Στη μαρτυρία μιας γυναίκας, η οποία εξιστορεί την κακοποιητική σχέση της με τον πρώην σύζυγό της και την προσπάθειά της να προστατέψει τον εαυτό της και την κόρη της, περιλαμβάνεται μια καταγγελία εναντίον του πρώην επικεφαλής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Του απευθύναμε ερωτήματα και καταγράφουμε τις εξηγήσεις του.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου
Έχουμε καταγράψει σε video τη μαρτυρία μιας γυναίκας,* η οποία εξιστορεί την κακοποιητική σχέση της με τον πρώην σύζυγό της και την προσπάθειά της να προστατέψει τον εαυτό της και την κόρη της, αντιμέτωπη με χειρισμούς των αρμόδιων αρχών που μοιάζουν να θέλουν να τις συντρίψουν. Ένα τμήμα της μαρτυρίας της, ωστόσο, ξεφεύγει από τα πλαίσια των δυστυχώς όχι σπάνιων υποθέσεων συζυγικής αντιδικίας όπου υπάρχουν καταγγελίες κακοποίησης.
Το τμήμα αυτό αφορά την εμπλοκή ενός ιδιαίτερα γνωστού προσώπου, του Μανώλη Σφακιανάκη, αντιστράτηγου ε.α. της ΕΛ.ΑΣ. και πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Ο Μανώλης Σφακιανάκης έχει γίνει γνωστός στο πανελλήνιο εξαιτίας της μεγάλης δημοσιότητας που πήραν υποθέσεις που χειρίστηκε ως αστυνομικός αλλά και λόγω των συχνών εμφανίσεών του στα ΜΜΕ, όπου σχολιάζει ως ο πλέον εξέχων εμπειρογνώμονας για το ηλεκτρονικό έγκλημα στη χώρα.
Τα υπό διερεύνηση πειστήρια
Κατά τη μαρτυρία της, η γυναίκα μάς εξιστόρησε ότι τον Ιούλιο του 2017, θέλησε να κάνει μια έρευνα μέσω διαδικτύου για μια αγορά που την ενδιέφερε. Σύμφωνα με όσα μας αφηγήθηκε, ήταν βράδυ όταν κάθισε στον οικιακό υπολογιστή και ο σύζυγός της, με τον οποίο έχουν μια ανήλικη κόρη, κοιμόταν. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε ειδοποίηση από την εφαρμογη skype, η οποία είχε μείνει ανοιχτή στον λογαριασμό του συζύγου της.
Με ταραχή, υποστηρίζει, συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα προερχόταν από ένα κορίτσι που φαινόταν ανήλικο. Μπαίνοντας στην εφαρμογή, λέει ότι ανακάλυψε σειρά μηνυμάτων στα οποία ο σύζυγός της συνομιλούσε με νεαρά κορίτσια, πολλά από τα οποία δήλωναν τα ίδια πως ήταν ανήλικα. Λέει ότι οι διάλογοι ήταν σεξουαλικού περιεχομένου, ενώ σε κάποια μηνύματα, ο πρώην σύζυγός της έστελνε φωτογραφίες με το πέος του σε στύση και βίντεο όπου φαινόταν να αυνανίζεται. Τα μηνύματα, ωστόσο, που πιο πολύ από όλα την τάραξαν και την τρόμαξαν, υποστηρίζει, ήταν αυτά όπου ο σύζυγός της δήλωνε σε ένα κορίτσι την επιθυμία του να τη δει να κάνει στοματικό έρωτα στον πατέρα της.
Σύμφωνα με την εξιστόρησή της, μέσα στην ταραχή της άρχισε να φωτογραφίζει την οθόνη του υπολογιστή, αποτυπώνοντας όσο πιο πολλά μηνύματα μπορούσε. Σταμάτησε από φόβο ότι ο σύζυγός της θα ξυπνούσε ξαφνικά.
