-
41Πρόσωπα & φορείς
ΑλφαβητικάΑλφαβητικά Πρόσφατα
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Richard Gardner
Actor card content
- Παιδοψυχίατρος
- Δικαστικός πραγματογνώμονας
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Richard Warshak
Actor card content
- Καθηγητής κλινικής ψυχολογίας • Πανεπιστήμιο του Τέξας
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5674
[post_author] => 4
[post_date] => 2020-04-10 09:11:00
[post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00
[post_content] =>
-
Αγία Σοφία - Νοσοκομείο Παίδων
Actor card content
- Νοσοκομείο
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Αγγελική Αδαμοπούλου
Actor card content
- Βουλεύτρια (πρώην) • ΜέΡΑ25 - ΣΥΡΙΖΑ - Ανεξάρτητη
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Χαράλαμπος Αθανασίου
Actor card content
- Β΄ Αντιπρόεδρος (πρώην) • Βουλή των Ελλήνων
- Υπουργός (πρώην) • Υπουργείο Δικαιοσύνης
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Μάριος Ανδρικόπουλος
Actor card content
- Νομικός διευθυντής • Elpedison
- Μέλος (πρώην) • Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5674
[post_author] => 4
[post_date] => 2020-04-10 09:11:00
[post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00
[post_content] =>
-
Ξένια Αποστολά
Actor card content
- Προϊσταμένη Κοινωνικής Υπηρεσίας (πρώην) • Αγία Σοφία - Νοσοκομείο Παίδων
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-15 08:30:07 [post_modified_gmt] => 2023-06-15 05:30:07 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Τα ψεύδη και οι καταγγελίες
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Επικερδή στρατόπεδα
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η αποτυχία του συστήματος
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Επικοινωνία με κάθε κόστος;
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-20 15:32:29 [post_modified_gmt] => 2023-06-20 12:32:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-15 08:30:07 [post_modified_gmt] => 2023-06-15 05:30:07 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Τα ψεύδη και οι καταγγελίες
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Επικερδή στρατόπεδα
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η αποτυχία του συστήματος
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Επικοινωνία με κάθε κόστος;
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-20 15:32:29 [post_modified_gmt] => 2023-06-20 12:32:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-13 12:55:26 [post_modified_gmt] => 2023-06-13 09:55:26 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-15 08:30:07 [post_modified_gmt] => 2023-06-15 05:30:07 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-15 08:30:07 [post_modified_gmt] => 2023-06-15 05:30:07 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6630 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 10:27:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00 [post_content] =>Την άνοιξη του 2011, η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο: στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, επικεφαλής της Διεύθυνσης. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στον συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στον «συντομότερο δυνατό χρόνο» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποια βάση. Όταν διαπίστωσαν ότι είχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστο αποδεικτικό υλικό».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από τη φημισμένη Κρήνη Ριμόντι, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν είχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θεμελή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν ο Γιώργος Νικολαΐδης έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, την οποία δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η Μονάδα Συνολικής Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». (Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.)
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε "δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να τα προπονούμε και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε". Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι εφικτό να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια διαβούλευση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος του Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Ουρανοκατέβατη παρέμβαση
Στον λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο κατά τον χρόνο της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, το οποίο υπάγεται στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο διευθυντής του, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθυμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν "όχι, είμαι από αλλού", υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό σε επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια για ιατροπαιδαγωγικό κέντρο. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2019 ως Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Υπάγεται και αυτό στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του. Στις 20 Ιουνίου 2023, ο Σειραγάκης συνελήφθη εκ νέου, μετά από εισαγγελική παραγγελία.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-23 13:18:32 [post_modified_gmt] => 2023-06-23 10:18:32 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
«Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών.»
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Από τα 11.500 σχόλια που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
«Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Ποτέ δεν έχει αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένα διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς.»
