Μιλήσαμε με την μητέρα του αγοριού και καταγράψαμε βήμα-βήμα πώς διαχειρίστηκαν αυτή την οικογένεια οι κοινωνικές υπηρεσίες, η εισαγγελία και η αστυνομία, ως τη στιγμή που έβαλαν τα παιδιά που έκλαιγαν στο «λευκό βαν» για να τα πάνε σε χωριστά ιδρύματα. Εξακολουθούμε να παρακολουθούμε όσο τα παιδιά χωρίζονται παρατεταμένα — με το ένα να επιστρέφει μετά από έναν χρόνο στο σπίτι του και το άλλο να δίνεται ανεξήγητα για αναδοχή. Όσα είδαμε δείχνουν με φρικιαστικό τρόπο πόσο κακοποιητικό είναι αυτό που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η μητέρα συνελήφθη, πέρασε αυτόφωρο, δικάστηκε και καταδικάστηκε με αναστολή.
Η εισαγγελέας ανηλίκων τον Νοέμβριο του 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με τη μητέρα τους και τη γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου 2022. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί τόσο μεγάλο διάστημα στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
Στο πλαίσιο καταγραφής αυτής της υπόθεσης, καθώς και της παραγωγής του ντοκιμαντέρ «Σεξουαλική κακοποίηση: Παιδιά δίχως προστασία», το Manifold έχει αποστείλει ερωτήματα τόσο στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής όσο και στο Υπουργείο Υγείας. Δεν λάβαμε καμία απάντηση.
Ερωτήματα αποστείλαμε επίσης δύο φορές στο Νοσοκομείο Παίδων Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού. Στη δεύτερη επικοινωνία μας, το νοσοκομείο μάς απάντησε ότι «για τα παιδιά που εισάγονται στο Νοσοκομείο μας κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για ιατρικό έλεγχο, οι συνθήκες εισαγωγής – ιατρικού ελέγχου – παραμονής και φιλοξενίας και οι εν γένει διαδικασίες τελούν εις γνώσιν των αρμοδίων Εισαγγελέων».
Εν τω μεταξύ, η τύχη της ποινικής υπόθεσης του βιασμού — αν δηλαδή ασκείται δίωξη και αν, κυρίως, αναζητούνται οι ευθύνες του νοσοκομείου — είναι άγνωστη. Κανένας αρμόδιος, δηλαδή, δεν έχει ενημερώσει σχετικά ούτε τη Γ. ούτε τη δικηγόρο της.
Αναδοχή α λα καρτ
Ο χωρισμός των αδελφών σε περίπτωση απομάκρυνσής τους από την οικογένεια θεωρείται εκτός από τραυματική, εντελώς παρωχημένη πρακτική. Αυτό αποτυπώθηκε άλλωστε και στο κείμενο της Στρατηγικής για την Αποϊδρυματοποίηση στην Ελλάδα, την οποία συνέταξε το 2019 η ΜΚΟ EASPD (European Association of Service providers for Persons with Disabilities, Ευρωπαϊκή Ένωση παρόχων υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες), κατά παραγγελία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με χρηματοδότηση της Γενικής Διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Reform) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο τελικό σχέδιο, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, αναφέρεται: «Για τα παιδιά χωρίς γονεϊκή φροντίδα, θα πρέπει να διερευνώνται επιλογές εναλλακτικής φροντίδας, εξετάζοντας αρχικά τη συγγενική φροντίδα και έπειτα τη φροντίδα σε οικογενειακό (ανάδοχη φροντίδα) ή οικογενειακού τύπου περιβάλλον, διασφαλίζοντας ότι τα αδέλφια παραμένουν μαζί». Το ίδιο έχει αναφέρει και η τότε υπουργός, Δόμνα Μιχαηλίδου, σε συνέντευξή της: «Δημιουργήσαμε δομές ξεχωριστές για βρέφη, παιδιά δημοτικού, παιδιά γυμνασίου και λυκείου. Βέβαια, όταν τα παιδιά είναι αδέλφια, δεν χωρίζονται και αποφασίζει ο εισαγγελέας σε ποια δομή ηλικιακά θα πάνε, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι που δεν πρέπει να βρίσκονται μαζί».
To δικαστήριο της Γ. αναβλήθηκε και η ίδια ξεκίνησε να επισκέπτεται τα παιδιά της στα ιδρύματα όπου βρίσκονταν — μία φορά την εβδομάδα το ένα και μία το άλλο.
Στο μεταξύ, βρήκε δουλειά. Όμως, σπίτι δεν στάθηκε δυνατόν να αλλάξει, όπως μας λέει. Ο μισθός δεν επαρκεί. Στο σπίτι όπου μένει, μένει με τη μητέρα της, τη γιαγιά των παιδιών. Κι αυτό είναι μια βοήθεια.
Με το ένα ίδρυμα, αυτό όπου κατέληξε ο μεγάλος γιος, τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά, μέσα στους μήνες, να δείχνουν ενθαρρυντικά: άρχισαν να της δίνουν τον γιο της τα σαββατοκύριακα, μπορούσε να τον φιλοξενεί στο σπίτι τους και να περνάει χρόνο μαζί του. Πριν από λίγο καιρό, του επέτρεψαν να γυρίσει στη μητέρα του.
Με το άλλο ίδρυμα, αυτό στο οποίο οδηγήθηκε ο μικρός της γιος, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Τα επισκεπτήρια έπαψαν να είναι τόσο συχνά. Η δε κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος επέμενε ότι η Γ. πρέπει να πάψει να συγκατοικεί με την μητέρα της και γιαγιά των παιδιών διότι την έκρινε ως πηγή εντάσεων. Αυτό καταγράφηκε και στην έκθεση που παρέδωσαν το καλοκαίρι στην εισαγγελία ανηλίκων, με αποτέλεσμα να προκριθεί ως καταλληλότερη λύση η τοποθέτηση του μικρού σε ανάδοχη οικογένεια.
Ο τρόπος με τον οποίο έμαθε για την τοποθέτηση του παιδιού της σε ανάδοχη οικογένεια είχε κι αυτός την παραδοξότητά του. Ήταν Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2023, ημέρα επισκεπτηρίου. Δύο ημέρες πριν ήταν τα γενέθλια του μικρού. Έτσι η Γ. έφτασε στο ίδρυμα κρατώντας μια τούρτα στο χέρι για να του ευχηθεί. Τον είδε ιδιαίτερα περιποιημένο. Κοίταξε την κοινωνική λειτουργό και ρώτησε αν συμβαίνει αυτό που φοβόταν. Η κοινωνική λειτουργός τής απάντησε να μην κλάψει μπροστά στο παιδί…
Η Γ. λοιπόν κρίθηκε κατάλληλη για το ένα παιδί, το μεγάλο, το οποίο επέστρεψε στο σπίτι — χωρίς ωστόσο να της έχει δοθεί τυπικά η επιμέλειά του. Την ίδια στιγμή, κρίθηκε ακατάλληλο το περιβάλλον της για το άλλο της παιδί. Το πώς μπορεί αυτά τα δύο να ισχύουν ταυτόχρονα κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να το εξηγήσει.
Έτσι τώρα η Γ. πρέπει να παλέψει να πάρει πίσω τον μικρό της γιο. Πώς; Παλεύοντας πρώτα με την γραφειοκρατία. Γιατί όλα αυτά μέχρι τώρα γίνονται προφορικά. Προφορικά πήρε πίσω το μεγάλο παιδί. Προφορικά την ενημέρωσε η εισαγγελέας ανηλίκων για το περιεχόμενο της κοινωνικής έκθεσης του ιδρύματος στο οποίο διέμενε το μικρό της παιδί. Προφορικά έμαθε και για την αναδοχή του. Και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την εισαγγελέα, για να προσβάλει η Γ. την αναδοχή του παιδιού της, θα πρέπει να προκύψουν «νέα στοιχεία».
Ή, τουλάχιστον, έτσι ήξερε μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 2023, οπότε της επιδόθηκε η αίτηση της εισαγγελέως ανηλίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητάει να αφαιρεθεί από την Γ. η γονική μέριμνα του μικρού της γιου. Όχι του μεγάλου, δηλαδή του παιδιού για τη σωματική τιμωρία του οποίου αρχικά της αφαιρέθηκε η επιμέλεια, αλλά του μικρού.
Μέχρι στιγμής, συνεπώς, οι άνθρωποι που τιμωρούνται για όσα έχουν συμβεί είναι κυρίως τα δύο παιδιά, τα οποία συν τοις άλλοις τώρα εξαναγκάζονται να χωριστούν παρατεταμένα εξαιτίας της αυθαίρετης αναδοχής του μικρού, που ακολούθησε τον εγκλεισμό τους σε χωριστά ιδρύματα. Παρά τη γενική συμφωνία που επικρατεί στη σύγχρονη επιστήμη ότι τα αδέλφια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να χωρίζονται, διότι αυτό μπορεί να έχει πρόσθετες τραυματικές συνέπειες, το ελληνικό σύστημα παιδικής προστασίας εξακολουθεί να χαράζει τον δικό του, ανερμάτιστο δρόμο. Στην πιο πρόσφατη, μάλιστα, πράξη του δράματος επιδιώκει να αφαιρέσει μόνιμα από τη μητέρα το ένα παιδί, δίχως καμία απολύτως λογική εξήγηση.