Η γυναίκα υποστηρίζει ότι οι παραινέσεις των στενών της προσώπων, ανάμεσά τους και μιας φίλης της, δικαστικής λειτουργού, καθώς και του τότε δικηγόρου της, να μην καταγγείλει όσα είχε ανακαλύψει, καθώς «δεν θα έβρισκε άκρη», την απέτρεψαν από το να προσφύγει στις αρχές. Η ίδια θεωρεί ότι στην απόφαση συνετέλεσε και η προϊστορία του κακοποιητικού γάμου της, όπου υπέστη επί σειρά ετών ψυχολογική κακοποίηση, διαρκείς ταπεινώσεις και οικονομικό εγκλωβισμό, και το «πάγωμα» που την αδρανοποίησε για μεγάλο διάστημα — μια ψυχική συνθήκη που οι ειδικοί συμφωνούν ότι μπορεί να πλήξει τα κακοποιημένα άτομα.
Σε κάθε περίπτωση, καταγγελία δεν έγινε στον χρόνο εκείνον.
Η μήνυση στη Δίωξη
Το επόμενο διάστημα, όμως, και αφού είχε ξεκινήσει σφοδρή αστική αντιδικία μεταξύ της ίδιας και του πρώην συζύγου της γύρω από τα ζητήματα του διαζυγίου, της επιμέλειας του παιδιού και των δικαιωμάτων επικοινωνίας του πατέρα, η Μ. ανέφερε τα ευρήματά της και τις ανησυχίες της κατά τη διάρκεια μίας από τις αστικές δίκες.
Το δικαστήριο της υπέδειξε ότι χρειαζόταν να καταθέσει μήνυση, έτσι ώστε να διεξαχθεί έρευνα από την αστυνομία, εν προκειμένω δηλαδή την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Αυτό και έπραξε, τον Μάιο του 2021. Στη συνέχεια, όμως, και όσο διαρκούσε η κύρια ανάκριση, που διατάχθηκε βάσει της μήνυσής της, η τότε δικηγόρος της την συμβούλεψε να προσλάβει έναν εμπειρογνώμονα, ο οποίος θα βεβαίωνε τη γνησιότητα των φωτογραφιών που είχε τραβήξει με τα μηνύματα του πρώην συζύγου της.
Μια τέτοια τεχνική έκθεση επί της γνησιότητας των φωτογραφιών θα ήταν, υποστήριξε η δικηγόρος της, ιδιαιτέρως χρήσιμη σε μια ενδεχόμενη δίκη, καθότι ήταν εξ αρχής αμφίβολο αν μετά από πέντε χρόνια, θα εντοπιζόταν ο συγκεκριμένος υπολογιστής ή αν η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος θα ήταν σε θέση να ανακτήσει τα μηνύματα του πρώην συζύγου της από την εφαρμογή.
Κατά σύσταση της δικηγόρου της, η γυναίκα απευθύνθηκε στον Μανώλη Σφακιανάκη, λόγω της φήμης του και της εγκυρότητάς του, και της βαρύτητας που μια έκθεσή του θα μπορούσε να έχει για τις δικαστικές αρχές. Η ίδια τον ήξερε, όπως μας είπε, ως τον «πατέρα της κυβερνοασφάλειας στην Ελλάδα».
Η καταγγελία κατά του Μ. Σφακιανάκη
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο Μ. Σφακιανάκης δέχτηκε να αναλάβει την υπόθεση, ζητώντας αμοιβή 10.000 ευρώ. Για να κάνει όμως αυτή την «φιλική» τιμή, σύμφωνα με τη γυναίκα, ζήτησε τα χρήματα «μαύρα», δηλαδή χωρίς την έκδοση φορολογικού παραστατικού. Η γυναίκα υποστηρίζει ότι κατέβαλε το ποσό αυτό στον Μ. Σφακιανάκη, τμηματικά σε μετρητά.
Ο Μ. Σφακιανάκης, ωστόσο, της είπε ότι την τεχνική έκθεση δεν θα την υπέγραφε ο ίδιος, αλλά ένας συνεργάτης του. Σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία, η δικαιολογία που έδωσε ήταν ότι δεν είχε καλή σχέση με τον τεχνικό σύμβουλο του αντιδίκου, δηλαδή του πρώην συζύγου της, και δεν ήθελε να οξύνει τα πνεύματα. Παρόλα αυτά, μάς είπε η γυναίκα, η ίδια δεν «πονηρεύτηκε», διότι προηγούνταν η φήμη του ως «πατέρα της κυβερνοασφάλειας».
