Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης για τη «γονική αποξένωση» με την Joan Meier, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου George Washington.
Συζητάμε με τη Joan Meier, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου George Washington, και αναζητούμε απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Τι είναι η «γονική αποξένωση»; Δεν είναι η «γονική αποξένωση» απλώς κοινή λογική; Ποιοι είναι οι πιο επιφανείς υποστηρικτές της «γονικής αποξένωσης»; Σε ποια επιστημονικά ευρήματα στηρίζεται η «γονική αποξένωση»; Ποιο είναι το κίνητρο μιας «αποξενώτριας»; Πόσο συχνά είναι ψευδείς οι καταγγελίες παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης; Τι αντιμετωπίζει μια μητέρα που κατηγορείται για «γονική αποξένωση»; Γιατί υπάρχουν επιστήμονες που υποστηρίζουν μια ψευδοεπιστημονική θεωρία; Τι είναι οι «θεραπείες επανένωσης» για «αποξενωμένα» παιδιά;
Συνέντευξη στον Αυγουστίνο Ζενάκο.
Δείτε το video:
Η Joan Meier είναι Καθηγήτρια Κλινικού Δικαίου και Διευθύντρια του National Family Violence Law Center στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington. Έχει δημοσιεύσει ευρέως για την ενδοοικογενειακή βία, την επιμέλεια, την κλινική διδασκαλία, την ποινική διαδικασία και διάφορες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Έχει εκπροσωπήσει οργανώσεις ενδοοικογενειακής βίας και επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και έχει εμπλακεί σε υποθέσεις που αφορούν την επιμέλεια και την προστασία των παιδιών, την εκτέλεση εντολών πολιτικής προστασίας, την ποινική δίωξη κακοποιητών και άλλα θέματα. Έχει επίσης προσφέρει πολλές εκπαιδεύσεις σε δικαστές, ψυχολόγους, δικηγόρους, συνασπισμούς ενδοοικογενειακής βίας και άλλους.
Το 2013, η Joan Meier δημοσίευσε την κριτική επισκόπηση των ερευνών για τη γονική αποξένωση με τίτλο «Σύνδρομο γονικής αποξένωσης και γονική αποξένωση» (“A Research Review: Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation”), και το 2019 τη μελέτη με τίτλο «Αποτελέσματα επιμέλειας παιδιών σε υποθέσεις που περιλαμβάνουν γονική αποξένωση και καταγγελίες κακοποίησης» (“Child Custody Outcomes in Cases Involving Parental Alienation and Abuse Allegations”).
Ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης:
Καθηγήτρια Meier, σας ευχαριστούμε πολύ που μιλάτε μαζί μας.
Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε.
Τι είναι η γονική αποξένωση;
Η γονική αποξένωση επινοήθηκε αρχικά ως «σύνδρομο γονικής αποξένωσης» τη δεκαετία του 1980 από τον Richard Gardner. Και επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στις καταγγελίες από μητέρες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Και ισχυρίστηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία, πάνω από το 90%, ήταν ψευδείς όταν καταγγέλθηκαν στο δικαστήριο. Δεν είχε καμία βάση για τα δεδομένα αυτά, τα οποία ήταν εντυπώσεις από την πλευρά του. Η γονική αποξένωση ως σύνδρομο στα επόμενα δέκα περίπου χρόνια απαξιώθηκε, απαξιώθηκε ευρέως, και ο Gardner απαξιώθηκε ευρέως. Αλλά από τις στάχτες του συνδρόμου, ήρθε η ευρύτερη ιδέα της γονικής αποξένωσης, για την οποία ο ισχυρισμός είναι ότι δεν αποτελεί σύνδρομο, αλλά ότι εξακολουθεί να είναι μια πραγματική δυναμική και ένα πραγματικό πρόβλημα. Kαι πολύ πιο σοβαροί και αξιόπιστοι ερευνητές άρχισαν να δημιουργούν μια βιβλιογραφία γύρω από αυτή την ιδέα. Και συμφωνώ με τον όρο σας ότι είναι πιο δομημένος επειδή δεν είναι πραγματικά τίποτα περισσότερο από τον ισχυρισμό ότι οι καταγγελίες για κακοποίηση είναι ψευδείς, όταν χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις με καταγγελίες για κακοποίηση, αλλά παρόλα αυτά περιγράφεται με πολύ ευρύτερους όρους και συζητείται με πολύ ευρύτερους όρους, σαν να υπάρχει μια ολόκληρη δυναμική και μια ολόκληρη σειρά από πράγματα που κάνουν οι μητέρες για να προσπαθήσουν να σπρώξουν τους πατέρες έξω από την οικογένεια, με τρόπους που επηρεάζουν και ουσιαστικά κάνουν πλύση εγκεφάλου στα παιδιά τους.
Και διαφορετικοί τρόποι ανάλυσης της κατάστασης, υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία, υπάρχουν πολλές έρευνες, οι οποίες δεν είναι πραγματικά επαρκείς, αλλά οι άνθρωποι βασίζονται σε αυτές και τις παραθέτουν, και τα δικαστήρια δεν γνωρίζουν τη διαφορά. Και λέμε ότι είναι μια «μικρή βιομηχανία» επειδή αποτελεί ένα τεράστιο μέρος του οικογενειακού δικαστικού σκηνικού αυτή τη στιγμή και πολλοί άνθρωποι βιοπορίζονται από τη θεωρία αυτή.
Αλλά, για να κάνουμε λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου, για πολλούς ανθρώπους, μέλη του κοινού μας που δεν είναι εξοικειωμένα με αυτή τη θεωρία, μερικοί από τους ισχυρισμούς φαίνονται σαν κοινή λογική. Εννοώ, σκέφτονται, εντάξει, τα παιδιά λένε ψέματα, όλοι λένε ψέματα. Και, «σίγουρα γνωρίζετε την τάδε που γέμισε το μυαλό αυτού του παιδιού με ανοησίες για τον καημένο τον άνθρωπο…» Ξέρετε, ακούς τέτοια πράγματα. Σε τι διαφέρει λοιπόν αυτό από το είδος της εμπειρικής εντύπωσης που μπορεί να έχουν οι άνθρωποι από το περιβάλλον τους ή από μερικές περιπτώσεις που έχουν ακούσει;
Πάντα υποστηρίζω ότι δεν είναι διαφορετικό. Είναι απλώς ένας πολύ περίτεχνος, περίπλοκος, φανταχτερός τρόπος να πει κανείς αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν κοινή λογική, ότι δηλαδή οι γυναίκες είναι εκδικητικές και λένε ψέματα και επηρεάζουν τα παιδιά τους, και, ξέρετε, οι άνθρωποι λένε ψέματα όταν έχουν θυμωμένα διαζύγια, όλοι γνωρίζουν μια γυναίκα που ήταν πραγματικά βάναυση σε ένα διαζύγιο και από αυτό αντλούν στοιχεία για να πιστέψουν την ιδέα ότι αυτό συμβαίνει.