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-15 08:30:07 [post_modified_gmt] => 2023-06-15 05:30:07 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6950 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-06-20 10:12:00 [post_date_gmt] => 2023-06-20 07:12:00 [post_content] =>Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο τους λόγους για τους οποίους η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μια ανυπόστατη ψευδο-θεωρία και τους κινδύνους που γεννά η χρήση της για τα παιδιά. Όποια και όποιος θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά στα ζητήματα που θίγονται, θα βρει στο τέλος του κειμένου χρήσιμους συνδέσμους προς σχετικές μελέτες και βιβλιογραφία.
Στις 13 Απριλίου 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών και των Κοριτσιών υπέβαλε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών την έκθεσή της με τίτλο «Επιμέλεια, βία κατά των γυναικών και βία κατά των παιδιών». Η πρώτη από τις καταληκτικές συστάσεις της έκθεσης είναι η εξής: «Τα Κράτη να νομοθετήσουν την απαγόρευση της χρήσης της γονεϊκής αποξένωσης ή συναφών ψευδο-εννοιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τη χρήση των υποτιθέμενων εμπειρογνωμόνων σε θέματα γονεϊκής αποξένωσης και συναφών ψευδο-εννοιών.»
Η έκθεση είναι μόνο η πιο πρόσφατη από μια σειρά δημοσιεύσεων που προέρχονται από διεθνείς οργανώσεις, οι οποίες καλούν σε εγρήγορση απέναντι στη χρήση της «γονεϊκής αποξένωσης» σε δικαστικές διαμάχες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, η «γονεϊκή αποξένωση» προκύπτει, κατά τη διάρκεια συγκρουσιακών διαζυγίων, όταν ο γονέας που είναι μαζί με το παιδί (στην πράξη, σχεδόν πάντα η μητέρα) στρέφει το παιδί «εναντίον» του άλλου γονέα (στην πράξη, σχεδόν πάντα τον πατέρα).
Στην πραγματικότητα, καμιά και κανείς δεν αμφισβητεί ότι στα συγκρουσιακά διαζύγια εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες παραπόνων από τον έναν γονέα για τον άλλον — τόσο από μητέρες εναντίον πατεράδων όσο, βέβαια, και αντίστροφα. Να βρίσκονται δηλαδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «στη μέση».
Όμως, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» δεν σταματούν εκεί. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι ο «αποξενωτής» γονέας (κατά συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα) χειραγωγεί το παιδί ή/και του υποβάλλει «ψευδείς αναμνήσεις», έτσι ώστε αυτό να καταγγείλει τον «αποξενωμένο» γονέα (κατά συντριπτική πλειοψηφία τον πατέρα) για ενδοοικογενειακή βία ή και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Οι υποβολιμαίες αυτές καταγγελίες, οι οποίες συχνά, ισχυρίζονται, υποβοηθούνται από ψυχολόγους που προσλαμβάνουν οι «αποξενωτές γονείς», έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση του έτερου γονέα από τα παιδιά του, γεγονός που συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά ακόμη και αν αυτός τελικά απαλλαγεί από τις κατηγορίες.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στοχεύει ευθέως τις περιπτώσεις εκείνες όπου γονείς (κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες) κατηγορούνται για ενδοοικογενειακή βία ή και παιδική σεξουαλική κακοποίηση — και επιστρατεύεται για την υπεράσπισή τους.
Τα ψεύδη και οι καταγγελίες
Γιατί, όμως, η πλειονότητα των ειδικών ανά τον κόσμο συμφωνεί ότι πρόκειται για μια ψευδοεπιστημονική κατασκευή;
Οι λόγοι, συνοπτικά, είναι οι εξής:
Πρώτον, στη βάση της υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και έλλειμμα αντικειμενικότητας: η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δημιουργήθηκε από τον Richard A. Gardner, ο οποίος ήταν άμισθος, μερικής απασχόλησης καθηγητής κλινικής παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia. Βιοποριζόταν, όμως, ως δικαστικός εμπειρογνώμονας, συχνά προς υπεράσπιση ανδρών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους.