Πράγματι, τον Μάρτιο του 2022 επικοινώνησε με τη γυναίκα «εκ μέρους του κ. Σφακιανάκη» ο συνεργάτης του, Ανδρέας Κολούας. Μέρος της αλληλογραφίας του Α. Κολούα, στην οποία συζητά λεπτομέρειες για την πραγματογνωμοσύνη, τον εμφανίζει ως συνεργάτη της GRISS (Greek Information Security Systems), εταιρείας ερευνών ψηφιακών πειστηρίων που έχει ιδρύσει και διοικεί ο Μ. Σφακιανάκης.
Η γυναίκα υποστηρίζει ότι όσο βρισκόταν σε επαφή με τον Μ. Σφακιανάκη, ο πρώην σύζυγός της τής διεμήνυσε ότι η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος δεν είχε βρει τίποτα εις βάρος του. Προβληματισμένη για το πώς ο αντίδικός της είχε μια τέτοια πληροφορία, λέει ότι απευθύνθηκε στον Μ. Σφακιανάκη, ο οποίος, σε μία από τις συναντήσεις τους, επικοινώνησε μπροστά της τηλεφωνικά με τον αξιωματικό που διερευνούσε την υπόθεσή της, για τον οποίο της είπε ότι ήταν «παιδί του», για να τον ρωτήσει για την πρόοδο της διερεύνησης. Ο αξιωματικός, υποστηρίζει η γυναίκα, απάντησε στον Μ. Σφακιανάκη ότι η υπόθεση δεν είχε προχωρήσει ακόμη.
Όπως πράγματι προκύπτει από το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο δύο χρόνια αργότερα αποφάσισε να μην γίνει κατηγορία εναντίον του πρώην συζύγου της για το αδίκημα της «προμήθειας και κατοχής μέσω πληροφοριακών συστημάτων υλικού παιδικής πορνογραφίας», η έρευνα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος δεν βρήκε τίποτα. Συγκεκριμένα, από τους δύο υπολογιστές που κατέσχεσε από το σπίτι του πρώην συζύγου της, στον έναν δεν κατόρθωσε καν να σπάσει τον κωδικό, ενώ στον άλλο δεν βρήκε τίποτα άξιο λόγου. Ωστόσο, και οι δύο ήταν νεότεροι υπολογιστές, κανένας τους δηλαδή δεν ήταν αυτός στον οποίο η γυναίκα υποστηρίζει ότι είχε ανακαλύψει τα μηνύματα. Όσο για την εφαρμογή, παρότι βρέθηκε λογαριασμός στο όνομα του πρώην συζύγου της, δεν «κατέστη εφικτή η άντληση πληροφοριών μέσω νεφοϋπολογιστικής».
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το εξής: λίγους μήνες μετά την υποβολή της μήνυσης της γυναίκας εναντίον του πρώην συζύγου της για τις φερόμενες ως παιδοφιλικές συνομιλίες του, την μήνυσε και ο ίδιος με τη σειρά του για πλαστογραφία. Στο πλαίσιο αυτής της μήνυσης, έδωσε ανωμοτί κατάθεση σε πταισματοδίκη, στην οποία είπε ότι έχει αναθέσει την υπόθεσή του στον Μανώλη Σφακιανάκη.
Η δικηγόρος, μάλιστα, η οποία υπογράφει τη μήνυση του πρώην συζύγου, Φωτεινή Δημοπούλου, αναφέρει ως έδρα της στην επαγγελματική της σφραγίδα την ίδια διεύθυνση όπου στεγάζεται η εταιρεία GRISS του Μ. Σφακιανάκη.
H ίδια έχει πραγματοποιήσει διάφορες δημόσιες εμφανίσεις και τοποθετήσεις με την ιδιότητά της να αναφέρεται ως «στενή συνεργάτιδα του Μ. Σφακιανάκη», «δικηγόρος της GRISS» και του «CSI Institute» (σωματείου που επίσης έχει ιδρύσει ο Μ. Σφακιανάκης).
Ο Μ. Σφακιανάκης, με άλλα λόγια, φέρεται να έχει αναλάβει και τους δύο αντιδίκους ταυτόχρονα, κάτι που αποτελεί απόλυτη σύγκρουση συμφερόντων.
Οι απαντήσεις Μ. Σφακιανάκη και Φ. Δημοπούλου
Ο ίδιος, ωστόσο, απαντώντας στα σχετικά ερωτήματα που του θέσαμε, αρνείται κατηγορηματικά αυτή την εκδοχή των γεγονότων.