Η διαφορά εδώ είναι ότι υπάρχει όλη αυτή η φαινομενική επιστήμη κολλημένη γύρω από αυτή τη διαίσθηση. Και παρεμπιπτόντως, αυτή η διαίσθηση είναι πολύ στερεοτυπική και όχι ιδιαίτερα ακριβής. Εννοώ, δεν είναι ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που λένε ψέματα, φυσικά και υπάρχουν, αλλά υπάρχουν πολλοί άνδρες που λένε ψέματα και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς ως στερεότυπο, ιδίως οι κακοποιητικοί άνδρες που λένε ψέματα
σχεδόν συνέχεια, και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό σαν να είναι αυτό που πραγματικά συμβαίνει εδώ. Είναι λοιπόν μια πολύ έμφυλα προκατειλημμένη διαίσθηση και στερεότυπο γύρω από το οποίο βασίζεται η θεωρία της γονικής αποξένωσης. Αλλά ναι,
υπάρχει πολλή ψευδοεπιστημονική γλώσσα και ψευδοεπιστημονική έρευνα χτισμένη γύρω από αυτή τη βασική διαίσθηση, η οποία θα έλεγα ότι είναι μια προκατειλημμένη διαίσθηση.
Έτσι, για παράδειγμα, τα πιο ακραία μέλη του πεδίου της γονικής αποξένωσης, όπως ο William Burnett, ο Demosthenes Lorandos, ο οποίος δεν είναι στην πραγματικότητα Έλληνας παρά το όνομά του, και η Jennifer Harman και η Amy Baker, όλοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει ένα τεστ που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για να προσδιορίσετε αν κάποιο παιδί είναι «αποξενωμένο». Και το τεστ είναι αυτοί οι πέντε παράγοντες που προέρχονται βασικά από το έργο του Richard Gardner, ο οποίος, όπως ίσως θυμάστε, είπα ότι έχει απαξιωθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι άνθρωποι πήραν κάποια από τα
πράγματα που είπε και τα μετέτρεψαν σε κάτι που φαίνεται επιστημονικό, όπως ένα τεστ.
Έχουν τα τεστ πέντε παραγόντων, και αυτά τα τεστ είναι εντελώς υποκειμενικά. Είναι πράγματα όπως ότι «το παιδί είχε προηγουμένως καλή σχέση με τον πατέρα» ή πράγματα όπως ότι «η εχθρότητα του παιδιού δεν είναι αναλογική με κάτι αρνητικό που συνέβη με τον πατέρα». Αλλά με όλα αυτά τα πράγματα, πώς το ξέρεις; Δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος να τα μάθουμε αυτά τα πράγματα. Και το παρουσιάζουν σαν να πρόκειται για ένα αντικειμενικό τεστ, αλλά δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός τρόπος να απαντήσει κανείς σε κανένα από αυτά. Και όλα αυτά εφαρμόζονται εύκολα σε καταστάσεις όπου τα παιδιά όντως κακοποιήθηκαν ή είδαν την κακοποίηση των μητέρων τους, και έχουν λόγους για φόβο και αποφυγή του πατέρα.
Και αυτό που συμβαίνει με τη θεωρία της αποξένωσης σε αυτές τις δοκιμές είναι ότι παίρνουν τα γεγονότα και τα ερμηνεύουν με τον τρόπο τους. Τα ίδια γεγονότα που θα ερμήνευα με τον δικό μου τρόπο. Και λένε ότι αυτό είναι επιστήμη, έχουμε αυτά τα γεγονότα και δείχνουν αυτούς τους παράγοντες και επομένως πρόκειται για αποξένωση. Ενώ θα μπορούσα εύκολα να πω ότι αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτό το παιδί εκτέθηκε σε κακοποίηση. Αλλά επειδή έχουν ένα άρθρο που λέει ότι υπάρχει ένα τεστ πέντε παραγόντων, το κάνουν να ακούγεται σαν επιστήμη, ενώ είναι εντελώς προκατειλημμένο, υποκειμενικό.
Και είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσεις αυτό στους δικαστές. Έχω καταθέσει ως πραγματογνώμονας, όπου προσπάθησα να εξηγήσω σε έναν δικαστή ότι ο πραγματογνώμονας σε εκείνη την υπόθεση, ο William Burnett, έπαιρνε στοιχεία για τον
φόβο ενός παιδιού για τον πατέρα του και τα αποκαλούσε στοιχεία αποξένωσης.
Και είπα στον δικαστή ότι παίρνουν στοιχεία κακοποίησης και τα βαφτίζουν στοιχεία αποξένωσης. Και της το εξηγούσα ξανά και ξανά, και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγα. Αυτοί οι δικαστές έχουν πειστεί ότι η αποξένωση είναι ένα πράγμα από μόνη της και ότι όταν τη διαγιγνώσκουν ή της βάζουν την ετικέτα, ότι κάτι αντικειμενικό συμβαίνει εκεί. Και όταν προσπαθείς να πεις ότι δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό, απλά παίρνουν τα γεγονότα που δείχνουν κάτι άλλο και λένε ότι αυτό δείχνει αποξένωση, δεν μπαίνει μέσα.
Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο το πόσο μπορείς να επενδύσεις με πράγματα που ακούγονται επιστημονικά, κάτι που είναι πραγματικά μια βασική προκατάληψη, και στη συνέχεια να πείσεις ένα ολόκληρο νομικό σύστημα γι’ αυτό.
Αυτοί οι πέντε παράγοντες από πού προέρχονται; Υπάρχουν κάποιες μελέτες για έναν αριθμό παιδιών που τους υποστηρίζουν, ή υπάρχει κάποιος τρόπος που τουλάχιστον ισχυρίζονται ότι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να αποδειχθούν; Εννοώ, είναι εμπειρικά συμπεράσματα; Βασίζονται στη δική τους προσωπική κλινική πρακτική; Τι είναι ;
Αρχικά προήλθε από τον Gardner, και όλα όσα έκανε ο Gardner βασίστηκαν στις δικές του πεποιθήσεις και στην κλινική του πρακτική, ούτε καν στην κλινική, στη δικανική πρακτική. Έτσι έγραψε όλες αυτές τις ιδέες. Στη συνέχεια αυτοί υιοθέτησαν αυτές τις ιδέες, και στη συνέχεια, νομίζω ότι η Amy Baker έχει κάνει μια μελέτη ή κάτι τέτοιο που ισχυρίζεται ότι επικυρώνει τους παράγοντες. Αλλά δεν μπορώ να σας πω αρκετά, επειδή δεν έχω μελετήσει το συγκεκριμένο κομμάτι της έρευνας της Baker, αλλά η έρευνά της που έχω μελετήσει, στην οποία στηρίζονται συνεχώς για άλλα σημεία, δεν δείχνει αυτό για το οποίο στηρίζονται σ΄αυτή.
Το πρόβλημα λοιπόν με αυτούς τους πέντε παράγοντες είναι ότι, ακόμη και αν ισχυρίζονται ότι έχουν κάνει μια μελέτη και λένε ότι σημαίνει κάτι, όλα είναι κυκλικά. Παίρνουν παιδιά που θεωρούνται αποξενωμένα από το δικαστήριο, το οποίο είναι ένας υποκειμενικός προσδιορισμός, και μετά λένε, α, κοίτα, έχουν αυτούς τους πέντε παράγοντες, τέτοια πράγματα.
Τίποτα από αυτά, είναι όλα αυτοαναφορικά, τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί αντικειμενική, εξωτερική αξιολόγηση του κατά πόσον, στην πραγματικότητα, υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που τα παιδιά συμπεριφέρονταν ή αισθάνονταν έτσι. Τίποτα από αυτά.