Δεύτερον, η θεωρία δεν έχει ελεγχθεί επιστημονικά: όπως κάθε θεωρία, έτσι και η «γονεϊκή αποξένωση» βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να επαληθευτούν μέσω συγκεκριμένων μελετών. Ο Gardner, ωστόσο, βάσισε τη θεωρία του στις προσωπικές του παρατηρήσεις από την εμπειρία του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που αμειβόταν για να υπερασπίζεται κατηγορούμενους άνδρες, και ουδέποτε διεξήγαγε ουδεμία επιστημονική μελέτη για να επαληθεύσει τις υποθέσεις του. Δημοσίευσε τα περισσότερα από 250 βιβλία και άρθρα του στις προσωπικής του ιδιοκτησίας εκδόσεις Creative Therapeutics και όχι σε επιστημονικά περιοδικά ή εκδοτικούς οίκους που ακολουθούν διαδικασίες peer review. Την ίδια στιγμή, επιστήμονες που έχουν δημοσιεύσει σε επιστημονικά περιοδικά για τη θεωρία του Gardner, την έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα αποδομήσει και απορρίψει.
Τρίτον, οι υποθέσεις στη βάση της θεωρίας του Gardner έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθούν βάσει μελετών που έχουν διεξαγάγει άλλοι επιστήμονες. Συγκεκριμένα:
Δεν αληθεύει ότι υπάρχει κάποιο αξιοσημείωτο πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο διαζυγίων. Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα διαζύγια είναι συναινετικά. (Στην Ελλάδα λιγότερο από 30% των διαζυγίων είναι κατ’ αντιδικία — κατά κάποιες πηγές ίσως και μόλις 14%.) Από τα συγκρουσιακά διαζύγια, τα περισσότερα αφορούν άλλους λόγους αντιδικίας και όχι καταγγελίες κακοποίησης. Εντέλει, οι καταγγελίες κακοποίησης αφορούν ένα μικρό ποσοστό συγκρουσιακών διαζυγίων. Αν αναλογιστεί κανείς την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης γενικά στην κοινωνία, η οποία σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να αφορά ένα στα πέντε παιδιά, τότε είναι λογικότερο να συμπεράνει ότι οι καταγγελίες στο πλαίσιο διαζυγίων είναι λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν αληθεύει ότι καταγγελίες από παιδιά που γίνονται στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων είναι κατά πλειοψηφία ψευδείς. Tα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις καταγγελίες που γίνονται στο πλαίσιο διαζυγίων και στις υπόλοιπες καταγγελίες. Σε όσες μελέτες εμφανίζεται απόκλιση αυτή απέχει πάρα πολύ από τον ισχυρισμό ότι είναι η πλειοψηφία και, γενικά, το ποσοστό καταγγελιών που κρίνεται ανυπόστατο είναι πολύ μικρό, όπως άλλωστε και στο σύνολο των καταγγελιών (εκτός διαζυγίων).
Ωστόσο, για το θέμα των καλούμενων «ψευδών» καταγγελιών, οι έγκυροι ειδικοί συστήνουν προσοχή στη διαφορά ανάμεσα στις μη αποδεδειγμένες καταγγελίες, αυτές δηλαδή για τις οποίες τελικά δεν προέκυψαν αρκετά στοιχεία για την καταδίκη του καταγγελλόμενου, και τις ψευδείς, αυτές δηλαδή όπου προκύπτουν ενδείξεις ότι το παιδί ή κάποιος εκ μέρους του παιδιού είπε ψέματα. Η διάκριση αυτή σε πολλές πηγές δεν υπάρχει, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικές αρχές) δεν την καταγράφουν.
Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι και οι περιπτώσεις όπου λόγω πλημμελούς εξέτασης του παιδιού από τις αρχές ή μη εφαρμογής των ορθών πρωτοκόλλων δικανικής εξέτασης, η καταγγελία δεν προχωράει δικαστικά, καταγράφονται και αυτές ως ψευδείς, ενώ άλλες μελέτες σημειώνουν ότι οι αρχές συχνά εμφανίζουν την προκατάληψη ότι τα παιδιά είναι περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα.
