Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Main Page Content

Αναλύσεις

Γυναικοκτονία: Οι μη αλήθειες της ΕΛ.ΑΣ στις Αλήθειες με τη Ζήνα

Μετά την γυναικοκτονία της Γεωργίας στη Σαλαμίνα, σύσσωμα τα ΜΜΕ καλούν εκπροσώπους της ελληνικής αστυνομίας να τοποθετηθούν για το τι πήγε στραβά. Όσο δεν γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι εκπρόσωποι της αστυνομίας θα θολώνουν την αλήθεια και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι θα πανηγυρίζουν για τα κουμπιά πανικού.

Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

Για ακόμα μια φορά εμφανίστηκε η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη, «Αλήθειες με τη Ζήνα», χτες, με αφορμή την τελευταία γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα. Λίγο πριν της δοθεί ο λόγος, προβλήθηκε η συνέντευξη που παραχώρησαν στην εκπομπή η μητέρα και η αδελφή της 43χρονης Γεωργίας, η οποία δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της.

«Σας είχε εκμυστηρευτεί ότι την χτυπούσε; Ότι την κακοποιούσε;» είναι η τελευταία ερώτηση που απευθύνει η δημοσιογράφος στην αδελφή της Γεωργίας. «Όχι ίσως εγκαίρως…» απαντά εκείνη. 

Από αυτή την τελευταία κουβέντα πιάνεται η εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας Κωνσταντία Δημογλίδου για να πει αρχικά τα εξής: 

«Κυρία Κουτσελίνη, να πιαστώ από την τελευταία λέξη που είπε η αδελφή του θύματος, “όχι εγκαίρως”. Και δυστυχώς ακούω — κι εμένα αυτό με εξοργίζει περισσότερο και όχι όλα τα άλλα που άκουσα στο βίντεο — τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που ακούει την Παρασκευή να κακοποιείται ένας άνθρωπος, αποχωρεί ο δράστης και επιστρέφει, και δεν ενημερώνεται η ελληνική αστυνομία. Καταλαβαίνετε ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας και να είχε σωθεί, αν έστω ένας άνθρωπος είχε ενδιαφερθεί και είχε ενημερώσει εγκαίρως τις Αρχές;».  

Οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι η εκπρόσωπος εμφανίστηκε στην εκπομπή χτες, πριν ακόμα δηλαδή αρχίσει σήμερα η αδελφή της Γεωργίας να περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες σε διάφορες συνεντεύξεις της, τις κινήσεις στις οποίες προέβησαν η Γεωργία και η μητέρα της. Είχε ωστόσο ήδη διαρρεύσει, πριν τη συνέντευξη της εκπροσώπου της ΕΛ.ΑΣ., ότι η μητέρα είχε πάει την κόρη της στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας ήδη από την Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023 — και την είχαν διώξει. 

Θα περίμεναν όσες και όσοι παρακολούθησαν αυτή την εκπομπή να γίνει μια σχετική ερώτηση στην εκπρόσωπο της αστυνομίας. Δεν έγινε και έτσι η εκπρόσωπος συνέχισε: 

«Προφανώς και δεν κατηγορούμε σε καμία περίπτωση το θύμα. Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας προφανώς και δεν κατηγορείται ποτέ για το πότε επιλέγει να καταγγείλει ένα περιστατικό. Πραγματικά χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Έφτασε Σάββατο μεσημέρι στην αστυνομία, το αυτόφωρο έληγε το βράδυ, αυτός ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Και, επιτρέψτε μου, επειδή γνωρίζω προσωπικά τον διοικητή του τμήματος Σαλαμίνας, με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο αναζητούσε τον δράστη για να μην γίνει αντιληπτός με το περιπολικό, στην οικεία όπου διέμενε και εκεί όπου σύχναζε στη Σαλαμίνα. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα. Γιατί έχω ακούσει πολλά σχόλια από το πρωί σε διάφορες εκπομπές αλλά δεν μπορώ να δεχτώ κανένα σχόλιο για ολιγωρία των αστυνομικών. Η ίδια η μητέρα του θύματος ευχαρίστησε προσωπικά τον διοικητή και δεν το πίστευε ότι η αστυνομία ασχολήθηκε τόσο πολύ μ’ αυτή τη γυναίκα». 