Ναι, θέλω να πω, αντίστροφα, τι θα χρειαζόταν για να αποδειχθεί ότι ένα παιδί δεν είναι αποξενωμένο, αλλά στην πραγματικότητα αισθάνεται γνήσιο φόβο εξαιτίας της κακοποίησης;
Ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε για να το κάνουμε αυτό είναι να φέρουμε έναν εμπειρογνώμονα σε αυτό το είδος κακοποίησης, να τον βάλουμε να αναλύσει τα γεγονότα και στη συνέχεια να εκπαιδεύσει το δικαστήριο σχετικά με το τι είναι γνωστό για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, και πώς αυτό το παιδί ταιριάζει σε αυτό. Και υπάρχει μια αρκετά ισχυρή ερευνητική βάση πίσω από τα όσα είναι γνωστά για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Και έτσι αυτοί οι ειδικοί μπορούν να αναφερθούν σε αυτήν.
Αλλά και οι υποστηρικτές της αποξένωσης μπορούν να πουν ναι, καλά, έχουμε και εμείς μια ισχυρή ερευνητική βάση και λέμε αυτό. Και οι δικαστές βασικά έλκονται πολύ από την αποξένωση ως εξήγηση , ειδικά για τις καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης.
Θεωρούν σχεδόν αδύνατο, απαράδεκτο να συμπεράνουν ότι ένας πατέρας κακοποίησε σεξουαλικά ένα παιδί. Απλώς δεν θέλουν να το κάνουν. Και έτσι η αποξένωση τους καλεί με όμορφο τρόπο σε μια άλλη εξήγηση.
Λοιπόν, δεν γνωρίζω τους αριθμούς στις ΗΠΑ, αλλά το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δημοσιεύσει αριθμούς για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών γενικά, όχι από τους πατέρες, αλλά γενικά, που ανεβάζουν τον αριθμό στο 1 στα 5. Αυτό περιλαμβάνει και πιο ήπιες μορφές κακοποίησης, όπως η έκθεση σε πορνογραφία και διάφορα άλλα , αλλά και πάλι, το 1 στα 5 είναι ένας τεράστιος αριθμός. Και έχουμε το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού εδώ στην Ελλάδα, το οποίο είναι ένα ερευνητικό ινστιτούτο που εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας, το οποίο, στις έρευνές του, υπάρχει ένας αριθμός 1 στα 30 είτε για απόπειρα βιασμού είτε για βιασμό μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Έτσι, μέχρι ένα παιδί να γίνει 18 ετών. Και ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι περίπου το 90% των δραστών κακοποίησης είναι κοντά στα παιδιά που κακοποιούν. Θέλω να πω, δεν είναι ξένοι. Έτσι, ο αριθμός των πατεράδων είναι αρκετά υψηλός. Θέλω να πω, δεν μπορείτε να ορκιστείτε στις στατιστικές, αλλά εννοώ, φαίνεται έτσι. Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο απρόθυμοι να το πιστέψουν αυτό; Δεν είναι παράξενο τα δικαστήρια να συναντούν τέτοιες υποθέσεις αρκετά συχνά.
Μιλάτε εμπειρικά και αντικειμενικά. Οι δικαστές αντιδρούν συναισθηματικά. Δεν θα το παραδεχόντουσαν απαραίτητα, αλλά η ιδέα είναι φρικτή και δεν θέλουν να το πιστέψουν από οποιονδήποτε άνδρα στέκεται μπροστά τους, ιδιαίτερα από έναν άνδρα που παρουσιάζεται καλά και ίσως και να υποδύεται συναισθήματα , ίσως και να κλαίει, φαίνεται να αγαπάει πραγματικά τα παιδιά τους. Απλά δεν θα πάνε εκεί. Είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τους δικαστές γι’ αυτό.
Και χαρακτηρίζεται επίσης πολύ συχνά ως ένα είδος «πυρηνικού όπλου» των υποθέσεων επιμέλειας παιδιών, η καταγγελία εννοώ, και έτσι, πολύ γρήγορα και πάλι, άλλο ένα έμφυλο στερεότυπο, πολύ γρήγορα υποθέτουν ότι πρόκειται για στρατηγική, είναι το « πυρηνικό όπλο», δεν είναι στην πραγματικότητα αληθινό.
Και θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ερμηνεύσουν όλα τα στοιχεία σύμφωνα με το ότι δεν είναι αλήθεια. Και η γονική αποξένωση τους δίνει τον τρόπο να το κάνουν αυτό.
Είναι εντελώς κυκλικό. Σχεδόν όλα όσα αφορούν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η γονική αποξένωση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κυκλικά. Αλλά οι δικαστές θα το δεχτούν και δεν το αναγνωρίζουν αυτό.
Συγγνώμη, δεν θέλω να επιμείνω πολύ, έχω κι άλλες, περισσότερες ερωτήσεις, αλλά αυτό είναι κάτι που πραγματικά δεν έχω καταφέρει να καταλάβω, όλο αυτό το διάστημα που ασχολούμαι με αυτά, όταν λέμε ότι μια μητέρα έχει εμφανιστεί και υποστηρίζει το παιδί που κάνει καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και πηγαίνει στην αστυνομία ή κάπου αλλού και δίνει κατάθεση. Και αυτό γιατί θέλει να στερήσει από τον πατέρα το παιδί του. Τώρα, πιθανώς πρόκειται για έναν στοργικό πατέρα, έναν πατέρα που αγαπάει το παιδί του, κι αυτή τα περνάει όλα αυτά και ίσως αποκτήσει ένα τεράστιο χρέος, να πληρώσει τεράστια δικαστικά έξοδα, να εκτεθεί σε αμέτρητες, μηνύσεις που της έρχονται επειδή δεν τηρεί τις υποχρεώσεις επικοινωνίας, για παράδειγμα, και τα λοιπά…
Και με την πλήρη ισοπέδωσή της στο δικαστήριο.
Ναι. Ποιο είναι το κίνητρο; Θέλω να πω, τι κερδίζει από αυτό;
Είναι εκδικητική. Είναι εκδικητική. Και είναι τρελή. Εννοώ, πολλές γυναίκες, υπάρχει αυτή η πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι υστερικές και τρελές. Τώρα, αυτό χρονολογείται από πολύ παλιά. Υπάρχει μια μακρά ιστορία στον δυτικό πολιτισμό που χαρακτηρίζει τις γυναίκες με αυτόν τον τρόπο. Και παλαιότερα δεν πιστεύαμε ποτέ τους ισχυρισμούς για βιασμό για τους ίδιους λόγους. Οι γυναίκες είναι υστερικές.
Για παράδειγμα, αυτό το έμαθα μόλις πριν από περίπου δέκα χρόνια, ο Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος, τη δεκαετία του 1950 περίπου, θα μπορούσα να κάνω λάθος για την εποχή, αλλά, ξέρετε, πριν από πολύ καιρό, αλλά όχι αρχαία ιστορία, έκαναν συνεδριάσεις για τη δικαστική πολιτική, δημοσίευσαν έναν σχολιασμό σχετικά με τους ισχυρισμούς περί βιασμού, συμπεριλαμβανομένων σχολίων από ψυχαναλυτή που έλεγε ότι οι γυναίκες συχνά κάνουν τέτοιες καταγγελίες επειδή είναι άρρωστες και ως εκ τούτου οι γυναίκες θα πρέπει να… Κανένας ισχυρισμός για βιασμό δεν πρέπει να εξετάζεται σοβαρά χωρίς ψυχαναλυτική αξιολόγηση της γυναίκας. Οπότε ο Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος το δημοσιεύει αυτό υπό την αξιοπιστία του εθνικού Δικηγορικού Συλλόγου. Και αυτό πληροφορεί τα δικαστήρια για δεκαετίες.