Συγκεκριμένα, αρνείται ότι ανατέθηκε σε αυτόν διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθότι δεν αναλαμβάνει προσωπικά υποθέσεις πλαστογραφίας αλλά «ηλεκτρονικού και μόνο εγκλήματος», κάτι που είναι «γνωστό στους πάντες».
Επίσης, αρνείται ότι η εταιρεία του «παρέσχε πραγματογνωμοσύνη σχετική με τη γνησιότητα φωτογραφιών ή με οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση πλαστογραφίας».
Αρνείται, ακόμη, ότι έλαβε αμοιβή 10.500 ευρώ «μαύρα», ισχυρισμό τον οποίο χαρακτηρίζει «ψευδή και συκοφαντικό», καθώς και ότι επικοινώνησε με αξιωματικό της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Περιορίζει μάλιστα την όποια εμπλοκή του στα εξής: «Για την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τη στιγμή που λόγω εξειδίκευσης εγώ δεν μπορούσα, της πρότεινα στον κ. Κολούα Ανδρέα που γνώριζε το εν λόγω αντικείμενο και ο οποίος το ανέλαβε μέσα από τα εθελοντικά του καθήκοντα. Ο κ. Κολούας συνδράμει μέσα από δράσεις που πραγματοποιούμε με εθελοντισμό στο Μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο μου CSI Institute». Προσθέτει δε ότι βρήκε πραγματογνώμονα δωρεάν, στο πλαίσιο της καθημερινής του προσφοράς υπηρεσιών στο «κοινωνικό σύνολο».
Σημειωτέον ότι ο Α. Κολούας δεν απάντησε στα ερωτήματα που του αποστείλαμε σχετικά με την αμοιβή τόσο του Μ. Σφακιανάκη όσο και τη δική του. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αν και ο Α. Κολούας πράγματι εμφανίζεται και ως συνεργάτης του μη κερδοσκοπικού σωματείου «CSI Institute», στην αλληλογραφία του για τη συγκεκριμένη υπόθεση χρησιμοποιεί τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της GRISS, δηλαδή της εταιρείας του Μ. Σφακιανάκη που και κερδοσκοπική είναι και προσφέρει υπηρεσίες ανάλυσης ψηφιακών πειστηρίων — άσχετα με το αν ο ίδιος ο Μ. Σφακιανάκης ειδικεύεται σε αυτό ή όχι.
Σχετικά με την ανάληψη από την δικηγόρο Φ. Δημοπούλου της υπόθεσης του πρώην συζύγου και αντιδίκου της γυναίκας, ο Μ. Σφακιανάκης μάς απάντησε ότι δεν έχει «ουδεμία σχέση», «μετοχική ή άλλη» και «δεν υπάρχει σύμβαση συνεργασίας ούτε εταιρική σχέση» με την εταιρεία GRISS». Επεσήμανε επίσης ότι «ως ανεξάρτητη δικηγόρος, δεν μου γνωστοποιεί ποτέ τους εντολείς της, και βάσει των νόμιμων υποχρεώσεων της περί απορρήτου και προσωπικών δεδομένων».
Στο ίδιο μήκος κύματος, αν και πιο λακωνικά, κινήθηκε και η απάντηση της Φ. Δημοπούλου, μέσω του δικού της δικηγόρου, Χρίστου Μυλωνόπουλου, ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει διατελέσει συνήγορος του Μ. Σφακιανάκη, όταν είχε κατηγορηθεί ότι ως επικεφαλής της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ενημέρωνε τον μετέπειτα δολοφονηθέντα δημοσιογράφο του blog “Troktiko”, Σωκράτη Γκιόλια, για ελέγχους της υπηρεσίας την οποία διηύθυνε. Το εν λόγω αδίκημα απαλείφθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα και ο Μ. Σφακιανάκης, ο οποίος είχε αρνηθεί όλες τις κατηγορίες, δεν δικάστηκε ποτέ.
Ο Χ. Μυλωνόπουλος, λοιπόν, μάς απάντησε για λογαριασμό της Φ. Δημοπούλου ότι «στην ένδικη υπόθεση στην οποία αναφέρεστε, η εντολέας μου ουδεμία εμπλοκή είχε πέραν της σύνταξης και υποβολής της εγκλήσεως για πλαστογραφία» και μας προειδοποίησε ότι «ως εκ τούτου κάθε περαιτέρω προσπάθεια δημιουργίας συκοφαντικών εντυπώσεων θα επισύρει τις νόμιμες ποινικές και αστικές κυρώσεις». (Διαβάστε την απάντηση της Φ. Δημοπούλου, όπως τη λάβαμε.)