Η σύγχυση γύρω από το τι συνιστά στην πραγματικότητα ψευδή καταγγελία επιτρέπει στους υποστηρικτές της «γονεϊκής αποξένωσης» να διογκώνουν αυθαίρετα τους αριθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη μελέτη, τη στόχευση, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών ανάμεσα στο 1% και στο 10%, με συνηθέστερη μια διακύμανση ανάμεσα στο 2% και στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ωστόσο, ακόμη και αυτά τα χαμηλά νούμερα είναι μάλλον υψηλότερα από τα πραγματικά. Μία πρόσφατη μελέτη από τις ΗΠΑ, η οποία εξετάζει πληθώρα άλλων μελετών και τη μεθοδολογία τους, συμπεραίνει ότι το ποσοστό ανυπόστατων καταγγελιών είναι μικρό αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η ανάκληση της καταγγελίας ενός παιδιού μπορεί να οφείλεται σε πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον (λόγω ντροπής ή φόβου στιγματισμού), από τις διερευνώσες αρχές (λόγω ελλειμματικής εκπαίδευσης, μη εφαρμογής ορθών διαδικασιών δικανικής εξέτασης ή κοινωνικών προκαταλήψεων) ή και από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο ως κακοποιητή, ειδικά όταν δικαστήρια του δίνουν δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του κατά τη διάρκεια της διερεύνησης.
Έχει τεκμηριωθεί ότι τα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τείνουν να απωθούν την τραυματική εμπειρία τους και, όταν μιλούν γι’ αυτήν, να την παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρή από όσο είναι — και όχι να υπερβάλλουν και να τη διογκώνουν. Την ίδια στιγμή, οι σχετικές μελέτες δεν έχουν βρει στοιχεία ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί σε ένα παιδί μια τόσο βαθιά τραυματική εμπειρία, όπως η σεξουαλική κακοποίηση, όταν αυτή δεν του έχει συμβεί, ενώ οι υποτιθέμενες δυνατότητες να κατασκευαστούν «ψευδείς αναμνήσεις» έχουν πλήρως αποδομηθεί.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι γυναίκες κατασκευάζουν ψευδείς καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για να εκδικηθούν τους πρώην συζύγους τους και να τους στερήσουν επικοινωνία με τα παιδιά τους. Μολονότι οι γυναίκες προβαίνουν γενικώς σε περισσότερες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ό,τι οι άνδρες, αυτό συμβαίνει διότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό κακοποιήσεων τόσο κατά αγοριών όσο και κατά κοριτσιών, οι δράστες είναι άνδρες.
Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι, βάσει μελετών δικαστικών αποφάσεων στον Καναδά, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου προέκυψαν ανυπόστατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε υποστηριχθεί από άνδρες και όχι από γυναίκες.
Τέταρτον, η θεωρία του Gardner βασίζεται στις περιθωριακές απόψεις του για την παιδοφιλία, τους άνδρες και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα κείμενά του, ο Gardner πίστευε ότι «υπάρχει λίγη παιδοφιλία σε όλους μας», ότι «η ενδοοικογενειακή παιδοφιλία είναι διαδεδομένη και μια αρχαία παράδοση» και ότι «η κοινωνία υπεραντιδρά στην παιδοφιλία και γι’ αυτό υποφέρουν τα παιδιά». Με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις, ο Gardner θεωρούσε πως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρούσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα προς το παιδί, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στα εξής μέτρα: η μητέρα να μην απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα αλλά να ενθαρρύνει την επαφή μαζί του, να προσπαθήσει να γίνει η ίδια πιο ελκυστική στον άνδρα της, να εξηγηθεί στο παιδί ότι οι γονείς δεν είναι τέλειοι και ότι οι σχέσεις ενηλίκου-ανηλίκου είναι φυσιολογικές, και να προστατευτεί ο πατέρας από τις «δρακόντειες τιμωρίες» που επιφυλάσσονται γι’ αυτούς που ενδίδουν στις παιδοφιλικές παρορμήσεις τους.
Είναι προφανές ότι οι απόψεις αυτές είναι απορριπτέες τόσο από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας όσο και από την πλειονότητα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, μια ισχνή μειονότητα παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Gardner, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2003, και συνέχισε το «έργο» του.