Έτσι, αυτός ο ισχυρισμός, ξέρετε, οι γυναίκες νοσηλεύονταν σε ψυχιατρεία επειδή είχαν κατάθλιψη ή επειδή κατηγορούσαν τους συζύγους τους για διάφορα πράγματα. Έχουμε μια πολύ μακρά παράδοση – πατριαρχία – καταπίεσης των παραπόνων των γυναικών, για το τι κάνουν οι άνδρες στις γυναίκες και τα παιδιά. Και το να τις αποκαλούμε υστερικές είναι ο νούμερο ένα ισχυρισμός.
Τώρα βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν το κάνουμε πια αυτό, οι γυναίκες είναι ίσες, δεν τις δαιμονοποιούμε όπως ίσως κάναμε στο παρελθόν. Αλλά η γονική αποξένωση, πάντα το σκεφτόμουν αυτό, αλλά δεν το έχω γράψει σε άρθρο, η γονεϊκή αποξένωση είναι απλώς μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του παλιού, πατριαρχικού χαρακτηρισμού των γυναικών. Αυτό είναι και τίποτε άλλο, με πολλή γλώσσα που ακούγεται επιστημονική και έρευνα που ακούγεται επιστημονική κολλημένη πάνω της.
Μια μοντέρνα, σύγχρονη εκδοχή της βικτωριανής υστερίας, σαν να λέμε…
Ακριβώς, ακριβώς.
Πρόσφατα στην Ελλάδα, υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι ένας ανώτερος δικαστής που έδινε διάλεξη σε νεότερους δικαστές που επρόκειτο να προαχθούν, τους προειδοποίησε ότι πάνω από τις μισές καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς. Ξέρουμε ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει καμία έρευνα που να το λέει αυτό στην Ελλάδα, δεν έχει γίνει ποτέ, κανείς δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Υπάρχουν αντίθετες έρευνες στη Βόρεια Αμερική.
Ναι. Εννοώ ότι έχουν γίνει σε άλλες χώρες.
Ναι.
Οπότε, τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτό; Τα παιδιά λένε συνέχεια ψέματα μόνο και μόνο επειδή είναι παιδιά;
Όχι, φυσικά όχι. Εννοώ, η ιδέα εκεί είναι ότι τους κάνουν πλύση εγκεφάλου οι μητέρες τους, τους έχουν βάλει να το κάνουν οι μητέρες τους, ίσως και να το πιστεύουν, ξέρετε, φτάνουν στο σημείο να το πιστεύουν λόγω των μητέρων τους, αυτή είναι η βασική ιδέα.
Αλλά η έρευνα στη Βόρεια Αμερική δείχνει ότι… επιτρέψτε μου να το θέσω έτσι: Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αντικειμενικά την αλήθεια, εκτός από το παιδί και τον δράστη ή οποιονδήποτε άλλον ήταν μάρτυρας. Και έτσι, όταν ερευνάτε την εγκυρότητα αυτών των ισχυρισμών, καταλήγετε σε ένα συμπέρασμα όσο καλύτερα μπορείτε με βάση τα ευρήματα.
Οι έρευνες που έχουν γίνει και οι οποίες στηρίζονται στις απόψεις των ανθρώπων της παιδικής πρόνοιας, των ανθρώπων της παιδικής προστασίας, και ορισμένων αξιολογητών επιμέλειας, διαπίστωσαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ισχυρισμών θεωρήθηκε καλόπιστη και η πλειοψηφία θεωρήθηκε έγκυρη, και περίπου το 30% περίπου θεωρήθηκε μη έγκυρο, αλλά όχι σκόπιμοι ψευδείς ισχυρισμοί. Και πολλοί από αυτούς ήταν αβέβαιοι.
Έτσι, δεν υπάρχει απλά καμία βάση για να πούμε ότι η πλειοψηφία των ισχυρισμών είναι ψευδείς. Υπάρχει απλά ένα κατασκεύασμα από το κεφάλι κάποιου και από μια ψευδή βιβλιογραφία που κάνει αυτούς τους ισχυρισμούς.
Υπάρχουν μικρές μελέτες από ανθρώπους που θέλουν να αρνηθούν την πραγματικότητα της σεξουαλικής κακοποίησης. Και καταλήγουν συχνά στο συμπέρασμα ότι στη μικρή τους μελέτη των 18 ατόμων, η πλειοψηφία [των καταγγελιών] ήταν ψευδείς. Αλλά υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτές τις μελέτες, δηλαδή δεν είναι αξιόπιστες και είναι μικροσκοπικές.
Και οι μεγάλες μελέτες που εξέτασαν μεγάλο αριθμό παιδιών, ακόμη και σε υποθέσεις, ακόμη και σε παιδιά που εμπλέκονται σε δίκες, διαπίστωσαν το αντίθετο.
Αλλά το βρήκαν με βάση τις απόψεις των ανθρώπων. Όλα αυτά βασίζονται σε απόψεις. Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια, σωστά; Έτσι, ακόμη και αν το ερευνήσετε, προσπαθείτε να καταλήξετε σε συμπεράσματα, να προσδιορίσετε όσο καλύτερα μπορείτε τι είναι αλήθεια.
Επιτρέψτε μου να ρωτήσω γι’ αυτό: Υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός ψευδούς ισχυρισμού και ενός μη αποδεδειγμένου ισχυρισμού;
Ναι. Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Και η έρευνα είναι πολύ συνεπής ως προς αυτό, ότι υπάρχει ως και ένα τρίτο των καταγγελιών που είναι αναπόδεικτες ή δεν μπορούν να επικυρωθούν, αλλά δεν είναι κακόβουλες και σκόπιμες, είναι λάθη με καλή πίστη ή απλώς δεν ξέρουμε.
Και αυτό που συμβαίνει συχνά στο δικαστήριο είναι ότι όταν μια υπηρεσία παιδικής προστασίας δίνει έναν προσδιορισμό στην καταγγελία που ονομάζεται «ανυπόστατη», το δικαστήριο το αντιμετωπίζει αυτό σαν να σημαίνει « αναληθής». Δεν σημαίνει αναληθής. Σημαίνει ότι δεν ξέρουμε.
Και όμως έχουμε ένα ολόκληρο νομικό σύστημα που το αντιμετωπίζει σαν να σημαίνει ψευδές. Είναι πραγματικά παράξενο πώς κάτι τόσο βασικό και απλό όπως αυτό, το οποίο κάθε δικαστής θα έπρεπε να γνωρίζει και κάθε υπάλληλος που ασχολείται με τις υποθέσεις θα έπρεπε να γνωρίζει. Και όλοι όσοι ρωτάτε θα πρέπει να γνωρίζουν.