Αυτά είπε η κ. Δημογλίδου και λίγο αργότερα διέκοψε έναν άλλο συνάδελφό της, που συχνάζει στο πάνελ της συγκεκριμένης εκπομπής, για να προσθέσει: «Δεν θα σχολιάσω καθόλου τους κατοίκους της περιοχής που άκουγαν τόσο καιρό μία γυναίκα να κακοποιείται… ούτε την δικαιολογία του φόβου μπορώ να σχολιάσω, όταν μπορείς να σηκώσεις το τηλέφωνο και να καλέσεις το 100 και να πεις ανώνυμα “δίπλα μου μία γυναίκα αυτή τη στιγμή κακοποιείται”». 

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να αναλύουμε τα λεγόμενα της εκπροσώπου της αστυνομίας από αυτό το τελευταίο, το πόσο εύκολο δηλαδή είναι το να βοηθήσεις ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας τηλεφωνώντας απλώς στην αστυνομία.

Σύμφωνα με τα όσα μετέφερε η αδελφή της Γεωργίας στην ΕΡΤ, η μητέρα τους αμέσως μόλις δέχτηκε το τηλεφώνημα εκείνο από την κόρη της, στο οποίο της είπε ότι ο σύντροφός της την είχε χτυπήσει άγρια, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα της Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές. Είπε τι είχε συμβεί στους αστυνομικούς και ζήτησε βοήθεια για το παιδί της, ενημερώνοντάς τους ότι η κόρη της είναι χτυπημένη και μόνη με ένα ανάπηρο παιδί. Η απάντηση που της έδωσαν ήταν ότι δεν είχαν διαθέσιμο περιπολικό και την προέτρεψαν να πάνε μόνες τους στο τμήμα.  

Η μητέρα πράγματι πήρε την κόρη της από το σπίτι της και φτάνοντας έξω από το τμήμα, άφησε στο αυτοκίνητο την Γεωργία, η οποία δυσκολευόταν να περπατήσει από τα χτυπήματα, μαζί με το παιδί της, και βγήκε να ζητήσει βοήθεια. Η απάντηση που έλαβε από τον αστυνομικό του τμήματος Σαλαμίνας ήταν ότι αν η Γεωργία δεν μπορεί να ανέβει στο τμήμα να δώσει κατάθεση, να πάει πρώτα στο Κέντρο Υγείας για τις πρώτες βοήθειες και να επανέλθει την επομένη. 

Έτσι και έκαναν. Το επόμενο πρωί (σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής) ή το μεσημέρι (σύμφωνα με τα λεγόμενα της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας) η Γεωργία έφτασε και πάλι στο τμήμα συνοδευόμενη από τη μητέρα της. Εκεί πράγματι συμφωνούν τα όσα μεταφέρει η εκπρόσωπος και η αδελφή της Γεωργίας. 

Αυτή τη φορά το γεγονός ότι η γυναίκα δυσκολευόταν να βαδίσει δεν στάθηκε εμπόδιο για να δώσει κατάθεση. Μάλιστα, όπως μεταφέρει η αδελφή της Γεωργίας, μια νεαρή αστυνομικός έβγαλε ένα μικρό γραφείο στο πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από το σημείο στο οποίο ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο, και πήρε κατάθεση από τις δύο γυναίκες. Εκεί απ’ ό,τι φαίνεται της εγκατέστησαν της περιβόητη εφαρμογή του «panic button» και κάπου εδώ τελειώνουν οι συμφωνίες στις δύο αφηγήσεις. 

Διότι όσο κι αν η αστυνομικός Κωνσταντία Δημογλίδου αρνείται να δεχτεί «σχόλια για ολιγωρία των αστυνομικών» και με σχεδόν διατακτικό τόνο διακηρύσσει ότι  «δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα ότι δεν έκανε ότι ήταν απαραίτητο για να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα», θα πρέπει κάποια στιγμή τόσο η ίδια όσο και — κυρίως — ο πολιτικός της προϊστάμενος, Γιάννης Οικονόμου, να απαντήσουν πειστικά στα εξής ερωτήματα που προκύπτουν ως αυτή την ώρα:

  1. Ισχύει ότι το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) τηλεφώνησε η μητέρα της Γεωργίας στο αστυνομικό τμήμα Σαλαμίνας και μάλιστα δύο φορές ζητώντας να πάει περιπολικό στο σπίτι στο οποίο βρισκόταν η βαριά χτυπημένη κόρη της, μαζί με το ανάπηρο παιδί της, και έλαβε την απάντηση ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο περιπολικό; 
  2. Ισχύει ότι ο αστυνομικός στο Α.Τ Σαλαμίνας το βράδυ της Παρασκευής (1/12/23) όχι απλώς δεν δέχτηκε να καταγράψει όσα επιχείρησε να καταγγείλει η Γεωργία αλλά την έδιωξε κιόλας από το τμήμα, ενώ θα μπορούσε να λάβει την κατάθεσή της ακόμα και στο Κέντρο Υγείας, στο οποίο φέρεται ότι την έστειλε; 
  3. Ισχύει ότι ουδέποτε εξήγησαν επαρκώς στη Γεωργία και στη μητέρα της τον ενδεχόμενο κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή της αυτοί οι «καλοί αστυνομικοί» που συνάντησαν οι δυο γυναίκες το πρωί (ή το μεσημέρι αν προτιμά η κ. Δημογλίδου) του Σαββάτου, αλλά ούτε και ο διοικητής τον οποίο γνωρίζει προσωπικά η κ. Δημογλίδου και δεν δέχεται κουβέντα γι’ αυτόν; Και το ρωτάμε αυτό, καθώς παρότι οι αστυνομικοί που παρελαύνουν στα κανάλια διαδίδουν ότι της προτάθηκε η μεταφορά σε ξενώνα και εκείνη αρνήθηκε, η αδελφή της υποστηρίζει ότι κανείς δεν τους εξήγησε τους κινδύνους. Και όπως λέει, «αν μας το είχαν πει, έχουμε συγγενείς στην Αθήνα και στον Πειραιά» και άρα δεν θα αποφάσιζαν να καταφύγει η Γεωργία στο μητρικό της σπίτι, το οποίο ήταν γνωστό στον δράστη, αλλά θα την εξαφάνιζαν από την Σαλαμίνα. 
  4. Ισχύει ότι ο καθ’ ομολογία γυναικοκτόνος εντός των ορίων του αυτοφώρου έφυγε από το νησί ανενόχλητος και επέστρεψε αυθημερόν; Και αν ισχύει αυτό, τι έκανε ο διοικητής του τμήματος της Σαλαμίνας, ο οποίος — όπως ισχυρίζεται η κ. Δημογλίδου — είχε βγει με το προσωπικό του αυτοκίνητο και τον αναζητούσε; Και το ρωτάμε αυτό διότι ακόμα και ο διαβόητος για τις συμβουλές του σε υποψήφιους γυναικοκτόνους «ειδικός αστυνομικός αναλυτής», Σταύρος Μπαλάσκας, παραδέχτηκε σήμερα στον ΣΚΑΙ ότι κάποιος θα έπρεπε να βρίσκεται στο λιμάνι με μια φωτογραφία του δράστη στο χέρι ώστε να μην καταφέρει να διαφύγει. 

Για να είμαστε, ωστόσο, ειλικρινείς, ο χειρισμός των αστυνομικών της Σαλαμίνας δεν είναι τοπικό φαινόμενο ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε η έκθεση της GREVIO, της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τήρηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, της σύμβασης δηλαδή για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η έκθεση είναι καταπέλτης για τη χώρα μας. Θα επιλέξουμε μόνο μία παρατήρηση, η οποία όμως μοιάζει άκρως αποκαλυπτική ως προς τις προβλέψεις της χώρας για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Η επιτροπή λοιπόν επισημαίνει ότι ύστερα από την ψήφιση του «νόμου Τσιάρα», του νόμου που έγινε γνωστός ως «ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια», τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μοιάζουν πιο απροστάτευτα από ποτέ. Ένα από τα εξοργιστικά παραδείγματα που παραθέτει είναι ότι οι μητέρες έχουν την υποχρέωση να λάβουν τη συναίνεση του πατέρα προκειμένου να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ακόμη και όταν έχουν καταφύγει σε μυστικές τοποθεσίες όπου βρίσκονται οι ξενώνες προστασίας κακοποιημένων γυναικών. Για να εγγραφεί δηλαδή στο σχολείο ένα παιδί που έχει φυγαδευτεί μαζί με τη μητέρα του σε μυστική τοποθεσία, θα πρέπει να αποκαλύψουν στον κακοποιητή τους το πού έχουν καταφύγει. 

Στην περίπτωση της Γεωργίας, βέβαια, ο δράστης γνώριζε ακριβώς πού είχε καταφύγει η γυναίκα. Ήξερε επίσης τι ώρα φεύγει το παιδί της για το σχολείο. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν την είχε ειδοποιήσει να αλλάξει τη ρουτίνα της.   

Η μόνη λοιπόν αποστροφή της εκπροσώπου της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι σήμερα αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι μαζί μας. Δεν είναι όμως. Και γι’ αυτό, οι αμέσως επόμενοι υπεύθυνοι μετά τον δράστη είναι οι αστυνομικοί  του τμήματος Σαλαμίνας. Είτε το ανέχεται αυτό ως διατύπωση η κ. Δημογλίδου είτε όχι.