Επικερδή στρατόπεδα
Βασικός συνεχιστής της θεωρίας του Gardner είναι ο Richard Warshak, ο οποίος θεωρείται διάδοχός του, έχοντας κληρονομήσει τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak ήταν καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά και δημοφιλής εκλαϊκευτής των θεωριών του Gardner, με το μπεστ-σέλερ του, Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου).
Ο Warshak υλοποίησε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις του Gardner. Ενώ, όπως είδαμε, στην περίπτωση ενός παιδόφιλου πατέρα ο Gardner πρότεινε ότι το παιδί έπρεπε να παραμείνει σε επαφή μαζί του, για την περίπτωση μιας μητέρας που ο ίδιος έκρινε ως «αποξενώτρια» πρότεινε την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από κοντά της και την υποχρεωτική επανένωσή του με τον πατέρα. Έφτανε μάλιστα ως το σημείο να προτείνει τον εγκλεισμό του παιδιού σε αναμορφωτήριο, αν δεν δεχόταν να αφήσει τη μητέρα του και να πάει στον πατέρα του.
Ο Warshak συνέλαβε την εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του Gardner ως επιχείρηση, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Τα Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους επικριτές τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις δομές λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Πέραν του Warshak, οι υποστηρικτές της θεωρίας της «γονεϊκής αποξένωσης» παγκοσμίως είναι πολύ λίγοι. Αν δει κανείς τις δημοσιεύσεις τους μάλιστα, ανακαλύπτει μια ολοφάνερη κυκλικότητα, με τον έναν να παραπέμπει στον άλλον ξανά και ξανά, μπρος-πίσω, και με όλες τις παραπομπές να καταλήγουν στον Warshak και εντέλει στον Gardner.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι, κάποιοι μάλιστα με ολωσδιόλου διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο, παραπέμπουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί στους ξένους συναδέλφους τους, καταλήγοντας αναπόδραστα στον Warshak και στον Gardner.
Κεντρικό ζήτημα στη δραστηριότητά τους αποτελεί ασφαλώς το ότι διάφοροι ανάμεσά τους είναι και οι ίδιοι, όπως και ο εμπνευστής της θεωρίας τους, δικαστικοί πραγματογνώμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως «τεχνικοί σύμβουλοι» σε άνδρες που καταγγέλλονται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η αποτυχία του συστήματος
Παρά την έλλειψη επιστημονικής βάσης, ωστόσο, παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο οι εισαγγελικές αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τους την ψευδοθεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης», η οποία εμφανίζεται συχνά σε πραγματογνωμοσύνες που εισάγει η υπεράσπιση των καταγγελλόμενων.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των παιδιών και την απόδοση της δικαιοσύνης να αφήνονται να επηρεαστούν από μια θεωρία δίχως καμία επιστημονική βάση;
Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική:
Καταρχάς, ο κατακερματισμός και η δυσλειτουργία του συστήματος παιδικής προστασίας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών για παιδική σεξουαλική κακοποίηση, ο οποίος να ενσωματώνει έγκυρες και σύγχρονες μεθόδους εξέτασης των παιδιών που καταγγέλλουν. Ανάλογα με το πού και πώς γίνεται μια καταγγελία — αν γίνεται, λόγου χάρη, στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, ή σε εισαγγελία ανηλίκων, όπου υπάρχει, ή σε γενική εισαγγελία κάπου στην περιφέρεια, ή σε ένα τυχαίο αστυνομικό τμήμα, ή σε γιατρό, σε ψυχολόγο ή σε δάσκαλο — η πορεία της μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Μπορεί, ας πούμε, το παιδί να εξεταστεί από ειδικευμένο ψυχολόγο της αστυνομίας, μπορεί και όχι. Μπορεί να εξεταστεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Σπίτι του Παιδιού, μπορεί και όχι. Μπορεί να του πάρει κατάθεση οποιοσδήποτε μη εκπαιδευμένος αστυνομικός, μπορεί και όχι. Μπορεί να διαταχθεί δημόσια πραγματογνωμοσύνη, μπορεί και όχι. Η δημόσια πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε «Κέντρο Ψυχικής Υγείας» από ψυχολόγους ή και άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν έχουν ειδική εκπαίδευση. Και όλα αυτά μπορεί να γίνουν με μεγάλες καθυστερήσεις, συχνά ένα ή δύο χρόνια μετά την αρχική καταγγελία.
Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι σε διάφορα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και συχνότατα στο αστικό σκέλος, που περιλαμβάνει λόγου χάρη τον προσδιορισμό της επικοινωνίας με τον καταγγελλόμενο γονέα, οι δικαστικές αρχές βασίζονται σε πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών τεχνικών συμβούλων, τους οποίους προσλαμβάνουν οι διάδικοι, όπως έχουν νόμιμο δικαίωμα. Αυτή είναι μια συνηθισμένη οδός μέσω της οποίας συγκεκριμένοι τεχνικοί σύμβουλοι εισάγουν τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» στη δικαστική κρίση.
Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία πλαισίωση για την αξιολόγηση επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εισηγήσεων. Αν δει κανείς πραγματογνωμοσύνες που επικαλούνται τη «γονεϊκή αποξένωση» προς υπεράσπιση ενός καταγγελόμενου γονέα, θα διαπιστώσει ότι είναι γεμάτες παραπομπές σε μελέτες και άρθρα, τα οποία ακολουθούν την κυκλικότητα που περιγράψαμε πιο πάνω, καταλήγοντας στον Warshak και στον Gardner. Οι δικαστές, όμως, δεν ξέρουν ποιοι είναι αυτοί που τα έχουν γράψει και ακόμη και αν οι συνήγοροι της καταγγέλλουσας πλευράς αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της θεωρίας, στα μάτια του δικαστηρίου πρόκειται απλώς για δύο αντίπαλες επιστημονικές απόψεις. Θα χρειαζόταν ο δικαστής ή η δικαστίνα να έχει ειδική γνώση — που κατά τεκμήριο οι δικαστές δεν έχουν — για να ξέρει ότι δεν πρόκειται για δύο επιστημονικές απόψεις αλλά ότι η μία εκ των δύο είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει καμία θεσμικά ενδεδειγμένη και ταυτοχρόνως επιστημονικά έγκυρη πηγή, που θα μπορούσε να προφυλάξει τους δικαστές από την παραπλάνηση.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που παραμένουν απληροφόρητοι σχετικά με τη μη εγκυρότητα της θεωρίας, οι δικαστές ανακαλύπτουν στη «γονεϊκή αποξένωση» μια περιγραφή της συμπεριφοράς γυναικών και παιδιών που ταυτίζεται με τα πιο διαδεδομένα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά δηλαδή που στατιστικά ένα μεγάλο μέρος των δικαστικών αρχών δεν μπορεί παρά και το ίδιο να πιστεύει. Στερεότυπα όπως ότι οι γυναίκες είναι «υπερβολικές», «υστερικές» ή «εκδικητικές» ή ότι τα παιδιά «λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή» ή είναι «εύπειστα και δεκτικά σε υποβολιμαίες πληροφορίες». Αν το εκάστοτε δικαστήριο ανήκει στο κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που δεν γνωρίζει ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αληθεύουν και ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες που τα διαψεύδουν, τότε η «γονεϊκή αποξένωση» επιβεβαιώνει με τον πιο βολικό τρόπο τις κοινωνικές προκαταλήψεις του δικαστηρίου.