Ανυπόστατο δεν σημαίνει ψευδές. Και όμως, αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο τακτικά, πράγμα που για μένα είναι ενδεικτικό για την άρνηση, το παχύ τείχος άρνησης γύρω από τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
Με κάθε τρόπο που μπορούμε, θα βρούμε έναν τρόπο να πούμε ότι είναι ψευδές, ακόμη και όταν, όπως επισημαίνετε, αντικειμενικά, εμπειρικά, δεν μπορεί να είναι ψευδές τόσο συχνά, πρέπει να είναι αληθινό πολλές φορές, λόγω των αριθμών που γνωρίζουμε στον πληθυσμό, πόση σεξουαλική κακοποίηση παιδιών συμβαίνει. Και το «ανυπόστατο» των υπαλλήλων της παιδικής πρόνοιας δεν σημαίνει «ψευδές», αλλά θα το αντιμετωπίσουμε ως ψευδές. Και όταν τα παιδιά ανακαλούν μια καταγγελία συχνά αυτό είναι ψευδές, αλλά αυτό θα το θεωρήσουμε αληθινό, και ούτω καθεξής.
Έχω ένα άρθρο που μπορεί να σας φανεί χρήσιμο, που δημοσίευσα στο Georgetown Law Journal, στο οποίο δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, αλλά έχω μια ενότητα για την άρνηση, τα επίπεδα της άρνησης και το πώς τα δικαστήρια πρέπει να προέρχονται από μια πολύ βαθιά ανάγκη να αρνηθούν, την ασυνείδητη ανάγκη να αρνηθούν τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Δεν λέω ότι κάθε δικαστής αρνείται συνειδητά να το πιστέψει. Είναι πολύ περισσότερο ότι κανείς δεν θέλει να το πιστέψει και προσκολλάται σε οτιδήποτε μπορεί, για να μην το πιστέψει.
Αλλά, πάλι, το «ανυπόστατο» δεν μπορεί να σημαίνει απλώς ότι δεν φτάνει τον πήχη της ποινικής καταδίκης; Και σωστά, αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει. Το λέμε αυτό, αν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας, δεν μπορούμε να στείλουμε το άτομο στη φυλακή. Αλλά αυτός δεν είναι ο πήχης για οποιαδήποτε κοινωνική απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα, ακόμη και τα πολιτικά δικαστήρια έχουν διαφορετικό, βάρος απόδειξης. Επομένως, η προστασία των παιδιών δεν μπορεί να έχει το βάρος του ποινικού δικαίου, έτσι δεν είναι;
Θα έλεγα λοιπόν ότι υπάρχουν τρία επίπεδα. Ποινικό δικαστήριο, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ίχνος αμφιβολίας, ξεχάστε το.
Το βάρος για την προστασία του παιδιού είναι ακόμη υψηλότερο από ό,τι για την επιμέλεια, ακόμη και αν είναι λογικό να υποτεθεί ότι είναι χαμηλότερο από το ποινικό. Και ο λόγος είναι ότι οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας είναι το κράτος που μπαίνει σε μια οικογένεια και παρεμβαίνει σε αυτήν. Και έτσι περιμένουμε από αυτούς να χρησιμοποιήσουν έναν υψηλότερο πήχη πριν τους επιτρέψουμε να το κάνουν αυτό για να διαταράξουν κατά κάποιο τρόπο μια οικογένεια από έξω, από το κράτος, και να πουν, είστε κακοί γονείς, θα πάρουμε το παιδί. Αυτή είναι μια τεράστια, τεράστια κίνηση από την πολιτεία. Έτσι, θέλουμε ο πήχης να είναι λίγο πιο ψηλά από το «πιο πιθανό από ό,τι όχι».
Αλλά στις αστικές μάχες για την επιμέλεια, είναι το «πιο πιθανό από ό,τι όχι», η υπεροχή των αποδεικτικών στοιχείων, είναι ένας γονέας εναντίον ενός άλλου γονέα, Δεν είναι το κράτος που έρχεται και διαταράσσει μια ενωμένη οικογένεια.
Και θα πρέπει να είναι ακόμη χαμηλότερο το βάρος της απόδειξης για να πούμε, «Ω, υποθέτω ότι θα αποφασίσω για να προστατεύσω αυτό το παιδί, παρόλο που δεν είμαι σίγουρος για το τι συνέβη, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που με κάνουν να ανησυχώ.» Έτσι, θα έπρεπε να υπάρχει, Ακόμα και αν η παιδική προστασία διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να παρέμβει, ακόμα και τότε, τα αστικά δικαστήρια θα πρέπει να είναι πρόθυμα να προστατεύσουν τα παιδιά, επειδή θα πρέπει να χρησιμοποιούν το κριτήριο του « πιο πιθανού από ό,τι όχι» .
Και ακόμη και πέρα από το πιο πιθανό από το όχι, τα δικαστήρια επιμέλειας δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι συνέβη. Πρέπει απλώς να καθορίσουν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Έτσι, αν υπάρχει πολύς καπνός και δεν μπορούν να είναι σίγουροι για τη φωτιά, το καλύτερο συμφέρον του παιδιού είναι να μειωθεί ο κίνδυνος. Και το έχω υποστηρίξει αυτό ξανά και ξανά. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποδείξετε την κακοποίηση σε κάποιο επίπεδο, σημαίνει απλώς ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, είναι ένας βάσιμος κίνδυνος, θα λάβω μέτρα για να ελαχιστοποιήσω αυτόν τον κίνδυνο για αυτό το παιδί. Αυτό για μένα είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Οπότε, ξέρετε, συμφωνώ απόλυτα με την ερώτησή σας και απλά προσθέτω κάποιες αποχρώσεις για να πω ότι υπάρχουν διάφορα επίπεδα διαφοροποίησης από το ποινικό βάρος απόδειξης. Και παρόλα αυτά αντιμετωπίζουμε τα πάντα σαν να απαιτούν ποινικό βάρος απόδειξης. Και παρεμπιπτόντως, ο λόγος που το κάνουμε αυτό, εκτός από το γεγονός ότι απλά δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι ότι, είναι μέρος του λόγου που δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι αυτή η ιδέα που νομίζω ότι έχουν τα δικαστήρια και ίσως ακόμη και οι υπηρεσίες παιδικής πρόνοιας, «αν διαπιστώσω ότι έγινε κακοποίηση, ο τύπος θα πάει φυλακή».
Δηλαδή, έχουν αυτό το είδος της απερίσκεπτης εξίσωσης του τι βρίσκει μια αστική αρχή με το ότι ξαφνικά θα γίνει εγκληματίας. Απλά δεν λειτουργεί έτσι. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Ξέρετε, ένα δικαστήριο μπορεί να βρει ό,τι θέλει να βρει, και οι εισαγγελείς δεν έρχονται πετώντας, δεν παρακολουθούν υποθέσεις επιμέλειας, και είναι και διαφορετικό το βάρος της απόδειξης.
Αλλά νομίζω ότι τα δικαστήρια, οι δικαστές ειδικότερα, έχουν αυτή την αίσθηση ότι «δεν μπορώ να τον αποκαλέσω ένα από τα χειρότερα είδη εγκληματιών που υπάρχουν», οπότε δεν θα το κάνω. Θα βρω κάποιον άλλο τρόπο να δω αυτή την υπόθεση.
Θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα είδος αρχετυπικής περίπτωσης, όπως τι περνάει μια γυναίκα με παιδί που αντιμετωπίζει τη θεωρία της γονικής αποξένωσης, καθώς περνάει μέσα από το σύστημα; Τι αντιμετωπίζει;
Είναι ίσως ακόμη πιο τραυματικό από αυτό που έχει ήδη αντιμετωπίσει από τον κακοποιητή στην οικογένεια. Επειδή είναι η συστηματική άρνηση μιας πραγματικότητας που η ίδια και το παιδί της έχουν βιώσει, από ανθρώπους που υποτίθεται ότι έχουν εξουσία και κρίση και στηρίζουν το σωστό και το λάθος για την κοινωνία. Αυτή η εμπειρία του να έχεις τους εκπροσώπους του σωστού και του λάθους στην κοινωνία να απορρίπτουν την πραγματικότητά σου είναι βαθιά τραυματική.