Οι απαντήσεις, ωστόσο, τόσο του Μ. Σφακιανάκη όσο και της Φ. Δημοπούλου δεν εξηγούν τη δήλωση της διεύθυνσης της εταιρείας GRISS ως επαγγελματικής έδρας της δικηγόρου κατά τον χρόνο σύνταξης της μήνυσης, ούτε βέβαια απαιτείται να έχει κανείς «μετοχική» ή «εταιρική» σχέση με την εταιρεία ή να έχει «σύμβαση συνεργασίας» ως δικηγόρος, προκειμένου να συνεργάζεται στενά.
Για τα ζητήματα αυτά, ο Χ. Μυλωνόπουλος μάς απάντησε σε τηλεφωνική επικοινωνία ότι η Φ. Δημοπούλου «απλώς συστεγαζόταν» στο ίδιο κτίριο με την GRISS, ενώ δεν μπορεί να εμποδίσει τον καθένα στο διαδίκτυο που αναρτά τις ιδιότητές της ως «στενή συνεργάτιδα του Μ. Σφακιανάκη» και «δικηγόρο της GRISS».
Αυτό που παρέλειψε, σε κάθε περίπτωση, να μας εξηγήσει ο Μ. Σφακιανάκης στην απάντησή του είναι το γιατί, αν δεν ισχύουν τα περί σύγκρουσης συμφερόντων, ο πρώην σύζυγος και αντίδικος της γυναίκας κατέθεσε σε πταισματοδίκη ότι είχε «αναθέσει την υπόθεσή του στον Μ. Σφακιανάκη». Μας δήλωσε μόνο ότι «ο ισχυρισμός περί “ταυτόχρονης ιδιότητας” αποτελεί σοβαρή συκοφαντική κατασκευή». (Διαβάστε την απάντηση του Μ. Σφακιανάκη, όπως τη λάβαμε.)
Η πραγματογνωμοσύνη που εντέλει παρέδωσε στη γυναίκα ο Α. Κολούας εκ μέρους του Μ. Σφακιανάκη, δεν χρησιμοποιήθηκε δικαστικά, καθότι το συμπέρασμά της — το οποίο κόστισε, σύμφωνα με τη γυναίκα, 10.500 ευρώ — ήταν πως, παρότι οι φωτογραφίες δεν είχαν υποστεί τροποποίηση, δεν μπορούσε να βεβαιωθεί αν οι εικονιζόμενες συνομιλίες ήταν γνήσιες. Η γυναίκα υποστηρίζει πως η ίδια η δικηγόρος της, τής είπε ότι δεν θα χρησιμοποιούσε την πραγματογνωμοσύνη, διότι δεν έλεγε τίποτα, αρνήθηκε ωστόσο να παρέμβει και να ζητήσει εξηγήσεις από τον Μ. Σφακιανάκη.
Σε αντίθεση με τη μήνυση κατά του πρώην σύζύγου της, που απαλλάχθηκε από το δικαστικό συμβούλιο, η υπόθεση της πλαστογραφίας προχώρησε στο ακροατήριο. Η γυναίκα καταδικάστηκε ερήμην σε δώδεκα μήνες φυλάκιση. Όταν την ρωτήσαμε γιατί «ερήμην», μας απάντησε ότι ο δικηγόρος της — είχε, στο μεταξύ, αλλάξει νομική εκπροσώπηση — τής είχε πει ότι θα ζητούσε αναβολή, όμως την ημέρα της δίκης δεν έστειλε κανέναν στο δικαστήριο να τη ζητήσει.
Στην ερώτησή μας αν θεωρεί ότι την «πούλησε» και ο δικηγόρος της, μας απάντησε: «Ναι.»
* Τα στοιχεία της γυναίκας είναι στη διάθεση του The Manifold αλλά δεν δημοσιοποιούνται για την προστασία πρωτίστως του ανήλικου παιδιού αλλά και όλων των εμπλεκομένων που δεν αποτελούν δημόσια πρόσωπα.