Επικοινωνία με κάθε κόστος;
Καθώς, όμως, η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» βρίσκει τον δρόμο της στις αίθουσες των δικαστηρίων μέσω των εκθέσεων πραγματογνωμόνων, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που εκτυλίσσεται ανοιχτά, στη δημοσιότητα: η «γονεϊκή αποξένωση» είναι μία από τις κεντρικές ιδέες από τις οποίες εμφορούνται τα «κινήματα ανδρικών δικαιωμάτων» που βρίσκονται σε άνοδο σε διάφορες χώρες τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, τη θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» διέδωσαν διάφορες ανδρικές ομάδες που πίεζαν για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία κωδικοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Έχουμε χαρτογραφήσει τη δράση αυτών των ομάδων με ρεπορτάζ μας και έχουμε δείξει την εγγύτητά τους στην πολιτική εξουσία, όπως φάνηκε με την συμμετοχή εκπροσώπων τους στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το οικογενειακό δίκαιο, και την επιδραστικότητα της εκστρατείας τους, όπως φάνηκε από τη νόθευση της δημόσιας διαβούλευσης.
Η τάση στο οικογενειακό δίκαιο που στην Ελλάδα οι ομάδες αυτές πέτυχαν να αποτυπωθεί με τον «Νόμο Τσιάρα» του 2021, είναι να θεωρείται ότι η «επικοινωνία με κάθε κόστος» και με τους δύο γονείς, ή αλλιώς η «συνεπιμέλεια», θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος της δικαστικής επίλυσης των συγκρουσιακών διαζυγίων. Μολονότι, γενικά μιλώντας, ουδείς αμφισβητεί ότι το παιδί έχει δικαίωμα στην ανατροφή του και από τους δύο γονείς, στην πράξη η «επικοινωνία με κάθε κόστος» ενδέχεται να συσκοτίζει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» δίνει διέξοδο στη νομική πίεση που νιώθουν πλέον τα δικαστήρια να αποφασίσουν υπέρ της «επικοινωνίας με κάθε κόστος», διότι δίνει την ευκαιρία να υποβαθμιστεί η βαρύτητα των καταγγελιών περί κακοποίησης ως επινόημα της μητέρας, η οποία το υπέβαλε στο παιδί.
Η επικοινωνία με κάθε κόστος έχει κοστίσει ζωές. Ζωές παιδιών. Στις 25 Μαΐου 2012, αυστριακός πατέρας ο οποίος έχει καταγγελθεί από την σύζυγό του για ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται σε διάσταση, επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών, προφασιζόμενος στη δασκάλα ότι θέλει να δώσει κάποια χρήματα στον 8χρονο γιο του. Η δασκάλα πείθεται και τον φέρνει σε επαφή με το παιδί. Όταν συνειδητοποιεί ότι το παιδί δεν επέστρεψε στην τάξη, το αναζητά. Το εντοπίζει στο υπόγειο του σχολείου νεκρό. Ο πατέρας του το είχε πυροβολήσει στο κεφάλι μπροστά στην αδελφή του.
Τον Απρίλιο του 2017 ο 5χρονος αμερικανός Piqui ή αλλιώς Aramazd Andressian Jr. δηλώνεται ως αγνοούμενος από την μητέρα του, καθώς δεν επιστρέφει από εκδρομή με τον πατέρα του στην Disneyland. Οι γονείς βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του παιδιού και η Ana, η μητέρα του Piqui, παλεύει για την προστασία του από τον πατέρα τον οποίο φοβάται. Η αστυνομία αρχίζει να αναζητά πατέρα και γιο. Εντοπίζει λίγο αργότερα τον πατέρα αναίσθητο σε κάποιο πάρκο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Για δέκα εβδομάδες αστυνομία, εθελοντές και μέλη της οικογένειας αναζητούν τον Piqui. Τον Ιούνιο του 2017, δύο ντετέκτιβ ενημερώνουν την Ana ότι ο πρώην σύζυγός της, Ara Andressian, υπέδειξε επιτέλους στις αρχές το σημείο όπου έθαψε το παιδί. Έκτοτε στην Καλιφόρνια αγωνίστηκαν να περάσουν νόμο για την προστασία των παιδιών σε δικαστικές διαμάχες επιμέλειας από τους κακοποιητές γονείς τους, απαιτώντας να προκρίνεται η ασφάλεια των παιδιών. Βρίσκεται σε διαδικασία ψήφισης ο νόμος «Piqui’s law», στη μνήμη του 5χρονου.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2020 η 4χρονη Κίρα βρίσκεται νεκρή μαζί με τον πατέρα της σε έναν λόφο στον Καναδά. Οι γονείς της τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλειά της. Μόλις 12 ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της Κίρα είχε καταθέσει επείγον αίτημα στο δικαστήριο να μειωθεί η επικοινωνία του πατέρα γιατί παρατηρούσε ανησυχητικές αλλαγές στην συμπεριφορά της μικρής. Ο δικαστής παρέπεμψε την συζήτηση του αιτήματος της μητέρας για δύο εβδομάδες αργότερα. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί ενδιαμέσως η Κίρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της. Αυτή η υπόθεση έγινε η αφορμή για νέα νομοθέτηση από την γερουσία με στόχο την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ονομάστηκε «Keira's Law» στη μνήμη της 4χρονης.