Έτσι, αυτή είναι η θεωρητική απάντηση, η πιο συγκεκριμένη απάντηση είναι ότι πρώτα πηγαίνει στο δικαστήριο και ίσως ισχυρίζεται ότι υπήρξε κάποια κακοποίηση, ίσως σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, και τότε την χτυπάνε με τον ισχυρισμό της γονικής αποξένωσης. Της παίρνουν συνέντευξη, συνήθως ένας αξιολογητή επιμέλειας, αν οι διάδικοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν έναν, το δικαστήριο συχνά τον διορίζει, ο αξιολογητής επιμέλειας θα κάνει μια συνέντευξη μαζί της, συνεντεύξεις με τα παιδιά, συνεντεύξεις με τον πατέρα, και στη συνέχεια θα συντάξουμε μια έκθεση και ενδεχομένως θα καταθέσουμε στο δικαστήριο. Και στο πλαίσιο αυτό, συχνά θα χαρακτηρίσουν τα πάντα ως γονική αποξένωση.
Συχνά θα τη χαρακτηρίσουν υστερική ή εκδικητική ή θα ανοίξουν τρύπες με κάθε τρόπο που μπορούν. Θα δεχτούν τους ισχυρισμούς του πατέρα, όλους τους τρόπους που ο πατέρας αρνείται την αλήθεια της μητέρας, Θα τα πάρουν όλα αυτά τοις μετρητοίς και θα τα αναμασούν, σαν να είναι αντικειμενική πραγματικότητα στα δικά τους μάτια.
Οι κακοποιητικοί πατέρες, πολλοί από αυτούς, είναι πραγματικά επιδέξιοι στο να χειραγωγούν τα δικαστήρια και το δικαστικό προσωπικό και να αναδιαμορφώνουν – αυτό είναι το DARVO, η θεωρία της Jennifer Freyd, Deny, Accuse, Reverse Victim and Offender (Άρνηση, Κατηγορία, Αντιστροφή Θύματος και Δράστη).
Είναι πολύ επιδέξιοι στο να το κάνουν αυτό, χαρακτηρίζοντάς την ως τρελή, περιγράφοντας λεπτομερώς τρελά πράγματα που υποτίθεται ότι έκανε, ίσως περιγράφοντας τις κρίσεις της με κατάθλιψη και άγχος ή οτιδήποτε άλλο.
Ξέρετε, οι γυναίκες που μαθαίνουν ότι οι σύζυγοί τους κακοποιούσαν τα παιδιά τους μπορεί να εξοργίζονται και να κάνουν οργισμένα πράγματα.
Θα επισημάνουν όλα αυτά τα πράγματα, τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμπεριφέρθηκε ή τρόπους με τους οποίους δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ, αλλά αυτός λέει ότι συμπεριφέρθηκε, και μετά θ α πουν ότι είναι τρελή.
Είναι πολύ καλοί σε αυτό. Και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ζωγραφίσουν την εικόνα. Και μερικές φορές χρησιμοποιούν τμήματα της πραγματικότητας για να στρέψουν ολόκληρο το σύστημα εναντίον της γυναίκας. Επειδή είναι τρελή.
Έτσι, η γυναίκα βλέπει την κακοποίηση του κακοποιητή να γίνεται όπλο από το νομικό σύστημα και μέσω του νομικού συστήματος, και να λαμβάνει τη σφραγίδα έγκρισης του νομικού συστήματος.
Τότε βλέπει το παιδί της να αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με έναν πατέρα, ο οποίος – θεωρούμε δεδομένο ότι αυτό ισχύει στην υποθετική μας περίπτωση – ο οποίος κακοποιεί το παιδί, και το παιδί επιστρέφει στο σπίτι από τις επισκέψεις κατεστραμένο.
Και χρειάζονται μέρες και μέρες για να συνέλθει και να επανέλθει σε αυτό που είναι κανονικά και να είναι σε θέση να είναι τρυφερό και παιχνιδιάρικο ή ακόμα και λειτουργικό ξανά. Και μετά πρέπει να αναγκάσει το παιδί να πηγαίνει σε επισκέψεις κάθε εβδομάδα ή όποτε είναι. Και το παιδί ουρλιάζει και φωνάζει και είναι εξοργισμένο μαζί της που το ανάγκασε να πάει. Οπότε πρέπει να τα περάσει όλα αυτά.
Και μετά δέχεται επίθεση για κάθε φορά που το παιδί δεν πηγαίνει για προσβολή του δικαστηρίου και παρακώλυση επικοινωνίας. Και την ίδια στιγμή, όταν έρχεται μια δίκη ή μια αξιολόγηση, της λένε ότι το γεγονός ότι, ξέρετε, στο παρελθόν, ίσως κάποια στιγμή επέτρεψε επισκέψεις, είναι απόδειξη ότι λέει ψέματα για την κακοποίηση.
Δεν μπορείς να κερδίσεις αν είσαι προστατευτική μητέρα σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή οτιδήποτε κάνεις για να μην βρεθείς στη λάθος πλευρά, σύμφωνα με το δικαστήριο, για να προσπαθήσεις να κατευνάσεις και να αποφύγεις την ταμπέλα της αποξένωσης, να προσπαθήσεις να κατευνάσεις τους πάντες, παίζοντας το παιχνίδι με τον τρόπο που θέλουν, με τις επισκέψεις του παιδιού κτλ, αυτό θα στραφεί εναντίον σου.
Α, επιπλέον, είχα περιπτώσεις όπου η μητέρα κατέθεσε ήρεμα, η μητέρα ήταν επαγγελματίας δικηγόρος – ο πατέρας ήταν, επίσης – κατέθεσε ήρεμα. Και το συμπέρασμα του δικαστή ήταν ότι ήταν πολύ ήρεμη και ότι δεν θα μπορούσε να έχει πέσει θύμα με τον τρόπο που είπε, επειδή, ξέρετε, είναι επαγγελματίας, κατέθεσε χωρίς συναίσθημα. Και όταν όμως καταθέτουν με συναίσθημα, τις αποκαλούν, ξέρετε, προφανώς υστερικές και εκδικητικές.
Ναι.
Δεν μπορείς να κερδίσεις.
Αυτοί οι άνδρες, προφανώς, έχουν βοήθεια, έχουν όλους αυτούς τους εμπειρογνώμονες, μερικές φορές ψυχιάτρους, μερικές φορές νομικούς. Αναφερθήκατε σε κάποιους από αυτούς προηγουμένως και σας είπα, πριν αρχίσει η συνέντευξή μας, ότι μερικοί από αυτούς αναφέρονται και εδώ στην Ελλάδα, βλέπουμε ειδικούς από τις ΗΠΑ να αναφέρονται σε αντίστοιχες εκθέσεις για τη γονική αποξένωση εδώ. Και το ερώτημα είναι αν, από επιστημονική άποψη, είναι τόσο προφανές ότι δεν υπάρχει καμία αξία σε αυτή τη θεωρία, γιατί στο καλό να θέσει κανείς την επιστημονική του αξιοπιστία σε κίνδυνο με αυτόν τον τρόπο; Γιατί να το κάνει;
Λοιπόν, δύο λόγοι. Ο ένας είναι ότι δεν είναι τόσο προφανές, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι δεν σκέφτονται αρκετά καλά για να καταλάβουν τι δεν πάει καλά με την έρευνα που υποστηρίζει ότι είναι αλήθεια. Χρειάζεται, ξέρετε, πολύ ξεφλούδισμα των στρωμάτων και προσεκτική σκέψη και ανάλυση για να εξηγήσεις γιατί η έρευνα δεν είναι έγκυρη. Δεν είναι αυτονόητο.
Προφανώς, αυτοί που το κάνουν, ξέρουν. Εννοώ αυτούς που είναι υποστηρικτές της θεωρίας.
ΟΚ, ΟΚ, ίσως γνωρίζουν ότι η έρευνα στην οποία βασίζονται είναι ψευδής, ή ίσως είναι οι ίδιοι αληθινοί πιστοί, είναι ιδεολόγοι που έχουν πείσει τους εαυτούς τους ότι η έρευνα είναι αρκετά καλή για να υποστηρίξει κάτι που οι ίδιοι – και αυτό είναι το άλλο σημείο – γνωρίζουν απόλυτα ότι είναι αλήθεια. Σαν να λέμε, όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχει το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης.
Έτσι, οι ιατροδικαστές, οι δικαστές, όλοι τους λένε ότι, ακόμα κι αν η επιστήμη δεν είναι, ξέρετε, ακλόνητη, ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.
Έτσι, ξέρετε, και τα δύο τρίτα του επαγγέλματος λένε ότι υπάρχει. Α, και παρεμπιπτόντως, έγινε μια έρευνα μεταξύ των μελών της Ένωσης Οικογενειακών και Συμβιβαστικών Δικαστηρίων, της AFCC, η οποία είναι η μεγαλύτερη επαγγελματική ένωση του δικτύου οικογενειακών δικαστηρίων στις ΗΠΑ, – είναι παγκόσμια στην πραγματικότητα – και έκαναν μια έρευνα σε όλα τα μέλη και πολλά, πολλά από αυτά είναι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, πολλοί είναι δικηγόροι, πολλοί είναι δικαστές, και τους ρώτησαν, μεταξύ άλλων, αν πιστεύουν ότι η γονική αποξένωση είναι μια μορφή οικογενειακής βίας. Και η συντριπτική πλειοψηφία απάντησε ναι.
Έτσι, όχι μόνο πιστεύουν ότι είναι πραγματικό, αλλά πιστεύουν ότι είναι ισοδύναμο με την οικογενειακή βία. Και έτσι το χρησιμοποιούν αυτό όλο και περισσότερο στα δικαστήρια για να πουν ότι είναι τόσο κακό ή χειρότερο από τη σεξουαλική κακοποίηση, από το να σπάσεις τα κόκαλα του παιδιού σου, από οτιδήποτε μπορείς να πεις ότι έχει τη μορφή της οικογενειακής βίας.
Απλώς έχει γίνει ιδεολογία και ολόκληρο το επάγγελμα, το δικανικό μέρος του επαγγέλματος, την έχει καταπιεί.
Υποτίθεται ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει όλη αυτή η δουλειά για να αναπροσανατολιστεί η παιδική προστασία των παιδιών προς το να ακούει τη φωνή των παιδιών, έχουμε όλη αυτή τη δουλειά πίσω από τα «Σπίτια του Παιδιού» και ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος για την δικανική εξέταση των παιδιών . Και επιπλέον, έχουμε, θέλω να πω, η ειδική εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών και η Επιτροπή GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης, ξέρετε, που είναι σοβαροί άνθρωποι, και κάνουν συστάσεις προς τις χώρες- μέλη, ξεφορτωθείτε το, βγάλτε το από τα δικαστήριά σας, εκπαιδεύστε τους δικαστές σας, με απόλυτη σαφήνεια. Και [τα δικαστήρια] εξακολουθούν να το δέχονται. Πώς είναι τόσο δύσκολο να καταφέρεις ένα πλήγμα σε αυτό;
Ξέρετε, σε πολλούς από τους διεθνείς οργανισμούς που έχουν κάνει δηλώσεις σχετικά με αυτό, οι ΗΠΑ δεν δίνουν καμία σημασία. Πρώτα απ’ όλα, η ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ δέχτηκε επίθεση ως άλλη μια ακτιβίστρια , ξέρετε, εντελώς προκατειλημμένη φεμινίστρια ακτιβίστρια.
Νομίζω ότι αυτή την επίθεση την κάνουν οι εξτρεμιστές της άλλης πλευράς. Νομίζω όμως ότι αυτό βοηθά να μείνει χώρος για ανθρώπους που δεν είναι εξτρεμιστές, αλλά είναι δικαστές κ.λπ. που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την αποξένωση, θέλουν να το πιστέψουν.
Εννοώ, εδώ είναι το πρόβλημα: Έχει αυτόν τον πυρήνα πραγματικότητας. Οι γονείς όντως χρησιμοποιούν τα παιδιά ο ένας εναντίον του άλλου, μερικές φορές. Οι γονείς στρέφουν τα παιδιά ο ένας εναντίον του άλλου, μερικές φορές.
Εννοώ, ότι αυτή είναι μια πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν ότι πρέπει να είναι πραγματικότητα, σωστά; Και νομίζουν ότι το μόνο που λέει η γονική αποξένωση είναι ότι, ναι, αυτό συμβαίνει και είναι πολύ, πολύ κακό, είναι το ίδιο κακό με την οικογενειακή βία, και , ξέρετε, όταν οι γυναίκες ισχυρίζονται όλα αυτά τα πράγματα, συχνά είναι ψευδή.
Και έτσι είναι εύκολο να πιστέψουμε την εγκυρότητα της και δύσκολο να πιστέψουμε την κακοποίηση, την εγκυρότητα των ισχυρισμών περί κακοποίησης.
Και μετά το τρίτο πράγμα – και πάλι το άρθρο μου στο Georgetown Law Journal μιλάει πολύ εκτενώς γι’ αυτό – μπορείτε να το πείτε πατριαρχία, αλλά μπορείτε επίσης να το πείτε με πιο ωραίο τρόπο, – κάτι που προσπαθώ να πω στο άρθρο: Το σύστημα θέλει πιο ενεργή πατρότητα.
Αυτό είναι το απότοκο του γυναικείου κινήματος και του κινήματος για την ισότητα των φύλων. Το σύστημα θέλει πραγματικά να δει τους πατέρες να αναγνωρίζονται και να τους δίνεται εξουσία και γονικός ρόλος στις οικογένειες.
Και έτσι όταν έχουν έναν πατέρα που αγωνίζεται για τη γονεϊκότητα και μια μητέρα που αντιδρά, αυτό είναι απλά προς τη λάθος κατεύθυνση. Το σύστημα θέλει να επιβραβεύσει τους πατέρες, θέλει να συμπεριλάβει τους πατέρες, θέλει περισσότερη πατρότητα για τα παιδιά.
Υπάρχει μια ανομολόγητη, βαθιά δέσμευση σε αυτό. Και αυτό αναφέρεται κάπως σε όλες τις διατάξεις που μιλούν για ίση επιμέλεια, όπως μιλούσατε για τη νέα αλλαγή στην Ελλάδα, έχουμε συν επιμέλεια παντού στις ΗΠΑ. Όλες αυτές οι διατάξεις προσπαθούν να πουν ότι ο πατέρας πρέπει να είναι ισότιμος γονέας. Το θέλουμε αυτό ως κοινωνική πολιτική.
Έτσι, όταν οι πατέρες έρχονται και λένε, θέλω να είμαι ισότιμος – ή και παραπάνω – γονέας και αυτή είναι απλά μια κακιά ψεύτρα ή μια τρελή ψεύτρα, τα δικαστήρια λένε, φυσικά, και θέλουμε να σας ανταμείψουμε και εσάς.
Νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχει η επιθυμία για περισσότερη πατρότητα και επιβράβευση των πατέρων.
Υπάρχει η άρνηση και η φρίκη, η ανυπόφορη σκέψη της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και το να πιστεύεις ότι το έκανε ένα άτομο που στέκεται μπροστά σου.
Υπάρχει επίσης η μακρά, μακρά ιστορία της δαιμονοποίησης και των σεξιστικών στερεοτύπων για εκδικητικές πρώην συζύγους και υστερικές γυναίκες.
Και νομίζω ότι όλα αυτά συγχωνεύονται.
Και μετά έχετε αυτό το ψευδοεπιστημονικό κουβάρι, που ακούγεται επιστημονικό, κι ακόμη και αν δεν είναι τελειοποιημένη επιστήμη, όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας, οπότε είναι αρκετά καλό.
Ένα πράγμα για το οποίο ήθελα να μας πείτε κάτι είναι αυτό που έχουμε αρχίσει να βλέπουμε και εδώ στην Ελλάδα, όλο και περισσότερο, ότι τα δικαστήρια διατάσσουν τα παιδιά που έχουν κάνει καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση εναντίον των πατέρων τους να περάσουν από συνεδρίες επανένωσης. Εποπτεύονται λοιπόν από ψυχιάτρους που διορίζονται από τα δικαστήρια. Και αυτό μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, αλλά μπορεί να συμβεί και αν ο πατέρας έχει αθωωθεί από την κατηγορία σε ποινική υπόθεση. Αλλά μερικές φορές το έχουμε δει να συμβαίνει με την ποινική υπόθεση ακόμη ανοιχτή και εκκρεμή, να είναι, ας πούμε,εν μέσω της διαδικασίας της ποινικής έρευνας, έχει ασκηθεί δίωξη , αλλά ο πατέρας δεν έχει πάει ακόμη στο δικαστήριο. Και ένα αστικό δικαστήριο διατάσσει την επανένωση. Ένα κορίτσι που παρακολουθούμε πρέπει να περάσει από αυτό αύριο, με τον πατέρα της. Και ξέρουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαμάχη στις ΗΠΑ σχετικά με τα προγράμματα επανένωσης. Φυσικά, είναι πολύ παλαιότερα εκεί, και έχουμε δει μερικά πραγματικά φρικτά βίντεο και εικόνες με αστυνομικούς να αρπάζουν παιδιά από τα σπίτια τους και άλλα τέτοια. Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά πράγματα σχετικά με αυτό;
Οι εμπειρογνώμονες λένε στα δικαστήρια – και το δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να μην πιστεύει ή να μην εμπιστεύεται αυτούς τους εμπειρογνώμονες, παρουσιάζονται ως ενδιαφερόμενοι για τα παιδιά, για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών – αυτό το στρατόπεδο επανένωσης είναι η θεραπεία, είναι η διόρθωση. Και ο δικαστής λέει, εντάξει, ας το κάνουμε. Οπότε, έτσι συμβαίνει.
Όσον αφορά το τι είναι, βασικά υποστηρίζουν ότι τα παιδιά αυτά έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου από τις μητέρες τους. Αυτά τα προγράμματα αποσκοπούν στην πλύση εγκεφάλου των παιδιών από ό,τι πιστεύουν και έχουν βιώσει. Αυτή είναι η ατζέντα τους. Αυτό κάνουν.
Δεν τα αφήνουν να μιλήσουν για το παρελθόν. Δεν τα αφήνουν να μιλήσουν για την πραγματικότητά τους, την αλήθεια. Και επιμένουν ότι ο πατέρας τους είναι μια χαρά και υπέροχος και τους αγαπάει, θέλει να είναι μαζί τους.
Και τα παιδιά μαθαίνουν ότι, αν έχουν μια επιλογή, μαθαίνουν να συμβαδίζουν με αυτό, για να ξεφύγουν. Και αν δεν συμβαδίσουν, αν επιμείνουν στην αλήθεια τους, παγιδεύονται εκεί μέσα επ’ αόριστον. Και δεν μπορούν ποτέ να δουν τη μητέρα τους μέχρι να πουν το σωστό τραγούδι.
Και παρεμπιπτόντως, το άλλο πράγμα που απαιτούν αυτά τα στρατόπεδα είναι ότι λένε στις μητέρες ότι πρέπει να ανακαλέσουν. Πρέπει να πουν στα παιδιά ότι τους είπαν ψέματα και ότι έκαναν λάθος και ότι οι πατεράδες τους είναι υπέροχοι. Και πρέπει να γράψουν σχετικές επιστολές. Και μόνο όταν ο… οποιοσδήποτε – δεν θέλω να τους αποκαλώ ειδικούς – ο υπεύθυνος της θεραπείας λέει ότι η επιστολή είναι επαρκής, μόνο τότε μπορούν τα παιδιά να δουν τη μητέρα και η μητέρα τα παιδιά.
Και υπάρχουν μητέρες που έχουν πάρει συνέντευξη και δεν είδαν ποτέ τα παιδιά τους επειδή έγραφαν και αναθεωρούσαν και αναθεωρούσαν και αναθεωρούσαν και σε μία περίπτωση, νομίζω ότι πρόκειται για τη Linda Gottlieb στη Νέα Υόρκη, η οποία είπε, «όχι», « όχι», « όχι», και [η μητέρα] δεν μπορούσε ποτέ να δει τα παιδιά της.
Έτσι δίνουν στους ανθρώπους, μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι, θα έλεγα, τρελοί. Θέλω να πω, τους κοιτάζεις και βλέπεις πόσο τρελοί φαίνονται. Και ο τρόπος που μιλάνε είναι αρκετά τρελός.
Τους δίνουν τον απόλυτο έλεγχο των παιδιών και των οικογενειών. Και η δουλειά όλων τους είναι η άρνηση.
Και, για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι, νομίζω η Linda Gottlieb είναι μία από αυτούς που έχει πει σε συνεντεύξεις και νομίζω ότι έχει δημοσιευτεί κάπου, σε video, ότι « μπορώ να καταλάβω αν ένα παιδί έχει πραγματικά κακοποιηθεί ή όχι, απλώς το καταλαβαίνω τη στιγμή που τους συναντώ».
Και αυτοί είναι οι άνθρωποι στους οποίους εμπιστεύονται τα παιδιά.
Οπότε είναι μια άλλη ακραία προεκβολή του να βασίζεσαι σε επιστημονικά σκουπίδια στο δικαστήριο. Είναι αυτό το απίστευτο πρόγραμμα-σκουπίδι που χρησιμοποιείται, το οποίο κοστίζει τεράστια χρηματικά ποσά και αποφέρει στους υποστηρικτές του τόνους χρημάτων.
Λοιπόν, καθηγήτρια Meier, σας ευχαριστώ πολύ.
Σας ευχαριστώ. Καλή τύχη με αυτό που κάνετε. Να προσέχετε.