο συγγραφέας του κειμένου υπήρξε μαθητής του ψυχολόγου Richard Gardner που εισήγαγε την έννοια του «Συνδρόμου Γονεϊκής Αποξένωσης» και κληρονόμος του επιστημονικού υλικού που άφησε πίσω του. Από τον θάνατο του Gardner το 2003, ο Warshak έχει γίνει ο συνεχιστής των θεωριών του για τη «γονεϊκή αποξένωση» και κατ’ επέκταση, το βασικό επιστημονικό άλλοθι για τους υπέρμαχους της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας.

    Αυτή η «έκθεση» που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού έχει μια σειρά προβλήματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι δεν είναι έκθεση. Είναι ένα paper που δημοσιεύθηκε στο πλουραλιστικό περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας Psychology, Public Policy, and Law, ως μέρος του επιστημονικού διαλόγου, και το οποίο υποστήριζε συνθέτοντας τη βιβλιογραφία για τη Γονεϊκή Αποξένωση ότι ο ίσος χρόνος με τους δύο γονείς αποδεικνύεται ωφέλιμος για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. «Έκθεση» το καθιστά μόνο ο κάπως θρασύς τίτλος “a consensus report” που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, παρότι τόσο οι πηγές του όσο και το ίδιο το κείμενο δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση κάποιο “consensus”, από τη στιγμή που είχαν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται τα πυρά μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας.

    Όσο για την επίσημη θέση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας για τον Warshak και το «Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης», αυτή φαίνεται στο σχετικό λήμμα του Λεξικού της Εταιρείας: «Το Σύνδρομο έχει απορριφθεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία και την Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία, λόγω έλλειψης εμπειρικών και κλινικών στοιχείων να το υποστηρίξουν και δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM)».

    Όταν τονίστηκε στην κ. Παπαδάτου-Παστού η απουσία του Συνδρόμου από το DSM, η απάντησή της υπήρξε ενδιαφέρουσα: «Δεν συμπεριλαμβάνεται στα διαγνωστικά εγχειρίδια ως γονεϊκή αποξένωση, αλλά περιγράφεται υπό άλλους όρους στο κεφάλαιο “Προβλήματα στις Γονεϊκές Σχέσεις”». Είναι περίπου σαν να λέμε ότι ένα πακέτο μακαρόνια, κιμάς και μπεσαμέλ είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με ένα παστίτσιο.

    Να σημειωθεί επίσης ότι είναι τελείως ασυνήθιστο να γίνεται συλλογή 110 υπογραφών από ειδικούς υπέρ ενός επιστημονικού paper. Αυτό περισσότερο δείχνει την πολιτικοποίηση ενός συμπεράσματος, παρά την κοινή αποδοχή του από την επιστημονική κοινότητα.

    Η αναφορά στον Warshak γίνεται πολλαπλα ατυχής αν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του δεν είναι μόνο θεωρητικό. Εδώ και έντεκα τουλάχιστον χρόνια έχει υποστηρίξει ενεργά και έχει συνεργαστεί με διάφορα «εργαστήρια» ενάντια στη γονεϊκή αποξένωση και κυρίως το μεγαλύτερο εξ αυτών, με έδρα την Καλιφόρνια, ονόματι Family Bridges. Τα εργαστήρια αυτά, που ονομάζονται «στρατόπεδα επανένωσης» ή «στρατόπεδα του Rand και του Warshak» από τους επικριτές τους, ιδρύθηκαν από τον Randy Rand, έναν πρώην ψυχολόγο του οποίου η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφαιρέθηκε το 2009 για παραβίαση των αρμοδιοτήτων του ψυχολόγου-διαμεσολαβητή σε δύο δικαστικές υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.

    Έκτοτε, και τα Family Bridges άρχισαν να αυτοσυστήνονται ως «εκπαιδευτικά», αντί για «θεραπευτικά» εργαστήρια. Αυτό, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο NBC, τους έχει επιτρέψει να λειτουργούν χωρίς επίβλεψη από την πολιτεία. Η δε διείσδυση των ιδεών πάνω στις οποίες βασίζονται — με τη βοήθεια του σχετικού lobbying — έχουν οδηγήσει σε μία βιομηχανία δικαστικών εντολών στις ΗΠΑ, αλλά και στον Καναδά, που στέλνουν τα παιδιά των διαζυγίων σε αυτά τα εργαστήρια, το κόστος των οποίων ξεκινάει από τα 20.000 δολάρια. Μία εξόχως επικερδής δραστηριότητα που δεν θεμελιώνεται σε καμία επιστημονική βεβαιότητα και λειτουργεί χωρίς καμία κρατική πιστοποίηση.

    Όσο για το τι συμβαίνει όταν οι ιδέες περί «γονεϊκής αποξένωσης» εφαρμόζονται στην πράξη, σε εκτενές σχετικό θέμα με τίτλο «Όταν το Παιδί Γίνεται Όπλο» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Atlantic τον Δεκέμβριο του 2020, ο ιδρυτής του Ινστιτούτου για τη Βία, την Κακοποίηση και το Τραύμα περιγράφει κι αυτός τα Family Bridges ως «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Το δημοσίευμα μιλάει για παιδιά που μέσα στο πρόγραμμα απέκτησαν αυτοκτονικό ιδεασμό, έπαθαν κρίσεις πανικού, ενώ ένα εξ αυτών δηλώνει ακόμα «συναισθηματικά κατεστραμμένο από το πρόγραμμα».

    Τα δε τρία παιδιά — ενήλικες πλέον — που μιλάνε στο NBC για το πρόγραμμα δηλώνουν μεταξύ άλλων ότι «δεν θα το εύχονταν αυτό σε κανέναν άνθρωπο» και ότι όλα βγήκαν από εκεί μέσα «μισώντας» τον ένα γονέα. Σε άλλο δημοσίευμα του αμερικανικού δικτύου από το 2018, παιδιά που βρέθηκαν στο Family Bridges κάνουν λόγο για χειραγώγηση και τακτικές εκφοβισμού.

    Σε πρόσφατο podcast του Reveal, του πολυβραβευμένου Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ, περιγράφεται μέσα από πρωτογενείς μαρτυρίες η τραυματική στιγμή που δύο αδέρφια φεύγουν από τη δικαστική αίθουσα συνοδεία αστυνομικών για να μεταφερθούν σε κάποιο Family Bridges. Μέσα στο πρόγραμμα περιγράφουν ότι αισθάνονται «αιχμάλωτοι» και «εγκλωβισμένοι» και καταθέτουν ότι οι ίδιοι οι Rand και Warshak τους δήλωναν ότι δεν θα βγουν από εκεί μέσα μέχρι να παραδεχθούν ότι ο πατέρας τους τους είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.

    Υπάρχει ένα μοτίβο σε όλες τις μαρτυρίες που έχει συλλέξει η δημοσιογραφική έρευνα για τα Family Bridges: η πλευρά του «αποξενωμένου» γονέα εισηγείται την προσφυγή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα στο δικαστήριο· το δικαστήριο το δέχεται (στο 27% των περιπτώσεων στον Καναδά και εικάζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ΗΠΑ)· οι γονείς πληρώνουν ένα υπέρογκο ποσό για το πρόγραμμα· τα παιδιά περνούν από μία συστηματική «εκπαίδευση» που τους αλλάζει προτιμήσεις σε γονέα· τα παιδιά απομακρύνονται από τον γονέα που είχε την αρχική επιμέλεια και ενδέχεται να κάνουν να τον δουν χρόνια. Όπως κατέθεσε ένας δικηγόρος σε σχετική έρευνα της Washington Post το 2017: «Αυτά τα προγράμματα είναι κατά βάση απάτες. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι αποκόμιζαν υπέρογκα ποσά πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας». Ο ίδιος ο Richard Warshak αρνήθηκε να μιλήσει στην εφημερίδα, γιατί πιθανώς επίκειντο διώξεις εναντίον του, για την τύχη των οποίων δεν καταφέραμε να πληροφορηθούμε.

    Είναι λοιπόν περίεργο το πώς η κ. Παπαδάτου-Παστού θεώρησε ότι μπορεί να βασίζει την επιχειρηματολογία της σε έναν άνθρωπο που ως προς τις θεωρίες του δεν εμπίπτει ούτε κατά διάνοια στο επιστημονικό consensus, ενώ το κλινικό του έργο φαίνεται να υπάγεται στη σφαίρα της ποινικής δικονομίας.

    Στη δευτερολογία της, όταν η Επιτροπή αμφισβήτησε την εγκυρότητα των πηγών της, έδωσε την απάντηση ότι εκείνη είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Η κυκλικότητα του επιχειρήματος (ένα είδος «ισχύει επειδή το λέω εγώ») είναι προφανής. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε κι εμείς να πούμε ότι αφ’ ης στιγμής υπάρχει δημοσίευμα που παρουσιάζει την κ. Παπαδάτου-Παστού να λαμβάνει την έδρα στο ΕΚΠΑ ως κόρη καθηγητή του ΕΚΠΑ, μπορούμε να το δεχτούμε ως ακριβές, μόνο και μόνο επειδή είμαστε δημοσιογράφοι και άρα αρμόδιοι να κρίνουμε. Βεβαίως, δεν το κάνουμε, διότι θα τσαλακώναμε τη δημοσιογραφική δεοντολογία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκείνη τσαλακώνει την επιστημονική μέθοδο.

    Θεωρητικά, δεν είναι αθέμιτο να έλκεται μια επιστήμονας από τα συμπεράσματα κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ανήκει στο επιστημονικό consensus. Αυτό θα μπορούσε να είναι ως και υγιές — αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου θα έπρεπε να δημιουργούν ανησυχίες. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί πρόβλημα είναι όταν η αντιθετική αυτή άποψη απλά αυτοβαφτίζεται “consensus” προσπερνώντας επιδεικτικά τη βάσανο του επιστημονικού διαλόγου.

    Αν αυτά παρουσιάζονται ως «επιστήμη» από έναν άνθρωπο με το βιογραφικό της κ. Παπαδάτου-Παστού, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι άλλο έχει ενδυθεί τον επιστημονικό μανδύα στη δημόσια συζήτηση για τη συνεπιμέλεια προκειμένου να κρυφτεί το γεγονός ότι το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό και με τη θέση που παίρνει ο καθένας, απαντά σε θεμελιακά ερωτήματα, όπως το τι έχει προτεραιότητα στους όρους ενός διαζυγίου, τα δικαιώματα του παιδιού ή του γονέα που ισχυρίζεται ότι «αποξενώνεται»;

    Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του να μελετά τα ολισθήματα που πηγάζουν από την προκατάληψη και επηρεάζουν την επιστημονική μέθοδο. Η μόνη λύση που βρήκε ήταν ο συνεχής κριτικός αναστοχασμός πάνω στη θέση από την οποία μιλάει ο ερευνητής και τις ενδεχόμενες προκαταλήψεις του. Αν η κ. Παπαδάτου-Παστού ψάχνει θερινό ανάγνωσμα, θα μπορούσε να αφήσει για λίγο στην άκρη τον Warshak και να πιάσει τον Μπουρντιέ. Ενδεχομένως να της αρέσει.

    Το άρθρο αυτό προδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα TVXS, στις 16 Μαΐου 2021.