Στις 8 Ιανουαρίου 2023 ο 8χρονος σουηδός Constantin Rad βρίσκεται νεκρός κατά τη διάρκεια μη εποπτευόμενης επικοινωνίας στο σπίτι του πατέρα του. Οι γονείς του βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη τα τελευταία επτά χρόνια. Η μητέρα του είχε καταγγείλει τον πατέρα του για την ψυχολογική βία που ασκούσε τόσο στην ίδια όσο και στο παιδί και πάλευε να πείσει τις αρχές αν όχι να αποκλείσουν την επικοινωνία του πατέρα, τουλάχιστον να ορίσουν εποπτεία. Ο μικρός είχε εκφράσει ακόμα και στο σχολείο τον φόβο του για τον πατέρα του αλλά δεν τον βοήθησε κανείς. Στη Σουηδία έχει ξεσηκωθεί κύμα αντιδράσεων με το σύνθημα «Κανένα άλλο παιδί δολοφονημένο», ενάντια στις δικαστικές αποφάσεις που προωθούν την επικοινωνία με κάθε κόστος στις αντιδικίες για την επιμέλεια. Ανησυχία εκφράζει και η Συνήγορος του Παιδιού της χώρας ενώ ζητείται η δημιουργία του ασφαλέστερου νόμου για τα παιδιά με την ονομασία «Lex Tintin» και πάλι στη μνήμη του 8χρονου.
Ίσως, όμως, το πιο ξεκάθαρο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η θεωρία της «γονεϊκής αποξένωσης» είναι ανυπόστατη, βρίσκεται στην προφανή λήψη του ζητουμένου στην οποία προβαίνει: υποστηρίζει ότι οι παιδικές καταγγελίες είναι προϊόν της «αποξένωσης» επειδή είναι ψευδείς, ισχυρισμό που επιχειρεί να αποδείξει υποστηρίζοντας ότι οι καταγγελίες είναι ψευδείς επειδή αποτελούν προϊόν «αποξένωσης». Το κυκλικό αυτό επιχείρημα, λογικό σφάλμα σύμφυτο με τον κυκλικό τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της θεωρίας παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, επιστρατεύεται από τους καταγγελλόμενους για κακοποίηση και τους υπερασπιστές τους για να αδρανοποιήσει δύο κρίσιμες παραδοχές που όλοι οι έγκυροι ειδικοί δέχονται και που θα έπρεπε να κυριαρχούν στη δικαστική διερεύνηση:
Πρώτον: ανάμεσα στο δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την κακοποίηση και στο δικαίωμά του να έχει επικοινωνία και με τους δύο γονείς του (πόσο μάλλον στο δικαίωμα του ενός γονέα να έχει επικοινωνία με το παιδί του), το πρώτο ιεραρχείται ως υπέρτερο.
Δεύτερον και σημαντικότερο: όταν ένα παιδί καταγγέλλει τη σεξουαλική κακοποίησή του, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λέει την αλήθεια.
[post_title] => Η απάτη της «γονεϊκής αποξένωσης» [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => apati-goneiki-apoxenosi [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-20 15:32:29 [post_modified_gmt] => 2023-06-20 12:32:29 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=6950 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-13 12:55:26 [post_modified_gmt] => 2023-06-13 09:55:26 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://themanifoldfiles.org/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )